Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Τέσσερεις διαλέξεις του Διευθυντή του Διδασκαλείου θηλέων Πειραιά Κώστα Σωτηρίου για το «σχολείο εργασίας» στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά το 1931


Στην ανάρτηση ο «Κώστας Σωτηρίου αφηγείται»(http://arxeiokdsotiriou.blogspot.gr/2016/07/blog-post.html)μιλάει για τέσσερεις ομιλίες που έκανε για το σχολείο εργασίας  :«Έπειτα έρχεται ο Πρόεδρος του συλλόγου των δημοδιδασκάλων στον Πειραιά, ο σεβαστός φίλος μου ο Γιάννης Συκώκης, μια μέρα στο γραφείο μου και μου λέει: «Ακούμε εδώ σχολείο εργασίας, ενεργητικό  σχολείο, ακούμε διάφορα πράματα. Αν με ρωτήσεις εμένα, δεν έχω ιδέα. Σκέψου τώρα οι άλλοι τι ιδέα μπορεί νάχουν. Και  κάτι πρέπει να γίνει». Συζητήσαμε και καταλήξαμε στο ακόλουθο συμπέρασμα. Να μην κάνω εγώ την ομιλία αυτή μα να καλέσουμε τους παιδαγωγούς, που ήσαν στις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και με τη σειρά να τους δώσουμε το θέμα και να αναπτύξουν τις ιδέες τους. Διαλέξαμε τον καθηγητή του Πανεπιστημίου τον Νικόλαο Εξαρχόπουλο έναν, τον Δημήτρη Μωραΐτη δύο, τον Γιώργο τον Τσοπανάκη  διευθυντή του διδασκαλείου, του Μαρασλείου διδασκαλείου τρείς, δε θυμάμαι καλά αν καλέσαμε και τον Σπύρο Καλλιάφα, ήταν τότε επόπτης στο Αρσάκειο στην Αθήνα. Και τελευταίος θα μιλούσα εγώ. Λέω: « Αυτά αγαπητέ μου Συκώκη, πρέπει να μείνουν. Παρακαλέσαμε το Δήμαρχο να μας στείλει έναν καλόν στενογράφο, και να στενογραφήσει τις ομιλίες.»
Εδώ δημοσιεύονται οι ομιλίες αυτές από το δακτυλογραφημένο κείμενο που υπάρχει στο αρχείο του. Οι άλλες ομιλίες δεν βρέθηκαν.  



Διάλεξις
Κ. Σωτηρίου 11 Φεβρουαρίου 1931
Εν τω Δημ. Θεάτρω Πειραιώς
Το δακτυλογραφημένο κείμενο

Συκόκης . Κυρίαι και Κύριοι συνεχίζουμε σήμερα τις διαλέξεις μας με ομιλητήν τον κ. Σωτηρίου. Ο κ. Σωτηρίου είναι γνωστός εις όλους μας από την όμορφη δράσι του ως Τμηματάρχου της Δημοτ. Εκπαιδεύσεως και ως Διευθυντής του Διδασκαλείου Πειραιώς. Ο κ. Σωτηρίου όπως όλοι γνωρίζωμεν είναι ένας από τους διαπρεπέστερους παιδαγωγούς μας. Πιστεύει με όλη του την ψυχήν εις τας αρχάς του Σχολείου εργασίας και απόδειξη είναι ότι μέσα στο Διδασκαλείον εκφράζει όσον του είναι δυνατόν βέβαια την αρχήν αυτήν. Βέβαια η τάξις αυτή θα εξελειχθή, θα ίδωμεν και τα πορίσματα, τα οποία θα έλθη ο κ. Σωτηρίου σε μια άλλη διάλεξη να μας ανακοινώση. Ο κ. Σωτηρίου παρακαλείται να λάβη τον λόγον. – Το θέμα περί του οποίου θα μας ομιλήση ο κ.  Σωτηρίου είναι «η αρχή της εργασίας από την άποψη της ψυχολογίας του παιδιού».
(Χειροκροτήματα υποδέχονται την εμφάνησιν επί το βήμα του κ. Σωτηρίου)
Σωτηρίου Κυρίαι και Κύριοι, αισθάνομαι την υποχρέωσιν να ευχαριστήσω θερμότατα τον Σύλλογον δημοδιδασκάλων Πειραιώς διά την μεγάλη τιμή που μου έκανε να συμπεριλάβει και εμέ μέσα εις τον κύκλον των ομιλητών που ανέλαβον από το βήμα τούτο να αναπτύξουν τα  τόσον ενδιαφέροντα διά την σημερινή εποχή προβλήματα του Σχολείου εργασίας και να αποδείξουν την πλέον πρακτική και εφαρμόσιμη λύση των. Αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον Πρόεδρο του Συλλόγου σας και αγαπητό μου φίλο δια τα επαινετικά λόγια που είπε για τη δράση μου ομολογώ όμως ως είναι δίκαιον, δια την πρόοδο που παρουσιάζει το Διδασκαλείο θηλέων ν’ απονεμηθεί ο έπαινος αυτός από το ένα μέρος στον κ. Δήμαρχο Πειραιώς, διότι με τον ενθουσιασμό του αυτόν ζωογονεί την κάθε πρόοδο μέσα εις το Διδασκαλείο, από το άλλο μέρος εις τους αγαπητούς συναδέλφους και πολύτιμους συνεργάτες μου, εις τον Σύλλογον των Καθηγητών, διότι εις την αφοσίωσιν αυτών και εις την αγάπην των προς το έργον οφείλεται το μέγιστον της προόδου του Διδασκαλείου μας.
Εις την δήλωσιν που έκαμα εις τον Πρόεδρον όταν μου έκαμε την τιμήν να με καλέση να λάβω μέρος εις τας διαλέξεις-μαθήματα αυτά είπα ότι θα ήμην ευτυχής εάν μου εδίδετο η ευκαιρία να πραγματευθώ δύο από τα θέματα που περιλαμβάνοντο εις τον κατάλογον που μας εστάλη, το πρώτο και το τελευταίο.
Το πρώτο θέμα ήτο το σχολείο εργασίας εις την θεωρίαν και την πράξιν και αυτό είναι κατ’ ουσίαν σήμερα. Όμως το θέμα αυτό είναι τόσο πλατύ και τόσο γενικό που εκείνος που θα επιχείρη να το εξαντλήση μέσα σε μια ώρα ή θα ήτο πολύ δυσνόητος και δογματικός, ή δεν θα κατόρθωνε να φθάση εις το αποτέλεσμα. Ευτυχώς ο Εκπαιδευτικός Σύμβουλος Κος Σκουτερόπουλος επραγματεύθη το ίδιο θέμα εις την προπερασμένη διάλεξή του και προσπάθησε με αρκετήν επιτυχίαν να φωτίση το ζήτημα τούτο από τη μια του πλευρά. Σήμερα θα προσπαθήσω εγώ να φωτίσω όσον μου είναι δυνατόν το ίδιο θέμα από μια άλλη άποψη και η άποψις αυτή που θα πραγματευθώ είναι η άποψις της ψυχολογίας του παιδιού. θα ηδυνάμην λοιπόν να διατυπώσω το θέμα μου ως εξής: η αρχή της εργασίας από την άποψη της ψυχολογίας του παιδιού ή καλύτερα ποίοι είναι οι ψυχολογικού λόγοι που μας αναγκάζουν ή μας ηνάγκασαν εμέ τον άλλοτε θερμότατον οπαδόν του ………………συστήματος να εγκαταλείψω το σύστημα αυτό και να γίνω από τους πλέον φανατικούς οπαδούς του νέου συστήματος που είναι γνωστόν με τον τίτλον «η αρχή της εργασίας» ή «το σχολείον εργασίας».
Αλλά πριν εισέλθω εις το θέμα και σαν εισαγωγή εις αυτό νομίζω ότι είναι σκόπιμο να άρω μια δυό παρεξηγήσεις, και λύσω μια δυό απορίες που έγιναν αφορμή ώστε εις την ψυχήν πολλών των συναδέλφων και άλλων επιλέκτων μελλών της κοινωνίας να δημιουργηθούν κάποιοι φόβοι ενδοιασμού μέχρι τοιούτου σημείου ώστε πολλοί να πάρουν πραγματικά και αντίθετον στάσιν σχετικά με το σχολείο εργασίας. Πολλοί φοβούνται πως μέσα εις τα σημερινάς εκπαιδευτικάς συνθήκας του τόπου μας είναι αδύνατον να εφαρμοσθή με επιτυχίαν η αρχή της εργασίας, το Σ.Ε.. και επομένως θα ήτο προτιμώτερον, λέγουν, να πριμένωμεν να διορθωθούν αι δυσμενείς εκπαιδευτικαί συνθήκαι και όταν προπαρασκευασθή το έδαφος τότε πλέον να εφαρμόσουμε το Σ.Ε. Ομολογώ ότι όσον και αν δικαιολογούνται όμως αυτά τα πράγματα μας αποδεικνύουν ότι ο φόβος αυτός δεν έχει καμίαν θέσιν διότι όπως γνωρίζετε μέσα εις αυτάς τα συνθήκας του τόπου μας και το πειραματικό σχολείο και το ημερήσιο διδασκαλείο δύο έως τρία χρόνια εφαρμόζουν την αρχή της εργασίας και με την ευκαιρία αυτή συνιστώ με όλη μου τη δύναμη τη μελέτη του βιβλίου που εξέδωκε ο Κος………….. όπου μας περιγράφει λεπτομερώς και την θεωρία και την εφαρμογή του Σ.Ε. μέσα εις το διδασκαλείον θηλέων Θεσσαλονίκης υπό τον Κον Κουντουράν. Και όπως το γνωρίζετε απόπειρα να εφαρμοσθή το Σ.Ε γίνεται και μέσα εις το διδασκαλείον θηλέων Πειραιώς. Άλλ’ εκτός τούτων και μία σωρία, όπως πληροφορούμαι διαλεχτών συναδέλφων εκ της δημοτικής και της μέσης εκπαιδεύσεως  εις τας γενικάς του γραμμάς προσπαθούν να εφαρμόσουν το Σ.Ε. όταν λοιπόν έχουμε πράγματα τα οποία μας δείχνουνε ότι είναι δυνατή η εφαρμογή του Σ.Ε. δεν νομίζω ότι πρέπει να μας επηρεάσει ο φόβος δια τας δυσμενείς συνθήκας του τόπου μας. Δι αυτό εγώ τουλάχιστον πιστεύω πως ο φόβος αυτός την πηγήν του δεν την έχει τόσο εις τας δυσμενείς συνθήκας τας σημερινάς όσο μέσα εις τον εαυτόν μας. Θέλω να είπω, εάν δηλ. ο ευατός μας, να η νοσταλγία μας προς το παλαιό σύστημα, που τόσα χρόναι το έχουμε υπηρετήσει να είναι ακόμη πολύ δυνατή μέσα μας σαν η πίστη μας εις το νέο σύστημα να μη έχει ακόμη εδραιωθεί και δι αυτό φοβούμεθα. Δι αυτό τη στιγμή που θα πέση το παλαιό σύστημα, τη στιγμή που θα εδραιωθή η πίστη μας εις το νέο σύστημα σας βεβαιώ ότι όλοι μας θα αισθανθούμε την υποχρέωση να αντιπαλαίσουμε εις τας σημερινάς δυσχερείς συνθήκας του τόπου μας και να αρχίσωμε εφαρμόζοντες το Σ.Ε. Αλλά πάλιν, και αυτός είναι ο δεύτερος φόβος που κατέχει πολλούς συναδέλφους και τα μέλη της κοινωνίας, και είναι πολύ σπουδαιότερος ο φόβος αυτός των συναδέλφων, σας υπενθυμίζω το περίφημο άρθρο που δημοσιεύτηκε εδώ και ένα μήνα εις την «Εστία» με την υπογραφή «ο ιδικός», πολλοί φοβούνται πως το Σ.Ε πρόκειται να αλλάξη τα ιδανικά τα οποία θέλει να εξυπηρετήσει το σημερινό μας σχολείο. Θα μου επιτρέψετε Κύριοι να διαμαρτυρηθώ εντονώτατα δια τας αντιλήψεις αυτάς διότι αύται στηρίζονται εις μίαν παρανόησιν του Σ.Ε διότι άλλο πράγμα είναι ο σκοπός της εργασίας και άλλο πράγμα είναι η μέθοδος με την οποίαν θέλει να εκπληρώση έναν σκοπόν. Και το Σ.Ε. δεν έχει καμμίαν απολύτως σχέσιν με τα ιδανικά τα οποία θέλει να εκπληρώση το σχολείον μας. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά αλλαγή της μεθόδου. Οιανδήποτε σκοπόν και εάν θέλετε να βάλετε εις την αγωγήν , οιονδήποτε σκοπόν και εάν θέλετε να εκπληρώσετε με το σχολείον και με την ανατροφήν, οπουδήποτε και εάν θέλετε να κατευθύνωμεν το παιδί, να το κάμωμεν επί παραδείγματι μιλιταριστήν ή ειρηνειστήν, εγώ σας λέγω τούτο: με τον παλαιόν τρόπον της διδασκαλίας δε θα επιτύχετε τον σκοπόν σας, πάρετε την αρχήν της εργασίας, την νέαν μέθοδον και τότε θα επιτύχετε τον σκοπόν τον οποίον θέλετε καλύτερα. Είναι λοιπόν ο φόβος αυτός αδικαιολόγητος στηριγμένος σε μια βαθύτατη παρανόηση του έργου του Σ.Ε και μόνον έτσι δύναμαι να είπω τον μεταχειρίζονται δια να εμποδίσωμε την πρόοδο του σχολείου μας. Είπα ότι η αρχή της εργασίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η νέα μέθοδος με την οποίαν θα εργασθή εκείνος ο οποίος έχει αναλάβει την ανατροφήν του παιδιού και είπα πως με την νέαν αυτήν μέθοδο θα επιτύχομε τον κάθε σκοπό, πολύ καλύτερα. Διατί; Διότι η παλαιά μέθοδος της εργασίας στηρίζεται επάνω εις βασικάς πλάνας ψυχολογικάς, ενώ η νέα μέθοδος κατά την αντίληψήν μου και την αντίληψην των οπαδών της αρχής της εργασίας στηρίζεται εις τα νέα πορίσματα της ψυχολογίας του παιδιού.
Κ’ έτσι ερχόμεθα εις το θέμα μας, και όσα είπα αποτελούν μίαν  εισαγωγήν.
Η παλιά λοιπόν μέθοδος της διδασκαλίας  στηρίζεται εις πλάνας ψυχολογικάς. Την απόδειξιν την έχομεν από τα ελαττώματα του σημερινού παλαιού σχολείου. Ας είδωμεν τα παιδιά μέσα εις το σχολείο. Προσπαθούσαμεν εμείς να τα κάμωμεν να μάθουν αυτά διότι τα εκβιάζαμε, τα αναγκάζαμε με τους βαθμούς και με όλην την ιεραρχίαν την αμοιβή και την ποινήν. Εμάθαιναν άλλα πολλά και άλλα ολιγώτερα. Το αποτέλεσμα όμως είναι, και τα μεν και τα δε να τα λησμονήσουν εις τας διακοπάς ή όταν ετελείωναν το σχολείο και δι αυτό το σύστημα αυτό ευρίσκεται εις την ανάγκην των επαναλήψεων και των διαγωνισμών, διότι έτσι νομίζει ότι θα εμπεδώση τας γνώσεις που θέλει.
Από το άλλο μέρος εις το σημερινό παλαιό σχολειό τα παιδιά μας παρουσιάζονται απειθάρχητα και άτακτα. Φυσικά δια να μη παρεξηγηθώ  δεν παραλείπω ν’ αναφέρω ότι υπάρχουν άπειροι εξαιρέσεις. Αι εξαιρέσεις αυταί οφείλονται όχι εις το σύστημα, αλλά εις την προσωπικότητα του δασκάλου ο οποίος γνωρίζει να εφαρμόζη καλύτερα το παλαιό του σύστημα. Τα παιδιά  λοιπόν μας παρουσιάζονται απειθάρχητα και άτακτα και το χειρότερο υποκριτικά. Εάν μπορέσουν να μην διαβάσουν ευχαρίστως το κάνουν. Και το χειρότερο αυτά όλα τα παιδιά αποφεύγουν το σχολείο, δεν αγαπούν το σχολείο. Όταν λοιπόν ένα σύστημα μου παρουσιάζει αυτά τα αποτελέσματα τα οποία δεν δύναται κανείς να αμφισβητήση έχομεν την υποχρέωσιν να εξετάσωμεν διατί παρουσιάζονται αυτά τ’ αποτελέσματα, και να ίδωμεν τότε πως πρέπει να αλλάξωμεν τον τρόπον αυτόν της μορφώσεως και της αγωγής δια να επιτύχωμεν καλύτερα αποτελέσματα. Και αν λοιπόν από τον νέον τρόπον έχωμεν καλύτερα αποτελέσματα – και ευτυχώς από την εφαρμογήν της νέας μεθόδου έχομεν πολύ καλύτερα αποτελέσματα – τότε είμεθα υποχρεωμένοι ν’ αποδεχθώμεν και θεωρητικά και πρακτικά το νέον σύστημα και να προσπαθήσωμεν να το εφαρμόσωμεν. Το παλαιόν σύστημα παρουσιάζει αυτά τα οδυνηρά αποτελέσματα διότι στηρίζεται εις τέσσερεις βασικές πλάνες ψυχολογικές. Πρώτη πλάνη είναι ότι θεωρεί  το μικρό παιδί ως ένα μικρόν ενήλικον. Είναι μια προσπάθεια που οποιοδήποτε παιδαγωγικό έργο και Ελληνικό και σε ξένη γλώσσα γραμμένο θα ίδετε πως από κάτω από όλας τα θεωρίας και από όλα τα διδάγματα κρύπτει την γενικήν αντίληψη ότι το παιδί είναι ένας μικρός ενήλικος. Η αντίληψη αυτή στηρίζεται εις μίαν επιπόλαια παρατήρηση του παιδιού, διότι  πράγματι  εάν εξετάσωμεν εξωτερικά το παιδί και το νήπιον θα ίδωμεν ότι εις την πρώτη μας εντύπωση δεν διαφέρει από τον ενήλικο: μάτια, πόδια, χέρια είναι τα ίδια. Η διαφορά είναι εις την  ποσότητα. Τα μικρό παιδί τα έχει εις μικροτέραν ποσότητα ο ενήλικος εις μεγαλυτέραν ποσότητα. Λοιπόν η πρώτη παρατήρησις φέρει εις το συμπέρασμα ότι το μικρό παιδί είναι ένας μικρός ενήλικος ατελής, που δεν έχει ακόμη ωριμάσει που δεν έγινεν ακόμη τέλειος, εις το βάθος όμως είναι ένας μικρός ενήλικος ή επειδή ο άνθρωπος εις την ζωήν είναι καλεσμένος να βιοπαλαίση, το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει μια ώρα αρχήτερα το μικρό παιδί να γίνει ενήλικος δηλαδή να παύση να είναι παιδί και να λάβωμεν όλα τα μέτρα ώστε να κάμωμεν το παιδί να είναι παιδί. Επομένως και εις την ανατροφήν πρέπει να μιμείται τον ενήλικον, να του φορέσουν μακριά παντελόνια. Και εις την μάθησίν του το παιδί είναι ατελές και δεν γνωρίζει τον κόσμο. Ημείς οι ενήλικοι είμεθα εκείνοι που θα είπωμεν εις το παιδί και θα μάθη κατ’ ανάγκην. Το παλαιόν σύστημα έφθασεν εις την έξωθεν επιβολή και εις την ολοκληρωτικήν κηδεμονίαν του μικρού παιδιού εκ μέρους του ενήλικου. Αυτή είναι η πρώτη βασική πλάνη. Η δευτέρα πλάνη είναι ότι η ψυχή του παιδιού είναι ένας χάρτης άγραφος. Τίποτε δεν είναι γραμμένο εις την καθαρά του ψυχήν με την οποίαν έρχεται εις τον κόσμο. Συμπέρασμα: είμεθα υποχρεωμένοι τότε εμείς οι ενήλικοι μια ώρα αρχήτερα να σπεύσωμεν να εγχαράξωμεν όσον μπορούμε βαθύτερα εις αυτήν την ψυχήν όλην την γνώσιν, όλην την επιστήμην που απέκτησε μέσα εις τους αιώνες η  ενηλικιωμένη ανθρωπότης, και όλας τας αρετάς εις τα οποίας θέλωμεν να καθοδηγήσωμεν το παιδί. Μπούκωμα του παιδιού με γνώσεις. Ημείς είμεθα οι πρώτοι που γράφομεν επάνω, εν πάσει περιπτώσει δεν ημπορεί το παιδί παρά να γίνει σοφό, και δεύτερο να εγχαράξωμεν  όλας τας αρετάς όλους τους δεκαλόγους, δεν ημπορεί παρά το παιδί να γίνει ενάρετο. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Έτσι καταντήσαμε ώστε ένα μέρος από το Ερβαρτιανό σύστημα να θέλωμε εις το δημοτικό σχολείο να μεταδώσωμε  όλα τα πορίσματα, όλην την επιστήμην και από το άλλο μέρος καταλήξαμε ώστε από κάθε μάθημα να βγάζωμε ηθικά πορίσματα, διότι ποίος  θα ήτο ο καρπός της διδασκαλίας; Και ενθυμούμαι τον δάσκαλο ο οποίος είχε δώσει το πρόβλημα εις τα παιδιά ότι ένας έμπορος ηγόρασε τόσας οκάδας μήλα την μίαν ημέραν και την άλλην τόσας και έβγαλε ως ηθικόν καρπόν ότι δεν πρέπει να κλέπτωμεν. Και από το άλλο μέρος ενθυμούμαι έναν περίφημον καθηγητήν γυμνασίου τον οποίον σέβομαι και εκτιμώ δια την πίστην την οποίαν έχει εις το παλαιό σύστημα και δια την αφοσίωσιν εις το καθήκον του και ο οποίος εδίδασκε  - σας παραπέμπω εις το παράρτημα του περιοδικού «Αναγέννησις» «Σχολικαί πράξεις» όπου ένας συνάδελφος δημοσίευσε αυτά που θα σας είπω – ο οποίος λοιπόν εδίδασκε ότι: είδατε παιδιά πως οι αρχαίοι Έλληνες παραλείπουν το υποκείμενο; Το παραλείπουν διότι άμα δεν ομιλούμε καλά δεν σεβόμεθα τον απένατί μας. Ηθικός καρπός. Από τον κανόνα της παραλείψεως του υποκειμένου συνάγεται ότι πρέπει να σεβόμεθα τον πλησίον ( γέλωτες και ζωηρά χειροκροτήματα).

Έτσι λοιπόν χάρις εις την πλάνην αυτήν την ψυχολογικήν ότι η ψυχή του παιδιού είναι ένας αθώος πάλλευκος χάρτης όπου δυνάμεθα να εγχαράξωμεν ημείς ότι θέλομεν εφθάσαμεν εις τας δύο ασθενείας του δημοτικού σχολείου που σας ανέφερα. Τρίτη πλάνη: η ψυχή του παιδιού παραδέχεται το παλαιό σύστημα, είναι χάρτης άγραφος, αλλά έρχεται εις τον κόσμο προικισμένο με διαφόρους δυνάμεις, και αι δυνάμεις αυταί σας είναι γνωσταί, είναι η μνήμη, η κρίσις, η θέλησις κ.λ.π. Αλλ’ αι δυνάμεις αυταί είναι πάνοπλοι, έτοιμες σαν να είπωμεν ξεχωριστές η μια από την άλλη, ανεξάρτητη η μια από την άλλη σαν ξεχωριστές ψυχικές οντότητες. Το χρέος μας είναι να συντονίσωμεν την προσπάθειάν μας εις το να γυμνάσωμεν  όλας του τας δυνάμεις και δι’ αυτό το βάζωμεν να μάθη τα διάφορα μαθήματα τα οποία κυρίως είδε αν θα του χρειαστούν καμιά φορά και τα οποία θα λησμονήση φυσικά. Λοιπόν  συμπληρώσατε όλας αυτάς τας πλάνας, νομίζει το παλαιόν σύστημα ότι πρέπει μια ώρα αρχήτερα το παιδί να μάθη να παλαίη να ακονισθή η θέλησίς του να οξυνθή η κρίσις του. Έξω λοιπόν το συναίσθημα έξω από το σχολείο η χαρά, έξω αι εορταί, έξω το παιχνίδι.
Το παιχνίδι που ως θα είδωμεν παρακάτω  είναι η πολύτιμη λειτουργία της παιδικής ηλικίας, εξωστρακίζεται  από το σχολείο. Και βλέπομεν  το ωραίο φαινόμενον κατά την ώραν του διαλείματος να είναι η χαρά των παιδιών να γυρίζουν στην αυλή σαν μαγκανοπήγαδο. Αυταί είναι αι σπουδαιότεραι βασικαί πλάναι  επί του οποίου στηρίζεται το παλαιόν σύστημα. Εάν θέλωμεν τας τέσσερας αυτά πλάνας να τας συνδέσωμεν θα ίδωμεν τότε πως μας παρουσιάζονται τα δύο ακόλουθα πορίσματα. Εις το παλαιό σχολείο, κέντρον είναι ο δάσκαλος. Το παιδί κινείται ολόκληρον από το δάσκαλο. Θέλησις παιδιού δεν υπάρχει μέσα εκεί. Η θεωρία ότι το μικρό παιδί είναι ένας μικρός ενήλικος και πρέπει να εγχαράξωμεν μίαν ώραν αρχήτερα τας αρετάς και την σοφίαν. Μόνον προορισμόν το παιδί έχει να δέχεται τα σοφά διδάγματα και τα ενάρετα λόγια του δασκάλου. Να κάθηται και να ακούει. Και να διατί βλέπουμε βλέπομεν χίλιους τρόπους οι οποίοι ανακαλήφθησαν δια να βελτιωθούν τα θρανία είπα. Εις κανένα όμως από τους παλιούς παιδαγωγούς δεν επήγε εις το μυαλό ότι πρέπει να καταργηθούν τα θρανία. Και δεν έγινε τούτο διότι η κεντρική αντίληψις ήτο ότι το παιδί είναι το πλάσμα εκείνο το οποίον κατ’ εξοχήν έχει την υποχρέωσιν να δέχηται. Και αυτό στηρίζεται εις μίαν άλλην παρατήρησιν επιπολαίαν. Επειδή βέβαια το παιδί δεν έχει ωριμάσει, δεν έχουν παγιωθεί αι ψυχικαί του αρεταί, είναι φυσικόν το παιδί να δέχεται ευκολότερα από ότι ημπορεί ένας ενήλικος, ο οποίος έχει παγιώσει κατά την αντίληψή του κατά την κρίση του κατά τον τρόπον της ζωής. Δύο λοιπόν είναι τα κύρια φαινόμενα του παλαιού σχολείου: Από το ένα μέρος κέντρον είναι ο ενήλικος, και δεύτερον το παιδί είναι κατ’ εξοχήν πλάσμα δεκτικόν κι επομένως το παλαιόν σχολείον από το ένα μέρος βάζει εις το κέντρον τον διδάσκαλον και από το άλλο μέρος παραδέχεται ότι η ουσιώδης ιδιότης της παιδικής ηλικίας είναι η παθητική δεκτικότης και επί της ψυχολογικής αυτής βάσεως στηρίζεται ολόκληρος η εργασία του παλαιού σχολείου. Π.χ. τα θρανία διά τα οποία σας είπα πρωτήτερα, όσον και εάν ετελειοποιήθησαν μας δείχνουν φανερά ότι είναι καμωμένα δια να κάθηται το παιδί και να δέχεται ότι θα λέγουν οι διδάσκαλοι από την έδρα. Έπειτα το διδακτικό βιβλίο. Θα είδητε ότι από το Πανεπιστήμιον μέχρι του δημοτικού σχολείου και ιδιαιτέρως της μέσης και της κατωτέρας εκπαιδεύσεως δεν είναι τίποτε άλλο το διδακτικό βιβλίο  παρά το εγχειρίδιο το οποίο περιέχει τα πορίσματα τα επιστημονικά τα οποία πρέπει το παιδί να διδαχθή.
Τρίτον αι εξετάσεις, οι βαθμοί και οι διαγωνισμού μας δείχνουν ότι το παιδί είναι υποχρεωμένον να δέχεται εκείνα τα οποία του λέγει ο δάσκαλος. Αλλοίμονόν του εάν δεν τα δεχτή και δεν ηξεύρω τι άλλο έχει να πάθη από τους γονείς του από τους συμμαθητάς του κ.λ.π.
Απέναντι εις αυτήν την βάση εις την οποίαν στηρίζεται το παλαιό σύστημα, η αρχή της εργασίας βάζει δύο άλλους προορισμούς διαμετρικά αντίθετους. Πρώτος προορισμός. Κέντρον του σχολείου πρέπει να είναι το παιδί, όχι ο ενήλικος ο δάσκαλος. Δεύτερος προορισμός: το νέον σύστημα διαμετρικά αντίθετο προς το παλαιό σύστημα μας λέγει ότι το παιδί μίαν έχει κατ’ εξοχήν ιδιότητα, την κινητικότητα, την ενεργητικότητά του. Εννοείται τώρα ότι το νέο σύστημα θα είναι αντίθετο από το παλαιό σύστημα αφού στηρίζεται εις δύο αντιθέτους βάσεις. Και εννοείται τώρα γιατί γεννώνται οι ενδοιασμοί που είπον εις την αρχήν της ομιλίας μου εις την ψυχήν πολλών ότι η νέα μέθοδος ημπορεί να αλλάξη και τα ιδανικά. Εδώ είναι η αιτία της παρεξηγήσεως διότι το νέο σύστημα έρχεται και καταρύπτει την βάσιν του παλαιού συστήματος. Δι αυτό εκείνοι οι παλαιοί δεν ημπορούν ακόμη παρά να έχουν κάποιους φόβους μέσα των, αλλ’ οι φόβοι αυτοί πρέπει να στηρίζονται εις την παρενόησιν του σκοπού με την μέθοδον. Το νέον σύστημα στηρίζεται εις τας δύο αυτά βάσεις: Κέντρον της εργασίας του σχολείου και της ανατροφής πρέπει να είναι το παιδί, και δεύτερον η κατ’ εξοχήν ιδιότης της παιδικής ηλικίας που πρέπει να στηριχθώμεν δια να μορφώσωμεν το παιδί δεν είναι η δεκτικότης αλλά η κινητικότης ως ενεργητικότης. Που στηρίζονται αυτά τα πορίσματα; Απλούστατα εις τας ερεύνας αι οποίαι έγιναν επί της ψυχολογίας του παιδιού από 40 ετών περίπου. Θα γνωρίζετε ότι ένας από τους τελευταίους κλάδους της ψυχολογίας που ο άνθρωπος ήρχησε να ερευνά είναι ο κλάδος της ψυχολογίας του παιδιού. Το πρώτον βιβλίον δια την ψυχολογίαν του παιδιού είναι το βιβλίον του γερμανού ιατρού …………….εις τα 1882. Μέχρις ότου διαβασθή το βιβλίον αυτό επέρασαν 20  χρόνια και μόλις κατά τα τελευταία έτη η ψυχολογία του παιδιού έχει κάμει  κατακτήσεις. Επάνω εις αυτά τα νέα πορίσματα που βγήκαν και από την ατομικήν έρευνα του παιδιού και από την πειραματικήν εργασίαν, επάνω εις αυτό το σύστημα στηρίζεται το Σ.Ε. που έβαλε ως κέντρον το παιδί και την κινητικήν του ενεργητικότητα. Θα προσπαθήσω όσο μου είναι δυνατόν εις το ένα τέταρτο της ώρας που μου υπολείπεται, δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερον, να σας εκθέσω όσο μου είναι δυνατό, όσο μπορώ απλούστερα τα πορίσματα επί των  οποίων στηρίζεται το νέον σύστημα της αρχής της εργασίας. Νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος δια να εκθέσω όσον ημπορώ συντομώτερον και απλούστερον και συγκεντρωτικότερον τα πορίσματα της ψυχολογίας του παιδιού είναι να θέσω ένα πρόβλημα. Διατί υπάρχουν τα παιδιά; Η παλιά θεωρία ήτο σωστή ότι το μικρό παιδί είναι ένας μικρός ενήλικος και η παιδική ηλικία είναι ένα πράγμα βαρετό που πρέπει να φύγει, τότε μα την αλήθεια νομίζω ότι η φύση θα έπρεπε να έχει φθάση εις το σημείον ώστε να γεννιώνται οι άνθρωποι όπως εγεννήθη η Αθηνά από την κεφαλήν του Διός πάνοπλη με την σοφία της. Αλλ’ εις τας παλαιάς θεωρίας – και αυτό αποδεικνύει την πλάνη της – τα παιδιά εξακολουθούν να γεννιώνται παιδιά. Η παιδική ηλικία εξακολουθεί να κρατή το τρίτον ή το τέταρτον της ηλικίας του ανθρώπου. Διατί υπάρχουν τα παιδιά; Γιατί υπάρχει και παιδική ηλικία εις τον άνθρωπον και διατί πολύ περισσότερον διαρκεί απ’ ότι διαρκεί εις όλα τα ζώα; Πολλά ζώα αποθνήσκουν πριν ακόμη ο άνθρωπος γίνη έφηβος. Μήπως ο άνθρωπος δεν είναι το τελειότερο πλάσμα της φύσεως, ο Κυρίαρχος των ζώων και των άγριων στοιχείων; Και όμως τον έφερεν η φύσις εις τον κόσμον αδύνατον, άοπλον, θύμα του πρώτου τυχόν κινδύνου, της πρώτης κακής εξαιρετικής περιστάσεως. Διατί υπάρχει η παιδική ηλικία; Απλούστατα διότι είναι ανάγκη να υπάρχει παιδική ηλικία. Θα ήτο σφάλμα εάν ο άνθρωπος ήρχετο πάνοπλος πάνσοφος όπως η Αθηνά, διότι κατά την διάρκειαν της παιδικής ηλικίας ο άνθρωπος έχει να εκτελέση ένα υψηλότατον προορισμόν που τον παρανοεί το παλαιό σύστημα. Έχει τούτον ον προορισμόν τον εξέλεγε ίνα ωριμάση και το σώμα και το πνεύμα του και να εξελιχθούν και αι σωματικαί λειτουργίαι και αι ψυχικαί του λειτουργίαι. Και δεν ημπορεί να υποστηρίξη κανείς ότι θα ήτο ευτύχημα να έλθη ώριμος, διότι τότε δεν θα ηδύνατο να υπάρξη πρόοδος εις τον πολιτισμόν μας, διότι, αν ο άνθρωπος ήρχετο πάνοπλος, δεν θα ήτο τίποτε άλλο παρά όπως η μέλισσα που έρχεται πάνοπλος με το ένστικτό της ή όπως το μυρμήγκι, τα οποία δεν δύνανται να κάμουν καμμίαν  πρόοδον πέρα από το σημείον εις το οποίον ευρίσκονται. – Όμως  ο άνθρωπος από γενεάς εις γενεάν προοδεύει, από χρόνο εις χρόνο προοδεύει, από αιώνα σε αιώνα μας εκπλήσσει δια τας ανακαλύψεις του και δια τα αγαθά του πολιτισμού και τούτο οφείλεται εις το ότι υπήρξε παιδί, διότι κατά την διάρκειαν  της παιδικής ηλικίας του εδόθη η ευκαιρία να ωριμάση και τας σωματικάς και τας ψυχικάς του ιδιότητας και τας ορμάς με τον πλέον καλύτερον προσηρμοσμένον τρόπον εις τας συνθήκας της ζωής. Δεν έρχεται με τελείας τας ιδιότητάς του, αλλά ωριμάζει η κρίσις όχι έξω από τη ζωή, μέσα στη ζωή μέσα εις τας συνθήκας τας οποίας έχει  δημιουργήσει κάθε φορά η ζωή στον άνθρωπο δια να αντιμετωπίζη κάθε φορά τα προβλήματα που παρουσιάζει η ζωή εις τον άνθρωπο. Δεν έρχεται με τέλεια τα όργανά του, άλλ’ έρχεται με την ικανότητα να τα κάμη τέλεια όχι όμως έξω από τη δράσι, αλλά μαζί με τη δράσι και μαζί με τη ζωή και μέσα στη ζωή και μόνον με τη ζωή. Είναι ανάγκη λοιπόν το παιδί να μένη παιδί όσον το δυνατόν περισσότερο χρόνο δια να έχη πλούτον, ποικίλου ζωής δια να ημπορή να αντιμετωπίση εκατοντάδες προβλημάτων, εκατοντάδες ζητημάτων και επί των προβλημάτων αυτών και επί του πλούτου αυτού της ζωής και μέσα εις αυτά τα προβλήματα να εξελιχθή, να ωριμάση, να προσαρμώση εις τας πραγματικάς ζωντανάς συνθήκας της ζωής και τας σωματικάς και τας ψυχικάς του λειτυοργίας. Δι’ αυτό ο εγκέφαλος του μικρού παιδιού δεν διαφέρει μόνον εις την ποσότητα από τον εγκέφαλον του ενηλίκου, αλλά κατ’ εξοχήν εις την διάπλασιν της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου. Και δι αυτό ο άνθρωπος όταν είναι μικρό παιδί εις την κρίσιν του, εις την  μνήμην του, εις την φαντασίαν του δεν διαφέρει κατά ποσότητα, δεν είναι η μνήμη του μικρού παιδιού ώριμη, αλλά κάπως ατελής εν συγκρίσει με του ενήλικου, δεν είναι της αυτής ποιότητος η κρίση του ενήλικου με την κρίσιν του μικρού παιδιού, άλλ’ η μνήμη και η κρίσις  του μικρού παιδιού είναι διαφορετικής ποιότητος. Δι αυτό ευχαριστούμεθα και γελώμεν όταν ακούμε τας πρώτας κρίσεις του μικρού παιδιού. Γελώμεν όταν λέγη ζάχαρι το χιόνι και όταν απλώνη το χέρι να πιάση το φεγγάρι. Δεν είναι ατέλεια των οργάνων του, δεν έχουν ωριμάσει ακόμη. Είναι διαφορετικής ποιότητος, διαφορετικώς λειτουργούν εις τα μικρά παιδιά από ό,τι λειτουργούν εις τους ενήλικους.- Έτσι λοιπόν ο σκοπός της παιδικής ηλικίας, ο ρόλος της παιδικής ηλικίας είναι σπουδαιότατος. Η παιδική ηλικία δεν είναι κάτι τι το περιττόν  και άξιον περιφρονήσεως και επομένως το σχολείον δεν δύναται να είναι ο τόπος όπου πρέπει το παιδί να βγάλη την παιδική του ηλικία, αλλά το σχολείον πρέπει να είναι ο τόπος όπου πρέπει να δημιουργηθούν όσον το δυνατόν πλουσιώτεραι και περισσότεραι περιστάσεις δια να ημπορή το παιδί να ζήση πλουσιώτερα και ποικιλώτερα, διότι τότε τόσον περισσότερον θα έχη την ευκαιρία να προσαρμώση τας σωματικάς και πνευματικάς του δυναμικότητας δια να τας κάμη περισσότερον ικανάς, να τις  ενηλικιώση και να βγη πάνοπλον εις την κοινωνίαν και να ζήση ανάλογα με το θείον πυρ που του έχει κληροδοτήσει η φύσις. Από το άλλο μέρος αν ρίξωμεν μια ματιά εις το παιδί θα ίδωμεν ότι όσο πιο μικρό είναι το παιδί τόσο και δεν έχει ακόμη ωρίμους ψυχικάς λειτουργίας. Γνωρίζωμεν από την ψυχολογία  του παιδιού ότι αι διάφοραι ψυχικαί λειτουργίαι δεν παρουσιάζονται πανέτοιμοι και πάνοπλοι όπως παραδέχεται η θεωρία των ξεχωριστών ψυχικών οντωτίτων, αλλ’ ότι χρειάζεται να βαδίση το παιδί ένα ανηφορικό δρόμο δια να μπορέση να εμφανίση τις διάφορες ψυχικές λειτουργίες και βαθμηδόν και κατ’ ολίγον να τας εξελίξη τας λειτουργίας αυτάς και επομένως το σχολείο έχει την υποχρέωσι να παράσχη όλα τα βοηθητικά εκείνα μέσα, μέσα εις τα οποία και με τα οποία θα βοηθηθή το παιδί ώστε εις την κατάλληλον στιγμήν που θα έπρεπε να εμφανισθή η Α ψυχική λειτουργία να εμφανισθή εις συνθήκας όσον το δυνατόν καλυτέρας. Και δεν έχω παρά να κάμω μίαν ωχράν παρομοίωσιν. Το παλαιόν σχολείον μου θυμίζει τον κηπουρόν εκείνον  ο οποίος για να μεγαλώσει γρήγορα την ροδακινιά την πιέζει από εδώ την πιέζει από εκεί την τεντώνει. Λησμονεί ο κηπουρός εκείνος ότι αυτός είναι ο εντελώς αντίθετος τρόπος διά να φθάση εις το αποτέλεσμα. Θα ακροτηριάση δι’ όλην του την ζωήν το δένντρο, ενώ ο σκοπός του σχολείου να αφήση τη ροδακινιά μόνη της να μεγαλώση , μόνη της να τραφή, να κάμη όλην την περίφημον φυσιολογικήν της εργασίαν, το δε χρέος αυτού είναι να εύρη και να δημιουργήση όλας τας ευνοϊκάς συνθήκας.
Εάν λοιπόν προσέξωμεν αυτήν την παρομοίωσιν την απλήν θα εννοήσωμεν καλλίτερον το χρέος μας εις το σχολείον εργασίας. Αφού ο ρόλος της παιδικής ηλικίας είναι πολυτιμότερος, αφού το παιδί  από όσα σας είπα δεν είναι ένας μικρός ενήλικος αλλά ένας ιδιαίτερος οργανισμός με ιδικήν του ζωήν και ατομικότητα με ιδικόν του έργον σπουδαιότατον την ωρίμανσίν του το σχολείον πρέπει να μη είναι ο κακός κηπουρός, άλλ’ ο καλός  κηπουρός που θα προπαρασκευάση όλους τους όρους δια να δυνηθούν την κατάλληλον στιγμήν να αναπτυχθούν αι διάφοραι ψυχικαί λειτουργίαι και να ωριμάσουν όπως πρέπει. Σκεφθήτε  διά μίαν στιγμήν την εντύπωσιν που θα μας έκαμε ο δάσκαλος που θα έπαιρνε ένα παιδάκι ενός έτους και θα το έβαζε να κάμη γυμναστική και θα επίεζε το παιδί να μάθη να περπατάει. Ε λοιπόν εις μίαν ωρισμένην στιγμήν της ηλικίας θα παρουσιάζετο η δυναμικότης του περπατήματος  και θα άρχιζε να εκδηλώνεται εκείνη την στιγμή, και όχι όταν θα ήθελε ο δάσκαλος. Λοιπόν χρέος μας είναι να διδάξωμε εις το παιδί  όχι τη φυσιολογία του περπατήματος, αλλά χρέος μας είναι να το βοηθήσωμεν το παιδί ώστε αυτή η ψυχική του λειτουργία η αφυπνησθείσα εις αυτήν την υφισταμένην στιγμήν να αναπτυχθούν όσον το δυνατόν καλλίτερον δια να τελειώση την εξέλιξή της και να περπατήση μόνο του το παιδί. Αλλοίμονο εις τον πατέρα και τον δάσκαλο που δεν θ’αφήση το παιδί να περπατήση μόνο του. Θα μου θυμίση τον παιδαγωγό εκείνο του Σικάγου ο οποίος θέλησε να μάθη όλα του τα παιδιά κολύμβημα. Έμαθεν εις όλα του τα παιδιά την θεωρίαν του κολυμβήματος, και όλα τα παιδιά επήραν άριστα εις την θεωρίαν. Με ενθουσιασμό μεγάλο τα έφερε τα παιδιά διά να πέσουν εις την θάλασσα. Το αποτέλεσμα ήτο ότι επνίγησαν όλα τα παιδιά. Ότι γίνεται με τα κολύμβημα που σας είπα και ότι γίνεται με το απλούν παράδειγμα του βαδίσματος, που σας είπα το ίδιο πρέπει να γίνει καθ’ όλην την διάρκειαν της παιδικής ηλικίας δι’ όλας τας ψυχικάς και σωματικάς λειτουργίας. Και σήμερα ακόμη και οι ψυχολόγοι του παιδιού εργάζονται  εντατικά δια να εύρουν, να πιστοποιήσουν εις ποίας ακριβώς στιγμάς της ζωής του παιδιού εμφανίζεται  η α ή η β δυναμικότης και όλο το έργο των ψυχολόγων συγκεντρούται εις το να πιστοποιήσουν την αλληλουχίαν της αφυπνήσεως των διαφόρων σωματικών και πνευματικών λειτουργιών, την ημέραν και την ηλικίαν που θα φανούν και θα εύρουν τα κατάλληλα μέσα που θα στεριώσουν την κάθε μίαν μόλις εμφανίζεται. Σημειώσατε ότι αν τυχόν εις την κατάλληλον στιγμήν που θα έπρεπε να εμφανισθή  η α ψυχική λειτουργία, αν τυχόν είχαμε λάβει αντίθετα μέτρα κατά 99% τα μέτρα του σπιτιού και του σχολείου είναι αντίθετα, αδιάφορον αν τα καταργεί το παιδί. – Σημειώσατε ότι αν την στιγμήν εκείνην ημείς ήχομεν λάβει αντίθετα μέτρα και εμποδίσαμεν την αφύπνισιν της α ψυχικής λειτουργίας προκαλούμε καταστροφή όχι μόνον διότι δεν θα λειτουργήση καλά η αφυπνισθείσα λειτουργία,  αλλ’ η μη κατάλληλος αφύπνισή της θα εμποδίση την αφύπνισιν νεωτέρας λειτουργίας, η οποία νεωτέρα και σπουδαιοτέρα θα εμφανισθή μόνον εάν έχει πριν προαφυπνισθή η προηγουμένη, που θα χρησιμεύση ως βάση δια να έλθη η νεωτέρα. Δια να γίνω αντιληπτός θυμηθήτε τας μεταμορφώσεις του βατράχου. Αν όταν ο βάτραχος είναι ψαράκι του κόψω την ουρά του τότε δεν γνωρίζω αν θα βγη ο βάτραχος ή αν άμα βγη δεν θα είναι σακάτης. – Ιδού η μεγάλη ευθύνη της παλαιάς παιδαγωγικής και ιδού που θέλει να στηριχθή η νεωτέρα. Σκεφθήτε ποίους κόπους καταβάλει το παιδί δια να μάθη να περπατάει μόνο του, δια να μάθη να ομιλεί. Τι κόπους καταβάλει διά να μάθη να σκέπτεται. Σύμφωνα με την ψυχολογία του παιδιού εις καταλλήλους στιγμάς αφυπνίζονται αι διάφορες λειτουργίες και βέβαια θα αφυπνίζεται πρώτα η μία έπειτα η άλλη, άλλη αρχίζει να αφυπνίζεται τώρα, σταματά ύστερα από λίγο  διά να αφυπνισθή άλλη και ούτω καθ’ εξής. Αυτά δεν έχουν ξεκαθαρισθή ακόμη. Άλλ’ εν πάσει περιπτώσει ημείς έχομεν ένα αλάθητο σημείο που μας δείχνει ποιες ψυχικές λειτουργίες του παιδιού έχουν αφυπνισθεί και εις ποίας πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή μας και ποιες πρέπει να βοηθήσουμε το έχουμε το αλάθητο αυτό σημείο χωρίς να γνωρίζουμε και χωρίς ακόμη να μας έχει ειπή η ψυχολογία του παιδιού την αλληλουχίαν της εξελιξεως των ψυχικών λειτουργιών του παιδιού. Και το αλάθητο αυτό σημείο μας είναι γνωστό, αλλοίμονο τι κατακρεούργηση έχει γίνει σ’ αυτό, μας είναι γνωστό, είναι το παιδικό ενδιαφέρον. Με τούτο δεν λέγομεν τίποτε άλλο, παρ’ ότι κάποια λειτουργία του παιδιού η πρώτη αφυπνίζεται και επιτακτικά ζητά από το παιδί να πραγματοποιήση τον ρόλον της να επιβληθή, να λειτουργήσει. Είναι ψυχική ανάγκη στο παιδί. Ή λοιπόν κάποια ψυχική λειτουργία πρωτοαφυπνίζεται ή παραλλήλως κάποια ψυχική λειτουργία που μόλις έχει αφυπνισθεί αυτήν την στιγμήν θέλει να εισέλθη εις την κίνησιν, να ζητήση να πραγματοποιήση τον εαυτό της. Μέσα εις τέτοιες στιγμές, ό,ταν τέτοιες ψυχικές λειτουργίες που το παιδί δεν τας ειξεύρει, τίθενται εις κίνησιν, τότε το παιδί  μας παρουσιάζει το ψυχικό εκείνο φαινόμενο, που το λέγομεν ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια το ενδιαφέρον είναι κάτι το οποίον βλέπουμε ημείς απ’ έξω, αλλά μέσα εις το παιδί υπάρχει επιτακτική ανάγκη δράσεως, επιτακτική ανάγκη να τεθή εις κίνησιν και λειτουργίαν η α ή η β ψυχική, και πρωτοαφυπνιζόμενη ή πρωτοεμφανισθείσα ψυχική λειτουργία. Τι δεν έχει γίνει εις το παλαιό σχολείον επ’ ονόματι του ενδιαφέροντος. Και όμως η ουσία του ενδιαφέροντος είναι εδώ και όταν λέγη «εδώ» εννοεί αυτό που είπα πρωτύτερα και θεωρώ υποχρέωσί μου να το επαναλάβω. Μέσα εις την ψυχήν υπάρχει μία ψυχική πείνα. Και όπως, όταν πεινά τις, αισθάνεται βαθύτατα την ανάγκη να πραγματοποιήσει την πείνα, να φάη, έτσι και όταν έχη το παιδί κάποια ψυχική λειτουργία, υπάρχει μέσα εις το παιδί η επιτακτική αυτή ανάγκη. Και δια μεν το παιδί είναι ανάγκη, δι ημάς δεν είναι το αληθινό ενδιαφέρον. Και δι αυτό, επειδή εις την ψυχήν του παιδιού είναι επιτακτική η ανάγκη, δι αυτό παραδίδεται το παιδί εις την ικανοποίησιν αυτής της ανάγκης. Αλλά με ποιο τρόπο γίνεται η ικανοποίησις; Με τη δράσι του παιδιού, με την κίνησιν του παιδιού. Άμα το παιδί αισθανθή την ανάγκη να κινηθή, δεν ημπορείς να το κρατήσης. Είναι σαν να το αφήνεις νηστικό. Απλούστατα κάτι αισθάνεται το παιδάκι μέσα του και είσαι κακός παιδαγωγός, άμα το παρανοήσης αυτό το κάτι. Και δια να γίνω σαφέστερος θα σας είπω: Ρίψατε μια ματιά εις τα παιχνίδια του παιδιού δια να ιδήτε τι θα είπη αληθινό ενδιαφέρον, τι θα είπη αφοσίωση του παιδιού. αλλά ποιο είναι το χαρακτηριστικό του παιχνιδιού; Τι άλλο είναι το παιχνίδι, παρά αυτοτελής  πραγματική ενέργεια και ενεργητικότης του παιδιού.
Κυρίαι και Κύριοι, βλέπετε ότι η ώρα είναι 12.30. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ δια την προσοχήν με την οποίαν με ακούσατε. Θα μου επιτρέψετε να μη προσθέσω περισσότερα, διότι εάν επιχείρουν να δώσω έστω και μίαν συντομωτάτην ανάλυσιν του παιχνιδιού που μου είναι απαραίτητη δια να εξαγάγω τα συμπεράσματα, που θέλω, δεν θα μου ήτο δυνατόν να  τελειώσω προτού περάσει μισή ώρα. Θα σας παρακαλέσω να με ακούσετε την ερχομένη Τετάρτη.-
(παρατεταμένα ζωηρά χειροκροτήματα).-


Διάλεξις Κου Κ. Σωτηρίου
18-02-1931
Το δακτυλογραφημένο κείμενο


Συκόκης. Κυρίαι και Κύριοι, και σήμερον θα ομιλήση ο Κος Σωτηρίου επάνω εις το ίδιο θέμα «Σχολείον εργασίας», θα κάνη δηλαδή συνέχειαν της ομιλίας του την οποίαν διέκοψε  προχθές, διότι βέβαια δεν ήτο δυνατόν να τελειώση. Ο Κος Σωτηρίου παρακαλείται να λάβη τον λόγον.
Κ. Σωτηρίου. Κυρίαι και Κύριοι, εις την πρώτην μου ομιλίαν της περασμένης Τετάρτης προσεπάθηα από το ένα μέρος να κρίνω το σημερινό παλαιό σχολείο και από το άλλο μέρος να δώσω την ψυχολογικήν βάσι που στηρίζεται η μέθοδος του νέου σχολείου. Είπα σχετικά με το παλαιό σχολείο ότι τα ααποτελέσματα που μας παρουσιάζει παρ’ όλους  του κόπους των δασκάλων και των παιδιών δεν είναι ικανοποιητικά, διότι το παλαιό σχολείο στηρίζεται επάνω εις 4 ψυχολογικάς πλάνας, που τις ανέπτυξα προχθές και που θα μου επιτρέψετε να τας αναφέρω και πάλιν. Αι πλάνες αυταί είναι: 1ον : το παλαιό σχολείο θεωρεί το μικρό παιδί σαν ένα μικρό ενήλικο, επομένως την παιδικήν ηλικίαν την θεωρεί σαν κάτι περιττό και άξιον περιφρονήσεως και καταλήγει δεύτερον εις το συμπέρασμα πως το παλαιό σχολείο φαντάζεται την ψυχήν του παιδιού σαν ένα άγραφο χαρτί και επομένως τρέχει μία ώρα αρχύτερα, πριν προφθάσουν άλλοι παράγοντες να εγχαράξη εις αυτήν την ψυχήν όλην την σοφίαν και όλας τας αρετάς του πολιτισμού του κόσμου. 3η πλάνη: Παραδέχεται πως η ψυχή του ανθρώπου και γενικά η ψυχή του παιδιού είναι ένα άθροισμα από ψυχικάς δυνάμεις που η μία είναι ανεξάρτητη από την άλλην, που συνεργάζονται μεν άλλ’ ημπορεί η μία ανεξάρτητα από την άλλην να δράση και να καλλιεργηθή. Και 4η πλάνη είναι: ότι το παλαιό σχολείο υπερεκτιμά τας διανοητικάς λειτουργίας της ψυχής ιδίως την κρίσιν και ακόμη περισσότερον την μνήμην. Από αυτάς τας ψυχολογικάς προϋποθέσεις ξεκινά το παλαιό σχολείο και καταλήγει σε μια κεντρική αντίληψι δια το έργον του, παραδέχεται ότι το κέντρον όλης της εργασίας εις το σχολείο και το σπίτι πρέπει να είναι ο δάσκαλος. Δεύτερον ότι η χαρακτηριστική ιδιότης της παιδικής ηλικίας είναι η δεκτικότης, η παθητική δεκτικότης και υπό την κεντρικήν αυτήν διπλήν αντίληψιν έχει μορφώσει την γνωστήν μέθοδον που παρ’ όλας τας τελειοποιήσεις και παρ’ όλας τας προόδους δυνάμεθα να την ανακεφαλαιώσωμεν εις τα εξής χαρακτηριστικά της. Πρώτον η παλαιά μέθοδος χαρακτηρίζεται διά το μπούκωμα των γνώσεων, αδιάφορον αν αι γνώσεις αύται είναι χρησιμοποιήσιμαι διά την παιδικήν ηλικίαν. Δεύτερον εγχάραξις εις το μυαλό του παιδιού όλων των δεκαλόγων των αρετών και τρίτον η απόλυτη κηδεμονία του παιδιού εκ μέρους του ενήλικου, του δασκάλου, της μητέρας ή του πατέρα. Επομένως θέλησις του παιδιού δεν υπάρχει. Κυριαρχεί η θέλησις του δασκάλου. Το παιδί ευρίσκεται εις ολοκληρωτικήν υποταγήν εις την θέλησιν των δασκάλων ή των γονέων. Απέναντι σ’ αυτήν  την κεντρικήν αντίληψιν του παλαιού σχολείου ανέφερα προχθές ότι το νέο σχολείο έχει μία άλλη κεντρική αντίληψι αντίθετη. Παραδέχεται ότι κέντρον της ζωής του σχολείου και της εργασίας πρέπει να είναι το παιδί. Δεύτερον παραδέχεται ότι η χαρακτηριστική ιδιότης της παιδικής ηλικίας δεν είναι η παθητική δεκτικότης του παλαιού σχολείου αλλά διαμετρικά αντίθετος, η κινητική ενεργητικότης, η δραστική ενεργητικότης του παιδιού. Και ξεκινώντας το νέο σχολείο από την κεντρικήν αυτήν αντίληψι διαμορφώνει την νέαν μέθοδον, την αρχήν της εργασίας. Σήμερον θ’ αναπτύξω την νέαν αυτήν μέθοδον, θα δώσω τα χαρακτηριστικά της νέας μεθόδου και εάν προφθάσω θα καταλήξω εις ένα δύο παραδείγματα επί της νέας αυτής μεθόδου επάνω εις την παιδικήν ηλικίαν. Προσεπάθησα εις την ομιλίαν μου εκείνην να υποδείξω που εστηρίχθη το νέο σχολείο δια να καταλήξη εις την αντίληψιν ότι κέντρον πρέπει να είναι το παιδί και ότι χαρακτηριστική ιδιότης του παιδιού είναι η κινητική του ενεργητικότης. Ανέφερα την άλλη φορά ότι το νέο σχολείο ξεκινά από ωρισμένες αντιλήψεις τις οποίες ανακεφαλαιώνω. Πρώτα το μικρό παιδί δεν είναι μικρός ενήλικος, αλλ’ είναι ένας ιδιαίτερος ιδιότυπος οργανισμός. Δηλαδή το μικρό παιδί δεν πρέπει να γίνει μία  ώρα αρχύτερα ενήλικος. Δεν έχει επομένως μόνον υποχρεώσεις έχει και δικαιώματα. Και το δικαίωμά του είναι ο μεγάλος προορισμός, ο προορισμός να γίνη  ενήλικος. Η παιδική ηλικία δεν είναι τι το περιττό, αλλ’ έχει σπουδαιότατον προορισμόν να δώση τον υλικόν χρόνον εις το παιδί ώστε να γίνη  ενήλικος. Και θα γίνη ενήλικος τότε μόνον όταν όλας τας δυναμικότητας -  είναι η δευτέρα ψυχολογική αντίληψις του νέου σχολείου- τας δυναμικότητας τας φυσιολογικάς και τας ψυχολογικάς κατορθώση να τας ωριμάση. Και αι δυναμικότητες αυταί τα ψυχικά φαινόμενα δηλαδή υπάρχουν εις το μικρό παιδί με μορφήν δυναμικήν, δηλαδή βαθμηδόν και κάτ’ ολίγον αφυπνίζονται και δεν  είναι επακριβώς καθορισμένη η εποχή που αφυπνίζονται. Ακόμη ερευνώνται τα ζητήματα αυτά. Αι δυναμικότητες αυταί καθ’ ορισμένον χρονικόν διάστημα αφυπνίζονται και ζητούν δυναμικά να δράσουν, να επιβληθούν, να πραγματοποιήσουν την δράσιν των να λειτουργήσουν διότι με αυτήν την λειτουργίαν και ασκούνται αι δυναμικότητες αυταί και σιγά σιγά ωριμάζουν, δηλαδή ασκούνται μέσα εις την πραγματικήν ζωήν, μέσα εις τα προβλήματα της ζωής που παρουσιάζει το περιβάλλον εις το παιδί και επάνω εις αυτά τα προβλήματα αι δυναμικότητες αυταί ωριμάζουν μέχρις ότου χάρις εις την δράσιν του παιδιού φθάνουν εις το ανώτατον στάδιον της ωριμάνσεως και τότε λέγομεν ότι το παιδί άφησε το παιδί της παιδικής ηλικίας και έγινε ενήλικος. Και όταν αφυπνισθούν αι δυναμικότητες αυταί που ευρίσκονται εις τον ψυχικόν οργανισμόν, δημιουργείται μέσα εις το είναι του παιδιού σαν κάτι που το σπρώχνει το παιδί δια να δράση, που το σπρώχνει το παιδί θέλοντας, και μη να καταβάλη ενέργειαν σαν την πείνα που μας αναγκάζει να ψάξουμε να εύρουμε δια να φάμε. Δημιουργούνται ψυχικές ανάγκες και αυταί αι ψυχικαί ανάγκαι, αυτά τα ελατήρια αυτά είναι εκείνο που ονομάζομεν παιδικόν ενδιαφέρον. Είναι λοιπόν το ενδιαφέρον το παιδικόν το σημείον εκείνο το παιδικόν που μας δείχνει ότι εις την ψυχήν του παοδιού κάτι γίνεται, κάτι απόγινεν η ψυχή του και γνωρίζωμεν ημείς τι είναι αυτό το κάτι. Πρέπει να είναι μία δυναμικότης που επιζητεί επιτακτικώς και δι αυτό είπεν το παιδί να ικανοποιηθή επομένως τα ενδιαφέροντα τα παιδικά –και εις τους ενήλικους το ίδιο πράγμα συμβαίνει – είναι τα σημεία εκείνα που δείχνουν ότι κάτι τρέχει στην ψυχή του παιδιού, ότι ζητεί ικανοποίησιν αυτού και πως πρέπει να ικανοποιηθεί αυτό το κάτι. Αυτά είπα εις την περασμένην μου ομιλίαν. Μια από τας καλλιτέρας αποδείξεις διά την ιδικήν μου αντίληψι, η καλλιτέρα απόδειξις πως η θεωρία του παλαιού σχολείου είναι σφαλερά και πως αι αντιλήψεις αι ψυχολογικαί του νέου σχολείου είναι σωσταί, μίαν από τας καλλιτέρας αποδείξεις μας δίνει ολοφάνερα η έρευνα της ψυχολογίας εις το παιχνίδι του παιδιού. – Θα μου επιτρέψετε να επαληθεύσω και την πλάνην του παλαιού σχολείου και την αλήθεια του νέου σχολείου επάνω σε μια μικρή έρευνα που θα κάνω σχετικά με το παιχνίδι του παιδιού. – Έλεγα λοιπόν ότι την καλλιτέραν απόδειξιν κατ’ εμέ δια την σφαλερότητα των ψυχολογικών αντιλήψεων του παλαιού σχολείου, όπου θα στηριχθή  η νέα μέθοδος, μας την παρέχει  η έρευνα εις το παιχνίδι. Θα μου επιτραπή να την κάμω την έρευνα αυτή σήμερα δια να καταλήξωμεν εις τα κυριώτερα χαρακτηριστικά της νέας μεθόδου. Τι στάσιν ελάμβανεν το παλαιόν σχολείο απέναντι εις το παιχνίδι του παιδιού. Όλοι γνωρίζομεν ότι το παιχνίδι και όσο μικρότερο είναι το παιδί, τόσο περισσότερο,  το παιχνίδι πιάνει όλη τη ζωή του παιδιού. Παίζει το παιδί από το πρωί μέχρι το βράδυ, παίζει και την ώρα που τρώγει, παίζει και την ώρα που κοιμάται ακόμη όλη η ζωή του παιδιού πιάνεται από το παιχνίδι. Αι λοιπόν απέναντι από αυτήν την δραστικοτάτη ενέργεια του παιδιού, το παλαιό σχολείο έχει λάβει καθαρά αντίθετα εχθρική στάσι. Το παλαιό σχολείο θεωρεί το παιχνίδι σαν κάτι το περιττό, άσκοπο, χαμένο καιρό και θεωρεί το παιχνίδι και βλαβερό, διότι εμποδίζει το παιδί, του απορροφά τον χρόνο, που θα έπρεπε να διασώση το παιδί δια τη σοβαρά του ενασχόλησι , που είναι τα μαθήματά του. Και υποστηρίζει το παλαιό σχολείο την αντήληψίν του αυτή με ένα μοναδικό θα ελέγαμε επιχείρημα, το οποίον όσο και αν φαίνεται σοβαρόν εις την βάσι του, είναι καθαρά σοφιστεία. Υποστηρίζει δηλ. το επιχείρημα ότι η ζωή είναι σκληρή, ότι η ζωή ζητεί κόπους, ότι η ζωή ζητεί την καταβολή θελήσεως και ζητεί εργασία ακόμη, η οποία δεν είναι ευχάριστη. Εις αυτή τη ζωή θα ρίψουμε το παιδί, θα ασκήσουμε το παιδί εις τη σοβαρά ενασχόλησι εις τη δυσάρεστη εργασία, διότι έτσι θα κάνουμε τη θέλησί του δια να αντιμετωπίση τη σκληροτητα της βιοπάλης. Αν δεν γίνει τούτο διατρέχομεν τον κίνδυνο να κάμουμε την ψυχήν του παιδιού πλαδαρή.-
Αν εξετάσουμε ολίγον την αντίληψιν αυτή, του παλαιού σχολείου, αν ερευνήσουμε όλα τα επιχειρήματα αυτά, θα ίδωμεν ότι εις το βάθος κρύπτεται καθαρά η βασική αντίληψι του παλαιού σχολείου ότι το παιδί  είναι ένας μικρός ενήλικος και ότι η παιδική ηλικία δεν έχει κανένα δικαίωμα να χαρή τον εαυτό της, ότι έχει μόνη υποχρέωση και επομένως ό,τι αποτελεί τη ζωή του μικρού παιδιού είναι άξιον περιφρονήσεως και το παιχνίδι πρέπει να είναι αποδιοπομπαίος τράγος από το σχολειό και κατήντησε το παλαιό σχολειό να γίνη αιτιολογία διαζυγίου μεταξύ του παιχνιδιού και του παιδιού. Και  κατήντησε να είναι το σχολειό τόπος πινεράς εργασίας και όχι ο τόπος που θα ζήση το λουλούδι που λέγεται παιδί. –
Το νέο σχολειό λαμβάνει στάσιν φιλικωτάτην απέναντι του παιχνιδιού, διότι θεωρεί το παιχνίδι ως ένα μοναδικόν μέσον που έμφυτα η φύσις έδωσεν εις το παιδί. Θεωρεί το παιχνίδι ως ένα μοναδικόν μέσο δια να αυτοδιδαχθή διά να αυτοκαλλιεργήση την ψυχήν του, θεωρεί επομένως το παιχνίδι ως ένα μοναδικό μέσο και διά την μάθησιν και δια την νοοτροπίαν και την αγωγήν του παιδιού και ακόμη περισσότερον, διότι θεωρεί τοπαιχνίδι ως ένα μοναδικό μέσο δια να λύη κάθε φορά το παιδί τα ατομικά του προβλήματα. Κάθε φορά που θα παρουσιασθή εις ένα παιδί, ένα πρόβλημα έχει ένα μοναδικό μέσο δια να το λύση, έχει το παιχνίδι. Η αντίληψις αυτή του νέου σχολείου στηρίζεται εις δύο θεωρίας  που έχουν γίνει διά το παιχνίδι. Σας είναι γνωστή η θεωρία της ψυχαναλύσεως του ………………………………..Ο ψυχολόγος αυτός εξήτασε εις όλα τα ζώα και εις τον άνθρωπον ακόμη, εστηρίχθει δε εις τα εξής περιστατικά: Πρώτον όλα τα παιδιά όλων των ζώων παίζουν. Δεύτερον όλα τα παιδιά όλων των εθνών, όλων των φυλών, όλων των βαθμίδων του πολιτισμού παίζουν και το σπουδαιότερον όλα τα παιδιά ολίγον ή πολύ παίζουν αδιακρίτως της βαθμίδος του πολιτισμού παίζουν τα ίδια παιχνίδια και ακόμη το κάθε γένος ζώων παίζει τα ιδικά του παιχνίδια, η γάτα παίζει τα ιδικά της παιχνίδια, ο σκύλος επίσης, ο γάϊδαρος  επίσης, η έλαφος ό άνθρωπος. Και αν ολίγον προσέξωμεν, θα ίδωμεν ότι τα παιχνίδια κάθε ζώου είναι μια …………..εργασία που κάμνει δια να προασκήση βασικάς λειτουργίας του γένους. – π.χ. το κατσικάκι παίζει με τα κέρατά του, διότι αυτά είναι το μοναδικό του όπλο δια να αντιπαλαίση εις τη ζωή, αφού είναι υποχρεωμένο από τη φύση να ασκήση όσο το δυνατόν περισσότερο την ικανότητα  τού επιθετικού αυτού όπλου και του αμυντικού, με το οποίον θα κατορθώση να σώση τη ζωή του. – Το ίδιο κάνει και ο γάϊδαρος παίζει με τα πισινά του πόδια, αφού το μέσον με το οποίον αμύνεται είναι η κλωτσιά και πρέπει ν’ ασκήση τα πισινά του πόδια.-Είναι το όπλο με το οποίον έχει προικίσει η φύσις το ζώον αυτό δια να διατηρήση τη ζωή του` Τα μικρά κοριτσάκια παίζουν με τις κούκλες. Ό,τι και αν κάμωμεν, θα παίζουν τις κούκλες, διότι έχουν τον προορισμόν να γίνουν μητέρες και πρέπει να προασκηθή και εκεί προασκείται το μητρικό της ένστικτον, χωρίς το κοριτσάκι να πάη σε κανένα  σχολειό. Μόνο του το μικρό κοριτσάκι παλεύει, και παλαίει από τη στιγμή που θα εξυπνήση με τις κούκλες, διότι θα το αναγκάζη η φύσις να προασκηθή εις τα καθήκοντα της μητρός. Και έτσι το αγοράκι παίζει με μανία τους κλέφτες , του ληστές, το τσάκωμα διότι ένα από τα σπουδαιότερα και για τους άνδρες και φυσικά και για τις γυναίκες , είναι το πολεμικό του ένστικτο, το μαχητικό του ένστικτο με το οποίον πρέπει να αμύνεται και να επιτίθεται διά να ημπορέση να ζήση εις την ζωή του.-
Αυτή είναι η μία θεωρία του νέου σχολείου και όπου στηρίζει τον κεντρικό του προορισμόν. Παράλληλα όμως με την θεωρία αυτή δια το παιχνίδι η ψυχαναλυτική σχολή παραδέχεται ότι το παιδί παίζει δια να λύση τα ατομικά του προβλήματα. Πόσες φορές δεν παρουσιάζονται τέτοια προβλήματα εις το μικρό παιδί. Και θα μου επιτρέψητε τη στιγμή αυτή να γενικεύσω τη φράσι του …………….ο οποίος μας λέγει : θεωρούμε την παιδική ηλικίαν σαν τον επίγειο παράδεισο` θεωρούμε ότι δεν έχει φροντίδες και πόνους ότι δεν έχει βάσανα την νοσταλγούμεν την παιδική ηλικία και καμαρώνουμε διά την χαρά και την ευτυχία.- Και όμως αν ίδωμε την καθημερινή ζωή του παιδιού θα ιδούμε ότι έχει πολλά προβλήματα να επιλύση τα οποία ημείς οι μεγάλοι ημπορούμεν να τα λύσουμεν, αλλά το μικρό παιδί δεν είναι εις θέσιν, διότι αι ψυχικαί του ικανότητες δεν έχουν ακόμη δημιουργηθή και ωριμάση, το μικρό παιδί δεν είναι εις θέσιν να τα λύση αυτά τα πράγματα. Παράδειγμα: το μικρό παιδί εις το σπίτι θέλει να παίζει` εσύ κάθεσαι εις τι γραφείο σου και δέχεσαι την α επίσκεψη και θέλεις να συζητήσης και το παιδί φωνάζει και το εμποδίζεις αυτή τη στιγμή από του να φωνάζη,  του σταματάς τη ροή του ψυχικού του βίου, διότι ο ψυχικός του βίος είναι υποχρεωμένος να ακολουθήση τη ροή αυτή` του το εμποδίζεις αυτό με το μειλίχιο τρόπο, με τον κακό τρόπο, οπωσδήποτε το εμποδίζεις` του δημιουργήτε επομένως ένα πρόβλημα: Δηλ. το παιδί θέλει εκείνη τη στιγμή  να δράση, εσύ όμως δεν το αφήνεις` έπειτα το παιδί εκεί εις το σαλόνι που έχεις το βάζο θέλει να το ίδη, θέλει να το πιάση, διότι θέλει να το κατακτήση, άλλ’ εσύ φοβείσαι μη το σπάση, και δεν το αφήνεις το παιδί, αυτό όμως θέλει να το ίδη.
Νέον πρόβλημα. Το παιδί σε βλέπει που πηγαίνεις με τη γυναίκα σου. Σου λέγει: Μπαμπά, πάρε με και μένα, του λέγεις ότι δεν κάνει` το μικρό παιδί θέλει να έλθη, διότι αι ψυχικαί του λειτουργίαι, αι αφυπνισθείσαι το ωθούν να ίδη  διάφορα πράγματα. Ένας νέος πόνος γίνεται μέσα του. Δημιουργείται μέσα του νέον πρόβλημα, το οποίον δεν ημπορεί να το επιλύση, διότι, αν ήτο έφηβος θα έπαιρνε το καπέλο του και θα έφευγε άλλ’ εις μικρά ηλικία δεν ημπορεί να βγη και επομένως κάθεται.- Επήγα μια μέρα προ ενός-δύο ετών εις το σπίτι ενός πάρα πολύ καλού μου φίλου. Ο φίλος μου αυτός έχει ένα αγοράκι, Αντώνη. Μόλις εμπήκα μέσα μου λέγει. Κύριε Σωτηρίου, εγώ είμαι ο μπαμπάς σήμερα` Δημήτρη, πήγαινε έξω, διότι έχω να εργασθώ με τον κ. Σωτηρίου.-
Άλλο παράδειγμα: Μπαμπά, θέλεις να είμαι σήμερα εγώ η γυναίκα σου; Θα με λέγεις : Μαρία` εσύ, μαμά, θα μείνης εις το σπίτι` θα πάω εγώ επίσκεψη. Είσαι μικρό παιδί, θα μείνης σπίτι.-
Τρίτο παράδειγμα: Ένα μικρό παιδί ήτο άρρωστο` ήτο η εποχή που είχαν βγει τα κεράσια, ήθελε να φάη κεράσια` επιτακτική ανάγκη το έσπρωχνε να φάη κεράσια. Ο ιατρός το εμπόδισε, ο πατέρας είπε εις το παιδί δεν κάνει να φας κεράσια` την άλλην μέρα το πρωί στο κρεβάτι επάνω πήγε στον μπαμπά, του λέγει τι ωραία κεράσια ήταν; Φωνάζων την υπηρέτρια ανήσυχος` η υπηρέτρια του είπε ότι τα κεράσια είναι όλα` τι είχε συμβεί; Εις τον ύπνο του το μικρό παιδί είχε φάει όλο το καλαθάκι που του είχε στείλει ο παππούς` θα ίδατε εις τα παραδείγματα αυτά με ποιό τρόπο έλυνε το παιδί τα ατομικά του προβλήματα και ακριβώς διότι είχε τον τρόπον αυτόν. Δι αυτό σκορπά ολόγυρά του η χαρά και μας φαίνεται ευτυχισμένο το μικρό παιδί, όχι διότι έχει προβλήματα, αλλά διότι με το παιχνίδι κρατή εις το χέρι του ένα μαγικό ραβδί που το οποίον λύει όλα του αυτά τα προβλήματα: τρώγει κεράσια, γίνεται γυναίκα του πατέρα και βγαίνει μαζί επίσκεψι, γίνεται πατέρας.-
Επάνω εις αυτάς τας δυο θεωρίας, εις την θεωρίαν της προασκήσεως και εις την ψυχαναλυτική θεωρίαν της ικανοποιήσεως των ατομικών προβλημάτων του μικρού παιδιού στηρίζεται η στάση του νέου σχολείου απέναντι εις το παιχνίδι.- θα μου επιτρέψητε να πάρω ένα παράδειγμα κάπως προσφορώτερο.-
Ας πάρουμε το κοριτσάκι που παίζει με τη κούκλα της. Βλέπετε αυτό το κοριτσάκι; Ας το ίδωμε όλοι μαζί. Κρατάει την κούκλα, τη χτενίζει ένας παρατηρητής που στέκει έξω από τη ψυχή του παιδιού θα ίδη δύο χαρακτηριστικά γεγονότα: ότι παρ’ όλην την θλίψιν την οποίαν ημπορεί να αισθάνεται το μικρό παιδί, που παίζει με την κούκλα, διότι η κούλα είναι άρρωστη, μέσα εις το πρόσωπον του παιδιού σκορπάει η χαρά. Αυτό δεν ημπορεί να το αμφισβητήση κανείς. Δεύτερο όλο το παιδί έχει αφοσιωθεί εις το παιχνίδι. Έχει αφοσιωθεί εις την εργασία αυτή, το παιχνίδι, ολόκληρο το σώμα του και ολόκληρη την ψυχή του, όλες του αι σωματικαί και πνευματικαί λειτουργίαι εις την βαθμίδα της εξελίξεως που ευρίσκονται έχουν τεθή εις την υπηρεσίαν του σκοπού, ο οποίος σκοπός δια το μικρό παιδί είναι να παίζη.- Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δεν δύναται να τα αμφισβητήση κανείς.-
Αν ολίγον θέλωμεν να εμβαθύνωμεν, θα ίδωμεν ότι το μικρό παιδί έχει θέσει όλη του τη ψυχή και τας σωματικάς του δυνάμεις τας έχει αφοσιώσει εις το παιχνίδι. Και επομένως εις την εργασίαν αυτήν που κάμνει, αδιαφορεί, αν ημείς δεν την θεωρούμεν σοβαράν εργασίαν` Έχει αφοσιώσει εις αυτήν την εργασίαν όλην του την ψυχήν και ακόμη την έχει αφοσιώσει χωρίς κανείς να του το είπη και ακόμη αν κανείς από ημάς τους ενήλικους θέλει να το βοηθήση εκεί ή να το σταματήση, θα ίδη εξαγριωμένα τα μάτια του μικρού παιδιού ή τα κλάματα, μίαν έντονην διαμαρτηρίαν και αν προχωρήσωμεν ακόμη, θα ίδωμεν  ότι το κύριον χαρακτηριστικόν την ώρα που παίζει το παιδί είναι μία πλουσιωτάτη ενεργητικότης του παιδιού: κτενίζει την κούκλα, της αλλάζει τα ρούχα, τη βάζει να κάνει μπάνιο, της βάζει φαγητό, της δίδει, όταν είναι άρρωστη καθάρσιο, έπειτα τρέχει στην κουζίνα, ευρίσκεται  τέλος πάντων εις μίαν αεικίνητον δράσιν το μικρό παιδί και ευρίσκεται εις αυτή την αεικίνητο δράσι, διότι το εννοούμε τώρα, διότι κάτι μέσα του το σπρώχνει το παιδί δια να πάρη την αεικίνητη δράσι. Και αυτό το κάτι είναι κάποια ψυχική αν θέλετε λειτουργία που, ή δια πρώτη φορά αφυπνίζεται ή επομένως ζητεί επιτακτικά να δράση και να πραγματοποιήση τον εαυτόν της ή κάποια αφυπνισθείσα ψυχική λειτουργία ή κάποιον ένστικτον που έχει ξυπνήσει και ζητά επιτακτικά να εξακολουθήση την δράσιν του ή κάποια επιθυμία μένει ανικανοποίητη στο παιδί ή κάποιο σταμάτημα έχει συμβεί και δι αυτό καταβάλει πάσαν του την δύναμιν. Αν τώρα ολίγον ακόμη αντικρίσωμεν το παιχνίδι με κάποια διαφορετική άποψι, με παιδαγωγική άποψι, με παιδαγωγικοψυχολογική άποψι τότε θα ίδωμεν τα εξής: Πρώτον, το παιδί είναι μια εστία δράσεως επάνω εις το παιχνίδι` σκορπά ενέργεια η δράσις του από όλους τους πόρους του σώματός του και της ψυχής του` είναι μια εστία δράσεως: Δεύτερον, όλος του ο ψυχικός κόσμος και αι ψυχικαί και αι σωματικαί λειτουργίαι έχουν τεθή εις την υπηρεσίαν αυτής της δράσεως. Επομένως η μνήμη, η κρίσις, η φαντασία, ο συλλογισμός, η δεξιότης της χειρός και γενικώς όλαι αι ψυχικαί αυταί δυνάμεις που τας εφαντάζετο η παλαιά ψυχολογία ανεξαρτήτους ενότητας, όλαι αυταί έχουν συντρέξει τώρα εις τον αντικειμενικόν σκοπόν που έχει το παιδί, και ο σκοπός αυτός εξωτερικά κρινόμενος είναι η τελείωσις του παιδιού, εσωτερικά όμως κρινόμενος είναι η άσκησις και η ανάπτυξις και η εξέληξις μιάς βασικής ανάγκης, μιάς βασικής λειτουργίας, επομένως ενός βασικού ενστίκτου του παιδιού. Την στιγμήν όμως που όλαι αυταί αι σωματικαί και πνευματικαί δυνάμεις του παιδιού έχουν προστρέξει δια να αποτελέσουν τον αντικειμενικόν σκοπόν του παιδιού, την στιγμήν αυτήν χωρίς να το εννοήση το παιδί έχουν εις τα χέρια των ζωντανόν υλικόν, όχι αφηρημένον αλλά ζωντανό και χειροπιαστό υλικό δια να ασκηθούν και αυταί αι ψυχικαί ικανότητες. Το παιδί ασκεί την μνήμην του αυτήν την στιγμήν όταν παίζει με την κούκλαν θυμάται που έχει βάλει το α  μεταξωτό φορεματάκι της κούκλας και το παίρνει την κατάλληλη στιγμήν δια να το χρησιμοποιήση. Ασκεί την κρίσιν του την παρατηρητικότητα, τα ασκεί ξεχωριστά το ένα από το άλλο, τα ασκεί αυτά, διότι έχει βάλει τας ψυχικάς αυτού ικανότητας εις την υπηρεσίαν ενός σκοπού παιδικού βέβαια, τας έχει βάλει εις την υπηρεσίαν αυτάς τας ικανότητας και επομένως λειτουργούν αυταί αι ψυχικαί του δυνάμεις, αν θέλετε, δια να επιτελέσουν ένα σκοπόν και αφού τον ικανοποιήσουν αυτόν τον σκοπόν, ταυτοχρόνως και αυταί ασκούνται. Δεν μας επιτρέπεται να φαντασθώμεν ότι αι ψυχικαί αυταί λειτουργίαι είναι ξεχωρισταί οντότητες. Βλέπομεν κάτι τι άλλο ότι ό,τι και αν πάρη το παιδί ό,τι και αν κάνει εις το παιχνίδι, οιανδήποτε λειτουργίαν ψυχικήν και αν έχει βάλει εις ενέργειαν επάνω εις το  παιχνίδι, βλέπομεν ότι όλα αυτά είναι απλούστατα όργανα με τα οποία προσπαθεί το παιδί να ικανοποιήση τον εαυτόν του, να εξυπηρετήση μίαν ψυχικήν του ανάγκην. Είναι επομένως μνήμη και κρίσις, ο συλλογισμός είναι ψυχικά όργανα τα οποία μεταχειρίζεται το παιδί εις την κατάλληλον στιγμή δια να επιτελέση ένα ιδικό του σκοπό.
Ιδού το τεράστιο σφάλμα του παλιού σχολείου όταν δίδη τα εγχειρίδια με τας επιστημονικάς θεωρίας και τα διάφορα άλλα όργανα ,τα οποία ποτέ το παιδί δεν θα χρησιμοποιήση δια να ικανοποιήση ιδικάς του ανάγκας, αλλά πρέπει να μάθη αυτά, πρέπει να μάθη την Αττικήν δευτέραν κλίσιν, διότι θα την συναντήση εις τον Πρωταγόραν, ενώ βεβαιότατα τα 100 παιδιά δεν θα ανοίξουν Πρωταγόραν.
Εδώ εννοείτε την αντίληψι του παλαιού σχολείου, και του νέου σχολείου. Αι πνευματικαί αυταί λειτουργίαι του παιδιού, δεν είναι τίποτε άλλο παρά όργανα ψυχικά, διανοητικά όπως τα χέρια μας, τα πόδια μας ,με τα οποία επροίκισεν η φύσις τον άνθρωπον δια να τα χρησιμοποιή εις την κατάλληλη στιγμή δια να επιτελέση ένα ιδικόν του σκοπό. Και προκειμένου δια το παιχνίδι τα χρησιμοποιεί αυτά το παιδί δια να επιλύση τον αντικειμενικό του σκοπό, και ο αντικειμενικός σκοπός είναι να καλλιεργήση τα ατομικά του προβλήματα. –
Άλλ’ ακόμη κάτι άλλο βλέπομεν. Βλέπομεν ότι το μικρό παιδί εις το παιχνίδι χρησιμοποιεί και του κόσμου τα εξωτερικά όργανα. Χρησιμοποιεί πανιά, κουζίνα, σίδερο μικρό, ότι άλλο, ακόμη αν θέλετε, ένα σωρό όργανα εξωτερικά, τα περίφημα εποπτικά μέσα του παληού σχολείου, τα χρησιμοποιεί όχι διότι το θέλω εγώ, αλλά τα χρησιμοποιεί διότι αυτό το όργανο του χρησιμεύει δια να επιτελέση με το εργαλείο αυτό το σκοπό του: επομένως όλα τα εργαλεία τα εξωτερικά έρχονται εις την κατάλληλην στιγμήν. Από παιδαγωγικής απόψεως ανακαιφαλεούντες τας παρατηρήσεις αυτάς επάνω εις το παιχνίδι, θα ελέγωμεν ότι το μικρό παιδί είναι μία αυσία δράσεως, εστία ενεργείας με όλα τα μέσα και του σώματος και της ψυχής, ακόμη και εις το παιχνίδι που κάθεται με εσταυρωμένα τα χέρια. Η χαρακτηριστική λοιπόν ιδιότης του παιδιού την ώρα που παίζει είναι η ενεργητικότης. Δεύτερον το παιδί ενεργεί όχι διότι τα παρήγγειλε κανείς ενήλικος, όχι από επιβολήν εξωτερικήν, όχι από κηδεμώνος τινός ενέργεια, ενεργεί από εσωτερική ανάγκη και δι αυτό ό,τι κάμνει, το κάμνει μόνο του, το θέλει μόνο του. Επομένως κάνει χρήση της θελήσεώς του. Και την στιγμήν αυτήν που θέλει εκατοντάδα εμπόδια ημπορεί να υπερνικήσει το παιδί, είναι ικανόν και τις δυσκολότερες ακόμη εργασίες να επιτελέση, επομένως καταβάλει περισσοτέραν ενέργειαν της θελήσεώς του, πότε είναι ικανόν ακόμη και το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως να αποκοιμήση, και βλέπομεν πολλά παιδιά που είναι απορροφημένα εις το παιχνίδι να αποκάμνουν και να αποκοιμώνται επάνω εις το παιχνίδι, χωρίς να φάγουν το βράδυ. Αποκοιμίζεται ακόμη και το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως. Είναι λοιπόν το πρώτο παιδαγωγικό πόρισμά μας ότι το παιδί, από την έρευνα που κάναμε του παιδιού, μας παρουσιάζεται ως μία εστία της ενεργητικότητος, η οποία μπαίνει εις δράσιν από εσωτερικήν ανάγκην και όχι από εξωτερικήν επιβολήν.
Δεύτερον το παιδί μανθάνει από το παιχνίδι και πράγματα και αντικείμενα και από το άλλο μέρος καλλιεργεί και τας πνευματικάς του ικανότητας μόνο του κατά τον καλλίτερο τρόπο. Διότι πως μαθαίνει; Έναν αιώνα ολόκληρον αγωνίζεται η παιδαγωγική δια να εφαρμόση την περίφημη αρχή της εποπτείας. Ένα ολόκληρο αιώνα βασανίζεται το παλιό σχολειό. Δεν την έδωσε το παλιό σχολειό, μας τι δίδει το μικρό παιδί, διότι  δεν μανθάνει τίποτε αφηρημένα, αλλά με χειροπιαστά υλικά και η δράσις του απλώνεται ώστε φθάνει το υλικό το οποίον έχει. Που θα είπη ότι με τον ίδιο τρόπον έπρεπε να εφαρμόσωμεν και ημείς την αρχή της εποπτείας και τρίτον χρησιμοποιεί το παιδί την διανοητικήν του λειτουργίαν όχι ξαφνικά ούτε σε ακατάλληλη στιγμή,  αλλά σε κατάλληλες στιγμές και αυτές δεν είναι εκείνες που ημείς βρίσκομεν, αλλά εκείνες  που θέλει το παιδί να ικανοποιήση μια εσωτερική του ανάγκη, τότε θα βάλη σε λειτουργία και την κρίση του και το συλλογισμό του και όλα μαζί. Ένας παραλληλισμός με το παλιό σχολειό: το παλιό σχολειό δίδει του κόσμου τα μαθήματα και τα δίδει την ώρα που θέλει αυτό. Αν έχει ή δεν έχει όρεξη το παιδί δεν ενδιαφέρεται` το μόνο που ζητεί είναι να ακροάται παθητικά το παιδί. Επάνω εις το παιχνίδι το παιδί θα πάρη όλες μαζί τις δυνάμεις του και την κάθε μία εις την κατάλληλην στιγμήν. Αυτό εδέχθη η αρχή της ενιαίας διδασκαλίας. Εδώ έχετε τον πυρήνα της αρχής της εργασίας. Όλαι αι πνευματικαί λειτουργίαι πρέπει να τεθούν εις κίνησιν εις την κατάλληλη στιγμή και όχι κάθε μία ξεχωριστά. Επομένως όλα τα μαθήματα που είναι αποκρισταλλωμένα η γνώσις του κοινωνικού ανθρώπου πρέπει να δοθούν εις στιγμή κατάλληλη δια τα παιδιά και πρέπει να δοθούν δια να χρησιμεύσουν ως προέκτασις των ψυχικών του οργάνων, δια να επιτελέση το παιδί τον σκοπό τον οποίον έχει βάλει. Έτσι λοιπόν δια να ανακεφαλαιώσω άλλη μια φορά το παιδί εις το παιχνίδι του επάνω μας παρουσιάζει μια δράσι του έντονη και λέγομεν ότι η  χαρακτηριστική ιδιότης του παιδιού είναι η κινητική του, η οραματική του ενεργητικότης, 2) το παιδί δρα από εσωτερική ανάγκη, και πηγή επομένως της δράσεως είναι ο ίδιος ο εαυτός του όχι η εξωτερική θέλησις.
Συμπέρασμα: Πρέπει να έχη το παιδί και εις το σπίτι και εις το σχολείο ελευθερία απόλυητη, διότι τότε μονάχα ημπορεί να βάλη εις κίνησι να ικανοποιήση τις ανάγκες που αισθάνεται αυτό το ίδιο το παιδί. Το παιδί μανθάνει, μορφώνεται εις τη συμπεριφορά του μόνο του, όλα πηγάζουν από τα μέσα του. 4) Το παιδί εις το παιχνίδι εργάζεται εποπτικά, ώστε το παιδί εργάζεται ενεργητικά, αυθόρμητα με την ψυχή ελεύθερη εποπτικά. Με ολίγα λόγια η κεντρική αντίληψις του νέου σχολείου, από την έρευνα που εκάμαμε  εις το παιχνίδι, νομίζω ότι βγαίνει εις τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας μεθόδου, βάσις της νέας μεθόδου είναι η ενεργητικότης του παιδιού. Δι αυτό φέρει και το όνομα «αρχή της εργασίας» και όρος «εργασία» ανακατεύει ολίγο το πράγμα, διότι και εις το παλιό σχολείο δουλεύει το παιδί. Δι αυτό θα έλεγα «αρχή της ενεργητικότητος» δια να δηλώσωμεν ότι η βάσις της νέας μεθόδου η κυρία ιδιότης της παιδικής ηλικίας είναι η ενεργητικότης. Δεύτερον όλα τα μαθήματα, όλες οι γνώσεις, θα δίδωνται εις το παιδί όχι δια να το μπουκώσουμε, αλλά εις την κατάλληλη στιγμή ως όργανα διανοητικά δια να του λύσουν ωρισμένη ανάγκη, την οποίαν έχει το ίδιο το παιδί είτε ημείς  οι ενήλικοι εφροντήσαμεν δια να τους εξυπνήσουμεν. Και τρίτον η νέα μέθοδος θα συντρέχη και θα εφαρμόση πλέον κατά τον πραγματικόν τρόπον την αρχήν της εποπτείας θα δημιουργήση τη ζωή κατά τοιούτον τρόπον ώστε  το παιδί το ίδιο να αγοράση πράγματα που θα του ικανοποιήσουν ιδική του ανάγκη. Επομένως το ίδιο το παιδί θα κοιτάζη να τα πληρώσει και άμα κοιτάζει να τα πληρώση είναι τότε η κατάλληλη στιγμή να του μάθουμε πρόσθεση και να του είπουμε και τα στοιχεία του παλλαπλασιασμού. Εκείνη τη στιγμή το παιδί έχει όλη τη προσοχή του να ίδη ένα τρόπο με  τον οποίον θα οικονομήση χρόνον και επομένως ένα τρόπο που θα του ικανοποιήση μια του ανάγκη της αγοράς του α αντικειμένου ακόμη γρηγορότερα. Και τότε το παιδί θα το αποτυπώση χωρίς επαναλήψεις και διαγωνισμούς και τέταρτον χαρακτηριστικόν της νέας μεθόδου είναι η ελευθερία του παιδιού. Δεν είναι δυνατόν να τεθή εις κίνησιν η ενεργητικότης του παιδιού, παρά μόνον όταν μια εσωτερική του ανάγκη το καλέση.  Αλλά εσωτερική ανάγκη με αναγκάζει να κάμω κάτι θα είπη ότι είμαι ελεύθερος να ημπορέσω να το κάμω αυτό.
Τα χαρακτηριστικά της νέας μεθόδου είναι: ενεργητικότης του παιδιού, ξύπνημα των εσωτερικών αναγκών και να στηριχθώμεν επάνω εις τας εσωτερικάς ανάγκας του παιδιού δια να του παρουσιάσουμε όλας τα γνώσεις με πιο κατάλληλους τρόπους δια να επιλύση τα ιδικά του προβλήματα. Κάμωντας τούτο θα βάλη το παιδί εις κίνησιν όλας τας ψυχικάς του δυνάμεις. Τρίτον είναι πιστή εφαρμογή της αρχής της εργασίας και 4) η προϋπόθεσις : ελευθερία εις το παιδί, διότι χωρίς ελευθερίαν δεν ημπορεί να γίνει τίποτε από αυτά.- Κυρίαι και Κύριοι, έως τώρα παρ’ όλα τα μικρά παραδείγματα εκράτησα και την προηγουμένην και την σημερινήν μου ομιλίαν εις τόνον θεωρητικόν και ατυχώς ολίγον δογματικόν, διότι δεν ήτο δυνατόν να προβώ εις λεπτομερεστέραν  ανάλυσιν ίνα εξετάσω και άλλα ζητήματα. Νομίζω ότι έχω την υποχρέωσιν εις τα ολίγα λεπτά της ώρας που μου μένουν ένα ή δύο παραδείγματα εφαρμογής αυτής της μεθόδου επάνω σε παιδιά δια να πεισθήτε ακόμη καλλίτερα δια την ορθότητα των αντιλήψεων του νέου σχολείου και της νέας μεθόδου. Θα έπρεπε παραδείγματα να φέρω πολλά από την ζωήν του παιδιού και θα έπρεπε να εκθέσω μπροστά την οργάνωσιν και την διδασκαλίαν ορισμένων θεμάτων δια να ίδωμεν πως πρέπει να γίνουν με τον νέον τρόπον. Επιφυλάσσομαι  δι αυτό εις μίαν άλλην διάλεξιν. Δια σήμερον θα περιορισθώ εις ένα παράδειγμα εφηρμοσμένο εις ένα κοριτσάκι 5 1/2 ετών που νομίζω ότι θα μας διαφωτίση ακόμη καλλίτερα όλη την θεωρία που σας παρουσίασα. Το παράδειγμα το χρεωστώ εις το διάβασμα ενός παιδικού ημερολογίου. Κάποιος πατέρας φίλος μου, ποτισμένος από την αντίληψιν του νέου σχολείου ηθέλησε εις το μικρό κοριτσάκι του να εφαρμόση τη νέα μέθοδο. Εκράτησεν ημερολόγιον. Θα σταχυολογήσω από εκεί μερικά πράγματα αρκετά ενδιαφέροντα. Το κοριτσάκι αυτό είναι σήμερα 5 1/2 ετών. Αυτήν την στιγμήν που ομιλούμε είναι εις θέσιν να αριθμή από το ένα έως 250. Έπειτα γνωρίζει να λέγη 100+100=200+100=300 300+100=400+100=500. Γνωρίζει να διαβάζη το χιλιάρικο, όλους τους αριθμούς από το ένα έως το 100 και γνωρίζει ακόμη να σου χαλά ένα πενηντάρη, ή να σου χαλάη ένα εκατοστάρη και να σου δίνει 6 δεκάρικα και 8 τάλληρα. Γνωρίζει να γράφη τους αριθμούς 500 και 1000 χωρίς τη παραμικροτέρα δυσκολία. Γνωρίζει 5+5=10 4+2=6, 7+3=10. Σου κάμνει την ερώτησιν πόσα κάνουν 5+6 ή 9+5 και ευρίσκει ότι κάμνουν 14. Γνωρίζει αυτά τα θεωρητικά πράγματα που ασφαλώς παιδιά εις το τέλος του δημοτικού είναι ζήτημα εάν θα ημπορούσαν να τα κατέχουν κατ’ αυτόν τον τρόπον. Δεν έχει όμως καμίαν ιδέαν ότι κάνει μάθημα της αριθμητικής, τι θα είπη αριθμός ή εάν είναι αυτά αριθμοί. Όλα αυτά τα πράγματα τα έμαθε χωρίς καμιά δυσκολίαν ειδικήν,  παρά τα έμαθε διότι του εχρησίμευσαν του κοριτσιού αυτού εις την επίλυσιν ιδικών του προβλημάτων. Το κορίτσι έβλεπεν εις το σπίτι τους γονείς του και συγγενείς του να παίζουν χαρτιά. Ο πατέρας του το έπαιρνε στα γόνατά του. Είχε την περιέργιαν  αφού αφυπνίσθησαν ορισμέναι πνευματικαί λειτουργίαι εις το παιδί και η κρίσις και η γνώμη. Δεν έχουν ωριμάσει, αλλά πρέπει η γύρω ζωή να τους δώση το υλικόν το κατάλληλον δια να ωριμάσουν. Αφού το κοριτσάκι είδεν, είπεν εις τον πατέρα του : έλα πατέρα να παίξουμε. Τι θα παίξουμε; Κοντσίνα, πως το λένε; Δεν έχει ιδέαν τι θα πάρη. Είδεν ότι ο πατέρας της πήρε το 4 με το 4. Γιατί το επήρες αυτό; δεν μοιάζει; Βέβαια μοιάζει. Έτσι το κοριτσάκι έμαθε να παίρνει το 4 με το 4 το 5 με το 5 το 8 με το 8. Δεν έχει ιδέα ότι το 4 είναι έννοια αριθμητική. Δια το κοριτσάκι το 4 είναι το χαρτάκι αυτό με τα τέσσερα σημάδια που έχει και το δεκάρι είναι το χαρτάκι με τα δέκα σημάδια. Δεν έχει ιδέαν εάν υπάρχη αφηρημένος αριθμός 10. Συμβαίνει το κοριτσάκι να έχη ένα θείον πλούσιον, εις το σπίτι του οποίου πολλές φορές πηγαίνει και συνηθίζει εις μία ζωή πλουσία.
Ο πατέρας κάθε άλλο παρά πλούσιος είναι` του εγεννήθη μία ανησυχία, μήπως μάθη το παιδί του στην πολυτέλεια και πως θα ανταποκριθή εις τα έξοδα` του υπέδειξε ότι οι καλλίτεροι τρόποι είναι να μη εμποδίζη το παιδί να πηγαίνη εις τον θείο του αλλά να καλλιεργηθή εις το μυαλό του παιδιού τη χρησιμοποίησι του χρήματος, να το παίρνη μαζί του εις τα μαγαζιά και πολλές φορές να δώση εις το παιδί χρήματα και να το στέλνη ν’ αγοράζη διάφορα πράγματα μικρά, πρώτα εφημερίδες εις το μπακάλι. Το μικρό παιδί πρέπει να εννοήση ότι αυτά τα χαρτιά, τα χαρτονομίσματα, παίζουν κάποιον ρόλον εις την ζωήν, ότι με αυτά τα χαρτιά ημπορεί να ικανοποιήση του κόσμου τις επιθυμίες, είναι χρήσιμα λοιπόν. Η Δευτέρα συμβουλή που του έδωσε ήτο να στηριχθή επάνω εις το ένστικτον που παρουσιάζεται εις το παιδί, εις το ένστικτον της συλλογής. Πολλά μικρά παιδιά αισθάνονται την ανάγκην να συλλέγουν. Το κοριτσάκι αυτό θα ίδητε ότι εμάζευε όλα τα κουρελάκια, όλα τα κουτιά από τα τσιγάρα του πατέρα της και όχι μόνο τα εμάζευε, αλλά και ολίγον τι τα εχρησιμοποίει. Εν πάσει περιπτώσει το παιδάκι αυτό μου έδειξεν ότι είχεν αφυπνισθή το ένστικτον της συλλογής. Είπα λοιπόν εις τον πατέρα: στηρίξου επάνω εκεί και καλλιέργησε την ιδέαν δια να φέρεις αντιπερασπισμόν εις την ιδέαν του πλούσιου βίου του θείου της, ότι καλόν είναι να μαζεύσωμεν τα χρήματα αυτά. Το παιδάκι ήρχησε να μαζεύη, αλλά καινούργια χωρίς να γνωρίζη, εγνώριζε μονάχα ότι είναι χρήματα και είχαν ένα σκοπό, ένα προορισμό, μας έλυναν δηλ. ωρισμένα προβλήματα. Και αφού τα εμάζευσεν όλα αυτά, ο πατέρας έλεγε φεύγοντας εις την γυναίκα του το απόγευμα θα πάω στην τράπεζα να καταθέσω τα χρήματα. Πάρε με και μένα, είπε το κοριτσάκι, τι είναι αυτή η τράπεζα; Έλα να την ιδής. Επήρε το παιδί εις τη τράπεζα, είδε εκεί τι γίνεται και εδόθη η ευκαιρία στον πατέρα να είπη ότι τα χρήματα αυτά τα βάζουμε εδώ δια να γίνουν πολλά ώστε άμα μας χρειαστούν να τα πάρουμε πολλά, πολλά. Να φέρω και εγώ να μαζέψω δια να αγοράσω άμα μεγαλώσω σπίτι; Πόσο θα μου στοιχίση το σπίτι; Έγινεν η πρώτη κατάθεσι εις το όνομα του παιδιού, επήρε το βιβλιάριο και άρχισε να το ψαχνεύη. Αυτό το βιβλιάριο για το παιδί δεν είναι απλούν πράγμα, αλλά δια το παιδί αυτό είναι το τεκμήριο που έχει αποθηκεύσει χρήματα. Από τότε ηννόει να μαζεύη χρήματα δια να τα κάμη πολλά και να πάρη σπίτι` τώρα διατί έφθασε με το μυαλό της άμα μεγαλώση να πάρη σπίτι; Έτσι λοιπόν έμαθεν ότι τα χρήματα έχουν ένα προορισμό και άμα είδε ότι τα χρήματα αυτά τα καταθέτουν  (συνεχίζει την εξιστόρησιν του παραδείγματος ο κ. Σωτηρίου, χωρίς να δυνηθώ να παρακολουθήσω επί 2 λεπτά).
Εκτελείται λοιπόν κάποια αφυπνισθείσα ψυχική λειτουργία πολύτιμη για το παιδί. Σκεπάζεις το χαρτί και λέγεις εις το παιδί αυτό είναι το 6 αυτό είναι το 7, το 8. Πως τα γνωρίζει; Εδώ είναι η κατάλληλη στιγμή δια να έλθη πλέον η γνώσις του αριθμού. Ύστερα από ολίγο το παιδί έχει μάθει τα σχήματα, τα στοιχεία των αριθμών και δύνασαι να του κλείσης το χαρτί και να σου είπη ότι αυτό είναι το 5, το 6 και ο πατέρας δια να καλλιεργήση ακόμη καλλίτερα έβαλε το μικρό να προσποιηθή ότι δεν γνωρίζει τα χαρτιά. Η μαμά λέγει το παιδί εις τον μπαμπά της, δεν γνωρίζει το χαρτί. Και τι συμβαίνει; Το μικρό παιδί τόσον περισσότερον καταλαμβάνεται από την αφυπνησθείσαν λειτουργίαν και λαμβάνει το ρόλο που παίζει ο πατέρας και γίνεται ο δάσκαλος της μητέρας: δεν βλέπεις μαμά; Δεν γνωρίζεις ότι αυτό είναι το 6 και είναι μεγάλο; Αυτό είναι άσσος, κορίτσι; Δεν τα γνωρίζεις αυτά τα πράγματα; Και γίνεται μια ζωντανή διδασκαλία επάνω εις τα στοιχεία των αριθμών και επάνω εις τα πρώτα γράμματα. Και αφού γίνη αυτό, ήλθεν ο πατέρας εις ένα νέο στάδιο, επιστρέφει πάλιν ο πατέρας εις την κοντσίνα. Αλλ’ ο πατέρας σηκώνει το 3+2=5. Με κλέβεις πατέρα. Έμαθε εν τω μεταξύ να αριθμή μέχρι του 10.3+5=8 κάνουν μπαμπά, να το πάρω εγώ αυτό; τι έγινεν εδώ; Απλούστατα, έμαθε τους αριθμούς χωρίς καμμία ανάλυσιν. Αυτό είναι το προτέρημα της νέας μεθόδου.
Εις τας τελευταίας σελίδας του ημερολογίου βλέπει ότι το παιδί αυτό πλέον ημπορεί να λέγη 4+4=8, χωρίς να ηξεύρη ότι κάνει πρόσθεσιν. Μια που προχώρησε κατ’ αυτόν τον τρόπον το κοριτσάκι εσκέφθη ο πατέρας ότι καλόν θα είναι μια που τέτοια ικανότητα έδειξε το παιδί εις το να καταλάβη όλους τους αριθμούς να του κάμη και την πρώτην εισαγωγήν εις την ανάγνωσιν. Ηξεύρητε τι μεταχειρήσθη δια το ζήτημα τούτο; Εφήρμοσε το εξής πράγμα` το κοριτσάκι αυτό είχε μικρές και μεγάλες κούκλες είκοσι τον αριθμόν με τις οποίες παίζει. Επειδή παρευρέθη εις μίαν βάπτισιν και είδεν ότι η ζωντανή κούκλα εβαπτίσθη Αγγελική. Αφού λοιπόν είδε αυτή τη βάπτισι ηθέλησε να βαπτίση τις κούκλες της. Έκαμε την νταντά παπά, νουνό τη μαμά και μία λεκάνη νερό. Λέγει στη μαμά να ψωνίσουν τα βαπτιστικά. Γίνεται η βάπτισις` νταντά το όνομα χρυσούλα. Γράφεται η λέξις «χρυσούλα» και με μία κλωστή δένεται στο χέρι της κούκλας. Κατά τον ίδιο τρόπο βαπτίζεται η Μαρία, ο Κωστάκης, η Χριστίνα, η Αγγελική και εις το χεράκι των είναι κρεμασμένα τα ονόματά των. Και το παιδί τι έκανε; Έμαθε το απλούστατο πράγμα. Έμαθε ότι ο ήχος χρυσούλα γράφεται κατ’ αυτόν τον τρόπον και επειδή γνωρίζει την κούκλα δι αυτό διαβάζει χρυσούλα. Επάνω εις το παιχνίδι ο πατέρας έκαμε τούτο: εχάραξε την οπτική εικόνα ολόκληρου του ονόματος όχι το α ή το β , τίποτε από όλα αυτά. Ολόκληρη η λέξις και μάλιστα ο φθόγγος χρ ………..και σήμερα μετά 20 ημέρας αφ’ ότου ήρχισεν η εργασία αυτή  το παιδί  διαβάζει 15 γράμματα μικρά και καμιά εικοσαριά μεγάλα, τα οποία και μεμονωμένα τα διαβάζει εις τας επικεφαλίδας των εφημερίδων κ.λ.π. Τι συνέβη εδώ; Απλούστατα η κεντρική γραμμή της νέας μεθόδου συνίσταται: Όλας τας γνώσεις που θα πάρη το παιδί, θα τας πάρη με τη θέλησή του, διότι του διευκολύνουν τη ζωή, του λύνουν προβλήματα του ικανποιοπύν βαθύτερα το ένστικτον. Λυπούμαι που ο χρόνος είναι σύντομος και δεν μου επιτρέπει να ομιλήσω περισσότερον. Σας αφήνω να συγκρίνετε την μέοδον αυτή με την μέθοδον του παλαιού σχολείου. Και σας αναγγέλλω  ότι το εφεξής εις την πρώτην τάξιν του προτύπου σχολείου εγώ θα εφαρμόσω κατ’ αυτόν τον τρόπον την πρώτην ανάγκην εις την αριθμητικήν. Κατέφυγα εις ένα σωρό παιχνίδια και θα καταφύγωμεν βέβαια και εις όλην την πρωτοβουλίαν των διδασκαλισσών  και των διδασκάλων του προτύπου που έχει αγαπήσει το σχολείο εργασίας. Ελπίζω ότι θα το κατορθώσω. Πριν να τελειώσω βλέπω μια απορία: πολύ καλά η νέα μέθοδος μας λέγει να δώσωμεν ελευθερία, να καλλιεργήσουμε τα ένστικτα του παιδιού` αλλά που τοποθετείτε σεις οι νέοι παιδαγωγοί το πραγματικόν ένστικτον. Δεν θα καλλιεργήσωμεν έτσι και τα επικίνδυνα δια την κοινωνίαν ένστικτα; Και εν τοιαύτη περιπτώσει πως θα ικανοποιήσωμεν τα ιδανικά του νέου σχολείου, πως θα κάμωμεν το παιδί να εγκολπωθή τας ηθικάς αξίας και τα αγαθά του πολιτισμού, όταν είναι πολύ πιθανόν με την απόλυτον ελευθερίαν που θα τους δώσητε οι τρόφιμοί σας να γίνουν τρόφιμοι των φυλακών; Η αντίρρησις αυτή είναι σπουδαιοτάτη. Δια να απαντήσω όμως εις αυτήν θα χρειαστώ μία ολόκληρη ομιλία θα είναι η τρίτη ομιλία που θα έχω την τιμήν να κάμω με την προϋπόθεσι βέβαια ότι θα έχητε την καλωσύνη να έλθητε.
Χειροκροτήματα παρατεταμένα.



Διάλεξις κ. Σωτηρίου (συνέχεια)
Εν τω Δημοτικώ θεάτρω Πειραιώς κατά
Την 4 Μαρτίου 1931
Το δακτυλογραφημένο κείμενο 
Κυρίαι και Κύριοι, πριν προχωρήσω εις το θέμα της σημερινής μου ομιλίας θα μου επητρέψητε να απαντήσω εις τρία ερωτήματα που μου ετέθησαν εις το τέλος της δευτέρας ομιλίας μου. Νομίζω πως είναι σκόπιμον να δοθή τώρα η απάντησις, διότι τα ερωτήματα αυτά που μου έγιναν είναι σημαντικά και θα δοθή έτσι η ευκαιρία μερικά σημεία που έμειναν σκοτεινά από τις ομιλίες μου – και δεν ήτο δυνατόν παρά χίλια δυό σημεία να μείνουν σκοτεινά –να διελευκανθούν και επομένως να λυθούν και οι σχετικές απορίες. Το πρώτον ερώτημα: Τι θα κάνωμεν προκειμένου να εφαρμόσωμεν την αρχήν της δημιουργίας ενεργητικότητος, τι θα κάμωμεν μέσα εις μίαν πολυάριθμον τάξιν. Η αρχή αυτή μας λέγει πως πρέπει να στηριχθούμε εις τα ενδιαφέροντα του παιδιού, δηλ. πως πρέπει να ικανοποιήσωμεν τις ψυχικές ανάγκες του παιδιού. Πολύ καλά, ημπορεί να ηξεύρω ποία είναι η ψυχική ανάγκη και ποίον το μέσον ενδιαφέρον του Α, παιδιού, αλλ’ όταν είμαι μέσα εις μίαν τάξιν που είναι 50,70,100 παιδιά τι θα κάμω; Συμπίπτουν δηλ. τα ενδιαφέροντα όλων των παιδιών; Θα μπορέσω επομένως να εργασθώ μέσα εις την τάξιν αυτήν που έχει ποικιλίαν ενδιαφερόντων  των παιδιών, ή μη τυχόν αναγκασθώ χωρίς να το καταλάβω, μολονότι λέγω θεωρητικώς είμαι οπαδός της νέας αρχής, αναγκασθώ να ξαναγυρίσω εις το παλαιόν σύστημα της άνωθεν επιβολής, να επιβάλω δηλ. εγώ τον τρόπον της εργασίας που θα μεταχειρισθούν τα παιδιά; Το ερώτημα: όπως σας είπον, είναι αρκετά σπουδαίον. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον κ. Κοκολάτον που το έθεσεν εις το τέλος της προηγουμένης μου ομιλίας και που μου το ξανάθεσε πριν από λίγα λεπτά γραπτώς.
Έχω την εντύπωσιν πως το πρόβλημα αυτό υπάρχει μόνον εις το παλαιόν σχολείον. Το παλαιόν σχολείον το αντιμετώπισε το πρόβλημα αυτό, είτε συνειδητά, είτε χωρίς να το θέλη και εδημιούργησεν εν ολόκληρον σύστημα με το οποίον προσεπάθησε να συγκεντρώση, όπως έλεγον την προσοχήν του παιδιού εις το θέμα της διδασκαλίας, που θα ειπή εις το θέμα της εργασίας που δίδει ο δάσκαλος εις τα παιδιά και το σύστημα αυτό που εδημιούργησε το παλαιόν σολείον είναι εις ημάς τους δασκάλους πολύ γνωστόν. Είναι πρώτον η θέσις του σκοπού, το πρώτον στάδιον του ερβαρτιαανού συστήματος. Δι αυτό θέτομεν τον σκοπόν δια να συγκεντρώσωμεν την προσοχήν των παιδιών εις το θέμα που δίδομεν ημείς δηλ. δια να δημιουργήσωμεν ημείς εις τα παιδιά εν ενδιαφέρον, το οποίον επειδή ημείς το δημιουργούμεν με τα τεχνικά αυτά μέσα είναι γενικόν δι όλα τα παιδιά έτσι δηλ. πιστεύει. Και αν δεν μας αρκεί η θέσις του σκοπού, το  πρώτον στάδιον δηλ. με όλην την προπαρασκευήν που κάμνωμεν καταλήγομεν εις το δεύτερον μέτρον εις τας ποινάς ή τις αμοιβές και εάν και αυτό δεν μας αρκή τότε καταφεύγωμεν εις ένα γενικώτερον μέτρον, εις την επιβολήν. Θα κάνης λέγομεν εις το παιδί  9-10 θρησκευτικά ή μαθηματικά, και θα το κάνης αυτό, διότι το θέλω εγώ ο δάσκαλος. Λοιπόν με αυτόν τον απαολυταρχικόν τρόπον προσπάθησε να λύση το παλαιόν σχολείον το πρόβλημα που ετέθη εις το νέον σχολείον. Το πρόβλημα αυτό δεν υπάρχει, κατά την ιδικήν μου αντίληψιν. Έν ή δύο παραδείγματα θα διαφωτίσουν το ζήτημα καλλίτερα. Εκεί που το σχολείον δεν ανακατεύεται, εκεί που το παιδί είναι μόνο του πολύ συχνά το παιδί χωρίς ν’ ανακατεύεται διόλου το σχολείον δεν μας δίδει δείγματα ομαδικής εργασίας; Πάρετε ένα ομαδικόν παιχνίδι. Μια παρέα από παιδιά παίζουν τους κλέφτες, μια παρέα από κορίτσια παίζουν τις κουμπάρες. Και εις τα δύο αυτά παραδείγματα τα παιδιά παίζουν, επομένως εκτελούν μίαν εργασίαν. Και επειδή αυθόρμητα εκτελούν την εργασίαν αυτήν σημαίνει ότι καθ’ ένα απ’ αυτά τα παιδιά ικανοποιεί μίαν ψυχικήν του ανάγκην. Πάρετε μίαν άλλην εργασίαν. Πάρετε μίαν τάξιν, η οποία βγαίνει ένα σχολικόν περίπατον. Εάν ο δάσκαλός δεν είναι πολύ αυστηρός κατά την διάρκειαν του περιπάτου όλα τα παιδιά ευχαριστιούνται, διότι με τον περίπατον έχει δοθή εν εξωτερικόν υλικόν επάνω εις το οποίον ή με το οποίον το παιδί ικανοποιεί ιδικές ανάγκες. Το Α παιδί παρατηρεί Α βιτρίναν, εις τον κήπον το Β παιδί παρατηρεί το Β δένδρον. Και εδώ έχομεν μίαν γενικήν ομαδικήν εργασίαν των παιδιών χωρίς να έχωμεν επιβληθή εις το παραμικρόν. Αλλά προχωρώ, πάρετε ένα τρίτον παράδειγμα. Όσα σχολεία άφησαν εις τα παιδιά με σχετικήν ελευθερίαν να ετοιμάσουν αυτά μίαν σχολικήν εορτήν. Κατά την 25ην Μαρτίου π.χ. να στολίσουν την αίθουσα του σχολείου. Εδώ δεν βλέπωμεν μίαν ομαδικήν εργασίαν εις τα παιδιά; Δεν εργάζονται τα παιδιά μόνα τους; Είναι τίποτε το αφύσικον μέσα εδώ; Φυσικά εις μερικάς στιγμάς ημπορεί να επεμβαίνει ο δάσκαλος ως ρυθμιστής, αλλ’ αυτό το ζήτημα θα το θίξω σήμερα εις την ομιλίαν μου. Τι μας δείχνουν τα παραδείγματα αυτά; Μερικά απλούστατα πράγματα, τα οποία θα πείσουν και σας ότι το πρόβλημα το οποίον ετέθη δεν υπάρχει εις το νέον σχολείον. Μας δείχνουν τούτο, ότι τα παιδιά μιάς ορισμένης πνευματικής ηλικίας – και όχι χρονικής ηλικίας – έχουν περίπου ανάλογα ενδιαφέροντα, διότι η εξέλιξίς τους κατά μέσον όρον κρατεί τον ίδιον ρυθμόν και αυτό θα ειπή πως στο κάθε παιδί κατά την ιδίαν χρονικήν ηλικίαν αφυπνίζονται αι ίδιαι δυναμικότητες που επιβάλλουν, που ωθούν το παιδί να κάμη μίαν ενέργειαν. Δεύτερον, η ψυχή του παιδιού δεν είναι μονόπλευρη, δηλ. εις την ψυχήν του παιδιού δεν επικρατεί επιτακτικά και απόλυτα, αυτοκρατορικά θα έλεγα, εν και μόνον ενδιαφέρον. Μέσα εις το παιδί έχουν ξυπνήσει κάμποσες δυναμικότητες, η μνήμη, η προσοχή, η επιθυμία. Έχει επομένως μίαν ποικιλίαν μέσα δεν είναι μονοκόματες, έχει ένα πλήθος ψυχικών αναγκών και επομένως ημπορεί να δουλέψη με όλην του την προσοχήν επάνω εις μίαν εργασίαν, αρκεί αυτή η εργασία μία από τις ψυχικές αυτού λειτουργίες να ικανοποιηθή. Και το σπουδαιότερον απ’ όλα παρατηρούμεν ότι εις μίαν ομαδικήν εργασίαν γίνεται η εξέλιξις του παιδιού κατά μέσον όρον κανονικά εις όλα τα παιδιά. Και μολονότι η ψυχή του παιδιού δεν είναι μονοκόμματη, αλλά πολύπλευρη, όμως βλέπομεν εις μίαν ομαδικήν εργασίαν ότι το κάθε παιδί διαλέγει εκείνο το μέρος της εργασίας που το τέρπει περισσότερον, που ανταποκρίνεται εις το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν του περισσότερον. Και δι αυτό βλέπομεν ότι εις το α παιχνίδι οργανικά να συμμετέχη,  να έχη εν ορισμένον τμήμα της εργασίας αυτής  αναλάβη. Ας έλθωμεν τώρα μέσα εις το σχολείον. Υποθέσατε ότι εις το Α σχολείον έχει εφαρμοσθή η αρχή της δημιουργικής εργατικότητος. Ο δάσκαλος έχει να διδάξη φυτολογία. Με το παλαιό σύστημα θέτει τον σκοπόν, επιβάλλεται και  είναι έποιμος να επιβάλη την ποινήν, ή την αμοιβήν. Και ο δάσκαλος αυτάς θέτει ως θέμα να διδάξη το σιτάρι ή το κριάρι π.χ. Με αυτά τα μέσα πιστεύει ότι έχει συγκεντρώσει όλην την προσοχήν των παιδιών. Ας εφαρμόσωμεν την αρχήν της δημιουργικής ενεργείας, φυσικά τίποτε απ’ αυτά δεν θα γίνη, ούτε ποιναί, ούτε αμοιβαί. Τα παιδιά θα δουλέψουν επάνω εις το στάρι και το κριθάρι. Μια πολυάριθμη τάξη , σας ερωτώ, δεν έχει απολοχωριά επάνω εις το θέμα αυτό να δουλέψη και το κάθε παιδί να πάρη εκείνο που ταιριάζει περισσότερον εις τον ατομικόν του χαρακτήρα; Έχομεν να σκαλίσουμε, να φυτέψουμε το στάρι και τόσα άλλα πράγματα. Το κάθε παιδί θα ενδιαφέρεται διά τα ζητήματα αυτά. Εάν συμβή και δεν είναι απίθανον ώστε μέσα εις την ομάδα δύο ή τρία παιδιά να μη εννοούν την ανάγκην μέσα τους να εργαστούν επάνω εις το σιτάρι, τι θα κάμωμεν εις το ζήτημα αυτό; Σπάνια  θα συμβή αυτό, αλλά ημπορεί να συμβή. Με το παλαιό σύστημα θα το αναγκάσω, με το νέον δεν έχω λόγον να το αναγκάσω. Ημπορώ να δώσω την ελευθερίαν εις το παιδί να μη συμμετάσχη εις την εργασίαν αυτήν, οπότε θα μου τεθή εν ψυχολογικόν πρόβλημα. Διατί αυτό το παιδί μέσα εις τα 30 ή 40 παιδιά κάνει αυτό; τι τρέχει; Κάποια ψυχική ή φυσιολογική αιτία θα υπάρχη. Θέλετε πω είναι άρρωστο, ή του συμβαίνει το α ή το β, εν πάσει περιπτώσει όμως κάτι τι θα συμβαίνει οπότε πλέον θ’ αποτελέση το παιδί αυτό αντικείμενον ιδιαιτέρας μελέτης δια να ίδω ποία είναι η βαθυτέρα αιτία δια την οποίαν δεν θέλει να ενδιαφέρεται δια την εργασίαν που ενδιαφέρονται όλα τα άλλα παιδιά. Εν άλλο παράδειγμα. Υποθέσατε ότι θέλω να δείξω αριθμητικήν, εν πρόβλημα. Με το παλαιόν σύστημα το παλαιόν σχολείο θα δώση το α πρόβλημα, θα θέση τον σκοπόν κ.λ.π. Εις το νέον σύστημα αντί να κάμη όλην αυτήν την εργασίαν, υποθέσατε αυτό γίνεται, εις την πειραματικήν τάξιν του σχολείου υποθέσατε ότι αντί να δώσω το α ή το β πρόβλημα θέτω ως θέμα εργασίας το φαγητόν. Τα παιδά μέσα εις το σχολείον έχουν ν’ ασχοληθούν δια το φαγητόν, θα ψωνίσουν, θα μαγειρέψουν κ.λ.π. Επάνω εις τον προϋπολογισμόν του πόσο κρέας θα ψωνίσωμε, πόσο ψωμί, πόσα πορτοκάλλια έχετε όλα τα προβλήματα τα σχετικά της αριθμητικής. Δεν αποκλείεται ωρισμένα παιδιά να μην έχουν έντονον το ενδιαφέρον δια να κάμουν τα προβλήματα αυτά. Αυτό δεν πειράζει, θα κάμουν άλλην εργασίαν. Τα άλλα  παιδιά όμως θα κάνουν τις πράξεις αυτές. Θα πάνε τα παιδιά μόνα τους εις το μπακάλη, στον μανάβη κ.λ.π. Με αυτόν τον τρόπον πιστεύω εγώ πως το πρόβλημα που μου ετέθη δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν εις το νέον σχολείον. Διότι η αρχή της ενεργητικότητος λαμβάνει υπ’ όψιν όλον το πλήθος των ψυχικών αναγκών του παιδιού και επειδή αυταί δεν διαφέρουν πολύ λαμβάνει υπ’ όψιν όλα αυτά και πιστεύει ότι εάν εύρη τα κατάλληλα θέματα το κάθε παιδί θα συμμετάσχη. Αυτό ήτο το πρώτον ερώτημα. Το δεύτερον ερώτημα το έθεσε ο συνάδελφος κ. Κοκολάτος. Ατυχώς μου το έθεσε προ πέντε λεπτών και λέγει το εξής ……………(αναγιγνώσκει)
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Οφείλω να ομολογήσω πως έχει γίνει μια μικρά παρανόησις εις την αρχήν του νέου σχολείου, όπως τουλ. την διατυπώνει ο συνάδελφός μου κ. Κοκολάτος. Όταν το νέον σχολείον λέγει, έχει κέντρον το παιδί, δεν μας λέγει πως πρέπει να αναπύξωμεν το παιδί διά της διδασκαλίας όπως μας αποδεικνύουν αι ενφάνσεις της ψυχής και επομένως δεν περιορίζεται. Εδώ είναι η άλλη αρχή, που μας λέγει να εξετάσης όλην την φύσιν του παιδιού. Κατ’ ουσίαν δεν βλέπω να υπάρχη καμία διαφορά μεταξύ των δύο αυτών αρχών. Διότι η πρώτη αρχή είναι ένα πόρισμα  το οποίον βγήκεν όχι από την απλήν μόνο μελέτην των εκφάνσεων της ψυχής του παιδιού, αλλ’ εβγήκεν από βαθυτάτην μελέτην ολοκήρου της ψυχής του παιδιού και το τονίζω αυτό δια να δείξω πόσον πλαγιωτέρα είναι η δευτέρα αρχή εν σχέσι με την πρώτη, η οποία παίρνει το νόημα που δίδομεν ημείς σήμερον. Διότι αναμφισβητήτως όταν ο μέγας παιδαγωγός έδιδε την αρχήν αυτήν ούτε η ψυχολογία του παιδιού υπήρχεν, ούτε η ψυχολογία του ενηλίκου, ούτε ήτο εις θέσιν ο ίδιος να καταλαμβάνη το βάθος που δίδομεν ημείς σήμερον εις την αρχήν αυτήν. Φαναταζόμεθα  δηλ. ότι έχει γίνει μία μετατόπισις του περιεχομένου το οποίον έχουν οι αρχές του νέου σχολείου εις την αρχήν που έθεσεν ο Κομμένιος, ο οποίος ήθελε να διαμαρτυρηθή εναντίον του αποπνικτικού συστήματος του μεσαίωνος συστήματος απομνημονευτικού, ήλθε σαν ένας επαναστάτης να είπη εις τους πρώτους δασκάλους, τι κάνετε εδώ; Μόνον την ύλην; Το παιδί έχει και άλλην δράσιν σύμφωνα με την φύσιν του παιδιού. Αλλά ποία είναι η φύσις του παιδιού; Αυτό ήτο άγνωστον δι αυτόν και δεν ειμπορούσε παρά να είναι επιστημονικώς άγνωστον, διότι δεν είχε δημιουργηθή η ψυχολογία του παιδιού. Η μεγάλη ευεργεσία του Κομμένιου είναι ότι διησθάνθη την ανάγκην αυτήν. Υπήρξεν εις πρόδρομος της μελέτης αυτής. Έτσι τουλ. εγώ αντιλαμβάνομαι το πράγμα. Και να μη νομίζωμεν ότι οι παλαιότεροι παιδαγωγοί τα είπον πληρέστερα αυτά τα πράγματα από ότι τα λέγωμεν ημείς. Τα λέγω αυτά διότι ο κ. Κοκολάτος ετόνισε και εν άλλο πράγμα το οποίο δεν είναι διόλου σωστό. Ότι αι αρχαί του σημερινού σχολείου εφηρμόσθησαν εις την Ελλάδα προ 50 και 60 ετών. Ομολογώ ότι μού έκαμε κατάπληξιν. Θα ήμην ευτυχής να μας δείξη που εστηρίχθη δια να μας είπη αυτό, δια να καταλάβωμεν και ημείς τα πράγματα κάπως καλύτερα. Έρχομαι εις το τρίτον ερώτημα. Το τρίτον ερώτημα μου ετέθη από μίαν συνάδελφον την οποίαν έχω λόγους να εκτιμώ και δια την φιλομάθειαν και δια την βαθυτέραν της μόρφωσιν. Το τρίτον ερώτημα είναι μία εντονωτάτη και δριμυτάτη κριτική της μεθόδου που συνεβούλευσα εγώ τον πατέρα να μεταχειρισθή δια την πρώτην μόρφωσιν του κοριτσιού του. Μου ελέχθη δηλ. το εξής: τι σας χρωστά το πολυθρύλητον εκείνο κοριτσάκι να το μπουκώσετε με χίλιες δύο τέτοιες γνώσεις μέχρι σημείου ώστε να έχετε στήσει παγίδες ολόγυρά του και όπου και να κινήται και  ευρίσκεται να βλέπη μπροστά του  τις παγίδες αυτές; Και έπειτα υπήρχε κανείς λόγος να μεταχειρισθήτε την κολτσίνα δια διδακτικόν μέσον της αριθμητικής και το χειρότερον ακόμη διατί εμφυτεύετε εις την τρυφεράν αυτήν ψυχήν του παιδιού το αίσθημα ή μάλλον την αντίληψιν της αποταμιεύσεως του χρήματος; Ενώ δεν ειξεύρωμεν εάν σε λίγα χρόνια θα υπάρχη και ανάγκη να αποταμιεύωμεν χρήματα; Βλέπετε ότι είχον δίκαιον όταν σας είπον ότι το ερώτημα αυτό περιέχει μέσα του μίαν δριμυτάτην κριτικήν δια τον τρόπον που υπέδειξα δια να μορφωθή το μικρό αυτό κοριτσάκι. Θα μου επιτρέψετε να το εξετάσω συντομώτατα. Το ερώτημα ή η κριτική έχει δύο πλευρές την ηθικοκοινωνικήν και την καθαρά παιδαγωγικήν. Θα αρχίσω από την πρώτην. Έκανα σφάλμα διότι συνεβούλευσα να εμφανισθή η αρχή της αποταμιεύσεως. Αλλά εξήγησα διατί έγινεν αυτό. Ήτο εν αντίβαρον εν αντίρροπον δια την τάσιν της σπατάλης και της πολυτελείας. Το κοριτσάκι αυτό είχε και έχει την ευτυχίαν ή την ατυχίαν να έχη ένα θείον πολύ πλούσιον, ο οποίος το αγαπά ιδιαιτέρως και του κάνει όλα τα καπρίτσια του. Ο πατέρας του κοριτσιού αυτού δεν ειμπορεί ν’ ανταποκριθή εις όλας τας ανάγκας που του δημιουργεί ο θείος του κοριτσιού και ενόμισε ότι έπρεπε να δημιουργήση εν αντίρροπον μέσα του. Ήτο λοιπόν σφάλμα διότι εκινήθηκε μέσα εις την ψυχήν αυτού του παιδιού η αποταμίευσις; Έχομεν την υποχρέωσιν, διότι πιθανόν ύστερα από λίγα χρόνια να μη έχωμεν ανάγκη από το χρήμα, διότι θα επικρατήσουν άλλαι κοινωνικαί ααντιλήψεις, έχομεν ανάγκην, δι ό,τι τότε ειμπορεί να συμβή να μη λάβωμεν ημείς σήμερον τα σχετικά μέτρα και να αφήσωμεν το παιδί θύμα της  σπατάλης; Και διατί τάχα η αποταμίευσις απαγορεύεται μέσα εις το σοσιαλιστικόν κααθεστώς; Μήπως η σπατάλη και η πολυτέλεια είναι η βάσις του σοσιαλιστικού καθεστώτος; Δεν θέλω να προχωρήσω περισσότερον. Έρχομαι εις το δεύτερον. Μα η κολτσίνα; Εισάγωμεν το παιδί με τον τρόπον αυτό εις την χαρτοπαιξίαν. Το θέμα αυτό θα το θίξω εις την σημερινήν μου ομιλίαν. Θα περιορισθώ μόνον να είπω δύο λέξεις. Νομίζω ότι η πολιτική της στρουθοκαμήλου κάθε άλλο παρά καλή είναι και η σεμνοτυφία κάθε άλλο παρά χρήσιμος είναι. Εγώ τουλ. πιστεύω ότι το παιδί επειδή έμαθε κολτσίνα μικρό παιδί θα γίνη χαρτοπαίκτης εάν μεγαλώση. Εάν ήτο σωστό  αυτό έπρεπεν όλη η κοινωνία να ήτο χαρτοπαίκτης, διότι εγώ δεν ηξεύρω ένα παιδί που είτε του επέτρεψαν οι γονείς του είτε όχι να μη έπαιξε κολτσίνα. Αφού μέσα εις το σπίτι παίζει ο κύριος με τη γυναίκα του κολτσίνα ή όχι μόνο αυτό, αλλά και άλλα χαρτιά και το παιδί βλέπει όλην την ημέραν ή πρέπει να πάρω το παιδί από σεμνοτυφία να το κλείσω κάπου ή να το αφήσω να βλέπη. Αλλ’ αφού το αφήνω και βλέπει η υποχρέωσίς μου είναι να μη φοβηθώ, αλλά να το κατευθύνω. Λοιπόν το μέσον αυτό το οποίον, εάν το αφήσω το παιδί μόνο του, δεν ηξεύρω πως θα το ερμηνεύση, το μέσον αυτό το εκμεταλλεύομαι εγώ δι ένα αγαθώτερον σκοπόν. Επομένως δεν νομίζω ότι ειμπορεί να σταθή η ηθική επίκρισις. Αλλ’ ας έλθω εις την παιδαγωγικήν επίκρισιν. Το παιδάκι αυτό έμαθε χίλιες δύο γνώσεις. Το ενεδρεύουν οι αριθμοί όπου και αν ευρίσκεται. Κυρίαι και κύριοι, νομίζω ότι και εδώ έχω μίαν απήχησιν της αντιλήψεως του παλαιού σχολείου. Δια το παλαιόν σχολείον αι γνώσεις είναι γνώσεις που φέρουν βάρος εις το παιδί, διότι είναι γνώσεις αι οποίαι δίδονται άνωθεν, γνώσεις που δεν βλέπει το παιδί κατά τι του ευκολύνουν την ζωήν. Εις το νέον σχολείον αι γνώσεις δεν έχουν την αξίαν εις τον εαυτόν τους, αι γνώσεις δεν αξίζουν  να τις μάθουν διότι είναι γνώσεις, διότι λέγονται γνώσεις, αλλά πρέπει να τις μάθη το παιδί ωσάν μία προέκταση  των οργάνων του των διανοητικών, αι γνώσεις δηλαδή πρέπει να γίνουν όργανα διανοητικά με τα οποία διευκολύνεται η ζωή του παιδιού, να γίνουν όργανα, όπλα, μέσα με τα οποία το παιδί θα λύη προβλήματα ιδικά του. Αι γνώσεις λοιπόν αυταί που έδωκε κατά την συμβουλήν μου ο πατέρας εις το κοριτσάκι δεν ήσαν γνώσεις αι οποίαι έλυσαν ανάγκες του παιδιού; Και γεννάται το δεύτερον πρόβλημα διότι σχεδόν όλες αυτές οι γνώσεις επάρθησαν από την αριθμητικήν; Η αριθμητική τι θέσιν έχει μέσα εις την ζωήν του παιδιού; Εγώ, κυρίαι κα ικύριοι, πιστεύω πως το μικρό παιδί από τη στιγμή που αρχίζει, να ξυπνά η διανοητική του λειτουργία, από το πρωί ως το βράδυ, θέλοντας και μη εις το πείσμα μας ζει και κινείται μέσα εις αριθμητικάς γνώσεις. Το μικρό παιδί είναι υποχρεωμένο να μετρήση, διότι δεν έχει μόνον μία κούκλα, έχει πολλές κούκλες, διότι δεν έχει ένα αδελφό, έχει πολλά αδέλφια,. Έπειτα το μικρό παιδί όταν το έχης εις την ζωήν πηγαίνει και αγοράζει. Αγοράζει καραμέλλες, δύο καραμέλλες, τρείς καραμέλλες. Όλα αυτά δείχνουν πως από το πρωί έως το βράδυ το παιδί ζει και ευρίσκεται μέσα εις τας αριθμητικάς γνώσεις. Ότι το κατ’ εξοχήν μάθημα, το οποίον ταιριάζει εις την παιδικήν ηλικίαν είναι από το ένα μέρος η αριθμητική και από το άλλο η φυσική πειραματική, διότι η μεν αριθμητική διευκολύνει το παιδί εις τις σχέσεις που παίρνει  με τα πράγματα, η δε φυσική πειραματική έρχεται να λύση χίλιες δυό απορίες που του εγεννήθησαν, τι είναι ο ήλιος, το φεγγάρι κ.λ.π. Λοιπόν οι γνώσεις αυτές που έμαθε το κοριτσάκι ήσαν γνώσεις που του διευκολύνουν τη ζωή του, που μετεβλήθησαν εις πολύτιμα όργανα, δια να λύη ορισμένα προβλήματα και σήμερα όταν πάη εις το κιόσκι για να αγοράση καραμέλλες και έχει ένα δίφραγκο ξέρει ότι θα πάρη δύο καραμέλλες. Θα ειμπορούσατε όμως να μου ειπήτε: Πολύ καλά, είναι σωστό πράγμα να μάθη το κοριτσάκι να μετρά έως το 100, 150; Δεν είναι αυτό δυσανάλογον με την διανοητικήν του ανάπτυξιν; Και εν τοιαύτη περιπτώσει δεν επιβαρύνεις ή δεν επιτυγχάνεις τον βαθμόν της διανοητικής του εξελίξεως; Εδώ, κυρίαι και κύριοι γίνεται μία άλλη παρανόησις. Τι κάνει το παλαιόν σχολείον, πως διδάσκει το παλαιόν σχολείον την αριθμητικήν; Μεταχειρίζεται πέρα πέρα την λεγομένην αναλυτικήν μέθοδον. Δι αυτό λέγει το επίσημον πρόγραμμα να μαθαίνουν τα παιδιά να μετράνε έως το 20 εις την πρώτη τάξι. Ενώ κατά την μέθοδον την λεγομένην διδάσκονται αι γνώσεις αυταί εντελώς άτακται, εντελώς ασυστηματοποίητα, εντελώς σύμφωνα με τις ανάγκες του παιδιού. Δια να καταλάβετε καλλίτερα τι είναι η μέθοδος αυτή σας παραπέμπω εις το βιβλίον του ………………… «βιβλίον και ζωή μεταφρασθέν υπ’ εμού. Η μέθοδος αύτη είναι τούτο: το παιδί να μαθαίνη τις γνώσεις όχι με αναλογίας, αλλά να τις μαθαίνη ως όργανον, ως μέσον που θα λυθούν ωρισμένα προβλήματα και σιγά σιγά με την εφαρμογήν των γνώσεων αυτών εις τα ιδικά του προβλήματα να φθάση εις την αφαίρεσιν. Δηλαδή το παιδί μανθάνει τους αριθμούς το 10,20,30,40 όχι όπως θέλει το παλαιόν σχολείον αναλυτικά δια να πάρη την έννοιαν της δεκάδος και απ αυτήν την έννοιαν της εκατοντάδος, αλλά με το νέον σχολείον το παιδί έμαθε το 8 και 7 όχι τον αριθμόν 8 και 7, αλλά το χαρτί της κολτσίνας 8  και 7. Δεν έχει φθάση ακόμη εις την έννοιαν του αριθμού 8. Αυτό είναι που εφόβησε τον αξιότιμον Συνάδελφον. Θα ήτο βέβαια σφάλμα εάν ηθέλαμεν εις αυτήν την ηλικίαν να κάνωμεν το παιδί να καταλάβη την έννοιαν 100, αλλοτέ δεν θα το επετυγχάνωμεν. Το παλαιόν σχολείον εκβιάζει το παιδί να φθάση γρηγορότερα εκεί και αυτό είναι το δεύτερο σφάλμα του παλιού σχολείου. Ενώ εις το νέον σχολείον δεν πρόκειται να βιασθούμε. Θα φθάση εις την έννοιαν αριθμός μόνον από κατάλληλον δράσιν που θα κάμη της αριθμητικής επάνω εις την ιδικήν του ζωήν. Δεν βλέπω λοιπόν κανένα λόγον ώστε να πιστεύω πως έχει πειβαρυνθή το παιδί, απεναντίας  μου κάνει κατάπληξιν το εξής, ότι από την κατάλληλον δράσιν που έκανε το παιδί αυτό έφθασεν εις το σημείον κατά το διάστημα, το οποίον επέρασε ώστε τώρα να μετράει δύο, δύο. Παίζει κολτσία π.χ. έχει πάρει 40 χαρτιά έως τώρα τα μετράει, ένα, ένα, τώρα τα μετράει 2,4,8 και βλέπει ότι εύρηκε μόνο του το μηχανισμό, διότι μετά το10 αρχίζει να δυσκολεύεται λέγει 11,12, το 11 το λέγει σιγά, και το 12 το φωνάζει. Έφθασε μόνο του εις το σημείον αυτό. Εν πάσει περιπτώσει ευχαριστώ πολύ και τον κ. Κοκολάτον και τον κ. Συνάδελφόν μου, διότι μου εδόθη η ευκαιρία να αναλύσω μερικά ζητήματα.
Και έρχομαι εις την σημαρινήν μου ομιλίαν. Κατάληξα όπως θα ενθυμείσθε εις την πρώτην και δευτέραν μου ομιλίαν εις τα εξής πορίσματα. Το νέον σχολείον με την αρχήν της δημιουργικής ενεργητικότητος στηρίζεται επάνω εις δύο βασικάς αντιλήψεις ότι κέντρον του σχολείου πρέπει να είναι το παιδί και ότι χαρακτηριστική ιδιότης της παιδικής ηλικίας είναι η δημιουργική ενεργητικότης. Απ’ εκεί καταλήξαμεν ότι το έργο της παιδαγωγικής δεν είναι να μπουκώνει με αρετές την παιδικήν ηλικίαν αλλά να φροντίση να ξυπνήση και να βοηθήση, δημιουργώντας τις κατάλληλες αναγκαίες συνθήκες, να βοηθήση ν’ αναπτυχθούν οι  δυναμικότητες του παιδιού και οι δυναμικότητες αυτές πρέπει ν’ αναπτυχθούν όχι με επιβολήν αλλά με ιδική του ενεργητικότητα του παιδιού, με το ίδιο το παιδί, επομένως να δημιουργήση όλες τις κατάλληλες συνθήκες ώστε όσες δυναμικότητες ξυπνήση ή πρόκειται να ξυπνήσουν να εύρουν το κατάλληλον υλικόν με το οποίον θα δράσουν μόνες τους δια να αυτοαναπτυχθούν και αυτοδημιουργηθούν, και γίνουν πλήρεις την στιγμήν που το παιδί θ’ αποχαιρετήση την παιδικήν του ηλικίαν και θα γίνη ενήλικος.
Και το τρίτο πόρισμα που κατελήξαμε είναι ότι η μέθοδος που μεταχειρίζεται η παιδαγωγική δι’ αυτόν τον σκοπόν είναι η δράσις του ίδιου του παιδιού, η δημιουργική ενεργητικότητα του ίδιου του παιδιού. Αλλά  η δημιουργική αυτή ενεργητικότητα, δηλ. η εφαρμογή της μεθόδου αυτής έχει μίαν προϋπόθεσιν, την προϋπόθεσιν πως το παιδί πρέπει να είναι ελεύθερον, διότι όπου δεν υπάρχει αυτή η ελευθερία δεν είναι δυνατόν το παιδί μόνο του να κινηθή, μόνο του να δράση. Όπου ημείς επιβάλλομεν εις τα παιδιά να δράσουν, να ενεργήσουν εκεί βέβαια δεν ειμπορείτε να μου ειπήτε ότι υπάρχει ελευθερία. Διά να δράση μόνο του το παιδί προϋπόθεσι απαραίτητη είναι η ελευθερία. Και από τη στιγμή που λέγει κανείς ότι έμεση και απαραίτητη προϋπόθεσι της εφαρμογής της νέας αρχής είναι η ελευθερία του παιδιού νομίζω ότι γεννιώνται δύο προβλήματα. Και τα δύο αυτά προβλήματα που θ’ ανακοινώσω ευθύς αμέσως αποτελούν το θέμα της σημερινής μου ομιλίας. Πρόβλημα πρώτον, θ’ αφήσωμεν λοιπόν το παιδί  ελεύθερον να φωνάζη, να ατακτή να κάνη ότι θέλει, να τραγουδά μέσα εις το σχολείον, να πειράζη τους συμμαθητές του; Λοιπόν ποίον θα είναι το έμβλημα του νέου σχολείου; Απόλυτη ελευθερία – και τονίζω την λέξιν απόλυτη, διότι το ζήτημα ετέθη και εις τον κ. Μωραίτη –θα είναι λοιπόν απόλυτη ελευθερία το έμβλημα, θα είναι σχετική ελευθερία, απόλυτη πειθαρχία; Το δεύτερο πρόβλημα: πολύ καλά` το παιδί πρέπει να είναι ελεύθερο και πρέπει  ν’ αφήσωμεν το παιδί ελεύθερο  να ενεργούν αι εσωτερικαί του δυναμικότητες, αλλά μέσα εκεί περιλαμβάνονται και αι ροπαί αι τάσεις, αι κακαί ροπαί, αι κακαί τάσεις, θ’ αφήσωμεν το παιδί ελεύθερον να αναπτήξη αυτά; Και αν τα επιβάλη δια να ικανοποιήση τις ανάγκες που δημιουργούνται μέσα του; Δεν θα εξαγριωθή τότε το παιδί; Και πως το παιδί θα φθάση εις τα ανώτερα ιδανικά, τα οποία λατρεύει η κοινωνία; Μόνο του θα φθάση; Γύρω από τα δυό αυτά  προβλήματα θα στραφή το υπόλοιπο τμήμα της σημερινής μου ομιλίας. Σχετικώς με  το πρώτο πρόβλημα θ’ αφήσωμεν το παιδί ελεύθερο να κάνει ότι θέλει; Ας το διατυπώσωμεν το πρόβλημα αυτό επιστημονικότερον. Το παλαιόν σχολείον κατά βάσιν έχει λύσει το πρόβλημα αυτό, με την παραδοχήν της απόλυτης πειθαρχίας, με την παραδοχήν της εξωτερικής πειθαρχίας και της εξωτερικής, της άνωθεν επιβολής. Λέγει το παλαιόν σχολείον: Επειδή το παιδί είναι ένας ατελής ενήλικος, δεν ειξεύρει δε ποίον είναι το καλόν και ποίον το κακόν, εγώ όμως ο ενήλικος ειξεύρω τι οφείλει να κάμη το παιδί και τι δεν οφείλει, άρα απαγορεύω να δράση η θέλησι του παιδιού, διότι η θέλησι του παιδιού το φθάνει σε αταξίες κ.λ.π. Επομένως ως κεντρική γραμμή της ανατροφής του παιδιού είναι η εξωτερική πειθαρχία. Ποία είναι τ’ αποτελέσματα; θα είμαι πολύ σύντομος. Από το ένα μέρος βλέπομεν πως με όλα αυτά τα μέτρα οι αταξίες και εις το σπίτι και εις το σχολείον δεν παύουν. Παραλλήλως βλέπομεν μια αρκετά μεγάλην  δόσιν υποκρισίας εις τα παιδιά με πρόχειρο το ψέμα. Ακόμη βλέπομεν μίαν διπλήν επαναστατικότητα είτε θετικήν είτε αρνητικήν πχ. επαναστατικότητα: Το παιδί αρνείται να διαβάση και θετικήν επαναστατικότητα. Αυθαδιάζει προς τον καθηγητήν, τον πατέρα του, μερικές φορές μάλιστα βάζει και με τις πέτρες την μητέρα. Με άλλα λόγια έχομεν μίαν επί πλέον απόδειξιν ότι η εφαρμογή του συστήματος του παλαιού σχολείου όχι μόνον εις το ζήτημα της μαθήσεως απέτυχεν, αλλά και εις το ζήτημα της ηθικής αγωγής δεν μας δίδει ευχάριστα αποτελέσματα. Δεν νομίζω ότι είμαι πολύ αυστηρός εις την κριτικήν που κάμω, διότι ολίγον ή πολύ και από την ζωήν την ιδικήν μας τέτοια παραδείγματα που ανέφερα τα έχομεν. Βέβαια υπάρχουν και εξαιρέσεις. Το νέον σχολείον εξηγεί την αρχήν της δημιουργικής παραγωγικότητος και λέγει ότι την αντίληψιν αυτήν δεν είναι δυνατόν να την εφαρμόσω εις το σχολείον παρά αφού θέσω ως βάσιν την ελευθερίαν του παιδιού. Δηλ. το παιδί πρέπει να είναι ελεύθερον. Αλλά τι θα ειπή το παιδί πρέπει να είναι ελεύθερον; Να το πρόβλημα που έχομεν να εξετάσωμεν και θα το γενικεύσω περισσότερον τάχα εάν είπω: είναι ο άνθρωπος ψυχικώς ελεύθερος; Υπάρχει ελευθερία θελήσεως; Αν με τον όρον ελευθερία θελήσεως και εις τον ενήλικον και εις το μικρό παιδί εννοούμεν να κάνη ο ενήλικος ή το μικρό παιδί ό,τι θέλει δηλ. αν εννοούμεν με τον όρον αυτόν ενέργειαν αυθαιρεσιών, τότε εγώ πιστεύω ότι αυτό το πράγμα δεν υπάρχει. Ούτε ο ενήλικος κάμει ό,τι θέλει, ούτε το μικρό παιδί κάμει ό,τι θέλει. Δεν είναι βέβαια ούτε η θέση, ούτε τον καιρόν έχω ν’ αναπτύξω λεπτομερέστερα και πλατύτερα το πρόβλημα της ελευθερίας της μαθήσεως. Από ψυχολογικής απόψεως όμως θα μου επιτρέψετε δύο λόγια να προσθέσω. Εάν παρακολουθήσωμεν την εξέλιξιν της ψυχολογίας θα ιδούμε πως κατά τα τελευταία χρόνια η ψυχολογία εχάλασε τον κόσμον να στηριχθή επάνω εις τον γενικόν νόμον κάθε επιστήμης και ο γενικός νόμος κάθε επιστήμης είναι ο νόμος της αιτιότητος. Εξεκίνησεν η ψυχολογία από την εξής αρχήν. Όπως εις τον φυσικόν κόσμον κανένα φαινόμενον δεν είναι αυθαίρετον και αποτέλεσμα προσωπικής ιδιοτροπίας του Διός, της Αθηνάς κ.λ.π. αλλά όλα τα φυσικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα ωρισμένης αιτίας και όταν υπάρξη η αιτία αυτή κατ’ ανάγκην θα υπάρξη και το β. φυσικόν φαινόμενον διότι είναι αποτέλεσμα της α. αιτίας, παραδέχεται η ψυχολογία ότι το ίδιο γίνεται και εις τον ψυχικόν βίον του ανθρώπου. Και εις αυτά οιαδήποτε έκφανσις, οιαδήποτε λειτουργία, οιαδήποτε κίνησις, οιαδήποτε φράσις, οιαδήποτε απόφασις δεν είναι τυχαία ούτε αυθαίρετη, ούτε αποτέλεσμα ιδιοτροποίας ή τύχης, αλλ’ είναι αποτέλεσμα ωρισμένης αιτίας. Και την αιτίαν αυτήν έψαξεν επί 40,50 χρόνια να την εύρη εις το υπόστρωμμα όπου επάνω στηρίζεται ο ψυχικός μας βίος, που λέγεται ανθρώπινον σώμα, ή καλύτερα το νευρικόν σύστημα. Και δι αυτό εις τα πρώτα χρόνια της ψυχολογίας βλέπομεν όλα τα βιβλία της εποχής εκείνης να φέρουν ως τίτλον φυσιολογία-ψυχολογία και όποιο βιβλίο ανοίξετε εκείνης της εποχής θα ίδετε πως το ήμισυ τουλάχιστον αναπτύσσει το νευρικόν σύστημα, τόσον που ο ψυχολόγος θα διερωτηθή: Μα ιατρός είμαι εγώ ή ψυχολόγος και διατί μου γράφει όλα αυτά τα πράγματα; Αν ανοίξετε τις μεγάλες ψυχολογίες θα ίδετε εν τεράστιον κεφάλαιον, το πρώτον μέρος: η φυσιολογία του νευρικού συστήματος με λεπτομέρειες νευρολογικές καταπληκτικές. Διατί όλα αυτά; Διότι πιστεύει η ψυχολογία ότι μόνον αν στηριχθή επάνω εις το νευρικόν σύστημα, μόνον τότε θα μπορέση να εύρη τας αιτίας που γεννούν τα ψυχικά φαινόμενα, διότι αισθάνθηκε την αναπόδραστη ανάγκη θέλοντας να ιδρύση το επιστημονικό της οικοδόμημα, αισθάνθηκε την ανάγκη να στηριχθή εις τον νόμον της αιτιότητος, να παραδεχθή δηλ. τον ψυχικόν ντετερμινισμό, τον οποίον θα είπη το κάθε ψυχικό φαινόμενο έχει και μια ορισμένη αιτία. Είναι αλήθεια ότι με την εργασία αυτή της ψυχολογίας δημιουργήθηκε μία πολύ μεγάλη πρόοδος και οφείλω να ομολογήσω ότι η παιδαγωγική πειραματική ωφελήθηκε πολύ ιδιαιτέρως όσον αφορά την αγωγήν των τάξεων και ευρήκε μίαν ακλόνητον βασιν όπου εστήριξε την παιδαγωγικήν της εποπτείας. Αλλά με την πρόοδον των εργασιών είδεν η ψυχολογία ότι ωρισμένα φαινόμενα δεν ειμπορούσαν να ερμηνευθούν από το φυσιολογικόν αυτό διάγραμμα και είπεν ότι δεν εφθάσαμεν να τα ερμηνεύσωμεν. Η αρχή όμως μένει ακλόνητος. Την εποχήν εκείνην παρουσιάζεται εις τον ορίζοντα μία νέα μέθοδος της ψυχολογίας, η οποία σας είναι γνωστή με το όνομα ψυχανάλυσις. Η ψυχανάλυσις έδωκε την δευτέραν ώθησιν, την μεγαλυτέραν ώθησιν δια να επικρατήση σήμερον, δηλ. κατά την ιδικήν μου αντίληψιν, να επικρατήση ο απόλυτος ψυχικός ντετερμινισμός, δηλ. ότι εις κάθε ψυχικόν φαινόμενον υπάρχει μία αιτία. Και έδωκεν η ψυχανάλυσις την ώθησιν αυτήν διότι μεταξύ των κατακτήσεων τας οποίας μας έφερεν εις την ψυχολογίαν, μας παρουσίασε μια σπουδαία, την ανακάλυψι του υποσυνειδήτου, μας είπε δηλ. ότι εκτός από την συνείδησι υπάρχει μέσα μας και η υποσυνείδησις, το υποσυνείδητο και ότι αυτό το υποσυνείδητο δεν είναι όπως το εδέχετο η παλαιά ψυχολογία,  μια αποθήκη όπου βάζει κανείς το άχρηστον υλικό για να το πάρη όταν του χρειασθή, είναι μια δυναμογόνος εστία, η οποία επιρεάζει όλην μας την ψυχικήν ζωήν, όλες μας τις ψυχικές λειτουργίες. Περιπατώ π.χ. εις τον δρόμον και δεν βλέπω το α! πρόσωπον. Δεν είναι το ζήτημα τυχαίον. Σχετικώς με την ψυχανάλυσιν έχει γραφή και από με τον ίδιον εις το περιοδικόν «αναγέννησις» μια σειρά άρθρων και από τον κ. ……. Η  ψυχανάλυσις μας έδωκε την Δευτέρα ώθησι με την ανακάλυψι του υποσυνειδήτου. Το υποσυνείδητον ζη, δρα, μας κινή μας κατευθύνη ακόμη και εις τας παραμικροτέρας  πράξεις. Αυτά τα πράγματα φυσικά είναι δογματικά, δεν απεδείχθησαν αλλ’ εάν αυτά τα πράγματα τα παραδεχθήτε τότε μόνον ειμπορούμεν να κατανοήσωμεν το λεγόμενον συναίσθημα της ελευθερίας της θελήσεως. Ας το αντικρίσωμε μια στιγμή. Πότε νομίζουμε μέσα μας πως είμεθα ελεύθεροι; Για σκεφθήτε μια σοβαρά περίστασι στη ζωή σας που επρόκειτο να πάρετε μια απόφασι. Ειξεύρετε που κατελήγατε εις περισσότερες φορές να λέγετε με τον εαυτόν σας; Βέβαια δεν μπορούσα να κάμω διαφορετικά. Ας πάρωμεν ένα  παράδειγμα. Σου ζητά ένας ένα δάνειον το να το δώσης ή όχι είναι ζήτημα περισκέψεως. Η απόφασις εις την οποίαν θα καταλήξης είναι αποτέλεσμα ωρισμένων ελατηρίων ή επιχειρημάτων. Εδώ λοιπόν δεν ειμπορούμεν να ομιλίσωμεν ότι είμεθα ελεύθεροι να εκάναμεν εκείνο, διότι δεν ειμπορούσαμεν να κάνωμεν διαφορετικά. Συμβαίνει μερικές φορές και μεγάλες αποφάσεις να τις παίρνομεν απότομα. Εδώ είναι που μας γεννάται η εντύπωσις ότι είμεθα ψυχικώς ελεύθεροι. Εάν όμως ολίγον ερευνήσωμεν την συνείδησίν μας και πάμε ολίγον παρακάτω εις το υποσυνείδητον θα είδωμεν ότι την στιγμήν που ημείς επιστεύαμεν ότι ήτο ζήτημα τύχης ή ιδιοτροπίας μας και μέσα μας έμενεν η εντύπωσις ότι ειμπορούσαμεν  να κάνωμεν και διαφορετικά, θα ίδωμεν ότι η αιτία δεν υπάρχει εις την συνείδησιν, αλλ’ ασφαλώς η αιτία είναι εις το υποσυνείδητον. Και επομένως εις αυτάς τας περιστάσεις δεν εδράσαμεν ημείς απολύτως ελεύθεροι, αλλ’ η δράσις μας ήτο αποτέλεσμα ωρισμένης ψυχικής αιτίας, η οποία υπάρχει εις το υποσυνείδητον και τελικά το αίσθημα της ελευθερίας της βουλήσεώς μας το έχωμεν εις μικρά πράγματα, εάν θα υπάγω ή δεν υπάγω περίπατον κ.λ.π. Αλλά και εδώ σας εφιστώ την προσοχήν, η παραμικροτέρα κίνησίς μας, τα λάθη τα οποία κάμνομεν ακόμη έχουν την αιτίαν τους  και δεν την έχουν εις την συνείδησιν, αλλ’ εις το υποσυνείδητον. Καταλαβαίνω ότι είμαι δογματικός σήμερα, ως δογματικά θα πάρετε αυτά που σας λέγω, για τη στιγμή δεχθήτε τα όπως τα παραδέχομαι εγώ ακλόνητα, διότι άλλως δεν ειμπορώ να βγάλω τα συμπεράσματα που μου χρειάζονται. Λοιπόν εάν δεχθώμεν ότι υπάρχει απόλυτος ψυχικός ντετερμινισμός και πως το συναίσθημα της ελευθερίας της βουλήσεώς μας κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει, το νομίζομεν όμως ημείς ότι υπάρχει, και αυτό είναι δυνατόν να συμβή διότι αι αιτίαι είναι εις το υποσυνείδητον, εάν λοιπόν αυτό το δεχθώμεν ως πόρισμα της συγχρόνου ψυχολογίας, έχω το δικαίωμα να καταλήξω εις το εξής συμπέρασμα, ν’  απαντήσω δηλ. με τον εξής τρόπον εις το ερώτημα τι είναι ελευθερία. Ελευθερία απλούστατα είναι μία εσωτερική πειθαρχία. Και ελευθερία θα ειπή υπακούω εις τους νόμους τους εσωτερικούς, υπακούω εις τας ψυχικάς μου ανάγκας. Εν τοιαύτη περιπτώσει  βγαίνει το παιδαγωγικό συμπέρασμα μόνο του. Το παιδί που λέμε ημείς, θα είναι ελεύθερο εις το σχολείο, τι θα κάνη; Ό,τι του κατάβη στο κεφάλι; Όχι. Αλλά θα υπακούη εις τους εσωτερικούς  νόμους. Θα υπακούη εις τα ελατήρια τα ιδικά του θα είναι απολύτως πειθαρχικό. Ώστε όταν λέγομεν θα δώσω εις το παιδί ελευθερίαν λέγω κατά βάθος, καταργώ την εξωτερικήν πειθαρχίαν και εις την θέσιν της βάζω την εσωτερικήν πειθαρχίαν. Δεν είμαι ο δάσκαλος, ο πατήρ, εγώ ο ενήλικος που θα κανονίζω εις το παιδί τι θα κάνη, την α ή την β δράσιν, αλλά θα είναι το ίδιον το παιδί, αι ανάγκαι αι ιδικαί του, τα ψυχικά του ελατήρια. Το παιδί όταν παίζει είναι ελεύθερο ή όχι; Έχομεν μίαν εσωτερικήν πειθαρχίαν του παιδιού μέχρι του σημείου ώστε το παιδί φθάνει εις τα παιχνίδια του να βγάλη τους νόμους τους ιδικούς του. Δι αυτό σε κάθε παιχνίδι υπάρχουν οι κανόνες οι οποίοι κανονίζουν την συμπεριφοράν του παιδιού σύμφωνα με τις ψυχικές του ανάγκες και τους κανόνες αυτούς τους σέβεται απολύτως. Ειξεύρετε τι τρομερόν είναι για ένα παιδί να το ειπούν ζαβολιάρη, ειξεύρετε τι κλονισμόν φέρνει εις ένα παιδί όταν απομακρύνεται γι αυτόν τον λόγον από το παιχνίδι. Επομένως όταν λέγομεν ότι θα εφαρμόσωμεν την ελευθερίαν εις το σχολείον εννοούμεν ότι θα εγκαθιδρύσωμεν την εσωτερικήν πειθαρχίαν εις το παιδί, ότι το νέον σχολείον δεν θα είναι ωσάν το παλαιόν απόμερα και απομακρυσμένα από την κοινωνίαν, αλλ’ ένας ζωντανός στόχος όπου το παιδί θα ζη και θα κινήται μέσα εις την ιδικήν του σφαίραν, υπακούωντας εις την ικανοποίησιν των ιδικών του αναγκών. Όπου δε ευρέθησαν πολλά παιδιά μαζύ, και όπου είναι ανάγκη όλων των παιδιών να ικανοποιηθή η εσωτερική ζωή κατ’ ανάγκην τότε θα φθάσουν τα παιδιά εις τους ιδικούς τους νόμους .Και δι αυτό άμεσος συνέπεια της αφής της δημιουργικής ενεργητοκότητος μέσα εις το σχολείον είναι η δημιουργία της σχολικής κοινότητος. Είναι αδύνατον να φαντασθώμεν την αρχήν της εργασίας εις το σχολείον χωρίς την κοινότητα, είτε την δημιουργήσωμεν ημείς συνειδητά είτε όχι. Κατ’ ανάγκην τα παιδιά θα συνταχθούν, θα δημιουργήσουν κανόνες εξωτερικούς συμπεριφοράς, οι οποίοι είναι συνταιριασμένοι με τις ψυχικές τους ανάγκες. θα κανονίσουν ένα εξωτερικόν κανόνα, ο οποίος πρόκειται να διευκολύνη τα ίδια τα παιδιά, κοινόν όπλον, όργανον, μέσον με το οποίον ευκολύνεται η ζωή του παιδιού και επομένως ο ψυχικός του βίος παίρνει την εξέλιξι που πρέπει να πάρει. Ώστε εκείνο που θα ιδούμε εις το νέον σχολείον είναι εξωτερικώς μία διαφορετική εικών, ενώ εις το νέον σχολείον εις την επιφάνειαν έχομεν απόλυτον τάξιν και κάτω από την τάξιν αυτήν έχομεν αταξίαν, υποκρισίαν, πείραγμα. Εις το νέον σχολείον δεν θα υπάρχη παθητική στάσις των παιδιών, δεν θα είναι κακό διότι το παιδί εμίλησεν, εσηκώθηκε από την θέσιν του, απ’ εναντίας αυτό θα είναι προϋπόθεσις δια να ειμπορέση να εργασθή το παιδί. Ώστε εις επισκέπτης εις το σχολείον θα τραβούσε τα μαλλιά του με το θέαμα του σχολείου, αλλ’ εάν προσέξη καλύτερα θα ίδη ότι το παιδί το οποίον εσηκώθηκε από την θέσιν του και επήγεν εις το γειτονικόν θρανίον δεν επήγε δια να πειράξη τον συμμαθητήν του, επήγε για να τον ερωτήση κάτι τι, να συνεργασθή. Θυμηθήτε την εισαγωγή που έχει γράψει ο Κλεπαρέτρ, θυμηθήτε πως μας ανέφερεν ότι επήγεν εις το σχολείον του Ολλανδού Φρειδερίκου Λίχτε και είδε τα παιδιά να κινούνται, το εν να πηγαίνη εις τον χάρτην, το δεύτερον εκεί, το  τρίτον εδώ. Ενθυμηθήτε τι εντύπωσιν του έκαμε και ερώτησε: μιλούν εδώ τα παιδιά; Και απήντησεν ο Ολλανδός: βέβαια, χωρίς να μιλήσουν, χωρίς να συνεργασθούν, πως θα έχωμεν πραγματικήν εργασίαν; Αυτή νομίζω ότι είναι η απάντησις που έπρεπε να δώσω εις το πρόβλημα που έθεσα. Μου υπολείπεται το δεύτερον πρόβλημα. Ομολογώ ότι ήμην πολύ δογματικός εις την απάντησιν που έδωκα εις το πρώτον πρόβλημα. Το δυσάρεστον είναι ότι είμαι υποχρεωμένος  να είμαι ακόμη δογματικότερος εις την απάντησιν που θα δώσω εις το δεύτερον πρόβλημα. Δεν μπορώ να κάμω και άλλως μέσα εις το λίγο αυτό διάστημα το δεύτερον πρόβλημα: πολύ καλά, το παιδί είναι ελεύθερον, θα έχη επομένως την εξωτερικήν πειθαρχίαν. Θα είναι βέβαια ρυθμιστής της καταστάσεως ο δάσκαλος ,να ειπούμε. Τι θα γίνη όμως με τις αταξίες και τις ροπές, τα ένστικτά του; Όλα αυτά τα πράγματα εξύπνησαν μέσα του, του ζητούν επιτακτικά την λειτουργίαν τους. Θα το αφίσωμεν ημείς να δράση εις αυτήν την κατεύθυνσιν; Θα το αφίσωμεν να εξεγερθή; Θα του αφίσωμεν ελεύθερον το μαχητικόν του ένστικτον; Ωμίλησα πως το ζήτημα είναι αρκετά περίπλοκον. Θα σας παρακαλέσω με τον δογματικόν τρόπον που έχω σήμερον εις την ομιλίαν μου να με παρακολουθήσετε. Τι κάμνει το παλαιόν σχολείον δια το πρόβλημα αυτό; Παίρνει  μίαν διπλήν στάσιν κατασταλτικήν και πιεστικήν, την στάσιν της εξωτερικής πειθαρχίας. Το παλαιόν σχολείον λέγει: αφού το α παιδί έχει μίαν κακήν κλίσιν, πρέπει  εγώ να την ξεριζώσω αυτήν την κλίσιν, διότι θα γίνη επικίνδυνον εις την κοινωνίαν. Δευτέρα στάσις, αποσιωπιτική, κάμνει πως δεν βλέπει, πως ειξεύρει, είναι κυρίως η στάσις την οποίαν κρατεί εις την εξέλιξιν που μας παρουσιάζει το σεξουαλικόν ένστικτον – όταν λέγω σεξουαλικόν ένστικτον εννοώ το ένστικτον της γενετήσιας ορμής, της αναπαραγωγής. Εδώ η στάσις του είναι καθαρά αποσιωπητική. Τι κάμνει το νέον σχολείον; Παραδέχεται πως τα παιδιά δεν γεννιώνται ούτε καλά, ούτε κακά, ούτε ηθικά, ούτε ανήθικα. Παραδέχεται  δηλ. το νέον σχολείον πως το παιδί φέρνει πλήθος δυναμικότητες όταν έρχεται εις τον κόσμον, αι οποίαι θα αφυπνισθούν, θα ορμήσουν δια να γίνουν καλά ή κακά όργανα εις τον ενήλικον. Μια παρομοίωσις: παραδέχεται το νέον σχολείον ότι η ανακάλυψις που λέγεται αεροπλάνον δεν είναι καλή, ούτε κακή, γίνεται καλή αλλά γίνεται και κακή αναλόγως με την χρήσιν που θα γίνη. Παραδέχεται το νέον σχολείον ότι το παιδί φέρνει πλήθος δυναμικότητες οι οποίες του χρειάζονται και οι οποίες πρέπει κατά την παιδικήν ηλικίαν να εξελιχθούν δια να γίνουν ικανότητες. Αρκεί προς τούτο να τις χρησιμοποιήση καθ’ ον τρόπον πρέπει, δηλ. κατά τρόπον κοινωνικά ωφέλιμον εις την κοινωνίαν. Τρίτον το νέον σχολείον κάνει μίαν υποχώρησιν και λέγει ότι εις ωρισμένα άτομα υπάρχει κάποια προδιάθεσις ώστε ωρισμένες δυναμικότητες είτε ηθικές είτε μη ηθικές να πάρουν στραβή εξέλιξι. Π.χ. τα παιδιά μιάς αλκοολικής οικογένειας είναι επόμενον να φέρουν μέσα των διανοητικόν εκφυλισμόν, ή προδιάθεσιν δι ηθικόν εκφυλισμόν, μολονότι το δεύτερον δεν το πιστεύω – να φέρουν προδιάθεσιν διά διανοητικόν εκφυλισμόν, το δέχομαι – και η προδιάθεσις αυτή ειμπορεί να έχη ως συνέπειαν τον ηθικόν εκφυλισμόν. Τι θα κάμωμεν; Που καταλήγει το νέον σχολείον; Εις τα εξής δύο πορίσματα. Πρώτον θα δώση ελευθερίαν να δράσουν αι ροπαί και τα ένστικτα του παιδιού και δεύτερον θα τα κατευθύνη, τας ροπάς και τα ένστικτα αυτά, θα τα κατευθύνη και θα προσπαθήση να τα υποτάξη εις την λειτουργίαν ενός ανωτέρου ιδανικού. Ποίον είναι το ιδανικόν αυτό; Ειξεύρετε τον πόλεμον που γίνεται επάνω εις αυτό. και γεννιέται το εξής πρόβλημα. Είναι δυνατόν να επηρεάσω εγώ τα ένστικτα και τις κακές ροπές, να τα καταστείλω ή να τα αγνοήσω, αλλά να τα επηρεάσω ώστε να τα υποτάξω, είναι δυνατόν την δύναμιν τους δηλ. την ψυχικήν να την θέσω εις την υπηρεσίαν ενός ανωτέρου ιδανικού; Εδώ συγκεντρώνεται δι εμέ ολόκληρον πρόβλημα. Εις το πρόβλημα αυτό το παλαιόν σχολείον φαίνεται ότι δεν πολυπιστεύει, φαίνεται ότι δεν πιστεύει πως είναι δυνατόν να επηρεάσωμεν, να κατευθύνωμεν όχι με επιβολήν, όχι με βάρβαρα μέσα, να κατευθύνωμεν και να την θέσωμεν εις την υπηρεσίαν ενός ανωτέρου ιδανικού. Φαίνεται αυτό ότι το παλαιόν σχολείον δεν το πολυπιστεύει, διότι εάν το επίστευε δεν θα έπερνε τουλάχιστον την αποσιωπητικήν στάσιν. Και εν τοιαύτη περιπτώσει επειδή αυτά φυσιολογικώς θα γεννηθούν μέσα εις την ψυχήν του παιδιού, το παλαιόν σχολείον με την στάσιν την αποσιωπητικήν δεν το κατευθύνει διόλου, το αφήνει επομένως να εξελιχθή ως θύμα, ως έρμαιον των περιστάσεων και εδώ είναι το μέγιστον σφάλμα εις την ψυχικήν του αγωγήν. Το νέον σχολείον, όπως τουλ. το βλέπω εγώ, πιστεύει απολύτως εις την μεταμόρφωσιν και την εξύψωσιν και την εξυγίανσιν των ενστίκτων. Και να από ποιες ψυχολογικές αντιλήψεις ξεκινά δια να δημιουργήση μέσα του αυτήν την πεποίθησιν. Θα θέσω ένα ερώτημα. Τι είναι το ένστικτον; Ειξεύρετε πως εδώ και λίγα χρόνια, 20, 30, χρόνια το πολύ όλος ο επιστημονικός κόσμος επίστευεν ότι τα ένστικτα είναι παγία και αμετάβλητη κληρονομία μεταφυτευομένων μηχανισμών, σαν σούστες ελατηρίων, που εάν κουρδισθούν κάμνουν μια ωρισμένην κίνησιν, εκτός εάν σπάσουν. Λίγοι λοιπόν μηχανισμοί που δρούν με αντανακλαστικήν κίνησιν. Και δι αυτό είπον ότι η παλαιά ψυχολογία φαίνεται ότι δεν πολυπιστεύει ότι είναι δυνατόν να κλονίση τα ένστικτα, διότι την εποχήν που ιδρύθηκε το παλαιόν σχολείον αυτή η ψυχολογική ανίληψις επικρατούσε. Εξεκίνησε λοιπόν απ αυτή την αντίληψι και είπε, αφού δεν ειμπορώ το ένστικτο να το κλονίσω, θα λάβω τα μέτρα μου να το ξεριζώσω και δι αυτό παίρνει συνήθως την κατασταλτικήν στάσιν το παλαιόν σχολείον. Τι παραδέχεται η νέα ψυχολογία; Η νέα ψυχολογία έχει τελείως  αντίθετον αντίληψιν δια τα ένστικτα, λέγει δηλ. ότι τα ένστικτα δεν είναι πάγια και αμετάβλητη κληρονομία μεταφυτευομένων μηχανισμών, αλλ’ είναι ωρισμένα συμπλέγματα από δυναμικότητες ψυχικές που η κάθε μία συνεργάζεται για να επιτελεσθή ο σκοπός που επιδιώκει το κάθε ένστικτον, μα που η κάθε μια παρ’ όλην την συνεργασίαν εξελίσσεται και ειμπορεί να μεταμορφωθή ώστε το α ένστικτον  που ο αρχικός του προορισμός ήτο να γίνη τούτο, να φθάση μερικές φορές με τις μεταμορφώσεις που παίρνει να γίνη το εντελώς αντίθετον. Παραδέχεται δηλ. ότι το ένστικτον δεν είναι απλός μηχανισμός, αλλ’ εν σύνθετον ψυχικόν φαινόμενον και δεύτερον παραδέχεται ότι είναι εξελίξιμον και μεταμορφώσιμον. Η ανακάλυψις αυτή είναι η Δευτέρα κατάκτησις της ψυχαναλύσεως. Από τους ψυχολόγους δύο. Αμερικανοί ο Τζαίημις και ο Ντιουί ήαν οι πρώτοι που κατέληξαν ότι τα ένστικτα δεν ημπορεί να είναι πάγιοι μηχανισμοί. Οι δύο αυτοί ψυχολόγοι εκτύπησαν κυρίως το ότι τα ένστικτα είναι μεταβλητά και παρακολουθούν όλην την ζωήν του ανθρώπου. Αλλά την κυριωτέραν απόδειξιν ότι τα ένστικτα είναι σύμπλεγμα δυναμικοτήτων και ότι ειμπορούν να μεταβληθούν μας την έδωκεν η ψυχανάλυσις κα ιιδίως ο …………Αυτός εξήτασε κατ ουσίαν το σεξουαλικόν ένστικτον, εμελέτησεν όλες τις εκδηλώσεις του ενστίκτου αυτού και απέδειξε  την εξελισσιμότητα και την ικανότητα να μεταμορφωθή το ένστικτον αυτό ώστε από βάρβαρον που είναι εις την πρωτόγονον μορφήν του να φθάση εις μίαν εξύψωσιν και ένα εξευγενισμόν. Θα ήθελα με δύο λέξεις να παρακολουθήσωμεν κύρια στάδια που ειμπορεί να πάρη εις την εξέλιξίν του ένα ένστικτον. Έν ένστικτον π.χ. το μαχητικόν ή το σεξουαλικόν, μόλις αφυπνισθή εις το παιδί δεν είναι δυνατόν παρά να συναντήση κατάστασιν εμποδίων ακόμη και πίεσιν είτε μέσα εις την κοινωνίαν, είτε μέσα εις την ζωήν, είτε από κοινωνικές αντιλήψεις, είτε από εμπόδια φυσικά. Λοιπόν το ένστικτον ευρίσκει κάποια αντίστασι. Η αντίστασις αυτή δημιουργεί μίαν πίεσιν, από την πίεσιν αυτήν δημιουργούνται τα ακόλουθα φαινόμενα. Η ψυχική δύναμις που παρακολουθεί εν ένστικτον που δεν είναι μηχανικός μηχανισμός έχει μέσα του μία ζωτικότητα, μίαν ποσότητα ψυχικής ενεργείας. Εκείνη άλλως τε η ψυχική ενέργεια είναι που μας ωθεί δια να το ικανοποιήσωμεν. Η ψυχική ενέργεια που παρακολουθεί το ένστικτον, εάν αυτή καθ’ αυτήν δεν ειμπορεί να λειτουργήση, είναι πολύ πιθανόν να σπάση κάπως την αντίστασιν και να διοχετευθή κάπως πλάγια. Έτσι π.χ. το μαχητικόν ένστικτον διοχετεύεται εις τα αθλητικά αγωνίσματα. Από το άλλο μέρος το σεξουαλικόν ένστικτον διοχετεύεται, ας είπω έτσι, εις μοντέρνους χορούς, διοχετεύεται εις την αγάπην που έχουν ένα σωρό γεροντοκόρες δι ωρισμένα ζώα, που έχουν μέσα εις το σπίτι τους. Τι γίνεται εις αυτήν την περίπτωσιν;  Το ένστικτο καθ’ εαυτό δεν λειτουργεί επάνω εις το αντικείμενον που ήθελε, δεν λειτουργεί δια να ικανποιήση ατόφιο  τον σκοπό του, αλλ’ η ψυχική του  δύναμις λειτουργεί εν τίνι μέτρω και δι αυτό με  την διοχέτευσιν που έχουμε δεν αισθανόμεθα την μεγάλην πίεσιν ώστε να σπάση το εξωτερικό καζάνι. Αλλά ειμπορεί να συμβή το ρεύμα να γίνη πολύ ορμητικό και εν τοιαύτη περιπτώσει να έχωμεν επαναστατικότητα και σπάσιμο και τότε πλέον το ένστικτο παραστρατεί, σπάζει και ξεχύνεται. Π.χ. η μονομαχία είναι εν παράρτημα του μαχητικού ενστίκτου. Εν παράρτημα του σεξουαλικού ενστίκτου είναι ο αυτοερωτισμός. Η περίπτωσις αυτή είναι η χειρότερη απ’ όλες και το ένστικτον δρα κατά τρόπον βλαβερόν εις την κοινωνίαν και η ψυχική δύναμις που το συνοδεύει δρα κατά τρόπον βλαβερότερον, διότι φέρνει πολλές φορές καταστροφήν και εις το άτομον και εις την οικογένειαν και εις την κοινωνίαν. Τρίτον, το ένστικτον κοιτάζει να συμβιβασθή και παίρνει μια φανταστική ικανοποίησι και τότε μας παρουσιάζεται π.χ. ένας τύπος ανθρώπου που έχει χάσει τα ένστικτά του, ο τύπος των ανθρώπων των αβούλων, που είναι ιδιότροποι. Τέταρτον το ένστικτον ανεβαίνει εις ένα ανώτερον επίπεδον, θα μάθη μόνο του να ενεργήση συμπλέγματα με άλλες ψυχικές λειτουργίες, είναι το περίφημο στάδιο του περιπλεγμού. Π.χ. το μαχητικόν ένστικτον το οποίον η κοινωνία δεν μου επιτρέπει να εκδηλώσω περιπλέκεται με διανοητικές λειτουργίες, με άλλους κοινωνικούς σκοπούς και δημιουργείται η μαχητικότητα του αρχηγού. Μέσα εις την μαχητικότητα του αρχηγού δρα το μαχητικόν ένστικτον. Αλλ’ εδώ δρα περιπεπλεγμένον συνδεδεμένον με χίλια δυό τεχνάσματα και συνδεδεμένον με ένα άλλο ακόμη σκοπόν. Π.χ. κοινωνικόν. Έχει αρχίσει να θέτη εις την υπηρεσίαν ενός ανωτέρου σκοπού το ένστικτον. Και ο άνθρωπος αυτός δρα με όλην την δύναμίν του εάν είναι κατ’ ουσίαν μαχητός κάθε άλλο παρά το έχει είδησιν, όμως είναι μαχητός. Και τελευταίον το ανώτερον στάδιον που μας λέει η ψυχανάλυσις είναι η εξύψωσις του ενστίκτου. Π.χ. χωρεί καμία αμφιβολία ότι κάτω από την πολιτικήν σήμερον της παγκοσμίου ειρήνης δρα το μαχητικόν ένστικτον; Ο αγών δια την παγκόσμιον ειρήνην. Γλωσσικώς δεν λέγομεν ημείς οι ίδιοι αγών; Τι γίνεται εδώ. Και εδώ είναι το μαχητικόν ένστικτον , πολεμά, αλλ’ ‘όχι δια να κάμη κακόν εις τον άνθρωπον, αλλά πολεμά δια να εξυπηρετήση την κοινωνίαν. Δηλ. απέσπασε όλην την ψυχικήν δύναμιν την οποίαν έτρεφε το μαχητικόν ένστικτον , τη απέσπασε απ εκεί και την έθεσεν εις την υπηρεσίαν μιάς  ανώτερης ιδέας. Ιδίους εξευγενισμούς και ιδίαν εξύψωσιν παρατηρούμεν και με τα άλλα ένστικτα. Βλέπομεν ότι τα ένστικτα μεταμορφώνονται, εξυψώνονται. Ας το δεχθώμεν εδώ έτσι δογματικά, όπως σας είπον ως σωστό. Όσοι το δέχονται κατ’ ανάγκην θα συμφωνήσουν μαζύ μου εις τα εξής πορίσματα. Πρώτον απαγορεύεται το ξερίζωμα του ενστίκτου και η τελεία του καταστολή – είναι η βάσις του παλαιού σχολείου – πρώτα πρώτα είναι αδύνατον να το επιτύχεις. Ξεριζώνω  ένα ένστικτον σημααίνει στερώ ένα άτομο και μαζύ με το άτομον ολόκληρον την κοινωνίαν στερώ από μια πηγήν δράσεως, μίαν πηγήν δυνάμεως που ειμπορεί να θέση εις την εξυπηρέτησιν ενός ανωτέρου ιδανικού. Επομένως απαγορεύεται κατά την αντίληψιν του νέου σχολείου το ξερίζωμα, από το άλλο μέρος απαγορεύεται και η αποσιώπησις, διότι αυτό αφήνει όλην την μεταμόρφωσιν εις την τύχην και επομένως επιβάλλεται διαφωτισμός, φυσικά με όλην την λεπτότητα, με όλον τον καλόν τρόπον. Και τρίτον χρειάζεται ελευθερία κατευθύνσεως, δηλ. χρειάζεται να ειμπορέσω με τρόπον να πάρω την δύναμιν την ψυχικήν που κινείται μέσα εις κάθε ένστικτον και να την θέσω εις την υπηρεσίαν ενός ανωτέρου σκοπού. Η έμμεσος όμως προϋπόθεσις προς τον σκοπόν αυτόν είναι ότι πρέπει να αφήσω ένα μικρό κομμάτι δυνάμεως δια την άμμεσον λειτουργίαν του ενστίκτου. Δεν ηξεύρω εάν εμίλησα λίγο γριφωδώς επάνω εις το ζήτημα αυτό. καταλαβαίνεται πόσον λεπτόν είναι το ζήτημα και το ακροατήριον, το οποίον με παρακολουθεί σήμερον δεν ήτο δυνατόν να μου επιτρέψη ν ομιλήσω κάπως ελευθερώτερα. Εν πάση περιπτώσει όποιος δέχεται την μεταμόρφωσι του ενστίκτου αναμφισβητήτως θα κατακρίνη το παλαιό σχολείον και αναμφισβητήτως είτε τα πρίσματα, τα οποία είπον εγώ θα κοιτάξη να τα δοκιμάση και να τα δεχθή, είτε άλλο τι θα κοιτάξη να εύρη, πάντως όχι την αποσιώπησιν και τα άλλα. Με αυτόν τον τρόπον αντιλαμβάνομαι εγώ και την απολογίαν και την εξευγένησιν των ενστίκτων του πααιδιού, πιστεύοντας ότι το παλαιόν σχολείον απεναντίας αναρχίαν και απειθαρχίαν έφερε και τις περισσότερες φορές εξέγερσιν των ενστίκτων.
(χειροκροτήματα παρατεταμένα)
Διάλεξις κ. Σωτηρίου εν τω Δημοτικώ Θεάτρω Πειραιώς
Την 1ην Απριλίου 1931
 Το δακτυλογραφημένο κείμενο
Πρόεδρος. Κύριοι συνάδελφοι σήμερον θα ομιλήση ο κ. Σωτηρίου, διευθυντής του Διδασκαλείου Θηλέων Πειραιώς. Το θέμα του είναι το σχολείον εργασίας εις την θεωρίαν και την πράξιν. Ο κ. Σωτηρίου έχει τον λόγον.
Σωτηρίου. Κυρίες και κύριοι. Πριν να μπω εις το θέμα της σημερινής μου ομιλίας, αισθάνομαι την υποχρέωσιν να δώσω μίαν εξήγησιν για να αρθή κάποια παρεξήγησις που έγινεν εις βάρος ενός σημείου της τελευταίας ομιλίας μου.
Όπως θα ενθυμείσθε όσοι μου εκάματε την τιμήν να παρακολουθήσετε την τρίτην μου ομιλίαν, όταν ανέπτυξα την αντίληψιν που εγώ σήμερα παραδέχομαι  πως τα ένστικτα δεν είναι πάγια, πάγιοι και αμετάβλητοι μηχανισμοί, αλλά ότι είναι ευκολομετάβλητοι και μεταμορφώσιμοι, έφερον τότε ένα παράδειγμα δια να δείξω ότι ένα από τα στάδια από  τα οποία περνούν τα διάφορα ένστικτα εις την μεταμόρφωσίν τους. Έφερα για παράδειγμα από το ένα μέρος το μαχητικόν ένστικτον και από το άλλο το σεξουαλικόν ένστικτον, και είπον προκειμένου δια το σεξουαλικόν ένστικτον, ότι μια μορφή που παίρνει μεταμορφούμενον το ένστικτον αυτό είναι η διοχέτευσις. Και έφερα για παράδειγμα την αγάπη, την φροντίδα που δείχνουν οι γεροντοκόρες δια διάφορα ζώα που περιποιούνται εις το σπίτι τους. Ατυχώς η φράσις μου αυτή φαίνεται ότι παρεξηγήθη. Είμαι υποχρεωμένος να δώσω κάποιαν εξήγησιν. Και πρώτα το φαινόμενον αυτό της διοχετεύσεως δεν παρατηρείται μόνον εις τας γυναίκας, αλλά και εις τους άνδρες, ως έλεγα αν θέλετε εις τα γεροντοπαλήκαρα. Η διαφορά είναι ότι συνηθέστερον παρατηρείται εις τας γυναίκας, διότι η κοινωνία η σημερινή με τις αντιλήψεις, τις σημερινές αντιλήψεις, επιτρέπει μόνον κατά τρόπον την χρησιμοποίησιν του ενστίκτου του σεξουαλικού, την απαγορεύει όμως κατά τρόπον σκληρότερον προκειμένου διά γυναίκες. Αλλά το ίδιο φαινόμενο δεν παρατηρείται μόνον εις τους μη παντρεμένους άνδρες και εις τις μη παντρεμένες γυναίκες. Αλλά παρατηρείται και εις τους παντρεμένους και ιδιαιτέρως παρατηρείται το φσινόμενον αυτό όταν δεν έχουν αποκτήσει παιδιά. Πολλά ανδρόγυνα που δεν έχουν αποκτήσει παιδιά δια τον Α ή Β λόγον, διοχετεύουν την αγάπη τους που είναι ένα από τα στοιχεία του σεξουαλικού ενστίκτου εις  διάφορα άλλα αντικείμενα. Δεν αφορά λοιπόν μόνον τις γυναίκες. Αλλά και μίαν άλλην εξήγησιν θέλω να δώσω. Όταν εγώ προσπαθώ να ερμηνεύσω ένα φαινόμενον, δεν πρέπει να δοθή λαβή εις παρεξηγήσεις διότι η εξήγησις ενός φαινομένου είναι καθαρά επιστημονική, κάθε άλλο λοιπόν παρά θα ήθελον να θίξω με την δράσιν μου που είπα το Α ή το Β πρόσωπον. Προσεπάθησα να δώσω την εξήγησιν που εγώ τουλάχιστον παραδέχομαι πως  είναι επιστημονική του φαινομένου αυτού. Και νομίζω ότι ούτε η φρασεολογία μου ήτο πικρά αν θέλετε, ούτε η επιμονή μου εις την ανάπτυξιν του θέματος αυτού ήτο αρκετά έντονος, απλώς το έρριψα ως παράδειγμα. Εν πάσει περιπτώσει νομίζω ότι εις όσους και όσες συμβαίνει αυτή η διοχέτευσις, και εδώ εφιστώ την προσοχή σας, δεν πρέπει να θεωρούν το πράγμα αυτό υποτιμητικόν δια να δημιουργηθή μέσα τους μια παρεξήγηση. Απ’  εναντίας η διοχέτευσις αυτή που παίρνει το ένστικτόν τους είναι και η σωτηρία του ενστίκτου. Άλλως αν δεν δημιουργηθή η διοχέτευσις αυτή δεν ηξεύρω τι επανάστασιν ημπορούσε να δημιουργηθή μέσα εις τον ψυχικόν και σωματικόν οργανισμόν. Έχομεν εδώ άλλα φαινόμενα με διοχέτευσιν του ενστίκτου αυτού τα οποία βλέπομεν και τα οποία είναι λυπηρότερα.
Επομένως  ούτε υποτιμητική είναι η διοχέτευσις αυτή, απεναντίας  ημπορώ να είπω, είναι σωτηρία δια το άτομον, που κατόρθωσε τα εξυψώση το αργούν ένστικτόν του εις ένα ανώτερον βαθμόν, όπως ο βαθμός διοχετεύσεως. Θέλω να πιστεύω ότι με την εξήγησιν που έδωκα σήμερον κατώρθωσα να κάμω σαφεστέραν την ιδέα που είπα. Εν πάσει περιπτώσει έχω να δηλώσω κατά τον πλέον επίσημον τρόπον ότι ούτε επέρασε από το μυαλό μου να θίξω το Α ή το Β πρόσωπον, ή τη Α κατηγορία προσώπων. Μετά την εξήγησιν αυτήν έρχομαι εις το θέμα μου. Εις την αρχήν της πρώτης μου ομιλίας υπεσχέθην ότι θα προσπαθήσω να αναπτύξω από αυτό το βήμα το πρώτο θέμα το οποίον ο σύλλογος δημοδιδασκάλων Πειραιώς είχεν εγγράψει εις τον κατάλογον που έστειλεν εις τους ομιλητάς που τους παρεκάλεσε να λάβουν τον λόγον, και το πρώτον ζήτημα που εζήτησεν ο σύλλογος να αναπτύξουν οι ομιληταί ήτο το σχολείον εργασίας ει την θεωρίαν και εις την πράξιν. Εις τις τρείς πρώτες ομιλίες μου προσεπάθησα με τον πιο απλούστερο  και πολλές φορές δογματικό τρόπο να δώσω την θεωρητική βάσι που επάνω στηρίζεται η  μία  μέθοδος που είναι γνωστή η αρχή της εργασίας ή μάλλον η αρχή της δημιουργικής ενεργητικότητος του παιδιού. Και η θεωρητική αυτή βάσις εις την έρευνα που προσπαθώ να κάμω εδώ, στηρίζεται επάνω εις τις νέες αντιλήψεις της ψυχολογίας του παιδιού. Υπολείπεται τώρα δια να ολοκληρώσω όλο το θέμα, υπολείπεται το άλλο τμήμα του θέματος δηλ. το σχολείον εργασίας εις την τάξιν. Έτσι δεν λέγω πως το θέμα της σημερινής μου ομιλίας είναι ακριβώς αυτό το σχολείον εργασίας εις την πράξιν. Αλλά είμαι υποχρεωμένος ευθύς από την πρώτην στιγμήν να εξηγηθώ καλλίτερα. Δεν πρόκειται σήμερον εις την σημερινήν μου ομιλίαν να παρουσιάσω σύντομα, έστω απλά, απλούστατα σκίτσα, του πως εφαρμόζεται και του πως πρέπει να εφαρμοσθή το σχολείον εργασίας μέσα εις το σχολείον. Δεν θα ήτο δυνατόν το θέμα να εξαντληθή μέσα εις το χρονικόν όριον μιάς ομιλίας.
Είναι χίλια δυό προβλήματα που παρουσιάζονται. Άλλωστε και ο σύλλογος δημοδιδασκάλων Πειραιώς εις τον κατάλογον των θεμάτων που κατήρτησε δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να θέση ως πρώτον αρχικόν θέμα το θέμα αυτό, και να αραδιάση κατόπιν άλλα θέματα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανάλυσις του δευτέρου τμήματος του θέματος τούτου. Θα εχρειάζετο λοιπόν να αφιερώση κανείς ολόκληρον κύκλον από μερικές ομιλίες, όπου ο ομιλητής θα έπαιρνε ένα προς ένα τα διάφορα προβλήματα που μας παρουσιάζει το σχολείον εργασίας εις την πράξιν, όπως π.χ. το σχολικόν πρόγραμμα η διδακτική ύλη, τα εποπτικά μέσα, τα συσσίτια κ.λ.π. Θα έπρεπεν ένα προς ένα ο ομιλητής να τα πάρη δια να μπορέση να ειπή καθαρά τη γνώμη του. Δεν πρόκειται λοιπόν σήμερα εγώ να ομιλήσω δια το σχολείον εργασίας εις την πράξιν, από την άποψιν την θετικήν, από  την άποψιν τι γίνεται και τι πρέπει να γίνη. Θα ήμην ευτυχής αν εξακολουθήτε να με περιβάλλετε με την εμπιστοσύνην που βλέπω να έχετε με τον ερχομόν σας εις τας ομιλίας μου, θα ήμην  ευτυχής αν μου δωθή η ευκαιρία ολόκληρη αυτού του κύκλου να τον αναπτύξω εγώ είτε εδώ είτε εις την αίθουσαν του διδασκαλείου. Εν πάσει περιπτώσει είμαι εις την διάθεσιν του συλλόγου. Σήμερον θα περιορισθώ εις την θεωρητικήν ανάπτυξιν του θέματος, το σχολείον δηλ. εργασίας εις την πράξιν, αλλά εις την θεωρητικήν του άποψιν. Διατυπώνω το θέμα μου καλλίτερα ότι μπορεί να εφαρμοσθή το σχολείον εργασίας και εις τους άλλους  τόπους και εις τον τόπον μας; Ακόμη καλλίτερα ποια εμπόδια παρουσιάζονται και εις άλλας χώρας μα προ παντός εις την ιδικήν μας χώραν δια την πλήρη εφαρμογήν του σχολείου εργασίας; Ποιους κινδύνους διατρέχει η εφαρμογή αυτή και οι  άνθρωποι οι οποίοι θα θελήσουν να εφαρμόσουν το σχολείον εργασίας βαθειά και πλατειά; Γιατί αν ρίξωμεν μια ματιά εις όσα έγιναν εις την Ελλάδα σχετικώς με την εφαρμογήν του σχολείου εργασίας και πράγματι έγιναν μερικά βήματα, το Μαράσλειον σχολείον, το Διδασκαλείον Θηλέων Πειραιώς αν θέλετε, τις  πρωτόγονες και τις γενικές  προσπάθειες που έδειξαν ορισμένοι δημοδιδάσκαλοι και καθηγηταί γυμνασίων δια να εφαρμόσουν το σχολείον εργασίας, αν λοιπόν ρίψωμεν μια ματιά εις τις προσπάθειες αυτές θα ιδούμε ότι η εφαρμογή αυτή προσκρούει εις δυσκολοϋπέρβλητα προβλήματα, θα ιδούμε δηλ. ότι όσοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν το σχολείον εργασίας και εις τις άλλες χώρες αλλά περισσότερον εις τον τόπον μας , διότι αυτό μας ενδιαφέρει, αναγκάσθηκαν να κάνουν αβαρίες. Αυτή είναι η αλήθεια, με την διαφοράν πως δεν το λέμε κατ’ αυτόν τον τρόπον αλλά λέμε ότι αναγκάσθησαν να προσαρμοσθούν εις τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες, ή αν θέλετε το λέμε ακόμα αναγκάσθηκαν να βαδίσουν με σύνεσιν και σωφροσύνην. Αλλά η ουσία είναι τούτο: ότι αναγκάσθηκαν να κάμουν αβαρίες. Αυτό είναι μία απόδειξις όπου σας είπα ότι υπάρχουν εμπόδια δυσκλοϋπέρβλητα δια την εφαρμογήν του σχολείου εργασίας, και υπάρχουν και κίνδυνοι τους οποίους διατρέχει το σχολείον εργασίας εις την εφαρμογήν του. Αν θέλωμεν να ρίξωμεν μίαν γενικήν ματιά  εις την εφαρμογήν του σχολείου εργασίας, όχι μόνον εις τον τόπον μας αλλά και εις τις άλλες χώρες, θα ιδούμε πως εις τις χώρες εκείνες διέτρεχε και διατρέχει το σχολείον εργασίας εκτός μιάς και μόνης εξαιρέσεως, διέτρεξε και διατρέχει δύο κινδύνους. Από το ένα μέρος η εφαρμογή του γίνεται ολίγον ιδεολογικά τυπικά, χωρίς να θίγη την ουσίαν των πραγμάτων, και η εφαρμογή του εκφυλίζεται. Αυτό σας εξηγή και όλες και όλες τις μικρές και μεγάλες διαφωνίες που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων παιδαγωγών, των Γερμανών αν θέλετε των προπολεμικών και μεταπολεμικών, των Ρώσων. Αυτό σας εξηγεί και τις διαφωνίες που υπάρχουν μεταξύ των παιδαγωγών διότι ως τουλάχιστον εγώ θέλω να πιστεύω, ενώ όλοι είναι σύμφωνοι εις τας κεντρικάς  αντιλήψεις εν τούτοις διαφωνούν. Αυτό θα ειπή ότι αλλοιώς ο ένας εφαρμόζει το σχολείον εργασίας και αλλοιώς ο άλλος, και αυτό θα ειπή πως εις την κάθε χώραν άλλοι είναι οι όροι οι οποίοι αναγκάζουν τον Α παιδαγωγόν να κάμη την Α ή την Β αβαρίαν, δια να ημπορέση να εφαρμόση το σχολείον εργασίας. Αλλά αυτό που είπον ότι συμβαίνει εις ξένες χώρες, συμβαίνει αναμφισβητήτως εις τον τόπον μας.
Έχω την πεποίθησιν ότι θα εξακολουθήση να συμβαίνει εις τον τόπον μας μέχρις ότου αρθούν αι δυσμενείς κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες που εμποδίζουν να εφαρμοσθή πλήρως πλατειά βαθειά το σχολείον εργασίας. Έτσι λοιπόν είμαι υποχρεωμένος να εξετάσω ποια είναι τα εμπόδια αυτά τα κοινωνικά, αν θέλετε τα κρατικά, τα καθαρώς εκπαιδευτικά ποία είναι αυτά τα εμπόδια, διότι νομίζω ότι μια που εις την αντίληψίν μας υπάρχει η αγάπη προς το σχολείον εργασίας νομίζω, ότι έχω την υποχρέωσιν να είπω καθαρά την αλήθειαν, ώστε να προλάβω τυχόν απογοητεύσεις που ημπορούν να συμβαίνουν εις τον καθένα από εμάς, άμα επιχειρήση να εφαρμόση το σχολείον εργασίας. Και πρώτα θα ασχοληθώ με τα εμπόδια τα κοινωνικά, άλλωστε  αυτό είναι  και το σπουδαιότερον και αυτό μας εξηγεί και τις άλλες κατηγορίες των εμποδίων. Είπα πως είμεθα υποχρεωμένοι εδώ εις τον τόπον μας, αν θέλωμεν να εφαρμώσωμεν το σχολείον εργασίας να κάμωμεν ωρισμένες αβαρίες να προσαρμοσθούμε προς την πραγματικότητα, προς τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες.
Ποια είναι τα κοινωνικά αυτά εμπόδια που αντιτίθενται εις την εφαρμογήν του σχολείου εργασίας αυτό αποτελεί το κύριον θέμα της σημερινής μου ομιλίας. Δεν είναι βέβαια δυνατόν να ανοιχθώ εις πλατειά έρευνα δια το πρόβλημα αυτό θα ακολουθήσω τον ίδιο τρόπο που ακολούθησα δια τις προηγούμενες ομιλίες μου, δηλ. τον σύντομο και ολίγο δογματικό τρόπο εις την ανάπτυξιν. Κυρίαι και κύριοι, δύο είναι τα βασικά προβλήματα της παιδαγωγικής, από το ένα μέρος ο σκοπός της αγωγής και από το άλλο μέρος η μέθοδος της αγωγής δηλ. το τέρμα και τα μέσα με τα οποία θα φθάσωμεν  εις το τέρμα. Και τα δύο αυτά βασικά προβλήματα της αγωγής εγώ έχω τουλάχιστον την πεποίθησιν πως ολοκληρωτικά μόνον το πρώτον αλλά και το δεύτερον σχετικά είναι κοινωνιολογικά καθορισμένον δηλ. όπως η κάθε κοινωνία εις κάθε εποχήν έχει τον ιδικόν της σκοπόν της αγωγής άλλος π.χ. ήτο ο σκοπός της αγωγής κατά τον μεσαίωνα και άλλοι καινούργιοι σκοποί αναφαίνονται σήμερον ει την μεταπολεμικήν εποχήν. Όπως λοιπόν ο σκοπός της αγωγής είναι ανάλογος και εξυπηρετικός των πόθων και των ιδανικών που έχει κάθε κοινωνία εις κάθε εποχή και αυτός είναι κοινωνιολογικά καθορισμένος έτσι εγώ τουλάχιστον πιστεύω πως και η μέθοδος της αγωγής όσον και αν λέμε ημείς οι παιδαγωγοί, ότι στηρίζεται ασάλευτος εις τας μεθόδους που μας δίδει η ψυχολογία, όσον και αν το λέμε η μέθοδος της αγωγής (που) εξαρτάται από τις ιδέες και τις αντιλήψεις που επικρατούν εις την κοινωνίαν εις κάθε εποχήν. Έτσι λοιπόν σήμερα γεννάται το πρόβλημα για ποιο λόγο τάχα  σήμερον άρχισε να εφαρμόζεται το σχολείον εργασίας, για ποιο λόγο σήμερον εκινήθηκε η αρχή της δημιουργικής ενεργητικότητος, και γενικώς σήμερον και εις τας άλλας χώρας και σε μας; Γιατί δεν άρχισε εις τον τόπον μας ολίγα χρόνια πριν, ενώ εις τις Ευρωπαϊκές χώρες, και εις την Αμερικήν, είχε κιόλας αρχίσει να γίνεται η εφαρμογή. Αν ρίξωμεν μια ματιά εις την εξέληξιν της παιδαγωγικής θα ιδούμε ότι οι σπουδαιότερες αιτίες που προκάλεσαν την πρόοδον της παιδαγωγικής, ήσαν για μένα τρείς: 1) Η πρόοδος των  φυσικών επιστημών και η εφαρμογή των που είναι γνωστή με το όνομα ο νέος τεχνικός πολιτισμός. Αυτή είναι μια σπουδαία αιτία, δια να εξελιχθή η παιδαγωγική. Η πρόοδος των φυσικών επιστημών και ο τεχνικός πολιτισμός άλλαξαν τα προγράμματα των σχολείων εδημιούργησαν τα πρακτικά λύκεια ή επαγγελματικές σχολές, πράγματα άγνωστα εδώ και 10, 20 χρόνια και άλλαξαν το πρόγραμμα των εκπαιδευτικών. Η πρόοδος αυτή των φυσικών επιστημών έλυσε το ζήτημα των εκπαιδευτικών μέσων. Αυτή είναι η μία αιτία. Δευτέρα αιτία είναι η πρόοδος της ψυχολογίας του παιδιού αυτή κυρίως έφερε, φέρει και θα φέρει την εξέλιξιν  κι την πρόοδον του προβλήματος της μεθόδου της αγωγής. Έτσι η αρχή της εργαςίας στηρίζεται ολόκληρος όπως προσεπάθησα να αποδείξω εις τις νέες αντιλήψεις της ψυχολογίας. Η τρίτη όμως αιτία που αν δεν υπάρχει είναι ζήτημα δια την ιδικήν μου γνώμην αν θα ημπορούσαν να επενεργήσουν οι δύο πρώτοι, η Τρίτη αιτία είναι η πρόοδος της κοινωνίας. Η αλλαγή του πολιτεύματος – ομιλώ γενικά όχι δια τον τόπον μας – η αλλαγή της μορφής που επήρε η κοινωνία ας το ειπώ έτσι η δημοκρατοποίησις της κοινωνίας η απόκτησις της πολιτικής ελευθερίας το βάδισμα προς μίαν καλλιτέραν οικονομικήν διάκρισιν η τάσις ας ειπούμε έτσι προς μιάν όχι μόνον στενήν πολιτικήν που ολίγον ή πολύ την κατέκτησε ο πολιτισμένος κόσμος, αλλά και προς μίαν οικονομικήν και πολιτικήν ισότητα. Όλη αυτή η ζύμωσις που έγινε μέσα εις τον περασμένο αιώνα είναι για μένα η κύρια πηγή που έφερε την εξέλιξι της παιδαγωγικής. Αν αυτό δεν συνέβαινον, αν δεν είχε γίνει αυτή η ζύμωσις και αν δεν είχομεν τον αντίκτυπον αυτόν της ζυμώσεως μέσα εις τα σχολεία, εγώ τουλάχιστον πιστεύω ακραδάντως πως ούτε η πρόοδος της ψυχολογίας, ούτε η πρόοδος των φυσικών επιστημών θα ημπορούσαν να επηρεάσουν κατά τρόπον τόσον ευεργετικόν όπως επηρέασαν την εξέληξιν της παιδαγωγικής .Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Αυτό που ζητεί η αρχή της εργασίας να δώσωμεν ελευθερίαν μέσα εις το σχολείον να αναγνωρίσωμεν  εις την παιδικήν ηλικίαν όχι μόνο υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα, αυτά τα εκήρυξαν και άλλοι παλαιοί παιδαγωγοί, αλλά το εκήρυξε με όλην την δύναμιν της ψυχής του  ο μέγας παιδαγωγός της Γενεύης ο Ρουσσώ και το εκήρυξεν από εδώ και 100 χρόνια. Την εποχήν που έζησεν ο Ρουσσώ το κήρυγμα αυτό έμεινε απαρατήρητον. Τον είπον απ’ εναντίας τον Ρουσσώ επαναστάτην και εζήτησαν όπως ξεύρετε να καύσουν τα βιβλία του. Καθ’ όλον τον περασμένον αιώνα και μόλις τις τελευταίες ημέρες τις ιδικές μας ήρχησαν να καταλαβαίνουν οι παιδαγωγοί βαθειά, βαθύτατα το βάθος και την μεγάλην σημασία που είχε το κήρυγμα του Ρουσσώ. Και οι παιδαγωγοί που ήρχησαν να τον καταλαβαίνουν και να τον θεωρούν δημιουργικόν πρόδρομον είναι οι οπαδοί της δημιουργικής εργασίας. Να φέρω ένα δεύτερο παράδειγμα. Η ερβαρτιανή μέθοδος είναι για μένα η κατάλληλος μέθοδος δια να δώση διακοσμητική μόρφωση εις τους ανθρώπους. Και όταν λέγω διακοσμητική μόρφωση εννοώ τούτο: Όπως ακόμα και σήμερον εις ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας η μόρφωση που πρέπει να πάρη το κορίτσι είναι το να ψελλήψη μία ξένη γλώσσα και να μάθη να παίζει πιάνο, είτε έχει ταλέντο είτε όχι, διότι αυτά είναι τα προσόντα, αλλά προσόντα διακοσμητικά, έ λοιπόν το ίδιο και η Ερβαρτιανή μέθοδος. Το βάθος της είναι ένα είδος διακοσμητικής μορφώσεως εις τα παιδιά. Και δεν ημπορεί παρά έτσι να είναι, διότι η ερβαρτιανή μέθοδος δημιουργήθηκε από τον                όταν ο          ήτο ιδιωτικός οικοδιδάσκαλος εις το σπίτι ενός ευγενούς. Αλλά τα πριγκιπόπουλα εκείνης της εποχής δεν είχαν ανάγκην παρά διακοσμητικής μορφώσεως. Τι έγινε καθ’ όλον τον περασμένο αιώνα; Το 1873 βγαίνει το πρώτο βιβλίο για την ψυχή του παιδιού. Από τότε γίνεται μια τεραστία προσπάθεια για να ανυψωθή εις επιστήμη και να δώση θετικά πορίσματα η ψυχολογία του παιδιού. Η Ερβαρτιανή μέθοδος όμως γιατί δεν αλλάζει καίτοι εκλονίσθη η βάσις της; Η ψυχολογία της εποχής εκείνης έλεγεν ότι πρέπει να στραφούμε εις την ψυχολογία του παιδιού. Δεν έπεφτε όμως η Ερβαρτιανή μέθοδος γιατί για να φαίνεται ότι δεν είναι παλιά έλαβεν υπ’ όψιν και τα πορίσματα της ψυχολογίας. Έκαμε δηλ. η Ερβαρτιανή μέθοδος ενέσεις να ξανανιώση. Και μια ωραία πρωία την στιγμήν που δεν υπήρχε πολιτισμένο μέρος όπου να μην είχε επικρατήσει η Ερβαρτιανή μέθοδος, μίαν ωραίαν πρωίαν είδαμεν ότι δεν στέκει η Ερβαρτιανή μέθοδος. Μέχρι στιγμής εκείνης δεν το έβλεπον. Υπήρχεν η ψυχολογία του παιδιού, είχε δώσει τα πορίσματά της αλλ’ οι επίσημοι παιδαγωγοί είχαν βουλώσει τ’ αυτιά τους δια να μην ακούσουν τίποτε. Γιατί λοιπόν δεν έπεσε η Ερβαρτιανή μέθοδος και ακόμη δεν έχει πέσει; Διότι κοινωνιολογικά δεν ήτο δυνατόν να πέση, γιατί δεν είχεν έλθει η στιγμή να ημπορή να επικρατήση η νέα μέθοδος, όχι διότι τα πορίσματα της ψυχολογίας δεν ήσαν σωστά. Το βιβλίον που μετέφρασα εγώ «το σχολείον και το παιδί» περιέχει 4-5 μελέτες. Το πρώτον άρθρον του Ντουί έχει δημοσιευθή εις τα 1890 και όμως μόλις σήμερον γίνεται αντιληπτόν εις την Ελλάδα, όχι βέβαια διότι είναι δύσκολον αλλά διότι ψυχολογικώς ημείς δεν είμεθα προετοιμασμένοι να το καταλάβωμεν. Το δεχόμεθα ως μίαν θεωρίαν, αλλά εις την πράξιν δεν ετολμήσαμεν να κάμωμεν τίποτε. Βλέπετε λοιπόν ότι έμεινεν η Ερβαρτιανή μέθοδος και ότι μόλις τώρα τελευταία αρχίζει να εφαρμόζεται η αρχή της εργασίας. Διατί λοιπόν τώρα τελευταία; Ποιες είναι οι αιτίες οι πραγματικές  που εκλόνισαν την Ερβαρτιανήν μέθοδον; Προσπάθησα να καταστήσω σαφή την αντίληψί μου ότι οι αιτίες αυτές δεν είναι η πρόοδος της ψυχολογίας του παιδιού ή των φυσικών επιστημών, οι αιτίες είναι καθαρά κοινωνιολογικές και επομένως όπως θα ιδούμε όπως η Ερβαρτιανή μέθοδος ήτο κομμένη δια τον σκοπόν της αγωγής τότε που ήταν διακοσμητική έτσι και τώρα η νέα μέθοδος της αγωγής και αυτή είναι κοινωνιολογικά καθορισμένη δηλ. θ’ αρχίση να επικρατή όταν οι νέες αντιλήψεις που ολίγον κατ’ ολίγον παρουσιάζονται εις την κοινωνίαν επικρατήσουν, διότι δι αυτές τις νέες αντιλήψεις είναι η αρχή της εργασίας (γίνεται πεντάλεπτη διακοπή).
Κυρίες και κύριοι, υποστήριξα προηγουμένως πως η Ερβαρτιανή μέθοδος ήτο κοινωνιολογικά καθωρισμένη, ήτο δηλ. η κατάλληλος  μέθοδος επάνω εις τον σκοπόν που υπήρχε τότε της αγωγής, και δι αυτό την εχαρακτήρισα την μέθοδον αυτήν ως μέθοδον διακοσμητικής μορφώσεως. Είπον ακόμη πως αν σήμερον εγεννήθη και αρχίζει να επικρατή εις μερικούς τόπους η νέα μέθοδος η γνωστή με το όνομα η αρχή της εργασίας, η αιτία δι αυτήν την εφαρμογήν δεν είναι τόσον η πρόοδος της ψυχολογίας του παιδιού, διότι αυτή από κάμποσα χρόνια υπάρχει, δεν είναι αυτή η αιτία όσον είναι η νέα κοινωνική ζύμωσις και προ του πολέμου αλλ’ ιδίως μετά τον πόλεμον τον Ευρωπαϊκόν κάποιες νέες ιδέες και κάποιοι νέοι φόβοι ήρχισαν να φαίνονται εις τον κοινωνικό ορίζοντα, και εις άλλες μεν χώρες οι νέες αυτές ιδέες και οι νέοι αυτοί πόθοι ήρχισαν να επικρατούν. Και όπου επικράτησαν πέρα - πέρα είχον ως αποτέλεσμα και την πέρα, πέρα εφαρμογήν της αρχής της εργασίας. Όπου επικράτησαν περισσότερον εκεί και η αρχή της εργασίας, ως τουλάχιστον ηξεύρω εγώ, εφαρμόζεται περισσότερον και όπως πρωτοφαίνεται και αρχίζουν να γίνωνται οι νέες αυτές ιδέες συνειδητές εις τις λαϊκές μάζες, εκεί δημιουργήθηκε η δυνατότητα της εφαρμογής της νέας μεθόδου. Ποιες είναι αυτές οι κύριες νέες ιδέες που επίδρασαν και εδημιούργησαν την κατάλληλον ατμόσφαιραν δια να μπορέση να εναρμοσθή η αρχή της εργασίας; Πρώτα, πρώτα είναι το ριζοβόλημα της δημοκρατικής αντιλήψεως. Κάθε άλλο βέβαια παρά πρόκειται να ομιλήσω πολιτικά εδώ, ομιλώ υπό την ποιο πλατειά ιδέα της δημοκρατικής αντιλήψεως, και ευρίσκω ότι όχι μόνον εις την Ευρώπην άρχισε και επικράτησε η αντίληψις της πολιτικής ισότητος αλλά και εις άλλα μέρη και εις άλλους Ηπείρους όπου έως τώρα εξακολουθούν να είναι ακόμα και τώρα υπό την προστασίαν διαφόρων δυνάμεων, έχει ξυπνήσει η αντίληψις της Εθνικής Ελευθερίας, και ελευθερία δεν θα ειπή τίποτα άλλο παρά η Εθνική ελευθερία, η πολιτική ισότης, όσον η αντίληψις της δημοκρατικής ελυθερίας, της πολιτικής αν θέλετε ελευθερίας, δια να μην σκανδαλίζεται κανείς με την λέξιν δημικρατία όσον η αντίληψις της πολιτικής ελευθερίας επροχώρησε τόσον εγένετο επιτακτικωτέρα μία ανάγκη, η ανάγκη της πολιτικής μορφώσεως των παιδιών. Όσον δηλ. επικρατούσαν αυτές οι αντιλήψεις της πολιτικής ελευθερίας, όσον έπαιρνε εις τα χέρια του ο λαός την πολιτικήν εξουσίαν καθ’ οιονδήποτε τρόπον, τόσον και οι παιδαγωγοί άρχισαν να καταλαβαίνουν πως έχουν υποχρέωσι να μορφώσουν τα παιδιά για να είναι ικανά να ασκήσουν τις πολιτικές ελευθερίες όταν γίνουν ενήλικοι. Έτσι το πρώτο ρήγμα που έγινεν εις την Ερβαρτιανήν μέθοδον είναι  γνωστό με το όνομα η αυτοδιοίκησις των παιδιών. Και βλέπομεν και εις την Ευρώπην,  ακόμα και εις τον τόπον μας που από το ένα μέρος εφαρμόζουν την Ερβαρτιανήν μέθοδον και από το άλλο μέρος την κρημνίζουν, διότι εισάγουν την αυτοδιοίκηση. Και προσέξατε  τι γίνεται. Εισήχθη η αυτοδιοίκηση  εις τα σχολεία κυρίως χάρις εις την εξέληξιν αυτήν την κοινωνικήν, χάρις επομένως εις τα αντιλήψεις της πολιτικής ελευθερίας. Αφού δε δι αυτήν επείσθησαν η κοινωνία, το Κράτος οι παιδαγωγοί και οι δάσκαλοι τότε εκ των υστέρων – εφιστώ την προσοχήν σας επ’ αυτού – ήρχισαν να ψάχνουν να εύρουν τα επιχειρήματα εις την ψυχολογίαν του παιδιού όπου  επάνω επείσθησαν και δικαίως ότι θα στηρίξουν κατά τρόπον ασάλευτον την αυτοδιοίκησιν του παιδιού, είπον ότι ημείς έχομεν δίκαιον που θέλομεν αυτοδιοίκηση του παιδιού, διότι η ψυχή του παιδιού έχει ως προϋπόθεσιν την αυτοδιοίκησιν. Χωρίς να υπάρχη λοιπόν η αρχή της εργασίας, χωρίς να έχη εύρη καμίαν απήχησιν εις την κοινωνίαν, έγινε το πρώτο ρήγμα της Ερβαρτιανής μεθόδου με την αυτιδιοίκησιν. Εμπήκε η αυτοδιοίκηση καθαρά από κοινωνιολογικής ανάγκης. Μία δευτέρα ιδέα είναι η ιδέα πως πρέπει το παιδί να απελευθερωθή, θα έλεγα, η απόκτησις της ελευθερίας του παιδιού όχι από την άαποψιν της ψυχολογίας του παιδιού. Τι συνέβη δηλ.; Ενώ έγινεν η Γαλλική επανάστασις και διάφορα πολιτικά γεγονότα τα οποία έφερον την πολιτικήν ελευθερίαν εις διαφόρους λαούς, εν τούτοις βλέπομεν ότι μέσα εις αυτούς τους λαούς έχουν ένα κομμάτι ασάλευτο για το παιδί. Ο δάσκαλος ο πατέρας ήτο μονάρχης. Το δικαιολογούσε βέβαια με ένα σοβαροφανές επιχείρημα ότι το παιδί δεν ηξεύρει το καλό του, είναι ένας μικρός ανήλικος, εγώ που είμαι ο δάσκαλος εγώ θα φροντίσω. Παραλλήλως όμως με αυτά τα ωραία πράγματα ήτο η ψυχολογία του παιδιού, ήτις έλεγεν ότι αυτό που λέγετε  είναι αστήρικτο. Και όταν μέσα εις την κοινωνίαν έγινεν η εξέλιξις προς το παιδί, όταν δηλ. μέσα εις την κοινωνίαν υπήρξαν ιδεολόγοι οι οποίοι εκήρυξαν τον αιώνα του παιδιού και είπον ότι ο ενήλικος πρέπει να σέβεται το παιδί, ο ενήλικος έχει κυρίως υποχρεώσεις απέναντι του παιδιού και όχι δικαιώματα, ότι επομένως το παιδί πρέπει να αποκτήση την ψυχικήν του οντότητα, όταν αυτή η ιδέα άρχισε να γίνεται συνειδητή, τότε βλέπομεν να δημιουργείται μια ατμόσφαιρα τοιαύτη, ώστε οι παιδαγωγοί σήμερα να λέγουν ότι διατηρούμεν την ελευθερίαν του παιδιού δια την εξέλιξιν των ψυχικών του ικανοτήτων. Αλλά και μία τρίτη ιδέα ένας τρίτος πόθος, θα έλεγα ιδανικόν άρχισε ιδίως  μετά τον πόλεμον να παρουσιάζεται εις την κοινωνίαν. Η κοινωνία, όλη η πολιτισμένη κοινωνία και ημείς μαζί της, η γενιά η ιδική μας ηξεύρομεν τι υποφέραμεν από τον Ευρωπαϊκόν πόλεμον και βλέπομεν τι υποφέρομεν ακόμη και σήμερον. Η οικονομική κρίσις η σημερινή δεν ημπορούμε να πούμε ότι δεν είναι συνέπεια του Ευρωπαϊκού πολέμου. Λοιπόν η πολιτισμένη κοινωνία άρχισε να καταλαβαίνη να συνειδητοποιή μέσα της πως ο άνθρωπος έχει την υποχρέωσιν να είναι παραγωγικός. Θα έλεγα είναι η νέα ιδέα, ο νέος πόθος, το ιδανικόν της παραγωγής, ο άνθρωπος πρέπει να είναι παραγωγικός. Δικαιώματα εις την ζωήν έχει μόνον ο άνθρωπος που είναι παραγωγικός, είτε με τα χέρια του είτε με το μυαλό του. Αυτή η νέα ιδέα για μένα έφερε το βαθύτερο, το τελειοτικό κτύπημα εις τις φεουδαρχικές και συντηρητικές αντιλήψεις. Διότι αυτή η ιδέα που ψυχολογικά μεταφράζεται ως εξής: τότε μόνον έχει αξίαν ο άνθρωπος όταν προσφέρη κάτι για το καλό της ολότητος και όχι διότι εις τις φλέβες του τρέχει το α ή το β αίμα και όχι διότι ο πατέρας του έχει τα α ή β πλούτη. (χειροκροτήματα)
Συ το άτομον έχεις αξίαν μόνον όταν συνεισφέρης εις τα αγαθά της ολότητος είτε τα υλικά είτε τα πνευματικά αγαθά. Αυτή ακριβώς η νέα ιδέα εις όσες κοινωνίες εριζοβόλησεν βαθύτερα και εις όσες κοινωνίες γίνεται σνειδητότερα εις πλατύτερα κοινωνικά στρώματα εις αυτές τις κοινωνίες βλέπομεν να εφαρμόζεται η αρχή της εργασίας. Και τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ονομάζεται αρχή της εργασίας. Δι αυτό μ’ όλον ότι δεν αρέσει εις όλους μας η λέξις αυτή, όμως την κρατούμε. Λοιπόν αυτός ο νέος πόθος, όπως είπα, που μεταφράζεται ψυχολογικά, όπως είπα, ότι συ το άτομον έχεις αξίαν όταν είσαι δημιουργικός παραγωγικός, όταν προσφέρης αγαθά υλικά ή πνευματικά, αυτό είναι εκείνο το οποίον ανήψωσε εις την συνείδησιν την αρχήν της εργασίας, αυτήν την αρχήν της δημιουργικής ενεργητικότητος του παιδιού.
Γιατί; Δια τον απλούστερον λόγον, γιατί αρχίζει να προβάλλεται μέσα εις την κοινωνίαν ένας νέος σκοπός της αγωγής. Πρέπει μας λέγει η αντίληψις αυτή, πρέπει να παύση πλέον να είναι διακοσμητική η μόρφωσις. Ότι δε έχεις δίκαιο το βλέπομεν μπροστά εις τα μάτια μας, και το ζούμε εις την Ελληνικήν κοινωνίαν προκειμένου για την μόρφωσιν των κοριτσιών. Δεν είναι είπα πολλά χρόνια είναι ελάχιστα χρόνια που μοναδικά προσόντα διά μίαν εύ  ηγμένην νεάνιδα ήτο να ηξεύρη Γαλλικά και πιάνο. Όμως σήμερα εις ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας άρχισε η αντίληψις αυτή να πέφτη. Και εις το άλλο μέρος να θεωρύνται μεν καλά αυτά, αλλά μαζί με αυτά να ζητή και κάτι άλλο ουσιαστικότερο να μάθη το κορίτσι. Βλέπομεν σήμερον ότι ο λαός ζητεί το άπλωμα των γεωργικών σχολών. Βλέπομεν και τα επιμελητήρια και τα Υπουργεία να προσπαθούν να διαδώσουν τις επαγγελματικές σχολές. Μας το δείχνει επίσης ο θεσμός των λαϊκών πανεπιστημίων, τα οποία δεν είναι πλέον τα κέντρα όπου καλλιεργείται η επιστήμη, διότι τα λαϊκά πανεπιστήμια έχουν τούτο το ιδιαίτερον είναι τα κέντρα όπου θα ημπορέση κάθε ένας να ανυψώση την πνευματικήν του ικανότητα δια να γίνη παραγωγικότερος μέσα εις την κοινωνίααν. Από αυτά τα οποία είπα και τα οποία, όπως πιστεύω εγώ τουλάχιστον, είναι σωστά νομίζω πως πρέπει να βγάλουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα. 1) Η νέα αυτή μέθοδος της εργασίας μόνον εκεί ημπορεί να εφαρμοσθή βαθειά και πλατειά όπου οι νέες αυτές ιδέες  έχουν πέρα – πέρα επικρατήση. Έτσι εξηγούμε τα ακόλουθα φαινόμενα. 1) Γιατί οι οπαδοί της αρχής της εργασίας, οι πρώτοι οπαδοί οι οποίοι έγραψαν ήσαν οπαδοί της σοσιαλιστικής παιδαγωγικής. 2) Έτσι εξηγούμε γιατί εις την χώραν εκείνην η οποία έφερε μίαν από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις  και όπου κατ’ εξοχήν η αρχή της παραγωγής, η νέα ιδέα της παραγωγής εις την ψυχήν εκείνην τουλάχιστον που διευθύνουν σήμερον την χώραν, εις την Ρωσίαν δηλ. η αρχή αυτή της εργασίας έχει πέρα , πέρα εφαρμοσθή, κατά τον πλέον αρτιώτερον τρόπον. (χειροκριτήμαατα).
Με συγχωρείτε, δεν κάμω πολιτικήν συζήτητσιν, εγώ είμαι εις επιστήμων που προσπαθεί να ερνηνεύση  τα παιδαγωγικά φαινόμενα όπως υποπίπτουν εις την αντίληψίν του. Εάν η ερμηνεία τη οποίαν κάμνω, ωρισμένα άτομα τα ευχαριστή, τους παρακαλώ να μη με χειροκροτούν, διότι εγώ κάμνω επιστημονική έρευνα εδώ και όχι πολιτική. 3) Βγάζομεν το σπουδαίον συμπέρασμα ότι, η αρχή της εργασίας, της δημιουργικής ενεργητικότητος είναι η μέθοδος η οποία κόπηκε επάνω εις τα αχνάρια των νέων αυτών αντιλήψεων. Όπως η Ερβαρτιανή μέθοδος ήτο διακοσμητική διά να υπηρετήση τον διακοσμητικόν σκοπόν της αγωγής, έτσι και η μέθοδος αυτή είναι η μέθοδος που προσαρμόζεται προς τις νέες αντιλήψεις, και επειδή ακριβώς άρχισαν να εφαρμόζωνται οι νέες αυτές αντιλήψεις ,άρχισε να εφαρμόζεται και η αρχή αυτής της εργασίας. 4) Και το 4ο είναι που ενδιαφέρει ημάς το 4ο και 5ο συμπέρασμα. Για το χατήρι αυτών των δύο συμπερασμάτων ημπορώ να είπω ότι έγινεν όλη αυτή η σημερινή ομιλία μου. 4) Αυτό όμως το ότι δηλ. η μέθοδος αυτή είναι η μάλλον κατάλληλος δια να ικανοποιηθή, ας είπω έτσι ο νέος σκοπός της  αγωγής, αυτό όμως δεν θα είπη πως δεν είναι κατάλληλος να ικανοποιηθή και οιασδήποτε σκοπός της αγωγής. Αν ενθυμείσθε εις την πρώτην μου ομιλίαν έδωκα  μίαν εξήγησιν, είπον δηλ. ότι η αρχή της εργασίας είναι μέθοδος της παιδαγωγικής. Ημείς οι οπαδοί της παραδεχόμεθα τούτο: ότι με την μέθοδον αυτήν, οιανδήποτε σκοπόν  και αν θέλετε να ακολουθήσετε θα φθάσετε καλύτερα από οιανδήποτε άλλην. Καθορίζω τούτο επακριβέστερον. Λέγω λοιπόν ότι η μέθοδος της αρχής της εργασίας είναι η μόνη κατάλληλος διά να ημπορέση να ικανοποιηθή ο νέος σκοπός, αν θέλετε, της αγωγής, να ικανοποιηθούν οι νέες ιδέες και οι νέοι πόθοι της κοινωνίας. Η Ερβαρτιανή μέθοδος είναι κατάλληλος και κάθε άλλο παρά προηγουμένη μέθοδος, δεν ημπορεί να καρποφορήση. Από το άλλο μέρος η νέα αυτή μέθοδος η οποία παρουσιάσθη εις τον κόσμον εγεννήθηκε από τις νέες αυτές αντιλήψεις, είναι μία μέθοδος η οποία δεν στηρίζεται επιστημονικώς εις τις αντιλήψεις αυτές, αλλά είναι μία μέθοδος που στηρίζεται επιστημονικά εις τα πορίσματα της ψυχολογίας του παιδιού. Με την νέαν μέθοδον θα ικανοποιήση πολύ καλλίτερα τον κάθε σκοπόν που θέλει ο καθένας από μας να επιτύχη με το σχολείον. Επομένως είναι μία νέα μέθοδος μόνη κατάλληλη διά να ικανοποιήση τα νέα ιδανικά, αλλά πάρα πολύ κατάλληλος διά να ικανοποιήση και τους επικρατούντας πόθους. Δεν εγεννήθηκε βέβαια διά να ικανοποιήση αυτά τα ιδανικά, άλλ’ είναι καταλληλότερη από την παλαιάν μέθοδον δια να ικανοποιήση αυτά τα ιδανικά, διότι ναι μεν είναι καθωρισμένη η μέθοδος από τις προϋποθέσις αυτές που σας είπα, άλλ’ από το άλλο μέρος δεν στηρίζεται απ’ εκεί. Τα πορίσματά της βγαίνουν από την ψυχολογίαν του παιδιού και η ψυχολογία είναι απρόσωπη, δεν ενδιαφέρεται δια τον α ή τον β πόθον. Έτσι νομίζω εγώ ότι πρέπει να αντιμετωπισθή το πρόβλημα αυτό. Δια να ημπορέση να εφαρμοσθή εις όλον της το βάθος και όλον της το πλάτος η νέα αυτή μέθοδος, η αρχή της εργασίας είναι απαραίτητη πως πρέπει να προϋπάρξουν πέρα-πέρα οι κοινωνικές συνθήκες που την εδημιούργησαν. Επομένως εις όσους τόπους οι κοινωνικές αυτές συνθήκες δεν έχουν ακόμη δημιουργηθή – και  λίγο ή πολύ εις αυτήν την κατάστασιν ευρισκόμεθα ημείς εις τον τόπον μας – εις όλες αυτές τις χώρες πρέπει να ηξεύρωμεν ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθή πέρα-πέρα και η αρχή της εργασίας και επομένως όσοι θα θελήσωμεν να εφαρμόσωμεν την αρχήν αυτήν της εργασίας πρέπει εκ των προτέρων να ηξεύρωμεν ότι θα κάμωμεν αβαρίες, θα προσαρμοσθούμε δηλ. εις τις κοινωνικές συνθήκες. Να φέρω ένα παράδειγμα. Όσον και αν μου λέγη εμένα η καινούργια αυτή μέθοδος πως το υλικόν το οποίον διδάσκεται σήμερον εις τα σχολεία και το οποίον διδάσκεται σήμερον διότι εκείνοι που το έβαλαν εις το πρόγραμμα πιστεύουν πως με το υλικόν αυτό ικανοποιήθη κάποιος σκοπός – όσον και αν μου λέγει η παλαιά μέθοδος πως το υλικόν δεν είναι κατάλληλον με τις νέες αντιλήψεις, τις ψυχολογικές, αντιλήψεις για το παιδί, όμως δεν ημπορώ να το βγάλω,  διότι την στιγμήν που θα επιχειρήσω να είπω μέσα εις το σχολείον μου ότι δεν διδάσκω αυτό το μάθημα, το οποίον όμως αδίκως κατά την γνώμην μου, δικαίως κατά την γνώμην της παμψηφίας ή της πλειοψηφίας και επομένως δικαίως κατά την γνώμην του Κράτους πρέπει να διδαχθή αυτό το υλικόν, θα έλθω αμέσως εις μίαν σύγκρουσιν και ή πρέπει να φύγω εγώ από το σχολείον ή δεν πρέπει να εφαρμόσω την μέθοδον, ή προκειμένου να την εφαρμόσω να προσαρμοσθώ εις αυτήν την αντίληψιν, επομένως να κάμω αβαρίαν. Ενθυμηθήτε την γνώμην του κ. Εξαρχοπούλου, τι αβαρίες αναγκάσθηκε να κάμη προκειμένου να εφαρμόση την αρχή της νέας ύλης. Τα περισσότερα μαθήματα μέσα εις το πειραματικό του σχολείο αναγκάσθηκε να μη τα περιλάβη μέσα εις την εφαρμογήν της νέας μεθόδου. Ρίψατε μια ματιά εις αυτό που έκαμε ο κ. Καραχρήστου ο οποίος και αυτός αναγκάσθηκε να κάμη αβαρίες, να υποχωρήση, διότι οι κοινωνικές συνθήκες δεν επιτρέπουν αυτήν την εφαρμογήν, που θα ειπή πως με την νέαν μέθοδον τα επικρατούντα ιδανικά, που ημείς οι δάσκαλοι θέλομεν να τα ικανοποιήσουμε με την νέαν μέθοδον έρχεται το Μαράσλειον και μας λέγει πάρετε την καινούργια μέθοδο να ικανοποιήσετε τα ιδανικά που θέλετε. Αλλά λέγω εγώ να έχωμεν υπ’ όψιν ότι έχομεν υποχρέωσιν να κάμωμεν ωρισμένες αβαρίες και να είναι συνειδητό μέσα μας ότι εφαρμοζομεν την αρχήν εργασίας αλλά με περιορισμούς, με τον κίνδυνον να γίνη η εφαρμογή της καθαρά τυπική ή καθαρά ιδεολογική. Ειμπορεί λοιπόν να εφαρμοσθή εις την Ελλάδα η αρχή της εργασίας την στιγμή που οι κοινωνικές συνθήκες δεν έχουν ακόμη ωριμάσει; Όχι, απόδειξις το Κράτος είναι όλως διόλου απροετοίμαστον δι αυτό ούτε κτίρια έχει. Και απόδειξις το Διδασκαλείον Πειραιώς που αναγκάσθηκα να παραγγείλω χάρτες από την Γερμανία, εις την Γερμανικήν γλώσσαν γραμμένους. Λοιπόν το Κράτος δεν είναι προετοιμασμένον και το Κράτος δεν είναι προετοιμασμένον διότι συνήθως εις όλα τα Κράτη, όχι μόνον εις τον τόπον μας, συντηρητικά όπως είναι, εκτός εάν σποραδικά ευρεθή κανένας Υπουργός, όλα τα Κράτη ακολουθούν, είναι αρωγοί, δεν είναι εις την αρχήν, βλέπουν την ζύμωσιν όταν γίνεται συνειδητή εις τον λαόν, κατόπιν ακολουθούν. Λοιπόν εις την νομοθεσίαν μας η πρώτη εφαρμογή του σχολείου εργασίας είναι ο νόμος περί βιβλιοθηκών, αλλά και αυτός με πολλές αβαρίες. Δεν έχομεν ακόμη σχολικά κτίρια, δεν έχομεν εποπτικά μέσα, δεν έχομεν συσσίτια. Διότι δεν ειμπορεί να νοηθή εφαρμογή της αρχής της εργασίας και ανύψωσις του παιδιού εις παραγωγικά και εκπολιτιστικά στοιχεία όταν το αφήνω μέσα εις το σχολείον μου νηστικό. Τώρα αρχίζει αυτή η κίνησις  εις την Ελλάδα. Έδωκεν ένα καλό παράδειγμα το Διδασκαλείον, ηκολούθησε το Μαράσλειον έως ότου εβγήκεν η εγκύκλιος από την διεύθυνσιν υγιεινής να γενικευθούν τα συσσίτια. Αλλ’ αυτό θα μείνη εις το χαρτί διότι δεν γίνονται αυτά χωρίς λεπτά. Έτσι λοιπόν το Κράτος είναι εντελώς απροετοίμαστον, αλλά και τα όργανα του Κράτους είναι εντελώς απροετοίμαστα. Είμαι βέβαιος ότι εις την Α επαρχίαν εάν ευρεθή εις δάσκαλος να εφαρμόση την αρχήν της εργασίας, εκτός των επιπλήξεων  από την επιθεωρητήν του, θα χαρακτηρισθή και ως μη ικανός. Διότι ναι μεν ειμπορεί να είπη ο επιθεωρητής ότι είναι οπαδός του σχολείου εργασίας αλλ’ εις το βάθος δεν έχει καταλάβει ακόμη καλά τα πράγματα, όπως όλοι μας δεν έχομεν καταλάβη τα πράγματα εις το βάθος τους. Όλοι μας ολίγον ή πολύ δεν είμεθα ψυχικά προετοιμασμένοι να εφαρμόσωμεν την αρχήν της εργασίας. Και ακριβώς ο σύλλογος δημοδιδασκάλων Πειραιώς είναι άξιος συγχαρητηρίων διότι κατενόησε βαθύτατα αυτήν την  ανάγκην και επεζήτησε με τας διαλέξεις αυτάς να κάνη ένα είδος μετεκπαιδεύσεως των μελών του επάνω εις βασικά προβλήματα. Κυρίες και κύριοι προσεπάθησα όσον το δυνατόν να είμαι συντομώτερος. Υπεστήριξα εις την σημερινήν μου ομιλίαν πως τα εμπόδια που θα συναντήσουμε εις την εφαρμογήν της αρχής της εργασίας θα είναι δύσκολα και προσεπάθησα να εξηγήσω αυτά που προκαλούν τα εμπόδια αυτά. Η εξήγηση που έδωκα είναι καθαρά κοινωνιολογική . Ειξεύρετε πόσον θερμός οπαδός είμαι του σχολείου εργασίας και κολακεύομαι να πιστεύω πως κάποια προσπάθεια γίνεται μέσα εις το Διδασκαλείον. Ο σκοπός μου λοιπόν δεν ήτο να σπείρω απογοητεύσεις. Ο σκοπός μου ήτο να συνειδητοποιήσω εις την ψυχήν όλων μας τις δυσκολίες και τα εμπόδια  δια να μην δημιουργηθούν αργότερα απογοητεύσεις από την εφαρμογήν. Και ο δεύτερος σκοπός μου ήτο, παρουσιάζοντας τα εμπόδια αυτά όχι να δημιουργήσω απογοητεύσεις, αλλά να δημιουργήσω – δεν ηξεύρω αν το επέτυχα, αλλά τουλάχιστον προσεπάθησα – να δημιουργήσω μέσα εις την ψυχήν τον μεγάλον πόθον να υπερνικήσωμε τα εμπόδια αυτά. Εις το χέρι μας είναι με την μεθοδική εργασία και την προσαρμογήν εις την κατάστασιν να γίνωμεν οι ανυψωταί της παιδικής ηλικίας και να φθάσωμε εις το ιδανικόν της παραγωγής και της παραγωγικότητος του ατόμου, που όλοι μας το ποθούμε.-
(παρατεταμένα και ζωηρά χειροκροτήματα).













Δεν υπάρχουν σχόλια: