Κ. Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" το 1964.
Εδώ έχει αναρτηθεί το χειρόγραφο κείμενο του Κ. Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ-pdf |
Η
γνωριμία μου με το Γληνό
Πήρα το πτυχίο μου το Μάη του 1911. Ζήτησα
αμέσως να διοριστώ στην Αθήνα. Ήθελα να μείνω στην πρωτεύουσα, να ξαστερώσει ο
σκοτεινιασμένος από την αρχαιόπληχτη φιλολογική σχολή πνευματικός μου
ορίζοντας, και να μάθω γερμανικά, για να μπορέσω με πρώτη ευκαιρία να
ικανοποιήσω το ζωηρό, φλογερό, πόθο μου, να πάω στη Γερμανία, να συμπληρώσω τη
μόρφωσή μου και να ειδικευθώ στην ιστορία. Η περίσταση ήταν ευνοϊκή για μένα να
πετύχω το διορισμό μου στην Αθήνα. Ο πατέρας μου χρόνια δήμαρχος στο Δήμο
Κρωπίας, είχε μεγάλη πολιτική και κομματική δύναμη, και η οικογένειά μας
συνδεότανε φιλικά με τον πανίσχυρο τότε Υπουργό των Εσωτερικών Ρέπουλη. Έτσι ο
Υπουργός της Παιδείας Αλεξανδρής υποσχέθηκε, πως θα με διορίσει στην Αθήνα στη μοναδική τότε κενή θέση Ελληνοδιδασκάλου στο ΣΤ’ Ελληνικό Σχολείο στην Πλάκα.
Έμεινα λοιπόν ήσυχος. Το Σεπτέμβριο θα είχα σίγουρα το διορισμό στα χέρια μου.
Και ήρθε ο Σεπτέμβριος, και επιτέλους
δημοσιεύτηκαν «αι εκπαιδευτικαί μεταβολαί». Ψάχνω στους διορισμούς και βλέπω
«Διορίζονται Δ.Α. Γληνός εις το ΣΤ’
Ελληνικόν Σχολείον Αθηνών…….Κ.Δ.
Σωτηρίου εις το Ελληνικόν Σχολείον Αχαρνών». Έτριβα τα μάτια μου. ποιος είναι
αυτός ο Γληνός; Από πού ξεφύτρωσε; Μπορεί να είχε περισσότερα μέσα από μένα;
Αδύνατο κάποιο λάθος θα έγινε. Λάθος δεν έγινε. Έγινε όμως κάτι καλύτερο για
μένα. Ύστερα από «έντονα διαβήματα» στο Υπουργείο της Παιδείας διορίστηκα κι
εγώ Ελληνοδιδάσκαλος στην Αθήνα στο Ζ’ Ελληνικό σχολείο πέμπτος φιλόλογος – δυό
φορές δηλαδή υπεράριθμος- με 8 ώρες την εβδομάδα – αντί 20 – διδασκαλία. Είχα
λοιπόν όλο τον καιρό να αφοσιωθώ στη μελέτη και να μάθω γερμανικά. Έτσι ο
Γληνός, πριν ακόμη να τον γνωρίσω, με βοήθησε σημαντικά στην αρχή της
σταδιοδρομίας μου. Και ο Γληνός πως διορίστηκε; Με πολιτικά μέσα; Όχι.
Παρουσιάστηκε, όπως έμαθα αργότερα, ο ίδιος στον Υπουργό της Παιδείας, έδειξε
τα πιστοποιητικά των σπουδών του στη Γερμανία και
ζήτησε να τον χρησιμοποιήσει το Κράτος. Και τότε διορίστηκε, με την αξία του,
Ελληνοδιδάσκαλος στο ΣΤ΄ Ελληνικό Σχολείο και ταυτόχρονα καθηγητής στα
Παιδαγωγικά στο Αρσάκειο.
Το Νοέμβρη του 1909, λίγους μήνες έπειτα
το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, ιδρύθηκε ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος». Ένας από τους
ιδρυτές του, ο νεότερος, ήμουνα κι εγώ. Έτυχε να βρεθώ στην πρώτη ιδρυτική
συγκέντρωση. Από τα πρώτα του βήματα, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος γίνεται το
σπουδαιότερο παιδαγωγικό και αγωνιστικό κέντρο των δημοτικιστών για την
προοδευτική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Από κει μέσα αναβλύζει 30 και πάνω
χρόνια η προοδευτική γλωσσοεκπαιδευτική
κίνηση.
Τον Οχτώβρη του 1911 άνοιξε, έπειτα από
την καλοκαιρινή διακοπή, τις πόρτες του – οδός Λέκκα 4 – ο Εκπαιδευτικός
Όμιλος. Μια δυό φορές την εβδομάδα γινόντουσαν συγκεντρώσεις και αληθινά
διαφωτιστικές για την εποχή εκείνη, συζητήσεις για εκπαιδευτικά και λογοτεχνικά
και κοινωνικά ζητήματα. Σε μια από τις συγκεντρώσεις αυτές, όπου πήγαινα
ταχτικά και εγώ, το Νοέμβρη του 1911, αν θυμάμαι καλά, πρωτοείδα το Γληνό. Με
σύστησε ο Μάρκος Τσιριμώκος. Όσο κι αν ήταν τυπική η πρώτη αυτή γνωριμία, μένει
βαθειά χαραγμένη μέσα μου.
Εκεί τον έβλεπα και τον άκουγα ταχτικά. Ο
Γληνός έπαιρνε μέρος στις συζητήσεις. Πλατειά η μόρφωσή του. Τετράγωνο το μυαλό
του, πειστικά τα επιχειρήματά του, διαφωτιστική η ομιλία του. Ο Γληνός υψώθηκε
κυρίαρχη μορφή στα μάτια μου. Δεν ήταν ο άνθρωπος, που πήρε τη θέση μου στο ΣΤ’
Ελληνικό Σχολείο. Ήταν ο βαθυστόχαστος διανοητής, ο καινοτόμος εκπαιδευτικός
μεταρρυθμιστής. Εκεί στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, στις συγκεντρώσεις αυτές και τις
συζητήσεις άρχισε να λυτρώνεται το σκοτεινιασμένο μυαλό μου. Ο Γληνός γίνεται
καθοδηγητής μου. Έγινα έτσι θαυμαστής του.
Μαθητής
του
Η πανίσχυρη Κυβέρνηση Βενιζέλου είχε
υποσχεθεί με το στόμα του αρχηγού της να ανορθώσει και την παιδεία. Ο νέος
Υπουργός της Παιδείας Γιάννης Τσιριμώκος είχε την ευγενή φιλοδοξία να γίνει ο
μεταρρυθμιστής. Αποδέχεται το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού
Ομίλου, καλεί σύμβουλο και συνεργάτη του το Γληνό και του αναθέτει τελικά να
συντάξει τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια. Ο Γληνός δίνει την αρχική μορφή στα
νομοσχέδια και γράφει το καλοκαίρι του 1912 την γενική εισήγηση, πλούσια και
μεστή για την εποχή εκείνη επιστημονική μελέτη, όπου με την κριτική του
ανασκόπηση και την κοινωνιολογική ανάλυση, παρουσιάζει ανάγλυφες τις βασικές
αδυναμίες και ελλείψεις της παιδείας, και τα θλιβερά για το λαό αποτελέσματά
της στη χώρα μας.
Το καλοκαίρι του 1912 ο τότε Διευθυντής
του «Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως» Νικόλαος Εξαρχόπουλος διορίζεται καθηγητής
των Παιδαγωγικών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη θέση του ο Υπουργός της
Παιδείας Τσιριμώκος διορίζει το συνεργάτη του Δ. Γληνό. Στα χέρια του
εμπιστεύεται την παιδαγωγική μετεκπαίδευση των λειτουργών της μέσης
εκπαιδεύσεως. Αυτοί θα αποτελούσαν το φυτώριο για την εφαρμογή της
εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που είχε προτείνει με τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια.
Στο «Διδασκαλείο της μέσης Εκπαιδεύσεως»
κορυφώνεται η παιδαγωγική δράση του Γληνού στη δεκαετία 1911-1920. Και είναι
πλούσια η δράση του και προοδευτική στην ουσία. Η διδασκαλία του αληθινή
μυσταγωγία. Ο Γληνός ανοίγει καινούργιους ορίζοντες στους μετεκπαιδευόμενους
λειτουργούς της μέσης Παιδείας. Καινούργιος αέρας φύσηξε. Το έργο του
λειτουργού της Παιδείας φωτίζεται υψώνεται. Εκεί μαθητής του κι εγώ, κατάλαβα
πόσο μεγάλη είναι η κοινωνική αποστολή του λειτουργού της Παιδείας, και πόσο
τιμητικός είναι ο περιφρονημένος τίτλος «δάσκαλος». Η επίδραση που ασκεί ο
Γληνός καταπληχτική. Η φήμη του απλώνεται. Δημιουργεί αφοσιωμένους φίλους και
φανατικούς οπαδούς. Δημιουργεί «σχολή» και προετοιμάζει τους μελλοντικούς
συνεργάτες του.
Όταν είδα στην εφημερίδα, πως Διευθυντής
στο Διδασκαλείο της μέσης Παιδείας διορίστηκε ο Γληνός, σκέφθηκα και αποφάσισα
να πάω και εγώ για μετεκπαίδευση στο Διδασκαλείο στα παιδαγωγικά. Είχα δουλέψει
ένα χρόνο στο Ζ’ Ελληνικό σχολείο, είχα διδάξει ιστορία, και γεωγραφία στις
τρείς τάξεις του Ελληνικού σχολείου, και είχα συναντήσει αρκετές δυσκολίες.
Ήμουνα ολότελα απροσανατόλιστος, δεν είχα ιδέα από παιδαγωγικά –στο
Πανεπιστήμιο, όταν σπούδαζα δε λειτουργούσε η έδρα αυτή- και αναγκαζόμουνα να
αυτοσχεδιάζω. Μοναδικός μου δάσκαλος ήτανε ο εαυτός μου και στη συμπεριφορά μου
στα παιδιά και στη διδασκαλία. Πλούσιες ήσαν οι μαθητικές αναμνήσεις, και
κοίταζα να αποφεύγω, όσα δυσάρεστα αναθυμόμουνα από τα μαθητικά μου χρόνια, και
προπάντων την βλοσυρότητα, την άδικη πολλές φορές αυστηρότητα που είχαν δείξει
κάμποσοι δασκάλοι και καθηγητές μου, και ιδιαίτερα την τυφλή πειθαρχία με τις
γνωστές τιμωρίες.
Υπόβαλα λοιπόν αίτηση στο Υπουργείο της
Παιδείας και ζητούσα να σταλώ για μετεκπαίδευση στο Διδασκαλείο της μέσης
Παιδείας. Η αίτηση μου έγινε δεχτή και σε λίγες ημέρες στην αρχή του Οχτώβρη
ήρθε το σχετικό έγγραφο. Με το έγγραφο αυτό στα χέρια μου παρουσιάστηκα την
άλλη ημέρα στο Διδασκαλείο, στο Διευθυντή του, το Γληνό. Ο Γληνός με δέχτηκε με
συγκρατημένη χαρά και με ρώτησε με ποια διάθεση και για ποιο σκοπό ζήτησα να
φοιτήσω στο Διδασκαλείο για μετεκπαίδευση. Του άνοιξα την καρδιά μου. Του είπα,
πως είχα βαθειά συναίστηση για τις ελλείψεις από τη σπουδή μου στη Φιλοσοφική
Σχολή στο Πανεπιστήμιο και πόσο ποθούσα να συμπληρώσω τη μόρφωσή μου στο
εξωτερικό, στη Γερμανία, και να ειδικευθώ στην Ιστορία και τον παρακάλεσα να με
βοηθήσει στα πρώτα μου βήματα. Με άκουσε με προσοχή, και όταν τελείωσα με
ρώτησε, γιατί διάλεξα για ειδικότητα την Ιστορία. Θυμάμαι, σε ποια δύσκολη θέση
βρέθηκα να του απαντήσω. Και εγώ, του είπα, δεν ξέρω, δεν το έχω καλοσκεφτεί.
Ένα μόνο ξέρω, πως ούτε στην αρχαία Ελληνική, ούτε στη λατινική φιλολογία
σκέπτομαι να ειδικευθώ. Είχα μπουχτίσει με τις γραμματικές παρατηρήσεις του
καθηγητού Κόντου, και το λατινικό συνταχτικό.
Ο καθηγητής Βάσης ένα ολόκληρο σχεδόν εξάμηνο δίδαξε τις σημασίες και τη
σύνταξη του συνδέσμου «cum».
Έμεινα καμιά
ώρα εκείνη την ημέρα στο γραφείο του Γληνού. Όταν τον χαιρέτισα, μου είπε, πολύ
θα ήθελε να τον επισκεφτώ σπίτι του και εκεί με την ησυχία μας να συνεχίσουμε
την συνομιλία μας. Βγήκα από το γραφείου του αναφτερωμένος και χαρούμενος.
Ένιωθα πως γρήγορα θα γινόμουνα φίλος του. Μα πρώτα έγινα μαθητής του.
Σε δυό τρείς ημέρες άρχισαν τα μαθήματα.
Στο πρώτο του μάθημα ο Γληνός με την άφταστη γλαφυρότητα και τη χαραχτηριστική
του σαφήνεια μας ανάλυσε το σκοπό του Διδασκαλείου και μας μίλησε για το έργο
του λειτουργού της Παιδείας και την κοινωνική του αποστολή. Μας τόνισε τη
μεγάλη ευθύνη που πέφτει επάνω μας, σε μας τους μετεκπαιδευόμενους, γιατί εμείς
πρέπει να γίνουμε οι πρωτεργάτες στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, για τη μόρφωση
του λαού και την κοινωνική πρόοδο. Η πρώτη του αυτή ομιλία σε άπταιστη
καθαρεύουσα, έκανε βαθειά εντύπωση σε όλους μας. Ήταν αλήθεια συναρπαστική.
Την άλλη ώρα μας παρουσίασε το πρόγραμμα.
Ο ίδιος, μας είπε, θα διδάξει παιδαγωγική, διδαχτική και ηθική. Ψυχολογία και
ιστορία της Παιδαγωγικής θα δίδασκε ο Υποδιευθυντής του Διδασκαλείου. Μας
καθόρισε επίσης πως πρέπει ταχτικά να παρακολουθούμε μια δυό ώρες την ημέρα τις
διδασκαλίες των καθηγητών στο Πρότυπο Ελληνικό σχολείο και γυμνάσιο του
Διδασκαλείου, για να ασκηθούμε κι εμείς. Μα για να είναι γόνιμη η διδασκαλία,
δεν αρκεί η καθιερωμένη ακρόαση, ούτε η ταχτική παρακολούθηση, ούτε, βέβαια,
πρόκειται να ξαναγίνουμε μαθητές και να μας εξετάζουν στη διδαγμένη ύλη. Ούτε
λοιπόν προφορική, ούτε γραφτή εξέταση. Η μετεκπαίδευση μας πρέπει να γίνει
ενεργητική και όχι παθητική, με βάση την ελευθερία στη σκέψη και με σκοπό να
καλλιεργηθή το επιστημονικό πνεύμα στην παιδαγωγική, και στη θεωρία και στην
πράξη. Και ο καλύτερος τρόπος, μας τόνισε, είναι οι φροντιστηριακές εργασίες. Θα
έχουμε λοιπόν δυό ειδών φροντιστήρια. Το θεωρητικό και το πραχτικό. Στο
θεωρητικό θα συζητούμε εμείς οι μετεκπαιδευόμενοι, ένα θεωρητικό θέμα από την
παιδαγωγική, την ψυχολογία, τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία με την
καθοδήγησή του. Ένας ή δύο από τους μετεκπαιδευόμενους θα είχαν αναλάβει το
ειδικό θέμα, θα το είχαν μελετήσει και επεξεργαστεί και θα έκαναν τη σχετική
εισήγηση την ορισμένη ημέρα για τη συζήτηση. Σπουδαίο ήταν και το πραχτικό
φροντιστήριο. Οι καθηγητές στο πρότυπο σχολείο του Διδασκαλείου ήσαν
υποχρεωμένοι να κάνουνε με τη σειρά υποδειγματικές διδασκαλίες μπροστά σε όλους
τους μετεκπαιδευόμενους στα διάφορα μαθήματα. Ένας ή δύο από τους
μετεκπαιδευόμενους αναλαμβάνανε να παρακολουθήσουν με ιδιαίτερη προσοχή την
υποδειγματική διδασκαλία. Την ώρα του πραχτικού φροντιστηρίου, ο καθηγητής που
δίδαξε θα ανάλυε τον τρόπο της διδασκαλίας και έκανε ο ίδιος κριτική, τόνιζε τα
καλά σημεία και τα τυχόν λάθη. Αμέσως έπειτα ο ένας ή οι δυό μετεκπαιδευόμενοι
έκριναν με τη σειρά τους την υποδειγματική διδασκαλία και έπειτα άρχιζε η
συζήτηση. Τη συζήτηση και στο θεωρητικό και στο πραχτικό φροντιστήριο την
έκλεινε ο Γληνός. Παρουσίαζε τα πορίσματα και έλεγε τη γνώμη του. Η λειτουργία
των φροντιστηρίων ήταν για όλους μας σπουδαία καινοτομία. Απόλυτη ελευθερία να
πούμε τη γνώμη μας. Η συμμετοχή μας όλο και πιο ενεργητική. Πλούσια, αλήθεια, η
συγκομιδή.
Αφού μας ανάλυσε τον τρόπο, που θα
λειτουργούσανε τα φροντιστήρια, μας παρουσίασε αρκετά θέματα, για το θεωρητικό
φροντιστήριο, και μας ανακοίνωσε για το πραχτικό φροντιστήριο τις
υποδειγματικές διδασκαλίες για το πρώτο τρίμηνο. Έπειτα από δισταγμούς,
δικαιολογημένους άλλωστε, έγινε χωρίς καμιά πίεση η διανομή. Πήρα κι εγώ τότε
για το θεωρητικό φροντιστήριο το θέμα «ο ρόλος της προσωπικότητας στην Ιστορία»
και για το πραχτικό φροντιστήριο ανάλαβα να κρίνω την υποδειγματική διδασκαλία
στη Γραμματική που θα έκανε ο καθηγητής Δ. Γουδής με θέμα «Πότε παραλείπεται το
υποκείμενο» (στην Α’ τάξη του Γυμνασίου).
Στην εργασία μου για το «ρόλο της
προσωπικότητας στην Ιστορία» με καθοδήγησε πρόθυμα ο Γληνός, μου έδωσε σχετική
βιβλιογραφία. Όταν την ετοίμασα και ήρθε η σειρά να την αναπτύξω στο θεωρητικό
φροντιστήριο, άναψε ζωηρή η συζήτηση. Οι περισσότεροι συνάδελφοι αντιτάχτηκαν
στην άποψή μου και υποστήριξαν πως οι προσωπικότητες – πολιτικοί, στρατηγοί,
βασιλείς- δημιουργούν την ιστορία. Ο Γληνός στο κλείσιμο έδειξε με ακαταμάχητα
επιχειρήματα, πόσο αντιιστορική ήταν η άποψη αυτή των συναδέλφων. Η εργασία μου
αυτή δημοσιεύτηκε από το Γληνό στο περιοδικό «Αγωγή».
Μα πέτρα σκανδάλου έγινε πρωτίτερα η
κριτική μου στην υποδειγματική διδασκαλία του καθηγητή Δ. Γουδή. Ο καθηγητής
Γουδής, δεξί χέρι του Ν. Εξαρχόπουλου, είχε βγάλει το όνομα, πως ήταν
ανυπέρβλητος δεξιοτέχνης στη νέα για την παιδεία μας ερβαρτιανή μέθοδο. Ήξερε, λέγανε,
να εφαρμόζει αριστοτεχνικά όλα τα στάδια στη διδασκαλία, και να προκαλεί
μεθοδικά το ενδιαφέρο των παιδιών. Εγώ, όπως είπα και παραπάνω, δεν είχα ιδέα
ούτε για την ερβαρτιανή μέθοδο ούτε αν ήσαν 4 ή όπως υποστήριζαν οι φανατικοί
οπαδοί της 6 στάδια. Τώρα ποια είναι αυτά τα «στάδια» μη ρωτάτε, θα βαρεθείτε
να τ’ ακούσετε. Μα τότε οι οπαδοί τους
πιστεύανε πως άμα αλλάξει η παλιά μέθοδος και οι δασκάλοι διδάσκουν με τη νέα
την ερβαρτιανή, η παιδεία μας θα ξαναγεννιόταν και όλα θα πήγαιναν καλά. Δε
χρειαζότανε καμιά άλλη μεταρρύθμιση. Θλιβερή , θα μου ειπείτε η κατάσταση. Έτσι
ήταν και χρειάστηκε σκληρός αγώνας για να αλλάξει.
Κάποιες απορίες και κάμποσα προβλήματα μου
γέννησε η υποδειγματική αυτή διδασκαλία. Καημοί πιεσμένοι μέσα μου ξέσπασαν.
Και ήρθε η ημέρα να κριθεί και να
συζητηθεί η υποδειγματική αυτή διδασκαλία στο πραχτικό φροντιστήριο. Πρώτος
μίλησε ο καθηγητής Γουδής. Μας εξήγησε πως διάρθρωσε τη διδασκαλία του, πως
πορεύτηκε το ένα στάδιο έπειτα από το άλλο, διαπίστωσε με ποια προσοχή παρακολουθούσαν
οι μαθητές και πόσο αυτενέργησαν, και πόσο εύκολα έβγαλαν τον «ηθικόν καρπόν»
της διδασκαλίας, πως ο Θεός είναι που βρέχει, χιονίζει, και αστράφτει και όλα
αυτά για το καλό των ανθρώπων.
Έπειτα μίλησα εγώ. Όλοι με κοίταζαν, τι θα
μπορούσα να ειπώ για την αριστοτεχνική αυτή διδασκαλία και τι ψεγάδι τάχα θα
έβρισκα. Φυσικά επαίνεσα κι εγώ τη διδασκαλία, τόνισα τη διαφορά της από την
παλιά μέθοδο – οι δασκάλοι και οι καθηγητές μας λέγανε «πάρτε το παρακάτω
κεφάλαιον» - και πρόσθεσα πως παρ’ όλα αυτά η υποδειγματική διδασκαλία μου
γέννησε δυό προβλήματα, ένα μεθοδολογικό, και ένα ουσιαστικό.
Το πρώτο: Τι δουλειά έχει ο Θεός με
την «παράλειψη του υποκειμένου» και τι είδους ήταν ο «ηθικός καρπός». Λοιπόν
βρέχει και χιονίζει και αστράφτει ο Θεός για το καλό μας; Και όταν κάνει
νεροποντή και πνίγονται άνθρωποι; Δε νομίζω, είπα, πως καλλιεργούμε μ’ αυτό τον
τρόπο το θρησκευτικό συναίστημα των παιδιών.
Το δεύτερο πρόβλημα: Μεθοδική,
βέβαια, ήταν η διδασκαλία. Μα χρειάστηκαν δυό διδαχτικές ώρες για να τελειώσει.
Και άξιζε ο κόπος να ξοδευθεί τόσος καιρός για το θέμα αυτό, και να κουραστούν
τα παιδιά; Μ’ άλλα λόγια το βασικό πρόβλημα είναι όχι το «πως» θα διδάξουμε,
παρά το «τι» θα διδάξουμε και «γιατί» πρέπει να το διδάξουμε. Και, νομίζω, πως
και αν τα παιδιά δε διδασκόντουσαν «πότε παραλείπεται το υποκείμενο» κέρδος θα
είχανε τις δυό ώρες και δεν θα έχαναν τίποτε.
Όλη την ώρα που μιλούσα, και ξέχασα να σας
ειπώ, μιλούσα στη δημοτική. Όλο και κοίταζα το διευθυντή μας το Γληνό. Κρατούσε
ολύμπια αταραξία, μα μέσα μου γεννήθηκε η εντύπωση πως ήτανε ευχαριστημένος. Δε
με διέκοψε ούτε μια φορά. Πέρασε η πρώτη ώρα και έγινε διάλειμμα. Η συζήτηση θα
συνεχιζόταν την άλλη ώρα.
Στο διάλειμμα είδα κάποια αναταραχή. Η
κριτική μου είχε φέρει αναστάτωση. Σε λίγο έρχεται ο κλητήρας και μου λέει, πως
με θέλει ο Διευθυντής να πάω αμέσως στο γραφείο του. Πήγα. Με δέχτηκε
καλόκαρδα. Με συγχάρηκε και πρόσθεσε: «Ήρθε μια Επιτροπή από μετεκπαιδευομένους
και μου δήλωσε, πως αν συνεχίσεις να
μιλάς στη δημοτική, θα διαμαρτυρηθούνε και θα αποχωρήσουν. Δεν μπορούν, μου
τόνισαν, να ανεχθούν ένα συνάδελφο να παραβαίνει το Σύνταγμα – ένα χρόνο πριν
είχε ψηφιστεί το ειδικό άρθρο που καθιέρωνε επίσημη γλώσσα την καθαρεύουσα –
Τους απάντησα, ο συνάδελφός σας δεν παραβαίνει το Σύνταγμα. Δεν θα το επέτρεπα
ούτε εγώ. Το Σύνταγμα δεν απαγορεύει να μιλάμε τη δημοτική γλώσσα. Δεν μπορώ
λοιπόν να απαγορέψω στο συνάδελφό σας να χρησιμοποιεί στη συζήτηση μας τη
δημοτική. Όμως θα τον καλέσω και θα του συστήσω, αν θέλει, να ικανοποιήσει την
παράκλησή σας». Ομολογώ έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα, όταν το άκουσα. Αλλού
περίμενα τις διαμαρτυρίες και τις αντιρρήσεις των συναδέλφων. Ως τόσο δήλωσα κι
εγώ στο Διευθυντή μου, πως θα μιλάω κι εγώ στην καθαρεύουσα.
Η συζήτηση, που ακολούθησε, ήταν αρκετά
ταραγμένη. Ο Γληνός με τη γνωστή μαεστρία του την καθοδηγούσε. Τις απόψεις μου
μόνο 4-5 συνάδελφοι τις συμμερίστηκαν και τις υποστήριξαν. Όλοι οι άλλοι
γλωσσαμύντορες, διαποτισμένοι με τη βυζαντινοεκκλησιαστική παράδοση, με το
θεοκρατικό δηλαδή πνεύμα και τον αττικισμό, θεοποίησαν την αρχαία γραμματική
και το συνταχτικό. Η συζήτηση προχώρησε. Μπήκε δηλαδή το θέμα για τις κλασικές
σπουδές. Ο Γληνός στο κλείσιμο ανακεφαλαίωσε τα πορίσματα από τη συζήτηση και
μίλησε πλατιά για την αξία των κλασικών σπουδών. Τόνισε, πως όλη η προσπάθειά
μας πρέπει να στραφεί στο περιεχόμενο των αρχαίων συγγραφέων, στα γόνιμα
στοιχεία τους, στα διδάγματά τους. Έδειξε με επιχειρήματα από την ψυχολογία και
την παιδαγωγική, πως δεν έστεκε στα πόδια η θεωρία πως η αρχαία γραμματική και
το συνταχτικό οξύνουν τη διάνοια και πως δεν πρέπει να θυσιάζεται η ουσία στον
τύπο, και τόνισε στο τέλος της ομιλίας του, πως πολλοί προτείνουν πως πρέπει να
διδάσκονται οι κλασικοί όχι μόνο στο πρωτότυπο, παρά και «σε μετάφραση».
Όλη αυτή η συζήτηση και το κλείσιμό της με
έφερε πολύ κοντά στο Γληνό. Ο θαυμασμός μου φούντωσε. Η αγάπη μου ξεχείλισε. Με
ξανακάλεσε σπίτι του. Πήγα. Κουβεντιάσαμε πολύ ώρα. Μου μίλησε για την
εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια και μου τόνισε, πόσο
μεγάλη ανάγκη είχε η παιδεία μας, από φωτισμένους δασκάλους. Ένιωσα άλλη μια
φορά να με υψώνει και να μου δείχνει το δρόμο του χρέους, φωτισμένο με το φως
της αλήθειας. Και αποφάσισα ώριμα τώρα να ειδικευθώ στα παιδαγωγικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου