Πρόσφατα
έχει αναδημοσιευτεί το κείμενο από το
περιοδικό «Μόρφωση».
Μπορείτε
να το διαβάσετε : Ιστοσελίδα "parapoda"
Εδώ
δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο του Σωτηρίου.
Δεν
είναι το καθαρογραμμένο κείμενο.
Είναι
αυτό στο οποίο ο Σωτηρίου κάνει τις τελευταίες διορθώσεις πριν το καθαρογράψει.
Ο Σωτηρίου πάντα παραπονιότανε που δεν του
επιστρέφανε
το καθαρογραμμένο χειρόγραφο κείμενό του.
Το χειρόγραφο σε pdf : Το χειρόγραφο
Ο διαλεχτικός υλισμός είναι μια
γενική αντίληψη του κόσμου. Τις αρχές του, που τις καθόρισαν ο Marx και
ο Engels, και που, με
το όνομα του ιστορικού υλισμού, τις εφάρμοσαν οι ίδιοι στη μελέτη της ανθρώπινης
κοινωνίας στη διαδοχική της εξέλιξη, πρέπει παρόμοια να τις εφαρμόζουμε σε κάθε
αντικείμενο της γνώσης μας, επειδή εκφράζουν και ερμηνεύουν ό,τι είναι
ουσιαστικό σε κάθε πραγματικότητα, την αδιάκοπη δηλαδή ανέλιξή της και τους
νόμους της αλλαγής της. Ο διαλεχτικός αυτός υλισμός θέλει να υποκαταστήσει τις
άλλες θεωρίες της γνώσης, γιατί οι άλλες θεωρίες, στην προσπάθειά τους να
καθορίσουν και να κατανοήσουν τα όντα, τα ακινητοποίησαν, επειδή στρίμωξαν το
κινούμενο όν στα άκαμπτα πλαίσιά τους, και επειδή, πολύ συχνά, πίστεψαν πως
είναι το ίδιο το όν, και υπόταξαν την ύπαρξή του στα συστήματα, που έχτισαν για
να το γνωρίσουν.
Ο διαλεχτικός λοιπόν υλισμός δεν
είναι μια απλή θεωρία της γνώσης. Είναι βέβαια αυτός μονάχα ικανός να ερμηνέψει
την κίνηση των ιδεών, την εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης και των επιστημών, μα
αυτό το πετυχαίνει, επειδή ταυτόχρονα αντιστοιχεί πέρα για πέρα με την ίδια την
πραγματικότητα, που η ύπαρξή της δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ανέλιξη και
κίνηση.
Είναι υλισμός, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό, γιατί παραδέχεται πως
η γνώση, αντί να επιβάλλει τους νόμους της στην πραγματικότητα, αντίθετα
παίρνει αυτή από την πραγματικότητα τους δικούς της τους νόμους, επειδή η
ύπαρξη και η γένεση του αντικειμένου προηγούνται και εξουσιάζουν την ύπαρξη και
τη γένεση της εικόνας του, της παράστασής του. Είναι λοιπόν υλισμός γιατί το αντικείμενο,
αντί να εξαφανίζεται μέσα στην ίδια του την εικόνα, υπάρχει πραγματικά.
Η ύλη είναι κίνηση. Η (Και οι καταχτήσεις της) σύγχρονη φυσική, που στην
προοδευτική πορεία της έφτασε ν’ αναλύσει το άτομο και παραπέρα τον πυρήνα
του σε κόκκους ενέργειας, τοποθετημένους
πολυποίκιλα μέσα στο χώρο, βαδίζει (προχωρεί) σταθερά
μέσα στο νόημα του ορισμού αυτού και τον επαληθεύει. Μα από την απώτατη αυτή
ανάλυση, και χωρίς άλλο ατέλειωτη ακόμη της αρχικής ύλης, ως τις υλικές
συνθήκες, απ’ όπου εξαρτιέται η ιστορική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, ως
τα τεχνικά μέσα, που χρησιμοποιούσε σε κάθε εποχή ο άνθρωπος για να εξασφαλίσει
τη συντήρησή του, πόσα διαδοχικά στάδια, πόσες καινούργιες μορφές ύπαρξης!
Η αδιάκοπη αυτή αλλαγή είναι ο ουσιαστικός όρος
της ύλης (του όντος, του «είναι») (de l'être). Η ανέλιξη της (του είναι) ποιοτική δημιουργία. Οι ποσοτικές δηλαδή
αλλαγές, άμα φτάσουν σ’ ένα ορισμένο βαθμό, περνούν σε ποιοτική αλλαγή. Ο νόμος
τούτος εξουσιάζει την εξέλιξη της ύλης (του όντος) (de l’ être).
από το άτομο και τον πυρήνα του ως τα είδη των ζώων και από κει ως την
ανθρώπινη κοινωνία. Μα δεν μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς δράση και
αντίδραση, χωρίς το εξαιρετικά πολυποίκιλο παιχνίδι τους.
Πραγματικά, η αλλαγή δε
χρωστιέται σε καμιά μεταμορφωτική δύναμη, κρυμμένη βαθειά μέσα στο ίδιο το
πράμα, μέσα στο ίδιο το αντικείμενο ( intime ). (Αντίθετα)
προκαλείται από τα έξω, είναι το αποτέλεσμα από κάποια εξωτερική αντίθεση, που υποχρεώνει
εκείνο που υπάρχει ν’ αλλάξει, για (να μπορέσει)
να εξακολουθεί να υπάρχει. Η αιτία (λοιπόν)
βρίσκεται έξω από το αποτέλεσμα. Όμως και η ίδια είναι συχνά το αποτέλεσμα
εκείνου που η ίδια τείνει, θέλει να το μεταβάλει, να το αλλάξει, γιατί δεν
υπάρχει ύπαρξη (τίποτε, κάτι) που να μπορεί να αναπτυχτεί απομονωμένα και για
λογαριασμό του, χωρίς επίδραση στον περίγυρό της, και χωρίς να (προκαλέσει ) γεννήσει (μέσα
εκεί) ανταγωνιστικές δυνάμεις. Έτσι γεννιούνται
συγκρούσεις, που καταλήγουν όχι στην επικράτηση του ενός με τον εξολεθερμό , με
το νέκρωμα του άλλου, παρά στην αλληλοδιείσδυση και τη σύνθεσή τους σε μια
καινούργια μορφή ύπαρξης, όπου το ένα αναιρεί το άλλο, χωρίς όμως να
εκμηδενίζονται αμοιβαία.
Πέρασμα από την ποσότητα στην
ποιότητα, ανταγωνιστική δράση και αλληλεπίδραση, αυτά τα δυό μας εξηγούν τα
πηδήματα που κάνει πραγματοποιεί η ύλη (από τη μια
μορφή στην άλλη), τοποθετώντας το ένα σύστημα (κατάσταση)
επάνω στο άλλο τον ένα περίγυρο επάνω στον άλλο, και καινούργιους νόμους επάνω
στους προηγούμενους. Μέσα σ’ αυτή τη σειρά κατέχουν και ποια θέση κατέχουν τα
ψυχικά φαινόμενα; Ίσως, άλλωστε, και αυτά τα ίδια να έχουν διάφορα στάδια.
Είναι οι βαθμίδες (σταθμοί), ή τα ίχνη, απ’
όπου πέρασε η εξέλιξη μέσα στα ζώα από το ένα είδος στο άλλο και μέσα στο
οικοδόμημα των πνευματικών (νοητικών)
λειτουργιών.
Η ψυχολογία δεν αναφέρεται ρητά
στα έργα του Marx και Engels.
Με την ψυχολογία δεν καταπιάνονται ιδιαίτερα ο Marx και ο Engels. Όμως είναι σταθερά
παρούσα στα έργα τους, τη συναντούμε δε σε κάθε τους βήμα. Ο Marx και ο Engels δεν είναι από τους συγγραφείς
εκείνους, που θεωρούν ασήμαντο πράμα τη «συνείδηση». Γι’ αυτούς αντίθετα είναι
μέσα στην ιστορία του κόσμου εξαιρετικά σπουδαία η χρονολογία που «πήρε
συνείδηση της» ο άνθρωπος, που ένιωσε δηλαδή τη βαθμιαία αποχτημένη δυνατότητα
να τη μεταμορφώνει σκόπιμα. Και η γνώση δεν είναι γι’ αυτούς μια δύναμη
μεταφυσική, αφηρημένη, απρόσωπη, όπως δεν είναι και η ανθρωπότητα μια
(αφηρημένη) ιδεατή οντότητα (ύπαρξη). Δεν υπάρχει ανθρωπότητα χωρίς ξεχωριστές
κοινωνίες, και δεν υπάρχουν (ανθρώπινες) κοινωνίες (χωρίς
ξεχωριστούς ανθρώπους) χωρίς άτομα. Στο
άτομο συγκεντρώνεται η φροντίδα τους.
Προς το άτομο στρέφεται (τείνει) όλη η
φροντίδα τους. Η επιθυμία τους είναι να
δώσουν σε κάθε (ξεχωριστό) άτομο επειδή είναι άτομο τη δυνατότητα να
διαθέτει ελεύτερο ολοκληρωτικά τη φύση του, να το κάνουν να καταχτήσει την
ολοκληρωτική του δύναμη (ολόκληρη τη δύναμή του)
της πρωτοβουλίας και της κατανόησης. Ο ρεαλισμός τους βασίζεται στο άτομο (ατομικό). Το ίδιο και για τη συνείδηση. Πάντα για την
προσωπική συνείδηση (μιλούν)(πρόκειται), για τη συνείδηση του καθενός ανθρώπου
αντίστοιχα με την εποχή του, για τη θέση του μέσα στην κοινωνία, για τον τρόπο
της ζωής του επίσης – και αυτό είναι το υπόστρωμα ή το όργανο (για όλα αυτά)
–σύμφωνα με τις υλικές διαθέσεις του οργανισμού του.
Μα απ’ όλες αυτούς τους όρους (τις συνθήκες), ιδιαίτερα μελέτησαν τις κοινωνικές
συνθήκες, τον κοινωνικό περίγυρο. Οι υπαινιγμοί που κάνουν για τους άλλους
όρους (άλλες συνθήκες), στο βάθος
απευθύνονται πάλι στις κοινωνικές συνθήκες (δεν
μπορούσαν να απευθυνθούν παρά σε κείνες που είχαν), γιατί αυτές είχαν
πραγματικά μελετηθεί επιστημονικά και μπορούσαν να χρησιμέψουν για σύγκριση. Έ,
λοιπόν η ψυχολογία βρισκόταν ακόμη
παραστρατημένη και αγωνιζόντουσαν να τη φέρουν στο σωστό δρόμο. Δύο τάσεις
επικρατούσαν (φανερώνονταν) και στην
ψυχολογία, ο ιδεαλισμός και ο μηχανικός υλισμός. Μα και σήμερα ακόμη πολύ
απέχει από το να είναι ολότελα αποκαθαρισμένη από τις δυό αυτές τάσεις.
Η ιδεαλιστική ψυχολογία
Από το ένα μέρος λοιπόν η
ενδοσκόπηση, το απλό δηλαδή ξαναγύρισμα της συνείδησης στον εαυτό της, η
αυτοεξέταση της ίδιας της συνείδησης με τον εαυτό της, με την αξίωση ( με τον
ισχυρισμό) πως έτσι θα ανακαλύψουμε, τα στοιχεία, τους παράγοντες, και τις
ενέργειες της ψυχικής ζωής. Ο Condillac[1],
και μαζί του και ο μαθητής και οπαδός
του Destutt de Tracy – ξεκινούσε όχι από τις εξωτερικές εκείνες πραγματικότητες,
που μας επιτρέπουν να πάρουμε σταθερά στηρίγματα για να γνωρίσουμε την ύλη,
παρά από τα αιτήματα που γεννούν μέσα μας, από απλές δηλαδή εικόνες, και
ισχυριζόταν πως με τη βοήθεια αυτών των τάχα στοιχειακών εικόνων, ανοικοδομούσε
ολόκληρη την πνευματική ενέργεια του ανθρώπου. Έτσι ο Condillac κατέληξε να διαλύσει (περιόριζε)
την πραγματικότητα και να την μετατρέψει σε ένα καθαρό σύστημα από παραστάσεις.
Και δε στάθηκε δύσκολο να αποδειχτεί, πως οι παραστάσεις, αντί να είναι μια
άμεση μαρτυρία, που μας δίνουν οι αισθήσεις στην επαφή με τα (πράματα) (αντικείμενα)
ήσαν, κατά το ίδιο (παρόμοιο) τουλάχιστο μέτρο, οι συνέπειες από έννοιες ή
παραδόσεις, που το μοναδικό τους θεμέλιο ήταν μια κάποια κοινότητα στη σκέψη
ανάμεσα σε ανθρώπους που ζουν σε μια,
την ίδια, εποχή (της ίδιας εποχής).
Στις εικόνες αυτές με εξωτερική
καταγωγή όπως τις θεωρούσαν, μα ακρωτηριασμένες από την υλική τους αιτία, ο Maine de Biran[2], πρόσθετε ή υποκαθιστούσε (σαν πιο ουσιαστικό ή το
μόνο ουσιαστικό, μια ακόμη πιο υποκειμενική εντύπωση, την προσπάθεια) μια ακόμη
πιο υποκειμενική εντύπωση, την προσπάθεια, και αυτή τη θεωρούσε κάτι πιο
ουσιαστικό, ή καλύτερα το μόνο ουσιαστικό. Στην προσπάθεια, έλεγε, (βλέπουμε)
έχουμε την ίδια την ενόραση της ψυχής, που αποκαλύφτηκε στον εαυτό της με την
επαφή της με άλλες πραγματικότητες, με άλλες υπάρξεις. Όπως βλέπουμε και εδώ
ακόμη, εκμηδενισμός (εκμηδενίζεται) εκείνο που είναι εξωτερικό ( του εξωτερικού)
για χάρη (με ωφέλεια) του εσωτερικού. Ο
εξωτερικός κόσμος έχει πια καταντήσει να παίζει το ρόλο μιάς απλής σύμπτωσης (ευκαιρίας). Η εξαφάνιση του εξωτερικού (υλικού) κόσμου (που
είχε περιοριστεί στο ρόλο του) τονίστηκε (φανερώθηκε)
πολύ πιο ριζικά από τον Bergson ( για τον Bergson κάθε
αντίληψη ( considération )
του τόπου, δηλαδή της εξωτερικότητας, είναι νοθεία ( altération ) της βασικής πραγματικότητας) που
κάθε αντίληψη του τόπου τη θεωρούσε νοθεία (αλλοίωση)
της βασικής πραγματικότητας. Μιλάει βέβαια για ανέλιξη ο Bergson (Η ανέλιξη που μιλάει ο Beargson). Μα η ανέλιξη αυτή πραγματικά δεν είναι παρά
δήμευση (κατάσχεση) ( οικειοποίηση confiscation) εκείνου, όπου ο
Marx και ο Engels έβλεπαν να γίνεται η
εξέλιξη του κόσμου με τη δράση και την αντίδραση ανάμεσα σε δυνάμεις, που η
σύγκρουσή τους τις αναγκάζει να πραγματοποιήσουν μια ανώτερη μορφή (οργάνωσης) καλύτερα οργανωμένη. Τη δέχεται όμως (θεωρεί την εξέλιξη) ( την εξέλιξη) αυτόνομη
εκδήλωση, που παρουσιάζουν υπάρξεις ή ουσίες, που δεν παίρνουν παρά από τον
εαυτό τους τη ιδιαίτερη φύση τους, και ονομάζει ζωική ορμή την τάση που θα
είχαν να αυτοπραγματοποιηθούν αυθόρμητα. Δημιουργεί λοιπόν αυτόνομες και
ανεξάρτητες (απροσδιόριστες ) (inconditionees) πραγματικότητες
που ξεφεύγουν (σύμφωνα με τον ορισμό τους αυτόν) από την επιστημονική γνώση.
Πραγματικά ο Bergson
αρνιέται τη δυνατότητα να έχουμε ψυχολογία επιστημονική. Και επειδή δέχεται πως
το μοναδικό μέσο για την αληθινή επαφή (μας) με την πραγματικότητα είναι ο ψυχολογικός
ενορασισμός (;) (η ψυχολογική ενόραση)
βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα ( Η συνέπεια είναι), πως ολόκληρο το σύστημα των
επιστημών το χαραχτηρίζει (το κατηγορεί
για) τεχνητό.
Έτσι επιβεβαιώθηκαν ολοκάθαρα τα
συμπεράσματα όπου έπρεπε να οδηγήσει ένα αντίκρυσμα (στάση) αντίθετο προς το διαλεχτικό υλισμό. Κατάληξαν
να δεχτούν στη θέση της εξωσκόπησης την ενδοσκόπηση, στη θέση της εξωτερικής ή
υλικής αιτίας (αιτιότητας) την ενδόμυχη. Η
μυστικιστή αιτία (αιτιότητα), στη θέση των
δυνάμεων, που βρίσκονται σε αδιάκοπη αμοιβαία δράση και αντίδραση, υπάρξεις
καθαρά ποιοτικές και ολοκληρωτικά απόλυτες και αυτόνομες.(προσοχή!! Κατάληξαν
να δεχτούν την ενδοσκόπηση αντί την εξωσκόπηση, την ενδόμυχη…..)
Ο μηχανικός υλισμός
Και ο αντίθετος (Από την αντίθετη μεριά) με την ιδεαλιστική
ψυχολογία, μηχανικός υλισμός είναι κι αυτός κληρονομιά από το δέκατο όγδοο
αιώνα. Από την εποχή του Cabanis
ακούμε συχνά να αναφέρεται η γνωστή διατύπωση, πως η σκέψη (η νόηση) είναι ένα
παράγωγο του εγκεφάλου, όπως η χολή είναι ένα παράγωγο του συκωτιού. Η
διατύπωση αυτή μάς δείχνει καθαρά την προσπάθεια ν’ αναχτεί το αποτέλεσμα σε
μια εξωτερική αιτία, που δεν μπορεί να υπάρχει παρά μέσα στο χώρο, σε ένα
όργανο, σε μια λοιπόν υλική αιτία. Μα (από το
άλλο μέρος) η αναλογία αυτή (η παρομοίωση) είναι
αμφισβητήσιμη. Ένας ιδεαλιστής πνευματοκράτης (σπιριτουαλιστής[3]) θα
απαντούσε πως, αντίθετα με τη χολή, η νόηση
και η συνείδηση είναι άυλες. Μάταιη βέβαια διάκριση, γιατί η σκέψη (νόηση) χωρίς να εκδηλωθεί υλικά (υλική εκδήλωση), θα ήταν κάτι το ασύλληπτο, κάτι
πραγματικά ανύπαρχτο. Όμως πρέπει να ομολογήσουμε πως τα υλικά φανερώματα ( οι εκδηλώσεις αυτές) (της νόησης) είναι διαφορετικού είδους από τη χολή.
Προϋποθέτουν όλα τα εκφραστικά μέσα που έχει δώσει στον άνθρωπο η φύση και ο
πολιτισμός, και αντικαθρεφτίζονται στους θεσμούς και στην τεχνική της
κοινωνικής ζωής. Ο οργανισμός είναι πρωταρχικός (ο
πρώτος) όρος (για τη σκέψη) για τη νόηση, δεν είναι όμως (une raison suffisante) λόγος αρκετός για να την εξηγήσει. Είναι το
όργανο για μια ικανότητα,( που η γέννησή της και η λειτουργία της δεν είναι με
ακρίβεια καθορισμένη.) απροσδιόριστη όμως ακόμη (indéterminée) και που και το
αντικείμενό της επίσης πρέπει να το πάρει (έλθει)
από τα έξω, από την ομάδα δηλαδή και τον περίγυρο, όπου ζει ο άνθρωπος (το άτομο).
Το να λησμονούν αυτές τις
κοινωνικές επιδράσεις, μερικοί μάλιστα, που τους βασανίζει η επιστημονική
ορθοδοξία, τις θεωρούν λίγο πολύ φανταστικές συμπτώσεις ( contnigences) τους φέρνει σε σύγχυση ή
σε κατασκευάσματα (παρομοιώσεις) (assimilations) αντίθετα (αντίθετες)
στο σκοπό τους. Γιατί ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα, όσο κιάν μπορεί να φαίνονται διαφορετικά, χρειάζεται
βέβαια κάτι το κοινό. Και στο βραχυκύκλωμα, στην αποκλειστική σχέση που
υποθέτουν πως υπάρχει (suppose) ανάμεσα στη συνείδηση και τον εγκέφαλο, τα στοιχεία
του ενός τα έχουν μεταφέρει χωρίς καμιά επιφύλαξη στο άλλο. Έτσι η υπόθεση που
έκαναν, ήταν πως η συνείδηση έπρεπε να είναι μια απλή ιδεολογική αντιγραφοποίηση ( décalque ) της ύλης του εγκεφάλου.
Πραγματικά όμως πολύ συχνά έγινε το ανάποδο. Φαντάστηκαν τα νευρικά στοιχεία ( την υφή του εγκεφάλου) με βάση τις
παραστάσεις, το παράγωγο δηλαδή από την ενδοσκοπική ανάλυση. Ένα παράδειγμα:
Στις παλιές θεωρίες για την αφασία οι νευρολόγοι τις διαταραχές που παρατήρησαν
τις εξηγούσαν σα να ταυτιζόντουσαν αυστηρά οι βλάβες που διαπίστωσαν στη
νευρική ουσία του εγκεφάλου με την καταστροφή που είχαν πάθει διάφορα είδη
εικόνες, που ο συνδυασμός τους έπρεπε, (όπως φαίνεται) πίστευαν, να εξηγεί τη
γλώσσα. Ο ιδεολογισμός λοιπόν απορροφούσε μέσα του τον οργανισμό.
Η αιτία του παραλογισμού (αλογισμού) αυτού δεν είναι μυστηριακή (μυστήριο). Ο μηχανικός υλισμός δεν είναι παρά ο
λίγο πολύ συμμετρικός αντίποδας ( replique ) του ιδεαλισμού. ( ο μηχανικός υλισμός είναι λίγο πολύ η συμμετρική
αντίκρουση του ιδεαλισμού). Η ύλη, όπως τη δέχεται, είναι μια ιδέα, μ’
άλλα λόγια (αλλιώς ειπωμένο) ένας απλός (μόνιμος)
στατικός
ορισμός, που δίνεται (αναφέρεται) σ’
ένα αντικείμενο (που
υπάρχει) αυτό καθαυτό, και που οι
αμετάβλητες ιδιότητές του πρέπει να μπορούν να εξηγούν άμεσα κάθε τι που
υπάρχει ή που γίνεται στον κόσμο. Είναι λοιπόν ο μηχανικός υλισμός καθαρά απαγωγικός.
Και δέχεται (που παραδέχεται) (τη)
ριζική (την απόλυτη) ταυτότητα της αρχής με τις συνέπειές της, της πρωταρχικής
ύλης. ( πως υπάρχει (ριζική) απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα στις αρχές και τις
συνέπειές τους) με κάθε τι που η ιστορία του κόσμου θα είναι ικανή να
πραγματοποιήσει. Ο μηχανικός υλισμός είναι καθαρά μεταφυσικός (καθαρά θεωρητικός) (speculatif). Τη δημιουργία, την ποιοτική
αλλαγή την ανάγκη σε κάτι το αιώνια αμετάβλητο, και τη δημιουργική δράση τη
θεωρεί επανάληψη. Ανάγει δηλαδή τις μεταμορφώσεις (των
πραγμάτων) που γίνονται, σε ένα σύστημα ( ordre) που τα παραδέχεται αιώνια το ίδιο
και αμετάβλητο. Αντίθετα ο διαλεχτικός υλισμός πιστεύει πως ερμηνεύει πολύ
καλύτερα την κίνηση το ροή, όπου βρίσκεται αδιάκοπα ο υλικός κόσμος και ο
κόσμος των ιδεών, επειδή λογαριάζει (le conjectures) (τους συνδυασμούς) τις
συνθέσεις, απ’ όπου ξεπηδούν καινούργιες μορφές οργάνωσης, καινούργια
(βασίλεια) συστήματα της πραγματικότητας, καινούργιοι νόμοι για την ύπαρξη.
Ο θετικισμός
Ιδεαλιστική ψυχολογία, η θέση. Μηχανικός
υλισμός, η αντίθεση. Η σύνθεση όμως επιβραδύνθηκε από μια ουδετερόφιλη στάση,
που ακόμη την υποστηρίζουν πάρα πολλοί σοφοί, από το θετικισμό. Στην προσπάθεια να εχτιμήσουμε την πραγματική
φιλοσοφική σημασία του θετικισμού, κεντρική (cruciale!) θέση έχει η ψυχολογία. Ανάμεσα ( a l’ intersection στη
διασταύρωση) στη φυσιολογία και την κοινωνιολογία εξαφανίστηκε η ψυχολογία από τον
A. Conte. Από τη μια μεριά ό,τι θεωρούμε
για αποκλειστικό κόσμο της ύλης ή της φύσης, και από την άλλη, ό,τι χρωστιέται
στη μεγαλοφυΐα του ανθρώπου. Ανάμεσα στα δυό αυτά άβυσσος. Εκεί μέσα είναι
καταποντισμένη η ψυχολογία. Η συνέπεια αυτή είναι λογική (λογικό το
συμπέρασμα), τη στιγμή που αποσπάται η ψυχολογία είτε από τις βιολογικές της
ρίζες, είτε από τις επιστήμες εκείνες (le sciences humaines) όπου ο άνθρωπος βρίσκει τα
μέσα και το λόγο για την ύπαρξή του, και δέχεται την επίδραση (των συντελεστών)
τους σε κάθε στιγμή της ζωής του. Οι συνέπειες αυτές είναι το αντίθετο από
κείνο που ήθελαν οι οπαδοί του θετικισμού. Ισχυρίζονται πως αποφεύγουν (se refuser) κάθε μεταφυσική, και
επομένως πως δε θέλουν να καταπιαστούν και να εξετάσουν εκείνο που μπορεί τα
πράματα και τον άνθρωπο, τον υλικό κόσμο και το πνεύμα να τα ενώσει σε μια ίδια
πραγματικότητα. Σε κάθε επίπεδο έρευνας (domain) πρέπει, λένε, να
περιοριστούμε να διαπιστώσουμε τις σχέσεις (ανάμεσα στα φαινόμενα) αφήνοντας
κατά μέρος (χωρίς να νοιαστούμε για ) τις έννοιες ουσία και αιτία. Και όμως
χρειάστηκε να αποσχιστούν από τον ίδιο τον Conte, όταν έβαλε (έχτισε) από πάνω από το οικοδόμημα της
επιστήμης την «υποκειμενική σύνθεση». Γιατί, τη στιγμή που έσπασε ο σύνδεσμος
της φύσης με τον άνθρωπο, η ανθρωπότητα υποκατάστησε τα άτομα,( και τα απορρόφησε)
πήρε, σα να πούμε, απόλυτη αξία, απορροφήθηκε στην ίδια της τη λατρεία, και
θεώρησε τον εαυτό της αυτοσκοπό. Για κάθε τι, που δε φαίνεται να θίγει άμεσα
την ανθρωπότητα, ο Conte
διακήρυξε πως δεν αξίζει να ενδιαφερθούμε. Ασωτία, σπατάλη ( dévergondage ) επιστημονική θα ήταν π.χ. η
περιέργεια που θα έσπρωχνε τον αστρονόμο να ξεπεράσει τα σύνορα του ηλιακού
συστήματος.
Ν’ απομονώσουμε την κοινωνία από
τη φύση, θα ειπεί να αποξεράνουμε τον άνθρωπο (racornir, να
αποσκληράνουμε). Μα από το άλλο μέρος (aussi?) ο περιορισμός της
επιστημονικής γνώσης στη διαπίστωση , σε
κάθε επίπεδο της έρευνας, των σχέσεων
ανάμεσα στα φαινόμενα, απαγορεύονται στον εαυτό μας κάθε (έρευνα ) ερώτηση για τη
μια και βαθιά πραγματικότητα, ο αγνωστικισμός αυτός καταλήγει στο μυστικισμό.
Τα δεκάχρονα που πέρασαν αφότου βασιλεύει ο θετικισμός το απόδειξαν καθαρά.
Διαπιστώνουμε ολοένα και συχνότερες εκρήξεις ( fusées ) θρησκευτικότητας και συστηματική
υποτίμηση (συγκλονισμό) (ravalement)
της επιστήμης. Γιατί, αλήθεια, η
αποξηραμένη αυτή επιστήμη για τα απλά φαινόμενα
( sur de simple apparences
) ποιόν θα μπορούσε να ικανοποιήσει, αν πραγματικά οι επιστήμονες ερευνητές δεν
είχαν βρει (την πηγή για) για το βαθύτερο ελατήριο για το φλογερό τους ζήλο
στην έρευνά τους. Ίσα – ίσα εκείνο που ο θετικισμός πίστευε πως τους έκανε να
αρνηθούν (απαρνηθούν) την επιστήμη τους δηλαδή να διεισδύουν πάντοτε ολοένα και
περισσότερο στο πραγματικό βάθος του κόσμου στην ύλη, και να συνδέσουν την
επιστήμη με τον άνθρωπο, έτσι που να την κάνουν ουσιαστικό μέσο στα χέρια του
για να επενεργεί στα πράματα, και να τα
γνωρίσει βαθιά. ( en proud re consience)
Οποιοδήποτε άλλωστε ελατήριο κι
αν έχουν, και ο ίδιος ο θετικισμός φέρνει μαζί του (ανέχεται comporte) κάποια μεταφυσική, και μάλιστα
από τις πιο κοντόθωρες (rétrécies). Οι σχέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα, όπου ο
θετικισμός επιμένει να περιορίσει τη νόμιμη προσπάθεια της επιστήμης, αφού δεν
έχουν μέσα τους τίποτε που να μας κάνει να διεισδύσουμε σ’ αυτή καθαυτή την
πραγματικότητα του κόσμου, αναγκαστικά είναι σχέσεις ανάμεσα σε εικόνες, σε
παραστάσεις. Οι νεοθετικιστές καθόρισαν πως οι μόνες επαφές, που μπορούμε να
έχουμε μα τα πράματα, είναι τα αισθήματά μας (Μικρό φιλοσοφ. Λεξικό). Τα
αισθήματά μας είναι τα σύνορα για τις γνώσεις μας. Μόνο από τους συνδυασμούς τους
μπορούμε να βγάλουμε (να συμπεράνουμε)(déjuger) τις
σχέσεις εκείνες, που τις παρουσιάζουμε έπειτα με στόμφο (pompensement) για νόμους του κόσμου. Έτσι θετικισμός, αφού αρνήθηκε
την ψυχολογία, ξαναγυρίζει σ’ έναν καθαρό (simple) ψυχολογισμό. Είναι λοιπόν
κι αυτός ιδεαλισμός με βάση την αισθησιαρχία (Μικρό φιλισοφ. Λεξ. sensuali…). Όπως οι παλιές
μεταφυσικές φιλοσοφίες (métaphysiques contemplatives) το ίδιο και ο θετικισμός
εξαφανίζει ( éclipse
επισκιάζει) τη δράση πίσω από τις παραστάσεις. Κάνει τα αισθήματα ένα είδος
αδιαπέραστη επιδερμίδα, και δε βλέπει (au lieu d'y voir) πως είναι απλοί δείχτες, που χρησιμεύουν να
καθοδηγούν την ενέργεια, είτε είναι πραχτική, είτε είναι θεωρητική, (speculative) .Πραγματικά ο άνθρωπος έχει τα αισθήματα, που
ανταποκρίνονται στην επενέργειά του επάνω στα πράματα, και τα πράματα
αγκαλιάζει, αυτά μεταμορφώνει, και σ’ αυτά
εισχωρεί μέσα στην υφή τους, με διάμεσο τους δείχτες αυτούς (τα
αισθήματα),που αδιάκοπα μπορεί να τροποποιούνται με την έρευνά του.
***
Αν ο διαλεχτικός υλισμός εκφράζει
την κίνηση στα πράματα και στη γνώση, τις αρχές του μπορούμε να τις βρίσκουμε
στα αποτελέσματα και στην πρόοδό του, της επιστήμης. Ο επιστήμονας ( le savant)
έλεγε ο Λένιν, κάνει διαλεχτική χωρίς να το ξέρει. Τη γενική αρχή, η ποσότητα
μεταμορφώνεται σε ποιότητα, την αρχή αυτή, που μας επιτρέπει να εισχωρούμε
βαθιά και να ερευνούμε το υλικό περιεχόμενο των παραστάσεων, που ο θετικισμός
επιμένει να τις κάνει αδιάφανο και σκοτεινό παραπέτασμα ( écran ) ανάμεσα
στη γνώση και στη καθαυτή πραγματικότητα, την αρχή αυτή τη διαπιστώνουμε σε κάθε
μας βήμα στην ψυχολογία. Σε κάθε μας βήμα (il s’ agit) επιδιώκουμε
στην ψυχολογία να καθορίσουμε το κατώφλι ενός αιστήματος, ενός ψυχικού
φαινομένου (événement) ή μιας οποιασδήποτε
ψυχικής αλλαγής, με άλλα λόγια να προσδιορίσουμε τη στιγμή που η ποσότητα του ερεθισμού έγινε αρκετή,
για να παραχτεί το διαφορετικό καινούργιου είδους ψυχικό αυτό αποτέλεσμα.
Κλασικό αλήθεια παράδειγμα, (élémentaire) που μας δείχνει με
ποια «πηδήματα» η ύλη μπορεί να κάνει να ξεπηδήσουν, από σταθμό σε σταθμό, στον
κόσμο καινούργιες μορφές ενέργειας. Μια τέτοια είναι και το αίστημα, γιατί
εισάγει ανάμεσα στα πράματα, με διάμεσο το ζώο και προπάντων τον άνθρωπο, μια
ολόκληρη σειρά από ελατήρια και πράξεις, από αιτίες και συνέπειες.
Όμως (l’ origine) η αφετηρία, η πηγή για τις πιο ριζικές μεταμορφώσεις
είναι οι συγκρούσεις ανάμεσα σε οργανωμένες δυνάμεις. Έ λοιπόν, μέσα στον
άνθρωπο (dans l’ homme) η ψυχολογία κάνει (fait s’ affronter) βλέπει ν’ αντιμετωπίζονται
δύο υλικά συστήματα, που ανάμεσά τους πρέπει αδιάκοπα να πραγματοποιείται η
ισορροπία: από τη μιά ο οργανισμός του ανθρώπου και από την άλλη όλοι αυτοί οι
τεχνικοί όροι ( conditions technique)
όλα αυτά τα τεχνικά μέσα, που είναι το υπόστρωμα για κάθε πολιτισμό και που (superposé ou combinés) (συμπλεγμένα και συνδυασμένα)
κυριαρχικά συνδυασμένα με το φυσικό περίγυρο, αποτελούν τον απαραίτητο (vital) ζωντανό περίγυρο για
τον οργανισμό.
Αν εξαιρέσουμε τις ολοφάνερες
ατομικές, γεωγραφικές και φυλετικές ( raciales) διαφορές, το ανθρώπινο ζώο φαίνεται πως έχει γίνει
σήμερα σχετικά σταθερό και μόνιμο, έπειτα βέβαια από την εξαφάνιση που έπαθαν
ορισμένοι λαοί ανίκανοι να προσαρμοστούν στους καινούργιους όρους της ζωής.
Τέτια άλλωστε παραδείγματα μας έδωσαν ακόμη και οι νεότεροι χρόνοι. Φαίνεται
λοιπόν πως τώρα στις ημέρες μας (actuellement) άνθρωποι από όλα τα μέρη του κόσμου, φτάνει να τους
πάρουμε σε αρκετά τρυφερή ηλικία, μπορούν ν’ αφομοιώσουν έναν οποιονδήποτε
πολιτισμό, όπως έχουν την ικανότητα να μάθουν τη γλώσσα του περίγυρού των,
οποιαδήποτε κι αν είναι η μητρική γλώσσα. Και για να φτάσει (Au-niveau) στις ανώτατες ψυχικές λειτουργίες, το νεογέννητο, όταν
έρχεται στον κόσμο, δε φέρνει μαζί του παρά απλές δυνατότητες χωρίς ιδιαίτερο
περιεχόμενο. Και όμως η απόχτησή τους δε γίνεται με απλό μπούκωμα (remplissage) παραγέμισμα.
Ανάλογα με τις ευκαιρίες και τα ελατήρια προκαλούνται πολυποίκιλες αντιδράσεις
και συχνά διεγείρονται και ενδιαφέρονται διάφορα επίπεδα του ψυχισμού, έτσι που
μπορεί να προκύψουν αναμεταξύ τους πάμπολλες εξαρτήσεις, αμοιβαίοι περιορισμοί
ή συγκρούσεις δυναμικές.
Δε δίνουν στις ίδιες πνευματικές
ενέργειες την υπεροχή οι διάφοροι τόποι πολιτισμού. Στους πρωτόγονους, όπως
τους λέμε, πολιτισμούς είναι φανερό, πως στη δημόσια ζωή αποφασιστικό ρόλο
παίρνουν οι μεγάλες εκδηλώσεις, της ομαδικής συγκίνησης, τα θρησκευτικά έθιμα
και οι τελετές, που τις προκαλούν, οι χοροί και οι παραστάσεις (……θεάματα) που
τις εκφράζουν, η ομαδική μέθη, που κυριεύει έτσι τα άτομα, για να τα παρασύρει
σε πράξεις, σε χειρονομίες, για να τα κάνει να αποδεχτούν συναισθήματα, που ο
καθένας χωριστά θα τα απόκρουε ή θα τα περιφρονούσε. Παρόμοιες στιγμές μπορούμε
να βρούμε επεισοδιακά σ’ όλε τις εποχές.
Μπορούν μάλιστα να προκληθούν τεχνητά και συστηματικά έτσι που να πνίξουν στον
καθένα την έξη του αυτοελέγχου και να προκαλέσουν το πισωγύρισμα σε πράξεις με ελατήρια καθαρά
συναιστηματικά, όπως είναι τα μίση ή οι τυφλοί θρησκευτικοί φανατισμοί, η
διάθεση να θυσιάσει, να προσφέρει θυσία τον άλλο ή τον εαυτό του. Συναιστήματα
και ορέξεις(ορμές) απόλυτα, γιατί ξεφεύγουν ολότελα από τη δύναμη που θα
προκαλούσε την κατάλληλη στιγμή ελατήρια που θα μπορούσαν να είναι συμπτωματικά
αντίθετα, όπως γίνεται στην κριτική και λογική ενέργειά μας. Ο ναζισμός
(νασισμός) , οι μέθοδές του, τα αποτελέσματά του μας δείχνουν σε ποιο βαθμό
διαστροφής και διαφθοράς ξετσιπωσιάς μπορεί να κατρακυλίσει ένας λαός μέσα
στους κόλπους του σύγχρονου πολιτισμού μας ουσιαστικά ιντελλεκτουαλιστικού..
Για τι άλλο λοιπόν πρόκειται, παρά για
αντιστροφή αναποδογύρισμα ανάμεσα σε δυό (αντίθετες πλευρές ) κριτές του
ψυχικού βίου, ανάμεσα στο συναιστηματικό πόλο και στον διανοητικό του πόλο. Ο
πρώτος νικούσε στην εποχή εκείνη της ανθρώπινης κοινωνίας (των κοινωνιών), όταν
ο άνθρωπος μη έχοντας τα τεχνικά μέσα, περιορισμένος σε ένα υλικό πολύ στενό
των διανοητικών σχέσεων έπρεπε να αποζητάει τη δύναμή του στη ομαδική ένωση των
φυσικών και ηθικών του δυνάμεων. Μα όσο κατόρθωνε να ξεφεύγει, να λυτρώνεται
από την άμεση ανάγκη με την ανάπτυξη των τεχνικών μέσων και των γνώσεων, η νοητική
ενέργεια, που ήταν η πηγή τους, άπλωνε τη δύναμή της τόσο στην πραχτική ζωή,
όσο και ανάμεσα στα άτομα, και ταυτόχρονα χρειάστηκε να περιορίσει την
προκάτοχό της, χωρίς όμως να τη βγάλει από τη μέση . Έτσι γεννήθηκε ένας κρυφός
ανταγωνισμός, και ποικίλες αντιδράσεις του ενός στον άλλο, που είναι άλλωστε
απαραίτητες από εποχή σε εποχή, στις ανανεώσεις της ψυχικής ζωής.
Ακόμη περισσότερο, φαίνεται πως
πριν να ζητήσει το λογικό να περιορίσει ή να υποτάξει τις συναιστηματικές
δυνάμεις, δέχτηκε απ’ αυτές τα πρώτα του στοιχεία. Από την καλλιέργεια της
συγκίνησης που έκανε ο πρωτόγονος άνθρωπος για να την κάνει κοινωνικό όργανο,
από κει βγήκε εκείνο που έπρεπε να υποκατασταθεί στη συμπεριφορά των κοινωνιών
και των ατόμων. Από τις συγκινήσεις που έγιναν συστηματικά θεαματικές, σκηνές
που προσανατόλιζαν τις εκδηλώσεις τους γεννήθηκαν οι ομαδικές παραστάσεις, η
πηγή αυτή της διανοητικής κοινότητας, ανάμεσα σε άτομα, που χωρίς και έξω απ’
αυτήν φαίνεται αδύνατο πως θα μπορούσαν ο καθένας να χτίσει το σύστημα, όσο κι
αν είναι στοιχειακό, των σχέσεων των
απαραίτητων στη λειτουργία της νόησης. Πρωτόγονος κομμουνισμός των ιδεών που
διαδέχεται τη συναιστηματική κοινότητα, επεξεργασία από τον ψυχικό οργανισμό
που κυριαρχεί τώρα εκείνο που θα τον απαλλοτριώσει, άρνηση που δεν εκμηδενίζει,
μα δένει μια καινούργια μορφή στις δυνάμεις του παρελθόντος, να μερικά
αποτελέσματα, που μοιάζουν με κείνα που αποκάλυψαν ο Marx και ο Engels στην οικονομική και
πολιτική ιστορία των κοινωνιών.
Πραγματικά, η σύγχρονη ψυχολογία,
κάτω από διαφορετικές θεωρίες, τείνει ολοένα και περισσότερο να σπάσει τα
πλαίσια των παλιών ορισμών και ταξινομήσεων. Τείνει να τα υποκαταστήσει με
λειτουργίες που βρίσκονται σε αδιάκοπη αμοιβαία αντίδραση, με ανταγωνισμούς,
που κάνουν υποχρεωτική μια άλλη ισορροπία, με προσαρμογές καινούργιες, άλλοτε
αποτυχημένες και άλλοτε προκλητικές πισωδρομής προς τα περασμένα, μια διείσδυση
και ολοκλήρωση συχνά άσταθη λειτουργιών με άλλες πιο εξελιγμένες, που είναι
δηλαδή πιο κατάλληλες να απλώσουν ή να διαφοροποιήσουν τα μέσα της επίδρασης
προς τον περίγυρο. Δεν έρχεται λοιπόν η ψυχολογία τούτη να εγγραφεί κάτω από τη
σημαία του διαλεχτικού υλισμού;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου