Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Περιοδικό «Ανταίος» Δεκέμβρης 1947- Φλεβάρης 1948 Τρία άρθρα του Κώστα Σωτηρίου για την «Παιδεία»




 Το πρώτο δημοσιεύεται στη στήλη  «Θέματα παιδείας» τον Δεκέμβρη του  1947 στο οποίο ο Κώστας Σωτηρίου σχολιάζει την δημόσια  ομιλία του Αλέκου Δελμούζου με θέμα  «Παιδεία και κόμμα»  που οργάνωσε ένα μήνα πριν η Πολιτική Λέσχη «Τρικούπης».
 Το δεύτερο με τίτλο «Η παιδεία μας στα 1947» που δημοσιεύεται τον Γενάρη του 1948  κάνει μια «κριτική ανασκόπηση» της Παιδείας στα 1947.
 Το τρίτο που δημοσιεύεται τον Φλεβάρη του 1948 με τίτλο «Το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος» εξηγεί γιατί το Πρόγραμμα είναι «συντηρητικά  προοδευτικό» . 



ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
«Παιδεία και κόμμα» Ομιλητής ο κ. Αλέκος Δελμούζος

 «Ανταίος» Χρόνος Β αρ. 10-12  σελ. 284, 31 Δεκεμβρίου 1947

Με το θέμα τούτο επιχείρησε να ασχοληθεί ο παιδαγωγός  Αλέκος Δελμούζος  στη δημόσια ομιλία του, που οργάνωσε τον περασμένο μήνα η Πολιτική Λέσχη «Τρικούπης».
Αντί όμως να αναπτύξει το σπουδαίο τούτο θέμα με την σοβαρότητα που  έπρεπε, χρησιμοποίησε το βήμα για δυό άλλους σκοπούς. Πρώτα για να απολογηθεί για την πισωδρομική πορεία που βάδισε με γοργό ρυθμό  από τη διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» που ο ίδιος προκάλεσε. Και μετά για να δικαιολογήσει τη γνωστή ουτοπιστική και αντικοινωνιολογική αντίληψή του, πως υπάρχει πραγματικά υπερταξική και υπερκομματική παιδεία, και πως η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μπορεί να πραγματοποιηθεί και να ριζώσει στη χώρα μας, μόνον άμα σταθεί πάνω από τα κόμματα και τους κοινωνικούς αγώνες.
Υποστήριξε πως στην Ελλάδα ως τα 1922 δεν είχε μπει το κόμμα στην παιδεία. Το κόμμα, είπε, μπορεί να την επηρέαζε έμμεσα, μόνο για να βολέψει με τη φαυλοκρατική διοίκηση τους φίλους του δασκάλους. Το κόμμα πρωτομπαίνει στην  παιδεία έπειτα από την μικρασιατική καταστροφή. Το έμπασαν οι αριστεροί εκπαιδευτικοί, που πλήθαιναν μέρα με τη μέρα. Αυτοί λησμόνησαν την καθαρά εκπαιδευτική αποστολή τους, και άρχισαν να προπαγανδίζουν μέσα στα σχολεία ολοένα και εντονότερα την κοσμοθεωρία και το πολιτικό πρόγραμμα του κομμουνιστικού κόμματος. Από τον κίνδυνο τούτον αγωνίστηκε, είπε, να προφυλάξει τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, δεν το κατόρθωσε όμως, γιατί υπερίσχυσαν οι αριστεροί εκπαιδευτικοί. Δεν πρέπει, λοιπόν, τόνισε, να παραπονιούνται για το διωγμό τους και δίκαια σήμερα «εξυγιαίνονται». Και κατάληξε κάνοντας έκκληση σ’ όλα τα νόμιμα κόμματα, να καθορίσουν όλα μαζί σε κοινή σύσκεψη το κοινό εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα, και ν’ αναλάβουν αλληλέγγυα την υποχρέωση να το σεβαστούν και να το εφαρμόσουν.
Είναι, αλήθεια, λυπηρό, να βλέπουμε έναν παιδαγωγό, που τόσο ψηλά είχε ανεβάσει στη συνείδησή του ο εκπαιδευτικός κλάδος, από ουτοπιστής σοσιαλιστής που ήταν, όταν ξεκίνησε, να καταντήσει στυλοβάτης της αντίδρασης. Είναι ακόμη πιο λυπηρό να τον βλέπουμε, να μην είναι σε θέση να ερμηνέψει και να κατανοήσει πρόσφατα ιστορικά γεγονότα και να δικαιώνει τους αλλεπάλληλους διωγμούς των εκπαιδευτικών τα τελευταία τριάντα χρόνια και τη σημερινή πρωτάκουστη «εξυγίανσή» τους. Είναι ακόμη πιο λυπηρό να τον βλέπουμε να πιστεύει και έπειτα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πως υπάρχουν αιώνιες και ακατάλυτες αξίες, και ενώ κηρύχνει πως θέλει την παιδεία υπερταξική, υπερκομματική, να καλεί όλα τα σημερινά νόμιμα κόμματα να κάνουν όργανό τους την Παιδεία, για να αναστηλώσουν την κυριαρχία τους και να σταματήσουν την πρόοδο της κοινωνίας.
ΚΩΣΤΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ


 Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ 1947
(Κριτική Ανασκόπηση)
                                             «Ανταίος» Περίοδος Β Χρόνος τέταρτος  αρ. 1
  σελ. 33-35 Ιανουάριος 1948


Το Υπουργείο της Παιδείας συνέχισε έντονα σ’ όλο το 1947 τη γνωστή αντιεκπαιδευτική πολιτική του. Δεν παράλειψε κανένα μέτρο για να εξαφανίσει και τα τελευταία απομεινάρια από την περιορισμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που είχε με τόσους αγώνες πραγματοποιηθεί. Πυκνώνεται το πνευματικό σκοτάδι.
Ο διωγμός των εκπαιδευτικών
Με σύνθημα την «εξυγίανση» της παιδείας και με κριτήριο το κομματικό συμφέρο, ο υπουργός της Παιδείας κ. Παπαδήμος ενάμιση χρόνο κυνήγησε όλους τους λειτουργούς της παιδείας, που δεν έσκυψαν δουλικά το κεφάλι τους. Πάνω από χίλιους δασκάλους και καθηγητές τους «εξυγίανε» μόνος του και τους πέταξε στο δρόμο τους περισσότερους χωρίς καμιά σύνταξη. Εκατοντάδες άλλους, που είχαν μεταθέσει προκάτοχοί του υπουργοί, τους έπαψε «δι’ εγκατάλειψιν θέσεως», μολονότι ήξερε, πως κινδύνευε η ζωή τους, αν πήγαιναν, όπου τους τοποθέτησαν. Και αφού έληξε το ψήφισμα για την «εξυγίανση» άρχισε να αποσπά ασύδοτα όσους εκπαιδευτικούς δεν πρόφτασε να μεταθέσει, σε κενές, όπως λέει, θέσεις, και τους αναγκάζει να παραιτηθούν. Και ενώ, σύμφωνα με την επίσημη υπόσχεση που είχε δώσει το κόμμα των Φιλελευθέρων, πριν να μπει στην Κυβέρνηση, περίμεναν οι λειτουργοί της παιδείας να «αναθεωρηθούν» οι απολύσεις, βλέπουν καινούργιους διωγμούς και τους απειλεί με το δικαίωμα που πήρε ο κ. Παπαδήμος, με το νόμο «περί νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων», να εξακολουθήσει το αναστατωτικό του έργο στην παιδεία. Έτσι η παιδεία μας έχασε τόσους άξιους λειτουργούς της, μόνο και μόνο γιατί αγαπούσαν το υψηλό έργο τους και ήσαν αφοσιωμένοι στην αποστολή τους, στην μόρφωση της νεολαίας και στην πνευματική αναγέννηση της χώρας.
Τα Σχολεία κλειστά
Με την «εξυγίανση» πάνω από δυό χιλιάδες θέσεις έμειναν κενές. Η συνέπεια, πολλά σχολεία να κλείσουν και πολλά άλλα να μη μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά. Αν τώρα προσθέσουμε, πως υπήρχαν και πριν ένα σωρό κενές θέσεις, πως τόσα σχολεία έπρεπε να προαχθούν, για να αποσυμφορηθούν οι ασφυχτικά πληθωρικές τάξεις τους – αμέτρητες είναι οι τάξεις με 70,80,90,100 και 120 παιδιά, ενώ κανονικά κάθε δάσκαλος δεν πρέπει να έχει πάνω από 25 ή το πολύ 30 παιδιά στην τάξη του -  και ακόμη αν προσθέσουμε πως σε πολλά μικρά χωριά και μικροσυνοικισμούς δεν έχουν ακόμη μέσα στα 120 χρόνια της ελεύθερης ζωής μας, ιδρυθεί σχολεία, και πως ο Υπουργός των Οικονομικών χορηγεί με το σταγονόμετρο την πίστωση να διοριστούν δασκάλοι, με τη δικαιολογία πως δεν αντέχει ο κρατικός προϋπολογισμός, θα καταλάβουμε πόσο τραγική είναι η κατάσταση της παιδείας στη χώρα μας.
Μα κι άλλοι λόγοι συντελούν να μένουν κλειστά και να κακολειτουργούν χιλιάδες σχολεία. Πρώτα, παρ’ όλες τις επίσημες υποσχέσεις, δεν κατόρθωσε το Υπουργείο της Παιδείας τρία χρόνια τώρα, να λύσει από την επίταξη τα περισσότερα επίταχτα σχολικά χτίρια. Ακόμα και μέσα στην πρωτεύουσα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σχολεία για αποθήκες. Έπειτα τους τελευταίους μήνες πολλά σχολικά χτίρια επιτάχτηκαν και πάλι, για να στεγάσουν τις χιλιάδες πρόσφυγες, που συγκεντρώνονται στις πόλεις από τα διάφορα χωριά. Και στο μεταξύ θεριεύει ο αναλφαβητισμός και απλώνεται η αγραμματοσύνη. Τα παιδιά του λαού μένουν αμόρφωτα, απροετοίμαστα, ακατάρτιστα για τη ζωή.
Η Παιδεία προνόμιο των λίγων
Και ενώ πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο μας έλειπαν χιλιάδες γεωπόνοι, τεχνικοί και κτηνίατροι, χιλιάδες γιατροί και δασκάλοι, και ενώ χρειαζόμαστε χιλιάδες καινούργιους επιστήμονες και ειδικευμένα στελέχη, για να αξιοποιήσουμε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας και να χτίσουμε την καινούργια Ελλάδα από τα ερείπια, το Υπουργείο της Παιδείας, αντί να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της παιδείας, τις κλείνει ερμητικά. Με παραπλανητικό σύνθημα τον ανύπαρκτο «πληθωρισμό των επιστημόνων», πήρε τα πιο περιοριστικά μέτρα, για να αποκλείσει τα παιδιά του λαού από τη μέση και προπάντων από την ανώτερη παιδεία. Καθόρισε μικρό αριθμό «εισακτέων» ιδιαίτερα στους πραχτικούς κλάδους της επιστήμης, ενώ ίσα – ίσα στους παραγωγικούς αυτούς κλάδους έχουμε τη μεγαλύτερη έλλειψη σε επιστήμονες, εφάρμοσε με μεγαλύτερη αυστηρότητα το βάρβαρο αντιπαιδαγωγικό σύστημα των «εισιτηρίων εξετάσεων», όχι βέβαια για να διαλέξει τους ικανότερους, παρά για να μπορέσουν να πετύχουν μόνον όσοι είχαν τα οικονομικά μέσα να προετοιμαστούν  στα ιδιωτικά  φροντιστήρια, και πολλαπλασίασε τα εξέταστρα και τα δίδακτρα – στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα έφτασαν τα δίδαχτρα στις 400-500 χιλιάδες δραχμές.
Μα αν για όλα αυτά μπορεί να φέρει για δικαιολογία του το υπουργείο της παιδείας τον ανύπαρκτο, όπως είπα, «πληθωρισμό των επιστημόνων», τότε γιατί δεν μερίμνησε για τη διατροφή, την κατοικία, και την υγεία των σπουδαστών, ενώ ξέρει μέσα σε ποιες τραγικές συνθήκες ζουν οι περισσότεροί τους; Και γιατί δεν χορήγησε, γιατί δεν σκέφτηκε καν να χορηγήσει υποτροφίες ή κάποια οικονομική ενίσχυση στα ικανά μα άπορα παιδιά, που κατόρθωσαν να προσπεράσουν όλους τους φραγμούς και να μπούνε στο Πανεπιστήμιο; Ολοφάνερος λοιπόν ο σκοπός. Όσοι δεν έχουν, δεν πρέπει να σπουδάσουν. Η παιδεία πρέπει να συνεχίσει να είναι προνόμιο των λίγων.

Ο διαγωνισμός για τα νέα αναγνωστικά
Η προκήρυξη «προς συγγραφήν αναγνωστικών βιβλίων πασών των τάξεων» του δημοτικού σχολείου (δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της «Κυβερνήσεως» στο Παράρτημα αριθμ. φύλλου 32) αντικαθρεφτίζει πιστά την αντιεκπαιδευτική πολιτική του Υπουργείου της Παιδείας, και δείχνει πόσο καθυστερημένο είναι το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο στην παιδαγωγική που εφαρμόζει. Αξίζει να γραφτεί  πλατειά κριτική για την προκήρυξη τούτη. Περιορίζομαι όμως να θίξω μερικά μόνο σημεία:
α) Οι γλωσσαμύντορες πανηγυρίζουν. Με τα καινούργια αναγνωστικά διώχνεται η ζωντανή γλώσσα του λαού από το δημοτικό σχολείο. Η γλωσσική μεταρρύθμιση καταργείται ουσιαστικά. Η καθαρεύουσα μπαίνει θριαμβευτικά στις τρεις ανώτερες τάξεις του δημοτικού σχολείου και μασκαρεμένη με κουρέλια της δημοτικής στις τρείς κατώτερες τάξεις. Τα Ελληνόπουλα θα ξαναζήσουν τη γλωσσική τραγωδία. Τα παιδιά του λαού καταδικάζονται να μείνουν άγλωσσα.
β) Οι συντάκτες της προκήρυξης, οι εκπαιδευτικοί σύμβουλοι, παιδαγωγοί του Υπουργείου αγνοούν ή έχουν βαθύτατα παρανοήσει τις βασικές αρχές της νεότερης επιστημονικής παιδαγωγικής, την αρχή της εργασίας, την αρχή της μαθητικής αυτοδιοίκησης, την αρχή της άμεσης πραγματικότητας, την αρχή της αυτενέργειας και του ενδιαφέροντος. Είναι σταματημένοι πενήντα χρόνια πίσω, και με αυτοϊκανοποίηση αποστρέφουν το πρόσωπό τους από τα διδάγματα της σύγχρονης ψυχολογίας του παιδιού. Αναπνέουν ευχάριστα τη βαρειά ατμόσφαιρα του παλιού σχολείου. Δεν ανοίγουν τα παράθυρα να μπει στα σχολεία μας ο ήλιος της χαράς και ο δροσερός αέρας της παιδικής ζωής και δράσης. Καλλιεργούν το στείρο εγκυκλοπαιδισμό και την άγονη ποσοτική μάθηση. Σκύβουν με ευλάβεια μπροστά στα απολιθωμένα σχολικά προγράμματα. Φοβούνται την πρόοδο και αγωνίζονται να συγκρατήσουν το ετοιμόρροπο και στη χώρα μας βερμπαλιστικό παλιό σχολείο. Τα παιδιά του λαού πρέπει να χορταίνουν με καθαρευουσιάνικα λόγια, μακριά από τη ζωή και τη δημιουργική δράση.
Το «αναγνωστικό» δεν το θεωρούν ένα, μέσα στα τόσα άλλα πολύ σπουδαιότερα βοηθήματα, με κύριο σκοπό να μάθουν τα παιδιά να διαβάζουν και να κατανοούν εκείνο που διαβάζουν. Το «αναγνωστικό, τονίζουν, «αποτελεί θεμελιώδες όργανον της ύλης: εν ταις τάξεις ταύταις (του δημοτικού σχολείου) αγωγής». Εκεί μέσα στις σελίδες του πρέπει να συμπυκνώνεται όλη η γνώση και όλοι οι κανόνες της ηθικής και της αγωγής του πολίτη, που πρέπει να αποθηκέψουν στο κεφάλι τους τα Ελληνόπουλα.
Μιλάνε, βέβαια, οι συντάκτες της προκήρυξης για αυτενέργεια και ενδιαφέρο. Τις έχουν μάλιστα ολοένα στο στόμα τους τις λέξεις αυτές. Μα η αυτενέργεια που ζητάνε από τα παιδιά δεν είναι η ενέργεια που αυθόρμητα κάνει το παιδί που ξεπηδάει από μέσα του, για να ικανοποιήσει κάτι που επιταχτικά του ζητάει ο οργανισμός του – κλασικό παράδειγμα το παιχνίδι – αντίθετα είναι η συνειθισμένη στο παλιό σχολείο αντιψυχολογική, παθητική αυτενέργεια, ενέργεια δηλαδή που αναγκαστικά κάνει το παιδί, όπως η ενέργεια που καταβάλλει ο άνθρωπος για να συγκρατήσει κάτι που του έδωσαν με το στανιό να το φάει, χωρίς να του αρέσει. Και το ενδιαφέρο, που πρέπει να προκαλέσουν τα καινούργια αναγνωστικά με το ποικίλο περιεχόμενό τους, είναι ψεύτικο, εξωτερικό ενδιαφέρο, και όχι το ενδιαφέρον που πηγάζει από τις εσωτερικές ανάγκες  του οργανισμού, και που αυτό μόνο βάζει σε κίνηση τη γνήσια αυτενέργεια. Μου θυμίζει, αλήθεια, τον άνθρωπο που γελάει όχι από εσωτερική ευχαρίστηση, παρά επειδή τον γαργαλούνε.
Πουθενά όμως στην πολύλογη  και αινιγματική πολλές φορές υπερκαθαρευουσιάνικη προκήρυξή τους,  ούτε λέξη για τη μορφωτική αξία, που έχει η εργασία στην αρμονική ανάπτυξη και προπάντων στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Εξακολουθούν, φαίνεται, οι συντάκτες της προκήρυξης, να θεωρούν την εργασία κατάρα, που βαραίνει τους απόκληρους της ζωής. Θέλουν αριστοκρατική την παιδεία.
Πουθενά ούτε τον παραμικρότερο υπαινιγμό δεν κάνουν για την αυτοδιοίκηση των παιδιών στο σχολείο. Υποστηρικτές της κατασταλτικής αγωγής με την εξωτερική πειθαρχία, αδιάφορο αν έτσι αποβαρβαρώνεται η ψυχή του παιδιού και διαστρεβλώνεται η ηθική εξέλιξή του, δε θέλουν να αναπτυχθεί η πηγαία σχολική ζωή και δεν επιτρέπουν να στηριχθεί στην εσωτερική πειθαρχία η κοινωνική και ηθική αγωγή. Τέτοια καινά δαιμόνια τα θεωρούν επικίνδυνα.
Πουθενά ούτε λέξη για την αρχή της άμεσης πραγματικότητας, για την ανάγκη δηλαδή να γνωρίσουν τα παιδιά τη γύρω τους σύγχρονη ζωή, όπου μέσα κινούνται, να μορφωθούν μέσα και με τα προβλήματά της, και να αναπτύξουν την πρωτοβουλία τους και να βοηθήσουν στη λύση τους. Θέλουν οι συντάκτες της προκήρυξης το σχολείο απομονωμένο. Βαθαίνουν το χάσμα που το χωρίζει από τη ζωή, και κρατούν την παιδεία με το πρόσωπό της γυρισμένο προς τα περασμένα.
γ) Οι συντάκτες της προκήρυξης αφήνουν απόλυτη ελευθερία στη συγγραφή του αλφαβητάριου. Όσοι αποφασίσουν να γράψουν αλφαβητάριο, έχουν την άδεια να χρησιμοποιήσουν όποια μέθοδο θέλουν. Τους αρέσει η «φωνομιμητική»; Καμιά αντίρρηση. Προτιμούν «την των προτύπων φθόγγων, την αναλυτικήν των προτύπων λέξεων»; Με γειά τους με χαρά τους. Και να δεν τους αρέσει καμμιά απ’ αυτές, δικαίωμά τους να διαλέξουν «άλλην τινά εφαρμόσιμον».
Αποφεύγουν λοιπόν οι συντάκτες της προκήρυξης να πάρουν θέση και να πούνε καθαρά ποια μέθοδο θεωρούν καταλληλότερη. Ένα ακόμη δείγμα για την παιδαγωγική τους καθυστέρηση. Γιατί με ποιο τρόπο θα πρωτομάθουν τα παιδιά να διαβάζουν, δεν είναι ζήτημα γούστου, είναι ζήτημα, που μόνο η ψυχολογία του παιδιού μπορεί να το λύσει, και πραγματικά το έχει λύσει η σύγχρονη παιδική ψυχολογία. Κατάλληλη μέθοδος για την πρώτη ανάγνωση δεν είναι «πάσα εφαρμόσιμος», παρά μόνον εκείνη που συνταιριάζει καλύτερα με τον παιδικό οργανισμό και ανταποκρίνεται καλύτερα στην αντιληπτική ικανότητα του μικρού παιδιού. Γιατί μόνο με μια τέτοια μέθοδο θα πρωτομάθουν τα παιδιά ανάγνωση όσο γίνεται ευκολότερα και γρηγορότερα, όσο γίνεται με μεγαλύτερη ευχαρίστηση, άνεση και οικονομία στην ψυχική ενέργεια, που πρέπει να καταβάλουν.
δ) Και ενώ, άγρυπνοι κέρβεροι, καθορίζουν οι συντάκτες της προκήρυξης με τόση αυστηρότητα το περιεχόμενο και τη γλώσσα των καινούργιων αναγνωστικών, αφήνουν ασύδοτα όλα τα «βοηθητικά» βιβλία, τις γεωγραφίες, τις αριθμητικές, τις φυσικές και γεωμετρίες, που έχουν πλημμυρίσει το δημοτικό σχολείο, για να αργυρολογούν οι πολυώνυμοι συγγραφείς και εκδότες. Τα παιδιά υποχρεώνονται να αγοράζουν πρόχειρα τις περισσότερες φορές, γραμμένες και κακοτυπωμένες φυλλάδες, στολισμένες συχνά με γλωσσικά μαργαριτάρια και συχνότερα με επιστημονικές ανακρίβειες.
Κ. Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ


ΤΟ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
 «Ανταίος»Περίοδος Β! χρόνος τέταρτος  αρ. 2
 σελ. 98-103 Φλεβάρης 1948

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. καταρτίστηκε από ειδική επιτροπή, όπου πήρανε μέρος «εκτός από μέλη του Κόμματος» και δυό «έγκριτοι παιδαγωγοί» - όπως μας πληροφόρησαν ο Αλέκος Δελμούζος και ο Ε. Παπανούτσος – συζητήθηκε πλατιά και εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο του Κόμματος και κυκλοφόρησε σε φυλλάδιο πριν λίγες εβδομάδες.
Το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, μας λέει ένα από τα στελέχη του[i], είναι το πρώτο από τα σημερινά – νόμιμα – κόμματα, που κατάρτισε «με τρόπο επιστημονικό και δημοκρατικό» το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα. Και είναι αξιέπαινη η προσπάθεια τούτη. Χρέος εμάς των εκπαιδευτικών να κρίνουμε το πρόγραμμα τούτο, και να βοηθήσουμε με τη συζήτηση στη ριζική επιστημονική λύση του άλυτου ως σήμερα «μεγάλου προβλήματος της μορφώσεως του λαού»[ii]
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. «πρώτο μέρος» ενός γενικότερου σχεδίου με «κατ’ ανάγκην μεταβατικό χαραχτήρα» και με «κυριώτερο έργο να νοικοκυρέψη την εξαρθρωμένη παιδεία μας» (σελ. 5) είναι αν το καλοεξετάσουμε, συντηρητικά προοδευτικό. Συντηρητικά προοδευτικό στη γλωσσική του διατύπωση. Είναι γραμμένο σε μικτή δημοτική γλώσσα με ανυπόφορα πολλές φορές καθαρευουσιάνικα στοιχεία. Συντηρητικά προοδευτικό και στο περιεχόμενο, στις λύσεις δηλαδή που προτείνει για το νοικοκύρεμα της παιδείας μας, έτσι που όχι λίγες φορές προσπαθεί, μάταια, να συμβιβάσει ασυμβίβαστα πράγματα.
Προοδευτικά και σωστά για τη μεταβατική περίοδο, φαίνονται τα περισσότερα – όχι όλα – από τα μέτρα για «ν’ αποκτήσωμε πραγματική στοιχειώδη παιδεία». Προοδευτική είναι και η αναδιοργάνωση, που προτείνει, της διοίκησης και της παιδείας, με την προϋπόθεση βέβαια, πως  «η συγχρονισμένη αποκέντρωση» και «η περισσότερη αυτοδιοίκηση»  θα πάρουνε στην εφαρμογή τους πραγματικά δημοκρατικό περιεχόμενο. Προοδευτικά φαίνονται και τα μέτρα για «την επιμόρφωση του προσωπικού στοιχειώδους παιδείας». Λέω «φαίνονται», γιατί για να κρίνει κανείς  ουσιαστικά, πρέπει να ιδεί πρώτα το περιεχόμενο, που θα πάρουν τα μέτρα αυτά. Προοδευτικές φαίνονται ακόμη και οι περισσότερες υποσχέσεις, που δίνει το Δ.Π.Κ. για την οργάνωση της εξωσχολικής παιδείας, και κάμποσες από τις επιδιώξεις «της διευθύνσεως Γραμμάτων και Καλών Τεχνών» για την «προβολή των Γραμμάτων και Καλών Τεχνών ως φάρων πνευματικής ακτινοβολίας της Ελλάδος» (σελίδα 14). 

Δεν καθορίζονται τα αίτια της βαριά άρρωστης Παιδείας μας
Δίπλα όμως στις αξιέπαινες τούτες προτάσεις και υποσχέσεις, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. έχει τη συντηρητική του πλευρά και παρουσιάζει βασικές αδυναμίες και όχι λίγες σημαντικές ελλείψεις.  Δικαιολογημένα  λοιπόν πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός, αν τα προοδευτικά μέτρα, που σημείωσα, θα έχουν στην εφαρμογή τους πραγματικά προοδευτικό περιεχόμενο. Για τις αδυναμίες και τις ελλείψεις είναι, νομίζω, πολύ μεγάλη η ευθύνη των δύο «έγκριτων παιδαγωγών», που πρόθυμα εδέχθηκαν να εισφέρουν τα φώτα και την πείρα τους[iii].
Α! Και πρώτα, ενώ διαπιστώνουν σωστά τη «βαρειά και μακρόχρονη αρρώστεια της νεοελληνικής παιδείας» και θέλουν να την γιατρέψουν, δεν προσδιορίζουν όμως ποιά είναι η βαρειά  αυτή αρρώστεια, δεν αναλύουν τα κοινωνιολογικά και παιδαγωγικά γνωρίσματά της, και δε βλέπουν ούτε τις αληθινές αιτίες, που την προκάλεσαν και την τροφοδοτούν, ούτε τις ανασταλτικές δυνάμεις, που εμπόδισαν ως τώρα τη θεραπεία της άρωστης παιδείας μας και χειροτερεύουν, ιδιαίτερα σήμερα, την κατάστασή της. Δυό είναι οι σπουδαιότερες συνέπειες από τη σημαντική τούτη έλλειψη.
Η πρώτη συνέπεια. Άμα δεν έχει γίνει η διάγνωση της αρώστειας άμα δεν ξέρουμε τις αιτίες της, τα μέτρα για την θεραπεία της δεν μπορεί παρά να είναι εμπειρικά και συμπτωματικά. Δεν αποκλείεται μάλιστα μερικά απ’ αυτά να είναι και βλαβερά. Τον κίνδυνο τούτο δεν τον ξέφυγε και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. Δε χτυπάει το κακό στη ρίζα του. Περιορίζεται σε συμπτωματικές μικροβελτιώσεις. Και μερικά από τα μέτρα που παίρνονται – όπως π.χ. «η ισοτιμία της δημοτικής γλώσσας προς την καθαρεύουσα» (σελ. 10) η πρόταση να χωριστεί η μέση παιδεία «σε δυό βαθμίδες», «σε δυό επάλληλους κύκλους» (σελ. 7) , «η οργάνωση των Δελφικών εορτών» (σελ. 13) – είναι μέσα στις σημερινές συνθήκες, τόσο συντηρητικά, ώστε γίνονται βλαβερά, επειδή θα παρατείνουν, αντί να καλυτερέψουν την κρίσιμη κατάσταση της άρωστης παιδείας μας.
Η δεύτερη συνέπεια. Άμα δεν έχουμε ανακαλύψει τις ανασταλτικές δυνάμεις, που εκατό ολόκληρα χρόνια εμπόδιζαν κάθε ουσιαστική μεταρρύθμιση στην παιδεία μας και πύκνωναν το πνευματικό σκοτάδι στη χώρα μας, που γκρέμισαν την αξιόλογη για τότε, όσο κι αν ήταν περιορισμένη, γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917 και 1924, και από το 1937 με τη δικτατορία του Μεταξά και τα σημερινά μέτρα του Υπουργείου έκαναν ακόμη πιο τραγική την κατάσταση της παιδείας μας, και άμα τις ανασταλτικές αυτές δυνάμεις δεν τις δαμάσουμε και δεν τις βγάλουμε από τη μέση, αδύνατο να πραγματοποιήσουμε και την παραμικρή ουσιαστική εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση, χωρίς  να την ιδούμε σε λίγο να γκρεμίζεται. Ούτε νομίζω είναι σοβαρό να λέμε, πως «οι τελευταίες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1937 και εδώ» «δεν βγήκαν σε καλό της παιδείας και της ελληνικής νεότητος». επειδή ήσαν «όλες αμελέτητες» (σελ. 6). Η αιτία δεν είναι η αμελετησία. Η πραγματική αιτία είναι, πως οι φορείς όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων και τα όργανά τους ενσάρκωναν τις ανασταλτικές δυνάμεις και ήθελαν με τα καλομελετημένα μέτρα τους να αντικόψουν κάθε πρόοδο στην παιδεία.
Το δίδαγμα τούτο από την εκατονεικσάχρονη ιστορία μας, που το ζήσαμε όλοι μας κάμποσες φορές από το 1910 ως σήμερα, δε φαίνεται να το παραδέχεται το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, αφού πιστεύει, πως μπορεί να πραγματοποιηθεί ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, και πως θα «εξασφαλιστεί η συνέχεια και η συνέπειά της» με «την ευχή για μια ενιαία εκπαιδευτική πολιτική όλων των κομμάτων»(σελ. 5)
Λυπούμαι, αλήθεια, που παρασύρθηκε το Δ.Π.Κ. και δέχτηκε, όπως φαίνεται, τη γνωστή αντικοινωνιολογική και γι αυτό αντιεπιστημονική και ουτοπιστική θεωρία, πως υπάρχει υπερταξική και υπερκομματική παιδεία. Μα ίσα-ίσα η πρότασή του να καθορίσουν ενιαία εκπαιδευτική πολιτική, κοινό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, όλα τα άλλα εκτός από «τα δύο άκρα κόμματα» (σελ. 5) δείχνει καθαρά, πως και το Δ.Π.Κ., ενώ κηρύχνει την υπερκομματική παιδεία, στο βάθος θέλει και αυτό την παιδεία κομματική, και καλεί τα ανάμεσα στα «δύο άκρα» κόμματα να κάνουν όλα μαζί κοινό όργανό τους την παιδεία, για να πραγματοποιήσουν και με τη βοήθειά της το δικό τους κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα, πολύ διαφορετικό, βέβαια, από το πρόγραμμα που έχουν χαράξει «τα δύο άκρα κόμματα».
Μα και στην περίπτωση που θα συμφωνούσαν όλα αυτά, τα συντηρητικά, τα φιλελεύθερα, τα προοδευτικά, τα σοσιαλιστικά, τα ανάμεσα στα «δύο άκρα» κόμματα, και θα κανόνιζαν κοινό εκπαιδευτικό πρόγραμμα,  και τότε η «ενιαία εκπαιδευτική πολιτική» τους θα ήταν ενιαία μόνο τυπικά και γυμνή από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο. Θα ήταν μια προσπάθεια να συμβιβάζονται κάθε φορά ασυμβίβαστα πράματα, οι μικρές δηλαδή και μεγάλες αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα κόμματα. Γιατί ο αντίχτυπος από τις αντιθέσεις αυτές στην παιδεία θα ήταν αδιάκοπος, και από το άλλο μέρος και ο αντίχτυπος επάνω τους από την τέτια ή τέτια οργάνωση και από τούτο ή εκείνο  το περιεχόμενο θα ήταν κι αυτός σημαντικός. Ένα λοιπόν από τα δύο: Ή όλα αυτά τα κόμματα έχουν το καθένα πραγματική οντότητα, και οι τίτλοι τους δεν είναι απλά διακοσμητικοί, και τότε η «ενιαία εκπαιδευτική πολιτική» τους, κι αν ακόμη φανταστούμε πως είναι πραγματοποιήσιμη, θα ήταν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Ή πρέπει όλα αυτά τα κόμματα, να σβύσουν  τις αναμεταξύ τους αντιθέσεις και να συγχωνευτούν σε ένα μόνο κόμμα, γιατί μόνο τότε η ενιαία εκπαιδευτική πολιτική τους θα έπαιρνε ουσιαστικό περιεχόμενο.

Λείπουν οι κατευθυντήριες γραμμές
Β! Η δεύτερη σημαντική έλλειψη, που παρουσιάζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. συνυφασμένη  με την πρώτη και λίγο πολύ συνέπειά της, μας εξηγεί  ακόμη καλύτερα, γιατί το πρόγραμμα τούτο, ενώ φαίνεται καταρτισμένο με προσοχή και σύνεση, περιορίζεται όμως μόνο στη συμπτωματική θεραπεία της βαριά άρωστης παιδείας μας.
Στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. λείπει το γενικότερο σχέδιο. Λείπει η προοπτική. Δεν καθορίζονται οι βασικές κοινωνιολογικές και εκπαιδευτικές θέσεις, ούτε οι γενικές παιδαγωγικές αρχές, όπου επάνω θα έπρεπε να στηρίζεται, κι απ’ όπου θα έπρεπε να εμπνέεται και να καθοδηγείται. Σου κάνει εντύπωση, πως βαδίζει στα τυφλά. Χωρίς τις βασικές εκπαιδευτικές θέσεις και αρχές είναι αδύνατο να αρχίσουμε να χτίζουμε μεθοδικά και με ξεκαθαρισμένο το σκοπό μας το καινούργιο οικοδόμημα της δημοκρατικής προοδευτικής παιδείας. Να πιστέψουμε λοιπόν, πως το Δ.Π.Κ. δε φιλοδοξεί, παρά να συντηρήσει με τα σχετικά διορθώματα και τις βελτιώσεις το σημερινό οικοδόμημα της παιδείας;
Την ανάγκη για ένα γενικότερο σχέδιο την ένιωσε και η συνταχτική επιτροπή του προγράμματος. «Έτσι – μας λέει (σελ. 5)- θα καταρτισθή ένα γενικότερο σχέδιο, που θα διαιρεθή σε μικρότερα μέρη». Μα το γενικότερο τούτο σχέδιο  δεν το βλέπουμε να υπάρχει. Το επιχείρημα, που προβάλλεται, όπως φαίνεται, για να καλύψει την έλλειψη τούτη, πως «η πραγματοποίηση ενός πλήρους εκπαιδευτικού προγράμματος χρειάζεται πολλά χρόνια και μάλιστα στις σημερινές συνθήκες», το επιχείρημα τούτο είναι βέβαια σωστό, μα μόνο σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής, μας δείχνει δηλαδή την ανάγκη να ενταχτεί η ανοικοδόμηση της παιδείας μέσα στο γενικό σχέδιο για την ανοικοδόμηση της χώρας μας και να κλιμακωθεί χρονικά και αντίστοιχα με τις κάθε φορά συνθήκες η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση – με την  προϋπόθεση φυσικά, πως θα γίνεται αδιάκοπη προσπάθεια να ξεπερνούμε τα εμπόδια και να βελτιώνουμε τις συνθήκες – δε δικαιολογεί  όμως να ξεκινήσουμε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση χωρίς κατευθυντήριες γραμμές, χωρίς ξεκαθαρισμένη προοπτική, χωρίς να ξέρουμε που τραβάμε, ποιός είναι ο σκοπός μας, χωρίς δηλαδή να έχουμε καθορίσει τις βασικές εκπαιδευτικές θέσεις, όπου επάνω θα στηρίξουμε, από τα πρώτα βήματά μας, τη μεταρρύθμισή μας.
Και γεννιέται το πρόβλημα: Γιατί οι δυό παιδαγωγοί που συνεργάστηκαν στον καταρτισμό του εκπαιδευτικού προγράμματος του Δ.Π.Κ. και έβαλαν τη σφραγίδα τους, γιατί δεν καθόρισαν τις βασικές κοινωνιολογικές και εκπαιδευτικές θέσεις ανάλογα με τις αντίστοιχες ανάγκες του ελληνικού λαού μέσα στη βέβαιη προοπτική για την προοδευτική του εξέλιξη; Μήπως για ν’ αποφύγουν τη «διατύπωση αφηρημένων δογμάτων»; Μήπως επειδή ήθελαν να παρουσιάσουν ένα πρόγραμμα «ζυμωμένο με την πραγματικότητα» και «διαμορφωμένο με ζωντανά αιτήματα πείρας και ιστορικής ανάγκης»;  (σελ. 14). Δεν το πιστεύω. Το ξέρουν πολύ καλά, πως οι επιστημονικά μελετημένες εκπαιδευτικές θέσεις δεν είναι «αφηρημένα δόγματα» παρά μόνον στα μάτια εκείνων που δεν είναι σε θέση να ερευνήσουν βαθιά το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα. Ξέρουν ακόμη πως η πράξη χωρίς τη θεωρία είναι τυφλή, και η πείρα χωρίς να φωτιστεί με το φως της επιστημονικής έρευνας είναι πολύ συχνά ξεγελαστική. Και το σπουδαιότερο, ξέρουν πολύ καλά, πως για να ιδούμε ποια «αιτήματα» είναι ζωντανά, ποια επιβάλλει η ιστορική ανάγκη, πρέπει πρώτα ν’ αναλυθεί η πραγματικότητα στο σύνδεσμό της με τα περασμένα, για να βρεθούν οι αιτίες που τη δημιούργησαν και στην προοπτική για την προοδευτική πορεία της, αλλιώς η ιστορική ανάγκη ξεπέφτει σε μοιρολατρεία.
Τότε γιατί λοιπόν; Γιατί – και γι αυτό το χαραχτήρισα συντηρητικό το πρόγραμμα – γιατί στο βάθος δέχονται τις συντηρητικές θέσεις, όπου επάνω είναι θεμελιωμένο το οικοδόμημα της σημερινής παιδείας, επειδή θέλουν να συντηρήσουν το σημερινό πνεύμα της, και ποθούν να συγκρατήσουν και την ίδια την παιδεία μέσα στα κοινωνικά πλαίσια, όπου είναι τοποθετημένη.

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. δε θίγει την ουσία
Γ! Και αυτό φαίνεται ακόμη πιο καθαρά από την τρίτη  έλλειψη. Στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. αντιμετωπίζεται προπάντων η οργάνωση της παιδείας. Τα περισσότερα μέτρα, αν όχι όλα, είναι οργανωτικά. Η μεταρρύθμιση που προτείνεται, δε θίγει, όσο βλέπω εγώ, την ουσία το περιεχόμενο της παιδείας. Δε χτυπάει το μεσαιωνικό πνεύμα, που έχει επικαθήσει και έχει διαποτίσει την παιδεία μας, από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε το νεοελληνικό Κράτος.
Δε βλέπουμε κανένα μέτρο για να λυτρωθεί η παιδεία μας από το διπλό βραχνά, που την πνίγει, από το στείρο εγκυκλοπαιδισμό με την αποβλακωτική ποσοτική μάθηση, και από τον άγονο ιστορισμό. Πουθενά ούτε λέξη για τα απολιθωμένα και αποξενωμένα από τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής σχολικά προγράμματα. Κανένα μέτρο για να γκρεμιστεί ο μεσαιωνικός τοίχος που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη και το σχολείο από τη ζωή, από την άμεση πραγματικότητα. Αντίθετα, μια δυό περίτεχνες φράσεις, που διαβάζουμε, υποψιαζόμαστε, πως θεωρείται ωφέλιμο να μείνει το χάσμα ανάμεσα στο σχολείο και τη ζωή αγεφύρωτο, και να κρατηθούν τα παιδιά μακριά από τη γύρω τους πραγματικότητα. Σα να μη θέλουν, τους νέους και τις νέες, δημιουργικούς συντελεστές στο χτίσιμο του νεοελληνικού υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Δεν καυτηριάζονται οι γνωστές παιδαγωγικές μέθοδες, που αποβαρβαρώνουν το παιδί, που διαστρεβλώνουν την πνευματική, κοινωνική και ηθική του εξέλιξη και νεκρώνουν την πρωτοβουλία του. Δεν κηρύχνεται η επιταχτική υποχρέωση, που έχουμε εμείς οι ενήλικοι, να μορφώσουμε σ’ όλα τα σχολεία μας όχι δούλους, παρά ελεύθερους και δημιουργικούς πολίτες με βαθιά συναίσθηση για την ευθύνη τους απέναντι της ολότητας, μα και με βαθιά συνείδηση για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματά τους. Έχουμε λοιπόν το δικαίωμα, νομίζω να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, πως με τα οργανωτικά μέτρα, που  προτείνονται, στο βάθος επιδιώκεται να συγκρατηθεί το σημερινό οικοδόμημα της παιδείας, να διαρυθμιστεί έτσι, ώστε να στρογγυλοκάτσει με μεγαλύτερη άνεση το μεσαιωνικό σχολαστικό πνεύμα, που τη διαποτίζει.

Φτωχά είναι τα εκπαιδευτικά ιδανικά
Δ! Μα και τα «εθνικά εκπαιδευτικά ιδανικά» που προβάλλονται στο πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. δε νομίζω, πως αυτά μόνα τους θα γίνουν ακοίμητο κίνητρο στη δημιουργική κοινωνικά ωφέλιμη δράση της νεολαίας μας, γιατί και ισχνά είναι στο περιεχόμενό τους και δεν είναι όλα όσα επιβάλλει η σημερινή πραγματικότητα, «η ιστορική ανάγκη», Δυό είναι αυτά:
Το εθνικό ιδανικό: «Η ιδέα του Έθνους ως συνόλου, επάνω από τις κοινωνικές και κομματικές αντιθέσεις. Το χρέος του πολίτου να συντελέση στην εθνική ανασύνταξη και στην ειρήνευση, σταθερή εσωτερικώς και εξωτερικώς δικαία» (σελ. 4)
Έτσι διπλωματικά όπως είναι διατυπωμένο το ιδανικό τούτο – χωρίς μάλιστα ν’ αναλυθεί κοινωνιολογικά η έννοια «εθνικό σύνολο» και να καθοριστεί επιστημονικά το νόημά της – πως μπορούμε να μη ειπούμε , πως είναι ισχνό στο περιεχόμενό του, όταν δεν τονίζεται καθαρά η υποχρέωση που έχει κάθε άτομο, και ο νέος και ο ηλικιωμένος, και ο άντρας και η γυναίκα, και ο φτωχός μα και ο πλούσιος, να προσφέρει όλα στο βωμό της ελευθερίας, και να θυσιάζεται για την εθνική πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία και ακεραιότητα της πατρίδας μας, άμα το καλέσει η ανάγκη; Και πως δεν είναι ισχνό το εθνικό τούτο ιδανικό, όταν δεν θεμελιώνεται στο ιδανικό της κοινωνικής προόδου, όταν δεν πλαισιώνεται με το ιδανικό του αμοιβαίου σεβασμού της αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας με τους άλλους λαούς για το χτίσιμο της ειρήνης και της ευτυχίας του ανθρώπου επάνω στη γη;
Το δημοκρατικό ιδανικό: «Η ιδέα της απρόσωπης πολιτείας. Και το δημοκρατικό έθνος να υποχωρεί το άτομο στο σύνολο, η μειοψηφία στην πλειοψηφία» (σελ. 5). Και το δεύτερο τούτο ιδανικό είναι κι αυτό ακόμη πιο ισχνό και συντηρητικό στο περιεχόμενό του.
Πρώτα, σε μια γνήσια δημοκρατική συμβίωση του «εθνικού συνόλου» δεν είναι αρκετό «να υποχωρεί  το άτομο στο σύνολο». Χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο και βαθύτερο από το απλό τούτο «δημοκρατικό έθνος». Χρειάζεται το υπέρτατο χρέος, που πρέπει να έχει κάθε άτομο, να γίνει δημιουργικός συντελεστής στην προκοπή του «συνόλου». Χρειάζεται να ριζώσει στη συνείδηση κάθε ατόμου, πως την ατομική ελευθερία και την ατομική του ευτυχία πρέπει να την βρίσκει μόνο μέσα στην πραγματική ελευθερία και ευτυχία του «συνόλου» και όχι δίπλα στη δυστυχία των άλλων. Και γι αυτό πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να εξυψωθεί η σημερινή κοινωνική και ηθική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, και στη θέση του ατομισμού, που καλλιεργεί και η σημερινή παιδεία μας, να μπει το ιδανικό της κοινωνικής δημιουργικής δράσης για το καλό του «συνόλου». Και όμως την αλλαγή αυτή, τη σωστή αυτή δημοκρατική διαπαιδαγώγηση προς την πραγματική ελευθερία και ευτυχία του «εθνικού συνόλου», δε βλέπουμε να τη ζητάει το Δ.Π.Κ. στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα. Δεν αφιερώνει ούτε καν μια λέξη,  για να καυτηριάσει τον αριβισμό, την αναρίχηση του ατόμου σε βάρος των άλλων, που συναντούμε σε κάθε μας βήμα.

Η παιδεία προνόμιο των λίγων
Έπειτα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. δεν αναγνωρίζεται καθαρά και ξάστερα το δικαίωμα που έχουν όλα τα παιδιά αγόρια και κορίτσια, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική θέση  της οικογένειάς τους, ν’ αναπτύξουν ως το μεγαλύτερο βαθμό τη σωματική και πνευματική τους δύναμη, το δικαίωμα δηλαδή να μορφωθούν ανάλογα με τις φυσικές ικανότητές τους. Το Δ.Π.Κ. δεν υπόσχεται να παραμερίσει τους οικονομικούς φραγμούς, που εμποδίζουν τη ολοκληρωτική μόρφωση της νεολαίας μας. Δεν κηρύχνει την υποχρέωση που έχει η «απρόσωπη πολιτεία» να δώσει όλα τα οικονομικά και όλα τα μορφωτικά μέσα σ’ όλα τα ελληνόπουλα για ν’ ανθίσει η προσωπικότητά τους, για να πάψει να είναι η παιδεία προνόμιο των λίγων. Πως θα πραγματοποιήσει τότε το δεύτερο βασικό σκοπό του εκπαιδευτικού προγράμματος, «τη μόρφωση των ηγετικών στελεχών του ελληνικού λαού» ;(σελ.  4) Από πού θα σταχυολογήσει τα ηγετικά αυτά στελέχη, όταν τα παιδιά της πλατειάς μάζας του ελληνικού λαού δεν έχουν τα μέσα να μορφωθούν; Και δεν είναι αφάνταστα μεγάλη η ζημία του «εθνικού συνόλου» όταν πάνε χαμένες τόσες ψυχικές  δυνάμεις, όταν μένουν ακαλλιέργητες και ανεκμετάλλευτες τόσες ιδιοφυίες;
Το βαθύτατο ανθρωπιστικό τούτο δικαίωμα του παιδιού – «ζωντανό αίτημα ιστορικής ανάγκης» - φαίνεται πως το Δ.Π.Κ. το αγνοεί, αφού στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα, όσο κι αν έχει «μεταβατικό χαραχτήρα» δε γίνεται μέσα στα τόσα οργανωτικά μέτρα ούτε καν υπαινιγμός για την άμεση επιταχτική υποχρέωση που έχει η «απρόσωπη πολιτεία» να οργανώσει την προστασία της μητέρας και του παιδιού, και να φροντίσει αποτελεσματικά για την υγεία και τη διατροφή της νέας γενιάς,  για να αφαιρέσει από τη χώρα μας τα πρωτεία της – το στίγμα αυτό του πολιτισμού μας – στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα της βρεφικής και παιδικής ηλικίας, ανεξάρτητα αν όλα αυτά τα αντίστοιχα μέτρα μπορούν να πραγματοποιηθούν σ’ όλο τους το πλάτος από την πρώτη στιγμή. Και το χειρότερο, δεν αναγράφει στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα την υποχρέωση που έχει το «εθνικό σύνολο» να αναθρέψει και να μορφώσει ουσιαστικά τα ορφανά παιδιά, τα θύματα από τη βάρβαρη τετράχρονη κατοχή και από τις τραγικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν στη χώρα μας στα τρία τελευταία χρόνια έπειτα από την απελευθέρωση.

Το πρόβλημα της μέσης παιδείας μένει άλυτο
Ε! Η αναδιοργάνωση της μέσης παιδείας για να είναι ουσιαστικά προοδευτική, πρέπει ν’ ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της μέσης παιδείας σε όλα τα ικανά παιδιά. Χρειάζεται ακόμη να καταργήσει την κατάλληλη για αργόσχολους, άχρηστη όμως για τη ζωή, διακοσμητική μάθηση  και να θεμελιώσει τη μόρφωση επάνω στη δημιουργική , την παραγωγική εργασία. Χρειάζεται τρίτο, να διαφοροποιήσει πλατιά τη μέση παιδεία, να την προσαρμόσει στις υλικές και πνευματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αντίστοιχα με τις γεωοικονομικές τοπικές συνθήκες στην προοδευτική τους εξέλιξη. Έτσι η μέση παιδεία θα μας δώσει τις χιλιάδες ειδικευμένα στελέχη, που μας χρειάζονται για να ανασυγκροτήσουμε την ερειπωμένη πατρίδα μας. Με τη μεταρύθμιση όμως που υπόσχεται το Δ.Π.Κ. δε νομίζω, πως δίνεται προοδευτική λύση στο τόσο ιδιαίτερα σήμερα, σοβαρό πρόβλημα της μέσης παιδείας.
Δυό είναι τα σπουδαιότερα μέτρα που προτείνει (σελ. 7). Ο χωρισμός της μέσης παιδείας «σε δύο βαθμίδες»,  «σε δυό επάλληλους κύκλους» και η διαφοροποίηση του ανώτερου κύκλου, «σε κλασικό, θετικό και πρακτικό τμήμα».
Ο χωρισμός της μέσης παιδείας  «σε δυό επάλληλους κύκλους» μας θυμίζει τους δυό επάλληλους κύκλους, που ίδρυσε στη μέση παιδεία, με την εκπαιδευτική αντιμεταρύθμιση, η διχτατορία της 4ης Αυγούστου,  και μας ξαναφέρνει πίσω στο τρίχρονο «ελληνικό σχολείο» που για να καταργηθεί χρειάστηκε εικοσάχρονη από το 1910 ως το 1929 έντονη προσπάθεια, και που τόσο το νοσταλγούν όλοι οι συντηρητικοί.
Επιβάλλεται όμως, όπως διαβάζουμε (σελ. 7) να γίνει ο χωρισμός αυτός από δυό λόγους: από «τη διάρθρωση  της ελληνικής κοινωνίας»  και από «την οικονομική αντοχή του μεγαλύτερου μέρους της». Δυό συμπεράσματα βγαίνουν μόνα τους:
Είναι ολοφάνερο πως μπαίνει φραγμός στα παιδιά «του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας» για τη μόρφωσή τους.  Κι αν είναι ικανά, τι να γίνει, δεν μπορούν να πάνε παραπάνω, επειδή δεν αντέχουν οικονομικά οι οικογένειές τους να τα σπουδάσουν, και πρέπει το πολύ να περιοριστούν στον κατώτερο κύκλο της μέσης παιδείας, αν φυσικά τους το επιτρέψουν τα οικονομικά μέσα, ή ας πάνε σε κανένα από τα επαγγελματικά σχολεία, άμα ιδρυθούν, ή αν δεν μπορούν ούτε εκεί, ας πιάσουν δουλειά στα 13 τους χρόνια, όταν τελειώσουν το εξάχρονο δημοτικό σχολείο, όταν με το καλό πραγματοποιηθεί κι αυτό. Τότε από πού θα σταχυολογούνται «τα ηγετικά στελέχη του Ελληνικού Λαού»;
Το δεύτερο συμπέρασμα: Ενώ σήμερα γενικά  αναγνωρίζεται, πως η παιδεία πρέπει να είναι ενιαία από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο με ενιαίο σκοπό τη μόρφωση του λαού, του «εθνικού συνόλου» - τις διάφορες βαθμίδες της  θα τις ανεβαίνουν χωρίς οικονομικούς φραγμούς όσα παιδιά φτωχά και πλούσια, έχουν τις αντίστοιχες πνευματικές και ψυχικές ικανότητες – με το χωρισμό της μέσης παιδείας σε δυό κύκλους, που τον επιβάλλει «η διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας» ξαναζωντανεύει η ξεπερασμένη επιστημονικά, καθυστερημένη αντίληψη, πως η κάθε τάξη πρέπει να έχει, ανάλογα με τα οικονομικά της μέσα, και το δικό της ξεχωριστό σχολείο, η άπορη τάξη το δημοτικό σχολείο, η μεσαία τον πρώτο κύκλο της μέσης παιδείας, και η πλουσιότερη τον ανώτερο κύκλο της μέσης παιδείας με σχολεία «περιορισμένου αριθμού» και  την ανώτερη παιδεία. Έτσι, με το χωρισμό σε δυό επάλληλους κύκλους, η παιδεία θα εξακολουθήσει να είναι αριστοκρατική, προνόμιο των λίγων, και οι πόρτες της θα μένουν κλειστές στα άπορα, μα ικανά παιδιά. Φανερό λοιπόν από πού θα παίρνονται σε μεγάλη πλειοψηφία «τα ηγετικά στελέχη».
Αριστοκρατική είναι και η διαφοροποίηση του ανώτερου κύκλου «σε κλασικό, θετικό και πραχτικό» τμήμα. Ο σκοπός της είναι να προετοιμάσει καλύτερα, απ’ ό,τι γίνεται σήμερα, τα προνομιούχα από οικονομική άποψη παιδιά για την ανώτερη παιδεία. Για τα άλλα που πρέπει να βρουν το γρηγορότερο δουλειά, θα ιδρυθούν τα επαγγελματικά σχολεία. Αυτός είναι νομίζω, ο λόγος που τονίζεται στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ. πως τα σχολεία της μέσης παιδείας είναι «σχολεία γενικής μορφώσεως» (σελ. 7)και που διαχωρίζεται η μέση από την επαγγελματική παιδεία – κι αυτήν πιστεύω, θέλει να θεμελιώσει το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα- δεν ταιριάζει τα σχολεία της μέσης παιδείας να «είναι σχολεία γενικής μορφώσεως». Αντίθετα, πρέπει να διαφοροποιηθεί πλατιά ολόκληρη η μέση παιδεία, και τα σχολεία της, τα εμπορικά, τα γεωργικά, τα ναυτικά και τα τεχνικά, να δίνουν στα παιδιά ειδικευμένη – επαγγελματική με την πλατιά σημασία της λέξης – μόρφωση. Μόνον έτσι θα προετοιμάσουν τα ειδικευμένα στελέχη για την υλική και πνευματική προκοπή της κοινωνίας. Η γενική και ειδικευμένη μόρφωση στα παιδιά της μέσης παιδείας επιβάλλεται άλλωστε, γιατί για τα παιδιά της ηλικίας αυτής η γενική και ειδικευμένη μόρφωση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες, αλληλοϋποστηρίζονται και αλληλοθεμελιώνονται, εκτός αν εξακολουθούμε να πιστεύουμε, πως βάση και ουσία της γενικής μόρφωσης είναι οι κλασικές σπουδές, η μελέτη των αρχαίων ελλήνων και λατίνων συγγραφέων στο πρωτότυπο[iv].
Δε νομίζω πως πρέπει να κλείσω τη συζήτηση, πριν θίξω, όσο μπορώ συντομότερα, και δυό τρία άλλα  σημαντικά σημεία. Θα φανεί ακόμη καλύτερα, πως σωστά χαραχτήρισα συντηρητικά προοδευτικό το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Δ.Π.Κ.

Η ισοτιμία της δημοτικής προς την καθαρεύουσα
ΣΤ! «Επειδή αυθαίρετα και μηχανικά δεν μπορεί να υπερνικηθή η διγλωσσία μας», πρέπει «ν’ αναγνωρισθή …. μια de facto δημιουργημένη κατάσταση: Η ισοτιμία της δημοτικής γλώσσας προς την καθαρεύουσα σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες» (σελ. 9-10). Θέλουμε λοιπόν τη δημοτική και στη μέση και στην ανώτερη παιδεία, μα διατηρούμε και την καθαρεύουσα. Όλοι πρέπει να είναι ευχαριστημένοι, και οι δημοτικιστές και οι καθαρευουσιάνοι. Έτσι χαράζουμε την «ενιαία» γλωσσική πολιτική όλων των κομμάτων. Ήθελα όμως να ξέρω, με το συμβιβασμό τούτον λυτρώνουμε τον ελληνικό λαό από το γλωσσικό εφιάλτη ή παρατείνουμε «μηχανικά και αυθαίρετα» τη διγλωσσία και διατηρούμε μοιρολατρικά μια επικίνδυνη κατάσταση με ανυπολόγιστη ζημία του «εθνικού συνόλου»;

Η μόρφωση του διδαχτικού προσωπικού δεν είναι ικανοποιητική
Ζ! Είναι ανάγκη, τονίζεται, να αναδιοργανωθούν «τα κέντρα όπου μορφώνονται λειτουργοί της Λαϊκής Παιδείας» (σελ. 10). Δίπλα όμως στα σωστά μέτρα, που προτείνονται, παρατηρούμε και δυό σπουδαίες ελλείψεις: Πρώτα δεν αντιμετωπίζεται όσο πρέπει ρεαλιστικά το τεράστιο πρόβλημα που έχουμε σε δασκάλους. Για να αποσυμφορήσουμε τις πληθωρικές με 60,70,80 90,100 , 120 και 150 παιδιά τάξης, για να απλώσουμε  τη «λαϊκή παιδεία» και στο τελευταίο χωριουδάκι – αμέτρητα είναι τα χωριουδάκια και οι μικροσυνοικισμοί, όπου δεν έχει ως σήμερα από την ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους λειτουργήσει σχολείο – και για να εφαρμόσουμε πραγματικά το εξάχρονο δημοτικό σχολείο, μας λείπουν σήμερα το λιγότερο 12.000 δασκάλοι. Μπορεί να καλύψουμε το έλλειμμα τούτο με την απλή «αύξηση των τμημάτων» των κέντρων, όπου μορφώνονται οι δασκάλοι; Εγώ νομίζω, πως για να λυθεί το επιταχτικό τούτο πρόβλημα, χρειάζονται πολύ ριζικότερα μέτρα, και χρειάζεται πού γοργότερος ρυθμός για τη δημιουργία νέων δασκάλων, αν δε θέλουμε να παραταθεί κάμποσες δεκαετηρίδες ακόμη ο αναλφαβητισμός και η αγραμματοσύνη του ελληνικού λαού.
Έπειτα με λύπη μου βλέπω, πως δεν αναγνωρίζεται το δίκαιο και εθνικά ωφέλιμο αίτημα του διδασκαλικού κλάδου για την πανεπιστημιακή του μόρφωση. Αν θέλουμε το εξάχρονο δημοτικό σχολείο να αχτινοβολήσει και να διαλύσει το πνευματικό σκοτάδι, αν πραγματικά θέλουμε να προετοιμαστούμε για την «ολοκλήρωση της υποχρεωτικής οκταετούς φοιτήσεως» (σελ. 6) και αν πραγματικά θέλουμε να υψώσουμε το δάσκαλο και  να του δώσουμε τα απαραίτητα εφόδια, για να ανταποκριθεί στην εθνική του αποστολή,  πρέπει και ο ειδικός παιδαγωγικός του εξοπλισμός να είναι άρτιος, και η παράλληλη γενική του μόρφωση να είναι πολύπλευρη και βαθιά επιστημονική. Γιατί μόνο με το φως της επιστήμης θα μπορέσει και ο δάσκαλος να γίνει δημιουργικός συντελεστής στην «εξύψωση του μορφωτικού επιπέδου ολόκληρου του ελληνικού λαού». Παράλληλα λοιπόν με τη γοργή δημιουργία νέων δασκάλων – οι δάσκαλοι τούτοι φυσικά, δε θα είναι ολοκληρωτικά μορφωμένοι και θα χρειαστεί η αλλεπάλληλη μετεκπαίδευσή τους – είναι απαραίτητο να οργανώσουμε χωρίς αναβολή και την πανεπιστημιακή μόρφωση των λειτουργών της δημοτικής παιδείας[v].

Επιφανειακή η μεταρύθμιση της ανώτερης παιδείας
Η! Τα τρία μέτρα, που προτείνει το Δ.Π.Κ. για να πάρουν «το Πανεπιστήμιό μας και οι άλλες ανώτατες σχολές … τη θέση και το ρόλο που τους ταιριάζει» (σελ 7), όσο κι αν είναι χρήσιμα, δεν είναι όμως ούτε αρκετά, ούτε ριζικά, για να αποβούν αποτελεσματικά για την ουσιαστική μεταρύθμιση της ανώτερης παιδείας. Και αν  εφαρμοστούν ουσιαστικά, και όχι επιφανειακά, τα μέτρα αυτά, και αν δηλαδή καταρτιστεί επιστημονικότερα το «πρόγραμμα σπουδών κάθε σχολής» και αν «διοχετευθούν στα ανώτατα ιδρύματα οι καλύτερες και οι πιο ζωντανές πνευματικές δυνάμεις του Έθνους» και αν εξασφαλιστούν τα «απαραίτητα εφόδια για την λειτουργία των εργαστηρίων και βιβλιοθηκών» (σελ. 8) η ωφέλεια δε θα είναι αξιόλογη. Η ανώτερη παιδεία θα εξακολουθήσει να είναι βαριά άρωστη.
Γιατί – και εδώ πάλι η ευθύνη των δυό «έγκριτων παιδαγωγών» είναι πολύ μεγάλη – δεν έγινε η σωστή ανάγνωση της αρώστιας της. Δε διαπιστώθηκαν «τα κεφαλαιώδη προβλήματα» της ανώτερης παιδείας. Δεν ερευνήθηκε, γιατί φυτοζωεί η επιστήμη στον τόπο μας, γιατί δεν καλλιεργείται το επιστημονικό πνεύμα στα ανώτατα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα, γιατί δε διδάσκεται η επιστημονική μέθοδος, γιατί οργιάζει η μικροπολιτική συναλλαγή και στον καθορισμό των εδρών και στο διορισμό των καθηγητών, γιατί και όσες «ζωντανές πνευματικές δυνάμεις» μπήκανε στο πανεπιστήμιο και στις άλλες ανώτερες σχολές, αν δεν αποδιώχτηκαν – κι αυτό έγινε όχι λίγες φορές – μαράζωσαν και απόδωσαν πολύ λιγότερα απ’ ότι θα μπορούσανε, γιατί οι αρώστιες και η πείνα θερίζουν τους άπορους σπουδαστές, που κατόρθωσαν με ηρωική πολλές φορές προσπάθεια να ξεπεράσουν τους αλλεπάλληλους φραγμούς και να κάτσουν στα πανεπιστημιακά θρανία.
Αν πραγματικά θέλουμε ν’ ανθίσει η επιστήμη και στη χώρα μας, πρέπει πρώτα απ’ όλα να λυτρώσουμε την ανώτερη παιδεία από το σχολαστικό, μικρόπνοο, αντιεπιστημονικό πνεύμα, που την αποπνίγει. Καμιά ουσιαστική μεταρύθμιση στην ανώτερη παιδεία δεν μπορεί να γίνει, όσο μένει θρονιασμένος στα ανώτερα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα ο δογματισμός, όσο κυριαρχεί η αυθεντία και οι πιο γόνιμες σήμερα επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες αγνοούνται ή παραμορφώνονται, όσο δεν εξασφαλίζεται  η ελευθερία στη σκέψη και η ανεμπόδιστη επιστημονική έρευνα. Και καμιά  ουσιαστική μεταρύθμιση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, όσο η επιστήμη θα εξακολουθεί να μένει παραστρατημένη από τον αληθινό προορισμό της, όσο θα είναι διακοσμητικό στοιχείο ή όργανο για επαγγελματική εκμετάλλευση, όσο δηλαδή οι ιεροφάντες της δε συγκινούνται από την εξαθλίωση του ελληνικού λαού και δε νοιώθουν τις ανάγκες του, όσο δηλαδή η επιστήμη δε γίνεται δραστικό όργανο για την υλική και πνευματική του εξύψωση. Και καμιά ουσιαστική βελτίωση δε θα προέλθει, όσο δεν οργανώνεται η φοιτητική ζωή, όσο δεν παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα για τη διατροφή, την κατοικία, και την υγεία της φοιτητικής νεολαίας, και όσο δεν ανοίγουν διάπλατα οι πόρτες της ανώτερης παιδείας για όλα τα ικανά παιδιά, για να αποχτήσουμε καθολικά μορφωμένους και ειδικά καταρτισμένους επιστήμονες με ακοίμητο τον πόθο μέσα τους να θέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του λαού και να γίνουν οικοδόμοι στο χτίσιμο του νεοελληνικού πολιτισμού.
Για όλα όμως αυτά τα «κεφαλαιώδη προβλήματα» καμιά λύση δε μας παρουσιάζει το Δ.Π.Κ. στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα. Τα μέτρα που προτείνει, είναι απλά διορθώματα. Δε θίγουν την ουσία.
Το Δ.Π.Κ. φιλοδοξεί, και είναι αξιέπαινο γι αυτό, να εξυψώσει το «μορφωτικό επίπεδο του Ελληνικού Λαού». Η μεταρύθμιση, που υπόσχεται δε νομίζω πως θα ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του.
Κ. Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ
                                                                                                             




[i] Εφημερίδα «Τα Νέα» 20-1-1948 σελ. 5
[ii] Εφημερίδα «Τα Νέα» 20-1-1948 σελ. 5
[iii] Εφημερίδα «Τα Νέα» 20-1-1948 σελ. 5
[iv] Κοίταξε: «Το ανθρωπιστικό ιδανικό και η Παιδεία» «Ανταίος’  Ημιτ. Β! σελ 212
[v] Κοίταξε: «Η μόρφωση του διδαχτικού προσωπικού», «Ανταίος» Ημιτ. Β! σελ 133 

Δεν υπάρχουν σχόλια: