Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ



Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ- pdf
TO ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ- pdf
Του σ. Κώστα Σιδερίτη
Ψευδώνυμο του Κ.Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ  
Η μελέτη αυτή γράφτηκε με αφορμή  την ανασύσταση του 
Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1946. 
Δεν δημοσιεύθηκε από ότι γνωρίζω.
Εδώ δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο.
  








        Χαιρετίζουμε με ικανοποίηση την ανασύσταση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, με την πεποίθηση, πως και στη δεύτερη περίοδό του, που τόσο καλά εγκαινίασε με τις δευτεριάτικες εκπαιδευτικές συγκεντρώσεις, θα συνεχίσει τον προοδευτικό του δρόμο και θα βοηθήσει μ’ όλη του τη δύναμη στην αληθινή αναγέννηση της παιδείας στη χώρα μας.
Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ύψωσε, πολύ δειλά στην αρχή, μα ολοένα και ψηλότερα, τη σημαία της προόδου. Ενσάρκωσε τον πόθο για το πνευματικό ανέβασμα του λαού, και συγκέντρωσε όλη του την προσπάθεια στη μεταρρύθμιση της παιδείας. Πλούσια η εικοσάχρονη δράση του. Σκληροί οι αγώνες του. Δε φοβήθηκε τα αναθέματα της εκκλησίας, δε δείλιασε εμπρός στις συκοφαντίες. Αντιμετώπισε όλα τα χτυπήματα της πολύμορφης αντίδρασης. Και μέσα από το σκληρό αγώνα του βρήκε το σωστό δρόμο. Πολύτιμη η συμβολή του. Έδωσε το αληθινό νόημα και το γνήσιο λαϊκό περιεχόμενο στη ριζική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ανάπτυξε στις επάλξεις του άξιους αγωνιστές. Φώτισε τους λειτουργούς της παιδείας. Διακήρυξε τις αληθινές αιτίες για την πνευματική και εκπαιδευτική καθυστέρηση του τόπου μας και συνειδητοποίησε τις βασικές αρχές για τη λύση του άλυτου ακόμη ως σήμερα εκπαιδευτικού προβλήματος.
Όποιος θέλει να παρακολουθήσει και να κατανοήσει τη βασανιστική πορεία της παιδείας μας, τα βήματά της προς τα μπρος και τις πισωδρομές της, στα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, καλά θα κάνει να μελετήσει την ιστορία του Εκπαιδευτικού Όμιλου.
Τρία στάδια μπορούμε να ξεχωρίσουμε στην ιστορία του: α! Το στάδιο του γλωσσοεκπαιδευτικού δημοτικισμού: Κύρια προσπάθεια η γλωσσική μεταρρύθμιση στη δημοτική παιδεία και ο συγχρονισμός της στη μέθοδο της διδασκαλίας.  β! Το στάδιο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού: Κύρια επιδίωξη η αστική μεταρρύθμιση της δημοτικής και μέσης παιδείας. γ! Το στάδιο του κοινωνικού δημοτικισμού: Ο Όμιλος θεμελιώνει επιστημονικά και κοινωνικά τη ριζική μεταρρύθμιση της παιδείας και αγωνίζεται για την πραγματοποίησή της.
Το πρώτο στάδιο 1910-1913. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ιδρύθηκε το Μάη του 1910, λίγους μήνες έπειτα από το κίνημα στο Γουδί, και εκφράζει αντίστοιχα το κίνημα αυτό στον πνευματικό τομέα. Είναι συνέπειά του. Μα τι ήταν το στρατιωτικό αυτό κίνημα;
Ενενήντα περίπου χρόνια έπειτα από την επανάσταση του 1821, παρ’ όλους τους αγώνες που έγιναν στο μεταξύ, ο ελληνικός λαός εξακολουθεί να ζει μέσα στην εξαθλίωση και το πνευματικό σκοτάδι. Όλα τα προβλήματα έχουν μείνει άλυτα. Η χώρα μας βρίσκεται καθυστερημένη και οικονομικά και πνευματικά. Οι κυρίαρχες τάξεις εκμεταλλεύονται άγρια το λαό. Τον δένουν στο άρμα του ξένου κεφάλαιου, τον απομυζούν, του προβάλλουν παραπλανητικά ιδανικά, του εξιδανικεύουν τη φτώχεια και την κακομοιριά με την αρετή της «λιτότητας», τον αφιονίζουν με το μεγαλείο της «Μεγάλης Ιδέας» με την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την ανάσταση της αρχαίας γλώσσας. Ακριβά πληρώνει ο λαός σε αίμα και σε ιδρώτα το άπιαστο πουλί. Έτσι μέρα με την ημέρα η αντίθεση ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις και το λαό ολοένα και δυναμώνει. Και έρχεται το 1897. Μεγάλα τα χτυπήματα. Ο εθνικός ξεπεσμός. Η ολοκληρωτική υποδούλωση στο ξένο κεφάλαιο, με το διεθνικό οικονομικό έλεγχο. Η εσωτερική κρίση εντονότερη. Η φαυλοκρατική διοίκηση οργιάζει. Ο αναβρασμός ολοένα και φουντώνει. Η στιγμή να ξεσπάσει έφτασε.
Παράλληλα οξύνεται και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δυό κυρίαρχες τάξεις. Η χώρα μας έχει μπει στο στάδιο της κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης. Όσο κι αν είναι αργοκίνητη, έχουμε όμως κάποια ανάπτυξη και στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Το εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο έχει δυναμώσει. Οι έμποροι, οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές θέλουν ν απαλλαγούν από την κηδεμονία των κοτζαμπάσηδων και των τσιφλικάδων (τζάκια) να πάρουν αυτοί την ηγεσία, για ν’ απλώσουν την δράση τους και να αποκομίσουν περισσότερα κέρδη. Η αστική λοιπόν τάξη εκμεταλλεύεται τον αναβρασμό του λαού και κάνει το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί τον Αύγουστο του 1909. Για να πάρει το λαό μαζί της προβάλλει δημοκρατικά συνθήματα και δίνει πλούσιες υποσχέσεις. Μα μόλις πέτυχε την πολιτική μεταβολή που ποθούσε, σπεύδει να συμβιβαστεί με τα τζάκια, κρατώντας φυσικά αυτή την ηγεσία, και ξεγελάει το λαό με επιφανειακές μεταρρυθμίσεις – την περίφημη «ανόρθωση». Δε χτύπησε ούτε τη βασιλεία, που τόσο επίμονα ζητούσαν τα λαϊκά στρώματα. Έτσι το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, κορύφωμα της κρίσης που ξέσπασε έπειτα από το 1897, είναι ένα αστικό κίνημα προοδευτικό ως ένα σημείο, γιατί δεν μπορούσε παρά να γίνουν ορισμένες «παροχές για να καθησυχάσουν τα πνεύματα και να στερεώσουν την αστική τάξη» μένει όμως στο βάθος συντηρητικό, αντιλαϊκό, γιατί η αστική τάξη «δε θα λύσει ριζικά κανένα από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα».
Την ίδια βασική τάση της αστικής τάξης εκφράζει και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος στα πρώτα του βήματα. Τα πνευματικά προβλήματα που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία ήσαν το γλωσσικό και το εκπαιδευτικό. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος αναγράφει και τα δυό στο πρόγραμμά του, προβάλλει όμως στο πρώτο του ξεκίνημα την πιο συντηρητική λύση τους. Σκοπός του είναι (άρθρο α! του πρώτου καταστατικού) «να ιδρύσει ένα Πρότυπο Δημοτικό Σχολείο στην Αθήνα, και να βοηθήσει να αναμορφωθεί, με τον καιρό, η ελληνική εκπαίδευση». Στην πρώτη του διακήρυξη «εξωτερικεύοντας τον πόθο των πολλών για την αναμόρφωση των σχολείων» αναγνωρίζει πως «η δημοτική παιδεία τίποτε δεν κατορθώνει» κηρύχνει πως δυό είναι οι σπουδαιότερες αιτίες για την καθυστέρησή της, η καθαρεύουσα και η αντιπαιδαγωγική μέθοδος της διδασκαλίας, και προτείνει δυό μέτρα για τη μεταρρύθμισή της, την εισαγωγή της λαϊκής γλώσσας, της δημοτικής, μόνο στις 4 τάξεις του δημοτικού σχολείου, και την ίδρυση ενός πρότυπου δημοτικού σχολείου, για ν’ αποδειχτεί πειραματικά με πιο πρόγραμμα, με ποια μέθοδο, με ποια βιβλία, το ΠΩΣ θα μπορούσε το δημοτικό σχολείο, το νεοελληνικό, να εκπληρώσει τον τρισμεγάλο σκοπό του». (Δελτίο Εκπαιδ. Όμιλου αριθμός Α! Ιανουάριος 1911 σελ. 3)
  Υψώνει λοιπόν ο Εκπαιδευτικός Όμιλος τη σημαία της γλωσσικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Θέλει όμως να μη βιαστούμε, να γίνει «με τον καιρό» και την περιορίζει στη δημοτική μόνο παιδεία, μα κι εδώ τη στενεύει πάλι στην αλλαγή της γλώσσας και στον αργοκίνητο πειραματικό συγχρονισμό της μεθόδου διδασκαλίας. Και για να μη τυχόν αλλάξει ή πλατύνει το πρόγραμμά του από τα καινούργια μέλη του «τους πολλούς» - πραγματικά σε λίγους μήνες μέσα είχαν γραφτεί τετρακόσια καινούργια μέλη – παίρνονται ασφαλιστικά μέτρα. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6 του πρώτου καταστατικού «τον Όμιλο τον διευθύνει Επιτροπή από εφτά Ιδρυτάς…..Την Επιτροπήν την επιλέγουν οι –σαράντα περίπου- Ιδρυταί κάθε τρία χρόνια».
Δυό είναι τα συμπεράσματα: α! Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος εκπροσωπεί στο πρώτο του στάδιο το γλωσσοεκπαιδευτικό δημοτικισμό και β! Ο Εκπαιδευτικός όμιλος στα πρώτα του βήματα είναι συντηρητικά προοδευτικό σωματείο. Φανερό λοιπόν πως εκφράζει τη βασική τάση της αστικής τάξης που πήρε την πολιτική ηγεσία με το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί. Μια ματιά άλλωστε στα ονόματα των σαράντα περίπου ιδρυτών του μας το επικυρώνει. Όλοι οι ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου είναι διαφωτισμένοι αστοί δημοτικιστές. Όλοι τους περιμένουν την πνευματική αναγέννηση του τόπου ουσιαστικά από τη γλωσσική μεταρρύθμιση. Ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζουν δυό ρέματα: Το συντηρητικό – οι περισσότεροί τους είναι «αριστοκράτες  αστοί» (Παραθέτω μερικά ονόματα: Απ. Αλεξανδρής, Περικλής Αργυρόπουλος, Αλέκος Δελμούζος, Λουκάς Δελμούζος, Κωνστ. Δεμερτζής, Αλεξ. Διομήδης, Ίων Δραγούμης, Κωνστ. Κατσίμπαλης, Ν. Μαυρουδής, Κωνστ. Μελάς, Δ.Π Πετροκόκκινος, Κωνστ. Τοπάλης κ.τ.λ.) και το λαϊκότερο ρέμα σε μικρή όμως μειοψηφία. Επικρατεί λοιπόν το συντηρητικό στοιχείο μέσα στους ιδρυτές και αυτό δίνει τη συντηρητική συμβιβαστική κατεύθυνση και στο πρόγραμμα και στη δράση του Όμιλου. Κύριος αντιπρόσωπος του συντηρητικού προοδευτισμού στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Όμιλου είναι ο παιδαγωγός Αλέκος Δελμούζος. Είναι ο εμπνευστής για την ίδρυση του πρότυπου δημοτικού σχολείου – θέλει να συνεχίσει το σχολείο του Βόλου, που του γκρέμισε η τσιφλικάδικη αντίδραση με σύμμαχο και όργανό της το μητροπολίτη του Βόλου – με το φαινομενικά επιστημονικό, στο βάθος όμως αντιδραστικό, επιχείρημα, πως  πρέπει να θεμελιώσουμε πειραματικά σ ένα μόνο σχολείο την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και έπειτα, όσο μας το επιτρέπουν «τα οικονομικά χάλια» σιγά-σιγά να την απλώνουμε. Από τη γραμμή αυτή όχι μόνο δεν ξέφυγε ο Δελμούζος, παρά πισωδρόμισε και πέρασε στις μέρες μας φανερά στην αντίδραση.
Το κήρυγμα του Ομίλου είχε μεγάλο αντίχτυπο. Ραγδαία πληθαίνουν οι οπαδοί του. Μέσα σε λίγους μήνες γράφονται τετρακόσια  περίπου μέλη  ( Δελτίο κ.τ.λ σελ 7).  Ξεσπάει όμως και η αντίδραση προπάντων για τη γλωσσική μεταρρύθμιση. «Αντίπαλοι υψώνονται τότε η Εκκλησία, το Πανεπιστήμιο, και ο Παλιός πολιτικός κόσμος,  η τριαδική εκπροσώπηση της μεσαιωνικής παράδοσης» όπως γράφει ο μεγάλος μας δάσκαλος Δημήτρης Γληνός (Διακήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής του Εκπ. Ομίλου- Αθήνα 1927 σελ. 3). Η συκοφαντία οργιάζει. Η Εκκλησία κατηγορεί καπηλικά τον Όμιλο για αθεϊσμό, γιατί επιδιώκει να χαλάσει τη γλώσσα των ιερών βιβλίων. Ο γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκης και ο τυπολάτρης Σκιάς σε πολύστηλα άρθρα στις εφημερίδες κηρύχνουν, πως ο Εκπαιδευτικός Όμιλος με τη γλωσσική μεταρρύθμιση που ζητάει, έχει αντεθνικούς σκοπούς. Διασπάει την εθνική ενότητα, αντικόβει τη συνέχεια της ελληνικής φυλής, παρεμποδίζει την ανάσταση της αρχαίας δόξας (γλώσσας) και κλονίζει στα θεμέλιά της  τη «Μεγάλη Ιδέα». Και ο παλιός πολιτικός κόσμος, με δουλικά όργανά του την Εκκλησία και το Πανεπιστήμιο, βρίσκει την πολύτιμη ευκαιρία να ξανασηκώσει το κεφάλι του, για να ξαναποχτήσει το έδαφος που έχασε, κατηγορώντας την αστική τάξη πως υποστηρίζει τους άθεους και τους απάτριδες μαλλιαρούς. Και ο πολιτικός αρχηγός της αστικής τάξης ο Βενιζέλος -δημοτικιστής κι αυτός- με τη δημαγωγική δικαιολογία να μη διασπαστεί η «εθνική» εξόρμηση που ετοίμαζε, πραγματικά όμως επειδή η αστική τάξη, αντιδραστική στο βάθος, δεν ήθελε να λύσει ριζικά κανένα πρόβλημα του ελληνικού λαού, ανέχτηκε την αντίδραση αν δεν την υπόθαλψε, και κατοχυρώνει στο σύνταγμα του 1911 για επίσημη γλώσσα του Κράτους την καθαρεύουσα. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος συνεχίζει το γλωσσικό αγώνα, βλέπει όμως πως είναι αδύνατο να εφαρμόσει το πρόγραμμά του και δεν τολμάει να ιδρύσει ούτε το πρότυπο δημοτικό σχολείο, που επιζητούσε.
Διπλή είναι η περιορισμένη δράση του Εκπαιδευτικού Ομίλου στο πρώτο του στάδιο. Για τη γλωσσική μεταρρύθμιση συγκεντρώνει γύρω του ολοένα και περισσότερους διαφωτισμένους αστούς και ιδιαίτερα τους λιγοστούς τότε προοδευτικούς λειτουργούς της παιδείας και δημοτικιστές φοιτητές και καθοδηγεί τον αγώνα. Για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση η μόνη θετική συμβολή του είναι το αρκετά για τότε συγχρονισμένο και σχετικά προοδευτικό «Πρόγραμμα των Δημοτικών σχολείων» όπου ιδιαίτερα τονίζει την ανάγκη να γνωρίσουν τα παιδιά το γύρω τους φυσικό κόσμο.
Το δεύτερο στάδιο 1913-1927: Βαρύ το χτύπημα με τη συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας. Γρήγορα όμως ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ξεπέρασε την κρίση. Παρ’ όλη τη μανιασμένη αντίδραση τα μέλη του Ομίλου πληθαίνουν. Καινούργιοι αγωνιστές προσέρχονται με φανατισμό και πίστη στην ιδέα του δημοτικισμού. Η σύνθεση του Εκπαιδευτικού Ομίλου αρχίζει ν’ αλλάζει.
Και με την καινούργια του σύνθεση ο Όμιλος αντικαθρεφτίζει τη ζύμωση που γίνεται στην Ελληνική κοινωνία. Παρ’ όλους τους συμβιβασμούς και τη συντηρητικότητα, που έδειξε η αστική τάξη, αφού πέτυχε να πάρει την ηγεσία με το κίνημα στο Γουδί, το κίνημα αυτό «ξεπέταξε τα πρώτα βλαστάρια» τους ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές. Ανάμεσά τους και οι «κοινωνιολόγοι». Όλοι τους είναι λίγο πολύ επηρεασμένοι από τις σοσιαλιστικές ιδέες που έβραζαν στην Ευρώπη. Οι «κοινωνιολόγοι» ήσαν στο βάθος διαφωτισμένοι αστοί, οι φορείς του αστικού σοσιαλισμού στον τόπο μας. Ζητούσαν με ορισμένες μεταρρυθμίσεις και με αντίστοιχες παραχωρήσεις να συγχρονίσουν τον τόπο στην αστική του εξέλιξη, και να πάρουν μαζί τους την εργατική και αγροτική τάξη «για να εξασφαλίσουν την ηγεσία της αστικής τάξης». Φυσικό, τα προοδευτικά αυτά στοιχεία, που ποθούσαν το πνευματικό ανέβασμα του λαού και το συγχρονισμό του, να προσχωρήσουν στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, που είχε υψώσει τη σημαία του δημοτικισμού. Έτσι δίπλα στα συντηρητικά στοιχεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου πληθαίνουν και τα προοδευτικά του μέλη, με πρωτοπόρα τα σοσιαλιστικά διαφωτισμένα. Και αυτοί είναι οι «κοινωνιολόγοι» και οι λιγοστοί «εξελιχτικοί σοσιαλιστές» που «συνεργάστηκαν στο δημοτικιστικό αγώνα, πιστεύοντάς τον  σαν ένα αναγκαίο προπαρασκευαστικό στάδιο» για την κοινωνική αναμόρφωση της χώρας.( Διακήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής του Εκπαιδευτικού Ομίλου Αθήνα 1927 σελ. 12). Ανάμεσά τους και ο μεγάλος μας δάσκαλος Δημήτρης Γληνός. Ο Γληνός αφιερώνεται στον Όμιλο από την πρώτη στιγμή, που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1911, και γίνεται ο πρωτοπόρος αγωνιστής, η «ψυχή» του Εκπαιδευτικού Ομίλου, και ο στυλοβάτης, ο «πατέρας» της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης[1].
Η σύνθεση λοιπόν του Εκπαιδευτικού Ομίλου αλλάζει. Τονώνεται το λαϊκότερο, το προοδευτικότερο ρέμα, και αυτό επηρεάζει από δω και πέρα την κατεύθυνση και τη δράση του Ομίλου στην πορεία του μέσα στο δεύτερο στάδιο. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τη γλωσσική στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Έτσι ο Όμιλος μπαίνει στο στάδιο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, υψώνει διάπλατα τη σημαία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και γίνεται σωματείο πνευματικής πρωτοπορείας.
Η εκπαιδευτική πολιτική του Ομίλου στο δεύτερο στάδιο: Ο Εκπαιδευτικός όμιλος απλώνει τώρα τη μεταρρύθμιση σ’ ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα και ζητάει ουσιαστικές αλλαγές ιδιαίτερα στους σκοπούς, στο περιεχόμενο και στην οργάνωση και της δημοτικής και της μέσης παιδείας. Οι σπουδαιότερες βασικές αρχές της εκπαιδευτικής πολιτικής, που καθιέρωσε ο Εκπαιδευτικός Όμιλος είναι οι ακόλουθες:
1. Η κάθε κοινωνική τάξη και προπάντων η λαϊκή, δικαιούται να έχει το δικό της συγχρονισμένο σχολείο, όπου θα παίρνουν τα παιδιά της πλούσια τη μόρφωσή τους. Το παραμελημένο και το υπόδουλο στην ψευτοκλασική μέση παιδεία δημοτικό σχολείο δεν εκπληρώνει τον προορισμό του. Ο λαός ζει στο πνευματικό σκοτάδι, και τα παιδιά του βγαίνουν άοπλα και απροσανατόλιστα στη ζωή. Επιβάλλεται λοιπόν να αναδιοργανωθεί το δημοτικό σχολείο, να γίνει εξάχρονο, αυτότελο, υποχρεωτικό και ενιαίο για όλα τα ελληνόπουλα, αγόρια και κορίτσια, με πρόγραμμα συγχρονισμένο και εξυπηρετικό για τις ανάγκες του λαού.
2. Η παιδεία πρέπει να διαποτιστεί με τα πορίσματα της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας του παιδιού. Σ’ αυτά θα στηριχτεί η μέθοδος της διδασκαλίας και της διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς.
3. Γλώσσα για τη δημοτική παιδεία και σιγά-σιγά για ολόκληρη την παιδεία, πρέπει να είναι η ζωντανή γλώσσα του λαού, η «κοινή δημοτική».
4. Κατάρα για την παιδεία μας ο ψευτοκλασικισμός. Στη θέση του θα καλλιεργήσουμε τον ανθρωπισμό με βάση τον αρχαίο πολιτισμό και με μέθοδο το δημιουργικό ιστορισμό.
5. Η μέση παιδεία μονόπλευρη, με μοναδικό τύπο σχολείου το ψευτοκλασικό γυμνάσιο, δεν εκπληρώνει τον προορισμό του. Απαραίτητο η μέση παιδεία, βασισμένη στο εξάχρονο δημοτικό, και εξάχρονη και αυτή, να γίνει πολύπλευρη και να διακλαδιστεί στα τέσσερα τελευταία χρόνια. Μόνο με την πλούσια διαφοροποίησή της θα εξυπηρετεί τη μεσαία και μικροαστική τάξη.
6. Για να ανταποκριθεί στη σπουδαία αποστολή του ο λειτουργός της δημοτικής παιδείας, είναι ανάγκη να υψωθεί κοινωνικά, να λυτρωθεί από την οικονομική εξαθλίωση και να καταρτιστεί επιστημονικά σε συγχρονισμένα διδασκαλεία.
7. Απαραίτητος ακόμη ο λυτρωμός του λειτουργού της παιδείας από τη φαυλοκρατική συναλλαγή και το φατριασμό. Η διοίκηση της παιδείας πρέπει να πάψει να είναι απολυταρχική και να αναδιοργανωθεί επάνω σε βάση δημοκρατική.
8. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μπορεί να πραγματοποιηθεί «άνωθεν» από την αστική τάξη. Η τάξη αυτή βρίσκεται στη δημιουργική της εξόρμηση. Ο μεγάλος της αρχηγός, ο Βενιζέλος, «ενσαρκώνει τον πόθο του λαού» για την ανόρθωση της χώρας. Η αστική λοιπόν τάξη έχει όλη τη διάθεση να πραγματοποιήσει και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με το κόμμα των φιλελευτέρων. Εκείνο που χρειάζεται, είναι να γίνει ο απαραίτητος διαφωτισμός προπάντων στα ανώτερα στελέχη του κόμματος, και να πλαισιωθεί το υπουργείο της παιδείας με δοκιμασμένους προοδευτικούς δημοτικιστές εκπαιδευτικούς.
Ας ρίξουμε μια βαθύτερη κριτική ματιά στην εκπαιδευτική πολιτική του Ομίλου. Διαπιστώνουμε:
α!  Σε σύγκριση με το αρχικό πρόγραμμα του Ομίλου, που καθόρισαν οι σαράντα περίπου ιδρυτές του, το νέο του εκπαιδευτικό πρόγραμμα παρουσιάζει σημαντική πρόοδο. Είναι πραγματικά προοδευτικό μέσα στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Μπορούμε να ειπούμε πως εκφράζει ως ένα μεγάλο σημείο την αστικοδημοκρατική μεταρρύθμιση της Παιδείας. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος υψώνεται με το νέο του πρόγραμμα στην πνευματική πρωτοπορεία της χώρας.
β! Δε λύνει όμως ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ριζικά το εκπαιδευτικό πρόβλημα. Και πρώτα απ όλα δεν το βλέπει σ’ όλο του το βάθος, ούτε το τοποθετεί στη σωστή κοινωνιολογική του βάση. Δε δέχεται βέβαια τη δημαγωγική θεωρία, πως υπάρχει υπερταξική και υπερκομματική παιδεία, αφού ζητάει για κάθε κοινωνική τάξη το δικό της συγχρονισμένο σχολείο. Κάνει όμως δυό σπουδαία λάθη. Το πρώτο:  Δε βασίζει την εκπαιδευτική του πολιτική στη μόνη σωστή επιστημονική αντίληψη – αυτό θα κάνει δεκαπέντε χρόνια αργότερα – πως και η παιδεία είναι όργανο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης, και επομένως δεν έχει ακόμη κατανοήσει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, πως η κυρίαρχη τάξη – η αστική – όσο κι αν είναι προοδευτική, σε κάθε μεταρρύθμιση, άρα και στη μεταρρύθμιση της παιδείας, δεν μπορεί να προχωρήσει, παρά μόνον ως το σημείο, που της επιτρέπει το δικό της, το ταξικό, συμφέρο. Δε μελέτησε έπειτα αντικειμενικά την πραγματικότητα, δεν είδε ο Εκπαιδευτικός Όμιλος – και τούτο είναι το δεύτερο λάθος του – πως η αστική τάξη, αφού πέτυχε το σκοπό της και πήρε την πολιτική ηγεσία, δεν είχε πια τη διάθεση να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις την «ανόρθωση» που υποσχέθηκε, παραπλανώντας το λαό. Δεν κατάλαβε λοιπόν ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, πως ήταν καταδικασμένη να αποτύχει η προσπάθειά του να πραγματοποιήσει «άνωθεν» την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
γ! Κάνει, βέβαια, ο Όμιλος το σημαντικό βήμα και χτυπάει το ψευτοκλασικό ιδανικό της προγονοπληξίας και το ασκητικό ιδανικό της «λιτότητας» και ζητάει με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που προτείνει, να υψώσει και το πνευματικό και το υλικό επίπεδο του λαού. Μένει όμως δεμένος στο παραπλανητικό ιδανικό της  «Μεγάλης Ιδέας». Δεν το ξεχωρίζει από το ιδανικό της εθνικής λευτεριάς και ανεξαρτησίας και δεν κατανόησε, πως η «Μεγάλη Ιδέα» είναι το σπουδαιότερο ιδεολογικό όπλο, που χρησιμοποιούσε η κυρίαρχη τάξη, για να εκμεταλλεύεται το λαό και να τον κρατάει υπόδουλο στα δικά της τα συμφέροντα. «Ο Όμιλος» γράφει ο Γληνός ( στη Διακήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής του Εκπαιδευτικού Ομίλου – Αθήνα 1927 σελ. 11) «επιδοκίμαζε τη γενική εθνικιστική στάση της εποχής…. Επιδοκίμαζε ακόμη ουσιαστικά και την πολιτική «των ιστορικών δικαιωμάτων» και «των ιστορικών ορίων του κράτους». Και μόνο «μερικά μέλη του υποστήριζαν μιαν ανώτερη «ανθρωπιστική» αντίληψη της πατρίδας. Δεν ήθελαν να καλλιεργεί το σχολειό το τυφλό εθνικό μίσος».
δ! Σχετικά με το θρησκευτικό πρόβλημα, η εκπαιδευτική πολιτική του Ομίλου είναι πέρα για πέρα συμβιβαστική. Μολονότι από τα πρώτα του βήματα αντίκρισε «αδιάκοπες κατηγορίες για αθεΐα και αντιθρησκευτικότητα», μολονότι η Εκκλησία, πιστός φύλακας της μεσαιωνικής παράδοσης, «καταπολεμούσε τη μεταρρύθμιση για επικίνδυνη στη θρησκεία» ο Εκπαιδευτικός Όμιλος απόφυγε με κάθε τρόπο να θίξει το θρησκευτικό πρόβλημα. Δεν αγωνίστηκε να ξεσκεπάσει τα πραγματικά ελατήρια της αντίδρασης, και δεν υψώθηκε στην προοδευτική αστική αντίληψη «πως το θρησκευτικό ζήτημα είναι κατ’ εξοχήν ζήτημα της ελευθερίας της συνείδησης» (Διακήρυξη κ.τ.λ. σελ. 10 και 11). Αντίθετα, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει την αστική τάξη, που είχε σύμμαχό της την Εκκλησία, όχι επειδή η αστική τάξη η ίδια πίστευε, παρά επειδή θεωρούσε τη θρησκεία απαραίτητη για το λαό, πολύτιμο δηλαδή όργανό της για την υποδούλωση του λαού στα συμφέροντά της, και ακόμη μη θέλοντας να παρεμβάλλει εμπόδια στο κόμμα των φιλελευτέρων, γιατί απ’ αυτό περίμενε να πραγματοποιήσει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος συμβιβάστηκε και πήρε καθαρά απολογητική στάση, τονίζοντας κάθε φορά πως θεωρεί απαραίτητη την καλλιέργεια του θρησκευτικού συναιστήματος. Η μόνη μεταρρύθμιση, που ζητούσε ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ήταν ν’ αλλάξει η βερμπαλιστική μέθοδος της διδασκαλίας των θρησκευτικών, επειδή ίσα-ίσα η μέθοδος αυτή σκότωνε το θρησκευτικό συναίστημα των παιδιών[2].
δ! Ο Όμιλος δεν κατόρθωσε να συλλάβει στο βάθος τη ριζική εκπαιδευτική αναγέννηση. Δεν έφτασε ακόμη στην κεντρική αντίληψη, πως η παιδεία πρέπει να γίνει όργανο και όπλο του λαού για την ευημερία του, και πως στο συμφέρο του δουλευτή λαού πρέπει να υποταχτεί και η μέση και η ανώτερη παιδεία. Και γι αυτό δεν πρόβαλλε ούτε το αίτημα, πως η παιδεία είναι δικαίωμα του παιδιού, και πως έπρεπε να γκρεμιστούν όλοι οι οικονομικοί φραγμοί, που είχε ορθώσει το ελληνικό κράτος στη μόρφωση των παιδιών του λαού.
Η εκπαιδευτική πολιτική, που υιοθέτησε ο Όμιλος στην αρχή του δεύτερου σταδίου του, δεν μπορούσε να είναι διαφορετική. Εξηγιέται από τη σύνθεσή του. Είναι φανερό πως την κατευθυντήρια προοδευτική γραμμή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ομίλου την έδωσαν τα προοδευτικά του μέλη. Ανασταλτική όμως επίδραση ασκούν, φυσικά, και τα όχι λίγα συντηρητικά του μέλη, με κύριο εκπρόσωπο της συντηρητικής τους διάθεσης στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα τον παιδαγωγό Αλέκο Δελμούζο. Ο Δελμούζος, έπειτα από το κλείσιμο του σχολείου του στο Βόλο και το διωγμό του από την κοτζαμπασίδικη αντίδραση, εξακολουθεί να αχτινοβολεί και στους λειτουργούς της παιδείας με τις παιδαγωγικές μεθοδολογικές καινοτομίες του και στην ηγεσία της αστικής τάξης με τις συντηρητικά προοδευτικές αντιλήψεις του. Ο Δελμούζος σε κάθε ριζοσπαστικό βήμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου προβάλλει την ανασταλτική του επίδραση, κηρύχνοντας διαφορότροπα πως το βασικό για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι όχι το άπλωμά της, παρά το «βάθεμά» της με την αργοκίνητη πειραματική εφαρμογή της.
Μα και αυτά τα προοδευτικά μέλη του Ομίλου, ακόμη και τα σοσιαλιστικά διαφωτισμένα, όπως οι «κοινωνιολόγοι» - η κατοπινή τους εξέλιξη το αποδείχνει – στο βάθος παραμένουν διαφωτισμένοι αστοί, ανήκουν στη μεγάλη τους πλειοψηφία στο κόμμα των φιλελευτέρων και συμμερίζονται την πισωδρομική του εξέλιξη. Δεν μπορούν να συλλάβουν το βαθύτερο νόημα, το γνήσιο λαϊκό περιεχόμενο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Μα και τα πιο πρωτοπόρα μέλη, οι ριζοσπάστες δημοτικιστές, δεν έχουν ακόμη βγει έξω από τα πλαίσια του αστισμού, και συνεχίζουν την παράδοση του δημοτικισμού, με την ανάσταση του «ανθρωπισμού» που τόσο καθυστερημένα επιζητούσαν.
Ο δημοτικισμός άλλωστε, με τη μορφή που πήρε ιδιαίτερα από τα τελευταία είκοσι χρόνια του περασμένου αιώνα, ήταν ένα καθαρά αστικοδημοκρατικό κίνημα. Επιδίωκε να ανεβάσει πνευματικά το λαό, να τον βγάλει από το πνευματικό σκοτάδι, όπου τον είχε βυθίσει θεληματικά η αστοτσιφλικάδικη κυρίαρχη τάξη, και πίστευε –και τούτο είναι η βασική αδυναμία του – πως έπρεπε να μορφώσει και να υψώσει πνευματικά το λαό και έπειτα «με μορφωμένο πια το Λαό να διορθώσει τα κακά της κοινωνίας» (Ν. Ζαχαριάδη ΚΟΜΕΠ Γενάρης 1946 σελ. 2). Έτσι ο δημοτικισμός έκλεισε μέσα του όλα τα δημοκρατικά προβλήματα, συγκέντρωσε όμως τον αγώνα του στην εκπαιδευτική και προπάντων στη γλωσσική μεταρρύθμιση, γιατί η καθαρεύουσα του φαινόταν, και ήταν πραγματικά, το πιο σημαντικό εμπόδιο στο διαφωτισμό και το πνευματικό ανέβασμα του λαού. Έκανε λοιπόν το μεγάλο λάθος ο δημοτικισμός να θέλει, όπως γράφει ο σ. Ζαχαριάδης «ν’ αλλάξει το πνευματικό εποικοδόμημα, χωρίς πρώτα να μεταβάλλει τις υλικές προϋποθέσεις της κοινωνικής ζωής». Και το χειρότερο δέθηκε στη «Μεγάλη Ιδέα» υποτάχτηκε «στην καταθλιατική τυραννία της, και αναγκαστικά έπεφτε σε συμβιβασμούς – τέτοιους συμβιβασμούς έκανε και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος στο δεύτερο στάδιο, και ένας από αυτούς είναι το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα – με την αστική τάξη κάθε φορά, που η τάξη αυτή εξορμούσε να πιάσει το άπιαστο πουλί της «Μεγάλης Ιδέας». Κλασικό παράδειγμα είναι «ο θιασώτης του μεγαλοϊδεατικού εξαπλωτισμού» ο Ψυχάρης που πιστεύει μαζί με όλα σχεδόν τα μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου «ότι η καθιέρωση της λαϊκής γλώσσας θα διευκολύνει και τη νίκη του μεγαλοϊδεατισμού στην αφομοίωση των ξενόγλωσσων και στην επέκταση των κρατικών συνόρων» ( Γιάννη Ζεύγου «Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής ιστορίας» Μέρος Β Αθήνα 1946 σελ. 117).
Η εκπαιδευτική δράση του Ομίλου στο δεύτερο στάδιο:  Η εκπαιδευτική δράση του Ομίλου αρχίζει ελπιδοφόρα με τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του 1913. Εκεί παρουσιάζονται για πρώτη φορά οι βασικές αρχές του εκπαιδευτικού του προγράμματος[3]. Ο Όμιλος, πιστός στη σφαλερή του αντίληψη, πως η αστική τάξη θα κρατήσει την υπόσχεσή της για την «ανόρθωση» της χώρας, ζητάει να πετύχει τη μεταρρύθμιση της παιδείας με την πανίσχυρη τότε Κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο υπουργός της Παιδείας, Γιάννης Τσιριμώκος, δημοτικιστής και αυτός, φιλοδοξεί να συγχρονίσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο Όμιλος ασκεί επάνω του όλη του την επιρροή. Και ο Τσιριμώκος αναθέτει τελικά στο Δημήτρη Γληνό να συντάξει τα σχετικά νομοσχέδια. Ο Γληνός, εκπρόσωπος του προοδευτικού ρέματος στον όμιλο και στυλοβάτης της εκπαιδευτικής του πολιτικής, δίνει την αρχική μορφή στα νομοσχέδια και γράφει τη γενική εισηγητική έκθεση. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος τα υιοθέτησε, και αναπτύσσει όλη του τη δραστηριότητα για να πετύχει να ψηφιστούν από τη Βουλή.
Όμως τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια συνάντησαν λυσσασμένη αντίδραση. Ο Όμιλος με πρωταγωνιστή το Γληνό, πρωτοστατεί στον αγώνα. Οι προσωπικές του ενέργειες έντονες. Μα η Κυβέρνηση Βενιζέλου δεν είχε καμιά διάθεση να πραγματοποιήσει τη μεταρρύθμιση. Εκμεταλλεύτηκε την αντίδραση - την άφησε να φουσκώσει και μέσα στον κόρφο της – υποχώρησε και τα εγκατέλειψε «δι’ ευθετότερον χρόνον» με τη δικαιολογία πως δεν πρέπει να μπει κανένα εμπόδιο στο «εθνικό» της έργο – βρισκόμαστε τότε στο βαλκανικό πόλεμο και στην παραμονή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου – στο βάθος όμως επειδή έβλεπε, πως τα νομοσχέδια αυτά, με το χτύπημα μάλιστα του ψευτοκλασικισμού που κλόνιζε μια από τις βάσεις της μεγαλοϊδεάτικης πολιτικής της, προχωρούσαν περισσότερο απ’ ότι επέτρεπε το συμφέρο της κυρίαρχης τάξης. Και πραγματικά τα νομοσχέδια αυτά είναι τα μόνα, απ’ όσα υποβλήθηκαν ως σήμερα στη Βουλή μέσα στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής, που εκφράζουν την προσπάθεια για την αστικοδημοκρατική μεταρρύθμιση της παιδείας.
Η πρώτη αυτή αποτυχία δεν ελάττωσε την αισιοδοξία του Ομίλου, ούτε καν κλόνισε την πεποίθησή του για την «άνωθεν» πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ο Όμιλος πίστεψε τη δικαιολογία του Βενιζέλου, και περίμενε τον «ευθετότερον χρόνον». Και η κατάλληλη στιγμή δεν άργησε να έρθει. Ο Βενιζέλος, βλέποντας πως η γερμανόφιλη πολιτική του βασιλιά Κωνσταντίνου θα ματαίωνε τη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδας» κάνει το επαναστατικό κέντρο της Θεσσαλονίκης και παίρνει μέρος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Αγγλόφωνων. Με τη βοήθειά τους κατεβαίνει στα 1917 στην Αθήνα και σχηματίζει Κυβέρνηση. Είναι λοιπόν η κατάλληλη στιγμή να πλαισιωθεί το Υπουργείο της Παιδείας με εκπρόσωπο του Ομίλου, για να εφαρμόσουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ο Γληνός, που είχε κιόλας προσχωρήσει στο κίνημα, τοποθετείται γενικός γραμματέας και οι δυό τότε συνεργάτες του ο Δελμούζος και ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης διορίζονται «ανώτεροι επόπτες» και μαζί μ’ αυτούς και άλλοι δημοτικιστές εκπαιδευτικοί σε αντίστοιχες θέσεις. Μεταρρυθμιστικός αέρας φυσάει στο υπουργείο της παιδείας. Η μουχλιασμένη του ατμόσφαιρα ξεκαθαρίζεται. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος μεταφέρει όλη του τη δράση μέσα στο υπουργείο με κύριο υπεύθυνο το Γληνό. Η αντίδραση όμως ξεσπάει. Κινητοποιεί κι αυτή όλες της τις δυνάμεις. Δεσποτάδες, μεγαλόσχημοι καθηγητές, πατριδοκάπηλοι ξεχύνουν τις γνωστές συκοφαντίες τους. Μα η Κυβέρνηση δεν υποχωρεί αυτή τη φορά. Δεν τολμάει όμως και να βαδίσει θαρραλέα. Προσαρμόζεται συμβιβαστικά, για να «μη οξύνει την κατάστασιν» αναθέτει το υπουργείο της παιδείας σ’ ένα από τα πιο συντηρητικά στελέχη, το Δίγκα, δέχεται να εφαρμόσει αργοκίνητα και βαθμιαία την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την περιορίζει και στο πλάτος και στο βάθος.
Από το πλατύ πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου δεν πραγματοποιούνται στην τριετία 1917-1920, παρά δυό μόνο σημεία. Με νομοθετικό διάταγμα μπαίνει η δημοτική στο τετράχρονο δημοτικό σχολείο, και γράφονται, με την καθοδήγηση του Γληνού, τα καινούργια αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο. Με την εισαγωγή της δημοτικής στο δημοτικό σχολείο πραγματοποιούνται σε πολύ, βέβαια, περιορισμένο βαθμό, η πρώτη γλωσσική μεταρρύθμιση. Παράλληλα με τα νέα αναγνωστικά «της δημοτικής», διαποτισμένα όπως είναι με προοδευτικό πνεύμα, αποχτάει το πρώτο περιεχόμενο η γλωσσική μεταρρύθμιση. Έτσι γίνεται ένα σημαντικό βήμα, το πέρασμα και στην πράξη από το γλωσσικό στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό.
Έρχονται όμως οι εκλογές της 1ης του Νοέμβρη του 1920. Ο Βενιζέλος πέφτει. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση γκρεμίζεται συθέμελα. Η καθαρεύουσα θρονιάζεται πανηγυρικά στα δημοτικά σχολεία. Τα καινούργια αναγνωστικά αναθεματίζονται και πρέπει να καούν «ως έργα απάτης και κακοβούλου προθέσεως». Πρωτάκουστος διωγμός, ξαπολύεται. Όλοι οι προοδευτικοί λειτουργοί της παιδείας άλλοι παύονται, και άλλοι χορεύουν από τη μια γωνιά της Ελλάδας στην άλλη. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος διώχνεται από το υπουργείο και ξανανοίγει τις πόρτες του, αποφασισμένος να δεχτεί τη μάχη.
Γρήγορα ο Όμιλος ξεπερνάει νικηφόρα και τη δεύτερη τούτη κρίση. Το γκρέμισμα της μεταρρύθμισης δυνάμωσε ακόμη περισσότερο το λαϊκότερο ρέμα μέσα στον Όμιλο. Όλοι οι προοδευτικοί λειτουργοί της παιδείας συγκεντρώνονται κάτω από τη σημαία του. Με την καθοδήγηση του ακατάβλητου Γληνού, καταστρώνεται, ύστερα από αυστηρή κριτική του τρίχρονου έργου του Ομίλου στο υπουργείο, το πρόγραμμα της δράσης του, και καθορίζεται η νέα πολιτική. Στον Όμιλο αρχίζει να φυσάει επαναστατικός αέρας. Η εκπαιδευτική του πολιτική παίρνει κάποια στροφή προς τα αριστερά, γίνεται προοδευτικότερη. Στηρίζεται τώρα σε δημοκρατικότερη βάση. Τρία είναι τα βασικά της σημεία:
α! Τα συντηρητικά κόμματα, και τα αντιδραστικά στοιχεία, που συγκεντρώθηκαν γύρω από το βασιλιά Κωνσταντίνο, θέλουν να κρατούν το λαό στο πνευματικό σκοτάδι, για να τον έχουν εύκολο θύμα τους. Την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μόνο τα προοδευτικά κόμματα μπορούν να την πραγματοποιήσουν. Χρειάζεται λοιπόν αγώνας για τη δημοκρατία.
β! Μεγάλο λάθος να θέλουμε να πραγματοποιήσουμε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μόνον «άνωθεν». Μπροστά στην αντίδραση και τη συκοφαντία λυγίζουν και τα προοδευτικά κόμματα. Χρειάζεται  η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση να γίνει αίτημα του λαού. Χρέος λοιπόν να διαφωτίσουμε πλατιά το λαό και να του συνειδητοποιήσουμε το εκπαιδευτικό πρόβλημα.
γ!  Μα για να ριζώσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην ψυχή του λαού, χρειάζεται να διαποτιστεί η παιδεία με τα ζωντανά ιδανικά του Έθνους, και να πάρει η μεταρρύθμιση της και κοινωνικό περιεχόμενο. Μόνον τότε η παιδεία θα γίνει πραγματικά δημοκρατική και εξυπηρετική του λαού.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές ξετυλίγει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος την πλούσια δράση του στη διετία 1921-1923 και προετοιμάζει το πέρασμά του στον κοινωνικό δημοτικισμό. Τότε οργανώθηκαν συστηματικά οι εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις. Εκεί έγινε με αληθινό δημοκρατικό πνεύμα η γόνιμη κριτική και αυτοκριτική του έργου του Ομίλου. Στις συγκεντρώσεις αυτές συζητήθηκε επίσης πλατιά το εκπαιδευτικό πρόβλημα και αναπτύχτηκαν τα αντίστοιχα κοινωνιολογικά ζητήματα, με κύριο ομιλητή το μεγάλο μας δάσκαλο Δημήτρη Γληνό. Για πρώτη φορά ακούεται το κήρυγμα της κοινωνιολογικής παιδαγωγικής. Ο Γληνός κρατάει γερά τη σημαία του αγώνα. Πείθει, φωτίζει, συναρπάζει, ηλεχτρίζει. «Η περίοδος αυτή του διωγμού» («Η κρίση του δημοτικισμού» σελ. 5) «πρέπει να είναι εποχή ξαναβαφτισμού στα πηγαία νοήματα (του δημοτικισμού) στις γενεσιουργές του ιδέες. Εποχή, που οι δημοτικιστές στην αυτογνωσία τους βαθύτεροι, στην αυτοπειθαρχία τους αυστηρότεροι, στον αύτοαγνισμό τους σκληρότεροι, θα ατσαλώσουν τις ψυχές, θα τρανέψουν την ηθική ορμή, θα μεστώσουν τη δημιουργική δουλειά…..για χάρη του λαού, που πρέπει να ξυπνήσει». Αναδιοργανώθηκε ακόμη τότε το «Δελτίο» το όργανο του Ομίλου, και παίρνει ουσιαστικότερο περιεχόμενο, φωτισμένο κοινωνιολογικά. Στο Δελτίο δημοσίεψε τότε ο Γληνός τις δυό γνωστές μελέτες του «Έθνος και Γλώσσα» και «Η κρίση του Δημοτικισμού». Και ακόμη μαστιγώνεται η περίφημη «Κριτική Επιτροπεία» με πρόεδρό της το «σοφό» καθηγητή Ν. Εξαρχόπουλο που συγκρότησε η βασιλική Κυβέρνηση, με την εντολή να κρίνει τα αναγνωστικά της «δημοτικής», και ξεσκεπάζεται η ανεπιστημοσύνη και οι αδιάντροπες συκοφαντίες της με τις μελέτες «Οι χοίροι υίζουσιν» του Αντ. Γαβριήλ (Δ. Γληνού) «Πριν καούν» του Μανώλη Τριανταφυλλίδη και «Τα ψηλά βουνά» του Κώστα Σωτηρίου. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος αχτινοβολεί με το φως της επιστήμης. Υψώνεται σε πρωτοποριακό δημοκρατικό σωματείο για την πνευματική αναγέννηση της  χώρας. Τα μέλη του, μέσα στη βασιλική τρομοκρατία, αναπνέουν στις αίθουσές του τον αέρα της ελευτερίας στη σκέψη, τον αέρα της δημοκρατίας.
Η τραγική μικρασιατική καταστροφή τον Αύγουστο του 1922 αλλάζει την κατάσταση. Η αστική τάξη νιώθει βαθιά τις συνέπειες από τη χρεοκοπία της «Μεγάλης Ιδέας» και για να προλάβει το ξέσπασμα, εκμεταλλεύεται και πάλι τον αναβρασμό του πονεμένου και προδομένου λαού, ξαναπαίρνει την ηγεσία με τη στρατιωτική επανάσταση του Πλαστήρα, διώχνει τον Κωνσταντίνο, και εγκαθιδρύει σε λίγο τη δημοκρατία. Και για να στερεωθεί στην εξουσία, προσπαθεί και πάλι να ξεγελάσει το λαό με μικροπαραχωρήσεις και επιφανειακές αλλαγές. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος καλείται και πρόθυμα δέχεται να βοηθήσει με τους πρωτεργάτες του στην πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ο Γληνός ξαναγυρίζει εκπαιδευτικός σύμβουλος στο υπουργείο, ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης και ο Δελμούζος ξαναπαίρνουν τη θέση του ανώτερου επόπτη, διορίζονται εκπρόσωποι του Ομίλου Διευθυντές στην Ανώτερη, στη μέση και δημοτική παιδεία στο υπουργείο και τοποθετούνται δημοτικιστές εκπαιδευτικοί σε άλλες ανώτερες θέσεις. Καινούργιος μεταρρυθμιστικός αέρας ξαναφυσάει στο υπουργείο της παιδείας. Η δουλειά αρχίζει με ενθουσιασμό. Οι ελπίδες φουντώνουν. Φτωχικός όμως  ο απολογισμός από τη δεύτερη τρίχρονη δράση στο υπουργείο της παιδείας.
Ξαναμπαίνει η δημοτική γλώσσα στο τετράχρονο δημοτικό σχολείο. Ψηφίζονται ύστερα από επίπονη προσπάθεια, μερικά μόνο εκπαιδευτικά νομοσχέδια, προπαρασκευαστικά στο βάθος για τη ριζικότερη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μα κι από αυτά τα σπουδαιότερα δεν εφαρμόζονται με τη συνηθισμένη παραπλανητική δικαιολογία πως δεν αντέχει ο δημόσιος προϋπολογισμός. Ανάμεσα στα άλλα ματαιώθηκε και η ομαδική αποστολή υποτρόφων λειτουργών της παιδείας στα προοδευτικά πανεπιστήμια της δυτικής Ευρώπης και Αμερικής, τόσο όμως απαραίτητη για να μορφωθούν ικανά στελέχη για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το σπουδαιότερο απ’ όλα μέσα στη δεύτερη τριετία είναι η ίδρυση της  παιδαγωγικής ακαδημίας. Σκοπός της είναι να μετεκπαιδεύσει λειτουργούς της μέσης παιδείας, για να στρατολογηθούν από τους πτυχιούχους της οι γυμνασιάρχες, οι γενικοί επιθεωρητές της παιδείας και οι καθηγητές στα διδασκαλεία. Διευθυντής της διορίζεται ο Γληνός. Εκεί ο Γληνός γίνεται ο κήρυκας  του «κοινωνικού ξαναγεννημού» του έθνους. Και υψώνει την παιδαγωγική ακαδημία προπύργιο για την αναγέννηση της παιδείας.
Στο μεταξύ η αστική δημοκρατία, πριν ακόμη προλάβει ν’ ανθίσει, βαδίζει γοργά στην αποσύνθεση. Η αστική τάξη στην Ελλάδα, αντιδραστική στο βάθος από γεννησιμιού της, γίνεται ολοένα αντιδραστικότερη. Την προοδευτική της εξόρμηση την επιχειρεί την εποχή, που ο καπιταλισμός στην Ευρώπη έχει περάσει στο αντιδραστικό, στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Ήταν λοιπόν αργά να παίξει η αστική τάξη αληθινά προοδευτικό ρόλο στη χώρα μας. «Δεν είχε μεγάλα περιθώρια για παραχωρήσεις» στο λαό. Με τα τρία της κινήματα στα 1909,1916 και 1922, ένα σκοπό είχε να πάρει και να στερεώσει την πολιτική ηγεσία της. Έτσι παρουσιάζεται προοδευτική στην επιφάνεια, αντιδραστική όμως στην ουσία, και περιορίζεται σε επιφανειακές μεταρρυθμίσεις, χωρίς να λύσει ουσιαστικά κανένα πρόβλημα. Μα κι αν ήθελε, δεν μπορούσε η αστική τάξη στη χώρα μας να βαδίσει ανεξάρτητα προοδευτικό δρόμο, τη στιγμή που υποτάχτηκε στο ξένο κεφάλαιο, έγινε πειθήνιο όργανό του και δέθηκε, καλλιεργώντας τη «Μεγάλη Ιδέα» στον ξένο και ιδιαίτερα στον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Έπειτα η κυρίαρχη αστική τάξη στη δυτική Ευρώπη γίνεται στη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του αιώνα μας ολοένα και αντιδραστικότερη. Η νικηφόρα Οχτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, το γκρέμισμα του τσαρικού απολυταρχισμού, και η σοσιαλιστική ανοικοδόμηση στη Σοβιετική Ένωση, και από το άλλο μέρος η βαθειά κρίση του καπιταλισμού έπειτα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, και το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, που φουντώνει με την καθοδήγηση και τη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, σπρώχνουν ολοένα και γρηγορότερα την κυρίαρχη αστική τάξη στη αντίδραση. Θέλει να καταργήσει «τις ελευτερίες, που αυτή η ίδια είχε καταχτήσει και καθιερώσει στην επαναστατική της περίοδο» (Διακήρυξη κ.τ.λ. σελ 5). Την γοργή αυτή πορεία προς την αντίδραση, δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει και η δικιά μας αστική τάξη. Υπήρχαν άλλωστε και ιδιαίτερες αιτίες. Και ιδιαίτερα δύο:  Η τραγική χρεοκοπία της «Μεγάλης Ιδέας» με το ξεσπίτωμα 1½ εκατομμυρίου προσφύγων, που κορύφωσε τον αναβρασμό του ελληνικού λαού, και από το άλλο μέρος η ίδρυση και στη χώρα μας και η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κόμματος, που πήρε αποφασιστικά στα χέρια του τον αγώνα για το λυτρωμό του λαού από την οικονομική, την κοινωνική και την πνευματική σκλαβιά.
Μέσα σ’ αυτές τις αντικειμενικές συνθήκες όλα τα αστικά κόμματα συσπειρώθηκαν στην αντίδραση. Κι αυτά τα νεοσύστατα δημοκρατικά κόμματα, βλέπουν με τρόμο το ξύπνημα του λαού, και για να πνίξουν το λαϊκό κίνημα που τόσο φοβούνται, συμμαχούν με τα συντηρητικά στοιχεία, δε διστάζουν να συνεργαστούν με τη βασιλική φατρία, και προετοιμάζουν το φασισμό. «Κάθε προοδευτική ιδέα χαραχτηρίζεται κομμουνισμός» γράφει ο Γληνός (Διακήρυξη κ.τ.λ. σελ. 5) «κάθε ελευτερία είναι ενοχλητική, και είτε με σοφιστικά πλαγιοβαδίσματα ουσιαστικά αναιρείται, είτε καταλιέται με την άμεση βία». Ακόμη και η απλή γλωσσική μεταρρύθμιση «γνώρισμα παντού του αστικού απολυτρωτικού αγώνα» θεωρείται επικίντυνη. Φουντώνει λοιπόν έτσι και η αντίδραση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η συκοφαντία, το πιο πρόχειρο και συνειθισμένο μέσο της αντίδρασης, οργιάζει. Και ο διχτάτορας Πάγκαλος, με τον κοινοβουλευτικό μανδύα που του φόρεσε ο πατέρας της ψευτοαστικής δημοκρατίας, Αλ. Παπαναστάσης, αποδιώχνει τη δημοτική γλώσσα από το δημοτικό σχολείο, και γκρεμίζει και το τελευταίο απομεινάρι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, την παιδαγωγική ακαδημία. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ξαναδιώχνεται από το υπουργείο της παιδείας. Δεκαπέντε χρόνια σκληρός αγώνας και ο τρυγητός άκαρπος.
Το τρίτο στάδιο 1927-1932: Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος υψώνει τη σημαία του κοινωνικού δημοτικισμού.
Το δεύτερο γκρέμισμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ωρίμασε την εσωτερική κρίση του Ομίλου. Ξέσπασε στη γενική συνέλευση, στις αλλεπάλληλες συνεδριάσεις του Φλεβάρη και του Μάρτη 1927. Και τη σοβαρή τούτη κρίση την ξεπέρασε νικηφόρα ο Όμιλος με την απολύτρωσή του από τα συντηρητικά στοιχεία, που αποχώρησαν ομαδικά έπειτα από το καινούργιο πρόγραμμα, που ψήφισε με αρκετή πλειοψηφία η γενική συνέλευση.
Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος κρατιόταν ως τα 1927 σταθερά μέσα στα πλαίσια του αστισμού. Και τα πιο ριζοσπαστικά μέλη του δεν είχαν ως τότε ζητήσει τη διαφορετική τοποθέτησή του. Η ζύμωση όμως που γινόταν στην ελληνική κοινωνία, και προπάντων η πορεία που ακολουθούσαν τα ζωντανά, τα δημιουργικά της στοιχεία, δεν μπορούσε παρά να είχαν τον αντίχτυπό τους και στον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Ό Όμιλος βρισκόταν, όπως γράφει ο Γληνός (Διακήρυξη κ.τ.λ. σελ.6) «σ’ αδιάκοπη επαφή με τα ρέματα των ιδεών, που κυκλοφορούσαν και στον τόπο μας και στον έξω πολιτισμένο κόσμο». Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα έπειτα από την τραγική μικρασιατική καταστροφή έχει γίνει σοβαρή ανακατάταξη στις δυνάμεις του. Η διαφοροποίηση στα μέλη του βαδίζει με γοργό ρυθμό.
Τα συντηρητικά μέλη του Ομίλου, ακολουθώντας την αντιδραστική πορεία της αστικής τάξης έχουν γίνει πολύ συντηρητικά τώρα. Ζητούν ν’ αναπροσαρμόσουν τον Όμιλο προς τα δεξιά, ν’ αλλάξουν τον πρωτοπορειακό του χαραχτήρα και να τον υποτάξουν ουσιαστικά στην υπηρεσία της αντίδρασης. Τα παλιά προοδευτικά μέλη και μαζί τους και «οι κοινωνιολόγοι» διαφοροποιούνται με τον πιο αντιφατικό τρόπο. Μερικά φοβούνται το λαϊκό κίνημα, την ορμητική του δράση, και επιθυμούν αναπροσαρμογή του Ομίλου προς τα δεξιά. Καταλήγουν έτσι σε ολοένα και μεγαλύτερους συμβιβασμούς και περνούν στο τέλος κι αυτά στη συντηρητική αντίδραση. Άλλοι από τους προοδευτικούς και ιδιαίτερα μερικοί ανώτεροι λειτουργοί της παιδείας λιποψυχούν μπροστά στον κίντυνο να χάσουν τη θέση τους, πισωδρομίζουν σιγά-σιγά και συνταιριάζονται με τους συντηρητικούς. Άλλοι πάλι – κι αυτοί είναι οι περισσότεροι – κρατούν την προοδευτικότητά τους, έχουν πειστεί, πως η αστική τάξη με κανένα τρόπο δε θα πραγματοποιήσει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αφού πέρασε φανερά στην αντίδραση, μα δε θέλουν να εξωθήσουν τα πράματα, και είναι πρόθυμοι, για να διατηρηθεί η ενότητα στον Όμιλο, να κάνουν τις απαραίτητες υποχωρήσεις. Ζητούν όμως και αυτοί προοδευτική αναπροσαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος του Ομίλου. «Οι απαιτήσεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση γίνονται όσο πάει και ουσιαστικότερες» (Διακήρυξη κ.τ.λ. σελ. 5). Άλλοι τέλος από τους παλιούς προοδευτικούς, οι πιο ριζοσπαστικοί, βαδίζουν με συνέπεια τον προοδευτικό δρόμο, και ζητούν το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα του Ομίλου, για να πάρει γνήσιο λαϊκό περιεχόμενο η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το ριζοσπαστικό αυτό όμως ρέμα είχε σημαντικά ενισχυθεί. Τον τελευταίο καιρό όλο και ερχόντουσαν στον Όμιλο καινούργια μέλη, ιδιαίτερα νέοι, που ποθούσαν το λυτρωμό του λαού από την πολύπλευρη σκλαβιά του, και  ανάμεσά τους «και λίγα μέλη με καθαρή κομμουνιστική ιδεολογία ή συμπαθητικά στον κομμουνισμό» (Διακήρυξη κ.τ.λ. σελ. 12). Αυτή ήταν η κατάσταση στον Όμιλο.
Το δεύτερο λοιπόν γκρέμισμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης επιτάχυνε το ξέσπασμα της εσωτερικής κρίσης. Μεγάλη αναταραχή στα μέλη του Ομίλου. Στη Διοικητική επιτροπή, όπου αντιπροσωπευόντουσαν και τα τρία ρέματα, το αντιδραστικά συντηρητικό, το προοδευτικό και το ριζοσπαστικό, παρουσιάστηκε σοβαρή διχογνωμία. Από την πρώτη συνεδρίαση κορυφώθηκε η αντίθεση ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους ριζοσπάστες. Οι προοδευτικοί, για να μη διασπαστεί ο Όμιλος και να αντιμετωπίσει ενωμένος την καινούργια επίθεση, πρότειναν να αναβληθεί για αργότερα τι ιδεολογικό ξεκαθάρισμα. Έβαζαν όμως για προϋπόθεση της ενότητας «να μην υψώσει ο Όμιλος όρια προς τα’ αριστερά». Παρ’ όλη τη συμφωνία, που με τόσο κόπο κατορθώθηκε, ν’ αποφύγουν τη διάσπαση, οι συντηρητικοί - τόση ήταν η προοδοφοβία τους και η αντιδραστική μεταστροφή τους- έφεραν αναπάντεχα το ζήτημα στη γενική συνέλευση. Οι ριζοσπαστικοί δέχτηκαν τη μάχη. Μαζί τους συντάχτηκαν και οι προοδευτικοί. Είδαν πια καθαρά, πως οι συντηρητικοί δεν εννοούσαν να κάνουν καμιά υποχώρηση και πως ο σκοπός τους ήταν να παραδώσουν τον Όμιλο στα χέρια της αντίδρασης. Έτσι ξεχώρισαν στη γενική συνέλευση δυό  μερίδες: Η συντηρητική αντιδραστική με αρχηγό της τον παιδαγωγό Αλέκο Δελμούζο, και η ριζοσπαστική, σοσιαλιστική μερίδας με αρχηγό της το Δημήτρη Γληνό.
Η συζήτηση μέσα στη γενική συνέλευση, για τη νέα εκπαιδευτική πολιτική και το καινούργιο πρόγραμμα, που έπρεπε να χαράξει ο Όμιλος, κράτησε πολλές πολύωρες συνεδριάσεις[4] . Οι συντηρητικοί, πιστεύοντας πως έχουν την πλειοψηφία μαζί τους, έθεσαν καθαρά το ζήτημα. Ύψωσαν αδίσταχτα «τα όρια προς τα’ αριστερά». Ο αρχηγός τους Δελμούζος υποστήριξε με φανατισμό, πως ο Εκπαιδευτικό Όμιλος πρέπει να σταθεί έξω και πάνω από τους ταξικούς αγώνες, έξω και πάνω από τα κόμματα, γιατί μία και μόνον είναι η αληθινή, η επιστημονική παιδεία, η υπερταξική και υπερκομματική, και για να αποχρωματιστεί, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ν’ αποχτήσει την εμπιστοσύνη της αστικής τάξης, ζήτησε να ξεκαθαρίσει ο Όμιλος από όλα εκείνα τα μέλη «που συσχετίζουν το εκπαιδευτικό πρόβλημα με το κοινωνικό» επειδή τα μέλη αυτά χρωματίζουν τον Όμιλο, προκαλούν τη δυσπιστία, και είναι «υπεύθυνα και για τους κρατικούς διωγμούς των μεταρρυθμιστών». (Διακήρυξη κ.τ.λ. σελ. 6). Έτσι, για να πάρει και ο ίδιος και όσοι τον ακολουθούσαν πιστοποιητικό καλής συμπεριφοράς, πιστοποιητικό «κοινωνικών φρονημάτων» πέταξε το φόρεμα του ψευτοκλασικισμού που φορούσε, και χάραξε για τον όμιλο το δρόμο της υποταγής στην αντίδραση, το δρόμο της προδοσίας της λαϊκής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Στην επίθεση των συντηρητικών απάντησε ο Γληνός. Απόδειξε με συναρπαστική πειστικότητα, πως η παιδεία πάντοτε και παντού ήταν και είναι όργανο της κυρίαρχης τάξης, τόνισε, μαστιγώνοντας απόλυτα τους συντηρητικούς, πως κάτω από το απατηλό τους κήρυγμα για την υπερταξική παιδεία, κρύβουν τον πόθο και την αγωνία τους να διατηρήσουν την παιδεία όργανο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης, κήρυξε με παλμό, που δόνιζε την ψυχή των ακροατών του, τη σοσιαλιστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, και χάραξε για τον Όμιλο το δρόμο της πάλης στο πλευρό του λαού για την κατάχτηση των δικαιωμάτων του, τον ανηφορικό δρόμο της τιμής, το δρόμο προς τ’ αριστερά.
Στη συζήτηση πήραν μέρος και άλλοι πολλοί. Η επίμονη συμβιβαστική προσπάθεια του Αλ. Σβώλου και μερικών άλλων έμεινε άκαρπη. Η πλειοψηφία με την τελική ψηφοφορία ακολούθησε αποφασιστικά το Γληνό στο δρόμο της ριζικής αναγέννησης της παιδείας για το συμφέρο του λαού. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος αναβαφτισμένος τώρα, ύψωσε τη σημαία του κοινωνικού δημοτικισμού και υψώθηκε στη λαολυτρωτική πνευματική πρωτοπορεία της χώρας, με την απόφαση «να καταπολεμήσει  και να  κατανικήσει οριστικά τον πνευματικό μεσαίωνα» στη χώρα μας.
Η εκπαιδευτική πολιτική και το πρόγραμμα του Ομίλου στο τρίτο στάδιο: Τον Ιούνη του 1927 κυκλοφόρησε η ιστορική «Διακήρυξη» της νέας Διοικητικής Επιτροπής του Ομίλου, γραμμένη «με ανάταση και εξόρμηση» από το μεγάλο δάσκαλο του έθνους Δημήτρη Γληνό. Εκεί καθορίζονται οι γενικές αρχές και τα αιτήματα του κοινωνικού δημοτικισμού και αναλύονται ο σκοπός, η κατεύθυνση, και το καινούργιο πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Οι σπουδαιότερες βασικές αρχές της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής του Ομίλου είναι οι ακόλουθες:
1. Η σημερινή κοινωνία είναι ταξικά οργανωμένη, με κυρίαρχη τάξη την αστική. Αυτής της κυρίαρχης τάξης τα συμφέροντα εξυπηρετεί ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός. «Η θεωρία το «κράτος» υπεράνω των τάξεων» τη στιγμή που υπάρχουν τάξεις, είναι καθαρό ξεγέλασμα, για να κρύψει την πραγματικότητα, δηλ. «το κράτος υπέρ της άρχουσας τάξης». «Τίποτα λοιπόν δεν μπορεί να γίνει ενάντια στα συμφέροντά της από καλή της θέληση». «Κάθε σημαντική, κοινωνική μεταρρύθμιση, άρα και η εκπαιδευτική γίνεται με μέσο την πάλη των τάξεων» (Διακήρυξη σελ. 20,7,8).
2. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος «αναγνωρίζει και δέχεται τον κοινωνικό καθορισμό της παιδείας». Η θεωρία «η παιδεία υπεράνω των τάξεων, εκεί όπου υπάρχουν τάξεις, είναι κι αυτή ξεγέλασμα, για ν’ αποσκεπάσει την πραγματικότητα, δηλαδή το «η παιδεία όργανο της άρχουσας τάξης». «Παιδεία λοιπόν αληθινά δημοκρατική με απόλυτη ισότητα και δικαιοσύνη και συμμετοχή όλων των πολιτών, αγοριών και κοριτσιών, στα πνευματικά αγαθά του πολιτισμού και με αντίστοιχη καλλιέργεια των ικανοτήτων τους, δε μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε κοινωνία, που δεν θα υπάρχουν τάξεις, και εκμετάλλευση. Το ιδανικό της σωστής παιδείας μόνο σε μια σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία μπορεί να πραγματοποιηθεί» (Διακήρυξη σελ.8 και 21).
3. «Η σημερινή οργάνωση της ελληνικής παιδείας είναι ολέθρια για την πνευματική πρόοδο όλων των λαϊκών τάξεων, του εργάτη, του αγρότη, του μικροαστού». Η κυρίαρχη όμως τάξη «ή καταπολεμάει άμεσα ή δεν επιδιώκει ειλικρινά μια ουσιαστική λαϊκή μεταρρύθμιση. Η λαϊκή λοιπόν εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δε μπορεί να έχει άλλο κοινωνικό φορέα και πρόμαχο παρά τις κοινωνικές τάξεις , που σαν αδικημένες, συνειδητοποιούν τα κοινωνικά προβλήματα και αγωνίζονται» να τα λύσουν για το συμφέρο του λαού. Μόνον οι τάξεις αυτές –οι εργάτες, οι αγρότες, οι μικροαστοί – όσοι αγωνίζονται για την υλική και πνευματική τους εξύψωση θα είναι «οι απαιτητές για μια λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Γι αυτό ο Εκπαιδευτικός Όμιλος «έχει χρέος» να εκφράζει τα εκπαιδευτικά αιτήματα και να διαμορφώνει την εκπαιδευτική συνείδηση των λαϊκών τάξεων». «Ο Όμιλος με το να αναγνωρίζει, οδηγημένος από την κοινωνιολογική επιστήμη, τις πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις, που μπορούν να κινηθούν για να πραγματοποιηθεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δεν αλλάζει χαραχτήρα, δεν παύει να είναι σωματείο εκπαιδευτικό. Ίσα-ίσα αποχτάει το μόνο πραγματικό στήριγμα για την εκπαιδευτική του πολιτική»(Διακήρυξη σελ. 21,8,16).
4. «Η παιδεία πρέπει να προπαρασκευάζει όλους τους πολίτες, αγόρια και κορίτσια, με απόλυτη αμεροληψία και ισότητα και αντίστοιχα με τις φυσικές ικανότητές τους, για τη ζωή και με τη ζωή». «Οι δυό όμως κυριότερες μορφές της σημερινής ζωής είναι ο τεχνικός και ο γεωργικός πολιτισμός. Γι αυτό κυριαρχική έννοια και ιδανικό της σύγχρονης παιδείας, πρέπει να είναι η έννοια (η αρχή) της δημιουργικής εργασίας». (Διακήρυξη σελ.21)
5. Η ελληνική παιδεία δεν καλλιεργεί το επιστημονικό πνεύμα. «Και αυτό το ιδανικό της απλής πολυμάθειας ή της ακριβολογημένης γνώσης είναι ξεπεσμένο». «Όλος ο μηχανισμός της παιδείας κινιέται μηχανικά πάνω στα παλιά καλούπια, μα δεν αλέθει «ούτε στάρι, ούτε καν σκύβαλα». Η αστική τάξη, «συντηρητική και καχύποπτη» προσπαθεί «ν’ αναζωογονήσει το Μεσαίωνα και να ξαναταριχέψει τους νεκρούς». Όλος ο εκπαιδευτικός οργανισμός έχει ξεπέσει «σε μια συμφεροντολογική βιομηχανία προσοντούχων αγραμμάτων». Απαραίτητο λοιπόν για την υλική και πνευματική εξύψωση του λαού να διαποτιστεί η παιδεία μας με το γνήσιο επιστημονικό πνεύμα, με βάση «την εξελιχτική αντίληψη του φυσικού και του ιστορικού γίγνεσθαι» και με αποτέλεσμα «την κατανόηση και κυριάρχηση του φυσικού και ηθικού κόσμου». (Διακήρυξη σελ. 18 και 21)
6. «Η κοινωνικότητα, που ολοένα αυξαίνει μέσα στον πολιτισμό, επιβάλλει στην παιδεία να καλλιεργεί συστηματικά το πνεύμα της ομαδικής εργασίας, της ευθύνης, της κοινωνικής αλληλεγγύης, του καθολικού ανθρωπισμού». «Το να κάμει τον άνθρωπο ικανό με βάση τη δημιουργική εργασία και την κοινωνική δικαιοσύνη να υψωθεί μαζί με το κοινωνικό σύνολο προς την ελευθερία και τη χαρά της ζωής, αυτός είναι ο ιδανικός σκοπός της αγωγής». Για την κοινωνική αυτή διαπαιδαγώγηση απαραίτητο είναι «να εισαχθεί σε όλα τα είδη των σχολείων» ο θεσμός «της σχολικής κοινότητας». (Διακήρυξη σελ. 21 και 22)
7. Γύρω από τους όρους «εθνική αγωγή» και «εθνική αυτοσυντήρηση» γίνεται πολλές φορές «ένα παιχνίδι από λέξεις, που αποσκεπάζει και τις πιο άκρατες πισωδρομικές αντιλήψεις». Αν με τον όρο «εθνική αγωγή» εννοούμε την καλλιέργεια του φυλετικού μίσους, και αν χρησιμοποιούμε «την έννοια» του «εθνικού συνόλου» για να σκεπάζουμε τις εσωτερικές αντιθέσεις των συμφερόντων και να δικαιολογούμε τη διατήρηση της κοινωνικής αδικίας και της εκμετάλλευσης που υπάρχει –ας  μη ξεχνάμε πως με το πρόσχημα του συμφέροντος της ολότητας μίλησαν όλες οι τυραννίες σε όλες τις εποχές – τότε η έννοια του «εθνικού συνόλου» γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη του ανθρωπισμού και είναι ασυμβίβαστη με την ανθρωπιστική αγωγή». Δεν πρέπει να «ταυτίζεται η έννοια του έθνους με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης». Για το περιεχόμενο της έννοιας «εθνική αγωγή» ο Εκπαιδευτικός Όμιλος δέχεται την καλλιέργεια της εθνικής λευτεριάς και ανεξαρτησίας και το χτύπημα του ξένου καταχτητή, και την καλλιέργεια των ζωντανών στοιχείων του εθνικού πολιτισμού « που αποτελούν τα χαραχτηριστικά γνωρίσματα του λαού μας, όπως αυτά κάθε φορά διαμορφώνονται». «Η ελληνική παιδεία πρέπει να χτυπήσει το ίδιο και το ρωμαντικό ψευτικλασικισμό και το ρωμαντικό δημοτικισμό και τον ελληνοκεντρισμό. Η καλλιέργεια των στοιχείων του εθνικού μας πολιτισμού δεν πρέπει να γίνεται εμπόδιο για το ξάπλωμα και την αφομοίωση των στοιχείων του υπερεθνικού πολιτισμού» (Διακήρυξη σελ. 13,14 και 21).
8. «Η υποχρεωτική διδασκαλία ορισμένου θρησκευτικού δόγματος δε είναι αναπόσπαστη από την έννοια της δημόσιας αγωγής». Όσοι το υποστηρίζουν, ουσιαστικά προσπαθούν να στηρίξουν αξίες «που σήμερα πια εξυπηρετούν τη συντήρηση της κυρίαρχης τάξης». «Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος νομίζει χρέος του να διακηρύξει, ότι το θρησκευτικό ζήτημα το θεωρεί κατ’ εξοχήν ζήτημα ελευθερίας της συνείδησης, κάτι τόσο εσωτερικό και ατομικό, που καμιά γενική αναγκαστική λύση δεν είναι ανεχτή» (Διακήρυξη σελ. 11).
9. «Γλώσσα της παιδείας από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι η δημοτική» (Διακήρυξη σελ. 22).
10. Ολόκληρη η παιδεία πρέπει να αναδιοργανωθεί ριζικά. «Οχτάχρονο συγχρονισμένο λαϊκό σχολείο. Υποχρεωτική μετεκπαίδευση (επιμόρφωση) και επαγγελματική εκπαίδευση όλων των ειδών. Μέση παιδεία πολύμορφη αντίστοιχη με τις ικανότητες των παιδιών και τις κοινωνικές λειτουργίες. Αναδιοργάνωση της ανώτερης παιδείας σύμφωνα προπάντων με τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημιουργικής εργασίας» (Διακήρυξη σελ. 22).
11. Η διοίκηση της παιδείας πρέπει να περάσει στα χέρια του λαού και των δασκάλων, με τη συνεχή αποκέντρωση και αυτοδιοίκηση όχι μόνο στα καθαυτά διοικητικά ζητήματα (τα σχετικά με την υποχρεωτική φοίτηση, τα σχολικά χτίρια, τα σχολικά μέσα και υλικά, τις υποτροφίες και τα βοηθήματα, τα βιβλία και το υλικό διδασκαλίας, τα συσσίτια κ.τ.λ.) παρά και στα ζητήματα των προγραμμάτων, των διδαχτικών βιβλίων και όλου του οργανισμού της παιδείας. (Διακήρυξη σελ. 22).
12. «Να δοθεί εξαιρετική σημασία στην υγιεινή και στη σωματική αγωγή των παιδιών του λαού» (Διακήρυξη σελ. 22).
13. «Ο δάσκαλος, ιεροφάντης μιας τόσο σπουδαίας κοινωνικής λειτουργίας, «έχει το δικαίωμα της ελεύτερης σκέψης. Έχει το δικαίωμα να στοχάζεται και να έχει γνώμη για τα εκπαιδευτικά ζητήματα, και να σκέφτεται πως θα καλυτερέψει η παιδεία». Έχει ακόμη το δικαίωμα να ανακοινώνει τη σκέψη του στους συναδέλφους του, «κα να συνεργάζεται μαζί τους να διαφωτίζει την κοινωνία» «για την αναμόρφωση της παιδείας». «Ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί (με την κρατική βία) να καταπνίγει τη σκέψη του, θα γίνει ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος ανίκανος να μορφώσει τους άλλους». Μα για να ανταποκριθεί ο δάσκαλος στο μεγάλο του έργο, και να γίνει άξιος εργάτης της παιδείας, χρειάζεται να αναδιοργανωθεί ριζικά η μόρφωση του διδαχτικού προσωπικού. «Ο δάσκαλος κάθε βαθμού πρέπει να μορφώνεται σαν επιστήμονας». Και ακόμη χρειάζεται «να γίνει κατάλληλη μετεκπαίδευση όλου του διδαχτικού προσωπικού» (Διακήρυξη σελ. 15,22,23).
14. «Να χτυπηθεί ριζικά η αγραμματοσύνη και αμορφωσιά του λαού. Γι αυτό πρέπει να οργανωθεί πλατιά λαϊκή μετεκπαίδευση, γενική και επαγγελματική, σε όλο το Κράτος» (Διακήρυξη σελ. 23).
Ας σταθούμε και πάλι να ρίξουμε μια βαθύτερη κριτική ματιά στη νέα εκπαιδευτική πολιτική του Ομίλου:
α! Με τη νέα εκπαιδευτική πολιτική και το καινούργιο του πρόγραμμα «πρόγραμμα πλατύ θετικής και γόνιμης δράσης» ο Εκπαιδευτικός Όμιλος στέκει «πραγματικά δίπλα στο λαό, στις ανάγκες του, στις στερήσεις του, στους πόθους του». Γίνεται ο σημαιοφόρος του κοινωνικού δημοτικισμού, και σαλπίζει σ’ όλους που αγαπούν το λαό, να σταθούν στο πλευρό του, να πάρουν μέρος στον αγώνα και να γίνουν καταλυτές του πνευματικού μεσαίωνα και οικοδόμοι του νεοελληνικού πολιτισμού. Ο δημοτικισμός προσγειώνεται τώρα στην πραγματικότητα, πατάει σε στερεό έδαφος, αποχτάει πλούσιο και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο. Ξεπέρασε νικηφόρα την εσωτερική του κρίση και βαδίζει στο σωστό δρόμο. Καινούργιο φως – το φως της αληθινής επιστήμης και κοσμοθεωρίας – τον φωτίζει. Λαμπερή ξανοίγεται μπροστά του η προοπτική  για τη γόνιμη δράση του.
Με τις νέες προγραμματικές του αρχές υψώνει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος το διαχωριστικό ορόσημο του δημοτικισμού. Από τη μια μεριά ο ανεδαφικός, ο ρωμαντικός και ο αντιλαϊκός δημοτικισμός. Από το άλλο μέρος ο ρεαλιστικός, ο επιστημονικός, ο αληθινός και εξυπηρετικός του λαού κοινωνικός δημοτικισμός. Από τη μια μεριά οι εχτροί του λαού δημοτικιστές, που θεληματικά τον παραπλανούν με απατηλά συνθήματα και με καθαρά εξωτερικές και ανούσιες μεταρρυθμίσεις, και μαζί τους όσοι δε βρήκανε το λαό, οι απροσανατόλιστοι κοινωνιολογικά ουτοπιστές δημοτικιστές. Και από το άλλο μέρος προχωρούν αισιόδοξοι και περήφανοι όσοι ένοιωσαν τον πόνο και τις λαχτάρες του λαού, άξιοι αγωνιστές στο πλευρό του, και λυτρωμένοι από τα αστικά υπολείμματα που κρυφοζούσαν μέσα τους, υψώνονται πρωτοπόροι οδηγητές στο σκληρό αγώνα. Πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, ακατάβλητος αγωνιστής, ο Δημήτρης Γληνός.
β! Αποφασιστικά προχωρεί τώρα ο Εκπαιδευτικός Όμιλος στη ριζική αναγέννηση της παιδείας. Στην ιστορική του «Διακήρυξη» αναλύει τις αληθινές αιτίες για την πνευματική καθυστέρηση της χώρας, δίνει το αληθινό νόημα και το γνήσια λαϊκό περιεχόμενο στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, φωτίζει το λαό για τα δικαιώματά του στη συμμετοχή του στα πνευματικά αγαθά του πολιτισμού και υψώνει «τον εργάτη της παιδείας, από μεροκαματιάρη και ανάπηρο που τον θέλει η αντίδραση, σε αυτοσυνείδητο και υπερήφανο οικοδόμο μιας καλύτερης κοινωνίας».
Με το καινούργιο του πρόγραμμα εκφράζει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, μέσα στις τότε συνθήκες, τη σοσιαλιστική μεταρρύθμιση της παιδείας. Λυτρωμένος πια από τα αντιλαϊκά και ψευτοπροοδευτικά στοιχεία, από την πισωδρομική και ανασταλτική τους επίδραση, βλέπει τώρα, σ’ όλο το βάθος και το πλάτος, το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα. Το τοποθετεί στη σωστή κοινωνιολογική βάση. Το εξετάζει απ’ όλες τις πλευρές και καθορίζει την κατευθυντήρια γραμμή για τη μόνη σωστή λύση του. Βλέπει καθαρά την κινητήρια δύναμη και το σκληρό αγώνα που θα χρειαστεί, για να πραγματοποιηθεί η πνευματική αναγέννηση, και ανοίγει την προοπτική για την ολοκληρωτική πραγματοποίηση της αληθινά δημοκρατικής παιδείας μέσα στην σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία.
γ! Σπουδαία η συμβολή του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Διαφώτισε τον εκπαιδευτικό κλάδο. Βοήθησε να συνειδητοποιήσει ο ελληνικός λαός «τα εκπαιδευτικά του αιτήματα». Αξιοεχτίμητη η υπηρεσία του στο λαϊκό κίνημα. Ανάδειξε στις επάλξεις του άξιους αγωνιστές. Όμως ο Εκπαιδευτικός Όμιλος με τις προγραμματικές του αρχές δεν ξεκαθαρίζει ολοκληρωτικά την κοινωνιολογική του τοποθέτηση. Και γι’ αυτό δε στάθηκε όσο θα έπρεπε γόνιμη η κατοπινή δράση του. Αναγνωρίζει, βέβαια, πως «φορέας και πρόμαχος» του δημοτικισμού και «της λαϊκής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι οι αδικημένες κοινωνικές τάξεις- οι εργάτες, οι αγρότες, οι μικροαστοί» και πως «κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση γίνεται με μέσο την πάλη των τάξεων» μ’ άλλα λόγια είναι διαποτισμένος με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού, δεν βγάζει όμως όλες τις αναγκαίες συνέπειες από την κοινωνιολογικά σωστή θεμελιακή αυτή αντίληψη. Δεν προχωρεί ως το τέρμα. Και γι αυτό παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες, που εμπόδισαν να ξετυλιχτεί πλούσια η δράση του. Τρείς είναι οι σπουδαιότερες:
Βλέπει, όπως είπα, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος την κινητήρια δύναμη, που θα πραγματοποιήσει την πνευματική αναγέννηση στη χώρα μας και ανοίγει την προοπτική. Κηρύχνει πως «το ιδανικό της σωστής παιδείας μόνο σε μια σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία μπορεί να πραγματοποιηθεί». Δε βλέπει όμως καθαρά – κι αυτή είναι η πρώτη αδυναμία του – ή δεν τολμάει να το διακηρύξει, πως η πνευματική αναγέννηση είναι έργο της λαϊκής επανάστασης , και πως η ριζική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα χτίζεται μαζί με τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της πατρίδας μας. Σα να μην έχει ολοκληρωτικά ξεκαθαρίσει πως πρέπει ν’ αλλάξουν «οι υλικές προϋποθέσεις της κοινωνικής ζωής» για να αλλάξει μαζί και το πνευματικό εποικοδόμημα. Δε βλέπει λοιπόν καθαρά ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, ή δεν τολμάει να το διακηρύξει πως χρειάζεται πρώτα ριζική κοινωνικοοικονομική αλλαγή και πως για να γίνει η αλλαγή αυτή πρέπει να πάρει ο δουλευτής λαός την πολιτική εξουσία στα χέρια του, γκρεμίζοντας και με τη βία ακόμη κάθε εμπόδιο που θα σταθεί μπροστά του, για να αποδεσμευτούν οι δημιουργικές του δυνάμεις και να ριχτεί στο χτίσιμο της καινούργιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Μα για να φτάσει να πάρει ο λαός την εξουσία, απαραίτητο να αναλάβαινε την ηγεσία του σκληρού αγώνα η πρωτοπόρα εργατική τάξη. Και ήταν σε θέση. Γιατί και στη χώρα μας ανέβαινε ορμητικά η εργατική τάξη, και με το κόμμα που είχε συγκροτήσει, είχε δείξει έντονη αγωνιστική διάθεση και σημαντική δράση. Είναι αλήθεια, πως το σοσιαλεργατικό – το κομμουνιστικό κόμμα περνούσε στα πρώτα του βήματα βαθιά εσωτερική κρίση και δεν είχε ακόμη εμπνεύσει εμπιστοσύνη σε πολλούς διανοητές οπαδούς του επιστημονικού σοσιαλισμού. Παρ’ όλε όμως τις ατέλειες το κομμουνιστικό κόμμα βάδιζε σταθερά και άνοιγε το δρόμο του λυτρωμού. Και ίσα-ίσα το λάθος των οπαδών του επιστημονικού σοσιαλισμού είναι που δεν το ενίσχυσαν θετικά. Στάθηκαν παράπλευρα και πήρανε, συμπαθητική μα αρνητική στάση. Την ίδια αδυναμία έδειξε και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος. Στάθηκε κι αυτός παράμερα, και απομονώθηκε λίγο ή πολύ στον πνευματικό τομέα. Ενώ το χρέος του ήταν να μπει θαρραλέα στο λαϊκό αγώνα και να βοηθήσει με την πλούσια δύναμή του, να λυθούν τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, γιατί μόνον τότε θα είχαν δημιουργηθεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να λυθεί και το εκπαιδευτικό πρόβλημα και να πραγματοποιηθούν και οι σκοποί του κοινωνικού δημοτικισμού. Δεν προχώρησε λοιπόν ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ως το τέρμα. Περιόρισε τη δράση. Κύριο έργο του θεωρεί «να εκφράζει τα εκπαιδευτικά αιτήματα και να διαμορφώνει την εκπαιδευτική συνείδηση των λαϊκών τάξεων» (Διακήρυξη σελ. 8) πιστεύοντας, πως άμα οι τάξεις αυτές συνειδητοποιήσουν τα εκπαιδευτικά τους αιτήματα, θα αγωνιστούν «σαν αδικημένοι» να τα πραγματοποιήσουν.
Αιτία της αδυναμίας του αυτής σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι η δεύτερη αδυναμία του. Δε μελέτησε ο Εκπαιδευτικός Όμιλος όσο έπρεπε βαθιά τη νεοελληνική πραγματικότητα. Δεν εχτίμησε όσο έπρεπε σωστά τις έντονες αντιθέσεις μέσα στην ελληνική κοινωνία έπειτα από τη μικρασιατική καταστροφή και την ολοκληρωτική μεταστροφή της αστικής τάξης στην αντίδραση. Δεν έκανε «την επιστημονική ανατομία της νεοελληνικής κοινωνικής διάρθρωσης» και δεν είδε, όσο έπρεπε καθαρά πως «η αντικειμενική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ώριμη για ριζικές κοινωνικοπολιτικές και οικουμενικές μεταβολές» (Ν. Ζαχαριάδη ΚΟΜΕΠ Γενάρης 1946 σελ.3), πως ο λαός διψούσε «για αποφασιστική μεταβολή» και πως είχε ωριμάσει «η ταξική συνειδητοποίηση της εργατιάς». Δεν είδε λοιπόν καθαρά πως έχει ανοίξει ο δρόμος για τη «σοσιαλιστική μεταβολή στην Ελλάδα» για την ανασυγκρότηση και την ολόπλευρη αναγέννηση της χώρας μας. Τα ηγετικά στελέχη του Ομίλου στην αρχή του τρίτου σταδίου δεν έχουν ακόμη ολοκληρωτικά λυτρωθεί από την παλιά τους αντίληψη πως «ο δημοτικιστικός αγώνας» ήταν «ένα αναγκαίο προπαρασκευαστικό στάδιο ως που να δημιουργηθούν» «οι αντικειμενικοί όροι» -που δεν υπήρχαν ακόμη – «για μια πραγματική σοσιαλιστική κίνηση» στη χώρα μας.(Διακήρυξη σελ. 12).
Άκουσε λοιπόν ο Εκπαιδευτικός Όμιλος το πρόσταγμα της εποχής. Σκίρτησε, μα δεν προχώρησε στο τέρμα. Τοποθετήθηκε – και τούτη είναι η βασική αδυναμία του – στα πλαίσια του εξελιχτικού σοσιαλισμού. «Οι αρχές αυτές» - οι προγραμματικές – διαβάζουμε στη «Διακήρυξή» του (σελ. 22) «καθορίζουν βέβαια μια εξέλιξη της παιδείας με μακριά προοπτική και η πραγμάτωσή τους θα χρειαστεί μεγάλους αγώνες και πολύ καιρό». Έτσι, ενώ είναι διαποτισμένος με τη θεωρία του διαλεχτικού και ιστορικού υλισμού, δεν τον εφαρμόζει με όλες του τις πραχτικές συνέπειες. Δεν πραγματοποίησε την αρμονική ένωση της θεωρίας με την πράξη, και δεν πήρε μέρος στον αγώνα της εργατικής τάξης για το χτίσιμο της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Πολύ γρήγορα όμως τα πιο ζωντανά μέλη του, και πρώτος ανάμεσά τους ο Δημήτρης Γληνός, είδαν καθαρά την αλήθεια, και προχώρησαν με αξιομίμητη αποφασιστικότητα στο τέρμα. Μετατόπισαν ολοκληρωτικά τη δράση τους στο λαϊκό αγώνα και πέρασαν φανερά στο κομμουνιστικό κόμμα. Μέσα λοιπόν από τα σπλάχνα του Εκπαιδευτικού Ομίλου ξεφύτρωσαν άξιοι αγωνιστές, πρωτοπόροι οδηγητές των «αδικημένων» κοινωνικών τάξεων στην πάλη τους για τη ριζική, τη σοσιαλιστική αλλαγή. Και είναι τούτη μία από τις σπουδαιότερες υπηρεσίες που πρόσφερε ο Εκπαιδευτικός όμιλος στον ελληνικό λαό.
Με τον μετατοπισμό των πιο ζωντανών μελών του σβύνει σιγά –σιγά η δράση του. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος πέφτει σε αφάνεια, πριν προφτάσει να ολοκληρώσει τον ιστορικό του ρόλο. Κυμάτιζε όμως στις επάλξεις του η σημαία του, σάλπισμα και σύμβολο της πνευματικής πρωτοπορείας.
δ! Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος στην ιστορική του Διακήρυξη φέρνει «το μήνυμα και τις λαχτάρες κάποιου νέου κόσμου» και κηρύχνει πως «έχουμε σήμερα παιδεία χωρίς ιδανικά, και ιδανικά νέα χωρίς παιδεία»(Διακήρυξη σελ. 18). Δε διατυπώνει όμως καθαρά τα καινούργια αυτά ιδανικά, και όσα προβάλλει, φωτεινό αστέρι στην προοδευτική πορεία του ελληνικού λαού και στην αγωγή του Ελληνόπουλου, δεν τα ξεκαθαρίζει έτσι που να μη δίνει αφορμή για καμιά παρεξήγηση.
Τέσσερα είναι τα ιδανικά, που προβάλλει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος. Το ιδανικό της «δημιουργικής εργασίας», το ιδανικό της ευτυχίας πάνω στη γη, το ανέβασμα του ανθρώπου  «μαζί με το κοινωνικό σύνολο προς την ελευθερία και τη χαρά της ζωής με βάση τη δημιουργική εργασία και την κοινωνική δικαιοσύνη» το ιδανικό της «ενότητας του ανθρώπινου πολιτισμού» και τέταρτο το ιδανικό «του καθολικού ανθρωπισμού». Αξίζει να σταθούμε λίγο και να ξεκαθαρίσουμε μερικά σημεία.
Το ιδανικό της δημιουργικής εργασίας. Η δημιουργική εργασία είναι κάτι, τονίζει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, πολύ περισσότερο, κάτι ουσιαστικότερο από την απλή μεθοδολογική «αρχή της εργασίας». Τη μεθοδολογική αυτή «αρχή της εργασίας» τη δέχονται και οι πιο αντιδραστικοί καθαρευουσιάνοι. Είναι «φανατικοί υποστηριχτές» της, γιατί βασικός τους σκοπός είναι να στηρίξουν «όλα τα παλιά με μια καλή μέθοδο διδασκαλίας και αγωγής». Η δημιουργική όμως εργασία «πρέπει να είναι η κυραρχική έννοια και το ιδανικό της σύγχρονης παιδείας»(Διακήρυξη σελ. 19 και 21). Ενώ λοιπόν ξεχωρίζει, και πολύ σωστά  τη δημιουργική εργασία από την «αρχή της εργασίας», δεν αναλύει το περιεχόμενό της, δεν την αντιδιαστέλει από την αγγαρευτική παραγωγική εργασία μέσα στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, και δίνει έτσι με την παράλειψη αυτή το δικαίωμα στους αντιδραστικούς να χρησιμοποιούν κι αυτοί για παραπλανητικό σύνθημα τον όρο «δημιουργική εργασία».
Δημιουργική εργασία δεν είναι κάθε παραγωγική εργασία. Δε φτάνει να παράγει κανείς υλικά και πνευματικά αγαθά για τις ανάγκες της κοινωνίας, για να είναι η εργασία του δημιουργική. Με το νόημα αυτό, ταυτίζοντάς την δηλαδή με την παραγωγική εργασία, τη δέχονται και οι αντιδραστικοί και οι ψευτοπροοδευτικοί  και στο σχολείο και ιδιαίτερα στην επαγγελματική εκπαίδευση. Βασική προϋπόθεση για τη δημιουργική εργασία είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, η κατάργηση της εκμετάλλεψης ανθρώπου από άνθρωπο. Όποιος εργάζεται και εκμεταλλεύονται την εργασία του, αυτουνού η εργασία μπορεί να είναι παραγωγική, δεν είναι όμως δημιουργική. Είναι λίγο ή πολύ αγγαρευτική.
Δημιουργική σε αντιδιαστολή με την αγγαρευτική, είναι η εργασία που γίνεται από εσωτερικά βιολογικά ή ψυχικά κίνητρα, που γίνεται δηλαδή όχι επειδή την επιβάλλει ο όποιος άλλος, με όποια ξένη βούληση, παρά επειδή το θέλει το ίδιο το άτομο. Και θέλει το ίδιο το άτομο, γιατί το σπρώχνουν ασυγκράτητα να την κάνει τα εσωτερικά του κίνητρα. Με τη δημιουργική εργασία λυτρώνεται και μπαίνει σε δράση όλη η δημιουργική δύναμη, το άτομο αφοσιώνεται και τέρπεται, ζει πλούσια το συναίστημα της ελευτερίας, ενώ ταυτόχρονα πειθαρχεί τυφλά στα εσωτερικά κίνητρα που τον ωθούνε, στη εσωτερική φωνή του χρέους, και παράλληλα ξεπηδάει πηγαία η χαρά στην πιο ανώτερη μορφή της. Η δημιουργική εργασία είναι λυτρωτική και υψώνει πραγματικά το άτομο «προς την ελευτερία και τη χαρά» το κάνει κυρίαρχο «της ανάγκης».
Στη σημερινή όμως κοινωνία, όπως είναι οργανωμένη με βάση την εκμετάλλεψη, σπάνια είναι η δημιουργική εργασία, π.χ. του καλλιτέχνη, του ιδεολόγου επιστήμονα, μα και τότε πετυχαίνεται τις περισσότερες φορές με μεγάλες θυσίες. Στη σημερινή κοινωνία η παραγωγική εργασία είναι λίγο ή πολύ αγγαρευτική. Το άτομο νιώθει βαριά την πίεση από την ξένη βούληση του εκμεταλλευτή, είναι δούλος της «ανάγκης» ζει το συναίστημα του καταναγκασμού, πνίγεται η δημιουργική του δύναμη και μαζί της και η εξυψωτική χαρά, και σέρνει τα βήματά του με ψαλιδισμένα τα φτερά. Μόνο στη σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία υπάρχουν όλες οι συνθήκες για να επικρατήσει η δημιουργική εργασία. Και μόνον τότε το άτομο γίνεται αληθινά δημιουργικό και ολοκληρώνεται η προσωπικότητά του. Γι αυτό στη σοσιαλιστική κοινωνία η δημιουργική εργασία είναι δικαίωμα, μα και υποχρέωση του ατόμου. Είναι το ανώτατο κοινωνικό λειτούργημα. Με το νόημα αυτό πρέπει λοιπόν να περιβληθεί ιδανικό στην παιδεία μας η δημιουργική εργασία. Είναι ζωντανό ιδανικό. Φέρνει μέσα της τα ζωντανά στοιχεία «του νέου κόσμου» που έρχεται.
Το ανθρωπιστικό ιδανικό:  Χτυπάει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος το ψευτοκλασικό ιδανικό της προγονοπληξίας – κούφιο είναι το ιδανικό αυτό, «συντριμμένο είδωλο»- καυτηριάζει τον «αρχαϊσμό» «την ανάσταση των εξωτερικών μορφών του αρχαίου πολιτισμού» (Διακήρυξη σελ. 17) και προβάλλει για ζωντανό ιδανικό τον «καθολικό ανθρωπισμό». Μένουν όμως αξεκαθάριστα, λίγο πολύ σκοτεινά, δυό σπουδαία σημεία:
Και πρώτα: Στη Διακήρυξή του δεν αντιμετωπίζει όσο θα έπρεπε καθαρά, το βασικό πρόβλημα για ολόκληρη την παιδεία και ιδιαίτερα για τη μέση παιδεία, το πρόβλημα: Ποια αξία έχουν οι ανθρωπιστικές σπουδές μέσα στο «νέο κόσμο, που ακούμε το μήνυμα και τις λαχτάρες του»; Αποτελούν τη βάση για τη γενική μόρφωση, είναι αναπόσπαστο τμήμα της αγωγής; Και το πρόβλημα τούτο γίνεται οξύτερο μέσα στον πολυκλαδισμό, που ζητάει και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, της μέσης παιδείας. Στους διάφορους τύπους σχολείων, στο γεωργικό, βιομηχανικό, τεχνικό, ναυτικό κ.τ.λ. γυμνάσιο, όπου παράλληλα με την ειδική μόρφωση πρέπει να καλλιεργείται και η γενική μόρφωση, ποια θέση θα πάρουν οι ανθρωπιστικές σπουδές; Όσοι τελειώσουν τα γυμνάσια αυτά και γνωρίζουν επιστημονικά το φυσικό κόσμο και τους νόμους του, και κατανοούν σωστά την πορεία και τη σύνθεση της κοινωνίας, δεν έχουν όμως διδαχτεί τους αρχαίου συγγραφείς ακόμη και σε μετάφραση – φυσικά θα έχουν πάρει γνώση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως και κάθε πολιτισμού με τη μελέτη της ιστορίας και της κοινωνίας – αυτοί δε θα θεωρούνται μορφωμένοι, και δε θα μπορούν ν’ αναπτύξουν τη δημιουργική δράση; Και ακόμη μέσα στον πολυκλαδισμό της μέσης παιδείας είναι απαραίτητο και για πόσο καιρό το κλασικό γυμνάσιο, όχι βέβαια, με τη σημερινή μορφή του;
Είναι αλήθεια, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος τονίζει πως «οι δυό κυριότερες μορφές της σημερινής ζωής είναι ο γεωργικός και ο τεχνικός πολιτισμός»(Διακήρυξη σελ. 21) – και γι αυτό ζητάει την πολυκλαδισμένη μέση παιδεία. Από το όλο όμως πνεύμα της «Διακήρυξης» του, φαίνεται πως δίνει μεγάλη σημασία και στις ανθρωπιστικές σπουδές και σα να δέχεται παράλληλα με την «καθαρή επιστημονική αντίληψη του αρχαίου κόσμου» και το «συγχρονισμένο νεοκλασικισμό». Ένα είναι το αναμφισβήτητο : Πως ο Εκπαιδευτικός Όμιλος δεν παίρνει καθαρή στάση, ούτε καν θέτει σ’ όλο του το βάθος το πρόβλημα των ανθρωπιστικών σπουδών.
Η σωστή όμως απάντηση στο πρόβλημα αυτό εξαρτιέται από το τι εννοούμε και τι πρέπει να εννοούμε, άμα λέμε «ανθρωπισμός και ανθρωπιστικό ιδανικό». Και αυτό είναι το δεύτερο σημείο, που αφήνει λίγο πολύ σκοτεινό στη Διακήρυξή του ο Εκπαιδευτικός Όμιλος.
Τι πρέπει λοιπόν να εννοούμε σήμερα, άμα λέμε «ανθρωπισμός»; Δύο είναι τα κύρια χαραχτηριστικά γνωρίσματα: α) Η αναγνώριση της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Κορύφωμα το δικαίωμα της ελευτερίας του. Ο άνθρωπος αξίζει σαν άνθρωπος. Βρίσκεται στο ανώτερο σκαλοπάτι της εξέλιξης της ζωής. Είναι πολύτιμος συντελεστής, το πιο πολύτιμο κεφάλαιο. Μα καμιά αναγνώριση της αξίας του δεν είναι νοητή, χωρίς το σεβασμό στην αξιοπρέπειά του, χωρίς το δικαίωμα της ελευτερίας του, χωρίς το λυτρωμό του από κάθε οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό καταναγκασμό. Μόνον τότε πραγματώνεται η ανθρώπινη υπόστασή του. β) Η αναγνώριση της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Κορύφωμα η κατάχτηση της ευτυχίας επάνω στη γη. Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι τιμωρία, δεν είναι σφάλμα της δημιουργίας, που πρέπει να εξαγοραστεί με τον πόνο και τη στέρηση, όπως κηρύχνει, το ασκητικό ιδανικό. Ο άνθρωπος αξίζει να χαρεί πολύπλευρα τη ζωή του, να χαρεί τη δημιουργική χαρά και την ομορφιά, να καταχτήσει την ευτυχία του, να δημιουργήσει με τη δημιουργική του εργασία τον παράδεισο στη γη.
Το ανθρωπιστικό ιδανικό φανερώνεται για πρώτη φορά με μορφή προοδευτική την εποχή της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη. Είναι τότε πραγματικά ζωντανό ιδανικό. Εκφράζει τους πόθους και τις λαχτάρες της αστικής τάξης, που ανεβαίνει. Η αστική τάξη λαχταράει να σπάσει τις αλυσίδες του φεουδαρχισμού, λαχταράει να καταχτήσει την οικονομική και πολιτική ελευτερία της και να απολάψει τη ζωή, τα υλικά και πνευματικά αγαθά, που συγκεντρώνει στα χέρια της. Θέλει να χτίσει το δικό της παράδεισο. Ζητάει ν’ αναγνωριστεί η αξία του ανθρώπου και η αξία της ανθρώπινης ζωής και προβάλλει σε αντίθεση με το ανασταλτικό και πιεστικό μεσαιωνικό ασκητικό ιδανικό, το δικό της, το προοδευτικό ανθρωπιστικό ιδανικό με τα δυό κύρια γνωρίσματά του, την ελευτερία του  ατόμου και τη χαρά της ζωής. Πολύτιμο στήριγμα για το ιδανικό της βρίσκει στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και προπάντων στον πολιτισμό της αρχαίας Αθήνας του Ε’ και Δ’ αιώνα. Ο πολιτισμός αυτός, δημιούργημα και εποικοδόμημα των οικονομικών συνθηκών της εποχής εκείνης, έκλεινε μέσα του πλούσια γόνιμα στοιχεία. Έδινε λοιπόν πολύτιμα όπλα στην αστική τάξη για τον ιδεολογικό της αγώνα. Τέσσερα είναι τα σπουδαιότερα: Η ελευτερία του ατόμου – του αθηναίου πολίτη- και η πολιτική και η οικονομική μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα. Δεύτερο: Το γκρέμισμα της αυθεντίας, ο λυτρωμός του ατόμου από τις δεισιδαιμονίες και το πνευματικό σκοτάδι, η πνευματική του ελευτερία με όπλο το φως του λογικού, με τη φιλοσοφία και την ελεύτερη επιστημονική έρευνα. Τρίτο: Η χαρά της ζωής και η χαρά της ομορφιάς με τα υπέροχα έργα του λόγου και της τέχνης. Και τέταρτο η αρμονική καλλιέργεια του σώματος και της ψυχής, των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων του για να γίνει το άτομο ικανό να χαρεί βαθειά τη ζωή.
Πολύτιμη πηγή για τη μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήσαν τότε οι αρχαίοι κλασικοί συγγραφείς. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη και ο ενθουσιασμός για την κατανόηση και τη μελέτη των έργων τους, για τις «κλασικές» σπουδές, ή αλλιώς για τις ανθρωπιστικές σπουδές. Οι αρχαίοι κλασικοί, πηγή, όπως είπα, για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τροφοδοτούσαν πλούσια και το ανθρωπιστικό ιδανικό. Οι ανθρωπιστικές σπουδές γίνονται απαραίτητες και αποτελούν τη βάση για τη γενική «την ανθρωπιστική» μόρφωση. Η μελέτη των αρχαίων κλασικών φώτιζε τα βασικά προβλήματα της ζωής. Βοηθούσε αποτελεσματικά στο διαφωτισμό και τον ιδεολογικό εξοπλισμό της αστικής τάξης, και γι αυτό είναι την εποχή εκείνη σπουδή της ουσίας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αφετηρία για πρόοδο και όχι τυπολατρεία, άγονη, προσπάθεια για εξωτερική μίμηση ιδιαίτερα της αρχαίας γλώσσας.
Το ανθρωπιστικό ιδανικό και οι ανθρωπιστικές σπουδές, αντίστοιχα με την πορεία που βάδισε η αστική τάξη στις διάφορες χώρες, πήρανε από τότε πολλές μορφές, από την πιο προοδευτική που σύντομα ανάλυσα παραπάνω, ως την πιο συντηρητική μορφή, που κορυφώνεται στην κούφια τυπολατρεία, στη δουλική μίμηση, στο ξερό «γλωσσόγραμμα» ψευτοκλασικό ιδανικό. Σε μας, που η αστική τάξη με το συμβιβασμό της με τα φεουδαρχικά στοιχεία και τη δουλική υποταγή της στο ξένο κεφάλαιο, έμεινε καρφωμένη στην αντίδραση, το ανθρωπιστικό ιδανικό παρουσιάστηκε, προπάντων έπειτα από την επανάσταση του 1821, με την πιο συντηρητική μορφή, ταυτίστηκε με την «ανάσταση των εξωτερικών μορφών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», με την ανάσταση της αρχαίας γραμματικής, και του συνταχτικού, και έγινε μια από τις πιο σπουδαίες ανασταλτικές δυνάμεις στην πρόοδο της χώρας. Παράλληλα πήρε και έναν ιδιαίτερο χρωματισμό. Έγινε το σπουδαιότερο υποστήριγμα στο πατριδοκαπηλικό ιδανικό της «Μεγάλης Ιδέας». Η κυρίαρχη τάξη, προβάλλοντας για ιδανικό στον ελληνικό λαό την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρουσίαζε για απαράγραφτους κληρονομικούς μας τίτλους την «προγονική εύκλεια». Οι ένδοξοι πρόγονοί μας εκπολίτισαν όλα εκείνα τα μέρη. Είναι και δικαίωμά μας να διώξουμε τους βαρβάρους επιδρομείς, και να τα ξαναπάρουμε. Μα και χρέος μας να τα εκπολιτίσουμε και πάλι. Και αυτό θα το πετύχουμε με την ανάσταση «της αθανάτου των προγόνων γλώσσης». Είναι η πεμπτουσία  του άφθαστου, του ανυπέρβλητου αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Κάθε φορά λοιπόν που αγωνιζόταν η αστική τάξη να πάρει την εξουσία και βρισκόταν σε προοδευτική εξόρμηση, το ανθρωπιστικό ιδανικό ήταν σπουδαίο ιδεολογικό όπλο στα χέρια της. Άμα όμως και όπου πέρασε η αστική τάξη στην αντίδραση, το ανθρωπιστικό ιδανικό ξέπεφτε σε παραπλανητικό για το λαό ιδανικό, σε ανασταλτική δύναμη για την πρόοδο και το ανέβασμα του λαού. Μα και στην πιο προοδευτική μορφή του, το ανθρωπιστικό ιδανικό αντικαθρέφτιζε τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης και έκρυβε κάτω από την ελευτερία του ατόμου και την κατάχτηση της ευτυχίας, το αίτημα της αστικής τάξης για την αδέσμευτη οικονομική ελευτερία του αστού πολίτη, το αίτημα δηλαδή για την αχαλίνωτη ανάδειξη του ατόμου σε βάρος και με την εκμετάλλεψη των άλλων, και την καλοπέρασή του.
Ο «ανθρωπισμός» της αστικής τάξης και στην πιο προοδευτική του μορφή ήταν και είναι ατομιστικός, και οι ρίζες του ιδεαλιστικές και αντιλαϊκές. Με το νόημα όμως αυτό είναι πια ξεπερασμένος. Και το λάθος των δημοτικιστών ήταν, που πρόβαλαν καθυστερημένα στον ελληνικό λαό για ιδανικό αυτόν τον ξεπερασμένο ατομιστικό αστικό ανθρωπισμό. Κι αυτό είναι μια από τις αιτίες που δε βρήκανε απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Γιατί ο αστικός ανθρωπισμός δε μπορεί να εκφράζει τις λαχτάρες του δουλευτή λαού, τον πόθο του να λυτρωθεί από την οικονομική εκμετάλλεψη και από κάθε κοινωνικό και πνευματικό καταναγκασμό. «Οι καθυστερημένοι στην Ελλάδα ονειροπόλοι του ουμανισμού (του αστικού ανθρωπισμού) επηρεασμένοι από το φιλοσοφικό ιδεαλισμό, δε βλέπαν ότι το γλωσσικό και πιο γενικά το πνευματικό πρόβλημα ήταν παράγωγο, είτε ένα κομμάτι μονάχα απ’ το όλο κοινωνικό νεοελληνικό ζήτημα…. δε βλέπαν ότι στην εποχή μας της πάλης για το δημοκρατικό συγχρονισμό και το σοσιαλισμό……ο ουμανισμός αυτός, με το ιδεολογικό οπλοστάσιό του στην καλύτερη περίπτωση, δε μπορούσε παρά να είναι ένα φρένο για τα λαϊκά κινήματα, φρένο που δούλευε για τις κυρίαρχες τάξεις και τους εκμεταλλευτές του λαού» (Ν. Ζαχαριάδη ΚΟΜΕΠ Γενάρης 1946 σελ. 2 και 3).
Απέναντι στον αστικό ατομιστικό ανθρωπισμό ορθώνεται σήμερα ο νέος ο αληθινός , ο κοινωνικός ανθρωπισμός. Βγαλμένος από την πάλη των «αδικημένων κοινωνικών τάξεων, εκφράζει ο κοινωνικός ανθρωπισμός τους πόθους και τις λαχτάρες όλων εκείνων που μέσα στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα καταπιέζονται από τις κυρίαρχες τάξεις, και αγωνίζονται να αποτινάξουν την οικονομική, κοινωνική και πνευματική σκλαβιά.
Τυπικά και ο ατομιστικός και ο κοινωνικός ανθρωπισμός έχουν τα ίδια βασικά γνωρίσματα. Διαφέρουν όμως στο περιεχόμενο που δίνουν στα δυό αυτά γνωρίσματα. Διαφέρουν ακόμη στο πλάτος και τροφοδοτούνται από διαφορετικές πηγές.
Πραγματική αναγνώριση της αξίας του ανθρώπου και της ελευτερίας του, πραγματική αναγνώριση της αξίας της ανθρώπινης ζωής και χτίσιμο της ευτυχίας επάνω στη γη, δεν μπορεί να υπάρχουν, όπου και όσο υπάρχει εκμετάλλεψη ανθρώπου από άνθρωπο. Όπου εκμετάλλεψη, εκεί πνίγεται, όπως είπα, η πρωτοβουλία, δεσμεύεται η εσωτερική ελευτερία, νεκρώνεται η δημιουργική χαρά, εκεί σκλαβιά και καταναγκασμός και ψυχικός μαρασμός. Εκεί δεν πραγματώνεται η ανθρώπινη υπόσταση. Ο άνθρωπος ξεπέφτει στη θέση του ζώου. Και όπου εκμετάλλεψη, εκεί εξαθλίωση υλική και πνευματική. Ο ατομιστικός ανθρωπισμός, ιδεολογικό όπλο της αστικής τάξης και παραπλανητικό για το λαό σύνθημα κρύβει κάτω από την ελευτερία την αχαλίνωτη ανάδειξη του ατόμου σε βάρος των άλλων, και κάτω από την κατάχτηση της ευτυχίας την καλοπέραση του εκμεταλλευτή, και την εξαθλίωση των πολλών, των αμέτρητων, που παράγουν τα υλικά και πνευματικά αγαθά. Αντίθετα ο κοινωνικός ανθρωπισμός ζητάει την κατάργηση της εκμετάλλεψης , ζητάει την υλική και πνευματική εξύψωση όλων, όσοι με την παραγωγική τους εργασία χτίζουν τον παράδεισο στη γη. Κηρύχνει πως η ελευτερία και η ευτυχία δεν επιτρέπεται να είναι προνόμιο των λίγων σε βάρος των πολλών, και ζητάει από τον καθένα ν’ αφοσιώσει ελεύτερα ολόκληρη τη δημιουργική του δράση στην ευτυχία του συνόλου. Μόνον τότε ο άνθρωπος υψώνεται στην αληθινή, στην εσωτερική ελευτερία. Μόνον τότε με την ελεύτερη δημιουργική εργασία ολοκληρώνεται και ανθίζει η προσωπικότητά του. Και μόνο μέσα στην ευτυχία του συνόλου θα βρει και το άτομο και τη δική του ευτυχία και χαρά.
Και ενώ ο ατομιστικός ανθρωπισμός, μπλεγμένος μέσα στις δικές του αντιθέσεις και στους ανταγωνισμούς του καπιταλισμού, γίνεται στήριγμα στους καταχτητικούς πολέμους, με το πρόσχημα «του εκπολιτισμού, του εξανθρωπισμού των κατώτερων λαών» και έθρεψε από τα σπλάχνα του στις ημέρες μας τα φασιστικό ιδανικό, αντίθετα ο κοινωνικός ανθρωπισμός απλώνεται και αγκαλιάζει όλους τους λαούς, ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κηρύχνει, πως η ελευτερία και η ευτυχία δεν επιτρέπεται να είναι προνόμιο ορισμένων «περιούσιων» λαών. Είναι δικαίωμα όλων των λαών. Και η υποχρέωση των πολιτισμένων σήμερα λαών είναι να βοηθήσουν με όλα τα μέσα να υψωθούν και οι άλλοι λαοί υλικά και πνευματικά. Κηρύχνει πως η ελευτερία και η ευτυχία  είναι ενιαία επάνω στη γη. Και το χρέος κάθε γνήσιου ανθρωπιστή είναι να αγωνίζεται να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα της ανθρωπότητας και «να ξεριζώνει κάθε τι που εναντιώνεται στην ιδέα του πραγματικού ουμανισμού».
Μα και μια τρίτη ακόμη σημαντική διαφορά, που μας εξηγεί και τις άλλες διαφορές. Ο αστικός ανθρωπισμός είναι, φυσικά, διαποτισμένος από την αστική ιδεαλιστική φιλοσοφία. Και γι αυτό και στην καλύτερη περίπτωση δε μπορεί παρά να είναι ουτοπιστικός και παραπλανητικός, που θα ειπεί ανασταλτικός στα λαϊκά κινήματα. Γιατί και στην καλύτερη περίπτωση ζητάει να ηθικοποιήσει, να εξυψώσει τον άνθρωπο με τη μόρφωση, χωρίς πρώτα να τον λυτρώσει από την εκμετάλλεψη, από την οικονομική και κοινωνική σκλαβιά. Αντίθετα ο κοινωνικός ανθρωπισμός γεννήθηκε και τρέφεται από τη διαλεχτική υλιστική φιλοσοφία, από τον διαλεχτικό υλισμό. Και γι αυτό είναι ρεαλιστικός, ριζοσπαστικά προοδευτικός. Γίνεται πολύτιμο όπλο στα λαϊκά κινήματα. Κηρύχνει, πως μόνο μέσα στη σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία υπάρχουν οι απαραίτητες συνθήκες για να γίνει ο άνθρωπος αληθινός άνθρωπος.
Ο αστικός ανθρωπισμός είναι πια ξεπερασμένος. Γεννήθηκε  σε ξεπερασμένες σήμερα οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Οι κήρυκές του είναι συνειδητά ή παραπλανημένα όργανα της αντίδρασης. Στη θέση του πρέπει να μπει ο κοινωνικός ανθρωπισμός. Ο άνθρωπος από άτομο να γίνει κοινωνικός άνθρωπος. Τότε θα υψωθεί στην αληθινή ελευτερία και τη δημιουργική χαρά.
Τι πρέπει λοιπόν να εννοούμε σήμερα όταν μιλάμε για ανθρωπισμό; Τον κοινωνικό ανθρωπισμό. Αγκαλιάζει ολόκληρη την ανθρωπότητα και αγωνίζεται για την υλική και πνευματική ευημερία του ανθρώπου με βάση τη δημιουργική εργασία. Με το νόημα αυτό πρέπει να προβληθεί ιδανικό στην παιδεία μας ο κοινωνικός ανθρωπισμός. Θα είναι πολύτιμο κίνητρο στη δημιουργική δράση της νεολαίας μας. Κλείνει μέσα του σπέρματα ζωής, τους πόθους και τις λαχτάρες του νέου κόσμου, που άρχισε να χτίζεται.
Οι ανθρωπιστικές, οι κλασικές, σπουδές τροφοδοτούσαν, όπως είπα, πλούσια το ιδανικό του αστικού ανθρωπισμού, σ’ όλες τις μορφές που πήρε από την πιο προοδευτική ως την πιο συντηρητική, αλλάζοντας κι αυτός αντίστοιχα μορφή και περιεχόμενο, από τη σπουδή της ουσίας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ως την κούφια τυπολατρεία και τη δουλική μίμηση, και αποτέλεσαν ως σήμερα, ιδιαίτερα στη χώρα μας, τη βάση για τη γενική μόρφωση. Κυριαρχούν απόλυτα ακόμη και σήμερα στην ψευτοκλασική μέση παιδεία, την κράτησαν μονοκόμματη και μονόπλευρη, και ο αντίχτυπός τους φτάνει και σ’ αυτό το δημοτικό σχολείο με την καθαρεύουσα και την αρχαία γραμματική της. Μπορεί όμως να τροφοδοτούν και τον κοινωνικό ανθρωπισμό, και θα αποτελέσουν και πάλι μέσα «στο νέο κόσμο που ακούμε το μήνυμά του» τη βάση για τη γενική μόρφωση; Πριν ν’ απαντήσουμε, ανάγκη να συνεννοηθούμε ακόμη σε δυό τρία σημεία. Και πρώτα, να μη λησμονήσουμε, πως άμα λέμε ανθρωπιστικές, κλασικές σπουδές, εννοούμε τη μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στα σχολεία μας με πηγή τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς στο πρωτότυπο, μα ακόμη και σ μετάφραση.
Δεύτερο: Πρέπει να ξεχωρίσουμε την «καθαρή επιστημονική αντίληψη του αρχαίου κόσμου» την επιστημονική έρευνα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από τη μελέτη στα σχολεία των αρχαίων κλασικών. Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Βέβαια για τη σωστή θεώρηση του αρχαίου κόσμου είναι απαραίτητη και η βαθειά μελέτη και κατανόηση των αρχαίων κλασικών. Είναι μια, η σπουδαιότερη, από τις πηγές. Όμως η επιστημονική έρευνα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού δεν είναι δουλειά του σχολείου της παιδείας. Είναι έργο της επιστήμης γενικά, και ορισμένων κλάδων της ιδιαίτερα, της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας, της βιολογίας, της ιστορίας. Και δίχως αμφιβολία, είναι εθνική ανάγκη να ιδρυθεί το  γρηγορότερο στη χώρα μας, και να προικιστεί με όλα τα μέσα το «ινστιτούτο» για την πολύπλευρη έρευνα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως ζήτησε και ο μεγάλος του έθνους δάσκαλος Δημήτρης Γληνός. Είμαστε εμείς οι Έλληνες οι πιο αρμόδιοι, μα, και οι πιο υπεύθυνοι να αναλάβουμε την έρευνα αυτή, και να προσφέρουμε με την πολύτιμη αυτή συμβολή στο χτίσιμο του πανανθρώπινου πολιτισμού. Στα σχολεία θα μεταφέρουμε με τα αντίστοιχα μαθήματα τα κατάλληλα πορίσματα από την πολύπλευρη συστηματική έρευνα, για να γνωρίσουν οι μαθητές μας τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την πραγματική του αξία, και τη συνεισφορά του στην πρόοδο της ανθρωπότητας.
Τρίτο: Η επιστημονική έρευνα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού θα έχει ακόμη σκοπό, εκτός από τη σωστή θεώρηση και τη διαλεχτική του κατανόηση, να βρει και να προσδιορίσει όλα τα γόνιμα στοιχεία του. Αυτό μόνο θ’ αξιοποιήσουμε στο χτίσιμο του νέου πολιτισμού. Ο παθητικός θαυμασμός, η ελληνοκεντρική αντίληψη, πως ότι δημιούργησαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας είναι υπέροχο και ανυπέρβλητο και γι αυτό μιμήσιμο από μέρος μας, είναι ένα από τα ιδεολογικά όπλα της κυρίαρχης τάξης, για να ρίξει το λαό στην αδράνεια, να στρέψει την προσοχή του προς τα πίσω και ν’ αντικόψει την πρόοδό του. Είναι εθνική συμφορά μέσα στη σημερινή κοσμογονία να μένουμε στρειδοκολλημένοι στα περασμένα, όσο κι αν είναι ένδοξα. Ό,τι είναι ξεπερασμένο, ό,τι είναι πεθαμένο, όσο κι αν θέλγει τη ρωμαντική φαντασία των αρχαιόπληχτων, δε μας χρειάζεται. «Τρανοί κιάν είναι οι τάφοι, τάφοι θάναι». Η ζωή ξανοίγεται μπροστά μας με καινούργιες μορφές, με ολοένα καινούργια προβλήματα. Για να χτίσουμε τον καινούργιο πολιτισμό μας, πρέπει και θα αξιοποιήσουμε την πολύτιμη κληρονομιά μας. θα τρυγήσουμε από ολόκληρο τον εθνικό πολιτισμό μας – όχι μόνο από τον αρχαίο- όπως και από κάθε άλλο πολιτισμό, ό,τι είναι χρήσιμο, ό,τι φέρνει μέσα του σπέρματα ζωής, ό,τι λοιπόν είναι γόνιμο, και θα το αφομοιώσουμε, για να βαδίσουμε έτσι καλύτερα οπλισμένοι, μπροστά. Τότε τιμούμε πραγματικά τους προγόνους μας.
Γι αυτό είναι απαραίτητο να καθορίσουμε από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με την επιστημονική έρευνα τα γόνιμα στοιχεία του για το νέο κόσμο που θέλουμε να χτίσουμε, και με ιδιαίτερη προσοχή τα γόνιμα στοιχεία που θ’ αξιοποιήσουμε μέσα στον καινούργιο κοινωνικό ανθρωπισμό. Αυτά έχουν ξεχωριστή παιδαγωγική αξία για την παιδεία. Και η έρευνα αυτή δεν έχει γίνει ως σήμερα στο βάθος και πλάτος που χρειάζεται. Τώρα μόλις αρχίζει. Και θα δείξει, πως ορισμένα στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού γόνιμα για τον αστικό ανθρωπισμό – και γι αυτό ιδεολογικά όπλα της αστικής τάξης- είναι πια ξεπερασμένα και γίνονται εμπόδιο στην πρόοδο και γι αυτό είναι άχρηστα και βλαβερά για τον κοινωνικό ανθρωπισμό. Θα δείξει ακόμη πως άλλα στοιχεία, για να γίνουν γόνιμα, πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε με πολύ διαφορετικό τρόπο. Μα και η έρευνα αυτή είναι δουλειά της επιστήμης, του ινστιτούτου της ελληνικής αρχαιογνωσίας, που όπως είπα, πρέπει να ιδρυθεί, και όχι της παιδείας. Τα γόνιμα στοιχεία από τον εθνικό μας πολιτισμό θα δοθούν ξεκαθαρισμένα στα σχολεία, θα τα πάρει η παιδεία και θα τα χρησιμοποιήσει για το μορφωτικό και παιδαγωγικό σκοπό της.
Η μελέτη λοιπόν των αρχαίων κλασικών στα σχολεία μας είτε στο πρωτότυπο είτε και σε μετάφραση, ποια θέση θα πάρει μέσα στη λαοκρατικά και σοσιαλιστικά μεταρρυθμισμένη παιδεία μας; Θ’ αποτελέσει και πάλι τη βάση για τη γενική μόρφωση; Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος με τη Διακήρυξή του, δεν ξεκαθαρίζει, όπως είπα, τη στάση του στο σπουδαίο τούτο ζήτημα. Η απάντηση είναι τώρα, μου φαίνεται, εύκολη.
Ξεχωρίζουμε τη γενική από την ειδική μόρφωση. Γενική λέμε τη μόρφωση, που πρέπει να πάρουν στα σχολεία όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση και την κοινωνική τους θέση. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, η βάση για κάθε ειδική επαγγελματική εκπαίδευση. Διπλό είναι το περιεχόμενο της γενικής μόρφωσης: Ο εξοπλισμός των παιδιών με τις βασικές για τη ζωή επιστημονικές γνώσεις, και η αρμονική ανάπτυξη των σωματικών και ψυχικών ικανοτήτων τους.
Όλα τα παιδιά αγόρια και κορίτσια, πρέπει να κάνουν χτήμα τους, με τη χρησιμοποίηση, με την εφαρμογή στην πράξη, τις απαραίτητες για τη ζωή επιστημονικές γνώσεις, που δημιούργησε η ανθρώπινη κοινωνία με σκληρό αγώνα στην ανηφορική πορεία της, χτίζοντας τον πολιτισμό, για να μπορούν ν’ αναπτύξουν όσο γίνεται αποτελεσματικότερα και κατά την παιδική και νεανική τους ηλικία και αργότερα στη ζωή τη δημιουργική τους δράση. Τρείς είναι οι επιστημονικοί κύκλοι, απ’ όπου θα διαλέξουμε τις απαραίτητες αυτές γνώσεις.
Πρώτο είναι ο φυσικός κύκλος: Ο άνθρωπος ζει και κινιέται μέσα στη φύση, μέσα στο φυσικό περίγυρο. Δέχεται την επίδρασή του αδιάκοπα, και αδιάκοπα επενεργεί επάνω του. Από εκεί αντλεί τις τροφές και όλα τα υλικά μέσα για τη ζωή, εκεί αντιπαλαίει με τόσους εχτρούς, με τόσες τυφλές δυνάμεις. Πρέπει λοιπόν  ο κάθε άνθρωπος να γνωρίσει καλά τη φύση και τους νόμους της. Μόνον τότε θα λυτρωθεί από την ανάγκη και θα κυριαρχήσει. Ώστε το πρώτο βασικό στοιχείο της γενικής μόρφωσης είναι η αντίστοιχη κάθε φορά με την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας γνώσης της φύσης και των νόμων της.
Δεύτερο είναι ο κοινωνικός κύκλος: Ο άνθρωπος ζει μέσα στον κοινωνικό περίκοσμο. Είναι αναπόσπαστο άτομο της κοινωνίας. Απαραίτητο λοιπόν να γνωρίσει και την κοινωνία, την εσωπορεία στην εξέλιξή της, να μάθει ποιες είναι οι αιτίες και οι κινητήριες δυνάμεις, ποιοι είναι οι νόμοι, που κυβερνούν τη ζωή της. Μόνον τότε θα κατανοήσει τα κοινωνικά προβλήματα, τη γέννησή τους και την εξέλιξή τους κάθε φορά, το πραγματικό περιεχόμενο και τη μορφή τους. Και μόνον τότε θα προβλέψει την εξέλιξη τους, και θα γίνει και ο ίδιος, ξετυλίγοντας τη δημιουργική του δράση, συντελεστής στη σωστή, προοδευτική τους λύση. Ώστε το δεύτερο βασικό στοιχείο της γενικής μόρφωσης είναι η γνώση της κοινωνίας και των νόμων της.
Τρίτος είναι ο ανθρωπολογικός κύκλος: Ο άνθρωπος χρειάζεται ακόμη να γνωρίσει και τον ίδιο τον εαυτό του. Πρέπει να μάθει τι είναι ο ίδιος, πως αναπτύσσεται και λειτουργεί ο ανθρώπινος οργανισμός, ποιοι είναι οι νόμοι της ζωής του. Μόνον τότε θα είναι σε θέση να ρυθμίζει τη ζωή του, να διατηρεί τη σωματική και ψυχική υγεία του. Ώστε τρίτο βασικό στοιχείο της γενικής μόρφωσης είναι η αντίστοιχη κάθε φορά με την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας γνώση του ανθρώπινου οργανισμού.
Οι επιστήμες, απ’ όπου θα αντλούμε τις απαραίτητες για τη γενική μόρφωση γνώσεις είναι η φιλοσοφία, οι φυσικές επιστήμες, η κοινωνιολογία και η πολιτική οικονομία, η ιστορία, η βιολογία και η ψυχολογία. Είναι ολοφάνερο, πως για όλες αυτές τις επιστήμες, που στον περασμένο αιώνα και ιδιαίτερα σήμερα με την εφαρμογή της διαλεχτικής μεθόδου στην έρευνά τους, τόσο ραγδαία και καταπληχτική, θα έλεγα, πρόοδο μας παρουσιάζουν, δε μπορεί να χρησιμέψουν για πηγή, όπως στο μεσαίωνα, οι αρχαίοι κλασικοί, και επόμενα, όχι μόνο δε χρειάζεται η μελέτη των αρχαίων κλασικών στα σχολεία για το σκοπό τούτο παρά είναι και βλαβερή, γιατί, εκτός από τα άλλα, και το συγχρονισμό της παιδείας παρεμποδίζει και αποροφάει πολύτιμο καιρό - το βλέπουμε καθαρά στη σημερινή μονοκόμματη και αντιοικονομική μέση παιδεία μας – σε βάρος της γενικής μόρφωσης των παιδιών μας. Ό,τι  πρόσφερε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός στο ξεκίνημα της επιστημονικής έρευνας, τη φωτεινή αχτίνα, τη σπίθα της μεγαλοφυΐας που έριξαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας στις επιστήμες αυτές, όλα αυτά, όπως είπα, θα τα πάρει έτοιμα και ξεκαθαρισμένα η παιδεία. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, που θα διδάξουν τα αντίστοιχα μαθήματα, θα τα αναπτύξουν και θα τα τονίζουν κάθε φορά, άμα χρειάζεται. Ιδιαίτερη προσοχή θα δώσει η ιστορία. Στο μάθημα της ιστορίας, η διδασκαλία για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό θα πάρει το πλάτος, που του αξίζει. Τα παιδιά θα παρακολουθήσουν σε αδρές γραμμές τη γέννηση, την ακμή και την παρακμή του, και θα κατανοήσουν την αξία του, με τη σωστή επιστημονική θεώρησή του, με την επιστημονική ανάλυση και σύνθεση σε όλα τα φανερώματά του.
Το τέταρτο βασικό στοιχείο της γενικής μόρφωσης είναι η αρμονική ανάπτυξη των σωματικών και ψυχικών ικανοτήτων του παιδιού. Μόνο με γερό σώμα και χαρούμενη και ακμαία την ψυχή, θα μπορέσουν τα παιδιά να γίνουν δημιουργικοί συντελεστές στο χτίσιμο του πολιτισμού. Επιταχτικό το χρέος της παιδείας να βοηθήσει με όλα τα υλικά και επιστημονικά μέσα να αποχτήσουν τα παιδιά γερό σώμα. Δε φαντάζομαι να θελήσει κανείς να υποστηρίξει σοβαρά, πως πρέπει τα παιδιά να μελετήσουν τους αρχαίους κλασικούς για να βρούνε τα κατάλληλα μέσα για τη σωματική αγωγή. Τα λίγα ή πολλά γόνιμα για το σκοπό τούτο στοιχεία από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, θα τα δώσει, όπως είπα, η συγχρονισμένη επιστημονική έρευνα στην παιδεία, και η παιδεία θα τα χρησιμοποιήσει σύμφωνα μα τα διδάγματα της σύγχρονης παιδαγωγικής.
Χρέος επίσης της παιδείας, ν’ αναλάβει την πνευματική αγωγή των παιδιών, να τα βοηθήσει δηλαδή με όλα τα κατάλληλα μέσα ν’ αναπτύξουν αρμονικά και το πνεύμα, τις νοητικές τους ικανότητες. Πολύτιμοι οδηγητές της παιδείας για την πνευματική αγωγή των παιδιών είναι η σύγχρονη παιδική ψυχολογία και η κοινωνιολογία. Και όμως ακούμε και σήμερα τους ψευτοκλασικιστές να φωνάζουν, πως για την πνευματική αγωγή είναι απαραίτητη η μελέτη των αρχαίων κλασικών στα σχολεία, γιατί η περίτεχνη γραμματική και το πολύπλοκο, μα θαυμάσια αρχιτεχτονημένο συνταχτικό της αρχαίας ελληνικής οξύνουν, τη διάνοια και ακονίζουν την κρίση. Άκαρπη η προσπάθεια να στηρίξουν την αρχαοπληξία τους. Βρίσκονται έναν αιώνα πίσω. Δέχονται την παλιά αντίληψη της μεταφυσικής ψυχολογίας, πως οι νοητικές λειτουργίες είναι  ξεχωριστές δυνάμεις της αθάνατης ψυχής αυθύπαρχτες μεταφυσικές οντότητες κι αυτές και ανεξάρτητες  η μία από την άλλη , και πως μπορούν να γυμναστούν με ανούσιες ασκήσεις και γυμνάσματα έξω από τη ζωή, έξω από τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου. Δε θέλουν να καταλάβουν την απλή αλήθεια, πως το μυαλό του ανθρώπου, η διάνοια, είναι το πολυτιμότερο υλικό όργανο, το σπουδαιότερο όπλο που έδωσε η φύση στον άνθρωπο, και πως τότε μόνο λειτουργεί κανονικά και αναπτύσσεται, και τότε μόνο ακονίζεται πραγματικά, άμα το χρησιμοποιεί το παιδί και γενικά ο άνθρωπος για το σκοπό που του το έδωσε η φύση, για να λύνει δηλαδή τα ζωντανά προβλήματα, όποια κι αν είναι, που αντιμετωπίζει και να ικανοποιεί τις ανάγκες του. Βαρειά η θυσία που προσφέρει η νεολαία στο βωμό του ψευτοκλασικισμού. Ώρες ατέλειωτες βασανίζονται τα παιδιά. Ο λογιοτατισμός μαραίνει την πνευματική φρεσκάδα τους, αποξεραίνει την εσωτερική πηγή τους.
Μα ο άνθρωπος, εκτός από τις πνευματικές ικανότητες έχει μέσα του και συναιστήματα και ένστιχτα. Τα συναιστήματα και τα ένστιχτα δεν είναι πάγια, δε μένουν στάσιμα. Βρίσκονται και αυτά σε κίνηση, αλλάζουν και άλλοτε κατρακυλούν, άλλοτε παίρνουν ανώτερες μορφές. Η παιδεία πρέπει και αυτά να τα μορφώσει, να τα καλλιεργήσει, να τα εξυψώσει σε ανώτερες μορφές, για να γίνουν κίνητρα σε πλουσιότερη κοινωφέλιμη δράση. Για την καλλιέργεια των κοινωνικών συναιστημάτων, -της αγάπης, της αλληλεγγύης, της ομαδικής εργασίας, της ευθύνης για την ευτυχία του συνόλου, της πανανθρώπινης συνεργασίας στο χτίσιμο του νέου πολιτισμού – για την κοινωνική λοιπόν διαπαιδαγώγηση της νεολαίας μέσα στα πλαίσια του καινούργιου κοινωνικού ανθρωπισμού, είναι ολοφάνερο πως δεν χρειάζεται η μελέτη των αρχαίων κλασικών στο σχολείο. Ό,τι γόνιμο στοιχείο έχουν να προσφέρουν, θα το πάρει έτοιμο η παιδεία και θα το χρησιμοποιήσει κατάλληλα.
Δε μένει παρά η καλλαισθητική αγωγή, η καλλιέργεια του συναιστήματος της ομορφιάς. Στο σημείο τούτο είναι αξιολογότατη η βοήθεια που προσφέρουν οι αρχαίοι κλασικοί με τα υπέροχα έργα τους και τα πεζά και προπάντων τα ποιητικά. Για τη λογοτεχνική λοιπόν μόρφωση είναι απαραίτητο η μελέτη τους. Και γι αυτό στο μάθημα της λογοτεχνίας πρέπει να πάρουν ξεχωριστή θέση οι αρχαίοι κλασικοί συγγραφείς δίπλα στα έργα της νεοελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Φυσικά όχι στο πρωτότυπο –θα ήταν, αλήθεια, παιδαγωγικό έγκλημα να θυσιάσουμε άλλα σπουδαιότερα στοιχεία της γενικής μόρφωσης, για να βασανιστούν τα παιδιά να μάθουν τη νεκρή αρχαία ελληνική γλώσσα, μόνο και μόνο για να έχουν βαθύτερη αισθητική απόλαυση από τη μελέτη των αρχαίων κλασικών στο πρωτότυπο – παρά σε διαλεχτές λογοτεχνικές μεταφράσεις. Και υπάρχουν αρκετές και το λαϊκό κράτος θα φροντίσει να γίνουν και άλλες το ίδιο καλές και ακόμη καλύτερες. Με καλά οργανωμένη τη γενική μόρφωση σ’ όλες τις βαθμίδες της παιδείας τα παιδιά μας θα λυτρωθούν από τα πλοκάμια του ψευτοκλασικισμού και της αρχαιοπληξίας και θα οπλιστούν με όλα τα εφόδια για να χαρούν τη ζωή και την ομορφιά, και να ξετυλίξουν τη δημιουργική τους δράση, για την υλική και πνευματική ευημερία της κοινωνίας.



Ας ανακεφαλαιώσουμε: Τα συμπεράσματά μας είναι:   
 1. Στη θέση του ξεπερασμένου αστικού ανθρωπισμού, θα προβάλλουμε για  ιδανικό της παιδείας τον κοινωνικό ανθρωπισμό. Θα γίνει πολύτιμο κίνητρο για τη δημιουργική δράση της νεολαίας. Εκφράζει τους πόθους και τις λαχτάρες του νέου κόσμου που άρχισε να χτίζεται.
2. Τροφοδότρα πηγή για τον αστικό ανθρωπισμό, σ’ όλες τις μορφές που πήρε, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Οι ανθρωπιστικές σπουδές γίνονται απαραίτητες και αποτελούν τη βάση για τη γενική μόρφωση. Ο αρχαίος όμως ελληνικός πολιτισμός, παρ’ όλη την αξία του, δεν μπορεί πια να τροφοδοτεί τον κοινωνικό ανθρωπισμό. Φυσικά τα όποια γόνιμα στοιχεία του, που πρέπει πρώτα να τα καθορίσει η συγχρονισμένη επιστημονική έρευνα, θ’ αξιοποιηθούν μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού ανθρωπισμού.
3. Οι κλασικές σπουδές δε μπορεί πια ν’ αποτελούν τη βάση για τη γενική μόρφωση μέσα στη σοσιαλιστικά μεταρρυθμισμένη παιδεία μας. Η μελέτη στα σχολεία των αρχαίων κλασικών σε μετάφραση και όχι στο πρωτότυπο είναι απαραίτητη μόνο για τη λογοτεχνική μόρφωση των παιδιών.
4. Θα αξιοποιήσουμε στο χτίσιμο του νέου πολιτισμού όλα τα γόνιμα στοιχεία από ολόκληρο τον εθνικό πολιτισμό. Ιδιαίτερα στο μάθημα της ιστορίας η διδασκαλία για τον αρχαίο πολιτισμό θα πάρει αντίστοιχο με την αξία του πλάτος. Με τη σωστή τοποθέτησή του, με τη διαλεχτική θεώρησή του τα παιδιά θα κατανοήσουν τις αιτίες, τις κινητήριες δυνάμεις της ακμής και παρακμής του.
5. Και το κλασικό γυμνάσιο; Το κλασικό γυμνάσιο γεννήθηκε μέσα στον αστικό ανθρωπισμό, και αυτόν μόνο εξυπηρετούσε. Είναι πια ξεπερασμένος τύπος σχολείου. Θα ζήσει όμως, λυτρωμένο από τον ψυχοχτόνο ψευτοκλασικισμό, ωσότου το λαϊκό κράτος ετοιμάσει και εφαρμόσει τη ριζική αναγέννηση της παιδείας, και θα σβύνει όσο θα  απλώνεται ο πολυκλαδισμός της παιδείας.
       
 




[1] Κοίταξε τη μελέτη του Κ.Δ. Σωτηρίου «Ο Γληνός παιδαγωγός» στο αναμνηστικό τεύχος «Στη μνήμη του Δημήτρη Γληνού» Αθήνα 1946 σελ. 39-55
[2] Η συμβιβαστική αυτή στάση φαίνεται καθαρά στα «Αναγνωστικά της Δημοτικής» και προπάντων στα «Ψηλά Βουνά»
[3] Κ. Δ. Σωτηρίου «Ο Γληνός παιδαγωγός» κ.τ.λ. σελ. 40-41
[4] Για τη συζήτηση ου έγινε και τις θέσεις που υποστήριξαν οι δυό μερίδες, καλά θα κάνει ο αναγνώστης να μελετήσει τη «Διακήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής του Εκπαιδευτικού Ομίλου» (Αθήνα 1927). Σύντομη μα ουσιαστική περίληψη μας δίνει και ο Κ.Δ. Σωτηρίου στο άρθρο του «Ο Γληνός παιδαγωγός» που δημοσιεύτηκε στο τεύχος «Στη Μνήμη του Δημήτρη Γληνού» (Αθήνα 1945 σελ. 50-53).

Δεν υπάρχουν σχόλια: