Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Ο Κώστας Σωτηρίου αφηγείται: Η δράση μου στο διδασκαλείο Θηλέων στον Πειραιά, ή καλύτερα, η δράση μου στο Δημοσυντήρητο διδασκαλείο θηλέων στον Πειραιά. (1928-1935)



Αποτελεί τμήμα των αφηγήσεων του Κώστα Σωτηρίου στην Ολυμπία Παπαδούκα
 και οι οποίες δεν συμπεριλήφθησαν στο βιβλίο που εξέδωσε
 η αδελφή του και θεία μου Άννα Σωτηρίου με τίτλο «Ο Κώστας Σωτηρίου αφηγείται».
Η μαγνητοφώνηση έγινε από την Ολυμπία Παπαδούκα στις 10-11-12/04/1966. 
Η συνολική διάρκεια της αφήγησης είναι 4 ώρες 
Σε επόμενες αναρτήσεις θα δημοσιευθεί και άλλο αρχειακό υλικό 
από τη δράση του στο Διδασκαλείο θηλέων στον Πειραιά. 
ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
1931 & 1932
ΕΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
1932


Στα 1928 τη χρονιά του δαγκείου πέθανε από δάγκειο ο τότε διευθυντής του διδασκαλείου Κουρτίδης. Ο δήμαρχος Τάκης Παναγιωτόπουλος είχε τη φιλοδοξία να υψώσει το διδασκαλείο σε πνευματικό κέντρο του Πειραιά. Αναζητούσε λοιπόν τον κατάλληλο διευθυντή. Επήγε στο Υπουργείο της Παιδείας. Διευθυντής της Δημοτικής Παιδείας ήταν  ο στενός μου φίλος Γιάννης Κωνστανταράκης.  Τον ερώτησε ο δήμαρχος και του απάντησε – βέβαια στην απάντηση αυτή, έπαιξε πιστεύω σπουδαίο ρόλο και η φιλία μας – του απάντησε πως κατάλληλος για το σκοπό που θέλει είναι ο Κώστας ο Σωτηρίου.-« Όμως ετοιμάζει τα χαρτιά του να πάει στην Κύπρο, όπου τον ζητούνε γυμνασιάρχη στη Λεμεσό. Γι αυτό πήγαινε σήμερα στο Πόρτο-Ράφτη, κάθεται στην έπαυλη του Γιώργου του Γρέγου- ο Γιώργης ο Γρέγος ήταν σύγαμπρός μου – και συνεννοήσου μαζί του».- Πραγματικά το απόγευμα, κατά τις 3 αν δε γελιέμαι 3 ή 4 ήρθε ο δήμαρχος και έστειλε  το σωφέρ του να με ζητήσει. Ο σύγαμπρός μου, όταν έμαθε ότι με ζητάει ο δήμαρχος του Πειραιά ο Τάκης Παναγιωτόπουλος, τον κάλεσε να ρθει μέσα για να τον περιποιηθεί. Δε δέχτηκε γιατί βιαζόταν του είπε, θέλει μόνο να κουβεντιάσει μαζί μου 5-10 λεπτά. Εβγήκα. Δεν τον γνώριζα. Του συστήθηκα και μου είπε ν’ ανέβω στο αυτοκίνητο. Και εκεί στο αυτοκίνητο μου ζήτησε να αναλάβω τη διεύθυνση του δημοσυντήρητου διδασκαλείου. Του απάντησα πως δεν μπορώ να δώσω οριστική απάντηση αν δε δω σε ποια κατάσταση βρίσκεται το διδασκαλείο. Μου λέει: « Δεν μπορεί να γίνει χειρότερη. Τούτο μόνο σου προσθέτω, πως τα βιβλία που έχουν σε μια βιβλιοθήκη τα βάζουν απάνω στο τραπέζι –γραφείο τραπέζι – ντύνουν με τσίγκο τα πόδια, για να μη μπορούν να ανεβαίνουν τα ποντίκια». Λέω: « θα επιθυμούσα να ιδώ κι εγώ το διδασκαλείο». Ορίσαμε την άλλη μέρα  δε θυμάμαι καλά σε δυό ή τρείς μέρες να πάω στο δημαρχείο, να πω ποιος είμαι και να ιδώ αμέσως το δήμαρχο. Έτσι κι έγινε. Ο δήμαρχος με πήρε, πήγαμε στο διδασκαλείο, από την απάνω πόρτα, από την πλατεία Κοραή. Είδα μια αρκετά μεγάλη αυλή πλακόστρωτη.  Είδα μια τεράστια πόρτα πανύψηλη, να ήταν η πόρτα η κεντρική απ’ όπου μπαίναν οι μαθήτριες  στο διδασκαλείο. Προχωρήσαμε και φθάσαμε εις το γραφείο. Εκεί μας περίμενε ο δημοδιδάσκαλος και κατόπιν καθηγητής της φιλολογίας, ο παιδαγωγός Γιώργος Κοσίβας. Μου είπε πως με ήξερε – ήταν και δημοτικιστής – ο μόνος άλλωστε μέσα στο διδακτικό προσωπικό. Η εντύπωσή μου δεν μπορούσε να γίνει χειρότερη. Οι αίθουσες είχαν τα παράθυρα 2,50  ή 3 μέτρα ψηλά για να μη το σκάνε φαίνεται οι μαθήτριες – ξέρω  κι εγώ; Για να τ’ ανοίγουν τα παράθυρα αυτά, είχαν γάντζους και τραβούσαν να τα’ ανοίξουν. Είδαμε όλες τις αίθουσες, η μία ήταν χειρότερη από την άλλη. Ανεβήκαμε και στη μεγάλη αίθουσα. Ήταν αρκετά μεγάλη. Κατάλληλη για τις εορτές του διδασκαλείου. Μια κι αυτή ήταν σε κακά χάλια. Σκέφτηκα για μια στιγμή, να τα παρατήσω και να φύγω. Κάτι τέτοιο πήγα να πω στο δήμαρχο. Μου λέει τότε ο Δήμαρχος: «Δεν μπορείς να το παρατήσεις το διδασκαλείο. Θάχεις όλη τη βοήθεια που μπορείς να φανταστείς από μένα».  Έδωσα  το λόγο μου πως θα μείνω. Και άρχισα δουλειά από την άλλη μέρα. Εξακολουθούσα όμως να μένω στο Πόρτο-Ράφτη, γιατί όποιος διανυχτέρευε στην Αθήνα δεν μπορούσε παρά να κολούσε δάγκειο. Την ημέρα δεν πείραζαν αυτά τα κουνούπια. Ήταν ειδικά κουνούπια που κουβαλούσαν το δάγκειο μαζί τους. Στις 3 η ώρα έφευγα με το μοναδικό αυτοκίνητο συγκοινωνίας από την πλατεία Μοναστηριακιού για το Πόρτο-Ράφτη.
Παρακάλεσα τον κύριο Κοσίβα να καλέσει για την άλλη μέρα, ας πούμε, και τους άλλους καθηγητές να ρθουν. Έχουμε μπει τώρα στον Οκτώβριο. Τα μαθήματα έχουν αναβληθεί για να μπορεί η επιδημία του δαγκείου λίγο πολύ να εκφυλιστεί. Είχαμε λοιπόν μέρες μπροστά μας. Το Υπουργείο είχε ορίσει τα μαθήματα ν’ αρχίσουν το νωρίτερο την πρώτη του Νοέμβρη. Όρισα την ημέρα που θα ήσαν όλοι οι καθηγητές εκεί. Με υποδέχτηκαν άλλος με χαρά, άλλος με επιφυλαχτικότητα, άλλος με δυσπιστία. Κι αυτός ακόμη ο Κοσίβας κουνούσε το κεφάλι του την ώρα που μιλούσα. Ήμουνα δε και ο νεώτερος απ’ όλους τους.
Το πρώτο  πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν να πάρουν οι καθηγητές το μιστό τους. Είχαν τρείς μήνες να πάρουν μιστό. Είχαν εξαντλήσει κάθε πίστωση στο μπακάλη, στο μανάβη. Οι πιο πολλοί ήσαν οικογενειάρχες. Κι όταν άρχισα να τους αναπτύσσω κάποιο πρόγραμμα, με διακόψανε. –«Καλά και άγια είναι αυτά. όλα αυτά όμως θέλουνε λεφτά».- «Ε! βέβαια» λέω,- «Μα εμείς έχουμε τρείς μήνες να πάρουμε μιστό»-. Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν : «Το γλωσσικό ζήτημα». Δημοτικιστές ήταν εκεί μέσα εγώ και ο Κοσίβας. Όλοι οι άλλοι ήσαν καθαρευουσιάνοι και αρχηγός τους ο Πατσουράκος ο γλωσσαμύντορας. Το τρίτο πρόβλημα ήταν τα χάλια του διδασκαλείου. Τα πατώματα βουλιάζανε. Τρύπες σε όλα τα πατώματα. Παμπάλαια όλα αυτά. Το τέταρτο πρόβλημα «Τα σχολικά έπιπλα». Είχανε θρανία – μη σας φανεί υπερβολικό – του 1852. Κάτι μακρυνάρια που κανονικά έπρεπε να κάθονται 8 μαθήτριες και καθόντουσαν 12. Εποπτικά είδη, όλα-όλα ήταν ένας σκουληκοφαγωμένος χάρτης της Ελλάδας, και ένας χάρτης της Ευρώπης. Αυτή ήταν η κατάσταση. Όλα αυτά σημαίνουν πως χρειάζομαι, πως χρειαζόντουσαν λεφτά. Και λεφτά πολλά. Με ένα πρόχειρο λογαριασμό που έκανα κατάληξα στο συμπέρασμα πως για να κινηθεί το διδασκαλείο πρώτη δόση έπρεπε να είναι ένα εκατομμύριο δραχμές. Όταν τους είπα πως θα τα βρω τα λεφτά, τότε η δυσπιστία έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Μου είπαν λοιπόν όλοι: «Κύριε διευθυντά, δεν αφήνετε τα όνειρα αυτά. Δεν κοιτάτε να βρείτε το παραδάκι να πάρουμε το μιστό».
 Ένα άλλο πρόβλημα – δε θυμάμαι πιο είναι 5ο,6ο,7ο δεν θυμάμαι τώρα που τα μετρήσαμε – ήταν πως στο διδασκαλείο φοιτούσαν και εις το πρότυπο και στο ίδιο το διδασκαλείο, φοιτούσαν, φτωχά παιδιά. Είχαν ανάγκη από φαί. Πολλά ερχόντουσαν θεονήστικα το πρωί. Έπρεπε λοιπόν ν’ αντιμετωπίσω και το ζήτημα αυτό και να ιδρύσουμε μαθητικό συσσίτιο. Που να το ιδρύσουμε; Γελούσαν μαζί μου οι καθηγητές. Ωστόσο τους λέω: «Που λέτε εσείς μπορούμε να κάνουμε το συσσίτιο;» - Λέει: «Έχει  εδώ ένα υπόγειο» – «Ποιος  τόχει το κλειδί;»- «Τόχει, λέει, ο θυρωρός, ο κυρ Αντρέας». Τον φωνάξαμε, ανοίγει την πόρτα, και τι να ιδούμε εκεί μέσα. Τι να ιδούμε, εκεί μέσα: Γιομάτο σκουπίδια του Δήμου. Πως να μη τρέφονται τα ποντίκια. Σταματώ εδώ. Είναι κι άλλα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουμε. Και αρχίζω να βάζω μπροστά τη λύση τους.
Για να μπορώ να κάνω τους καθηγητές να πιστέψουν πως δεν είμαι ονειροπαρμένος παρά βασίζομαι σ’ αυτή την ελεεινή πραγματικότητα που αντίκρισα, πήγα και είδα το Δήμαρχο. Του αράδιασα του Δημάρχου αυτά τα προβλήματα. –Λέω: «ο ένας γελούσε όταν τους τάλεγα, ο άλλος με κοίταζε δύσπιστα ο τρίτος κουνούσε το κεφάλι του, ο τέταρτος μου το είπε καθαρά.-Ας τα αυτά, δεν μπορείς να μας εξοικονομήσεις το μιστό; Τρείς μήνες έχουμε».- Λέω του Δημάρχου: «κάνε ότι μπορείς, αύριο – είχα ζητήσει εγώ το μιστό, κατάσταση για το μιστό όλων των καθηγητών ενός μηνός – αύριο θέλω στις 10 η ώρα να έχω δυό μιστούς, αν δεν τους έχω, αγαπητέ μου Δήμαρχε, εγώ φεύγω».- Μου λέει: « Θα τους έχεις». Δεν ήξερα εγώ τότε πως γινόντουσαν καταχρήσεις στο Δήμο. Για να μην τα πολυλογώ, την άλλη μέρα, από το Πόρτο-Ράφτη κατέβηκα, πήγα στο Δήμο, και μου δίνει στη σάκα μου τους δύο μιστούς με τις καταστάσεις. Οι καθηγητές περίμεναν. Ακόμη τα μαθήματα δεν είχαν αρχίσει. Έβγαλα τις καταστάσεις , έβγαλα και μάτσο τα χιλιάρικα και ανάθεσα στον καθηγητή των μαθηματικών –θάξερε να τα μοιράσει- Λέω: «πάρτα και αυτή τη στιγμή θα μοιράσεις την μια κατάσταση και κατόπιν την άλλη κατάσταση. Και αν περισσέψουν τίποτε ψιλά, θα πάμε από δω να πιούμε μια μπύρα, αν δεν περισσέψουν θα  τη κεράσω εγώ την μπύρα». Φυσικά – α! όχι στην Τρίτη κατάσταση ήμουνα εγώ. – Έγινε η διανομή, κοιτούσαν, ξανακοιτούσαν. Λένε: « και πως τα πήρες τα λεφτά;» - «Αυτό – λέω- είναι το μυστικό μου». Μετά 5 μέρες λέω του Δημάρχου-« Η τρίτη κατάσταση. Θέλω και τον τρίτο μήνα». – «Θα τον έχεις» μου λέει. Πάμε στο διευθυντή των οικονομικών του Δήμου, τον Πηλιώτη – αυτός ήταν ο αρχικαταχραστής, αν ο δήμαρχος έπαιρνε 10 δραχμές για να στηρίξει την τράπεζα του πατέρα του να μην πάθει φτώχευση αυτός έπαιρνε 100- και βλέπω να μου φέρνουν και το τρίτο μιστό. Πάω στο διδασκαλείο, οι καθηγητές με περίμεναν. Βγάζω την κατάσταση, λέω: «Κύριε Μάρη μοίρασε και τον τρίτο μιστό». Ε! Τώρα πραγματικά έτριβαν τα μάτια τους. Τώρα πιά η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει ριζικά. Γυρίζω και λέω στον Κοσίβα: «Αγαπητέ Γιώργο, εξακολουθείς να νομίζεις πως είμαι ονειροπαρμένος;» Σήκωσε τους ώμους του και μου λέει: «Θα είσαι τότε ταχυδακτυλουργός, και βγάζεις από τις τσέπες σου κι από τα αφτιά  και από τη μύτη χιλιάρικα». Αυτό το πρόβλημα προσωρινά τακτοποιήθηκε. Δεν ήξερα ότι θα μπορεί ο Δήμαρχος να μου δίνει έτσι τακτικά τους μιστούς.
 Έρχεται τώρα το δεύτερο πρόβλημα. Τι θα γίνει με τη γλώσσα. Εδώ το περιβάλλον είναι απόλυτα εχθρικό. Είμαστε δύο, όπως είπα πρωτύτερα, εγώ κι ο Κοσίβας δημοτικιστές. Οι άλλοι 10,12 καθαρευουσιάνοι, με αρχηγό το γλωσσαμύντορα το Γιάννη Πατσουράκο. Λέω: «Επρότεινα στο Δήμο, να γίνει υποδιευθυντής του διδασκαλείου ο Χρίστος ο Μάρης. αλλά για σένα κύριε Πατσουράκο, επρότεινα και έγινε αποδεκτή η πρότασή μου, θα είσαι  ο αντιδιευθυντής. Είναι λέω κάτι ανώτερο από το υποδιευθυντής».- «Και τι θα κάνω;» - « Θα είσαι ο διχτάτορας στο γλωσσικό ζήτημα. Με μια θερμή παράκληση –Γράφε κι εσύ και οι συνάδελφοί σου και οι μαθήτριες, τις εκθέσεις και ότι θέλεις, όπως σας αρέσει. Εμένα όμως, μόνον εμένα θα μου δώσετε την άδεια να διδάσκω στη δημοτική. Αν θέλετε καμιά φορά,  ελάτε να μ’ ακούσετε». Σκέφτηκε.-Μου λέει: «Σύμφωνος, θα αναλάβω» -«Θα εξαιρεθώ εγώ;» - «Βεβαίως- μου λέει - Μα δεν είσαι διευθυντής;» - «Όχι- εσύ είσαι ο διχτάτορας στο γλωσσικό ζήτημα». Ευχαριστήθηκε λοιπόν ο Πατσουράκος και προσωρινά δώσαμε  μια λύση κι εκεί.
Το τρίτο πρόβλημα: «Το συσσίτιο». Στέλνει ο Δήμος το αυτοκίνητο των σκουπιδιών από την κάτω πόρτα, και βγάλαμε 4 αυτοκίνητα σκουπίδια. Και πόρτες και κάτι παραθυράκια μικρά που είχε το υπόγειο αυτό, ανοιχτά να ξεβρωμίσει, και έπειτα γενναία απολύμανση, για να μπορεί να κατέβουμε κάτω. Φυσικά, μαζί με τα σκουπίδια φύγαν και οι ποντικοί. Καθάρισε. Καλώ τώρα σε συνεδρίαση παιδαγωγική το σύλλογο καθηγητών -υπάρχουν τα πρακτικά των παιδαγωγικών συνεδριάσεων- και τους θέτω το ερώτημα: «Πως θα οργανώσουμε το συσσίτιο;». Μου λένε και πάλι: «Με τι λεφτά;»- Τους λέω: «Χωρίς λεφτά». Λένε: «και τι θα τρώνε τα παιδιά;»- «Να, λέω , τι σκέπτομαι εγώ: Θα φροντίσουμε να οργανώσουμε τα συσσίτιο με τέτοιο τρόπο, ώστε να έρχονται να τρώνε εδώ και να παρακαλούν να έρχονται και τα νοικοκυροκόριτσα- και ήσαν κάμποσα- Θα τους πούμε πως με αυτά που θα πληρώνετε εσείς θα τρώνε δωρεάν όλα τα φτωχά παιδιά. Να το δοκιμάσουμε». Την άλλη μέρα ο κάθε καθηγητής με τον τρόπο του μίλησε στις μαθήτριες. Οι φιλόλογοι φυσικά. Αυτοί ήταν να πούμε οι καθηγητές που είχαν τις περισσότερες ώρες, μίλησαν με κάθε τρόπο. Και πραγματικά προσφέρθηκαν τα νοικοκυροκόριτσα, είτε τρώνε είτε δεν τρώνε να δίνουν κατά μέσον όρο 3 δραχμές η μία την ημέρα. Έτσι είχαμε ένα ποσό. Αλλά το συσσίτιο ήθελε τραπέζια, ήθελε καρέκλες, ήθελε καζάνια, ήθελε κουζίνα, ήθελε μάγειρα, ήθελε τραπεζομάντηλα που ν’ αστράφτουν, ήθελε πετσέτες που ν’ αστράφτουν. Δεν εννοούσα να γίνει συσσίτιο έτσι, για τα φτωχά τα παιδιά τα παραπεταμένα. Που θα τα βρούμε αυτά; Ο Δήμαρχος ένας, εγώ δύο και ο αντιδιευθυντής ο κύριος Πατσουράκος τρείς, κάναμε μια βόλτα στα διάφορα μαγαζιά, τους είπαμε το σκοπό, μας έδωκαν κάμποτ ωραίο, μας έδωκαν ποτήρια, φλιτζάνια,  πιάτα βαθειά, ρηχά του φρούτου, μας έδωκαν μαχαιροπήρουνα για 60, 70 παιδιά- πάρα πάνω δεν μπορούσαν να κάτσουν στο συσσίτιο – τρώγανε αυτά, έπειτα ήταν η δεύτερη σειρά. Πλενόντουσαν καθαρά. Έπειτα η τρίτη σειρά, η τέταρτη σειρά. Και δώσαμε μια προσωρινή λύση και στο σημείο αυτό. Πριν ακόμη αρχίσουν, και έχουν ήδη αρχίσει τα μαθήματα, θα κάναμε επίσημα τα εγκαίνια του συσσιτίου. Είπα να καλέσουν τον βοηθό επισκόπου. Με λέγανε μαλλιαρό, και οι μαλλιαροί είναι άθεοι. Και να ρθει όλο το δημοτικό συμβούλιο, όλος ο σύλλογος των καθηγητών, γονείς των μαθητριών. Την ορισμένη μέρα, νομίζω θα ήταν 10 ή 15 Νοεμβρίου έγιναν επίσημα τα εγκαίνια. Εβούϊξε ο Πειραιάς. Όλες οι εφημερίδες στον Πειραιά, και οι Βενιζελικές και οι αντιβενιζελικές έγραψαν φλογερά άρθρα. Είπαν και κάτι επαίνους για μένα. Την άλλη μέρα άρχισε η λειτουργία του συσσιτίου. Έστρωσε λοιπόν και αυτό. Και βλέποντας και κάνοντας, γιατί κάθε μέρα αντιμετωπίζαμε προβληματάκια, που δημιουργούσε αυτή η λειτουργία του συσσιτίου. Όμως ξέχασα να πω πως για να γίνει η λειτουργία κανονική έπρεπε να υπάρχουν σερβιτόρες, όχι να πηγαίνουν ζητιανεύοντας ένα- ένα παιδάκι να παίρνει το πιάτο. «Σερβιτόρες – λέω στους καθηγητές- θα γίνουμε τις πρώτες δυό τρεις μέρες εμείς οι καθηγητές.- Δεν ξέρω πως τους φάνηκε και με τη σειρά, στο 1ο τραπέζι θα είμαστε 3.4 στο δεύτερο τραπέζι οι άλλοι 4, εγώ – λέω- θα είμαι σερβιτόρος σε όλα τα τραπέζια». Έτσι και έγινε. Βλέπατε λοιπόν τα κοριτσάκια του προτύπου, οι μαθήτριες οι πτωχές να τρώνε με την πετσέτα τους. Α! ξέχασα να σας πω, πως μια ομάδα από μαθήτριες, με επικεφαλής την καθηγήτρια της ραπτικής την Κα Μοίρα, ανάλαβαν να κεντήσουν τις πετσέτες και η κάθε πετσέτα είχε και τη θήκη της, και αυτή κεντημένη, ήξερε λοιπόν η κάθε μαθήτρια το σερβίτσιο της, τον αριθμό της που ήταν στη θήκη της πετσέτας. Όταν το είδαν αυτό οι άλλες μαθήτριες που δε έτρωγαν στο συσσίτιο, το εθεώρησαν προσβολή, και έγινε μια επιτροπή να αναλάβουν αυτές να σερβίρουν. Έτσι κάθε μέρα η λειτουργία του συσσιτίου πήγαινε καλύτερα. Όπως είπα διάφορα προβλήματα, απάνω στην πράξη παρουσιαζόντουσαν και η προσπάθειά μου είναι να τα λύνουμε αμέσως. Να μην αφήνουμε και να μην αναβάλουμε τίποτα. Γιατί η αναβολή θα έφερνε περιπλοκές. Προχώρησε λοιπόν και αυτό το θέμα. Άρχισε το διδασκαλείο να λειτουργεί κανονιά
Και θρανία; Θρανία! λεφτά! θέλαμε το λιγότερο 250 θρανία δίεδρα. Ρώτησα, όχι στον Πειραιά, στην Αθήνα. Πήγα σε διάφορα ξυλουργεία και τους είπα: θέλω ν’ ανοίξω ιδιωτικό σχολείο και χρειάζομαι 300 θρανία δίεδρα. Μου είπαν τιμές από 240-260 το κάθε θρανίο, βαμμένα περιποιημένα κ.τ.λ. Καλά! θα μαζέψω και άλλες τιμές και την καλύτερη δουλειά, θα σκεφθώ. Έδεσα λοιπόν εγώ στο μυαλό μου κατά μέσον όρο 250 δρχ το θρανίο. Ένα πρωί, είπα, ότι θα αργήσω να κατέβω. Θα ρθω 10 ως 11 το πρωί, με κίνδυνο να μην κάνω και μάθημα. Τα μαθήματά μου «Παιδαγωγική και ψυχολογία» το δίδασκα 11 με 1 – να μη φύγουν οι μαθήτριες να περιμένουν. Πήγα στο Υπουργείο της Παιδείας. Με ήξεραν, γιατί είχα χρηματίσει διευθυντής στο Υπουργείο της Παιδείας στη Δημοτική Εκπαίδευση. Ένα και δύο ανεβαίνω στο απάνω πάτωμα και πάω στο αρχιτεκτονικό τμήμα. Εκεί βρήκα Διευθυντής  του αρχιτεκτονικού τμήματος ήταν ο Μιχαλόπουλος και πρώτος βοηθός του ο ……δεν θυμάμαι.
«Καλημέρα κύριε Διευθυντά»- «Καλημέρα κύριε Σωτηρίου» μου λέει ο Δ/ντης «Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος» - «Πρώτα, κάποιο παλιό επεισόδιο που είχαμε, ξέχασέ το. Αν δεν το ξεχάσεις θα φύγω» –Κατάλαβε τι του είπα. Μου λέει: «Πες μου τι θέλεις». –«Θέλω να κάνω στο διδασκαλείο 300 θρανία. Αυτά που είναι εκεί είναι του 1852- Δεν το πίστεψε-Και τα θέλω τις μετρητοίς, γιατί άμα πω βερεσέ χάθηκα. Εσείς ξέρετε τι στοιχίζει το καθένα. Θα μου ορίσετε την ξυλεία που θα γίνει, το βάψιμο που θα γίνει. Δε θα τα παραλάβω αν δεν τα επιθεωρήσετε εσείς».- Μου λέει: «300 θρανία με 300 δραχμές το ένα 90 χιλιάδες δραχμές»- εγώ είχα μαρκάρει το 250 .Δεν είπα τίποτα- Ωραία! Θα τις έχεις, μου λέει». Κόβει το ένταλμα, δίνει την εντολή να γίνει το ένταλμα, έστειλε να το εισπράξει και μου μετράει 90 χιλιάδες  δραχμές. Κατέβηκα στον Πειραιά, τα κατάθεσα τα χρήματα αυτά στο όνομά μου στο υποκατάστημα της Λαϊκής τράπεζας. Γιατί αν τα κατέθετα στο όνομα της σχολικής εφορίας θα θελα διατυπώσεις, χρόνο κ.λ.π .Και προκηρύσσω μειοδοτικό διαγωνισμό με αυτούς τους όρους που μου είχε δώσει το Υπουργείο της Παιδείας, ξυλεία Σουηδική άλφα-άλφα, χρώματα όχι Ελληνικά αλλά χρώματα με λάδι τέτοιο κ.τ.λ., κ.τ.λ.  Εδημοσιεύτηκε στις Πειραϊκές εφημερίδες η ημέρα που θα γινότανε η δημοπρασία με κλειστές προσφορές. Θα τις άνοιγε η σχολική εφορεία. Τότε θυμήθηκα έναν επιπλοποιό που μου είχε κάνει τα έπιπλα, όταν άνοιξα το σπίτι – έφυγα από το σύγαμπρό μου όπου καθόμουνα και πήγα στην οδό Θήρας 94 το διαμέρισμα -δίπατο σπίτι το διαμέρισμα – ήταν του σύγαμπρού μου, νοίκι δεν επλήρωνα- έναν επιπλοποιό λοιπόν που μου είχε κάνει τα έπιπλα και είχα ενθουσιαστεί. Έμαθα τη διεύθυνσή του. Πήγα ο ίδιος και τον είδα. Τον λέγανε Ζαφείρη Αλμπέρτο, από τη Σέριφο. Του λέω: «Μαστρο-Ζαφείρη θέλεις μια δουλειά καλή;»- «Πως δε θέλω» μου λέει. –«Λοιπόν άκουσε –Ας πούμε μεθαύριο Πέμπτη είναι ένας διαγωνισμός κάτω στο διδασκαλείο – Είμαι τώρα διευθυντής εκεί- για 300 θρανία. Τοις μετρητοίς. Κάνε λογαριασμό. Σουηδική ξυλεία άλφα-άλφα. Χρώματα με λινέλαιο Ευρωπαϊκό. Βάψιμο  όσο δεν μπορεί να γίνει καλύτερο. Δεν θέλω να κερδίσεις πάνω από 15 δρχ. το θρανίο. Δε θα το μετανιώσεις».- Κάνει λοιπόν το λογαριασμό και μου λέει: « 225 δρχ. το θρανίο» - «Έλα και συ κάτω την Πέμπτη , βάλε σε έναν φάκελο την προσφορά σου. Θα γράψεις ότι αναλαμβάνεις να φτιάξεις 300 θρανία σύμφωνα με τους όρους που έχει καθορίσει το Υπουργείο της Παιδείας – κλειστό- αντί  για 225 δραχμές το θρανίο, κλείστο και φέρτο». Εγώ άφησα – εγώ τα παραλάμβανα αυτά – άφησα την προσφορά του τελευταία. Ανοίγουμε την προσφορά ενός Πειραιώτη ξυλουργού, τιμή 370. ανοίγουμε τη δεύτερη προσφορά 360, την τρίτη 340. Είχαν πάρει μέρος 7 ή 8 Πειραιώτες. Ενώ ήταν μέσα στην προκήρυξη του διαγωνισμού πως θα είναι τοις μετρητοίς, κάτω από 340 δεν υπήρχε. Ε! και ο πιο ανίδεος καταλάβε ότι αυτοί ήταν συνεννοημένοι αναμεταξύ τους. Θα τάπαιρνε ο ένας και θα μοιραζόντουσαν τα κέρδη.  Τότε τους λέω ότι έχω και μία άλλη προσφορά από έναν Αθηναίο γνωστό. Την ανοίγω και λέει: «Αναλαμβάνω κ.λ.π.- κ.λ.π. τιμή για κάθε θρανίο 225 δραχμές». Θυμάμαι ο πρόεδρος της σχολικής εφορείας λέει: «Πως είναι δυνατόν;» - «Ε! πως είναι δυνατόν, αφού είναι δυνατόν και προσφέρει τόσο». Τους είπα λοιπόν τότε το μυστικό. Πως εγώ πήγα στην Αθήνα και ρώτησα. Δεν βρέθηκε κανείς να μου πει παραπάνω από 250 δραχμές. αλλά αυτοί είχαν ξυλουργικά καταστήματα, ενοίκια κ.λ.π. Ετούτος δεν έχει , τα κάνει στην αυλή του, είναι πολύ λογική  η τιμή. Λένε: «Μα θα κάνει καλή δουλειά;» -« Άμα δεν κάνει δεν θα τα παραλάβουμε». Επικυρώνεται λοιπόν στο όνομά του. Βλέπω το Δήμαρχο να καταφτάνει. Μου λέει: «Κωστάκη μου, τι είναι αυτό που έγινε»; - «Ποιό. Μούδωκες λεφτά εσύ για τα θρανία;»- Μου λέει: « Όχι». –«Τα βρήκα εγώ τα λεφτά;» - «Ναι!»- «Τι ανακατεύεσαι» -« Μα έχω εκτεθεί, είχα πει ότι…».- «Να του πεις πως είναι – με συμπαθάς Τάκη – παλιάνθρωπος αυτός. Εάν ήσουνα  εσύ πρόεδρος της σχολικής εφορίας και είχες τον έναν 350 δρχ και τον άλλον 225 τι θα έκανες;».- Λέει-« Μα υπάρχει άνθρωπος πούδωκε 225;»- Λέω: «Βέβαια». Και του είπα και του Δημάρχου αυτά κι αυτά έκανα στην Αθήνα. Μου λέει: «Και τα λεφτά;» - «Τι σε νοιάζει εσένα».
 –«Πήρε την παραγγελία - μου λέει- εγώ λεφτά δεν έχω, πως θα την πάρω την ξυλεία»- «Από πού θα την πάρεις την ξυλεία;» – Μου λέει – «Από το τάδε ξυλάδικο»- «Θα πάμε μαζί».- Πήγαμε μαζί, και του λέω! « χρειάζομαι αυτή και αυτή την ξυλεία. Αυτά τα πράγματα. Πόσο κάνει; Είναι τοις μετρητοίς» λέω. Μου λέει: «Τόσο»- «Μόλις την παραλάβει έλα επάνω στον Πειραιά να πάρεις τα λεφτά» λέω στον ξυλουργό. Ξέρω εγώ τι μπορούσε να κάνει ο μαστρο-Ζαφείρης –Απένταρος- τίμιος άνθρωπος ήταν, τίμιο τον ήξερα και τίμιος έμεινε. Μα ξέρω γω τι μπορούσε να γίνει. Πήρε την ξυλεία, άρχισε να δουλεύει. Η ημερομηνία να παραδίδει τα θρανία, η προθεσμία δεν ήτανε πολύ μεγάλη. Έπρεπε στις 40 μέρες, 50 μέρες, δεν ξέρω πόσο να τα παραδώσει. Ε! τώρα βέβαια θα άρχιζε να παραδίδει αν τα είχε και τα 300 παραδώσει ή είχε τα 200 για να μην τα πολυλογώ, τα μακρυνάρια τα παρέλαβε ο Δήμος να τα κάνει ότι ήθελε, και εμπήκαν στις τάξεις τα ανάλογα θρανία για τις μαθήτριες.
 Και τώρα τα λεφτά για το συσσίτιο δε βγαίνουν πέρα. Είπα πως ήταν προσωρινή λύση. Ένα και δύο στο αρχιτεκτονικό τμήμα. Λέω «Θόδωρε – έτσι τον λέγανε τον Μιχαλόπουλο – σε ευχαριστώ. Ότι θα δημιουργηθεί στο διδασκαλείο θα οφείλεται  πρώτα σε σένα και έπειτα σε μένα, γιατί εσύ τα δίνεις τα λεφτά». Μου λέει «Πάλι λεφτά;» -« Και πολλά! έχω συσσίτιο για 300 μαθήτριες. Μου στοιχίζει το συσσίτιο»- Είπα τι τρώνε – το λέω και σε σας – δύο φορές τη βδομάδα κρέας, δύο φορές τη βδομάδα ψάρι, και Τετάρτη και Παρασκευή νηστήσιμο, με το κρέας ή με το ψάρι τυρί και φρούτο και μια φορά τη βδομάδα γλυκό, γαλακτομπούρεκο που το φτιάχνανε οι μαθήτριες οι μεγάλες με το μάγειρα μαζί. «Έχω μιστό για τον μάγειρα, έχω μιστό γι αυτή που πλένει τα πιάτα. Δεν έχω λεφτά. Κάνω λογαριασμό, τι μου χρειάζεται ως το τέλος του χρόνου». Κάνω ένα λογαριασμό βρίσκω το ποσό. Μου λέει « Μωρέ! πως θα το δικαιολογήσω εγώ τώρα για συσσίτιο».- «Πως θα το δικαιολογήσεις! Τι με ρωτάς εμένα. Εγώ θέλω αυτά τα λεφτά. Δεν τα θέλω μαζεμένα. Θέλω τόσα το μήνα». – Μου λέει « Αυτός είναι ένας τρόπος».- Έτσι πήρε και το συσσίτιο την οριστική του λύση. Ψώνιζε ο κύριος Μάρης. Τον είχα απαλλάξει από κάθε μάθημα και τον έβαλα διευθυντή του συσσιτίου. Κάθε πρωί λοιπόν τραβούσε στην αγορά. Ό,τι εκλεκτότερο υπήρχε σε φρούτο το έπαιρνε το μαθητικό συσσίτιο. Οι διάφοροι μανάβηδες κρατούσαν τα καλύτερα φρούτα για το συσσίτιο. Έτσι πήρε και το συσσίτιο την οριστική  λύση.
Και τώρα, θέλουμε, τα πατώματα να φτιάξουμε. Βούλιαζαν τα σανίδια. Φωνάζω το μαστρο-Ζαφείρη να έρθει στη συνεδρίαση της σχολικής εφορίας. Του λέω «Άκου εδώ. Μας έκανες καλή δουλειά με τα θρανία. Όλοι είναι ευχαριστημένοι. Τώρα έχεις άλλη δουλειά σπουδαία. Θα βγάλεις ένα απλό μεροκάματο»- Λέει «Τι θα κάνω;»- «Θα μπαλώνεις  πατώματα. Ρίξε μια ματιά μέτρησε τι τάβλες θέλεις, τι καρφιά θέλεις, τι άλλα πράγματα θέλεις , με τι θα γιομίσεις τις χαραμάδες, κάνε έναν προϋπολογισμό, τι σου χρειάζεται, και τι μεροκάματο θέλεις».- Έκανε ! και μου λέει για μεροκάματο – «Μπορεί να δουλεύω  10 ώρες την ημέρα. Είστε ευχαριστημένοι να μου δίνετε 100 δραχμές;»-Του λέω «Μπορεί να είναι ανάγκη να δουλέψεις και  Κυριακή»- Μου λέει «Κυριακή Σαρακοστή, Πάσχα ότι θέλετε 100 δρχ το μεροκάματο». Έκανα και τον προϋπολογισμό. Λέω «την ερχόμενη εβδομάδα από Δευτέρα θαρθείς να πιάσεις δουλειά». Την άλλη μέρα στο αρχιτεκτονικό τμήμα του Υπουργείου της Παιδείας. Λέω στον Θόδωρο το Μιχαλόπουλο –«Αυτοκίνητο έχεις;» –Μου λέει «Ναι!» –«Έλα να πάμε στον Πειραιά μαζί. Δε θα πεις ποιος είσαι. Δεν κάνει. Απλώς θα πω πως είσαι ένας φίλος μου, πολιτικός μηχανικός, και ήρθες να μας πεις και συ τη γνώμη σου, τι χρειάζεται για να τα φτιάξουμε αυτά».- Ήρθε τα είδε, σηκώθηκαν οι τρίχες της μισοφαλακρής κεφαλής του. Μου λέει «θα κάνω έναν λογαριασμό και θα σας πω τι είναι». Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε στην Αθήνα. Την άλλη μέρα το πρωί εκεί. –«Τι θα γίνει Θόδωρε; πόσα χρειάζονται για τα υλικά κλπ»  -«Για να γίνει καλή η δουλειά, κάνα δεκάρη χιλιάδες». – «Και τι κάθεσαι; πούντες; Άστο το συσσίτιο, αυτά είπαμε κατά μήνα θα μου τα δίνεις. Ετούτα όμως τα θέλω»- Έκοψε το ένταλμα, το εισέπραξε, έβαλα στην τσέπη μου τις δέκα χιλιάδες και κατέβηκα κάτω. Ήρθε και ο Αλμπέρτος. Το μεροκάματο αρχίζει. Λέω «Αλμπέρτο μέτρησε και συ πόσες τάβλες θέλεις, τι καρφιά θέλεις, ότι διάβολο θέλεις, μην κάνεις οικονομία, άμα είναι σάπια η τάβλα θα την βγάλεις ολόκληρη. Και πες μου που θα τα πάρεις για ν’ αναλάβουμε να πληρώσουμε τον ξυλουργό, κι αν δεν φτάσουν αυτά θα δούμε. Πήγαμε 5-6 χιλιάδες δραχμές τις πήρε ο ξυλουργός, φόρτωσε κι αυτός  σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο τα συμπράγκαλα, κατέβηκε κάτω και άρχισε τη δουλειά. Τακτοποιήθηκαν λοιπόν και τα πατώματα. Με ρωτάει ο πρόεδρος της σχολικής εφορίας . Μου λέει: «και τα λεφτά, που τα βρίσκεις;»- Του λέω  «Μου έπεσε το λαχείο. Δεν είπαμε να μη με ρωτάτε; Αυτό είναι το μυστικό μου, άμα το μάθετε εσείς και το μάθουν οι άλλοι; Εγώ πάω να πάρω όσα μπορώ περισσότερα».- Άρχισε από τη μεγάλη αίθουσα, γιατί  εκεί βγαίναν ποντίκια, όπως μούλεγαν οι μαθήτριες, και ανεβαίναν επάνω στα θρανία οι καημένες άμα ξεφύτρωνε το ποντίκι. Τάφτιαξε καλά. Ποντικός δεν μπορούσε να βγει από εκεί.  Και αυτό το πρόβλημα τακτοποιήθηκε.
Και τώρα θα σας πω το πρώτο μου μάθημα στο Διδασκαλείο.  Αρχίσανε τα μαθήματα την πρώτη του Νοεμβρίου 1928. Έγινε ο αγιασμός στη μεγάλη αίθουσα. Ακόμη τα πατώματα δεν είχανε φτιαχτεί. Θρανία ήσαν τα μακρυνάρια ακόμη. Έπρεπε όμως ν’ αρχίσω κι εγώ το μάθημα. Είπα αφού έγινε ο αγιασμός και όλα- Αύριο στις 11 θα έχουμε το πρώτο μάθημα . Ξέχασα να σας πω πως εκείνη τη χρονιά επήρα διπλό αριθμό μαθητριών  στο διδασκαλείο. Θα ήσαν 70,80 μαθήτριες στην τελευταία τάξη. Κάθισαν και περίμεναν  ν’ ακούσουν το νέο διευθυντή, τι θα τους πει. Να! το πρώτο μου μάθημα.
Την 1η Νοεμβρίου έγινε αγιασμός. Δεν κάναμε μάθημα. Στις 2 Νοεμβρίου όρισα το πρώτο μου μάθημα στις μαθήτριες της τελευταίας τάξης. Ακόμη δεν είχε γίνει τίποτε από όσα είπα πρωτύτερα. Ούτε το συσσίτιο λειτουργούσε, ούτε  τα θρανία είχαν γίνει, ούτε σχολικά, ούτε τα πατώματα είχαν διορθωθεί, και οι μαθήτριές μου καθόντουσαν οχτώ-οχτώ στα θρανία του 1850-52. Το μάθημα το όρισα 11 με 1. 11 και 5 λεπτά ανέβηκα στην αίθουσα. Οι μαθήτριες – ήταν θα έλεγα το πρώτο βάφτισμά μου στο διδασκαλείο – οι μαθήτριες σε απόλυτη σιωπή. Καταλάβαινα πως θέλουν να με κρίνουν, να δούνε τι καπνό φουμάρω. Ανέβηκα στην έδρα και λέω: «Νομίζω πως πρέπει να γνωριστούμε πρώτα. Κι ο καλύτερος τρόπος είναι να εξομολογηθούμε – πρώτος εγώ- τις ιδιοτροπίες και τις παραξενιές μας. Λοιπόν εγώ έχω μερικές ιδιοτροπίες.- Κοιτάνε οι μαθήτριες «τούτος είναι ο παιδαγωγός».- Πρώτη παραξενιά μου. Όποια μαθήτρια θέλει, ας προσέχει, όποια μαθήτρια δεν θέλει, να μην ενοχλεί την άλλη, τη διπλανή της, να μην χαζογελάει και ενοχλεί τους άλλους. Αν δεν μπορεί να κρατήσει τα γέλια της, ας βγει έξω. Δεν πρόκειται ούτε να την τιμωρήσω, ούτε γι αυτό να της βάλω κακό βαθμό. Η δεύτερη παραξενιά μου είναι πως όσες μαθήτριες δεν νοιώθουν ενδιαφέρο για το υψηλό επάγγελμα της δασκάλας, παρά έχουν έρθει εδώ γιατί δεν έχει ανώτερο σχολείο, ας το σκεφτούν άλλη μια φορά ακόμη. Δεν θέλω να τις παρασύρω να γίνουν δασκάλες. Ας το σκεφτούν, ας το κρίνουν, ας το συζητήσουν με τους γονείς τους, και να μου πουν καθαρά πως θα παρακολουθούν τα μαθήματα χωρίς να θέλουν να γίνουν δασκάλες. Θα σκεφτούμε τότε τι μόρφωση πρέπει να πάρουν αυτές οι μαθήτριες. Αυτές είναι οι δυο παραξενιές μου. Είναι και μια τρίτη παραξενιά μου. Ετούτη θα σας χαροποιήσει. Δεν πρόκειται να εξετάσω καμιά μαθήτρια. Εγώ θα διδάσκω, όποια μαθήτρια θέλει να κρατάει σημειώσεις, να κρατάει. Η συμβουλή μου είναι να συμπυκνώνει αυτά που λέω, και να είναι πολύ σύντομες οι σημειώσεις. Έτσι για να τις χρησιμοποιήσει είτε στη μελέτη της, είτε, όπως θα ιδήτε παρακάτω, αλλιώς. Εγώ παπαγάλους και παπαγάλισες δεν  εννοώ να σας κάνω. Να σας βγάλω έξω και να μου πείτε με τη σειρά το μάθημα. Και από πού θα τα διαβάσετε αυτά; Σας το λέω, δεν υπάρχουν βιβλία εδώ. Αυτές είναι οι τρείς ιδιοτροπίες μου». Είδα να αλλάζει η ατμόσφαιρα μέσα στην τάξη. Τα σώματα πήραν άνεση, έπαψαν  να κάθονται στα θρανία με «συμπεπλεγμένας τας χείρας». Ακουμπούσε μια μαθήτρια το κεφάλι της στα χέρια, παρατήρηση εγώ καμιά. Και τώρα θα με ρωτήσετε: «--Λοιπόν εδώ μέσα θ’ ακούμε μόνο, και θα είμαστε μουγγές; Όχι. Θα λαλήσετε! Δε θα παπαγαλίσετε όμως. Προσέξτε το αυτό. Γι αυτό θα σας πω πως σκέπτομαι να οργανώσω τα μαθήματά μου. Θα έχουμε 6 δίωρα τη βδομάδα. Τα 4 θα είναι η διδασκαλία μου «Ψυχολογία και Παιδαγωγική» μαζί. Τ’ άλλα δίωρα θα είναι φροντιστήριο. Το ένα θα είναι θεωρητικό φροντιστήριο, τα άλλο θα είναι πραχτικό φροντιστήριο. Τι θα πει θεωρητικό φροντιστήριο; Να, για να καταλάβετε, θα σας πω ένα δυό παραδείγματα. Η Ελενίτσα αργεί να ρθει το πρωί στο σχολείο. Τι θα κάνεις; Αν παπαγαλίζατε, θα σας έλεγα πόσες ποινές υπάρχουν. Θα τις ξέρατε παπαγαλιστί και θα τις εφαρμόζατε. Δεν θέλω εγώ αυτό. Θέλω το μυαλό σας να δουλέψει. Θα μου πείτε: «και πώς να ξέρουμε;». Να, εδώ θα σας φέρω την παιδαγωγική βιβλιοθήκη του διδασκαλείου από το γραφείο που την έχουν τώρα. Θα την φέρω εδώ. Εσείς θα δείτε ποια βιβλία είναι, θα τα συμβουλευτείτε,  και αν τυχόν κανένα βιβλίο δεν σας βοηθάει, ελάτε να μου το πείτε. Θα σας βοηθήσω εγώ. Θα σας πω, ποια άλλα παιδαγωγικά βιβλία θα μπορούσατε να πάρετε, ή καλύτερα θα τ’ αγόραζε το διδασκαλείο για να τα έχετε στη διάθεσή σας. Κι αν πάλι δεν τα καταφέρνετε θα σας δώσω εγώ, με τη συζήτηση που θα κάνουμε, τις σχετικές οδηγίες. Αυτό είναι το θεωρητικό φροντιστήριο. Το πραχτικό φροντιστήριο είναι τούτο: Ύστερα από δυό τρεις μήνες θα πηγαίνετε στις τάξεις του δημοτικού σχολείου, με οδηγητή τον καλό μου φίλο – δημοτικιστής είναι κι αυτός- το βοηθό μου κύριο Κοσίβα, και εκεί θα κάνει η δασκάλα υποδειγματική διδασκαλία. Παραδείγματος χάριν, θα διδάξει μια δασκάλα  τον πολλαπλασιασμό. Η δασκάλα να πούμε της 3ης τάξης. Ο κύριος Κοσίβας θα έχει ορίσει δύο από σας να προσέξουν τη διδασκαλία  και θα ρθουμε εις το πρακτικό φροντιστήριο για να γίνει η κριτική. Θα είναι ο κύριος Κοσίβας, θα είναι η δασκάλισσα που έκανε το μάθημα. Αλλά αυτό θα γίνει ύστερα από 2-3 μήνες. Στο μεταξύ ωσότου γίνει αυτό, εμείς θα το συζητάμε το θεωρητικό φροντιστήριο. Και θ’ αρχίσουμε από σήμερα. Τώρα το λιγότερο δυό θα παίρνουν το κάθε θέμα. Η χαρά μου όμως θα ήταν να είστε 5 και 6 που θα πάρετε το κάθε θέμα. Να βάλετε κάτω να το συζητήσετε, να το κρίνετε, και, όπως είπαμε βιβλία θα έχετε, κι εγώ θα είμαι στη διάθεσή σας».
 Έτσι όρισα τα πρώτα 5 θέματα. Δε θυμάμαι τώρα καλά-καλά ποια ήσαν αυτά. Μα πάντα ήτανε θέματα που έχουν σχέση με τη ζωή του παιδιού στο σπίτι και στο σχολείο, με τη σχέση του σπιτιού και του σχολείου, και δεν θυμάμαι ποια άλλα. Όρισα: το πρώτο θέμα θα γίνει – ας πούμε είχαμε φροντιστήριο Τετάρτη και Σάββατο  - θα γίνει την Τετάρτη. Το πήραν 5 μαθήτριες να το ετοιμάσουν. Ήρθε η άλλη Τετάρτη. Ερώτησα αν είναι έτοιμες για το θέμα τις μαθήτριες. Μου είπαν ναι. Και όρισα από τις άλλες: Ποιες τώρα θέλετε να κρίνετε την εργασία τους. Εγώ δε θα μιλάω. Άμα τελειώσετε τη συζήτηση θα βγάλουμε τα συμπεράσματα. Δέχτηκαν μια δύο και άρχισε το φροντιστήριο. Οι 5 είχαν ορίσει την μια μαθήτρια να κάνει την εισήγηση στο θέμα. Τέλειωσε η εισήγηση, οι άλλες δυό μαθήτριες έπρεπε να κάνουν την κριτική, αν βρίσκουν σωστά αυτά που είπε ή όχι. Η μία από τις δύο έκανε ορισμένες παρατηρήσεις. Τελείωσε το θέμα, και εγώ ανακεφαλαίωσα τα πορίσματα. Όπου, η μαθήτρια που έκανε τις παρατηρήσεις μου λέει – και όλες έμειναν με ανοιχτό το στόμα – «Κύριε διευθυντά, δε συμφωνώ με αυτά που είπατε». – «Γι αυτή σου τη φράση σου βάζω 10! Πες μου τώρα γιατί δεν συμφωνείς». – Μου λέει γι αυτό και γι αυτό. -«Μια φορά το 10 το πήρες. Να ιδούμε, οι άλλες συμφωνούν;- Οι άλλες δεν τις ταντάρισε το 10, να πει και καμιά απ’ αυτές πως δε συμφωνεί. – Λέω: «Τώρα θα αναβάλλουμε τη συζήτηση για το Σάββατο. Σκεφθείτε κι εσείς που κάνατε την εισήγηση, σκέψου κι εσύ που δε συμφωνείς, μελέτησε τα πορίσματα τα δικά μου και θα γενικέψουμε τη συζήτηση. – Θα πάρουν μέρος όλες οι μαθήτριες». Τι επεδίωκα με αυτόν τον τρόπο; Πρώτα είπα ν’ αποφύγω τον παπαγαλισμό των μαθητριών. Δεύτερο, να βάλω σε λειτουργία την κριτική – σπουδαίο πράγμα! Τρίτον να βάλω σε λειτουργία την παρατηρητικότητα, δηλαδή τη μελέτη,  την αντικειμενική μελέτη. Ήταν – το λέω από τώρα – τα αποτελέσματα από τη μέθοδο αυτή, ήσαν πολύ ικανοποιητικά.
Αυτό ήταν το πρώτο μου μάθημα.
Τώρα γυρίζω πίσω να σας πω, Πως έγιναν οι εισαγωγικές εξετάσεις στο διδασκαλείο.
Έγιναν βέβαια  κατά τις 20 του Οχτώβρη, πριν αρχίσουν τα μαθήματα. Σύμφωνα με τον νόμο, πρέπει μία επιτροπή από τρία μέλη, με πρόεδρο τον διευθυντή και μέλη το φιλόλογο που θα ορίσει ο διευθυντής και το μαθηματικό, αυτή η επιτροπή θα καθόριζε τα θέματα και με κλήρο θα έδινε την έκθεση ο φιλόλογος, τα προβλήματα της αριθμητικής ο μαθηματικός. Ε! Έχουμε ορίσει στις 9 θ’ αρχίσουν οι εισαγωγικές εξετάσεις. Έρχεται ο φιλόλογος, έρχεται ο μαθηματικός, λένε «Κύριε διευθυντά να ορίσουμε τα θέματα» - «Δε βαριέστε» λέω» -«Δώστε ότι θέλετε. Εσείς θα τις κάνετε τις εξετάσεις.  Εγώ δε θ’ ανακατευτώ. Άμα τελειώσουν, θα σας πω γιατί δε θ’ ανακατευτώ. Τώρα όμως τραβάτε μπρός. Μια χάρη σας παρακαλώ. Στις 12 να έχουν τελειώσει. Και αύριο το πρωί μέσα σε μια ώρα να βγάλουμε τ’ αποτελέσματα, και θα τα δημοσιεύσουμε».- «Όπως θέλετε, κύριε διευθυντά». Έδωκε ο φιλόλογος το θέμα, έδωκε ο μαθηματικός τα προβλήματα. Ο φιλόλογος, ο αντιδιευθυντής, ο κύριος Γιάννης  Πατσουράκος, έδωκε ένα ρητό για να κάνουν την έκθεση. Οι μαθήτριες που είχαν έρθει θα ήσαν καμιά 80αριά. Απ’ αυτές θα έπρεπε να μπουν οι 40 που θα είχαν μεγαλύτερο βαθμό. Αλλά έλα που είχα ένα συρτάρι γιομάτο με σημειώματα. Από το δήμαρχο, από τους δημοτικούς συμβούλους,  από προσωπικούς μου φίλους. Πήρα λοιπόν την απόφαση να μπουν όλες. Έρχεται η άλλη μέρα να βγάλουμε τ’ αποτελέσματα. Οι τρεις μας. Ο φιλόλογος ο κ. Πατσουράκος, μου λέει τις 40 που είχαν βαθμολογηθεί απ’ αυτόν με τον μεγαλύτερο βαθμό. Ρωτώ τον μαθηματικό, μου λέει και αυτός 40. Αλλά 40 ο φιλόλογος, 40 ο μαθηματικός, είναι ζήτημα αν και οι δύο θεωρούσαν τις 10 ικανές να μπούνε. Ρωτώ  τον φιλόλογο: «Πες μου, αγαπητέ μου κύριε Πατσουράκο, οι άλλες δεν είναι ικανές;» - «Μα έχουν κάνει ένα σωρό ορθογραφικά λάθη» -«Ωραία κι εσύ τι δουλειά θα κάνεις εδώ και οι άλλοι φιλόλογοι, δε θα τις διδάξετε ορθογραφία;»- Μου λέει: «Βέβαια» - «Ε! λοιπόν γιατί τις απορρίπτεις; εάν  ξέρουν την ορθογραφία τι χρειάζεστε εσείς οι φιλόλογοι εδώ;» Με κοίταζε- «Τι να σου πω- μου λέει- πρώτη φορά το ακούω αυτό»- «Και συ αγαπητέ μου υποδιευθυντά αγαπητέ Χρίστο – ο Μάρης -  τον έκανα διευθυντή του συσσιτίου όπως είπα – τι τους έβαλες για θέματα;»- «Α! –μου λέει- δύο  απλά»- Λέω «Τι;» - «Ε! έβαλα ένα θέμα από κλάσματα και ένα θέμα από εσωτερική  υφαίρεση και ένα θέμα από μίξη. Και δεν μου τάγραψαν» -«Περίεργο» λέω- «Δε μου λες , αυτές οι μαθήτριες θα πάνε στην Πρώτη»- Μου λέει : «Ναι» -«Τι θα τις διδάξεις στην πρώτη τάξη;»- Μου λέει: «ακέραιους αριθμούς» - «Πότε θα διδάξεις την μίξη και την εσωτερική  υφαίρεση;» «Α! –μου λέει- στον τρίτο χρόνο» - «Ώστε θέλεις εσύ να ξέρουν από τώρα αυτά που θα διδάξεις στον τρίτο χρόνο; Μα αν τα ξέρουν τι δουλειά έχεις εσύ. Τι ρόλο παίζεις εδώ μέσα; Πρέπει να κάνω πρόταση ν’ απολυθείς» - «Μα πως μας τα λες έτσι;»- «Εμ’ έλα δα έτσι είναι» - «Κα συ τι λες κύριε διευθυντά;» - «Εγώ λέω να τις βάλουμε όλες». Υπογράφουμε λοιπόν το πραχτικό ότι όλες γίνονται δεκτές. Έσκισα όλα τα σημειώματα μην πέσουν στα χέρια κανενός, χαράς ευαγγέλια!
Στέλνω το θυρωρό στο Δήμαρχο και τον παρακαλώ ή να με δεχτεί ή νάρθει αυτός στο διδασκαλείο. Ήρθε! Λέω: «Αγαπητέ μου Τάκη, εμπήκαν όλες. Εσύ θα πεις ότι σου κάνα όλα τα ρουσφέτια. Αλλά είναι 80, που θα τις βάλουμε; θέλουμε αίθουσες». Και μου λέει: «Τι θα κάνουμε;» - «Τόχεις το αυτοκίνητό σου;» - «Τόχω» -«Ε! πάμε στο Υπουργείο της Παιδείας». Πάμε στο διευθυντή του αρχιτεκτονικού, του λέμε: «Αυτό κι αυτό. Ο Δήμαρχος από δω  έχει τη φιλοδοξία να κάνει πνευματικό κέντρο-Μα πως θα γίνει πνευματικό κέντρο; Που θα κάνουν μάθημα οι άλλες, στην αυλή; Δεν έχω ούτε θρανία» -Και μου λέει: «θα σας μηνύσω, πόσες αίθουσες χρειάζεστε;» - Λέω: «τουλάχιστο τρεις. Και μένα θα μ’ αφήσεις παραπονεμένο; δεν θα μου κάνεις και μένα μια αίθουσα, να έχω κι εγώ ένα γραφείο να μπαίνουν οι μανάδες και οι εργάτες και οι άλλοι και να μη φτύνουν κάτω, παρά να κάθονται να βλέπουν το ωραίο γραφείο που έχει ο διευθυντής» - Ε! πέρασαν μερικοί μήνες. Στο μεταξύ τα βολέψαμε να κάνει το πρώτο τμήμα μάθημα. Κάθε τάξη διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, να κάνει το πρώτο τμήμα, έπειτα το δεύτερο κ.τ.λ. και ήρθαν τα υλικά. Και ήρθαν τα σχέδια για τις αίθουσες. Η πρώτη αίθουσα έγινε στην κάτω αυλή, η δεύτερη αίθουσα έγινε στην απάνω αυλή, το γραφείο έγινε σε προέκταση του γραφείου, κάπως ψηλότερα, ανεβαίναμε με τρία σκαλιά στο γραφείο και η 4η αίθουσα αν θυμάμαι καλά χωρίστηκε μια μεγάλη αίθουσα σε δύο. Εννοείται πως οι καινούργιες αίθουσες έγιναν με τα καλύτερα υλικά με λαδομπογιά για να πλένονται, και έτσι καταφέραμε να λειτουργούν τα δύο τμήματα άνετα. Αυτές ήσαν οι πρώτες εισαγωγικές εξετάσεις.  Έπειτα στο μεταξύ, όπως είπα, την προηγούμενη φορά, έγιναν τα θρανία , μπαλώθηκαν τα πατώματα, περιττό να τα επαναλάβω τώρα πάλι.
Τώρα θέλω να πω δυό λόγια για τη σχολική εφορία. Σύμφωνα με τον νόμο δεν ήταν υποχρεωτική η εισφορά στη σχολική εφορία. Κάναμε μια συνεδρίαση της σχολικής εφορίας. Από τις 300 μαθήτριες του προτύπου και του διδασκαλείου απαλλάξαμε τις 200. Οι άλλες βάλανε από 50 έως 100 δραχμές. Λοιπόν 100 μαθήτριες, ας πούμε, 100 δραχμές, η σχολική εφορία απόκτησε ένα ταμείο από 10 χιλιάδες. Τα χρήματα αυτά τα ξοδεύαμε για πρόχειρες ανάγκες απαραίτητες στη λειτουργία του σχολείου. Όμως δίπλα απ’ τη σχολική εφορία έκανα μια επιτροπή από τρεις καθηγητές, από τον Μάρη το μαθηματικό, από τον αντιδιευθυντή τον Πατσουράκο και από τον βοηθό μου τον Κοσίβα. Τους είπα λοιπόν. Θα μα χρειαστούν λεφτά για εκδρομές, για να δώσουμε στις πτωχές μαθήτριες γραφική ύλη, για να δώσουμε κανένα βιβλίο, για να κάνουμε σε ορισμένα παιδιά κάποιο δώρο τα Χριστούγεννα. Πρέπει λοιπόν να δημιουργήσουμε ένα ξεχωριστό ταμείο. Ανεπίσημο. Τι λέτε; Εγώ νομίζω πως είναι σκόπιμο, όλες οι μαθήτριες και οι πιο άπορες να συνεισφέρουν σ’ αυτό το ταμείο,  από 50 δραχμές η κάθε μία. Θα τα εισπράξουμε οπωσδήποτε. Δε θα γίνει καμιά υποχώρηση. Θα μαζέψουμε ένα ποσό τουλάχιστον  από 15 κι όσο αυξάνονται οι μαθήτριες του διδασκαλείου, εγώ υπολογίζω γύρω στις 20 χιλιάδες δραχμές.  Αυτό το ποσό θα το διαχειρίζεστε εσείς. Εγώ θα κάνω την εισήγηση πως χρειάζεται αυτό, και εσείς θα εγκρίνετε και θα πληρώνετε. Επιμένω, γιατί, καλά είναι να είναι όλα δωρεάν, αλλά και η πιο φτωχή μητέρα και ο πιο φτωχός εργάτης να νοιώσει πως έχει μια υποχρέωση να πληρώσει 50 δραχμές αφού το παιδί του θα τρώει στο συσσίτιο χωρίς να πληρώνει, θα πηγαίνει εκδρομές χωρίς να πληρώνει, θα παίρνει φαγητό για τις εκδρομές, πλούσιο, τόσο που δεν θάχουν οι άλλες, τα νοικοκυροκόριτσα. Με το κρέας, με το αυγό του , με το τυρί του, με το φρούτο του. Τους άρεσε. Το δέχτηκαν και όταν άρχισαν οι εγγραφές, ζητούσε ο κύριος Μάρης τις 50 δραχμές. Λέει μα: «Είμαστε φτωχοί. Δεν έχουμε»- Είδα ένα δυό να παραπονιούνται. Φωνάζω τις μητέρες τους. Λέω: «ελάτε εδώ καλές μου κυρίες. Το παιδί σας εδώ θα σπουδάζει δωρεάν, θα τρώει στο συσσίτιο χωρίς αν πληρώνει, θα πηγαίνει εκδρομή με τα τρόφιμά του, αν είναι ανάγκη, και είναι άρρωστο θα παίρνει φάρμακα δωρεάν. Ε; τι λέτε, δε θα θυσιάσεις ένα μεροκάματο για το παιδί σου;». Είδανε πως δε χωράει εξαίρεση και η εισφορά έγινε όπως την είχαμε υπολογίσει. Αποφασίζουμε  να κάνουμε μια εκδρομή. Πρέπει να σας πω πως εκδρομές γινόντουσαν  και έπαιρναν μέρος οι μαθήτριες του διδασκαλείου και του προτύπου. Μα γινόντουσαν και εκδρομές όπου έπαιρναν μέρος μόνον οι μαθήτριες του προτύπου. Μα γινόντουσαν και εκδρομές όπου έπαιρνε μέρος μόνο μία τάξη  Σε κάθε περίπτωση γενική αρχή: Δεν μπορεί να λείψει καμία άπορη μαθήτρια, παρά μόνο αν τύχει και είναι άρρωστη. Δεν είναι προνόμιο να παν στις εκδρομές και να καλοπερνούν και ν’ αναπνέουν καθαρό αέρα μόνον εκείνες που μπορούν να πάρουν από το σπίτι τους το φαγητό. Το φαγητό θα έχει οριστεί, ας πούμε του προτύπου θα ήσαν καμιά εκατοστή μαθήτριες, τα εισιτήρια για το αυτοκίνητο που θα πηγαίναν εκδρομή, θα καθορίζονταν, τόσο η κάθε μαθήτρια, τόσες είναι οι άπορες: θα ετοιμαζόταν λοιπόν το πακέτο μα τα τρόφιμα. Έτσι λειτούργησαν και οι εκδρομές. Οι εκδρομές είχαν διπλό σκοπό συνυφασμένο τον έναν με τον άλλον. Ήταν εκδρομές για ψυχαγωγία, για να παίξουν τα παιδιά, για ν’ αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Μα ταυτόχρονα ήταν εκδρομές και για κάποιο άλλο θέμα, για κάποιο άλλο σκοπό. Θα ήταν μια εκδρομή που θα παίζαν, μα θα μάζευαν τα παιδιά του δημοτικού σχολείου λουλούδια. Ήταν μια εκδρομή που θα πήγαιναν στην παραλία να κολυμπήσουν τα παιδιά. Βέβαια μπανιερά  δεν είχαν οι πτωχές. Τους τα πρόσφερε το ταμείο. Εδώ καταλαβαίνετε το κολύμπι ήταν ψυχαγωγία μεγάλη. Μα ήταν και παρατηρητικότητα, ήταν και να μαζέψουν κοχύλια. Ήταν – αυτά τα οργάνωνε η δασκάλα σε συνεννόηση μαζί μου – γενική λοιπόν αρχή η εκδρομή, θα είναι ψυχαγωγία, συνυφασμένη όμως μ’ έναν άλλον μορφωτικό σκοπό. Μπορώ να σας πω, πως και το χειμώνα ακόμη δεν σταμάτησαν οι εκδρομές, και το καλοκαίρι από ολόκληρο το Μάϊο, όλο το δημοτικό σχολείο μετακομίστηκε στο Πόρτο-Ράφτη. Και όλες οι δασκάλες  χάλασαν τον κόσμο να πάρουν άδεια. Το έκοψα μια και καλή:-«Θα πάτε εκεί. Θα είστε οι μητέρες και οι δασκάλες των παιδιών. Φυσικά θα έρθουν όλα τα παιδιά. Το διδασκαλείο , το ταμείο, θα καταβάλει όλα τα έξοδα, μεταφορά, κολύμπι, μπανιερά και φαγητό θα τα καταβάλει το διδασκαλείο.  Εσείς θα κανονίσετε τι θα μαγειρέψετε . Η καλύτερη από σας που ξέρει να μαγειρεύει, θα αναλάβει  τη μαγειρική. Τότε στα 1928 δεν είχε ακόμη αναδειχθεί ο Πόρτο-Ράφτης όπως  σήμερα. Τα παιδιά θα κολυμπήσουν, θα χορέψουν, θα τραγουδήσουν. Αν θέλει  και καμιά μητέρα να ρθεί με το καλό να ρθει. Φυσικά θα πληρώνει το μερίδιο του φαγητού, εκτός αν  είναι άπορη. Θα μείνει βαθειά χαραγμένη αυτή – επιτρέψτε μου τη φράση, τη λέξη – αυτή η καινοτομία-. Επήγα κι εγώ και έμεινα 2-3 μέρες εκεί, έφερα  και την τελευταία τάξη, τις μαθήτριές μου, για να παρακολουθήσουν. Θέλετε καλύτερη υποδειγματική διδασκαλία από αυτή; Μικρές και μεγάλες μαθήτριες πέρασαν αλησμόνητες μέρες. Η συγκομιδή πλουσιότατη. Τα παιδιά απόχτησαν χρώμα με τον καθαρό αέρα και με το κολύμπι, και με τις μικροεκδρομές στο δάσος, στο βουνό, που είναι απέναντι από το Πόρτο-Ράφτη, στην Περατή, σε μακρινότερες εκδρομές. Όχι όλα τα παιδιά μαζί. Η κάθε δασκάλα έπαιρνε τα παιδιά της κι έκανε τις μικρές εκδρομές ( ένα μήνα μήνανε). Και το βράδυ που γύριζαν λέγανε τις εντυπώσεις τους, συζητούσαν, κι έπρεπε να είσαι από κάνα μέρος να βλέπεις. Τι ωραία συζήτηση. Τι αυθόρμητη, χωρίς κανένα φόβο, γιομάτη χαρά. Πραγματικά η συγκίνηση που νοιώθαμε εμείς οι μεγάλοι ήταν βαθύτατη. Ώστε το ταμείο το ιδιαίτερο, το ανεπίσημο απόδωσε περίφημους καρπούς. Βέβαια, αν το ανεπίσημο ταμείο δεν επαρκούσε για όλα αυτά τα έξοδα ζητούσα κάποια ενίσχυση από τη σχολική εφορία. Δεν είχε τι να τα κάνει η Σχολική Εφορία τα λεφτά. Αν δεν είχε ζητούσα από το Δήμαρχο κάποια πάλι μικρή ενίσχυση. Πρόθυμα και η Σχολική Εφορία και ο Δήμαρχος, άλλωστε τα ποσά ήσαν πολύ μικρά τα χορηγούσαν.
Τέλειωσε η πρώτη χρονιά, ήρθαν οι εξετάσεις. Οι άλλοι καθηγητές εφάρμοσαν το νόμο. Πρόεδρος ήμουνα εγώ. Δύο ήσαν οι φιλόλογοι- το είπα και πρωτύτερα – να ορίσουμε τα θέματα κ.τ.λ. Τους λέω: «Κάντε μου τη χάρη, αφήστε με ήσυχο. Κάντε ότι θέλετε, δώστε όποια θέματα θέλετε. Εγώ –λέω- θα κάνω τις εξετάσεις στην τελευταία τάξη». Ώρα ορισμένη 9 το πρωί. 9 και 5 είμαι εκεί. Στο μεταξύ οι μαθήτριες κάθονται σε καινούργια θρανία κ.λ.π. όπως είπα. Λέω : «Γράψτε απολυτήριες εξετάσεις το όνομά σας και την ημερομηνία. Θα σας δώσω τρία θέματα. Η βιβλιοθήκη είναι εδώ. Θα συνεργαστείτε, όσες πάρετε το ίδιο θέμα. Εγώ θα είμαι στο γραφείο. Ελάτε να με ρωτήσετε όπου βρίσκετε δυσκολίες». Δε θυμάμαι τώρα τα θέματα, αλλά τα θέματα ήσαν διατυπωμένα με μορφή προβλήματος. Αν δε γελιέμαι , θυμάμαι τούτο: «Πήρες το πτυχίο σου. Διορίστηκες σ’  ένα χωριό, κάτω στη Μάνη. Πήγες, ρωτάς, που είναι το σχολείο; -Μονοτάξιο βέβαια – πήγες στον πρόεδρο: Κε Πρόεδρε που είναι το σχολείο; Σε πήρε και πήγατε. Ένα δωμάτιο με χαραγματιές από  πάνω που πέφταν ασβέστες, πέφταν βροχές και ότι θέλετε. Λέει: «Αυτό είναι το σχολείο». Τι θα κάνεις για να φτιάξεις το σχολείο; Αυτό είναι το 1ο θέμα. Δεύτερο θέμα – δε θυμάμαι καλά αν αυτό ήταν ή κάτι άλλο. Ας πούμε – δε θυμάμαι καλά – πως το δεύτερο θέμα ήταν πάλι με μορφή προβλήματος. «Η Ελενίτσα, δεν έρχεται τακτικά στο σχολείο. Τι θα κάνεις στην περίπτωση αυτή; Θα το τιμωρήσεις; Τι θα κάνεις;» . Σ’ αυτή τη μορφή έδινα τα προβλήματα. Και εδώ – όσες το πάρετε θα συνεργαστείτε. 5 είστε 10 είστε με γεια σας και χαρά σας. Θα ανταλλάξετε τις σκέψεις σας, η μια θα πει τούτο, η άλλη θα πει εκείνο. Εγώ ένα θα σας πω. Σ’ αυτή τη περίπτωση πρέπει να βρείτε ποια είναι η αιτία ή ποιες είναι οι αιτίες που δεν έρχεται η Ελενίτσα στο σχολείο. Η βιβλιοθήκη είναι εδώ. Ο διευθυντής σας θα είναι στο γραφείο. Μόνο, μη με ξεθεώσετε. Μια δυό ώρες σας φτάνουν για αυτή τη δουλειά. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκανα τις εξετάσεις.
Εβγήκαν λοιπόν τα αποτελέσματα, και κάλεσα το σύλλογο των καθηγητών να βγάλουμε τα αποτελέσματα. Υπήρχαν τότε δύο βραβεία. Το ένα ήταν το «Συρεγγέλιο» το  πρόσφερνε ο Συρεγγέλας, έμπορος στον Πειραιά, νομίζω πως ήταν 1.000 δραχμές. Το δεύτερο, το πρόσφερνε κάποιος άλλος, νομίζω ήταν 500 δραχμές. Λέω στο σύλλογο, ποια μαθήτρια – πρόκειται για τις μαθήτριες της τελευταίας τάξης – ποια μαθήτρια από την τελευταία τάξη θα πάρει το βραβείο; Ο ένας είπε τούτο, ο άλλος είπε εκείνο κ.λ.π. Η πλειοψηφία ήταν να πάρει το βραβείο η τάδε μαθήτρια. Ποια μαθήτρια νομίζετε πως πρέπει να πάρει το δεύτερο βραβείο; Έγινε κι εκεί μια σχετική ψηφοφορία και κατά πλειοψηφία ο σύλλογος αποφάσισε να το πάρει η βήτα μαθήτρια. Αλλά ο Πατσουράκος μου λέει: «Κύριε διευθυντά , είστε πρόεδρος, εσείς δεν έχετε γνώμη;» -«Πως δεν έχω γνώμη. Θα την  πω τώρα που βγήκε η απόφαση. Δεν ήθελα να σας επηρεάσω. Λοιπόν αν επρόκειτο εγώ να δώσω το βραβείο, το πρώτο βραβείο θα το έδινα στη μαθήτρια Μαρία Χαρβαλιά, κόρη του προέδρου της σχολικής εφορίας, και διευθυντού της εφημερίδας «Χρονογράφος» - «Μα  αυτή δεν ξέρει ορθογραφία» - «Εγώ όμως δε θα βαθμολογούσα ορθογραφία. Εγώ θα βαθμολογούσα τούτο: Η Μαρία η Χαρβαλιά θα γίνει η καλύτερη δασκάλισσα και θα της δώσω ένα άλλο βραβείο». –Μου λένε «Τι;» - «Θα την διορίσω αμέσως, γιατί θα μου είναι πολύτιμος βοηθός». Μου λένε: «ν’ αλλάξουμε»- «είναι αργά τώρα, δε μπορούμε ν’ αλλάξουμε». Το δεύτερο θα το έδινα σ’ αυτή τη μαθήτρια. Είπα: «για μένα σημαντικό ρόλο παίζει τι θα αποδώσει άμα διοριστεί δασκάλισσα. Άμα δεν ξέρει ορθογραφία, ε! θα τη μάθει. Δεν μπορεί να κάνει έγγραφο στον επιθεωρητή με ανορθογραφίες». Πικράθηκαν.  Όλοι τους ήσαν φίλοι  του Χαρβαλιά, του διευθυντή του «Χρονογράφου». Φυσικά, εγώ δεν είπα τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά όταν τον είδα λέω: «Αγαπητέ μου Πρόεδρε, πες στη Μαρία την κόρη σου, να μου φέρει μία αίτηση, να τη διορίσω δασκάλισσα εδώ». Ανακοίνωσα τα αποτελέσματα αυτά εις το Δήμαρχο και του λέω: «Δήμαρχε, δε νομίζεις πως πρέπει το διδασκαλείο που το θέλεις να είναι πνευματικό κέντρο, πως πρέπει να έρθει σε άμεση οργανική επαφή με όλα τα δημοτικά σχολεία και τα γυμνάσια;» - «Και βέβαια το θέλω» - «Έχω ένα απλό τρόπο να σου υποδείξω» -Μου λέει : «Τι;» - «Θα καθορίσουμε τα μαθητικά βραβεία. Θα δώσουμε τρία βραβεία. Πρώτο , δεύτερο , τρίτο για κάθε τάξη του δημοτικού και του Γυμνασίου. Το πρώτο θα το πάρει ο μαθητής ή η μαθήτρια, που μας υποδείχνουν πως είναι ο καλύτερος, το δεύτερο ο 2ος το τρίτο ο 3ος . Και δε νομίζεις πως πρέπει να το οργανώσουμε από φέτο;» - Μου λέει : «Τι θα στοιχίσει αυτό;» - «Δεν μπορώ να σου πω. Φυσικά θα πάρουν μέρος  και όλες οι τάξεις του διδασκαλείου. Θα έλεγα μάλιστα, οι απόφοιτοι του γυμνασίου και οι απόφοιτοι του διδασκαλείου , πρώτο βραβείο να πάρουν από 500 δραχμές. Κάνε το λογαριασμό, περιμένω απάντηση. Αν είναι, μεθαύριο που θα κάνουμε τη λογοδοσία, θα ανακοινώσουμε την  καινοτομία αυτή και θα ορίσουμε ποια μέρα θα γίνει η απονομή των βραβείων. Κάλεσε τον Βενιζέλο, κάλεσε όσους θέλεις να ιδούν το θέαμα»-. Η λογοδοσία έπρεπε να γίνει. Η λογοδοσία, ο Δήμαρχος θα μιλούσε γενικά. Φυσικά το λόγο τον είχα συντάξει εγώ, για να υπάρχει απόλυτη αρμονία. Έπειτα θα μιλούσα εγώ και σύντομα θα έλεγα: Τι έκανε το διδασκαλείο όλη τη χρονιά, ποιες καινοτομίες έφερε, για τα συσσίτια, για τα έπιπλα τα σχολικά, για τις καινούργιες αίθουσες κ.λ.π.-κ.λ.π. Και στο τέλος θα ανακοίνωνα τις μαθήτριες που βραβεύτηκαν  με τα δύο βραβεία, η μία με το χιλιόδραχμο και η άλλη με το πεντακοσάρικο.  Η λογοδοσία έγινε στο Δημοτικό θέατρο. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το μεγαλύτερο ρουσφέτι ήταν να πάρουν μια είσοδο για το θέατρο.
Λοιπόν πακετάρισαν  τα βραβεία για κάθε τάξη. Ξέραμε πόσα δημοτικά σχολεία ήσαν για κάθε τάξη 3 βραβεία, 1ο,2ο,3ο . Φυσικά τα βραβεία δεν ήσαν και πλούσια, όμως δεν ήσαν και ευκαταφρόνητα. Είπα ότι οι απόφοιτοι του διδασκαλείου και του γυμνασίου, που θάπαιρναν το πρώτο βραβείο, θα έπαιρναν 500 δραχμές. Για τα άλλα ήσαν ανάλογα με την ηλικία των παιδιών. Κασετίνες, μικρά βιβλιαράκια, βιβλία με εικόνες, ωραία παιδικά βιβλία καλοδεμένα, τα καλύτερα που ήσαν τότε, που μπορούσαν να είναι. Το Σάββατο το βράδυ είναι όλα έτοιμα. Την Κυριακή θα γίνει η απονομή των βραβείων. Μία – μία τάξη, από τα μικρά παιδιά, από την πρώτη του δημοτικού, σε όλα τα σχολεία. Ο Δήμαρχος εκάλεσε τον Βενιζέλο, ήταν Πρόεδρος στην Κυβέρνηση, είχε έρθει με καταπληκτική πλειοψηφία. Του είχε πει τι είναι. Χαρούμενος και γελαστός κατέβηκε. Ήταν μια εξέδρα και του πρότεινε να δίνει τα βραβεία όση ώρα θα έμενε, ο ίδιος ο Βενιζέλος. Τι παιδόκοσμος ήταν αυτός! Εγέμισε όλη η πλατεία Κοραή. Δύο καθηγητές του διδασκαλείου είχαν κατατάξει στη σειρά να περάσει η πρώτη δημοτικού απ’ όλα τα δημοτικά, έπειτα η 2η έπειτα η 3η, η 4η η 5η και έπειτα νάρθουν  οι αντίστοιχες τάξεις του γυμνασίου και του διδασκαλείου. Το πανηγύρι αυτό κράτησε τρεις με τέσσερεις ώρες. Ο Λευτέρης ο Βενιζέλος κάθισε καμιά ώρα συγχάρηκε το Δήμαρχο για την καινοτομία αυτή. Ο Δήμαρχος με καλεί απάνω στην εξέδρα – γιατί εγώ ήθελα να έχω τη γενική εποπτεία – για να με συγχαρεί ο Πρόεδρος στην Κυβέρνηση. Του υπενθύμισα τότε κάτι του Βενιζέλου, που μούχε πει πριν, τις παραμονές που θα έφευγα να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Ελβετία.  ‘Έπειτα ο Δήμαρχος  - αυτή τη χρονιά ήταν δημοτικές εκλογές – χαρούμενος, γελούσε όλος. Έβλεπε πια την επιτυχία του στις δημοτικές εκλογές αναμφισβήτητη. Ετέλειωσε το πανηγύρι αυτό. Πραγματικά αληθινό  πανηγύρι. Ο λόγος που εκφώνησε την ημέρα της λογοδοσίας  και ανακοίνωσε για τα μαθητικά βραβεία, γιατί γίνεται και τι θέλει μ’ αυτό – γραμμένος φυσικά από εμένα και ειπωμένος από το δήμαρχο – τυπώθηκε σε ξεχωριστό φυλλάδιο. Θ’ άξιζε αλήθεια τον κόπο να αναδημοσιευθεί το φυλλάδιο αυτό.
Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στο πρόγραμμα και στη μέθοδο της διδασκαλίας που προσπάθησα να εφαρμόσω και εγώ και όλοι οι άλλοι συνάδελφοί μου. Είπα πως έπρεπε μα κάθε τρόπο να αποφύγουμε τον παπαγαλισμό. Είπα ακόμη πως καλά θα ήταν γραμματική και συνταχτικό να περιοριστεί όσο γίνεται σε μερικούς βασικούς  κανόνες. Και τρίτο έπρεπε να αναπτύξουμε την παρατηρητικότητα, την κριτική και την συνεργασία ανάμεσα στις μαθήτριες. Μιλώ για τις μαθήτριες του διδασκαλείου. Είδα τον αντιδιευθυντή τον Πατσουράκο, Του λέω: «Έχω μια χάρη να σου ζητήσω». Μου λέει: « Ότι θέλεις».- «Μπορείς μέσα σε 20 σελίδες 30 το πολύ, να μου κάνες μια γραμματική, που θα έχει 10,20,30, το πολύ βασικούς κανόνες γραμματικής και καμιά 10ρια, 20ρια βασικούς κανόνες του συντακτικού; Δεν υπάρχει λόγος να πούμε, ποιοι είναι οι τελικοί σύνδεσμοι και πως συντάσσονται οι τελικοί, ούτε ότι είναι τέσσερα τα είδη του υποθετικού λόγου. Κάτι άλλο πιο ουσιαστικό: να καταλάβουν τι θα πει υποκείμενο, τι θα πει αντικείμενο, τι θα πει κατηγορούμενο, τι θα πει άμεσο αντικείμενο, τι θα πει έμμεσο αντικείμενο κ.λ.π. Θα παρακαλέσω το Δήμο να στο τυπώσει, και θα τον παρακαλέσω το Δήμο, ν’ αγοράσει 500 αντίτυπα. Να πούμε 10 δραχμές το ένα, θα πάρεις 5 χιλιάδες δραχμές»- «Και μου το λες; Θα τόχεις!».- Αφού συμφωνήσαμε αυτά με τον κύριο Πατσουράκο, εκάλεσα το σύλλογο των καθηγητών σε παιδαγωγική συνεδρίαση. Τους είπα πως πρέπει με τη μέθοδο της διδασκαλίας να βάλουμε τα παιδιά να κινηθούν, και ακόμα όχι να κινηθούν, μα, να μαθαίνουν το μάθημα την ώρα που γίνεται, ώστε τις ελεύτερες ώρες στο σπίτι να διαβάζουν κάποιο άλλο βιβλίο. Ας πάρουμε την Ιστορία τους είπα. Το μάθημα της Ιστορίας πρέπει να το μάθουν, το κεφάλαιο π.χ. που θα τους έλεγες εσύ ο φιλόλογος, πρέπει να το μάθουν την ώρα που το διδάσκεις. Και στο σπίτι τους να διαβάσουν μια άλλη ιστορία, ας πούμε του Παπαρηγόπουλου, ας πούμε του Λάμπρου κ.λ.π. Να πως μπορούμε να το πετύχουμε αυτό. Έχουμε 3 ώρες την βδομάδα Ιστορία. Οι 3 ώρες αντί αν είναι Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο από μια ώρα θα βάλουμε ένα τρίωρο τη βδομάδα. Έχουμε 3 ώρες να πούμε μαθηματικά. Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή. Αντί να βάλουμε, μία ώρα, οι 3 ώρες μαθηματικά θα μπουν σε μια μέρα. Τα δίωρα, θα μπουν σε δυό ώρες. Τα τρίωρα σε 3 ώρες. Τα Ελληνικά που είναι νομίζω 8 ώρες τη βδομάδα, θα μπουν σε 4 δίωρα τη βδομάδα, ώστε τα παιδιά θα έχουν κάθε μέρα θεωρητικά μαθήματα. Δύο Ελληνικά, και 3 τα 3ωρα 5, ή 2 Ελληνικά κι ένα δίωρο για τ’ άλλα. Οι άλλες ώρες θα είναι στη χειροτεχνία, θα είναι στη μουσική, θα είναι στη γυμναστική, θα είναι στη ραπτική. Θέλετε να το δοκιμάσουμε;» - «Να το δοκιμάσουμε» - «Κύριε Μάρη, σε παρακαλώ πολύ, να καταρτίσεις ένα πρόγραμμα ώστε τα θεωρητικά μαθήματα θα πιάνουν το πρωί πέντε ή τέσσερεις ώρες.» - Το κατάρτισε το πρόγραμμα, κάλεσα δεύτερη φορά παιδαγωγική συνεδρίαση, μας ανακοίνωσε το πρόγραμμα, και τους είπα πως βλέπω τώρα εγώ την εργασία που θα γίνει. Τι θα κάνουν τα παιδιά τις 3 ώρες εργασίας. Ας πούμε στη Β! του διδασκαλείου διδάσκεις εσύ, αγαπητέ συνάδελφε, την Ιστορία. Εάν ήταν τρίωρα, θα έβαζες ένα κεφάλαιο σε κάθε ώρα. Τρία λοιπόν κεφάλαια σε κάθε ώρα. Αυτά τα τρία κεφάλαια πρέπει να τα μάθουν μέσα στο τρίωρο. Πως θα γίνει η εργασία; Θα έχουν τα παιδιά τις Ιστορίες ανοιχτές μπροστά τους. Θα πάρουν το πρώτο κεφάλαιο. Θα το διαβάσουν θα το συζητήσουν και θα γράψουν 4 ή 5 σειρές ποια είναι η ουσία του κεφαλαίου αυτουνού. Ας πούμε 1ο  κεφάλαιο : Η μάχη στο Μαραθώνα. 2ο κεφάλαιο: Η Ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Ή καλύτερα πρώτο κεφάλαιο «Η μάχη στο Μαραθώνα» 2ο κεφάλαιο «Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες» 3ο κεφάλαιο «Η Ναυμαχία στη Σαλαμίνα». Για το Μαραθώνα, δεν είναι ανάγκη να μάθουν παπαγαλιστί. Ποιο είναι το ζουμί αυτό. ότι παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα, αρχιστράτηγος την ημέρα εκείνη ήταν ο Μιλτιάδης, εβγήκαν οι Πέρσες από τα πλοία με την ιδέα ότι θα τους πάρουν φαλάγγι, τους διέσπασαν μπαίνουν στα πλοία να φύγουν κ.λ.π. Αυτά 5, 10 σειρές. Έτρεξε ο Φιδειππίδης να αναγγείλει τη νίκη, και ο Μιλτιάδης επειδή υποψιάστηκε πως μπορεί αυτοί να παν με τα πλοία γρήγορα στον Πειραιά και ν’ αποβιβαστούν, πρόφτασε αυτός, κι’ όταν έφτασαν αυτοί στον Πειραιά, τον είδαν παρατεταγμένο εκεί κι’ όπου φύγει- φύγει. Όλ’ αυτά νομίζω σε 5,10 σειρές γίνεται.- Ερχόμαστε στο 2ο : Ο Λεωνίδας  στις Θερμοπύλες. Θα διαβάσουν το βιβλίο και τα χαραχτηριστικά είναι το «Μολών λαβέ», η προδοσία του Εφιάλτη και ο θάνατος των 300 και του Σιμωνίδη το επίγραμμα: ‘Ω ξειν αγγέλειν Λακεδεμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Το 3ο είναι η «Ναυμαχία στη Σαλαμίνα», το στρατιωτικό συμβούλιο με τους ναυάρχους συνέρχεται, ο Θεμιστοκλής θέλει να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, γιατί εκεί θα μπορούσε να πετσοκόψει το στόλο, ο Ευρυβιάδης θυμώνει και θέλει να γίνει αλλού και έχουμε την περίφημη φράση: «Πάταξον μεν άκουσον δε». Και επειδή αυτός δεν πείθεται, στέλνει κρυφά στον Ξέρξη αγγελιοφόρο και του λέει: «εγώ είμαι με το πλευρό σου. Έλα στη Σαλαμίνα να σου παραδώσω το στόλο». Δε νομίζω πως θέλει πάρα πάνω από 10 σειρές. Έτσι θα το μάθουν το μάθημα εκεί. Δε θα έχουν να διαβάσουν Ιστορία. Βέβαια θα υποδείξουμε στα παιδιά να  διαβάσουν μια μεγαλύτερη ιστορία, είπα του Παπαρηγόπουλου, του Σπύρου του Λάμπρου, του καθηγητού της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο, ή και άλλα. Τα παιδιά όμως θα καταλάβουν τα τρία αυτά ηρωικά κατορθώματα των Ελλήνων, και θα καταλάβουν γιατί πήραν τόση δόξα οι Αθηναίοι από τους Περσικούς πολέμους και γιατί αρχίζει μια καινούργια  εποχή από τους Περσικούς πολέμους και  δώθε. Δημιουργείται ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός μα τα αριστουργήματα στην Ακρόπολη κ.λ.π. Λέω: «ελάτε να το εφαρμόσουμε, όπου βρείτε δυσκολία φωνάξτε με, θάρθω κι εγώ μέσα εκεί, να βοηθήσω». Πραγματικά το εφάρμοσαν. Στην αρχή τα θεωρούσαν περίεργα αυτά τα πράγματα. Να μπαίνει ο τάδε καθηγητής στη τάξη, να μη διαβάζει κατάλογο, να μη σηκώνει, «έλα δω πες εσύ το μάθημα, πες το άλλο μάθημα». Να περνάει και παρά τέταρτο, ν’ αρχίσει αυτός να τους λέει 5 λέξεις. Τους λέει διαβάστε το αυτό. Αλλά σιγά-σιγά το συνήθισαν και είδαν και αυτοί, πόσο πιο  ξεκούραστα είναι και γι αυτούς, αυτός ο τρόπος διδασκαλίας. Ήταν κι αυτό μία καινοτομία μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του διδασκαλείου, που η νοοτροπία των διάφορων καθηγητών, ήταν πολύ διαφορετική από κείνο που θα έπρεπε, που θα επιθυμούσα να βρω. Θα μου πείτε γιατί δεν  το άλλαζα το προσωπικό. Μα αν επιχειρούσα κάτι τέτοιο, ο πρώτος που θάφευγε, θα ήμουνα εγώ. Θα ήταν η κατακραυγή τόσο μεγάλη, που μόνον αν ήμουν ανόητος θα μπορούσα να το κάνω αυτό.
Και τώρα μια καινοτομία ακόμη
Ένα από τα προβλήματα  που μ’ απασχόλησε ήταν να μπορέσουν οι μαθήτριες στο διδασκαλείο να πάρουνε κάποιες βάσεις για να μπορούν να διαβάζουν και να καταλαβαίνουν απλά Γαλλικά κείμενα. Θυμηθείτε τη μαθητική μου ανάμνηση, που σας είπα, πως εγώ στη Ριζάρειο σχολή μόνος μου έλυσα το πρόβλημα αυτό. Χωρίς γραμματική, χωρίς συνταχτικό, μόνος μου άρχισα από τις les aventures de Telelmaque και με το λεξικό. Και πραγματικά, σε λίγους μήνες είχα κάνει σημαντική πρόοδο. Μια παρόμοια μέθοδο ήθελα να εφαρμόσω και στο διδασκαλείο. Το διδασκαλείο είχε μια καθηγήτρια για τα γαλλικά,  κι αυτή Ελληνίδα με προφορά Ελληνογαλλική. Δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Την κάλεσα και της είπα: «Με τις δύο ώρες τη βδομάδα που κάνεις Γαλλικά σε κάθε τάξη, τι αποτέλεσμα έχεις; Εγώ νομίζω πως οι μαθήτριές σου μαθαίνουν ή καλύτερα παπαγαλίζουν μερικές φράσεις που έχει το βιβλίο μέσα, και μπουκώνουν το μυαλό τους με γραμματική και συνταχτικό σύμφωνα με τη θεωρία, πως άμα μάθεις γραμματική και συνταχτικό μπορείς να μάθεις και τη γλώσσα». Μου λέει: «Έτσι γίνεται, κύριε διευθυντά» -«Θα ήθελα –της λέω – να αλλάξουμε τη μέθοδο. Να την κάνουμε πιο αποτελεσματική. Δε θα επαρκέσεις μόνη σου και γι αυτό θα ζητήσω από το συμβούλιο και από το Δήμαρχο να διορίσουν άλλη μια δασκάλα ακόμη». Αυτό και έγινε σε μερικές μέρες. Ήρθε και η άλλη δασκάλισσα και τις κάλεσα να συνεργαστούνε. Λέω: «Θα κάνετε από 8 ώρες Γαλλικά που γίνονται σήμερα, θα κάνετε 40 με 50 ώρες τη βδομάδα. Υποχρεωμένες είστε να κάνετε 20. Εγώ θα ζητήσω από τις 18 ώρες κι απάνω που θα κάνετε η κάθε μια σας πάρα πάνω – θα ιδούμε τώρα στην κατανομή – να παίρνετε υπερωρίες». Με κοίταζαν περίεργα. Ρώτησα την παλαιά δασκάλισσα: «Όλες οι μαθήτριες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση ή είναι μερικές καλύτερες από τις άλλες;». Γιατί ήμουνα βέβαιος πως μερικά νοικοκυροκόριτσα θα είχαν κάποια Γαλλίδα, θάπαιρναν μαθήματα στο σπίτι τους, γιατί βλέπετε τα Γαλλικά και το πιάνο ήσαν τότε προσόντα σημαντικά για να παντρευτούν τα κορίτσια της αστικής τάξης. Κάναμε 4 κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία ήσαν οι πολύ καλές και ήταν η μικρότερη, η δεύτερη κατηγορία ήταν οι λιγότερο καλές, η τρίτη κατηγορία ήταν οι σχετικά καλές και η τέταρτη κατηγορία ήταν οι αστοιχείωτες. –«Λοιπόν, δε θα διδάσκετε από δω και πέρα σε κάθε τάξη, θα διδάσκετε η κάθε μια σας, θα πάρει η μία τις δυό κατηγορίες και η άλλη τις άλλες δύο κατηγορίες» Οι πολύ καλές μαθήτριες μπορεί να ήσαν από τη Α!, Β!, Γ!,Δ! και Ε! τάξη,-στο μεταξύ το διδασκαλείο έχει γίνει 5χρονο. Έτσι ας πούμε από τις 300 περίπου μαθήτριες του διδασκαλείου απαρτίστηκε η Α, Β,Γ,Δ τάξη. Κάθε κατηγορία, αν ήταν πολλές μαθήτριες τις υποδιαιρούσαμε σε τμήματα. Πρώτη και δεύτερη δεν παρουσιάστηκε ανάγκη. Μα στην τρίτη  και την τέταρτη κατηγορία έγιναν από δύο τμήματα. Έτσι οι ώρες διδασκαλίας δεν ήσαν 40, όπως είπα, αλλά έγιναν 50, λίγο πολύ 25 για κάθε δασκάλα, και επομένως υπερωρίες 7 η κάθε μία, και αυτό εσήμαινε 700 δρχ το μήνα αύξηση του μιστού της κάθε μιάς. Που θα βρίσκαμε τις αίθουσες τώρα; Γιατί δεν μπορούσαν να παίρνουν τις μαθήτριες ότι ώρα θέλανε. Θα άδειαζε καμιά φορά η τάξη. Γι’ αυτό κανόνισα ώστε το λιγότερο μια ή δυό από τις αίθουσες του δημοτικού σχολείου να είναι άδειες. Τα παιδιά ή θα πήγαιναν εκδρομούλα ή θα πήγαιναν περίπατο όπως σας είπα προηγούμενα. Για να μη τα πολυλογώ, με κάποιες δυσκολίες, με τη βοήθεια  του κυρίου Μάρη που ήταν ικανότατος στο να καταρτίζει προγράμματα, άρχισαν να λειτουργούν τα τμήματα. Πολλές φορές το απόγευμα πότε το ένα τμήμα πότε το άλλο τμήμα – που ήταν όλες οι αίθουσες του δημοτικού σχολείου κι αυτές ήσαν 6 άδειες- λειτουργούσαν τα τμήματα της  Γαλλικής. Θα μου πείτε. Και τα παιδιά δεν κουραζόντουσαν; - Και βέβαια. Μη λησμονάτε όμως πως τα μαθήματά τους τα μάθαιναν μέσα στο σχολειό, όπως έλεγα, όπως έγραψα χτες. Δεν χρειάζονται άλλες λεπτομέρειες. Τα αποτελέσματα ήσαν πραγματικά, ικανοποιητικά. Κι άμα οι δασκάλοι, οι καθηγήτριες, απόκτησαν την πείρα, τα αποτελέσματα έγιναν ακόμη πιο αποτελεσματικά. Αυτό έκανε εντύπωση στους γονείς και επειδή μερικοί ήσαν φανατικοί αντιΒενιζελικοί και εγώ ήμουνα φανατικός Βενιζελικός, και μ’ έβλεπαν ως τότε με κακό μάτι, με κάποια επιφύλαξη, άμα είδαν και αυτή τη καινοτομία, αποκαταστάθηκαν καλύτερες, φιλικότερες σχέσεις ανάμεσα στις οικογένειες και το διδασκαλείο. Προχωράμε.
 Ένα άλλο πρόβλημα που παρουσιάστηκε τη δεύτερη ή τρίτη χρονιά που ήμουνα στο διδασκαλείο, νομίζω στα 1930 ή 31 -Υπουργός της Παιδείας είναι τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου – ήταν τούτο: Κάλεσα το σύλλογο των καθηγητών να βγάλουμε τα αποτελέσματα όπως γινόταν κάθε χρόνο. Δώσαμε τα βραβεία, κι αφού τελειώσαμε με την τελευταία τάξη, ήρθαμε στις άλλες τάξεις όπου δυό καθηγητές προβάλουν την απαίτηση πως η τάδε και η τάδε και η τάδε μαθήτρια, πρέπει να μείνουν μεταξεταστέες.  Μούκανε εντύπωση αυτό το πράγμα. Αυτός που επέμενε πολύ περισσότερο ήταν ο καθηγητής του μαντολίνου ο Ασπρέας. Νομίζω πως ήταν και ένας από τους  φιλόλογους. Ερώτησα το φιλόλογο και μου λέει: « Μα τι να κάνω κύριε διευθυντά. Θλίβομαι και εγώ αλλά είναι ανυπόφορες οι ορθογραφίες». Είπα μέσα μου: -Δεν καταλαβαίνεις να διδάξεις ορθογραφία – «Ε! –λέω – και τώρα τις άφησες μεταξεταστέες, αγαπητέ μου συνάδελφε;» Μου λέει : «Ναι» - «Και τι θα κάνουνε;» -«Να μάθουνε ορθογραφία» - «Και πως θα μάθουνε, αφού δεν την μαθαίνουνε εδώ, στο σχολείο. Πως λες να την μάθουνε; Εγώ νομίζω πως φταίνε, πως δύο είναι οι αιτίες. Η πρώτη αιτία είναι πως τα παιδιά αυτά απόχτησαν τη συνήθεια να ανορθογραφούν, ενώ ξέρουν τη γραμματική και το συνταχτικό. Ξέρουν πως όποιες λέξεις να πούμε, αρχίζουν από ύψιλον παίρνουν δασεία, όμως σου βάζουν ψιλή. ξέρουν πως οι αναφορικές αντωνυμίες παίρνουν δασεία, όμως σου βάζουν ψιλή». – Μου λέει: «Έτσι γίνεται» - «Μα υπάρχει – λέω – και μια δεύτερη αιτία. Νομίζω, κύριε συνάδελφε, πως ο τρόπος της διδασκαλίας σας δεν είναι εκείνος που έπρεπε να είναι για τις μαθήτριες αυτές. Εδώ έχουμε ένα πρόβλημα. Δεν μπορεί να λύνουμε το κάθε πρόβλημα με τον ίδιο τρόπο για όλες τις μαθήτριες. Εγώ, νομίζω πως σε κάθε τάξη, τις μαθήτριες αυτές που είναι συνηθισμένες  στην ανορθογραφία, να τις απομονώσουμε κα να εφαρμόσουμε την μέθοδο που θα σας πω τώρα. Και αν δούμε πως έχουμε αποτελέσματα,  τότε, γιατί να μην την εφαρμόσουμε και στις άλλες;». Μου λέει: «Τι να κάνουμε;» - «Η ορθογραφία δε μαθαίνεται με τη γραμματική. Πες ότι θέλεις. Ότι οι καταλήξεις της υποτακτικής ης η παίρνουν υπογεγραμμένη και γράφονται με ήτα, μπορείς να το δεις με όμικρον γιώτα. Θα διαλέξεις ορισμένα κείμενα απλά, θα βάλεις τη γραμματική μπροστά στο παιδί, θα καθαρογράψεις την άσκηση την ορθογραφική, με μεγάλα γράμματα και καλλιγραφικά, όρθια καλλιγραφία, και θα πεις στο παιδί, να το αντιγράψει αυτό, μια ή δυό φορές. Δοκίμασέ το αυτό. Θα στηριχτούμε δηλαδή, στις οπτικές, ακουστικές και κινητικές εικόνες. Αφού το αντιγράψει, θα το ρωτήσεις: Κοίταξε παιδί μου μέσα, η λέξη : λίσης.  Πρόσεξέ το  να μου πεις. Πως είναι γραμμένο; Κοίταξέ το καλά, είναι με ήτα και υπογεγραμμένη. Πες το και δυνατά. Είναι με ήτα υπογεγραμμένη. Η κατάληξη ης εδώ είναι με ήτα και υπογεγραμμένη. Για γράψτο και με το χέρι σου στον αέρα. Γράψε την κατάληξη, Πρόσεξε, τι θα βάλεις. Ήτα υπογεγραμμένη σίγμα. Για άνοιξε και τη γραμματική που έχεις μπροστά σου. Που θα το βρεις αυτό; Δυσκολεύεται το παιδί; Θα του το πω εγώ αμέσως. Στα ρήματα, σ’ αυτή τη σελίδα, για κοίταξέ το. Θα μου πείτε γιατί να το δει στη γραμματική. Όχι για να το παπαγαλίσει αλλά επειδή θα γράφει πάντα με τη γραμματική μπροστά, σε μια δύσκολη στιγμή, να την ανοίξει τη γραμματική,  να ιδεί. Αυτό θα εφαρμόσουμε  από του χρόνου. Και θα κάνουμε μια πρόβα τώρα το καλοκαίρι. Μου είπατε ότι 15 ή 20 μαθήτριες είναι ανυπόφορες στην ανορθογραφία. Σ’ αυτές κάθε μέρα 1 ώρα  τα καλοκαίρι, πρωί θέλετε με το δροσιό, βράδυ με το δροσιό, θα κάνετε ορθογραφία. Θα πληρωθείτε γι αυτό, όλο κι όλα. Έτσι, δε θα έχουμε πια ματαξεταστέες μαθήτριες. Είμαι βέβαιος πως τα αποτελέσματα θα είναι καλά».
«Και σεις, κύριε Ασπρέα, γιατί θέλετε να μείνουν μεταξεταστέες;» - «Γιατί δεν ξέρουν να παίζουν. Δεν ξέρουν ούτε την πένα να πιάσουν» - Λέω: «Γιατί; έχουν πάθει στρέβλωση στα δάχτυλα;» - «Όχι κύριε διευθυντά» - «Αλλά;» - «Ε! δεν έχουν μαντολίνο» - «Μα, κύριε Ασπρέα, δεν είμαστε καλά! αφού δεν έχουν μαντολίνο  πως μπορούν να μάθουν να παίζουν;» - «Ε! τι να γίνει;» - «Να τους πάρουμε μαντολίνο. Γιατί δεν έχουν;» - « Μου λένε πως δεν μπορούν να το αγοράσουν» - «Ε! να τους το αγοράσουμε εμείς. Το σχολικό ταμείο έχει λεφτά και θα τις παραλάβετε το καλοκαίρι, αυτές, αν είναι και καμιά άλλη που δε είσαι ευχαριστημένος, θα τους κάνεις τρεις φορές τη βδομάδα από 2 ώρες μαντολίνο». Με κοίταζε  -«Μη φοβάσαι. Θα πληρωθείς. Ασφαλώς θα πάρεις πιο πολλά απ’ ότι θάπαιρνες εάν σε καλούσαν στο σπίτι να τους κάνεις μάθημα». Έτσι κι έγινε. Το αποτέλεσμα είναι πως οι μαθήτριες αυτές ήσαν πραγματικά άπορες τους αγοράσαμε το μαντολίνο και τα αποτελέσματα ήσαν καλά. Όμως λησμόνησα να γράψω πως ο κ.Ασπρέας για να κάνει μαντολινάτα, να φτάσει να δώσει μάλιστα συναυλία μαντολινάτας, όχι μόνο στο διδασκαλείο, αλλά και στα άλλα σχολεία, μούχε ζητήσει να πάρω  αναλόγια, μαντολίνα, μάντολες, και γκραν κάσα. Έτσι δεν παρουσιάστηκε πια πρόβλημα μεταξεταστέων μαθητριών. Λύθηκε νομίζω κατά τον πιο πραχτικό , μα και πιο παιδαγωγικό τρόπο. Λύθηκε. Έγινε τουλάχιστον προσπάθεια να λυθεί και το ορθογραφικό πρόβλημα και να μάθουν και οι άπορες μαντολίνο.
Το διδασκαλείο κατάρτισε και τη χορωδία του. Καθηγήτρια της μουσικής ήταν η Κα Αναστασιάδη. Καλή στη δουλειά της και δραστήρια. Μου λέει: «Κύριε διευθυντά πρέπει να κάνουμε χορωδία»- «Είμαι στη διάθεσή σας. Πως σκέφτεστε να την κάνετε» - «Θα διαλέξω όσο μπορώ περισσότερες μαθήτριες από τις τρεις τελευταίες τάξεις, δηλαδή από τις 200 περίπου , θα διαλέξω 50 με 60. Και θα διδάξω εκτός από τον Εθνικό Ύμνο και κλασικά κομμάτια. Για πρώτο έχω προγραμματίσει να διδάξω την αρλεζιάνα, με τη χορωδία θα κλείσει η σχολική μας εορτή στο τέλος της χρονιάς» (μιλούσε ο Δήμαρχος).
Εργάστηκε με ενθουσιασμό. Ό,τι βοήθεια ήθελε προθυμότατα την πρόσφερα. Πρέπει να ομολογήσω πως όταν άκουσα τη χορωδία μέσα σε μια βαθύτατη σιωπή στο ακροατήριο – μη λησμονάτε πως το ακροατήριο ήταν μανάδες, είχαν φέρει και τα παιδιά, εργάτες κ.λ.π. άνθρωποι δηλαδή που δεν είχαν ιδέα από μουσική. Όταν λοιπόν την άκουσα, σας βεβαιώνω συγκινήθηκα βαθύτατα. Οι φωνές αρμονικές, η διεύθυνση από την καθηγήτρια άψογη – όπως μου έλεγαν άλλοι ειδικοί – ενθουσιάστηκα και έκανα την πρόταση να επαναλάβουμε τη χορωδία (εννοεί την παράσταση) μόνο με τις μεγάλες μαθήτριες Β’, Γ΄, Δ΄ τάξη του Γυμνασίου. Και αυτό έγινε την άλλη Κυριακή ή νομίζω όχι την Κυριακή διότι ήταν η απονομή των βραβείων ,αλλά θα έγινε την άλλη Δευτέρα.  Το θέατρο ήταν δημοτικό. Μας παραχωρήθηκε με κάθε προθυμία. Πραγματικά ήτανε μιά επιτυχία στη λειτουργία του διδασκαλείου.
Όπως έγραψα και παραπάνω, με απασχολούσε εντατικά πως θα πλουτίσω με εποπτικά είδη το διδασκαλείο  και με εργαστήρια. Εδώ, η βοήθεια που πρόσφερε το Αρχιτεκτονικό τμήμα του Υπουργείου της Παιδείας ήταν σημαντική. Δώσαμε απ’ ευθείας παραγγελίες σε διάφορα εργοστάσια έξω. Όλη την οργάνωση αυτής της εργασίας την είχε αναλάβει ο αρμόδιος καθηγητής ο Κος Καμπάνης της φυσιογνωσίας και της χημείας. Συνεννοηθήκαμε μαζί και είπαμε να καταρτίσουμε ένα πλούσια εφοδιασμένο χημείο. Να καταρτίσουμε όλα τα εποπτικά μέσα για τη διδασκαλία της Γεωγραφίας και της Ιστορίας. Όλους τους χάρτες, πολιτικούς, οικονομικούς, ανάγλυφους, και να καταρτίσομε ακόμη για τη διδασκαλία της υγιεινής, προπλάσματα για όλα τα όργανα του ανθρωπίνου σώματος. Ένα από τα πρώτα που αγοράσαμε ήταν ένας ανθρώπινος σκελετός. Φτιάξαμε μια ιδιαίτερη θήκη για το σκελετό, γιατί δεν ήταν ευχάριστο να το παρουσιάζουμε, φτιάξαμε προθήκες μεγάλες για τους χάρτες, 2,20 επί 1,80. Προθήκες από οξιά για τους χάρτες, προθήκες για τα προπλάσματα, κρανίο, κορμός, πόδια, κυκλοφοριακό σύστημα, νευρικό σύστημα, στομάχι, άντερα, καρδιά, σπλήνα, όλα τα προπλάσματα αυτά, τόσο που, -θέλετε το πιστεύετε, θέλετε μη το πιστεύετε – τέτοια πλούσια εποπτικά είδη, δεν είχαν οι αρμόδιες σχολές στο Πανεπιστήμιο. Το χημείο το εγκαταστήσαμε σε ιδιαίτερη αίθουσα. Τα εποπτικά μέσα για τη Γεωγραφία και Ιστορία σε άλλη αίθουσα. Στην αίθουσα του Χημείου διδασκόντουσαν τη Χημεία, όλες οι τάξεις. Η διδασκαλία ήταν, όχι παπαγαλίστικη, ήταν πρακτική. Βοηθό μου ζήτησε ο Κος Καμπάνης. Διορίσαμε μια επιμελήτρια ως βοηθό του Χημείου, μαθήτρια του διδασκαλείου τελειόφοιτη, απόφοιτη. Ανταποκρίθηκε περίφημα. Και ο καθηγητής της Χημείας Κος Καμπάνης και η επιμελήτρια, καθοδηγούσαν τα παιδιά, να αναλύουν το νερό, ν’ αναλύουν αέρια, να φτιάχνουν σαπούνι. Και να εφαρμόσουν μ’ άλλα λόγια στην πράξη τη χημεία, κι όχι να παπαγαλίζουν ποια είναι τα σύμβολα του άλφα στοιχείου του βήτα στοιχείου κ.τ.λ.
Στο ζήτημα αυτό, η επιτυχία ήταν καταπληχτική. Τα παιδιά, οι μαθήτριες, κατάλαβαν τι θα πει χημεία, και σε πόσα πράγματα μας φαίνεται χρήσιμη. Στην αίθουσα της Γεωγραφίας κατά τον ίδιο τρόπο έπρεπε να πάνε όλες οι τάξεις. Πλούσια εποπτικά μέσα, είπα, χάρτες: πολιτικοί, οικονομικοί, ιστορικοί, ανάγλυφοι για την Ελλάδα, για όλη την Ευρώπη, για κάθε χώρα της Ευρώπης, για την Ασία, για την Αμερική, για τον Καναδά, Ηνωμένες Πολιτείες, Νότιο Αμερική κ.λ.π. για την Αυστραλία, για την Ιαπωνία. Εδώ ο καθηγητής της Γεωγραφίας, ο αγαπητότατός μου Κος Μάρης δε μου τα κατάφερνε καλά. Δεν μπορούσε να μπει στην καινούργια μέθοδο. Πάλι ζητούσε να μαθαίνουν απ’ έξω τα όρη και τα βουνά, τις πόλεις, τις λίμνες και τα ποτάμια, και πόσο πληθυσμό έχει κ.τ.λ.  Βέβαια βοηθιόντουσαν τα παιδιά, αλλά δεν είχε μπει στο νόημα της καινούργιας αυτής, της πραγματικά εποπτικής μεθόδου.
Ο σχολικός Ιατρός – το διδασκαλείο είχε δικό του σχολικό γιατρό –  που εκτός από το μάθημα της υγιεινής, παρακολουθούσε και την υγεία των άπορων μαθητριών. Ήταν ο γιατρός του Σχολείου. Έπαιρνε μιστό σχολικού γιατρού και σχετικό επίδομα. Ο γιατρός που είχα, ήταν  ο πατέρας του Μάριου Πλωρίτη, Βασίλειος Παπαδόπουλος. Τα παιδιά έμαθαν ανθρωπολογία. Δηλαδή, όχι να λέω ποια είναι τα οστά του κρανίου, και ποιοι είναι οι σπόνδυλοι, και ποια είναι τα οστά των άνω και των κάτω άκρων, έμαθαν ανθρωπολογία. Φυσιολογία και ανατομία του ανθρωπίνου σώματος. Τάβλεπαν μα τα μάτια τους. Δεν είχαν καμιά δυσκολία. Έμαθαν και τα οστά. Όχι απ’ έξω. Τάδαν στο σκελετό. Πιάναν το σκελετό, τους έδειχνε ο καθηγητής, κι αυτές μάθαιναν τη φυσιολογία και την ανατομία. Βέβαια ανατομία εδώ, αλλά δεν δίδασκε ο καθηγητής ψυχρή ανατομία, δίδασκε με βάση την ανατομία την φυσιολογία. Έδειχνε την καρδιά, έδειχνε τις βαλβίδες, έδειχνε τις αρτηρίες, έδειχνε τις φλέβες, και έλεγε τώρα. Πως λειτουργεί η καρδιά, και ποιες είναι οι σημαντικές βλάβες με την ανεπάρκεια, με τις στεφανιαίες αρτηρίες κ.λ.π. Φυσικά για όλα αυτά χρειάστηκε ένα αρκετά σημαντικό ποσό και για  να τελειώνω, η ενίσχυση που έκανε το αρχιτεκτονικό τμήμα του Υπουργείου της Παιδείας στο διδασκαλείο με τα εποπτικά μέσα, με τα έπιπλα, θρανία, γραφεία με τις ραπτομηχανές που αγοράσαμε, με παιδικά παιχνίδια που παραγγείλαμε στο Ινστιτούτο Ζαν Ζακ Ρουσώ να μας τα προμηθεύσει, με τις αίθουσες που χτίσαμε, δε θυμάμαι με ακρίβεια, μα έχω την εντύπωση πως ξεπέρασαν τα τρία εκατομμύρια δραχμές. Το διδασκαλείο το παράλαβα, με  το πολύ 300 μαθήτριες, μαζί στο διδασκαλείο και στις 6 τάξεις του προτύπου. Στον τρίτο χρόνο δηλαδή στο 1931 να πούμε,  σχολική χρονιά 30-31 οι εγγραφές  έχουν ξεπεράσει τις 600 μαθήτριες.
 Παρακάλεσα το Δήμαρχο να τον δω. Μου είπε να πάω στο γραφείο.  Λέω: « δεν έρχομαι, γιατί εκεί ο ένας μπαίνει ο άλλος βγαίνει. Θάρθω σπίτι σου. Θα μου κάνεις το μεσημέρι  τραπέζι. Και εκεί που θα τρώμε, θα σε απασχολήσω ένα τέταρτο της ώρας.  Πέρασε να με πάρεις. Θα σε περιμένω ως τις δύο». Πραγματικά πέρασε ο Δήμαρχος στις δύο, το σπίτι που καθόταν ήταν 100 ή 150 μέτρα μακριά από το διδασκαλείο. Πήγαμε. Μια γυναίκα που είχε εκεί μας σέρβιρε ένα απλό φαγητό – έτρωγε πολύ απλά στο σπίτι-  και πίνοντας ένα ποτηράκι κρασί και καπνίζοντας του λέω: « Κάναμε τόσα πράματα εδώ στο διδασκαλείο. Έπιπλα, πράγματα, όλ’ αυτά. Τι  θα γίνει, σε παρακαλώ, με το σχολικό χτίριο. Εκεί μέσα θα στεγάζουμε, στο παμπάλαιο αυτό  που τα παράθυρα είναι δυόμισι μέτρα  και τ’ ανοίγουμε με γάντζους. Εγώ ήθελα ένα περίλαμπρο σχολικό  χτίριο, σε ένα μέρος, κοντά στη θάλασσα. Και έχω βάλει στο μάτι τη βίλα του Σκουλούδη. Ήταν  ψηλά στην άκρη της Μονυχίας, από το Πασαλιμάνι  απάνω. Αυτό πρέπει ν’ απαλλοτριωθεί. Άμα το απαλλοτριώσουμε, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού της Παιδείας, του Παπανδρέου, θα μας χτίσει το διδασκαλείο, όπως το θέλουμε. Δεν ξέρω τι θα ζητήσει ο Σκουλούδης, πάμπλουτος είναι, αρχιτσιγγούναρος είναι, δεν φαντάζομαι να θέλει να το χαρίσει. Δεν ρωτάς να δεις τις διαθέσεις του; Θα μείνει το όνομά σου βαθειά χαραγμένο στην Ιστορία της Παιδείας στην Ελλάδα, γιατί θα δει ότι εχτίστηκε Υπουργού της Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου και Δημάρχου Πειραιώς Τάκη Παναγιωτόπουλου. Εγώ ο κακομοίρης που όλα αυτά τα φροντίζω, θα σας χαρίσω, δε θα έχω το όνομά μου εκεί, δεν το συνηθίζω» - Μου λέει: « Θα σου πω αύριο».- Βολιδοσκόπησε από δω από κει , μου λέει: « Δεν πολυπιάνεται. Μα ο Δήμος έχει ένα άλλο οικόπεδο». Λέω – «Πού είναι;» - «Είναι στο Πασαλιμάνι, λίγο πριν στρίψουμε για την Καστέλλα» - «Μα χρειάζομαι μεγάλο γήπεδο, θα πρέπει να είναι 4-5 στρέμματα αυτά».- «Δεν κάνει να το φτιάξουμε εκεί το σχολείο;» -«Πως δεν κάνει, αρκεί να είναι του Δήμου και να μην το διεκδικούν διάφοροι- (Ολυμπία Παπαδούκα: Του Σκουλούδη ήταν μεγαλύτερο; Σωτηρίου: Μεγαλύτερο. Θα απαλλοτριώναμε εκεί δεν υπήρχαν σπίτια. Θα το κάναμε 10 στρέμματα. Εγώ βάδιζα να κάνω και οικοτροφείο μέσα, γιατί μέσα σε ένα τέτοιο κτίριο θα ερχόντουσαν και ερχόντουσαν κιόλας απ’ τις Σπέτσες  απ’ την Ύδρα από την Ερμιόνη απ’ το Κρανίδι, είχα 50 μαθήτριες από εκεί .Λοιπόν;)   – θα  προχωρήσουμε παράλληλα τη δουλειά. Ποιόν αρχιτέκτονα;» - Μου λέει:  «Εγώ εκτιμώ, αυτόν τον αρχιτέκτονα» δεν θυμάμαι καλά –« Πότε μπορούμε να πάμε να τον ιδούμε;» . Τηλεφωνήσαμε, δώσαμε ραντεβού την άλλη μέρα, ο κύριος διευθυντής το έσκασε από το μάθημά του,  και πήγαμε, νομίζω πως τον έλεγαν Μανωλόπουλο αλλά ας είναι, πήγαμε  στο σπίτι του αρχιτέκτονα. Του είπαμε εκεί  έχουμε ένα τέτοιο οικόπεδο κα θέλουμε να φτιάξουμε το χτίριο του διδασκαλείου, όμως το θέλουμε, σύμφωνα με τα καινούργια πορίσματα της παιδαγωγικής. Δηλαδή. Πρώτα, θέλουμε μια μεγάλη αίθουσα για τις τελετές με σκηνή, που να μπορεί να παίζεται ολόκληρο δράμα είτε από μαθήτριες είτε από θίασο. Θέλω επίσης 6 αίθουσες το λιγότερο για τις συνεδριάσεις, μια για τη συνεδρίαση του προτύπου και οι άλλες 5 για  τις συνεδριάσεις κάθε τάξης του διδασκαλείου.  Εκεί θα κάνουν τις συνεδριάσεις τους, για να μπορεί να οργανώσουμε τη σχολική ζωή των παιδιών. Εκεί θα συζητούσαν, πολλές φορές με την καθοδήγηση των καθηγητών ή και μένα του ίδιου, θα συζητούσαν προβλήματα για την τάξη τους, πως θα βοηθήσουμε τις μαθήτριες που λίγο καθυστερούν, θα μπαίναν στην αλληλοβοήθεια στη συνεργασία και θα τους δίναμε ένα ιδανικό κοινωνικό. Να καταλάβουν πως μορφώνεται ο άνθρωπος, όχι για να αναδειχθεί ατομικά, μα μορφώνεται για να θέσει στην υπηρεσία του συνόλου, των άλλων, τη μόρφωσή του και τις ικανότητές του. Ένα τρίτο, θα μου κάνεις, το πολύ για το διδασκαλείο δύο αίθουσες διδασκαλίας ή τρεις. Και θα μου κάνεις τώρα αίθουσα ανθρωπολογίας και υγιεινής, αίθουσα Γεωγραφίας και Ιστορίας, αίθουσα ζωολογίας, αίθουσα για εργαστήριο χημείου, εγκαταστημένη με όλες τις σύγχρονες για κείνη την εποχή βέβαια εγκαταστάσεις,  αίθουσα χειροτεχνίας, για να μην τα πολυλογώ, αν εξαιρέσουμε τρεις αίθουσες και ένα δυό αίθουσες ή τρεις για το δημοτικό σχολείο, όλες οι άλλες δεν θα είναι αίθουσες διδασκαλίες  θα είναι αίθουσες για τα μαθήματα» - «Θα κάνετε ακόμη – έλεγα στον αρχιτέκτονα – συσσίτιο, πελώρια αίθουσα. Δεν με ενδιαφέρει ας θα είναι και δυό και τρία σκαλιά υπόγειο, για 200 μαθήτριες, με οφίς με κουζίνα, εφοδιασμένο με ιματιοθήκες, και με ό,τι άλλο θα μπορεί να  είναι.  Αυτή η αίθουσα θα είναι ολόκληρη δύο – τρία μέτρα ύψος λαδομπογιά για να μπορεί να πλένεται οποιαδήποτε στιγμή.
Κράτησε ο αρχιτέκτονας τις σημειώσεις , συνεννοηθήκαμε να έρθει στον Πειραιά – είχε αυτοκίνητο – να πάρει το Δήμαρχο να περάσουν από το διδασκαλείο να πάμε να ιδούμε. Το πράγμα προχωρούσε καλά. Δυσκολίες αρκετές. Δυσκολίες παρουσιάστηκαν για το οικόπεδο – όπως φοβήθηκα – δυσκολίες από το αρχιτεκτονικό τμήμα, πως μπορούμε να κάνουμε τέτοιο, ενώ τα άλλα τα κάνουμε διαφορετικά. Πέρασε κάμποσος χρόνος. Γίνονται εκλογές. Ξεσπάει το σκάνδαλο για τις καταχρήσεις του Δημάρχου (Παναγιωτόπουλου) κι έτσι το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο, ναυάγησε πριν αρχίσει καν η εφαρμογή του.
Είπα πως οι μαθήτριες τη σχολική χρονιά 30-31 έχουν ξεπεράσει τις 600. Μια από τις αιτίες ήταν και η οργάνωση, επαγγελματικής ραπτικής σχολής. Οι αιτίες για να ιδρύσει ο Δήμος τη ραπτική σχολή ήσαν οι ακόλουθες: Πρώτα, πολλές από τις μαθήτριες που τέλειωναν το διδασκαλείο, δεν είχαν καμιά διάθεση, να παν στα μονοτάξια, στα βουνά απάνω, να διδάξουν. Στα προηγούμενα έγραψα πως γι αυτές τις μαθήτριες έπρεπε κάτι να δημιουργήσουμε. Λοιπόν το πρώτο που δημιουργήσαμε ήταν η ραπτική σχολή. Θα μάθαιναν εκεί να ράβουν τα ασπρόρουχά τους από οποιοδήποτε ύφασμα ήθελαν, να ράβουν τα καθημερινά τους φορέματα,  να είναι σε θέση να προβάρουν μόνες τους, ή με την βοήθεια κάποιας άλλης συμμαθήτριας και να ράβουν στις ράφτρες μόνον τα καλά τους φουστάνια. Άρεσε αυτό στις μαθήτριες. Η δεύτερη αιτία ήταν τούτη: άμα ακούστηκε πως ιδρύεται  ραπτική σχολή στο διδασκαλείο, ήρθαν πολλές μαθήτριες πτωχές, είχαν δεν είχαν τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Και μεγάλες 17,18, 20 χρονών, γιατί αν τίποτε άλλο δεν πετύχαιναν, οπωσδήποτε θα βρίσκανε δουλειά σε μια ράφτρα και αφού θα είχανε ιδέα και οι ίδιες, και θα βρίσκανε εκεί δουλειά, θα μπορούσαν και αυτές είτε να πηγαίνουν στα σπίτια να ράβουν με την ημέρα, ή να ανοίξουν κι αυτές μοδιστράδικο. Έτσι την πρώτη χρονιά, καμιά 70 μαθήτριες παρουσιάστηκαν για τη ραπτική σχολή. Οι μαθήτριες αυτές, και μάλιστα οι άπορες  έτρωγαν στο συσσίτιο, όπως και οι άπορες. Δεν πληρώναν τίποτα. Και επειδή είχε φτάσει ο αριθμός τις 400 περίπου μαθήτριες να τρων  στο συσσίτιο, και γινόντουσαν τρία τραπέζια, γι αυτό, τις δύο αίθουσες για τη ραπτική σχολή τις χρησιμοποιήσαμε και για το συσσίτιο. Βέβαια δεν θέλησα, να πάρω ράφτρα μοδίστρα. Ήθελα να δοκιμάσω από τις δασκάλες και τις καθηγήτριες που είχα στο διδασκαλείο. Διευθύντρια τότε του προτύπου ήταν η Κα Ξύδη. Ήταν μια νοικοκυρά, πολύ καλή, εργατική.  Της λέω: «Κα Ξύδη, δεν παίρνετε εσείς τη διεύθυνση της  ραπτικής σχολής. Τυπικά θα φαίνεστε ότι είστε διευθύντρια του Προτύπου, ουσιαστικά όμως θα είστε εδώ». Διάλεξα επίσης μια άλλη δασκάλισσα, από το πρότυπο, είχα  6 δασκάλες, ένωσα την Α’ και τη Β’ ένωσα την Γ’ και την Δ’  κι έτσι έμειναν 4 οι δασκάλισσες εκεί. Όταν λέω ένωσα την Α’ και την Β’ ήταν από 20 παιδιά η κάθε τάξη, δηλαδή 40 μαθήτριες. Της είπα τι θέλω. «Κοιτάξτε, ρωτήστε, θέλετε να πάτε σε καμιά μοδίστρα καλή, να παρακολουθήσετε μερικά μαθήματα, να την πληρώσετε, θα σας δώσει το διδασκαλείο τα δίδακτρα που θα δώσετε».  Πρόθυμη, φιλότιμη, έπιασε δουλειά. Βέβαια δεν είχαμε θεωρία, ούτε θα μετράμε, θα κάνουμε γωνίες, γωνιόμετρο κ.τ.λ. δεν ξέρω καλά, δεν έκανα μοδίστρα ποτέ μου- λέω: «Δεν με ενδιαφέρει. Εμένα με ενδιαφέρει, πραχτικά, αλλά να είναι καλαίσθητα τα φορέματα. Ιδίως τα ασπρόρουχα. Με τη δαντελίτσα τους, τα κομπιναιζόν, τα απλά τους τα φορέματα, οι μαξιλαροθήκες, οι πετσετοθήκες με το κεντηματάκι τους κ.τ.λ». Έτσι άρχισε και η λειτουργία της ραπτικής σχολής. Πήγαιναν εκεί κάθε μέρα και από 4-5 για να μην αδειάζει η τάξη η τελευταία τάξη. Ας πούμε ότι ήταν 20 αυτές που ήθελαν να πάνε ή 25- Ε’  5 κάθε μέρα έφευγαν από την τάξη, την ορισμένη ώρα, και πήγαιναν στις ραπτομηχανές. Φυσικά δε βλέπανε, ράβανε. Και ράβανε γιατί το διδασκαλείο προμηθεύτηκε 20 ραπτομηχανές. Κοντά στο διδασκαλείο από κάτω ήταν το κατάστημα με μηχανές του Σίγγερ. Πήγα, του είπα τι θέλω, και μου λέει ο διευθυντής: - «Θα χαρίσω 5 μηχανές, θα σας δώσω τις άλλες 15 με τιμή εργοστασίου και με έκπτωση 20%».-  Δηλαδή η μηχανή που την παίρνουμε, κανονικά θα έπρεπε να την πληρώσουμε 6.500 δραχμές, γιατί δεν ήταν μόνο ραπτική μηχανή, ήταν και κέντημα μαζί. Εμείς την πληρώσαμε 2.500 δραχμές. Με 30.000 δραχμές αποχτήσαμε τις ραπτομηχανές. Η δουλειά πήγαινε καλά. Στο τέλος της χρονιάς το διδασκαλείο  οργάνωνε στο φουαγέ του Δημοτικού θεάτρου, έκθεση. Εκεί είχαμε τα χειροτεχνήματα, του δημοτικού σχολείου, προπλάσματα από χάρτες, κεντήματα διάφορα, εργόχειρα διάφορα, είχαμε και πλούσια εκθέματα από τη ραπτική σχολή. Οι επισκέπτες, δεν ήσαν μόνο γονείς. Η έκθεση αυτή κρατούσε 10 ως 15 μέρες, και επισκέπτες είχε κάθε μέρα.  Ήσαν δυό τρεις μαθήτριες να επιβλέπουν να μην αφαιρεθεί τίποτε. Πάντα υπήρχε εκεί μια μαθήτρια που είχε πάρει μέρος, εξηγούσε τι είναι το ένα τι είναι το άλλο πως έγιναν κ.τ.λ. Φυσικά αυτά τα έφερναν οι μαθήτριες, τα νοικοκυροκόριτσα που τα είχαν κάνει. Εμπήκε λοιπόν σε καλό δρόμο και η λειτουργία της ραπτικής σχολής.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ 1931

Σε μια παιδαγωγική συνεδρίαση του συλλόγου των καθηγητών, έκανα την εισήγηση να ορίσουμε υποχρεωτικό μάθημα τη γραφομηχανή και τη στενογραφία. Η σπουδαιότερη αιτία ήταν πως όχι μόνον πολλά νοικοκυροκόριτσα δεν  σκεπτόντουσαν να διοριστούν, αλλά και πολλές άπορες μαθήτριες για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να πάνε στα κατσάβραχα όπου θα τους έστελνε το Κράτος είτε γιατί η μητέρα τους δεν θα τις άφηνε είτε γιατί αναμετρούσαν πως θα ζήσουν μοναχές εκεί απάνω. Τέλος πάντων έπρεπε οι μαθήτριες αυτές να εφοδιαστούν με τη γραφομηχανή και με τη στενογραφία, γιατί θα ήταν εύκολο να πιάσουν δουλειά στην Αθήνα ή στον Πειραιά. Ο σύλλογος των καθηγητών δέχτηκε την εισήγηση που έβαλα και προσπάθησα να οργανώσω όσο γινόταν καλύτερα, όσο δηλαδή μου το επέτρεπαν και ο χώρος και τα οικονομικά μέσα για το μάθημα αυτό. Τα  χρήματα – το έγραψα και χθες μια και καλή – τα πήρα αυτή τη φορά από το Υπουργείο της Παιδείας και είναι μέσα εις το ποσόν στα 3.000.000 που μας ενίσχυσε το Υπουργείο της Παιδείας. Διόρισα δύο δασκάλισσες της γραφομηχανής και έστειλα μια από τις επιμελήτριες να μάθει στενογραφία, λέγοντάς της ότι θα πληρώνεται το μισθό της και ότι η σχολική εφορία θα καταβάλει τα δίδακτρά της. Άρχισαν να λειτουργούν οι γραφομηχανές από την Δ’  και την Ε’ τάξη, δηλαδή από τις τελειόφοιτες και μια τάξη κάτω.  Απ τις δύο αυτές τάξεις κανόνισα να παίρνει 5 μαθήτριες μια ώρα η μία δασκάλισσα της γραφομηχανής και 5 μαθήτριες από την άλλη τάξη η άλλη, ώστε ταυτόχρονα σε μια ώρα μέσα να ασκούνται 10 μαθήτριες. Αυτό γινόταν ως ότου εξαντληθεί ο αριθμός των μαθητριών και ξαναγυρίζαμε πάλι από την αρχή. Είχαν μπροστά τους οι μαθήτριες δύο χρόνια για να μάθουν γραφομηχανή. Οι καθηγητές που είχαν μάθημα την ώρα εκείνη, είχαμε συνεννοηθεί να αφήνουν τις μαθήτριες που θα ζητούσε η αρμόδια δασκάλισσα. Έτσι λειτούργησε το μάθημα της γραφομηχανής, και όλοι ομολογούν, ακόμη και όσοι θα είχαν σχετικές επιφυλάξεις από τους καθηγητές, όλοι ομολογούν πως το μάθημα αυτό ήταν ευεργετικό για τα κορίτσια. Πολλές από τις άπορες μαθήτριες βρήκαν εύκολα δουλειά, και με τη σεμνότητα που τις διέκρινε, καλοπαντρεύτηκαν μέσα στο γραφείο που δούλευαν. Ύστερα από έξι μήνες άρχισε να λειτουργεί και το μάθημα της στενογραφίας. Και το μάθημα αυτό, απ’ την πρώτη χρονιά, δεν το ορίσαμε για υποχρεωτικό. Αφήναμε να δηλώσουν ποιες μαθήτριες θέλουν, και εκεί έπαιρνε κάθε φορά από τις δύο τελευταίες τάξεις, νομίζω 10 μαθήτριες και τις δίδασκε στενογραφία. Την άλλη χρονιά, έγινε και το μάθημα αυτό υποχρεωτικό, και το ότι οι μαθήτριες μάθαιναν γραφομηχανή και ξέρανε και στενογραφία, βοήθησε να βρουν καλές θέσεις, και με καλή αμοιβή, όπως είπα, σε διάφορα γραφεία, δικηγορικά, εταιρειών κ.λ.π.
 Απ’ την πρώτη χρονιά που διορίστηκα στο διδασκαλείο, δηλαδή από τον Οχτώβριο του 1928 ο Δήμαρχος ο Τάκης ο  Παναγιωτόπουλος είχε τη φιλοδοξία, όπως και παραπάνω έγραψα, να θέλει να υψώσει το διδασκαλείο σε πνευματικό κέντρο. Μου είπε λοιπόν, πως για τον Πειραιά, αν θέλουμε να υψωθεί το διδασκαλείο  σε πνευματικό κέντρο, πρέπει να  κάνουμε μια σειρά από ομιλίες δημόσιες. Εκεί θάρχεται κόσμος, εκεί θα έκανε  ο ίδιος την αρχική εισήγηση, γιατί γίνονται τότε οι ομιλίες, και η ακτινοβολία του διδασκαλείου, θα είναι αρκετά μεγάλη. Μου λέει: «Πότε μπορείς να κάνεις μια ομιλία;» - Λέω: «Σε 15 μέρες να κάνω». Φυσικά  του έγραψα την εισήγηση και τους σκοπούς για τις ομιλίες αυτές και κατόπιν πήρα εγώ τον λόγο. Στην πρώτη ομιλία μου μίλησα για τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Είχα στη βιβλιοθήκη μου κάποιο καλό Γαλλικό βιβλίο, και με βάση το βιβλίο αυτό, έκανα την ομιλία. Ήταν δασκάλοι πολλοί, γονείς, δημοσιογράφοι. Από τις ερωτήσεις που μου κάνανε κατόπιν, κατάλαβα πως  ο όρος «επαγγελματικός προσανατολισμός» ήταν άγνωστος στον Πειραιά. Αυτή η πρώτη ομιλία πήγε καλά. Έκανα μία δεύτερη ομιλία εγώ πάλι. Αν δε γελιέμαι με θέμα «Τι προσφέρει η ψυχανάλυση στην παιδαγωγική». Δεν νομίζω πως έτσι ακριβώς ήταν ο τίτλος, θα τον διορθώσω για να δώσω το νόημα περισσότερο. «Πόσο απαραίτητη είναι η ψυχανάλυση για την ανατροφή και για τη μόρφωση του παιδιού». Εκείνη την εποχή στα 1928 ήμουνα θιασώτης, καλύτερα, ήμουνα από τους πιο θερμούς οπαδούς της ψυχανάλυσης. Φυσικά, πολλοί δεν είχαν ακούσει ακόμη ούτε το όνομα ψυχανάλυση. Κάνω μια παρένθεση ( Το όνομα ψυχανάλυση το πρωτόφερα και το πρωτοείπα εγώ στην ανωτέρα γυναικεία σχολή, στην εισαγωγή για την ψυχολογία που δίδασκα.). Κλείνω την παρένθεση. Έπειτα έρχεται ο Πρόεδρος του συλλόγου των δημοδιδασκάλων στον Πειραιά, ο σεβαστός φίλος μου ο Γιάννης Συκώκης, μια μέρα στο γραφείο μου και μου λέει: «Ακούμε εδώ σχολείο εργασίας, ενεργητικό  σχολείο, ακούμε διάφορα πράματα. Αν με ρωτήσεις εμένα, δεν έχω ιδέα. Σκέψου τώρα οι άλλοι τι ιδέα μπορεί νάχουν. Και  κάτι πρέπει να γίνει». Συζητήσαμε και καταλήξαμε στο ακόλουθο συμπέρασμα. Να μην κάνω εγώ την ομιλία αυτή μα να καλέσουμε τους παιδαγωγούς, που ήσαν στις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και με τη σειρά να τους δώσουμε το θέμα και να αναπτύξουν τις ιδέες τους. Διαλέξαμε τον καθηγητή του Πανεπιστημίου τον Νικόλαο Εξαρχόπουλο έναν, τον Δημήτρη Μωραΐτη δύο, τον Γιώργο τον Τσοπανάκη  διευθυντή του διδασκαλείου, του Μαρασλείου διδασκαλείου τρείς, δε θυμάμαι καλά αν καλέσαμε και τον Σπύρο Καλλιάφα, ήταν τότε επόπτης στο Αρσάκειο στην Αθήνα. Και τελευταίος θα μιλούσα εγώ. Λέω: « Αυτά αγαπητέ μου Συκώκη, πρέπει να μείνουν. Παρακαλέσαμε το Δήμαρχο να μας στείλει έναν καλόν στενογράφο, και να στενογραφήσει τις ομιλίες. Στο φάκελό μου υπάρχει από ένα αντίγραφο από όλες αυτές τις ομιλίες. Θα άξιζε να δημοσιευτούν. Δεν νομίζω πως ο χώρος του βιβλίου μου είναι – του τόμου τούτου – αρκετός για να τις περιλάβει όλες. Ίσως δημοσιευτούν σε ξεχωριστό φυλλάδιο. Εδώ θα δοθούν τα κύρια σημεία από κάθε ομιλία. Και τι δεν άκουσε κανείς σχετικά με το σχολείο εργασίας. Τα πιο περίεργα πράγματα, τα είπαν οι σοφοί παιδαγωγοί μας. Στην τελευταία ομιλία που έκανα εγώ, και δεν ήρθε κανένας από αυτούς να με ακούσει, μερικά σημεία τα έκρινα, και απόδειξα πως, όποιαν σχέση έχει το χαβιάρι με το μαρούλι, παρόμοια σχέση έχουν και τα σημεία αυτά, με το σχολείο εργασίας. Έτσι εδώ, με αυτά τα λόγια, κλείνω την δράση μου στο διδασκαλείο Πειραιά.
Αν δεν γελιέμαι στα 1934 βγαίνει Δήμαρχος στον Πειραιά ο Στρατήγης. Στενότατος φίλος του Προέδρου της Σχολικής Εφορίας, του Χραβαλιά. Άμα βγήκε Δήμαρχος, πήγα στα γραφεία του «Χρονογράφου» την ώρα που ήξερα ότι είναι εκεί ο Διευθυντής του, ο Χαρβαλιάς, και του λέω: «Δεν τα βλέπω καλά τα πράματα. Δεν μπορεί να με κρατήσει εμένα ο Στρατήγης». Μου λέει: « Θα σου πω το απόγευμα». Έρχεται το απόγευμα και μου λέει:  « Ο Στρατήγης ορκίζεται στ’ όνομά σου. Απ’ ότι ξέρει, κι απ’ όσα γίνανε στο διδασκαλείο , πιστεύει κι αυτός πως δεν μπορεί να βρεθεί άλλος πιο κατάλληλος από σένα. Με βεβαίωσε ότι κανένας δεν πρόκειται να σε κουνήσει από δω, όσο αυτός θα είναι δήμαρχος». Είχα την αφέλεια να το πιστέψω.  Δεν πέρασε πολύς καιρός, δυό τρεις μήνες το πολύ, και η δεξιά αντιδραστική , σκοταδιστική παράδοση εκήρυξε τον πόλεμο. Μεταχειρίστηκε τα πιο άτιμα μέσα. Ό,τι είχε κάνει παλαιότερα, και για το Μαράσλειο με το Δελμούζο κ.λ.π. Βρήκαν έναν καθηγητή των μαθηματικών, Παναγιωτόπουλο, -δεν μπορεί  παρά θα ήταν ανισόρροπος – και μια ωραία πρωία, γιομίζει όλος ο Πειραιάς με φέϊγ βολάν. Πράσινα, κίτρινα, κόκκινα –τα πιο πολλά κόκκινα-. Ούτε λίγο ούτε πολύ, έγραφαν – στο αρχείο για τη δράση μου στο διδασκαλείο στον Πειραιά, έχω μερικά από αυτά τα φέϊγ βολάν – ότι είμαι μασώνος  και έχω καταργήσει τη Θρησκεία, αφού τρώω κρέας και τη μεγάλη Παρασκευή. Που διάβολο ήρθε αυτός στο σπίτι μου να ιδεί πως τρώω κρέας! Ότι καταλύω την οικογένεια. Τα γνωστά τροπάρια που άρχισαν να τα λένε οι σκοταδιστές, από το τέλος του 18ου αιώνα. Μα το σπουδαιότερο ήταν ότι είμαι μπαγαπόντης, γιατί εγώ, δε σπούδασα στη Ζυρίχη, που είπα. Το βεβαίωσε ένας που σπουδάζαμε μαζί, και σας λέω ποιος ήταν: Ο επόπτης του Αρσακείου, και κατόπιν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, διάδοχος του Εξαρχόπουλου, ο  Σπύρος ο Καλλιάφας, ότι εγώ γυρνούσα κάθε βράδυ και ξενυχτούσα με διάφορες γυναίκες. Και να ήθελα να σπουδάσω δεν είχα καιρό. Άναψε και κόρωσε οι αντιδραστικοί  σκοταδιστές στον Πειραιά. Ο καημένος ο Δήμαρχος τα χρειάστηκε. Έλεγε πως κανένας δεν θα με πειράξει, μα στο τέλος δημιουργήθηκε το ζήτημα. Πήρε είδηση και το Υπουργείο της Παιδείας, το «Σεβαστόν Εκπαιδευτικόν Συμβούλιον» που νομίζω Πρόεδρός του ήταν ο Γιάννης ο Σκουτερόπουλος, ο γαμπρός του Λάμψα, πρώην γραμματοδιδάσκαλος. Τον έκανε γαμπρό ο Λάμψας, και φυσικό ήταν να τον ανεβάσει. Τον έστειλε μάλιστα και αυτόν στην Ελβετία να σπουδάσει. Θα είχε λοιπόν κι αυτός άμεση εντύπωση. Ήρθε κάτω να κάνει ανακρίσεις. Με ρώτησε ποια μέθοδο εφαρμόζω. Λέω: « Γιαννάκη μου, τι καταλαβαίνεις , παιδί μου εσύ από αυτά. Εγώ γλεντούσα με γυναίκες, εσύ με τη γυναίκα σου τι έκανες; Παίζατε αμάδες; Έπειτα αυτά που έλεγα εγώ είναι λίγο-πολύ μοντέρνα, εσύ έχεις μείνει στην Ερβαρτιανή παιδαγωγική. Να σου πω ένα παράδειγμα: Ποιο είναι ποιο απλό, βρε Γιαννάκη, η μονάδα ή το δέκα» - Μου λέει: «Η μονάδα» - «Λάθος κάνεις. Το δέκα είναι πιο απλό από τη μονάδα» - «Γιατί;» - «Γιατί το δεκάρικο, το βλέπει το παιδί, τη μονάδα ου-ου… Λοιπόν, τι θέλεις τώρα να κοροϊδευόμαστε .Κάνε παιδί μου την έκθεσή σου. Στόλισέ την κιόλας όπως σου αρέσει». Έκανε την έκθεσή του, την έδωκε στο Υπουργείο. Το Υπουργείο την έστειλε στον Υπουργό. Όταν ξέσπασαν τα φέϊγ βολάν κ.λ.π. προσωρινός Υπουργός της Παιδείας ήταν ο Ράλλης ο Πέτρος, βουλευτής από τη Σύρο. Με ήξερε καλά, ερχόταν συχνά στο σπίτι του σύγαμπρού μου, του Γιώργη του Γρέγου, και τρώγαμε. Του είπα λοιπόν: Κύριε Υπουργέ, αυτό κι αυτό συμβαίνει. Δεν έρχεσαι κάτω να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Μου λέει: «Ετοίμασέ μου μια συνέντευξη. Όχι μαζί σου. Ας πούμε με τον Πρόεδρο της Σχολικής Εφορίας, το φίλο του Στρατήγη, το Χρβαλιά». Ετοίμασα και έδινα και την απάντηση στα ερωτήματα. Κατέβηκε λοιπόν ένα απόγευμα στον Πειραιά με την ακολουθία του, με γραμματείς και φαρισαίους κ.λ.π. Τον περίμενε κι ο Χαρβαλιάς – του είχα δώσει, τι θα ρωτάει – Ερώτησε και μου έψαλλε ύμνο. Υπάρχει η συνέντευξη αυτή. Δημοσιεύτηκε στο «Χρονογράφο» και στις άλλες εφημερίδες στον Πειραιά και υπάρχει στο αρχείο.
Μα αν θυμάμαι καλά, έλεγε πως πρέπει να είναι υπερήφανος ο Πειραιάς που έχει διευθυντή διδασκαλείου το παιδαγωγό Σωτηρίου. Τα όσα είδα εδώ ούτε στον ύπνο μου τα φανταζόμουνα. Ότι θα έχει τέτοιες πινακοθήκες, τέτοιο εργαστήριο χημείας, γραφομηχανές, στενογραφία, ραπτική σχολή κ.λ.π.  Μα η αντίδραση δεν το βαλε κάτω. Ξαναέβγαλε φέϊγ βολάν και τάβαζε με τον Υπουργό. Ανασχηματίστηκε η Κυβέρνηση Τσαλδάρη Παναγή και Υπουργός της Παιδείας πήγε ο Χατζίσκος, βουλευτής από τη Φθιώτιδα. Διάβασε την έκθεση που είχαν υποβάλει και με μια μονοκοντυλιά με θέτει στη διάθεση του  Υπουργείου. Αλλά έλα, έπειτα από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου που ο Λευτέρης ο Βενιζέλος έκανε το κίνημα και κατέβηκε ο κεραυνός ο Κονδύλης, και ένα από τα πρώτα μέτρα ήταν να αρθεί η μονιμότητα των υπαλλήλων, και με παραπέμπουν κι εμένα, εις την αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου της Παιδείας! Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο έως τότε λαμπρότατος φίλος μου ο Λέφας, διευθυντής της Μέσης Παιδείας. Και στις 16 Ιουλίου μου κοινοποιείται η απόλυσίς μου, με τον ακόλουθο χαραχτηρισμό: «Απολύεται της Υπηρεσίας ο Διευθυντής του Διδασκαλείου θηλέων Πειραιώς, δια ανικανότητα και ανεπάρκειαν».
Πήγα και τον είδα.-« Βρε παιδί μου δε με έλεγες μαλλιαρό, δε με έλεγες κόκκινο; Ανεπάρκεια και ανικανότητα!»- Μου λέει:  «Να σου πω γιατί τόβαλα αυτό. Για να σου εξασφαλίσω τη σύνταξη. Οποιαδήποτε άλλη κατηγορία, είναι ζήτημα αν θα έπαιρνες σύνταξη».
Μα τι είχε διαδοθεί; Μη γελάτε που θα το πω: Πως η πραγματική αιτία που με απέλυσε η επιτροπή είναι πως είχα ντύσει γυναικεία τον Πλαστήρα και τον έκρυβα στο διδασκαλείο στο δωμάτιο μιας υπηρεσίας της κυρα-Λένας. Έτσι αποχαιρέτησα το διδασκαλείο. Και όπως είπα και σε μια μου μαθητική ανάμνηση, έκανα το δεύτερο άλμα. Από δημοτικιστής  από δημοκρατικός, από οπαδός της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, έγινα πλέον, εμπήκα πλέον στο σοσιαλιστικό δημοτικισμό. Θυμήθηκα τα λόγια του Γληνού. Πως η Παιδεία είναι όργανο στα χέρια κάθε φορά της τάξης που έχει την εξουσία στα χέρια της, κι αν θέλουμε ο Λαός να μάθει γράμματα, αν θέλουμε τα παιδιά του Λαού να μορφωθούν, πρέπει ν’ αγωνιστούμε όλοι για να πάρει ο Λαός την εξουσία στα χέρια του. Ήμουνα σύμφωνος ως εδώ. Έμεινε ακόμη να κάνω το τρίτο άλμα, από το Σοσιαλισμό να πάω καταλαβαίνετε που. Μα αυτό έγινε κατά την διάρκεια της κατοχής, και πιο πολύ ακόμη απάνω στα βουνά, όπου είχα πάει κι εγώ αντάρτης. Νομίζω πως εδώ, έχει τη θέση του η συζήτηση που έκανα στην «Αναγέννηση» στα 27. Διευθυντής ήταν ο Γληνός. Εγώ ήμουνα αρχισυντάκτης και διευθυντής της «Σχολικής Πράξης» στο παράρτημα της «Αναγέννησης». Εδώ λέω, έχει τη θέση του να δημοσιευτεί αυτή η συζήτηση, για να ιδούν πόσο δίκιο είχε ο Γληνός με τα λόγια που είπε στη συζήτηση αυτή.
ΜΑΗΣ 1932
ΕΚΔΡΟΜΗ ΒΑΡΚΙΖΑ & ΚΙΘΑΡΑ
ΜΑΗΣ 1932
ΕΚΔΡΟΜΗ ΚΙΘΑΡΑ








Δεν υπάρχουν σχόλια: