Έτσι γράφει στο χειρόγραφο. Το κείμενο όμως που δημοσιεύτηκε
(«Ανταίος» Περίοδος Β! χρόνος Πέμπτος Τεύχος
5-6 Ιούλιος 1950 σελ. 199-205)
έχει
ομοιότητες με το χειρόγραφο αλλά και διαφορές.
Εδώ
δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο του Σωτηρίου
Το
χειρόγραφο σε pdf: Το χειρόγραφο
Η σπουδαία τούτη μελέτη του Γάλλου καθηγητή Marcel
Prenant
σχετικά με τη ζωηρή φιλονικία που προκάλεσε
η καινούργια θεωρία και πράξη της σοβιετικής βιολογίας,
δημοσιεύτηκε στο προοδευτικό και βαθιά επιστημονικό
γαλλικό περιοδικό «La Pensée » στα τεύχη 22,23 και 25 (1949).
Στο προηγούμενο τεύχος του «Ανταίου» δημοσιέψαμε
σε μετάφραση το Α! μέρος της μελέτης. Δίνουμε σήμερα
σε περίληψη τα κύρια σημεία του Β! και Γ! μέρους.
Στο πρώτο μέρος της μελέτης μας
αντιπαραβάλαμε τη θεωρία του Λαμάρκ με τη θεωρία του Βάϊσμαν, και είδαμε πως η
πρώτη «παραδέχεται ολοκληρωτικά την κληρονομικότητα των επίχτητων ιδιοτήτων»
ενώ η δεύτερη η θεωρία του Βάϊσμαν, την αρνιέται απόλυτα.
Ο λαμαρκισμός, είδαμε, έχει δύο
πλεονεχτήματα: Αναγνωρίζει, αντίθετα με τους οπαδούς της αμεταβλητότητας (fixistes), την εξέλιξη της
ζωντανής ύλης, η δεύτερη, τονίζει την επίδραση του περίγυρου στα ζωντανά
πλάσματα. Έχει όμως και δυό μειονεχτήματα: Κρύβει μέσα του ιδεαλιστικές και τελειολογικές
τάσεις, και, δεύτερο, οι οπαδοί του ήσαν τόσο βέβαιοι για την κληρονομικότητα
των επίχτητων ιδιοτήτων, ώστε κανείς τους δεν νοιάστηκε να την αποδείξει, ως τη
στιγμή που παρουσιάστηκε ο Βάϊσμαν και
την αρνήθηκε.
Ο λαμαρκισμός παρουσιάζεται στα
πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Εκφράζει την «αισιοδοξία της αστικής
τάξης στην ανοδική πορεία της». Η αστική τάξη από τη στιγμή που έκανε την
επανάστασή της, απόλυτα αισιόδοξη και με πεποίθηση στον εαυτό της, πίστεψε
«σχεδόν απεριόριστα» στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Πίστεψε στην τεχνική και
βιομηχανική πρόοδο, πίστεψε ταυτόχρονα όμως και στην πνευματική και ηθική
πρόοδο, στην παγκόσμια Δημοκρατία, στην ειρήνη, στη γενική ευτυχία. Ο
Σαιν-Σιμόν, ο Ουγκώ, ο Μεσελέ, ο Ταίν, είναι
ζωντανά σύμβολα για την αισιόδοξη τούτη πίστη στην πρόοδο. Ανάμεσά τους και ο
Λαμάρκ, τη στιγμή που βεβαιώνει, πως οι ευνοϊκές αλλαγές που παθαίνει το άτομο
από την επίδραση του περίγυρου, οι επίχτητες λοιπόν ιδιότητες, μεταβιβάζονται
κληρονομικά στους απογόνους του.
Ο Βαϊσμανισμός «εκφυλισμένο
βλαστάρι του δαρβινισμού» παίρνει την οριστική του μορφή γύρω στα 1900, στην
εποχή δηλαδή που έχει «αρχίσει η παρακμή της κεφαλαιοκρατίας». Η θεωρία του
Βάϊσμαν «περίπλοκη, αφηρημένη, δογματική» κλονίζει την εμπιστοσύνη στην
κανονική πρόοδο, «είναι φυγή από την πραγματικότητα. Είναι λοιπόν αντιδραστική»
και εξυπηρετεί τους φυλετιστές. Πρόσφερε όμως και μια υπηρεσία: Υποχρέωσε και
όσους δεχόντουσαν την κληρονομικότητα των επίχτητων ιδιοτήτων, και όσους την
αρνιόντουσαν, να εργαστούν πειραματικά και ν’ αντλήσουν τα επιχειρήματά τους
από την πειραματική έρευνα.
Ας ιδούμε τώρα σε γενικές γραμμές
τι μας λέει η πειραματική έρευνα.
Με τη διαμάχη των λαμαρκιστών
με τους οπαδούς του βαϊσμανισμού- Εντοπισμός της κληρονομικότητας
Ο Βάϊσμαν, δέχεται, όπως είπαμε,
δύο ειδών ζωντανή ύλη, το μορφόπλασμα και το βλαστόπλασμα, ολότελα ανεξάρτητα
το ένα από το άλλο. Ταυτίζει μέσα σε κάθε κύτταρο το μορφόπλασμα με το
κυτόπλασμα, που περιβάλλει τον πυρήνα, και το βλαστόπλασμα ,την καθαυτό κληρονομική
ουσία, με τον πυρήνα και ιδιαίτερα με τα χρωμοσώματα του πυρήνα.
Στο γονιμοποιημένο ωάριο – απ’
αυτό αρχίζει η ανάπτυξη του νέου ατόμου – έχει μεταβιβάσει το μητρικό ωάριο τις
κληρονομικές ιδιότητες από τη μητέρα και το σπερματοζωίδιο (σπερματοζωάριο) τις
κληρονομικές ιδιότητες από τον πατέρα. Μα τα δυό αυτά – μητρικό ωάριο και
σπερματοζωίδιο είναι κύτταρα και αποτελούνται από κυτόπλασμα και τον πυρήνα.
Που είναι λοιπόν εντοπισμένες οι κληρονομικές ιδιότητες;
Ο Βάϊσμαν εντοπίζει το
βλαστόπλασμα («Ανταίος» 1-2 σελ.40-41) την κληρονομική ουσία στον πυρήνα ή
καλύτερα στα χρωμοσώματα του πυρήνα, και αποκλείει ολότελα το κυτόπλασμα.
