Πρόσφατα
έχει αναδημοσιευτεί το κείμενο από το
περιοδικό «Μόρφωση».
Μπορείτε
να το διαβάσετε : Ιστοσελίδα "parapoda"
Εδώ
δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο του Σωτηρίου.
Δεν
είναι το καθαρογραμμένο κείμενο, είναι γραμμένο με μολύβι και λείπουν οι σημειώσεις.
Το
χειρόγραφο με μολύβι μπορείτε να το διαβάσετε εδώ: Το χειρόγραφο
Υπάρχουν
τρεις σελίδες με αρ. 2,3,7 γραμμένες με
μελάνι καθαρογραμμένες που ξαναγράφτηκαν
για
το τελικό κείμενο όπου στη μια (σελ. 2)
υπάρχουν και σχετικές σημειώσεις
Μπορείτε
να τις δείτε εδώ: 3 σελίδες
Ο Σωτηρίου πάντα παραπονιότανε που δεν του
επιστρέφανε
το καθαρογραμμένο χειρόγραφο κείμενό του.
Το θέμα που καταπιάστηκα να αναπτύξω
είναι αφάνταστα εξαιρετικά πλατύ, και παρουσιάζει πολλαπλές απόψεις. Θα
προσπαθήσω να συγκεφαλαιώσω τις κυριότερες απόψεις κι να δείξω πως ο Μαρξισμός
πιστεύει, ισχυρίζεται (γιατί ισχυρίζεται οι μαρξισμός) πως δίνει συνολική λύση
(λύνει συνολικά) όλα τα προβλήματα της ελευτερίας, που συνήθως τα μελετούν
ξεχωριστά στα διάφορα μέρη της φιλοσοφίας και γι αυτό παίρνουν και δίνουν
λύσεις λίγο πολύ ( peu coherentes)
άσχετες αναμεταξύ τους.
Με πάρα πολύ διαφορετικά νοήματα
( διαφορετικό περιεχόμενο) μπορούμε να πούμε για έναν άνθρωπο πως δεν είναι
ελεύτερος. Η φράση ένας άνθρωπος δεν είναι ελεύτερος μπορεί να πάρει πάρα πολλά
διαφορετικά νοήματα (περιεχόμενα). Άμα
λέμε ένας άνθρωπος δεν είναι ελεύτερος δεν εννοούμε πάντα το ίδιο πράγμα (το
νόημα το περιεχόμενο μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό). Λέμε για έναν άνθρωπο
πως δεν είναι ελεύτερος, πρώτα άμα είναι
φυλακισμένος. Λέμε επίσης άμα τον απειλούν και δεν έχει τη δυνατότητα να
διαλέξει την απόφαση που πρέπει να πάρει. όταν π.χ. του βάζουν το πιστόλι στο αυτί.
Λέμε επίσης για ένα δούλο, ή για τον
άνθρωπο που δεν έχει τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα. Και ακόμη λέμε πως δεν
είναι ελεύτερος ο άνθρωπος που βρίσκεται υπό το κράτος του θυμού ή όταν τον
έχει κυριέψει ένα πάθος, και ακόμη για έναν άνθρωπο που φοβάται πολύ το
σκάνταλο ή την κοινή γνώμη.
Με δυό λόγια, εκείνο που
εμποδίζει τον άνθρωπο να είναι ελεύτερος, είναι κάθε τι που μπορεί να
περιορίσει τη θέλησή του, κάθε τι που μπορεί να τον βάλει κάτω από μια
εξάρτηση, την ανεξαρτησία του, την αυτεξουσιότητα, κάθε τι που μπορεί να του
στερήσει την αυτεξουσιότητα, και να τον κάνει υπεξούσιο. Από το σημείο τούτο δεν μένει παρά ένα βήμα για να συμπεράνουμε
πως η ελευτερία θα ειπεί απουσία κάθε καταναγκασμού, κάθε περιορισμού, με άλλα
λόγια πως ελευθερία θα ειπεί η δύναμη (pouvroir) το δικαίωμα να κάνω ότι μ’ αρέσει. Μια αντίληψη όμως
που χωρίς καμιά αμφιβολία δεν είναι ικανοποιητική, ή δεν αντέχει στη βαθύτερη
έρευνα.
Στη φιλοσοφία όλα αυτά τα νοήματα
που παίρνει η λέξη ελευτερία συμπυκνώνονται, κρυσταλλοποιούνται, μπορούμε να
ειπούμε, - pour ainsidire-
σε δύο έννοιες και αυτές είναι: από το ένα μέρος στην ψυχολογική ελευτερία στην
ελευτερία στη θέληση, στον ελεύτερο αυτοκαθορισμό, και από το άλλο μέρος στην
κοινωνική ελευτερία, στην ελεύτερη δράση μέσα στην κοινωνία, στην ελευτερία
απέναντι στην πολιτική εξουσία.
Η ελευτερία στη θέληση θα ήταν η
δύναμη να ενεργεί ο άνθρωπος χωρίς κανενός είδους καθορισμό, η δημιουργική
δύναμη να κάνει ο άνθρωπος ότι του καπνίσει χωρίς κανένα καθοριστικό λόγο, να
ενεργεί δηλαδή ή να μη ενεργεί, να κάνει τούτο ή να κάνει κάτι άλλο μέσα στις
ίδιες συνθήκες χωρίς η θέλησή του να υποστεί τον καθορισμό από κανενός είδους
λόγο, αιτίας, χωρίς η θέλησή του να καθορίζεται από κανενός είδους αιτία.
Στη φιλοσοφία τα διαφορετικά
τούτα νοήματα της λέξης ελευτερία ισχύουν και για την εξωτερική και για την
εσωτερική. Ώστε ελευτερία είναι η δύναμη, να παλέψουμε ανάμεσα σε πολλές
μπορετές πράξεις, χωρίς η εκλογή μας να καθορίζεται από καμιά αιτία. Την
αντίληψη αυτή τη βλέπουμε από καιρό σε καιρό –σπανιότερα όμως απ’ ότι συνήθως
λένε – να την προβάλουν αρκετοί φιλόσοφοι, φυσικά με διαφορετική διατύπωση. Μα
είτε πρόκειται για τον Επίκουρο[1] είτε για
τον Μπέρξονα, είτε πρόκειται για τον Ντεκάρτ, είτε για τον Άγιο Θωμά, η
ελευτερία της θέλησης είναι πάντα μια δύναμη απόλυτη, ελεύτερη δηλαδή από κάθε
καθοριστική αιτία, που φαντάζονται πως είναι δοσμένη σ’ όλους τους ανθρώπους
από την ίδια την ανθρώπινη ποιότητά τους, και που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από
τα ζώα, που δεν τα θεωρούν αυτεξούσια, γιατί η κάθε τους ενέργεια καθορίζεται
από ορισμένη αιτία. Ο άνθρωπος λοιπόν, λένε – τούτο είναι ένα από τα προνόμιά
του – είναι ελεύτερος, με το νόημα πως θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς
κανενός είδους καθοριστική αιτία.
Η κοινωνική ελευτερία φαίνεται με
την πρώτη ματιά πως δεν έχει καμιά σχέση με την ψυχολογική ελευτερία. Στη
θεωρία του 18ου αιώνα, που αποκρυσταλλώθηκε στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων
του ανθρώπου και του πολίτη» θεωρούν την κοινωνική ελευτερία δικαίωμα του ανθρώπου ένα δικαίωμα φυσικό, ιερό και
απαράγραφτο. Είναι ένα δικαίωμα αναφαίρετο από την ανθρώπινη φύση, που βέβαια,
το είχαν για πολύ καιρό αρνηθεί στον
άνθρωπο, άδικα όμως, μα που αναγνωρίστηκε και διακηρύχθηκε στα 1789 και που θεωρείται
πραγματοποιημένο στα καθεστώτα της αστικής δημοκρατίας.
Η ελευτερία άλλωστε αυτή θα
εκφραστεί με διάφορες μορφές. Ελευτερία στη σκέψη και στη συνείδηση, ελευτερία
του τύπου, ελευτερία για συγκεντρώσεις, ελευτερία για συνδέσμους και συλλόγους
και ακόμη ελευτερία του εμπορίου, της βιομηχανίας, ελευτερία της εργασίας,
ελευτερία να κατέχει (το δικαίωμα της ιδιοχτησίας όπως την ονομάζουν) ελευτερία
να κάνεις διαθήκη. Και η ελευτερία τούτη είναι συνυφασμένη με την προσωπικότητα
του ανθρώπου, είναι ένα δικαίωμα που πρέπει να
το έχει όλος ο κόσμος, και που δεν περιορίζετααι στον καθένα παρά από
την ελευτερία των άλλων. Σύμφωνα με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου «
η ελευτερία συνίσταται στη δύναμη να κάνεις κάτι, που δεν βλάφτει τον άλλο».
Ανάμεσα στην ελευτερία στη θέληση
και σ’ αυτή την ελευτερία στα δικαιώματα του ανθρώπου, δε φαίνεται να υπάρχουν
καλά με ακριβολογία καθορισμένες και ξεκαθαρισμένες σχέσεις. Κι αυτό γίνεται,
γιατί πραγματικά τα προβλήματα εξετάστηκαν ολότελα ξεχωριστά το ένα από το
άλλο, χωρίς κανενός είδους σύνδεσμο αναμεταξύ τους, συχνά μάλιστα λύθηκαν με
διαφορετικό δρόμο, κατεύθυνση. Έτσι μπορεί κανείς μας μια χαρά πολύ καλά να
αρνηθεί την ελευθερία στη θέληση και να παραδεχτεί το δικαίωμα του ανθρώπου
στην κοινωνική του ελευτερία τής ελευτερίας του μέσα στην κοινωνία. Όμως
υπάρχουν πολύ περισσότερες σχέσεις ανάμεσα στις δυό αυτές έννοιες απ’ ό,τι πιστεύουν.
Και πρώτα απ’ όλα υπάρχει, όπως
μπορούμε να το διαπιστώσουμε ύστερα απ’ όσα είπα, η κοινή αυτή αντίληψη, πως
και στις δυό περιπτώσεις η ελευτερία θεωρείται ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης,
δικαίωμα, που υπάρχει από την ίδια την ποιότητα του ανθρώπινου όντος. Το
δικαίωμα τούτο μπορεί λίγο πολύ να το αναγνωρίζουν ή να το παραγνωρίζουν σε μια
κάποια κοινωνία, όμως είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Έ λοιπόν ο μαρξισμός στην κριτική
του (η κριτική η μαρξιστική) χτυπάει ταυτόχρονα και τις δυό αυτές αντιλήψεις
και υποστηρίζει πως βλέπει και στη μια και στην άλλη, μια ψεύτικη όχι σωστή
ερμηνεία, μια αυταπάτη, ή μια «μυστικοποίηση» ή καθώς λέει ο Μαρξ μια
«αλλοίωση» τρέλα (alienation)
του ανθρώπου. Όχι βέβαια πως η ελευτερία δεν είναι μια ανθρώπινη αξία, παρά,
όπως θα προσπαθήσω να σας το αποδείξω, πως δεν είναι πραγματικό γεγονός. Η
ελευτερία είναι ένα ιδανικό, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί σιγά-σιγά, γιατί
και στη μια και στην άλλη περίπτωση, το πραγματικό γεγονός είναι η εξάρτηση, η
δουλεία, και η ελευτερία είναι η προσπάθεια να λυτρωθεί ο άνθρωπος από τη
σκλαβιά και να πραγματοποιήσει μια κατάσταση ανώτερη.
Σχετικά με την ελευτερία στη
βούληση, ο μαρξισμός δεν ανακαλύπτει, δε προσφέρει τίποτε καινούργιο, γιατί η
κριτική του ελεύθερου αυτοκαθορισμού έχει γίνει από πολύ καιρό από πολλούς
φιλοσόφους και από πολλούς αιώνες. Είναι μπορούμε να πούμε, κοινοτοπία για τη
φιλοσοφία, να διακηρύχνουμε πως ο ελεύτερος αυτοκαθορισμός είναι αυταπάτη, πως
ο άνθρωπος δε μπορεί να έχει τη δύναμη να κάνει ότι του αρέσει χωρίς λόγο, πως
η ανθρώπινη θέληση υποτάσσεται στον αυστηρό ντετερμινισμό , στην ίδια
νομοτέλεια που υπάρχει μέσα σ’ όλη τη φύση, και πως αντί να είναι κάποιο είδος
θαύμα ιντετερμινισμού, που θα επέτρεπε να κάνει ο άνθρωπος ότι του αρέσει μέσα
σ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, και πως η αληθινή ελευτερία στην ανθρώπινη θέληση
συνίσταται στο να γνωρίσουμε του νόμους της ανθρώπινης φύσης, τους νόμους του
ανθρώπινου χαραχτήρα, τους νόμους της βούλησης για να μπορέσουμε να λυτρωθούμε
από τις εξαρτήσεις και τις δουλείες αυτής της ανθρώπινης φύσης και να μάθουμε
να χρησιμοποιήσουμε το ντετερμινισμό για να λυτρωθούμε απ’ αυτόν.
Την αντίληψη τούτη τη βρίσκουμε
ιδιαίτερα σε πολλούς μεγάλους φιλοσόφους, ιδιαίτερα στον Σπινόζα στο 17ο
αιώνα, που διατύπωσε με τρόπο αλησμόνητο (έκφρασε μια αλησμόνητη διατύπωση).
Υπάρχει μια διατύπωση του Σπινόζα, που συχνά την αναφέρουν από τότε, πως η
αληθινή απολύτρωση της ανθρώπινης ενέργειας συνίσταται στο να πάρει ο άνθρωπος
συνείδηση της δουλείας του. Είναι μια αντίληψη που από τότε πέρασε σταθερά στη
φιλοσοφία, πως δηλαδή δεν υπάρχει αληθινή ελευτερία του πνεύματος, παρά επειδή
υπάρχουν νόμοι, αιτίες και συνακόλουθα αποτελέσματα μέσα στη φύση. Επειδή
υπάρχουν νόμοι στον ανθρώπινο χαραχτήρα, γι αυτό μόνο ο άνθρωπος μπορεί να
φτάσει να τροποποιήσει το χαραχτήρα του, χρησιμοποιώντας τους νόμους αυτούς.
Την αντίληψη αυτή την πήραν οι μαρξιστές από το Σπινόζα, από τον Λαϊβνιτς ()
και προπάντων από τον Χέγγελ. Ο Χέγγελ π.χ. χρησιμοποίησε τούτη τη διατύπωση:
Δίχως αμφιβολία, έλεγε, οι ανθρώπινες πράξεις είναι αναγκαίες, ερμηνεύονται από
αιτίες, είναι όλες καθορισμένες, υπακούουν στο ντετερμινισμό μα, πρόσθετε « η αναγκαιότητα δεν είναι τυφλή,
παρά τόσο όσο δεν την έχουμε
κατανοήσει». Όσο, αντίθετα, ο άνθρωπος γνωρίζει τις αναγκαιότητές του, τους
νόμους δηλαδή των παθών και τους νόμους της θέλησης, που κυβερνούν τη θέληση,
άλλο τόσο μπορεί να μάθει να τροποποιεί τον εαυτό του, να προσαρμόζεται, να
μάθει δηλαδή να τους χρησιμοποιεί για ωφέλειά του, μπορεί να μάθει να
αναμορφώσει το χαραχτήρα του, να μάθει δηλαδή να είναι ελεύτερος. Έτσι η
ελευτερία στη ανθρώπινη θέληση, δεν είναι που το πετυχαίνει ο άνθρωπος από
πριν, δεν είναι ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης. δεν υπάρχει ελευτερία (préalable)() παρά
υπάρχει, ένα είδος βαθμιαία και αργή απολύτρωση
του ανθρώπου, αντίστοιχη με την πρόοδό του να μάθει να χρησιμοποιεί τους νόμους
της φύσης του. Ο άνθρωπος δεν είναι ελεύτερος επειδή είναι άνθρωπος. Ο άνθρωπος
αρχίζει να γίνεται ελεύτερος αντίστοιχα
με το όσο αναπτύσσει τη γνώση και το λογικό του, και αν μπορούσε να είναι
ολοκληρωτικά λογικός, δηλαδή αν μπορούσε να καθοδηγεί όλες του τις πράξεις με
τον καθορισμό ελατηρίων λογικών, και όχι με κίνητρα αψιθυμικά, άλλο τόσο θα
μπορούσε να είναι ελεύτερος όσο γίνεται περισσότερο και ολοένα περισσότερο
ελεύτερος Ένας άνθρωπος με αψιθυμική
ιδιοσυγκρασία, που εύκολα θυμώνει, αν δεν προφυλάγεται, θα γίνει σκλάβος του
θυμού του και οι πράξεις του, αντί να κυριαρχούνται από το λογικό, θα κυριαρχούνται
από το πάθος του. Και όσο ξέρει πως είναι θυμωμένος, κυριεμένος από το πάθος
του, όσο θα μπορέσει να αποφύγει να θυμώνει, άλλο τόσο σιγά- σιγά θα κατορθώσει να λυτρωθεί από τη σκλαβιά του
θυμού του. Έτσι όσο καλύτερα ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του, τόσο κατορθώνει
να λυτρώνεται. Ο ελεύτερος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος, που ξέρει να χρησιμοποιεί
το λογικό του.
Μα όπως μπορεί έτσι να δαμάσει να
πάρει δύναμη και εξουσία (να κυριαρχήσει και να εξουσιάσει) επάνω την
εσωτερική δουλεία των παθών του το ίδιο
μπορεί ακόμη να αποχτήσει εξουσία, να εξουσιάσει και τις δουλείες, τη σκλαβιά
της εξωτερικής φύσης. Εξαρτάται από τη φύση και δεν μπορεί να μην εξαρτιέται.
Και ονομάζω εδώ φύση – και άμα λέω, λέγοντας φύση, εννοώ, τους νόμους του
εξωτερικού κόσμου, τους φυσικούς, του χημικούς και τους φυσιολογικούς νόμους.
Εξαρτιέται από τους νόμους αυτούς στο
μέτρο που δεν τους γνωρίζει, μα άμα φτάσει να τους γνωρίσει πετυχαίνει να
λυτρωθεί από την κυριαρχία τους, και όχι μονάχα να λυτρωθεί, παρά και να τους
εξουσιάσει να τους υποτάξει και να τους χρησιμοποιήσει για ωφέλειά του. Αυτή
είναι η αντίληψη ολόκληρης της σύγχρονης επιστήμης. Στηρίζεται στη γνώση των
νόμων του εξωτερικού κόσμου, για να φτάσει έτσι να τους χρησιμοποιεί και να
κυριαρχήσει τον κόσμο αυτόν. Η παλιά διατύπωση του Bacon είναι η βάση ολόκληρη της σύγχρονης επιστήμης
«Δε διατάζουμε τη φύση, παρά υπακούοντάς την». Και γνωρίζοντας τους νόμους της
φύσης, και χρησιμοποιώντας τους, και όχι επαναστατώντας εναντίον τους,
κατορθώνουμε να λυτρωθούμε από την κυριαρχία τους. Κυριαρχούμε τον κεραυνό, όταν
ξέρουμε να τον κάνουμε ακίντυνο με το αλεξικέραυνο. Κυριαρχούμε τον ηλεχτρισμό,
χρησιμοποιώντας τον να κάνουμε φωτισμό όσο καλύτερα γνωρίζουμε τους νόμους, όσο
καλύτερα ξέρουμε να τους χρησιμοποιούμε, τόσο καλύτερα απολυτρωνόμαστε από την
κυριαρχία τους.
Η έννοια αυτή, η αντίληψη αυτή,
δεν είναι ούτε αυτή καθαρά μαρξιστική. Μα και τούτο είναι, νομίζω, πολύ
σπουδαιότερο, ο μαρξισμός εφάρμοσε την αντίληψη αυτή όχι μονάχα στον τομέα της
εσωτερικής ζωής, της θέλησης και των παθών, όχι μονάχα στον τομέα των
φυσιογνωστικών νόμων, παρά και στους νόμους της κοινωνικής ζωής. Πραγματικά την
ανθρώπινη κοινωνία την αντικρίζουμε με
τον ίδιο τρόπο που αντικρίζουμε και τα φυσικά φαινόμενα. Στα μάτια μας η
ανθρώπινη κοινωνία είναι μια πραγματικότητα, που δεν μπορούμε να την κάνουμε
ό,τι θέλουμε, μια πραγματικότητα που μας προβάλλει αντίσταση, που δε θα
μπορέσουμε να τη σπάσουμε, παρά μόνο άμα θα την έχουμε καλά μελετήσει και
ξέρουμε να χρησιμοποιούμε τους νόμους της. Η αντίληψη τούτη είναι πολύ νεότερη
στην ιστορία της φιλοσοφίας από τις προηγούμενες. Πραγματικά, από πολύ παλιά
χρόνια είχαν παρατηρήσει πως δεν μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν την εξωτερική
φύση. Είναι ολοκάθαρο, ολοφάνερο, πως τα φυσικά φαινόμενα, ο άνεμος, ο
κεραυνός, και όλα τα γεγονότα της φύσης, παρουσιάστηκαν στα μάτια των ανθρώπων
σα ξένες δυνάμεις, που τους κυριαρχούσαν και που έπρεπε να τις λογαριάζουν. Μα
οι ανθρώπινες κοινωνίες, για πολύ καιρό, είχαν πιστέψει οι άνθρωποι, πως ήσαν
χτήμα τους, πραγματικά στη διάθεσή τους, και μπορούσαν αδίσταχτα να τις κάνουν
ό,τι θέλουν. Γιατί η κοινωνία είναι η κοινή θέληση των ανθρώπων που την
αποτελούν και συζούν, και που επιδιώκουν να χτίσουν το ιδανικό τους. Τις
ανθρώπινες αυτέ κοινωνίες εμείς τις φτιάνουμε, φυσικό λοιπόν να μη θέλουμε να
τις θεωρήσουμε ξένες στις ιδιοτροπίες μας και στη θέλησή μας, Έτσι για πολύ
καιρό, στη θέση της κοινωνιολογίας, αντί
δηλαδή να μελετήσουν την κοινωνική ζωή, έπλαθαν ουτοπικά κατασκευάσματα,
πρότειναν διάφορα σχέδια για ιδανική πολιτεία, πιστεύοντας πως από τη στιγμή
που πιστεύουμε πως η κοινωνία θα γίνει καλύτερη με τούτο ή με κείνο τον τρόπο,
δεν μένει παρά να την πραγματοποιήσουμε». Έτσι λοιπόν οι ουτοπιστές έπλασαν
μεγαλόπρεπα σχέδια στο χαρτί, με την πεποίθηση πως η πραγματοποίησή τους δεν
εξαρτιέται παρά από μας.
Μα η πείρα μας έδειξε, πως η
πραγματοποίηση δεν εξαρτιέται μόνο από μας. Παρατήρησαν πως η κοινωνία μάς
αντιστέκεται, αντιστέκεται στη θέλησή μας, στην προσπάθειά μας, όπως
αντιστέκονται και τα φυσικά φαινόμενα. Δεν αρκεί βέβαια να θέλουμε να είναι
ωραίος ο καιρός, για να λάμψει ο ήλιος. Το ίδιο δεν αρκεί να θέλουμε να είναι
οι άνθρωποι ευτυχισμένοι, για να σταματήσουν οι πόλεμοι, και να λείψει η
οικονομική αθλιότητα. «Να πούμε όχι στον πόλεμο» (να ξορκίσουμε τον πόλεμο- να
πούμε πως δεν θέλουμε τον πόλεμο) είναι τόσο λίγο δραστικό, όσο είναι και το να
πούμε όχι στον κεραυνό και στις επιδημίες. Η ανθρώπινη κοινωνία, απαράλλαχτα όπως και η φύση υπακούει σε
νόμους. Για να μπορέσουμε ν’ αλλάξουμε την κοινωνία, πρέπει πρώτα να τη
γνωρίσουμε, πρέπει πρώτα να μελετήσουμε,
να ερευνήσουμε τους νόμους της. Το αν υπάρχουν νόμοι της ανθρώπινης κοινωνίας
δεν είναι, όπως και οι νόμοι της θέλησης, όπως και οι νόμοι της εξωτερικής
φύσης, εμπόδιο, κώλυμα στην ενέργειά μας, στην απολύτρωσή μας. Το αντίθετο
είναι σωστό. Αντίθετα. Από τη στιγμή που παραδεχόμαστε ( και πώς να μη το
παραδεχτούμε;) πως δεν αρκεί να θέλουμε (με θέλησή μας) μια δίκαιη κοινωνία για
να την πραγματοποιήσουμε, μ’ άλλα λόγια πως η κοινωνική ζωή δε ρυθμίζεται
–ξεφεύγει – από τη θέλησή μας, δεν μπορούμε να την επηρεάσουμε, παρά μόνο αν
υπάρχει κοινωνική τάξη, αναγκαία διαδοχή στο κοινωνικό φαινόμενο, που μετατρέπεται να προβλέψουμε με όλη τη
βεβαιότητα τι θα γίνει κάτω από αυτές ή εκείνες τις συνθήκες.
Να ένα απόσπασμα του Φρειδερίκου
Ένγελς που φωτίζει τούτη την αντίληψη:
Ο Χέγγελ είναι ο πρώτος που διατύπωσε με
ακριβολογία, τη σχέση ανάμεσα στην ελευτερία
και την αναγκαιότητα. Για τον Χέγγελ
ελευθερία θα πεί κατανόηση της αναγκαιότητας. «Η
αναγκαιότητα δεν είναι τυφλή παρά τόσο όσο
δεν την έχουμε κατανοήσει». Δεν είναι στο
όνειρο μιάς πράξης ανεξάρτητης από τους
νόμους της φύσης που συνίσταται η ελευτερία, παρά
στη γνώση τούτων των νόμων και στη
δυνατότητα που έχουμε τότε να τους κάνουμε να δράσουν
συστηματικά για καθορισμένους σκοπούς. Και
τούτο ισχύει, είναι αληθινό – και για τους νόμους του εξωτερικού κόσμου καθώς
και για τους νόμους που διέπουν τη σωματική και πνευματική ύπαρξη του ανθρώπου.
Η ελευτερία λοιπόν συνίσταται σ’ αυτή την κυριαρχία μας στον εαυτό μας και στον
εξωτερικό κόσμο, βασισμένη στη γνώση των νόμων της φύσης. Είναι λοιπόν
αναγκαστικά παράγωγο της ιστορικής εξέλιξης»[2]
Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά
ανάμεσα στους νόμους της κοινωνικής μας ζωής και στους φυσικούς νόμους, λέει αλλού ο ίδιος ο Engels.Δεν είναι λόγος
αρκετός
«επειδή στην κοινωνία δρούν άνθρωποι που
σκέπτονται και έχουν συνείδηση»
για να υπάρξει
ουσιαστική διαφορά:
«Η διαφορά θα ήταν ουσιαστική, μόνο αν οι
άνθρωποι δρούσαν πραγματικά σύμφωνα με τις επιθυμίες τους»
Οι άνθρωποι είναι βέβαια
συνειδητοί και σκεπτόμενοι, όταν ενεργούν μέσα στην κοινωνία, μα δεν κάνουν
πάντοτε εκείνο που θέλουν, και το αποτέλεσμα της δράσης τους είναι γενικά
ολότελα διαφορετικό από κείνο που θέλουν. Να γιατί τα γεγονότα τα ιστορικά μας
φαίνονται πως ρυθμίζονται από την τύχη, από την τύχη που δεν είναι όμως μια
ιδιότροπη δύναμη, παρά αλληλουχία από άγνωστους νόμους. Πραγματικά όσο οι
άνθρωποι θα ξέρουν ποιες είναι οι συνέπειες από τις πράξεις τους, και ποιοι
είναι λοιπόν οι νόμοι της κοινωνίας, τόσο και θα μπορούν αληθινά να κάνουν
εκείνο που θέλουν. Θα μπορέσουν τότε να γίνουν ελεύτεροι, να λυτρωθούν από τις
κοινωνικές δυνάμεις.[3]
Έτσι λοιπόν ως εδώ οι άνθρωποι
ήσαν, πραγματικά, δούλοι της κοινωνικής ζωής όπως ήσαν δούλοι και στα πάθη τους,
όπως και στους φυσικούς νόμους. σκλάβοι της εξωτερικής φύσης, σκλαβωμένοι στα
εσωτερικά πάθη, σκλάβοι της ίδιας της κοινωνίας, και της κοινωνίας ακόμη, που
είχαν την αυταπάτη πως την διευθύνουν, ενώ πραγματικά διευθύνεται μόνη της
σύμφωνα με τους δικούς της νόμους, κοροϊδεύοντας τα σχέδιά τους και τις επιθυμίες
τους.
Έ λοιπόν! Η επιστήμη της
κοινωνίας, δηλαδή ο ιστορικός υλισμός πρέπει να επιτρέψει στους ανθρώπους να λυτρωθούν επίσης και από
τις κοινωνικές αυτές αναγκαιότητες, που τους κατάθλιβαν ως τώρα επειδή μόνο
και μόνο επειδή δεν τις γνώριζαν. Ο άνθρωπος πρέπει να λυτρωθεί
ταυτόχρονα από όλες τις σκλαβιές. Να ακόμη
ένα απόσπασμα του Engels
που εκφράζει καθαρά τούτη την αντίληψη.: Τη στιγμή, τονίζει, που ο άνθρωπος
καταχτάει αληθινά τα μέσα της κοινωνικής παραγωγής, η πάλη του εναντίον των φυσικών
δουλειών του δίνει τη νίκη.
« Από τη στιγμή αυτή, θα μπορούμε να πούμε
με βεβαιότητα, πως ο άνθρωπος βγήκε οριστικά από το βασίλειο των ζώων. Θα
ανταλλάξει τέλος τις ζωώδεις συνθήκες της ζωής του με συνθήκες πραγματικά
ανθρώπινες. Οι συνθήκες της ύπαρξής του, που στο σύνολό τους κυριαρχούσαν ως
τώρα τους ανθρώπους θα υποταχτούν στον έλεγχό τους. Και άμα γίνουν κύριοι της
δικής τους κοινωνικής οργάνωσης θα γίνουν με το ίδιο τούτο μέσο, για πρώτη φορά
πραγματικά κύριοι και συνειδητοί της φύσης. Οι νόμοι που κυβερνούν την ίδια
τους την κοινωνική δράση, βαραίνουν τους ανθρώπους σα νόμοι άσπλαχνοι της
φύσης, ασκώντας επάνω τους μια ξένη κυριαρχία. Από δω και πέρα, οι άνθρωποι θα
εφαρμόζουν τους νόμους τούτους γνωρίζοντας έτσι βαθιά την αιτία, και έτσι θα τους
κυριαρχήσουν. Η μορφή, πού οργανώνονται οι άνθρωποι στην κοινωνία – μορφή ως
τώρα παραχωρημένη, σα να πούμε, από τη φύση και από την ιστορία – θα είναι έργο
της δικής τους πρωτοβουλίας. Οι αντικειμενικές δυνάμεις, που ως τώρα διεύθυναν
την ιστορία, από τη στιγμή αυτή θα περάσουν κάτω από τον έλεγχο των ανθρώπων.
Μόνο από τη στιγμή αυτή οι άνθρωποι θα κάνουν οι ίδιοι την ιστορία τους – θα
είναι οι ίδιοι δημιουργοί – σαν όντα βαθιά συνειδητά του τι θέλουν να κάνουν,
γνωρίζοντας πως οι κοινωνικές αιτίες που θα βάλουν σε κίνηση, που θα
κινητοποιήσουν, θα παράγουν ολοένα και περισσότερο, τα θελημένα αποτελέσματα. Η
ανθρωπότητα έτσι θα βγει τέλος από το βασίλειο του μοιραίου για να μπει στο
βασίλειο της ελευτερίας»[4]
.
Για να περάσουμε λοιπόν, από το
βασίλειο του μοιραίου, στο βασίλειο της ελευτερίας, αρκεί να πάρουμε ταιριαστή
αντίστοιχη γνώση όλων των νόμων της φύσης, όλων των νομοτελειών, και της
φυσικής και της ψυχολογικής και της κοινωνικής αιτιοκρατίας. Όσο η επιστήμη δεν
έχει φτάσει (προχωρήσει) σε μια ορισμένη
βαθμίδα, δε μπορεί να υπάρξει αληθινή ανθρώπινη ελευτερία.
Όμως, παρ’ όλα αυτά πριν να
φτάσουν στο σημείο αυτό, οι άνθρωποι είχαν την αντίληψη της ελευτερίας μέσα
στην κοινωνία. Ξαναγυρίζω έτσι στην έννοια της κοινωνικής ελευτερίας, που
ανάφερα στην αρχή. Τι ονόμασαν λοιπόν οι άνθρωποι ως τώρα κοινωνική ελευτερία; Οι άνθρωποι στην ιστορική πορεία
των κοινωνιών, προχώρησαν σιγά – σιγά, αντίστοιχα (a mesure que) που η επιστήμη και η τεχνική
τους άρχισαν να τους δίνουν κάποια δύναμη επάνω στη φύση. Η δύναμη αυτή τους
επέτρεπε μιά ζωή λιγότερο σκλαβωμένη στις φυσικές αναγκαιότητες, δηλαδή μια ζωή
λίγο πιο ελεύτερη. Μα δεν επαρκούσε για να μπορούσαν όλοι οι άνθρωποι να έχουν
το ελάχιστο αυτό της ελευτερίας απέναντι στη σκλαβιά της φύσης. Αυτός είναι ο
ουσιαστικός λόγος που δημιουργήθηκαν οι κοινωνικές τάξεις. Μπορούμε να
υποθέσουμε πως στην αρχή της ανθρωπότητας (στα πρώτα βήματα) ο άνθρωπος ήταν
ένα ανίσχυρο ζώο, ένα ζώο που ήταν υποχρεωμένο να είναι ολοκληρωτικά υποταγμένο
στη σκλαβιά της φύσης. Λοιπόν ήρθε η στιγμή, που μέσα στην πρόοδο του
πολιτισμού, που κάποια δύναμη, κάποια κυριαρχία στη φύση, η δημιουργία των
πρώτων εργαλείων, επέτρεψαν στους ανθρώπους να πάρουν κάποια θέση, και
ανεξαρτησία στον κόσμο. Μα τη στιγμή αυτή δεν είναι η ολότητα των ανθρώπων που
μπόρεσε έτσι να λυτρωθεί παρά μόνο ένα
μικρό μέρος. οι άλλοι έμειναν ολότελα υποταγμένοι στη σκλαβιά της
εργασίας. Η στιγμή αυτή είναι η αρχή του χωρισμού σε τάξεις. Μόνο μερικοί
μπορούσαν να ήσαν λυτρωμένοι, με τον όρο πως η πλατειά μάζα θα εξακολουθούσε
να δουλεύει γι αυτούς. Δεν είναι λοιπόν
τυχαίο, ασήμαντο που αυτούς τους λίγους τους ονόμασαν «ελεύτερους ανθρώπους»
ενώ οι άλλοι οι πολλοί έμεινα δούλοι.
Τι είναι λοιπόν η ελευτερία τη
στιγμή εκείνη; Η νέα φράση «ελεύτερος άνθρωπος» το δείχνει. Η ελευτερία είναι
ένα προνόμιο ταξικό. Πρέπει η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, οι δούλοι και
αργότερα οι δουλοπάροικοι να είναι αφοσιωμένοι στην αγγαρεία της άμεσα
παραγωγικής εργασίας, για να μπορέσει ένας μικρός αριθμός προνομιούχοι,
λυτρωμένοι από αυτή την εργασία, να αφιερώσουν τον ελεύτερο καιρό τους στην
επιστήμη, στα γράμματα στην τέχνη[5]. Η
διαίρεση αυτή σε τάξεις, πρώτοι οι μαρξιστές την αναγνώρισαν, είναι ο
απαραίτητος όρος για το ξεκίνημα του πολιτισμού και την κοινωνική πρόοδο. Μόνο
επειδή υπήρξε μια τάξη λυτρωμένη από τις δουλικές εργασίες, μπόρεσε να
προοδέψει ο πολιτισμός. Μόνο που η ελευτερία αυτή είναι περιορισμένη σε πολύ
λίγους ανθρώπους, που φυσικά νοιώθουν τον πειρασμό να πιστέψουν πως μόνο αυτοί
είναι άξιοι να την απολάψουν. Πήρε στην ιστορία διάφορες μορφές. Στην
αρχαιότητα ελευτερία σε σχέση με τη δουλεία, στο φεουδαρχισμό, φεουδαρχική
ελευτερία, ελευθερία των αφεντικών φεουδαρχών σε σχέση με τους δουλοπάροικους.
Και όμως να που στο τέλος του 18ου
αιώνα, εμφανίζεται ένα άλλο νόημα της ελευτερίας, στηριγμένη αντίθετα στην
ισότητα, το νόημα της ελευτερίας «Δικαίωμα το ανθρώπου».
Πως εξηγείται τούτο; Πώς να το
εξηγήσουμε; Με την ίδια την ανάπτυξη του πολιτισμού και με το γεγονός πως η
πρόοδος των επιστημών και της τεχνικής επιτρέπει κιόλας να διαβλέπουμε μια
κοινωνική κατάσταση, όπου δε θα ήταν πια ανάγκη να υπάρχουν άνθρωποι που θα
δουλεύουν για τους άλλους, μα που η παραγωγή θα ήταν αρκετά πλατειά για να
ικανοποιεί τις ανάγκες όλων των ανθρώπων, λυτρώνοντάς τους όλους, επιτρέποντάς
τους δηλαδή να φτάσουν στην προνομιούχα αυτή
ελευτερία που κατείχαν ως τότε μερικοί μόνο από αυτούς. Πιο καθαρά ακόμη, η
ελευτερία αυτή παρουσιάζεται σαν ανάγκη μιας τάξης κατώτερης ως τότε, που
θεωρούσε τον εαυτό της ικανό να πάρει η ίδια στα χέρια της τη διεύθυνση των πολιτικών υποθέσεων και
διαμαρτυρόταν για τις κλεμμένες ελευτερίες από μια προνομιούχα τάξη, ελευτερίες
που της φαινόντουσαν καταχρήσεις, ασυμβίβαστες με την τωρινή κατάσταση της
κοινωνικής προόδου. Η ελευτερία λοιπόν ήταν τότε μια διεκδίκηση της αστικής
τάξης, ώριμης για να ανέβει στην εξουσία, ενάντια στις κλεμμένες ελευτερίες,
που τις θεωρούσαν χτήμα τους οι ευγενείς προνομιούχοι. Μα αντί να θεωρήσει την
ελευτερία αυτή, που διεκδικούσε, ιστορικό παράγωγο μιας εποχής και σκαλοπάτι στην
εξέλιξη της ανθρωπότητας, η αστική τάξη του 18ου αιώνα της δίνει
καταχρηστικά παγκόσμιο χαραχτήρα: κάνει την ελευτερία αιώνιο γεγονός,
χαραχτηριστικό συνυφασμένο στην ανθρώπινη φύση, δικαίωμα που θα έπρεπε όλοι οι
άνθρωποι να το χαρούν, μόνο και μόνο επειδή ήσαν άνθρωποι.
Αντί να ειπούν, όπως ήταν η
αλήθεια, μολονότι βέβαια δεν ήταν σε θέση να το καταλάβουν, «θέλουμε εμείς οι
αστοί τα ίδια δικαιώματα με τους ευγενείς» είπαν: « Υπάρχουν τα δικαιώματα
εκείνα που ανήκουν σ’ οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα, και αυτά εμείς οι αστοί τα
διεκδικούμε όχι μονάχα για τον εαυτό μας, παρά για όλους τους ανθρώπους όποιοι
και να είναι». Αυτή είναι η έννοια που βρίσκετε στη «Διακήρυξη για τα
δικαιώματα του ανθρώπου» στα 1789. Μα από το ένα μέρος η έτσι βεβαιωμένη (μ’
αυτό το νόημα) ελευτερία μένει στο μεγαλύτερο μέρος αφηρημένη και θεωρητική,
άρα απατηλή. Δεν είναι παρά ελευτερία στα χαρτιά. Γιατί; Γιατί η οικονομική και
κοινωνική ανάπτυξη δεν ήταν την εποχή εκείνη αρκετή, για να μπορούσαν όλοι οι
άνθρωποι να χαρούν την αληθινή ελευτερία. Από το άλλο μέρος, στη θέση της ίσης
ελευτερίας για όλους τους ανθρώπους, όπως τη θέλει η θεωρία των «Δικαιωμάτων
του ανθρώπου» αυτό που πραγματοποιήθηκε στο τέλος του 18ου και 19ου
αιώνα, είναι το άπλωμά της σε καινούργιες ομάδες των παλιών προνομίων, ή η
εγκαθίδρυση καινούργιων προνομίων για μια καινούργια κυρίαρχη τάξη, με δυό
λόγια η αντικατάσταση της κυρίαρχης τάξης από
μια άλλη.
Έτσι λοιπόν διακήρυξαν, πως όλοι
οι άνθρωποι κατείχαν εξ ίσου ένα ορισμένο αριθμό ελευτερίες, και ανάμεσά τους
ενέγραψαν π.χ. την ελευτερία του εμπορίου. Μα ήταν πραγματικά η ελευτερία αυτή
του εμπορίου; Θεωρητικά ήταν η ελευτερία για όλους τους ανθρώπους να
εμπορεύονται ελεύτερα με ίσα δικαιώματα με οποιουσδήποτε άλλους ανθρώπους.
Πραγματικά όμως όχι, δε συνέβαινε αυτό! Ήταν η ελευτερία για όσους είχαν αρκετά
χρήματα για να κάνουν εμπόριο, να εξακολουθούν να εμπορεύονται, μ’ άλλα λόγια η
ελευτερία για όσους είχαν ορισμένα προνόμια να διατηρήσουν και να εδραιώσουν τα
προνόμιά τους.
Ας πάρουμε επίσης την ελευτερία
της κατοχής, το δικαίωμα της ιδιοχτησίας. Τέτιο θα ήταν σύμφωνα με το ίδιο
νόημα των «Δικαιωμάτων του ανθρώπου» το δικαίωμα της ιδιοχτησίας. Το δικαίωμα
για οποιονδήποτε να κατέχει στην κυριότητά του ένα πράμα, το δικαίωμα για όλο
τον κόσμο να έχει ιδιοχτησία π.χ. μια γωνιά γης για τον εαυτό του και την
οικογένειά του, ένα σπίτι, έπιπλα ή χρήματα για να εξασφαλίσει τα γερατειά του. Πραγματικά όμως τι έγινε - τι πραγματοποιήθηκε; Το δικαίωμα της
ιδιοχτησίας όπως το βλέπουμε στον αστικό κώδικα, είναι το δικαίωμα του
ιδιοχτήτη να διαφυλάξει την ιδιοχτησία
του, όσο μεγάλη και καταχρηστική κι αν
είναι, και να αποξενώσει τους άλλους από κάθε δυνατότητα ιδιοχτησίας. Γιατί αν
παραδεχτούμε αληθινό δικαίωμα ιδιοχτησίας, τότε πρέπει να δεχτούμε πως καθένας
έχει την ελευτερία όχι μονάχα να διαφυλάξει τον καρπό της εργασίας του, παρά
και να έχει τα μέσα να δουλεύει χωρίς να τον εκμεταλλεύονται οι άλλοι, να έχει
στην ιδιοχτησία του, π.χ. ένα κομμάτι γη. Τούτο το δικαίωμα για την ιδιοχτησία
είναι κάτι πολύ διαφορετικό από κείνο
που λένε ακόμη και σήμερα στον αστικό κώδικα το δικαίωμα της ιδιοχτησίας, από
το δικαίωμα δηλαδή όσοι έχουν στην ιδιοχτησία τους πολλή γη, να διαφυλάξουν την
πολλή γη, και όσοι δεν έχουν, να εξακολουθούν πραγματικά να μην έχουν. Υπάρχει
λοιπόν κάποια μυστικοποίηση, ή διαστρέβλωση, η παραμόρφωση μιας θεωρητικής
αρχής, σε μια πραγματικότητα, που δεν έχει σχέση με τη θεωρία.
Μήπως λοιπόν αυτό θα ειπεί πως η ιδέα μιάς
αληθινής ελευθερίας είναι καθαρά θεωρητική, και πρέπει να μείνει μόνο στο
χαρτί; Κάθε άλλο. Μονάχα που δεν μπορεί
να πραγματοποιείται παρά συνακόλουθα με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη,
όσο δηλαδή οι άνθρωποι καλύτερα γνωρίζουν τους νόμους της φύσης, γίνονται
ικανοί να ξεφεύγουν από τη σκλαβιά τους, και να χρησιμοποιούν στο μεγάλωμα τη
δύναμή τους.
Πιο καθαρά ακόμη, η αύξηση της
ανθρώπινης ελευθερίας δεν μπορεί να έλθει (συμβαδίζει) παρά με την αύξηση της
υλικής δύναμης των ανθρώπων. Όσο περισσότερο πετυχαίνουν οι άνθρωποι να
παράγουν ότι χρειάζεται για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, όσο πετυχαίνουν να
παράγουν δουλεύοντας λιγότερο οι ίδιοι, και κάνοντας να δουλεύουν περισσότερο
οι δυνάμεις της φύσης, μ’ άλλα λόγια όσο περισσότερο η μηχανή
υποκατασταίνει την ανθρώπινη προσπάθεια
(κόπο) τόσο περισσότερο δημιουργείται η δυνατότητα να λυτρωθεί το σύνολο των
ανθρώπων (στο σύνολό τους). Με τον όρο, βέβαια,
πως η γνώση των νόμων της κοινωνικής ζωής, έρχεται να συμπληρώνει, όπως
τώρα δα είπα, τη γνώση των νόμων της εξωτερικής φύσης. Γιατί δε χρησιμεύει σε
τίποτε να απλώνουμε την παραγωγή του πλούτου, όταν η αναρχική αυτή παραγωγή
γεννοβολάει κρίσεις οικονομικές, κοινωνικές αναταραχές και παγκόσμιους
πολέμους, που τα υποφέρουν οι άνθρωποι σαν αναπόφευχτες καταστροφές, χωρίς να
είναι σε θέση (να ξέρουν) να
προφυλαχτούν.
Είναι βέβαιο, για να πάρω ένα
πολύ απλό παράδειγμα, πως ένας άνθρωπος που δουλεύει εφτά ώρες την ημέρα και
κερδίζει τη ζωή του άνετα με τις εφτά
αυτές ώρες δουλειάς, μπορεί να θεωρηθεί πιο
έλεύτερος από τον ένα άλλο άνθρωπο, που είναι αναγκασμένος να δουλεύει δώδεκα ώρες
την ημέρα για να κατορθώσει να ζει όπως ο πρώτος. Και είναι βέβαιο, πως αν
έχομε ένα καθεστώς, όπου κανείς άνθρωπος δε θα δουλεύει περισσότερο από εφτά
ώρες την ημέρα, θα έχουμε πρόοδο στην ελευτερία των ανθρώπων στο σύνολό τους.
Έτσι το καθεστώς, όπου κανείς δε θα δουλεύει περισσότερο από εφτά ώρες την
ημέρα, αυξάνει τη γενική ελευτερία, απλώνοντάς την εξίσου σε όλους. Είναι το
καθεστώς, όπου εξαφανίζονται οι κοινωνικές τάξεις. Μα στο προηγούμενο καθεστώς,
όπου υπήρχαν άνθρωποι που δούλευαν οχτώ, δέκα ή και δώδεκα ώρες την ημέρα, και
αυτοί ήσαν η μεγάλη πλειοψηφία, παράλληλα υπήρχε και ένας μικρός αριθμός
άνθρωποι που δούλευαν πολύ λιγότερο ή που δεν δούλευαν διόλου: τούτοι θεωρούσαν
τον εαυτό τους αληθινά πολύ ελεύτερο. Με τέτιο τρόπο, που την αύξηση της ελευθερίας για όλο τον κόσμο
τη θεωρούσαν ελάττωση της ελευτερίας για όσους δεν έκαναν ως τώρα τίποτε και
του λοιπού θα δούλευαν εφτά ώρες την ημέρα, εύκολα λοιπόν θεωρείται από αυτούς
σκανδαλική προσβολή στην προσωπική τους ελευτερία.
Γι αυτό η ελευθερία όπως την
αντικρίζουν οι μαρξιστές, είναι αντίθετη σε κείνο, που πολλοί ονομάζουν φιλελευθερισμό.
Υπάρχει πραγματικά μια θεωρία, φιλελεύθερη, όπως λένε, που αποβλέπει προπάντων
να διατηρήσει ορισμένα προνόμια,
βασισμένα στην ανισότητα των τάξεων. Ο φιλελευθερισμός τούτος είναι λοιπόν
αντίθετος σε κάθε πρόοδο προς τη γενική (πανανθρώπινη) ελευτερία. Και έτσι στο
όνομα μιας άδικης ελευτερίας, βλέπουμε κάθε στιγμή διαμαρτυρίες για κάθε
πρόοδο, που πραγματικά βαδίζει στην κατεύθυνση προς τη δίκαιη και παγκόσμια
ελευτερία. Έχουμε αρκετά τέτια πρόσφατα παραδείγματα τη στιγμή τούτη σε πολλές
χώρες της ανατολικής Ευρώπης, μοίρασαν στους φτωχούς χωρικούς και τους εργάτες
της γης τις μεγάλες γεωχτησίες. Τούτο καθιερώνει το δίκαιο να έχει ο καθένας
ένα κομμάτι για να ζήσει την οικογένειά του. Είναι μια δίκαιη επέκταση σε όλους του δικαιώματος της ιδιοχτησίας. Μα οι
γεωχτήμονες φωνάζουν για το διωγμό και
θεωρούν πως τους παραβιάζουν με τον πιο άδικο τρόπο το «δικαίωμά τους της
ιδιοχτησίας».
Άμα μιλάμε (ζητούμε) στη Γαλλία
να εθνικοποιήσουμε ορισμένες βιομηχανίες, άμα ζητούμε να εθνικοποιήσουμε τα
τραστ, πιστεύω, το θεωρώ τούτο πρόοδο προς την ελευτερία. Είναι πρόοδος προς
την ελευτερία για ολόκληρο το έθνος, που θα ωφεληθεί από την ομαδική εργασία,
που δε θα πλουτίζει πια μερικούς ανθρώπους. Όμως υπάρχουν άνθρωποι που
διαμαρτύρονται, πρώτα οι ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι άνθρωποι του τραστ, και
μερικοί αγαθοί απλοϊκοί που ξεγελιούνται με τα χτυπητά λόγια. Λένε πως η
εθνικοποίηση είναι προσβολή στην ελευθερία της βιομηχανίας. Ο Μαρξ έχει δώσει
κιόλας εδώ και εκατό χρόνια, σε τέτιου είδους κριτική:
« Κύριοι μην επιτρέπετε να επιβάλλεσθε(να τα χάνετε) με την αφηρημένη
λέξη Ελευτερία. Ελευτερία τίνος; Δεν πρόκειται για την ελευτερία ενός απλού
ατόμου απέναντι σ’ ένα άλλο άτομο. Πρόκειται για την ελευτερία του κεφαλαίου να
πνίγει, να ρουφάει την εργασία»[6]
Υπάρχουν ακόμη και άλλες
δυσκολίες και άλλα διφορούμενα και παρανοήματα στην έννοια ελευτερία. Και τούτα
για ένα πάρα πολύ απλό λόγο. Σύμφωνα με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του 1789 «
η ελυτερία συνίσταται στο να μπορείς να κάνεις κάθε τι που δε βλάφτει τον
άλλο». Έ λοιπόν δεν είναι πάντα εύκολο να λογαριάσει κανείς τι βλάφτει και τι
δε βλάφτει τον άλλο. Είναι πολύ πιο εύκολο να σκέφτεται κανείς την δική του
ελευτερία παρά την ελευτερία των άλλων. Είμαστε όλοι αφάνταστα ζηλότυποι της
ελευτερίας μας. Άμα όμως πρόκειται να σκεφτούμε την ελευτερία των άλλων μας
είναι πολύ δύσκολο να μπούμε στη θέση τους. Και τούτο όχι μόνο άμα πρόκειται
για την ελευτερία της ιδιοχτησίας ή του εμπορίου, παρά και άμα πρόκειται και
για άλλες ελευτερίες. Ιδιαίτερα μάλιστα για την ελευτερία στη συνείδηση. Έ
λοιπόν σ’ όλες τις περιπτώσεις η νόμιμη
(δίκαιη) ελευτερία βασίζεται στην
ισότητα των ανθρώπων, ενώ οι ελευτερίες που διαμαρτυρόμαστε πολύ συχνά
προϋποθέτουν προνόμια.
Η ελευτερία στη συνείδηση, ποια
είναι αυτή; Είναι η ελευτερία για τον καθένα να σκέφτεται ό,τι θέλει και να
εκφράζει εκείνο που σκέφτεται. Πραγματικά όμως, το ξέρετε πολύ καλά,
επικαλούνται συχνά την ελευτερία στη συνείδηση με πολύ διαφορετικό τρόπο. Την
ελευτερία της συνείδησης την επικαλούνται γενικά οι πιστοί τούτης ή εκείνης της
θρησκείας, και εννοούν την ελευτερία για τον εαυτό τους να έχουν τούτη ή εκείνη
την πίστη, να εφαρμόζουν τούτη ή εκείνη τη λατρεία και να κάνουν δημόσια
προπαγάντα για τη λατρεία τους. Πολύ καλά. Μόνο που η αξίωσή τους θα έπρεπε να
προϋποθέτει ίση ελευτερία και για τους
άπιστους, και τούτο είναι πολύ πιο δύσκολο να το πετύχουν. Γιατί πολλοί πιστοί,
που θα θεωρούσαν και σωστά, προσβολή στην ελευτερία της συνείδησης άμα τους
εμπόδιζαν να ασκούν τη λατρεία τους, θεωρούν επίσης προσβολή στην ελευτερία της
συνείδησης κάθε ματεριαλιστική προπαγάντα. Είναι ανίκανοι να σέβονται την γνώμη
των άλλων, ενώ απαιτούν να σέβονται οι άλλοι τη δική τους. Η ελευτερία τούτη
της συνείδησης με μονόπλευρο νόημα είναι καταχρηστική και απαράδεχτη. Ένα
παράδειγμα: Αυτή τη στιγμή στο ραδιόφωνο ακούγονται πολλά κηρύγματα. Πολύ καλά,
δε βλέπω τίποτε το δυσάρεστο. Είναι η νόμιμη χρήση της ελευτερίας στη
συνείδηση, μα τούτο νομίζω επιβάλλει αναγκαστικά και την ελευτερία της
αντιδραστικής προπαγάντας. Έ λοιπόν, το ξέρετε τόσο καλά όσο κι εγώ: αν
διεκδικούσα το δικαίωμα για τους άθεους να τους επιτραπεί να κάνουν με το
ραδιόφωνο επιστημονικές ματεριαλιστικές ομιλίες και αν ζητούσα οι ομιλίες αυτές να
γινόντουσαν την ώρα, που όλος ο κόσμος θα μπορούσε να τις ακούσει, π.χ. την
Κυριακή την ώρα του κηρύγματος, θα με θεωρούσαν απαίσιο αιρετικό και θα με
κατηγορούσαν πως παραβιάζω την ελευθερία της συνείδησης των πιστών. Γι αυτή
μόνο μιλούν, σα να μη είχαν οι άθεοι συνείδηση, το ίδιο σεβαστή, αξιοσέβαστη, όπως και οι άλλοι.
Ένα άλλο παράδειγμα
(αβεβαιότητας) διφορούμενης σημασίας είναι η ελευτερία στη διδασκαλία. Τι είναι
το ελεύτερο σχολείο; Νομίζω πως θα έπρεπε να εννοούμε ένα σχολείο, όπου όλος ο
κόσμος μπορεί να πάει, ένα σχολείο, όπου όλοι οι γονείς μπορούν να στείλουν τα
παιδιά τους χωρίς να τους κλείνουν τις πόρτες με το πρόσχημα πως δεν είναι
βαφτισμένα. Ελεύτερο σχολείο είναι το σχολείο, όπου δεν ζητούν από τα παιδιά τι
σκέφτονται, όπου κάθε μαθητής είναι ελεύτερος να σκέφτεται ότι θέλει με τον όρο
βέβαια να μην επιβουλεύεται την ελευθερία των συμμαθητών του. Μ’ άλλα λόγια είναι ένα ουδέτερο σχολείο ή ένα
λαϊκό σχολείο. Όμως δε δίνουν σε μας αυτό το νόημα στο ελεύτερο σχολείο. Βλέπετε,
λοιπόν, πόσες δυσκολίες μπορεί να κρύβονται πίσω από τη λέξη ελευτερία, και
πόσο πραγματικά δεν είμαστε ακόμη στο
θεσμό της αληθινής ελευτερίας.
Η αληθινή ελευτερία, πότε λοιπόν
μπορεί να έλθει; Δεν μπορεί να έλθει, παρά σιγά-σιγά, δεν μπορεί να έλθει
άμεσα, μονομιάς. Την αληθινή ελευτερία, δεν μπορούμε πια να τη συλλάβουμε διαφορετικά,
παρά απλωμένη σ’ όλους τους ανθρώπους και όχι σε μια μονάχα τάξη της κοινωνίας.
Η αληθινή ελευτερία δε θα έλθει παρά μαζί με την κοινωνία χωρίς τάξεις. Έ
λοιπόν (μα) η κοινωνία χωρίς τάξεις, γίνεται δημιουργείται, βρίσκεται στο δρόμο
της πραγματοποίησής της σε ορισμένα σημεία του κόσμου, δημιουργείται σιγά-σιγά όσο
η αντίστοιχη επιστήμη προοδεύει, όσο αντίστοιχα μεγαλώνει η δύναμη – η
κυριαρχία, εξουσία – του ανθρώπου επάνω
στη φύση. Και μονάχα η χωρίς τάξεις κοινωνία μπορεί να επιτρέψει μια ελευτερία
, που να είναι άξια του ονόματός της, μια ελευτερία δηλαδή που να είναι
απλωμένη σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, και δεν είναι το προνόμιο μιάς τάξης
επάνω σε μια άλλη τάξη.
Μα η ελευτερία αυτή ανάμεσα σε
ίσους ανθρώπους, δεν μπορεί να χτιστεί, χωρίς μερικοί να πέσουν θύματα, χωρίς
να ιδούν να ελαττώνεται εκείνο που
ονόμαζαν δική τους ελευτερία, που πραγματικά ήταν ένα προνόμιό τους βασισμένο
στην ανισότητα. Οι ελευτερίες που σύμφωνα με τη Διακήρυξη του 1789, όλοι οι
άνθρωποι έχουν δικαίωμα, είναι στο μεγαλύτερο μέρος επιφυλαγμένες σε μια τάξη
προνομιούχων. Ας κάνουμε πως το αγνοούμε, και μάλιστα ας το αγνοούμε καλόπιστα,
όμως έτσι είναι. Γι αυτό την ημέρα που θα έρθει στον τόπο μας η κατάργηση των
τάξεων, μερικοί (όπως και εγώ ο ίδιος που ανήκω σε μια προνομιούχα τώρα τάξη)
θα ιδούν να ελαττώνονται μερικά από τα προνόμιά τους. Δεν πρέπει όμως να
φωνάζουν για την κατάργηση της ελευτερίας. Θα πρέπει να καταλάβουν, πως το μερίδιο
της ελευτερίας που τους παίρνουν, το δίνουν και πολύ περισσότερο σε όλους τους
άλλους, που το είχαν ως τώρα στερηθεί.
Να λοιπόν, σχηματικά διατυπωμένο,
πώς ο μαρξισμός φέρνει μια θεωρία για την ελευτερία, που θα την έλεγα, για να
μεταχειριστώ μια λέξη της μόδας, δυναμική. Η ελευτερία για μας δεν είναι κάτι
που το έχουμε αποχτήσει δεν είναι μια σταθερή ή όπως λέει ο Μαρξ μεταφυσική
πραγματικότητα. Η ελευτερία δεν είναι μια ιδιότητα του Ανθρώπου καθ’ εαυτόν,
ένα χαραχτηριστικό αμετάβλητο και συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση. Η
ελευτερία δε δόθηκε πάντα στον Άνθρωπο, γιατί αρχικά δεν υπάρχει ούτε ο
Άνθρωπος, ούτε η ανθρώπινη φύση. Πραγματικά υπάρχουν ιστορικοί άνθρωποι που
αλλάζουν και προοδεύουν. Υπάρχει ο άνθρωπος των σπηλαίων, υπάρχει ο άνθρωπος
της αρχαίας εποχής, ο άνθρωπος του 16ου αιώνα, ο άνθρωπος του 19ου,
ο άνθρωπος του 20ου αιώνα. Ο
άνθρωπος που ζούσε μέσα στις σπηλιές δεν ήταν καθόλου ελεύτερος, ήταν
υποταγμένος σε όλες τις δουλείες, στη σκλαβιά της εξωτερικής φύσης, στη σκλαβιά
του κοινωνικού περίγυρου, στη σκλαβιά των παθών του. Και ήσαν όλες αυτές οι
δουλείες φυσικές, γιατί παντού βρίσκουμε νόμους φυσικούς, είτε στις δυνάμεις
της φύσης, είτε στο ανθρώπινο πνεύμα, είτε στην κοινωνία.
Μα οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να
επενεργούν, να δρουν λογικά. Επαληθεύοντας τις ιδέες τους με την επιτυχία στις πράξεις τους,
ενώνοντας την πράξη με τη θεωρία, έχουν τη δυνατότητα να λυτρώνονται από τη
φυσική σκλαβιά, και σιγά-σιγά, και με κόπο και ιδρώτα, ψηλαφώντας, κατόρθωσαν
να λυτρωθούν.
Στην αρχαιότητα, στο μεσαίωνα,
υπάρχει κάποια ελευτερία για τις περιορισμένες τάξεις της κοινωνίας. Υπάρχει μάλιστα λίγο περισσότερη ελευτερία
για όλο τον κόσμο, όσο υπάρχει λίγο περισσότερη καλοπέραση, λίγο περισσότερη
ευτυχία, από ότι ήταν στα πρώτα βήματα. Μα η μάζα του λαού μένει σκλαβωμένη.
Μόνο ορισμένοι άνθρωποι έχουν μεγάλη ελευτερία στηριγμένη στη σκλαβιά των
άλλων.
Και έπειτα, σιγά-σιγά, να που οι
άνθρωποι μπορούν να πλησιάζουν ολοένα περισσότερο στην ελευτερία, και να που η
ελευτερία αυτή είναι ικανή να απλωθεί σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπους. Ώ,
βέβαια, τούτο δε γίνεται χωρίς εμπόδια, γιατί όλοι αυτοί που ως τότε ήσαν οι
μόνοι κάτοχοι της ελευτερίας δεν έχουν διόλου τη διάθεση να τη μοιραστούν με
τους άλλους. Υπάρχουν αντιστάσεις, πάλη των τάξεων. Μα παρ’ όλα αυτά, η κίνηση
δόθηκε: η ελευτερία ολοένα και απλώνεται. Και έπειτα, να που οι άνθρωποι
μπορούν να είναι αρκετά ισχυροί, αρκετά δυνατοί για να είναι ελεύτεροι, γιατί η
ελευτερία είναι μια δύναμη που καταχτιέται προοδευτικά.
Έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να είναι
ελεύτερος, όσο ξεφεύγει από τις φυσικές αναγκαιότητες με τη σκέψη και τη δράση
του. Όπως έλεγε ο Λένιν:
«Η φυσική αναγκαιότητα είναι το πρώτο στοιχείο. Η θέληση και η γνώση
είναι το δεύτερο στοιχείο. Γι αυτό η ανθρώπινη θέληση και γνώση πρέπει αναγκαία
και αναπόφευχτα να προσαρμοστούν στη φυσική αναγκαιότητα»[7]
Μα με την προσαρμογή τους στις φυσικές αναγκαιότητες, οι άνθρωποι
φτάνουν να μεταμορφώσουν τον κόσμο για χρήση τους, και τη στιγμή αυτή «το
πράγμα καθ’ αυτό» όπως λέει ο Λένιν, δηλαδή το πράγμα που υπάρχει καθεαυτό, και
έξω από τον άνθρωπο, γίνεται «ένα πράγμα για μας» ένα πράγμα που το γνωρίζουμε,
το χρησιμοποιούμε και μας υπακούει.
«Η τυφλή άγνωστη αναγκαιότητα, η αναγκαιότητα καθεαυτή, μεταμορφώνεται
σε μια αναγκαιότητα για μας»[8]
Και να που φτάσαμε σ’ αυτή την
εποχή της ιστορίας, όπου μπορούμε να μεταμορφώσουμε την τυφλή αναγκαιότητα σε
χρήσιμη, σε ευεργετική αναγκαιότητα.
Είναι η περίπτωση της
Σοβιετικής Ένωσης. Από κάποιες απόψεις,
η ελευτερία του σοβιετικού ανθρώπου μπορεί να φαίνεται ανύπαρκτη σε μερικούς
ανθρώπους των αστικών κοινωνιών. Τουλάχιστο προσωρινά, όσο η χωρίς τάξεις κοινωνία
δεν έχει ακόμη ολοκληρωτικά χτιστεί, υπάρχουν στη Σοβ. Ένωση περιορισμοί στις
ελευτερίες, που κατέχουν οι προνομιούχες τάξεις των αστικών κοινωνιών. Μα τούτο
δεν εμποδίζει να έχει γίνει για τους σοβιετικούς πολίτες στο σύνολό τους ένα
γενικό βήμα προς την ελευτερία.
Έτσι λοιπόν για τους μαρξιστές
είναι η ελευτερία μια προοδευτική κατάχτηση. Ο μαρξισμός δεν είναι λοιπόν μια
φιλοσοφία της ελευτερίας με το νόημα που έδιναν στη λέξη τούτη στο τέλος του 18ου
αιώνα. Δεν είναι η φιλοσοφία μιας ολοέτοιμης ελευτερίας, που ο άνθρωπος
έπαιρνε, όταν έρχεται στον κόσμο, στην κούνια του. Ο μαρξισμός όμως είναι η
φιλοσοφία μιας ελευτερίας που ο άνθρωπος την καταχτά με τη δημιουργική του
προσπάθεια. Είναι ίσα-ίσα η φιλοσοφία της ανθρώπινης απολύτρωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου