Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Ο Κώστας Σωτηρίου αφηγείται: Η δράση μου στο διδασκαλείο Θηλέων στον Πειραιά, ή καλύτερα, η δράση μου στο Δημοσυντήρητο διδασκαλείο θηλέων στον Πειραιά. (1928-1935)



Αποτελεί τμήμα των αφηγήσεων του Κώστα Σωτηρίου στην Ολυμπία Παπαδούκα
 και οι οποίες δεν συμπεριλήφθησαν στο βιβλίο που εξέδωσε
 η αδελφή του και θεία μου Άννα Σωτηρίου με τίτλο «Ο Κώστας Σωτηρίου αφηγείται».
Η μαγνητοφώνηση έγινε από την Ολυμπία Παπαδούκα στις 10-11-12/04/1966. 
Η συνολική διάρκεια της αφήγησης είναι 4 ώρες 
Σε επόμενες αναρτήσεις θα δημοσιευθεί και άλλο αρχειακό υλικό 
από τη δράση του στο Διδασκαλείο θηλέων στον Πειραιά. 
ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
1931 & 1932
ΕΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
1932


Στα 1928 τη χρονιά του δαγκείου πέθανε από δάγκειο ο τότε διευθυντής του διδασκαλείου Κουρτίδης. Ο δήμαρχος Τάκης Παναγιωτόπουλος είχε τη φιλοδοξία να υψώσει το διδασκαλείο σε πνευματικό κέντρο του Πειραιά. Αναζητούσε λοιπόν τον κατάλληλο διευθυντή. Επήγε στο Υπουργείο της Παιδείας. Διευθυντής της Δημοτικής Παιδείας ήταν  ο στενός μου φίλος Γιάννης Κωνστανταράκης.  Τον ερώτησε ο δήμαρχος και του απάντησε – βέβαια στην απάντηση αυτή, έπαιξε πιστεύω σπουδαίο ρόλο και η φιλία μας – του απάντησε πως κατάλληλος για το σκοπό που θέλει είναι ο Κώστας ο Σωτηρίου.-« Όμως ετοιμάζει τα χαρτιά του να πάει στην Κύπρο, όπου τον ζητούνε γυμνασιάρχη στη Λεμεσό. Γι αυτό πήγαινε σήμερα στο Πόρτο-Ράφτη, κάθεται στην έπαυλη του Γιώργου του Γρέγου- ο Γιώργης ο Γρέγος ήταν σύγαμπρός μου – και συνεννοήσου μαζί του».- Πραγματικά το απόγευμα, κατά τις 3 αν δε γελιέμαι 3 ή 4 ήρθε ο δήμαρχος και έστειλε  το σωφέρ του να με ζητήσει. Ο σύγαμπρός μου, όταν έμαθε ότι με ζητάει ο δήμαρχος του Πειραιά ο Τάκης Παναγιωτόπουλος, τον κάλεσε να ρθει μέσα για να τον περιποιηθεί. Δε δέχτηκε γιατί βιαζόταν του είπε, θέλει μόνο να κουβεντιάσει μαζί μου 5-10 λεπτά. Εβγήκα. Δεν τον γνώριζα. Του συστήθηκα και μου είπε ν’ ανέβω στο αυτοκίνητο. Και εκεί στο αυτοκίνητο μου ζήτησε να αναλάβω τη διεύθυνση του δημοσυντήρητου διδασκαλείου. Του απάντησα πως δεν μπορώ να δώσω οριστική απάντηση αν δε δω σε ποια κατάσταση βρίσκεται το διδασκαλείο. Μου λέει: « Δεν μπορεί να γίνει χειρότερη. Τούτο μόνο σου προσθέτω, πως τα βιβλία που έχουν σε μια βιβλιοθήκη τα βάζουν απάνω στο τραπέζι –γραφείο τραπέζι – ντύνουν με τσίγκο τα πόδια, για να μη μπορούν να ανεβαίνουν τα ποντίκια». Λέω: « θα επιθυμούσα να ιδώ κι εγώ το διδασκαλείο». Ορίσαμε την άλλη μέρα  δε θυμάμαι καλά σε δυό ή τρείς μέρες να πάω στο δημαρχείο, να πω ποιος είμαι και να ιδώ αμέσως το δήμαρχο. Έτσι κι έγινε. Ο δήμαρχος με πήρε, πήγαμε στο διδασκαλείο, από την απάνω πόρτα, από την πλατεία Κοραή. Είδα μια αρκετά μεγάλη αυλή πλακόστρωτη.  Είδα μια τεράστια πόρτα πανύψηλη, να ήταν η πόρτα η κεντρική απ’ όπου μπαίναν οι μαθήτριες  στο διδασκαλείο. Προχωρήσαμε και φθάσαμε εις το γραφείο. Εκεί μας περίμενε ο δημοδιδάσκαλος και κατόπιν καθηγητής της φιλολογίας, ο παιδαγωγός Γιώργος Κοσίβας. Μου είπε πως με ήξερε – ήταν και δημοτικιστής – ο μόνος άλλωστε μέσα στο διδακτικό προσωπικό. Η εντύπωσή μου δεν μπορούσε να γίνει χειρότερη. Οι αίθουσες είχαν τα παράθυρα 2,50  ή 3 μέτρα ψηλά για να μη το σκάνε φαίνεται οι μαθήτριες – ξέρω  κι εγώ; Για να τ’ ανοίγουν τα παράθυρα αυτά, είχαν γάντζους και τραβούσαν να τα’ ανοίξουν. Είδαμε όλες τις αίθουσες, η μία ήταν χειρότερη από την άλλη. Ανεβήκαμε και στη μεγάλη αίθουσα. Ήταν αρκετά μεγάλη. Κατάλληλη για τις εορτές του διδασκαλείου. Μια κι αυτή ήταν σε κακά χάλια. Σκέφτηκα για μια στιγμή, να τα παρατήσω και να φύγω. Κάτι τέτοιο πήγα να πω στο δήμαρχο. Μου λέει τότε ο Δήμαρχος: «Δεν μπορείς να το παρατήσεις το διδασκαλείο. Θάχεις όλη τη βοήθεια που μπορείς να φανταστείς από μένα».  Έδωσα  το λόγο μου πως θα μείνω. Και άρχισα δουλειά από την άλλη μέρα. Εξακολουθούσα όμως να μένω στο Πόρτο-Ράφτη, γιατί όποιος διανυχτέρευε στην Αθήνα δεν μπορούσε παρά να κολούσε δάγκειο. Την ημέρα δεν πείραζαν αυτά τα κουνούπια. Ήταν ειδικά κουνούπια που κουβαλούσαν το δάγκειο μαζί τους. Στις 3 η ώρα έφευγα με το μοναδικό αυτοκίνητο συγκοινωνίας από την πλατεία Μοναστηριακιού για το Πόρτο-Ράφτη.
Παρακάλεσα τον κύριο Κοσίβα να καλέσει για την άλλη μέρα, ας πούμε, και τους άλλους καθηγητές να ρθουν. Έχουμε μπει τώρα στον Οκτώβριο. Τα μαθήματα έχουν αναβληθεί για να μπορεί η επιδημία του δαγκείου λίγο πολύ να εκφυλιστεί. Είχαμε λοιπόν μέρες μπροστά μας. Το Υπουργείο είχε ορίσει τα μαθήματα ν’ αρχίσουν το νωρίτερο την πρώτη του Νοέμβρη. Όρισα την ημέρα που θα ήσαν όλοι οι καθηγητές εκεί. Με υποδέχτηκαν άλλος με χαρά, άλλος με επιφυλαχτικότητα, άλλος με δυσπιστία. Κι αυτός ακόμη ο Κοσίβας κουνούσε το κεφάλι του την ώρα που μιλούσα. Ήμουνα δε και ο νεώτερος απ’ όλους τους.
Το πρώτο  πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν να πάρουν οι καθηγητές το μιστό τους. Είχαν τρείς μήνες να πάρουν μιστό. Είχαν εξαντλήσει κάθε πίστωση στο μπακάλη, στο μανάβη. Οι πιο πολλοί ήσαν οικογενειάρχες. Κι όταν άρχισα να τους αναπτύσσω κάποιο πρόγραμμα, με διακόψανε. –«Καλά και άγια είναι αυτά. όλα αυτά όμως θέλουνε λεφτά».- «Ε! βέβαια» λέω,- «Μα εμείς έχουμε τρείς μήνες να πάρουμε μιστό»-. Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν : «Το γλωσσικό ζήτημα». Δημοτικιστές ήταν εκεί μέσα εγώ και ο Κοσίβας. Όλοι οι άλλοι ήσαν καθαρευουσιάνοι και αρχηγός τους ο Πατσουράκος ο γλωσσαμύντορας. Το τρίτο πρόβλημα ήταν τα χάλια του διδασκαλείου. Τα πατώματα βουλιάζανε. Τρύπες σε όλα τα πατώματα. Παμπάλαια όλα αυτά. Το τέταρτο πρόβλημα «Τα σχολικά έπιπλα». Είχανε θρανία – μη σας φανεί υπερβολικό – του 1852. Κάτι μακρυνάρια που κανονικά έπρεπε να κάθονται 8 μαθήτριες και καθόντουσαν 12. Εποπτικά είδη, όλα-όλα ήταν ένας σκουληκοφαγωμένος χάρτης της Ελλάδας, και ένας χάρτης της Ευρώπης. Αυτή ήταν η κατάσταση. Όλα αυτά σημαίνουν πως χρειάζομαι, πως χρειαζόντουσαν λεφτά. Και λεφτά πολλά. Με ένα πρόχειρο λογαριασμό που έκανα κατάληξα στο συμπέρασμα πως για να κινηθεί το διδασκαλείο πρώτη δόση έπρεπε να είναι ένα εκατομμύριο δραχμές. Όταν τους είπα πως θα τα βρω τα λεφτά, τότε η δυσπιστία έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Μου είπαν λοιπόν όλοι: «Κύριε διευθυντά, δεν αφήνετε τα όνειρα αυτά. Δεν κοιτάτε να βρείτε το παραδάκι να πάρουμε το μιστό».
 Ένα άλλο πρόβλημα – δε θυμάμαι πιο είναι 5ο,6ο,7ο δεν θυμάμαι τώρα που τα μετρήσαμε – ήταν πως στο διδασκαλείο φοιτούσαν και εις το πρότυπο και στο ίδιο το διδασκαλείο, φοιτούσαν, φτωχά παιδιά. Είχαν ανάγκη από φαί. Πολλά ερχόντουσαν θεονήστικα το πρωί. Έπρεπε λοιπόν ν’ αντιμετωπίσω και το ζήτημα αυτό και να ιδρύσουμε μαθητικό συσσίτιο. Που να το ιδρύσουμε; Γελούσαν μαζί μου οι καθηγητές. Ωστόσο τους λέω: «Που λέτε εσείς μπορούμε να κάνουμε το συσσίτιο;» - Λέει: «Έχει  εδώ ένα υπόγειο» – «Ποιος  τόχει το κλειδί;»- «Τόχει, λέει, ο θυρωρός, ο κυρ Αντρέας». Τον φωνάξαμε, ανοίγει την πόρτα, και τι να ιδούμε εκεί μέσα. Τι να ιδούμε, εκεί μέσα: Γιομάτο σκουπίδια του Δήμου. Πως να μη τρέφονται τα ποντίκια. Σταματώ εδώ. Είναι κι άλλα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουμε. Και αρχίζω να βάζω μπροστά τη λύση τους.
Για να μπορώ να κάνω τους καθηγητές να πιστέψουν πως δεν είμαι ονειροπαρμένος παρά βασίζομαι σ’ αυτή την ελεεινή πραγματικότητα που αντίκρισα, πήγα και είδα το Δήμαρχο. Του αράδιασα του Δημάρχου αυτά τα προβλήματα. –Λέω: «ο ένας γελούσε όταν τους τάλεγα, ο άλλος με κοίταζε δύσπιστα ο τρίτος κουνούσε το κεφάλι του, ο τέταρτος μου το είπε καθαρά.-Ας τα αυτά, δεν μπορείς να μας εξοικονομήσεις το μιστό; Τρείς μήνες έχουμε».- Λέω του Δημάρχου: «κάνε ότι μπορείς, αύριο – είχα ζητήσει εγώ το μιστό, κατάσταση για το μιστό όλων των καθηγητών ενός μηνός – αύριο θέλω στις 10 η ώρα να έχω δυό μιστούς, αν δεν τους έχω, αγαπητέ μου Δήμαρχε, εγώ φεύγω».- Μου λέει: « Θα τους έχεις». Δεν ήξερα εγώ τότε πως γινόντουσαν καταχρήσεις στο Δήμο. Για να μην τα πολυλογώ, την άλλη μέρα, από το Πόρτο-Ράφτη κατέβηκα, πήγα στο Δήμο, και μου δίνει στη σάκα μου τους δύο μιστούς με τις καταστάσεις. Οι καθηγητές περίμεναν. Ακόμη τα μαθήματα δεν είχαν αρχίσει. Έβγαλα τις καταστάσεις , έβγαλα και μάτσο τα χιλιάρικα και ανάθεσα στον καθηγητή των μαθηματικών –θάξερε να τα μοιράσει- Λέω: «πάρτα και αυτή τη στιγμή θα μοιράσεις την μια κατάσταση και κατόπιν την άλλη κατάσταση. Και αν περισσέψουν τίποτε ψιλά, θα πάμε από δω να πιούμε μια μπύρα, αν δεν περισσέψουν θα  τη κεράσω εγώ την μπύρα». Φυσικά – α! όχι στην Τρίτη κατάσταση ήμουνα εγώ. – Έγινε η διανομή, κοιτούσαν, ξανακοιτούσαν. Λένε: « και πως τα πήρες τα λεφτά;» - «Αυτό – λέω- είναι το μυστικό μου». Μετά 5 μέρες λέω του Δημάρχου-« Η τρίτη κατάσταση. Θέλω και τον τρίτο μήνα». – «Θα τον έχεις» μου λέει. Πάμε στο διευθυντή των οικονομικών του Δήμου, τον Πηλιώτη – αυτός ήταν ο αρχικαταχραστής, αν ο δήμαρχος έπαιρνε 10 δραχμές για να στηρίξει την τράπεζα του πατέρα του να μην πάθει φτώχευση αυτός έπαιρνε 100- και βλέπω να μου φέρνουν και το τρίτο μιστό. Πάω στο διδασκαλείο, οι καθηγητές με περίμεναν. Βγάζω την κατάσταση, λέω: «Κύριε Μάρη μοίρασε και τον τρίτο μιστό». Ε! Τώρα πραγματικά έτριβαν τα μάτια τους. Τώρα πιά η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει ριζικά. Γυρίζω και λέω στον Κοσίβα: «Αγαπητέ Γιώργο, εξακολουθείς να νομίζεις πως είμαι ονειροπαρμένος;» Σήκωσε τους ώμους του και μου λέει: «Θα είσαι τότε ταχυδακτυλουργός, και βγάζεις από τις τσέπες σου κι από τα αφτιά  και από τη μύτη χιλιάρικα». Αυτό το πρόβλημα προσωρινά τακτοποιήθηκε. Δεν ήξερα ότι θα μπορεί ο Δήμαρχος να μου δίνει έτσι τακτικά τους μιστούς.
 Έρχεται τώρα το δεύτερο πρόβλημα. Τι θα γίνει με τη γλώσσα. Εδώ το περιβάλλον είναι απόλυτα εχθρικό. Είμαστε δύο, όπως είπα πρωτύτερα, εγώ κι ο Κοσίβας δημοτικιστές. Οι άλλοι 10,12 καθαρευουσιάνοι, με αρχηγό το γλωσσαμύντορα το Γιάννη Πατσουράκο. Λέω: «Επρότεινα στο Δήμο, να γίνει υποδιευθυντής του διδασκαλείου ο Χρίστος ο Μάρης. αλλά για σένα κύριε Πατσουράκο, επρότεινα και έγινε αποδεκτή η πρότασή μου, θα είσαι  ο αντιδιευθυντής. Είναι λέω κάτι ανώτερο από το υποδιευθυντής».- «Και τι θα κάνω;» - « Θα είσαι ο διχτάτορας στο γλωσσικό ζήτημα. Με μια θερμή παράκληση –Γράφε κι εσύ και οι συνάδελφοί σου και οι μαθήτριες, τις εκθέσεις και ότι θέλεις, όπως σας αρέσει. Εμένα όμως, μόνον εμένα θα μου δώσετε την άδεια να διδάσκω στη δημοτική. Αν θέλετε καμιά φορά,  ελάτε να μ’ ακούσετε». Σκέφτηκε.-Μου λέει: «Σύμφωνος, θα αναλάβω» -«Θα εξαιρεθώ εγώ;» - «Βεβαίως- μου λέει - Μα δεν είσαι διευθυντής;» - «Όχι- εσύ είσαι ο διχτάτορας στο γλωσσικό ζήτημα». Ευχαριστήθηκε λοιπόν ο Πατσουράκος και προσωρινά δώσαμε  μια λύση κι εκεί.
Το τρίτο πρόβλημα: «Το συσσίτιο». Στέλνει ο Δήμος το αυτοκίνητο των σκουπιδιών από την κάτω πόρτα, και βγάλαμε 4 αυτοκίνητα σκουπίδια. Και πόρτες και κάτι παραθυράκια μικρά που είχε το υπόγειο αυτό, ανοιχτά να ξεβρωμίσει, και έπειτα γενναία απολύμανση, για να μπορεί να κατέβουμε κάτω. Φυσικά, μαζί με τα σκουπίδια φύγαν και οι ποντικοί. Καθάρισε. Καλώ τώρα σε συνεδρίαση παιδαγωγική το σύλλογο καθηγητών -υπάρχουν τα πρακτικά των παιδαγωγικών συνεδριάσεων- και τους θέτω το ερώτημα: «Πως θα οργανώσουμε το συσσίτιο;». Μου λένε και πάλι: «Με τι λεφτά;»- Τους λέω: «Χωρίς λεφτά». Λένε: «και τι θα τρώνε τα παιδιά;»- «Να, λέω , τι σκέπτομαι εγώ: Θα φροντίσουμε να οργανώσουμε τα συσσίτιο με τέτοιο τρόπο, ώστε να έρχονται να τρώνε εδώ και να παρακαλούν να έρχονται και τα νοικοκυροκόριτσα- και ήσαν κάμποσα- Θα τους πούμε πως με αυτά που θα πληρώνετε εσείς θα τρώνε δωρεάν όλα τα φτωχά παιδιά. Να το δοκιμάσουμε». Την άλλη μέρα ο κάθε καθηγητής με τον τρόπο του μίλησε στις μαθήτριες. Οι φιλόλογοι φυσικά. Αυτοί ήταν να πούμε οι καθηγητές που είχαν τις περισσότερες ώρες, μίλησαν με κάθε τρόπο. Και πραγματικά προσφέρθηκαν τα νοικοκυροκόριτσα, είτε τρώνε είτε δεν τρώνε να δίνουν κατά μέσον όρο 3 δραχμές η μία την ημέρα. Έτσι είχαμε ένα ποσό. Αλλά το συσσίτιο ήθελε τραπέζια, ήθελε καρέκλες, ήθελε καζάνια, ήθελε κουζίνα, ήθελε μάγειρα, ήθελε τραπεζομάντηλα που ν’ αστράφτουν, ήθελε πετσέτες που ν’ αστράφτουν. Δεν εννοούσα να γίνει συσσίτιο έτσι, για τα φτωχά τα παιδιά τα παραπεταμένα. Που θα τα βρούμε αυτά; Ο Δήμαρχος ένας, εγώ δύο και ο αντιδιευθυντής ο κύριος Πατσουράκος τρείς, κάναμε μια βόλτα στα διάφορα μαγαζιά, τους είπαμε το σκοπό, μας έδωκαν κάμποτ ωραίο, μας έδωκαν ποτήρια, φλιτζάνια,  πιάτα βαθειά, ρηχά του φρούτου, μας έδωκαν μαχαιροπήρουνα για 60, 70 παιδιά- πάρα πάνω δεν μπορούσαν να κάτσουν στο συσσίτιο – τρώγανε αυτά, έπειτα ήταν η δεύτερη σειρά. Πλενόντουσαν καθαρά. Έπειτα η τρίτη σειρά, η τέταρτη σειρά. Και δώσαμε μια προσωρινή λύση και στο σημείο αυτό. Πριν ακόμη αρχίσουν, και έχουν ήδη αρχίσει τα μαθήματα, θα κάναμε επίσημα τα εγκαίνια του συσσιτίου. Είπα να καλέσουν τον βοηθό επισκόπου. Με λέγανε μαλλιαρό, και οι μαλλιαροί είναι άθεοι. Και να ρθει όλο το δημοτικό συμβούλιο, όλος ο σύλλογος των καθηγητών, γονείς των μαθητριών. Την ορισμένη μέρα, νομίζω θα ήταν 10 ή 15 Νοεμβρίου έγιναν επίσημα τα εγκαίνια. Εβούϊξε ο Πειραιάς. Όλες οι εφημερίδες στον Πειραιά, και οι Βενιζελικές και οι αντιβενιζελικές έγραψαν φλογερά άρθρα. Είπαν και κάτι επαίνους για μένα. Την άλλη μέρα άρχισε η λειτουργία του συσσιτίου. Έστρωσε λοιπόν και αυτό. Και βλέποντας και κάνοντας, γιατί κάθε μέρα αντιμετωπίζαμε προβληματάκια, που δημιουργούσε αυτή η λειτουργία του συσσιτίου. Όμως ξέχασα να πω πως για να γίνει η λειτουργία κανονική έπρεπε να υπάρχουν σερβιτόρες, όχι να πηγαίνουν ζητιανεύοντας ένα- ένα παιδάκι να παίρνει το πιάτο. «Σερβιτόρες – λέω στους καθηγητές- θα γίνουμε τις πρώτες δυό τρεις μέρες εμείς οι καθηγητές.- Δεν ξέρω πως τους φάνηκε και με τη σειρά, στο 1ο τραπέζι θα είμαστε 3.4 στο δεύτερο τραπέζι οι άλλοι 4, εγώ – λέω- θα είμαι σερβιτόρος σε όλα τα τραπέζια». Έτσι και έγινε. Βλέπατε λοιπόν τα κοριτσάκια του προτύπου, οι μαθήτριες οι πτωχές να τρώνε με την πετσέτα τους. Α! ξέχασα να σας πω, πως μια ομάδα από μαθήτριες, με επικεφαλής την καθηγήτρια της ραπτικής την Κα Μοίρα, ανάλαβαν να κεντήσουν τις πετσέτες και η κάθε πετσέτα είχε και τη θήκη της, και αυτή κεντημένη, ήξερε λοιπόν η κάθε μαθήτρια το σερβίτσιο της, τον αριθμό της που ήταν στη θήκη της πετσέτας. Όταν το είδαν αυτό οι άλλες μαθήτριες που δε έτρωγαν στο συσσίτιο, το εθεώρησαν προσβολή, και έγινε μια επιτροπή να αναλάβουν αυτές να σερβίρουν. Έτσι κάθε μέρα η λειτουργία του συσσιτίου πήγαινε καλύτερα. Όπως είπα διάφορα προβλήματα, απάνω στην πράξη παρουσιαζόντουσαν και η προσπάθειά μου είναι να τα λύνουμε αμέσως. Να μην αφήνουμε και να μην αναβάλουμε τίποτα. Γιατί η αναβολή θα έφερνε περιπλοκές. Προχώρησε λοιπόν και αυτό το θέμα. Άρχισε το διδασκαλείο να λειτουργεί κανονιά