Πραγματικά ορισμένοι λόγοι,
ορισμένες παρατηρήσεις συνηγορούν για την αντίληψη τούτη – το σπερματοζωίδιο
έχει ασήμαντο κυτόπλασμα- ο αριθμός των χρωμοσωμάτων είναι σταθερός σε κάθε
είδος, η μίτωση, (η μείωση) πως ο πυρήνας και τα χρωμοσώματα παίζουν σπουδαίο
ρόλο στην κληρονομικότητα. Τούτο δεν το αρνιέται ούτε ο Λυσένκο. Τονίζει το
πρώτο όμως λάθος του Βάϊσμαν είναι η υπερβολή του, το ότι αποδίδει μόνο
στον πυρήνα την μεταβίβαση της κληρονομικότητας και αποκλείει ολότελα το
κυτόπλασμα. Όλα τα αποτελέσματα της σύγχρονης πειραματικής εμβρυολογίας καθώς
και τόσες άλλες πειραματικές έρευνες απόδειξαν πως και το κυτόπλασμα συμμετέχει
στην κληρονομική μεταβίβαση. Ολόκληρο λοιπόν το σύμπλεγμα κυτόπλασμα –πυρήνας
δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσουμε τη σταθερή αλληλεπίδρασή τους, μεταβιβάζει τις
κληρονομικές ιδιότητες. Στη διαδικασία αυτή σπουδαίο ρόλο παίζει ο πυρήνας.
Βαϊσμανισμός – μεντελισμός – μοργκανισμός
Ο Βάϊσμαν δέχεται πως το
βλαστόπλασμα η ανεξάρτητη κληρονομική
ουσία «είναι συγκροτημένο από μόρια με ιεραρχημένη σπουδαιότητα το καθένα». Και (οριστές, καθοριστικά σωμάτια, βιοφόροι.
(Ανταίος σελ. 41)
Το φαινόμενο του αταβισμού
– του να παρουσιάζονται έπειτα από μια ή περισσότερες γενιές προγονικά
χαραχτηριστικά – που δεν είναι έτσι
σπάνιο, όπως νόμιζαν άλλοτε, ευνοεί θεωρίες που κάνουν να επέμβουν ξεχωριστά
μόρια. Γιατί αν τα υλικά βάθρα των κληρονομικών ιδιοτήτων ήσαν αδιάσειστα, θα
ανακατευόντουσαν κατά τρόπο αξεδιάλυτο.
Ο Μέντελ στα 1865 διατύπωσε τους
βασικούς νόμους της κληρονομικότητας της κλασικής γενετικής. Στην εργασία τούτη
δεν εμπνεύστηκε διόλου από τον Βάϊσμαν αφού ο Βάϊσμαν άρχισε την επιστημονική
του δράση στα 1865 και διατύπωσε τις θεωρίες του στα 1882-1885, ενώ Μέντελ
πέθανε στα 1884. Οι εργασίες του Μέντελ πέρασαν ολότελα απαρατήρητες 43
ολόκληρα χρόνια. Ο Μέντελ δεν καθοδηγήθηκε από καμιά μυστικόπαθη αντίληψη. Απλά
με υπομονή και αντικειμενικότητα διατύπωσε τα στατιστικά αποτελέσματα τους
αριθμητικούς νόμους της κληρονομικότητας. Δεν έδωσε καμιά ερμηνεία, ούτε
χρωμοσωματική ούτε άλλη. Άλλωστε τότε δεν ήσαν γνωστά τα χρωμοσώματα.
Γιατί όμως ο μεντελισμός τράβηξε
την προσοχή από τα 1900; Βέβαια με τις έρευνες που έγιναν πολλοί βιολόγοι
νόμισαν πως οι απλοί νόμοι του Μέντελ ερμηνεύονται εύκολα, αν οι κληρονομικοί
χαραχτήρες τους θεωρούσαμε συνδεδεμένους τον καθένα με ένα χρωμόσωμα. Μα οι
κληρονομικοί χαραχτήρες είναι πολλοί περισσότεροι από τα χρωμοσώματα. Οι
ερευνητές για να άρουν τη δυσκολία τούτη, κατάληξαν πως σύμφωνα με παρατηρήσεις
πως τα χρωμοσώματα είναι μια συσσώρευση, ένα σύνολο, ένα άθροισμα από μόρια,
που μπορούν να χωριστούν το ένα από το άλλο, τα ονόμασαν genes – γόνους. Η εμφάνιση ορισμένων
μορφολογικών και φυσιολογικών χαραχτηριστικών συνδέεται με τους genes αυτούς.
Οι νόμοι της κληρονομικότητας του
Μέντελ και της σχολής του Μόργκαν
φαίνεται πως είναι στερεά εδραιωμένοι, όπως ήσαν και οι νόμοι του Νεύτωνα, και
δυσκολοφαίνεται πως μπορούμε ολοκληρωτικά να τους απορρίψουμε. Μα όπως οι νόμοι
του Νεύτωνα είναι για μας σήμερα ιδιαίτερες περιπτώσεις μέσα στην πλατύτερη
θεωρία της σχετικότητας, το ίδιο είναι βέβαιο πως οι νόμοι του Μέντελ
συμπληρώθηκαν από τους πιο περίπλοκους νόμους του Μόργκαν και είναι πιθανόν και
οι νόμοι του Μόργκαν θα θεωρηθούν σε μια γενικότερη σύνθεση σαν μια άποψη πολύ
σημαντική, μα μόνο μια πλευρά μιας θεωρίας για την κληρονομικότητα, πολύ
πλατύτερη, που καινούργιες πλευρές της θα αποκαλυφτούν από τις έρευνες του
Λυσένκο και των οπαδών της μιτσουριανής θεωρίας.
Ώστε η κληρονομικότητα η
μεντελική και η χρωμοσωματική δεν είναι ολόκληρη η κληρονομικότητα. Είπαμε
παραπάνω πως στην κληρονομικότητα παίζει αναμφισβήτητο ρόλο και το κυτόπλασμα,
και πως δεν έχει το μονοπώλιο της κληρονομικότητας ο πυρήνας και τα
χρωμοσώματα. Ο ίδιος άλλωστε ο Μόργκαν και οι μαθητές του στο πρώτο βιβλίο τους
«ο μηχανισμός της μεντελιανής κληρονομικότητας» δηλώνουν κατηγορηματικά : «Η
ερμηνεία της μεντελιανής κληρονομικότητας με βάση τα χρωμοσώματα δεν αποκλείει
διόλου τη δυνατότητα και άλλων μορφών κληρονομικότητας που εξαρτιούνται από
άλλα συστατικά μέρη του κυττάρου».
Ώστε η χρωμοσωματική αίρεση μπήκε
στη μέση από αδέξιους μαθητές. Βλέπουμε πως έγινε κατάχρηση να συμπλησιάσουμε
το μεντελισμό με το βαϊσμανισμό. Το ίδιο δεν είναι σωστό να συνταυτίσουμε το
βαϊσμανισμό με το μοργκανισμό. Οι μοργκανιστές ανάπτυξαν τη χρωμοσωματική
θεωρία, με βάση μια σωστή επιστημονική
μέθοδο και παράτησαν όλες τις ιδέες του Βάϊσμαν, που δεν συμφωνούσαν με
τα πειραματικά αποτελέσματα. Τα χρωμοσώματα δεν είναι φανταστικά, όπως οι
οριστές, οι βιοφόροι. Είναι πραγματικά και τα βλέπουμε στο μικροσκόπιο ζωντανά.
Οι genes είναι κι αυτά πραγματικά, είναι τα μικρά μόρια σε ένα
ορισμένο τμήμα ενός χρωμοσώματος. Βέβαια δεν είδαμε ως τώρα κανένα gene isole, η ύπαρξή του βγαίνει
από τις συνέπειες, όπως γίνεται και γι άλλες πραγματικότητες, για το άτομο, για
την περιστροφή της γης, για την ατμοσφαιρική πίεση,
Lignée pure (καθαρή
γενεαλογία) και η επίδραση του περίγυρου
Η αδιάσπαστη συνέχεια της
βλαστικής γενεαλογίας, και η ολοκληρωτική ανεξαρτησία του βλαστοπλάσματος από τον περίγυρο είναι βαϊσμανικές αντιλήψεις
πολύ πιο σημαντικές για το φιλοσοφικό και κοινωνικό αντίχτυπό τους. Και οι δυό
τούτες αντιλήψεις οδηγούν στην αμετάβλητη φυλετική ψυχή, που μεταβιβάζεται
κληρονομικά. Είναι ιδιαίτερα τα δυό τούτα σημεία, που παρουσιάζουν αντιδραστικό
το βαϊσμανισμό.
Οι πρώτες πειραματικές εργασίες
φάνηκαν να επιβεβαιώνουν την αντίληψη, πως το σπερματικό βλαστόπλασμα
μεταβιβαζόταν αδιάκοπα από γενιά σε γενιά και ήταν ξεχωριστό από το
μορφόπλασμα, το σωματικό. Νεότερες όμως παρατηρήσεις και πειράματα από τα 1925
έδειξαν πως η αντίληψη αυτή δεν ήταν σωστή, έδειξαν πως στοιχεία από το
σωματικό μπορούσαν να μετατραπούν σε σεξουαλικά κύτταρα, και πως ο οργανισμός
είναι ένα σύνολο αξεδιάλυτο. Προσθέτουμε ακόμη, πως οι όροι για τη
διαφοροποίηση των σεξουαλικών κυττάρων
φαίνεται ν’ αποκλείει την υπόθεση της lignée germinale pure.
Μπορούμε να ειπούμε πως η θεωρία του Βάϊσμαν έχει αναιρεθεί, δε στέκεται πιά
μολονότι φαίνεται πως επαληθεύεται σε ορισμένα παραδείγματα.
Μα και η ανεξαρτησία του
βλαστοπλάσματος σχετικά με τον περίγυρο δεν είχε μεγαλύτερη επιτυχία ούτε στους
μοργκανιστές. Ο ίδιος ο Μόργκαν τονίζει την αλληλεπίδραση των χρωματοσωμάτων με
το κυτόπλασμα. Οι γενετιστές, λέει, υποθέτουν πως τα γονίδια μένουν πάντα με
τον εαυτό τους. Ώστε ο Μόργκαν θεωρούσε τα γονίδια επηρεάσιμα από τον περίγυρο
και ένας από τους μαθητές του ο J.
Muller το απόδειξε
θετικά. Ο Muller μπορεί
να έγινε σήμερα ο αδιάντροπος υπηρέτης του ιμπεριαλισμού, όμως στα 1937, που
διαλαλούσε πως είναι μαρξιστής απόδειξε πως τα γονίδια μπορούν να
τροποποιηθούν, να πάθουν αλλαγές, με την αχτινοβολία επάνω στα σεξουαλικά
κύτταρα. Άνοιξε λοιπόν ένα πειραματικό ρήγμα μέσα στην καρδιά του βαϊσμανισμού.
Και άλλες έρευνες με αχτινοβολία υπεριωδών αχτίνων, αχτίνων Χ, ή με ράδιο,
πλάτυναν το ρήγμα τούτο. Ανάλογα αποτελέσματα πέτυχαν με την επίδραση της θερμοκρασίας, ή με διάφορες χημικές ουσίες,
όπως ο υπερίτης, η κολχικίνη (colchicine)κ.τ.λ.
Η αντίληψη λοιπόν η βαϊσμανική για την ανεξαρτησία του σπερματικού σωριάστηκε σε
ερείπια. Από πολύ άλλωστε καιρό πια δεν υπάρχουν σήμερα βιολόγοι καθαρά
ανοιχτοί βαϊσμανικοί. Κανείς δεν πιστεύει πια στη φαντασμαγορία με τους
βιοφόρους και τα καθοριστικά σωμάτια. Μόνον απολιθωμένοι γενετιστές μπορούν να
αγνοούν τα αποτελέσματα της σύγχρονης πειραματικής γενετικής, που μας έδειξαν
πως κάθε γονίδιο δεν καθορίζει ένα μόνο χαραχτηριστικό ,παρά ολόκληρη τη
μορφολογία και φυσιολογία του οργανισμού, όπως κάθε χαραχτηριστικό δεν
ρυθμίζεται από ένα γονίδιο, παρά από πολλά μαζί, όπως τα γονίδια δεν είναι
απομονωμένα το ένα από το άλλο, όπως μπίλιες η μια δίπλα στην άλλη που δεν
αλλολοεπηρεάζονται, όπου το σύστημα των γονιδίων μπορεί να τροποποιηθεί από την
επίδραση του εξωτερικού περίγυρου.
Εκτροπές βαϊσμανικές από τον μοργκαννισμό
Μια τάξη που βρίσκεται σε παρακμή
κάνει ότι μπορεί για να σταθεί, δε σταματάει μπροστά σε καμιά νοθεία. Είδαμε
(«Ανταίος») σε ποιες παρεκτροπές έφτασε ο νεολαμαρκισμός μέσα στην παρακμή της
αστικής τάξης με τον εξτρεμιστικό
ιδεαλισμό του Cope και Pauly.
Ακόμη στο Συνέδριο του 1947 για την εξέλιξη
λαμαρκιστές και θεολόγοι γάλλοι συμμάχησαν για να πνίξουν κάθε
επαναστατική ιδέα στην θεωρία για την εξέλιξη. Τις ίδιες παρεκτροπές βρίσκουμε
και στο μοργκανισμό. Ενώ σήμερα κανείς βιολόγος δεν τολμάει να ειπεί σήμερα πως
είναι οπαδός του Βάϊσμαν, βλέπουμε να γλιστρούν μέσα σε βιβλία, που λένε πως
είναι αντικειμενικά, φράσεις και βεβαιώσεις καθαρότατα βαϊσμανικές. Παραθέτω
μια δυό, τις πιο τυπικές: Διαβάζουμε «Μια από τις καλύτερα εδραιωμένες
συμπεράσματα είναι η ανεξαρτησία των γονιδίων από τον περίγυρο και από τις
αλλαγές που προκαλεί ο περίγυρος». «Είναι ουσιαστικό να θυμηθούμε πως ο
κοινωνικός περίγυρος δεν επηρεάζει με κανένα τρόπο τα γονίδια. Κάθε άτομο
γεννιέται έτσι όπως τον δημιουργούν τα χρωμοσώματα, που οι συνθήκες της ζωής
των προγόνων του δεν είχαν το παραμικρότερο αντίχτυπο. Όσο κι αν είναι ευχταίες οι κοινωνικές μεταρυθμίσεις, θα γελαστούμε, αν
περιμένουμε να έχουν ευεργετική επίδραση στα γονίδια».
Μέσα στην ίδια σειρά ιδεών και ο Alexis Carrel ο
βιολόγος, αφού έδωσε πλούσια μια βαϊσμανική γενετική στο βιβλίο ο «Άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος» έφτασε να
βεβαιώσει πως ο άνθρωπος γεννιέται προλετάριος, ή άνεργος. Είναι ολοφάνερη η
συνειδητή νοθεία που κάνει ο Carrel.
Βλέπουμε λοιπόν πόσο ευεργετική είναι η αυστηρή κριτική που έκανε στην εισήγησή
του ο Λυσένκο για το βαϊσμανισμό.
Η ανεπάρκεια του μεντελομοργκανισμού
Οι παρεκτροπές αυτές δε νομίζω,
πως πρέπει να απορίψουμε συνολικά όλα τα θετικά πουμας πρόσφερε ο
μεντελομοργκανισμός, ούτε όσα σωστά κλείνει μέσα της η χρωμοσωματική θεωρία της
κληρονομικότητας. Και είναι αυτά όχι λίγα,
και μας δείχνουν πως αναμφισβήτητα υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στα χρωμοσώματα
και την κληρονομικότητα.
Όμως η χρωμοσωματική θεωρία
δεν εξηγεί ολόκληρη την κληρονομικότητα,
δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει πέρα για πέρα την κληρονομικότητα. Υπάρχουν
πολλά καινούργια αποτελέσματα από πειραματική
έρευνα, όπως η κυτοπλασματική κληρονομικότητα και άλλα, που έγιναν με
μέθοδες της ίδιας γενετικής, που μένουν ανεξήγητα. Τα καινούργια αυτά
αποτελέσματα οι γενετιστές τα αντιμετώπισαν με δυό τρόπους: άλλοι θέλησαν να τα
ενσωματώσουν στην παλιά θεωρία κάνοντας συμπληρωματικές παράτολμες υποθέσεις,
άλλοι απλούστατα τα περιφρόνησαν κολλώντας την ετικέτα «ψευτοκληρονομικότητα».
Λίγοι είναι εκείνοι, όπως ο Teissier,
o L Herifierz που παραδέχτηκαν καθαρά πως και η κληρονομικότητα που
μεταβιβάζεται με το κυτόπλασμα είναι κι αυτή αληθινή κληρονομικότητα, και
απόφυγαν έτσι το δογματισμό.
Ο δογματισμός των γενετιστών
βλάπτει αναμφισβήτητα την επιστήμη και πρέπει να τον χτυπήσουμε: μα αυτό δε θα
ειπεί πως πρέπει να χτυπήσουμε ολόκληρη τη θεωρία, και να απορίψουμε και όσα
σωστά έχει. Η ιστορία των επιστημών είναι γεμάτη από τέτιες κρίσεις. Θεωρίες που πολύ καιρό είχαν
επιβληθεί άρχισαν να μην επαρκούν μπροστά στα καινούργια αποτελέσματα της
πειραματικής έρευνας, και κλονίστηκαν και οι οπαδοί τους και κοίταξαν να τις στερεώσουν. Μα οι
αντιφάσεις ήσαν αξεπέραστες και στη θέση τους παρουσιάστηκαν καινούργιες
θεωρίες, που επικράτησαν. Όταν όμως η παλιά θεωρία ήταν καλά εδραιωμένη, φάνηκε
τότε πως ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα σε μια πλατύτερη σύνθεση, όπως π.χ.
η θεωρία για την παγκόσμια έλξη είναι ιδιαίτερη περίπτωση της πλατύτερης
θεωρίας της σχετικότητας. Σύνθεση δε σημαίνει συμβιβασμός, όπως πολλοί φαίνεται
να το πιστεύουν. Και αρνούμαι μια θεωρία δε θα ειπεί λέω καθαρά όχι.
«Η άρνηση» λέει ο J Sauafi «σημαίνει
αφομοίωση, σημαίνει κριτική εργασία και ένωση σε μια ανώτερη σύνθεση όλων των
πρωτοποριακών σκέψεων, όλων των προοδευτικών καταχτήσεων της ανθρωπότητας στην
πορεία της ιστορίας της»
Γ!
Επίχτητες ιδιότητες και (απότομες αυθόρμητες) μεταβολές (mutations)
Μια επίχτητη ιδιότητα, ένα
επίχτητο καινούργιο χαραχτηριστικό είναι μια αλλαγή που έπαθε ο οργανισμός
συνέπεια από μια εξωτερική αιτία. Το καινούργιο αυτό χαραχτηριστικό μπορεί να
αποχτηθεί σε κάθε ηλικία, και από οποιοδήποτε μέρος, τονίζει ο Λυσένκο, του
οργανισμού. Τα παραδείγματα για επίχτητα χαραχτηριστικά αφθονούν π.χ. το άτομο
παχαίνει, ή αδυνατίζει, οι μυώνες αναπτύσσονται με την άσκηση, ή ατροφούν με
την ακινησία, το δέρμα γίνεται μελαχρινό από τον ήλιο, η διάνοια αναπτύσσεται
με την παιδεία. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να παραξενευτεί για τα επίχτητα
χαραχτηριστικά , που πέτυχαν οι μιτσουριανοί με τις κατάλληλες μέθοδές τους. Η
συζήτηση αρχίζει, το πρόβλημα είναι αν οι επίχτητες ιδιότητες μεταβιβάζονται
κληρονομικά.
Ποια διαφορά όμως υπάρχει μεταξύ
της απόχτησης ενός καινούργιου χαραχτηριστικού και της απότομης μεταβολής;
Μήπως οι αυθόρμητες μεταβολές είναι καθαρά εξωτερικό φαινόμενο, όπως νομίζει η
θεωρία η βαϊσμανική; Όπως ξέρουμε, έχει αποδειχτεί, πως τέτιες αλλαγές
αυθόρμητες γίνονται και με εξωτερικές αιτίες.
Στους πολυκυτταρικούς οργανισμούς
με σεξουαλική αναπαραγωγή υπάρχουν καθαρά κριτήρια που δείχνουν τη διαφορά. Το
επίχτητο χαραχτηριστικό γεννιέται από επίδραση στον ίδιο τον οργανισμό σε ένα
οποιοδήποτε στάδιο της ανάπτυξής του από το γονιμοποιημένο ωάριο και πέρα. Η
αυθόρμητη μεταβολή γεννιέται από κάτι που έπαθε από επίδραση το ωάριο ή το
σπερματοζωάριο από τη στιγμή που γεννήθηκαν στους γονείς και πριν
γονιμοποιηθούν. Έπειτα δέχονται γενικά – έτσι εξηγεί η χρωμοσωματική θεωρία –
πως στην αυθόρμητη μεταβολή υπάρχει αναγκαστικά κάποια μεταβολή στα γονίδια ή
στα χρωμοσώματα και αυτό είναι το ουσιαστικό και γι αυτό γίνονται οι απότομες
μεταβολές. Η διαφορά λοιπόν είναι καθαρή. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις
διφορούμενες, αμφίβολες. Έχουμε από πειράματα χρωμοσωματικές μεταβολές έπειτα
από επενέργεια με τη θερμοκρασία σε γονιμοποιημένα ωάρια, άρα είναι επίχτητες
ιδιότητες. Ώστε η διαφορά μεταξύ των επίχτητων χαραχτηριστικών και αυθόρμητης
μεταβολής είναι πραγματικά, με μεταβατικές περιπτώσεις πολύ διφορούμενες.
Οι μιτσουριανοί λένε, πως το
επίχτητο χαραχτηριστικό όχι μόνο μπορούμε να το προκαλέσουμε, μπορούμε ακόμη
και να το κατευθύνουμε στη διεύθυνση που θέλουμε, ενώ η αυθόρμητη αλλαγή είναι
τυχαία και αν την προκαλέσουμε εμείς πάλι η κατεύθυνσή της είναι ακαθόριστη.
Όμως οι αυθόρμητες μεταβολές οι ονομαζόμενες πολυπλοιδείς που τις προκαλούμε σε
φυτά με την επενέργεια της Colchicine έχουν εξωτερικά αποτελέσματα αρκετά
κανονικά. Από το άλλο μέρος ο ίδιος ο Λυσένκο αναγνωρίζει πως η κληρονομικότητα
των επίχτητων ιδιοτήτων, που εμείς προκαλούμε παρουσιάζει σε μεγάλο ποσοστό
αποτυχίες. Επίσης και οι μέθοδες κρούσης, που προκαλούν οι μιτσουριανοί τον
«κλονισμό» της παλιάς κληρονομικότητας, μας θυμίζουν ορισμένες μέθοδες, που
προκαλούν αυθόρμητες μεταβολές.
Κληρονομικότητα και κληρονομικότητα των επίχτητων ιδιοτήτων
Μια από τις αιτίες που δεν
μπορούν να συνεννοηθούν δεν αλληλοκαταλαβαίνονται οι μιτσουριανοί και οι άλλοι
βιολόγοι είναι πως δεν δίνουν το ίδιο νόημα στη λέξη κληρονομικότητα.
Για τον Λυσένκο κληρονομικότητα είναι η ιδιότητα….. (5-6 δελ 282) «Η κληρονομικότητα
είναι μια ιδιότητα κοινή σε όλα τα μέρη του ζωντανού οργανισμού» και όχι μόνο
στα σεξουαλικά κύτταρα. Και ακόμη «ο οργανισμός …(5-6 σελ. 282) Μιλώντας για
την κληρονομικότητα των επίχτητων χαραχτηριστικών (ιδιοτήτων) οι μιτσουριανοί
εννοούν πως οι αλλαγές στην κληρονομικότητα προέρχονται (5-6 σελ 283). Ώστε οι
μιτσουριανοί για να βελτιώσουν σκόπιμα για τις ανάγκες της κοινωνίας τις ράτσες
και τα είδη, και να πετύχουν να μεταβιβαστούν κληρονομικά οι βελτιώσεις αυτές (
τα επίχτητα χαραχτηριστικά) τοποθετούν τα ζώα και τα φυτά στις ίδιες ευνοϊκές
συνθήκες, που γεννήθηκε η βελτίωση που αναταποκρίνεται στο επίχτητο
χαραχτηριστικό. Ώστε για να μεταβιβαστούν κληρονομικά ένα επίχτητο
χαραχτηριστικό πρέπει να βάλουμε τον οργανισμό στον περίγυρο, όπου μπορεί να
πραγματοποιηθεί η κληρονομικότητά του.
Οι άλλοι όμως βιολόγοι- καλά θα
κάνουν να μη λησμονούν πως δεν μπορούμε να απομονώσουμε το ζωντανό οργανισμό
από τον περίγυρό του – ρωτούν: Είναι τάχα εδώ κληρονομικότητα πραγματική ή απλή
ξαναεμφάνιση των χαραχτηριστικών αφού το νέο άτομο βρίσκεται μέσα στις ίδιες
συνθήκες, που βρέθηκε το άτομο, απ’ όπου γεννήθηκε. Η επανάληψη του ίδιου
χαραχτηριστικού δεν είναι, λένε, κληρονομικότητα, σύμφωνα με το κλασικό νόημά της.
Πραγματική κληρονομικότητα θα ήταν αν τα άτομα αναπτύσσονταν σε διαφορετικές
συνθήκες από εκείνες, όπου δημιουργήθηκε το καινούργιο χαραχτηριστικό. Αλλιώς
σύμφωνα με το κλασικό νόημα, δεν είναι κληρονομικότητα.
Έχουμε λοιπόν δυό αντιφατικές
απαντήσεις μα αυτό δεν θα ειπεί πως είναι ασυμβίβαστες και αλληλοαναιρούνται ,
φτάνει και το ένα και το άλλο μέρος να δείξουν κάποια κατανόηση. Το καλύτερο
που έχουμε να κάνουμε είναι να εξετάσουμε χωριστά μερικές κλασικές περιπτώσεις.
α) ακρωτηριασμοί: άλλοι
τους θεωρούν επίχτητα χαραχτηριστικά, και άλλοι νομίζουν πως δεν έχουν καμιά σχέση με το πρόβλημά μας.
Ώστόσο οι ακρωτηριασμοί όσο κιάν επαναληφτούν σε διαδοχικές γενιές, όσο πρόωρα
κι αν γίνουν ποτέ δεν μεταβιβάζονται κληρονομικά. Μέσα στα τόσα άλλα παραδείγματα
καιο παρθενικός υμένας στις γυναίκες.
β) Ανοσία: Στα θηλαστικά η
ανοσία που απόχτησε η μητέρα είτε από μια μικροβιακή αρώστεια, είτε από
μπόλιασμα, μπορεί να μεταβιβαστεί λίγο πολύ στους άμεσους απογόνους, δεν
περνάει όμως στη δεύτερη γενιά. Όμως δε γίνεται κληρονομική μεταβίβαση της
ανοσίας του πατέρα, ούτε στα ωότοκα ζώα, όπως τα πουλιά. Φανερό πως η
μεταβίβαση της ανοσίας δε γίνεται από γονιμοποιημένο ωάριο, γίνεται μόνο από το
ύστερο της μήτρας.
γ) Γενικές μολύνσεις ( inτoxications) του
οργανισμού:
Η σύφιλη, η φθίση, ο αλκοολισμός
προκαλούν χαραχτηριστικές διαταραχές. Παρόμοιες διαταραχές αναπαράγονται στους
απογόνους, αν γίνουν κι αυτοί με τη σειρά τους συφιλικοί, φυματικοί,
αλκοολικοί. Μα οι διαταραχές , οι ανωμαλίες αυτές δεν αποτελούν μέρος της κληρονομικότητας,
επειδή μπορεί ν’ αποφευχτεί η προσωπική μόλυνση. Εκείνο που μπορεί να
μεταβιβαστεί κληρονομικά, όχι μόνο από την μητέρα, παρά και από τον πατέρα,
είναι οι ανωμαλίες, οι παραμορφώσεις διάφορες στα δόντια, στο στόμα, στο κρανίο, στα χέρια ,στα
πόδια, καθώς και νευρικά στίγματα. Αυτά όλα συχνά μεταβιβάζονται κληρονομικά
σύμφωνα με τους νόμους του Μέντελ. Δεν πρόκειται λοιπόν για κληρονομικότητα
επίχτητων χαραχτηριστικών, παρά μάλλον για απότομες αλλαγές, που προκλήθηκαν
από τη μόλυνση, και που αποδείχνουν την επίδραση του περίγυρου στα γεννητικά
κύτταρα, στο πείσμα των βαϊσμανιστών.
δ) Γενικές συνθήκες διατροφής
και κλίματος
Φτάσαμε τώρα στην καρδιά του
προβλήματος. Έγιναν σ’ αυτό το ζήτημα χιλιάδες πειράματα. Τα περισσότερα έδωσαν
αρνητικά αποτελέσματα. Ας πάρουμε ένα από τα καλύτερα παραδείγματα. Υπόβαλαν χρυσαλίδες
διαφόρων ειδών πεταλούδες ειδών πεταλούδας σε ανώμαλες θερμοκρασίες, ψηλές ή
χαμηλές. Όταν βγήκαν οι πεταλούδες, ορισμένος αριθμός παρουσίασε στα φτερά τους
στίγματα – βούλες σκούρες στα φτερά πολύ περισσότερες από το κανονικό. Αυτές
είναι στο επίχτητο χαραχτηριστικό. Μελέτησαν τώρα την κληρονομική του
μεταβίβαση. Έκαναν επιλογή από τα άτομα αυτά και τα διασταύρωσαν, οι απόγονοί
τους μέσα στην κανονική θερμοκρασία, έδωσαν ένα ποσοστό άτομα με σκούρες
βούλες, που φαίνεται δεν θα είχαν υπάρξει,
αν δεν είχαν υποβάλει τις χρυσαλίδες των γονιών τους στο κρύο ή στη
ζέστη. Λένε, πως στα σκούρα αυτά άτομα με τις σκούρες βούλες έχουμε κληρονομικότητα επίχτητων ιδιοτήτων.
Το θετικό τούτο αποτέλεσμα είναι
μερικό. Μα εκείνο που μας εμποδίζει να το θεωρήσουμε αποφασιστικό, ήταν το ότι
χρειάστηκε να γίνει επιλογή στους γονείς. Το ότι δεν αντίδρασαν όλες οι χρυσαλίδες, δείχνει πως δεν είχαν την
ίδια κληρονομική προδιάθεση. Ώστε το πρόβλημά μας στο παράδειγμά μας τούτο δεν
είναι αν μεταβιβάζονται ή όχι κληρονομικά τα επίχτητα χαραχτηριστικά παρά
τούτο: σε ποιο βαθμό η κληρονομική συγκρότηση και οι συνθήκες του περίγυρου
συνδυάζονται για να δημιουργηθεί μια καινούργια ποικιλία;
Οι μιτσουριανοί λένε πως στα
πειράματα αυτά έλειψε ο κλονισμός προπάντων της κληρονομικότητας. Αποδίδουν
λοιπόν μεγαλύτερη σημασία στην επίδραση του περίγυρου. Ενώ οι νεοδαρβινικοί, οι
μοργκανικοί…που παραδέχεται την αλληλεπίδραση των γονιδίων του οργανισμού,
καθώς και του οργανισμού του περίγυρου, οι όχι βαϊσμανικοί αποδίδουν μεγαλύτερη
σημασία στην επιλογή. Λένε δηλαδή πως χάρη στη μακρόχρονη φυσική επιλογή
διατηρήθηκαν οι πιο σταθεροποιημένοι φαινότυποι. Ανάγκη λοιπόν να συζητήσουμε
σύντομα τη σημασία της επιλογής.
Κληρονομικότητα των επίχτητων ιδιοτήτων και επιλογή
Οι μιτσουριανοί χρησιμοποιούν
πολύ την τεχνητή επιλογή. Οι σταθμοί όπου εργάζονται οι σοβιετικοί αγροβιολόγοι ονομάζονται
«σταθμοί επιλογής».Ο Λυσένκο μας λέει:
«Δεν απορίπουμε κάθε άλλο, τη
μέθοδο της βελτιωτικής επιλογής, αντίθετα, και όλος ο κόσμος το ξέρει,
επιμένουμε πάντοτε στην εφαρμογή της»
Βέβαια η μέθοδος που χρησιμοποιεί
εχτός από τα άλλα και την επιλογή για να πετύχει να δημιουργήσει καινούργιες
ποικιλίες και είδη και να κατευθύνει τη δημιουργία τούτη, έχει δώσει περίφημα
αποτελέσματα. Όμως η χρησιμοποίηση μαζί μα τ’ άλλα και της επιλογής μπερδεύει
το αρκετά περίπλοκο ζήτημά μας. Τα παραδείγματα λοιπόν που αναφέρθηκαν στη
συζήτηση της Ακαδημίας του Λένιν και που τα παρουσίασαν ως αποδειχτικά της
κληρονομικότητας των επίχτητων χαραχτηριστικών, δε την αποδείχνουν όλα εξίσου,
γιατί έχει επέμβει και η φυσικά ή η τεχνητή επιλογή. Για να είναι αποφασιστικά
τα παραδείγματα αυτά θα έπρεπε πρώτα να είχε αποδειχτεί πως δεν υπάρχει φυσικά
ή τεχνητή επιλογή γενεαλογιών που προϋπήρχαν τα χαραχτηριστικά αυτά και που
παρουσιάστηκαν μέσα στις προνομιούχες συνθήκες.
Γι αυτό μεγαλύτερη αξία έχουν οι
έρευνες των μιτσουρικών για τα φωτοτεχνικά υβρίδια, που τα δημιουργούν με το
μπόλιασμα στα δέντρα. Το ζήτημα της αλληλεπίδρασης του porfe –greffe και του greffon συζητήθηκε πολύ
στη Γαλλία κιόλας στα 1911.Ο Daniel,που
τόσο επαινεί τις εργασίες του ο Λυσένκο, υποστήριζε την αλληλεπίδραση αυτή.
(Ανταίος 5-6)
Θεωρία και πράξη
Η προσπάθεια να βελτιώσει ο
άνθρωπος τα φυτά βασίστηκε ανέκαθεν σε δυό μέθοδες: στην αλλαγή των συνθηκών
της ζωής του φυτού, και στην επιλογή των καλύτερων για την αναπαραγωγή φυτών. Ο μεντελομοργκανισμός προσέφερε πολλές
υπηρεσίες στην πράξη, κάθε φορά που μπορούσε να είναι εφαρμόσιμος. όπως π.χ.
στα στάρια και στο καλαμπόκι, που η ποιότητά τους βελτιώθηκε σημαντικά στην
Αμερική και στη Γαλλία εδώ κι από πενήντα χρόνια.
Μέσα όμως στις αναρχικές συνθήκες
του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ήταν δύσκολο να διατηρηθεί ο σωστός σύνδεσμος
της θεωρία με την πράξη. Έχουμε από το ένα μέρος έναν στενό κοντόθωρο
εμπειρισμό , και από το άλλο μέρος ένα σωρό επιστήμονες, ξεκομένους ολότελα από
την πράξη, που ξεπέφτουν σε άγονο βυζαντινισμό.
Στη Σοβιετική Ένωση ο σύνδεσμος
της θεωρίας με την πράξη είναι αδιάσπαστος. Εκεί ο επιστήμονας δεν είναι ο
προνομιούχος που έχει για οδηγό στην έρευνά του μόνο το κέφι του. Είναι
υποχρεωμένος, όπως και όλοι να δουλεύει για το καλό της κοινότητας. Γι αυτό και
του παρέχονται πλούσια τα μέσα και η δυνατότητα να φτάνει στον οργανικό μόνιμο
σύνδεσμο της θεωρίας με την πράξη.
Η Σοβιετική Κυβέρνηση από τα πρώτα
χρόνια έδωσε άφθονα τα μέσα στον Ν. Ι. Βαβίλους μοργκανικό
γενετιστή καθώς και στον Μιτσούριν περίφημο πραχτικό που δούλευε έξω από την
επίδραση του μεντελισμού. Για αντάλλαγμα ζητούσε την ικανοποιητική συμβολή στην
αγροτική οικονομία της χώρας. Στο μεταξύ διάστημα οι μιτσουριανοί πέτυχαν περίφημα αποτελέσματα, ενώ οι οπαδοί
της κλασικής γενετικής απότυχαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Ήταν φυσικό η Κυβέρνηση,
υπεύθυνη για την ευημερία του λαού, να ρίξει το βάρος της προς τη θεωρία του
Μιτσούριν, χωρίς να αποκλείσει τους γενετιστές.
Έδειξα, ελπίζω, πως η μιτσουριανή
θεωρία για την κληρονομικότητα των επίχτητων χαραχτηριστικών , και η μοργκανική
όχι η βαϊσμανική θεωρία για τις mutation
διαφέρουν πολύ λιγότερο απ ό,τι φαίνεται. Τότε γιατί η πρώτη έδωσε περίφημα
αποτελέσματα, και η δεύτερη απότυχε, μολονότι η θεωρία ήταν στενά δεμένη με την
πράξη.
Η αιτία, νομίζω, είναι οι μέθοδες
που χρησιμοποίησαν. Οι μιτσουριανοί αποβλέπουν πριν απ’ όλα στην πράξη. Έχουν
έτσι συλλάβει βαθιά το περίπλοκο της καλλιέργεια και της ζωοτεχνίας μέσα στις
πραγματικές συνθήκες. Και ακόμη και στην εργαστηριακή τους έρευνα
απομακρύνονται όσο μπορούν λιγότερο από την περιπλοκότητα της πραγματικότητας.
Η βασική αρχή της μιτσουριανής θεωρίας είναι πως πρέπει να δημιουργήσουμε τα
είδη στην ίδια θέση και στις ίδιες απαράλλαχτες συνθήκες, όπου θα τα
καλλιεργήσουμε. Έτσι τα μέσα για την καλλιέργεια των φυτών μένουν κοντά στη
φύση και προσιτά στην πραχτική των χωρικών. Έτσι οι μιτσουριανοί μπορούν να
εκμεταλλευτούν όλους τους δοκιμαστικούς σταθμούς και να πλουτίσουν την πείρα
τους από την πείρα και τη δεξιοτεχνία των κολχόζικων.
Αντίθετα η εργασία των γενετιστών
της κλασικής γενετικής είναι πολύ πιο αφηρημένη, και βαδίζει με αργό ρυθμό. Ο
ίδιος ο Λυσένκο στην κριτική του τονίζει, πως οι γενετιστές «πολύ σπάνια και τυχαία
έφτασαν σε καλά αποτελέσματα για τη γεωργία» και πως «δεν πρέπει να περιμένουμε
την καλή διάθεση της φύσης, πρέπει να
την εξαναγκάσουμε να μας εξυπηρετήσει».
Ακόμη και στις καπιταλιστικές
χώρες, η εφαρμοσμένη γενετική πολλές φορές είχε απογοητευτικά αποτελέσματα. Εδώ
το κύριο έργο της ήταν να εξασφαλίσει μεγάλα κέρδη, το μόνο που φρόντισαν ήταν
να στανταροποιήσουν τα προϊόντα για να κρατήσουν την πελατεία. Και για τη
δουλειά αύτη είναι ιδιαίτερα κατάλληλη. Στη Σοβιετική Ένωση ο σκοπός είναι πολύ διαφορετικός: Πρέπει να
υψώσει το βιοτικό επίπεδο του λαού της, να αναπτύξει καινούργιες καλλιέργειες
απαραίτητες για τη χώρα, να χρησιμοποιήσει όλα τα εδάφη και να ιδρύσει, ακόμη
και σε απόκληρες περιοχές, ανθηρή οικονομία. Και εκεί θριαμβεύουν οι
μιτσουριανοί.
Φαίνεται λοιπόν πως η μιτσουριανή
βιολογία βασισμένη στις βασικές αρχές του διαλεχτικού υλισμύ, κύριο
χαραχτηριστικό γνώρισμα έχει τη μέθοδο εργασίας γιατί μπαίνει στην υπηρεσία της
σοσιαλιστικής κοινότητας, προσαρμόζεται στις ανάγκες της, βρίσκεται σε
λεπτομερειακό στενό σύνδεσμο με την πράξη, με τη ζωή, και συνεργάζεται στην
έρευνά της με τους εργάτες της γης. Η συζήτηση που έγινε, στη Σοβιετική Ένωση,
απόδειξε καθαρά, πως η γενετική βιολογία κράτησε πολλά ίχνη από την αστική
καταγωγή της, που δεν μπήκε μέσα στη ζωή, πως δε διάκοψε ολοκληρωτικά την
επίδραση του βαϊσμανισμού.
Υπάρχουν σήμερα δυό επιστήμες. Η
μία είναι αναρχική, ξεπεσμένη η άλλη δημιουργείται μέσα στην χωρίς τάξεις
κοινωνία, γεμάτη ζωή και …με το μέλλον ανοιχτό μπροστά της.
Φυσικά υπάρχει ο κίνδυνος ο
αδιάσπαστος σύνδεσμος της θεωρίας με την πράξη να πάρει στενά ωφελιμιστική
μορφή. Και πρέπει πάντα η επιστημονική έρευνα να έχει κάποια πρόσκαιρη
αυτονομία από την πράξη, με τον όρο βέβαια να ξαναγυρίσει στην πράξη, και να
βρει μέσα στην πράξη την επαλήθεψή της.
Το προλεταριάτο δεν είναι μόνο ο
νεκροθάφτης του καπιταλισμού, είναι και ο κληρονόμος του. Και η σοσιαλιστική
επιστήμη δεν μπορεί να απορίψει την αστική επιστήμη. Θα διαλέξει ό,τι είναι
γόνιμο και θα το αφομοιώσει. Όλες τις προοδευτικές καταχτήσεις και τις πρωτοποριακές
ιδέες σε μια ανώτερη σύνθεση. Η αληθινή επιστήμη δεν απομονώνεται από το λαό
και δε στέκεται μακριά του, είναι πρόθυμη να τον εξυπηρετήσει και να του δώσει
στα χέρια του όλες τις επιστημονικές καταχτήσεις.
Συμπεράσματα
α! Επέμενα, πως δεν είναι σωστό να ταυτίζουμε το
μεντελομοργκανισμό με το βαϊσμανισνό. Πρέπει να χτυπάμε αλύπητα το βαϊσμανισμό
και κάθε επιβίωσή του. Όμως ο μεντελομοργκανισμός δεν έχει καμιά υποχρεωτική
σχέση μαζί του.
β! Φρονώ πως δεν υπάρχει αγεφύρωτη αντίθεση ανάμεσα στη
μιτσουριανή θεωρία και τη κλασική γενετική, την απαλαγμένη από κάθε βαϊσμανική
επίδραση, μεντελομοργκανισμό. Φρονώ πως είναι δυό πλευρές της μιας
πραγματικότητας, μερικές φορές μάλιστα είναι απλές διαφορετικές λεχτικές
διατυπώσεις. Έχω την πεποίθηση, πως είναι αναπόφευχτη η σύνθεσή τους. Τη βάση
για τη σύνθεση αυτή μας τη δίνει ένα απόσπασμα του ίδιου του Λυσένκο από την
εργασία του Λυσένκο γραμμένη στα 1947:
«Είμαι βέβαιος πως υπάρχουν τα χρωμοσώματα… Αν τα σεξουαλικά
κύτταρα πάθουν τούτη ή εκείνη τη χρωμοσωματική αλλαγή, θα
γεννηθούν
οργανισμοί τροποποιημένοι. Είναι βέβαιο, πως τέτοια ή τέτοια
ορατή
μορφολογική τροποποίηση ενός χρωμοσώματος προκαλεί, συχνά,
πάντοτε τέτοια τροποποίηση σε τούτα ή σε κείνα τα
χαραχτηριστικά του οργανισμού»
Όλα αυτά είναι σωστά. Είναι
αναμφισβήτητο, πως ένα ωάριο που έπαθε κάποια αλλαγή ή τα χρωμοσώματά του,
προκαλούν τροποποιημένη ανάπτυξη του όγκου του σώματος του οργανισμού ή
ορισμένων μερών του. Είναι όμως αναμφισβήτητο πως οι συνθήκες του εξωτερικού περίγυρου,
όταν αλλάζουν, να αλλάξουν τη συγκρότηση του οργανισμού και μαζί και τη
συγκρότηση των χρωμοσωμάτων, και γενικά, των σεξουαλικών κυττάρων. Στην πρώτη
περίπτωση τα τροποποιημένα ωάρια με τις συνθήκες του εξωτερικού περίγυρου,
δίνουν τροποποιημένους οργανισμούς. Στη δεύτερη περίπτωση, ο οργανισμός
τροποποιημένος από τις συνθήκες του περίγυρου, μπορεί να δώσει τροποποιημένα
ωάρια.
γ! Δεν αμφιβάλλω πως η μιτσουριανή σοσιαλιστική βιολογία θα
αφομοιώσει τα αποτελέσματα της αστικής βιολογίας, και θα τα αναπτύξει στη δική
της κατεύθυνση. Και τότε θα γίνει ο κ καθοδηγητής σ’ όλους τους βιολόγους
επιστήμονες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου