Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Η παιδεία μας στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας -Α' Μέρος


Η μελέτη αυτή του Κώστα Σωτηρίου γράφτηκε  το 1945.
Τμήμα της μελέτης αυτής για το διδαχτικό προσωπικό (σελ 17-21 του χειρόγραφου)
 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ» στις 17-18 του Μάη 1945
με τίτλο «Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ της παιδείας μας- ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ»
Και όπως αναφέρει ο ίδιος στα «ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ» στο βιβλιαράκι «Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ»
«Το πρώτο μέρος της ομιλίας μου, η κριτική ανασκόπηση της σημερινής παιδείας μας,
 είναι πολύ σύντομη περίληψη από την πλατειά μελέτη μου «Η παιδεία μας στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας».
Βλέπε σχετική ανάρτηση :Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
Εδώ δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο σε δύο μέρη
Το χειρόγραφο σε pdfΗ παιδεία μας στα 120 χρόνια:

 
Α’ Μέρος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

17 Μάη 1945-1
Μέσα από τη φωτιά του τετράχρονου σκληρού εθνικοαπελευθερωτικού και λαολυτρωτικού αγώνα,  ξεπροβάλλει αιματόβρεχτη και δαφνοστεφανωμένη  η ηρωική νεολαία μας. Αγωνίστηκε μ’ όλη τη νεανική της φλόγα και μεγαλούργησε. Ο ενθουσιασμός της ασυγκράτητος. Ο ηρωισμός της άφταστος. Παραδειγματική η αυτοθυσία της.
Μπροστά μας σήμερα σωρός τα ερείπια. Βαρύ το αναδημιουργικό μας έργο. Βαριά και τα καθήκοντα. Η νεολαία μας  ώριμη από τον αγώνα ακούει την εσωτερική φωνή του χρέους. Έχει βαθειά συναίστηση για την ιστορική της αποστολή. Λαχταράει να βαδίσει πρωτοπόρα στο χτίσιμο μιας νέας Ελλάδας, ελεύτερης, ανεξάρτητης και ευτυχισμένης, και θα αγωνιστεί με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια αποφασιστικότητα να γκρεμίσει όλους τους φραγμούς και να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια.
17 Μάη 1945-1α

18 Μάη
Στην αναδημιουργία αυτή, στην αληθινή αναγέννηση της πατρίδας μας, βασικό ρόλο θα παίξει η παιδεία μας. Πρέπει να καθοδηγήσει τη νεολαία μας στο δρόμο της προόδου, και να εφοδιάσει τους νέους και τις νέες μας με όλα τα ψυχικά και πνευματικά όπλα, για να ξετυλίξουν χαρούμενα όλη τη δημιουργική τους δράση, να γίνουν ειδικευμένοι εργάτες της ζωής και της επιστήμης και να χτίσουν την ευτυχία και τη δική τους και του λαού.
Μπορεί όμως η σημερινή παιδεία μας να εκπληρώσει τον προορισμό της τούτο, και να γίνει δημιουργικός παράγοντας στην πρόοδο του λαού και της νεολαίας; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Απ’ οποιαδήποτε πλευρά κι’ αν την εξετάσουμε, πάντα θα καταλήξουμε στο θλιβερό συμπέρασμα, πως η σημερινή παιδεία μας είναι καθυστερημένη και αντιπροοδευτική, ανίκανη να προετοιμάσει τη νεολαία μας για το διπλό της έργο, το καταλυτικό και το αναδημιουργικό. Μα η κατάσταση αυτή της παιδείας μας δε γεννήθηκε ξαφνικά σήμερα, ούτε πήγασε από τωρινές μόνο αιτίες. Από την πρώτη στιγμή που οργανώθηκε η παιδεία μας από το νέο Κράτος μας έπειτα από την επανάσταση του 1821, μπήκε στον αντιπροοδευτικό δρόμο, και εκεί βάδισε με βήμα χελώνας. Οι λιγοστές σοβαρές προσπάθειες που έγιναν στο μεταξύ, για τη μεταρρύθμισή της δεν καρποφόρησαν. Οι κάποιες μικρές βελτιώσεις δεν άλλαξαν την ουσία της.
Στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας και ο λαός και η νεολαία έμειναν βυθισμένοι στο πνευματικό σκοτάδι. Ζήσαμε στον τόπο μας και δοκιμάσαμε πικρά και την απόλυτη μοναρχία, και τη συνταγματική βασιλεία, και την αστική ψευτοδημοκρατία και τη στρατοκρατία, και τελευταία και τη μοναρχοφασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου. Μέσα σ’ όλα αυτά τα πολιτεύματα, ο ελληνικός λαός, ο δουλευτής λαός έζησε μέσα στην πείνα και την κακομοιριά, μέσα στην εξαθλίωση και το πνευματικό σκοτάδι. Δε γεύτηκε ούτε τα υλικά, και πολύ λιγότερο τα πνευματικά αγαθά. Οι αρώστειες τον έτρωγαν. Το δρεπάνι του χάρου θέριζε αλύπητα παιδικές ψυχές. Δεν έμαθε ο δουλευτής λαός να εκμεταλλεύεται τις πλούσιες παραγωγικές πηγές της χώρας του. Δε γνώρισε τη γύρω του φύση. Δεν οπλίστηκε στη δημιουργική του δράση με τα όπλα του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού. Δεν υψώθηκε σε ανώτερο βιοτικό επίπεδο. Δε φωτίστηκε με το φως της επιστήμης. δε λυτρώθηκε με την αλήθεια. Οι προλήψεις τον τυραννούσαν, οι δυσειδεμονίες τον βασάνιζαν. Πυκνό πνευματικό σκοτάδι τον σκέπαζε. Κανένα από τα βασικά του προβλήματα δε λύθηκε. Ούτε το εθνικό, κι ας έχυσαν ο λαός και η νεολαία ποτάμι το αίμα τους, κυνηγώντας το άπιαστο πουλί της «Μεγάλης Ιδέας», ούτε το οικονομικό, ούτε το αγροτικό, ούτε το εκπαιδευτικό, ούτε αυτό το γλωσσικό.
Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Γιατί σ’ όλο αυτό το μακρόχρονο διάστημα, ο ελληνικός λαός δεν ήταν νοικοκύρης στον τόπο του. Δεν κρατούσε ο ίδιος την τύχη του στα χέρια του. Ήταν θύμα των λίγων εκμεταλλευτών του, της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Αυτή κρατούσε στα χέρια της την εξουσία. Αυτή είχε το Κράτος όργανό της και χρησιμοποιούσε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό, για να περιφρουρήσει τα συμφέροντά της, και να εξασφαλίσει τα προνόμιά της. Αποκοίμιζε το λαό με απατηλά συνθήματα, του πρόβαλε τα παραπλανητικά ιδανικά της προγονοπληξίας και πατριδοκαπηλίας, τον έριξε στη μοιρολατρεία και στην αδράνεια, έβαζε φραγμούς στην πρόοδό του, τον πίεζε, τον τυραννούσε, ως που στο τέλος του πέρασε τις  αλυσίδες του φασισμού. Φρόντιζε με κάθε τρόπο να μην ξυπνήσει ποτέ ο λαός, να μη σηκώσει το κεφάλι του, για να μη διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Για τον ίδιο αντιλαϊκό σκοπό χρησιμοποίησε και την παιδεία. Η παιδεία – κι ας φωνάζουν οι κρυφοφασίστες παιδαγωγοί, τα πράματα τους διαψεύδουνε – είναι πάντα πολύτιμο όπλο στα χέρια της τάξης που κρατάει την εξουσία, που έχει όργανό της το Κράτος. Αυτή καθορίζει πάντα σύμφωνα με τα συμφέροντά της, και τα ιδανικά και το σκοπό της αγωγής, και το περιεχόμενο και την οργάνωση της παιδείας, ακόμη και τα παιδαγωγικά μέσα, που πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Αυτή κανονίζει πάντα και την πνευματική τροφή της νεολαίας και τον ιδεολογικό της εξοπλισμό. Έτσι στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας η παιδεία μας έμεινε αντιπροοδευτική. Μα ας εξετάσουμε αναλυτικότερα την παιδεία μας σ’ όλο αυτό το διάστημα. Τραγική είναι η ιστορία της και για το λαό και τη νεολαία μας.

Α’. ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΧΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΜΑΣ


1. Η παιδεία μας είναι αντιλαϊκή

Το βασικό γνώρισμα της παιδείας μας είναι η αντιλαϊκότητά της ως την τελευταία λεπτομέρεια. Το Ελληνικό Κράτος από την πρώτη στιγμή που οργάνωσε την παιδεία, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά  για την ανατροφή και τη μόρφωση των παιδιών του λαού. Δεν είναι υπερβολή να ειπούμε πως έκανε ό,τι μπορούσε να κρατήσει το δουλευτή λαό στην αμορφωσιά και την εξαθλίωση. Και όταν ο Ελληνικός λαός τα τελευταία χρόνια άρχισε να διεκδικεί μαζί με τ’ άλλα και το δικαίωμά του να μορφωθεί, και πάλι το Ελληνικό Κράτος, όργανο στα χέρια του κεφαλαιοκρατισμού, αντιπάλαιε βήμα με βήμα, και υποχωρώντας μπροστά στην πίεση σε μικρές και ασήμαντες παραχωρήσεις, δεν έπαυε να υψώνει καινούργιους φραγμούς στη μόρφωση και την πνευματική ανύψωση του λαού. Σ’ αυτό το συμπέρασμα θα καταλήξει κι ο πιο καλόβουλος μελετητής της ιστορίας της παιδείας μας στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας.


α’. Προσχολική ηλικία
Όλοι οι ψυχολόγοι και παιδαγωγοί παραδέχονται σήμερα, πως η ηλικία αυτή των 0-6 χρόνων είναι η σπουδαιότερη περίοδος για τη σωματική και ψυχική εξέλιξη του παιδιού και τη διαμόρφωση του χαραχτήρα του. Μπαίνουν οι πρώτες καταβολές για την προσωπικότητα. Και όμως η ηλικία αυτή ήταν και είναι ολότελα αφημένη στην τύχη της, μέσα στις πιο δυσμενικές συνθήκες. Αμορφωσιά των γονιών, άγνοια των κανόνων υγιεινής, αποπνιχτική οικογενειακή ανατροφή, πείνα και υποσιτισμός, ορφάνια, έλλειψη κάθε προστασίας, υποσκάβουν την υγεία των παιδιών και βαρβαρώνουν την ψυχή τους. Γεννιούνται και ριζώνουνε τα περισσότερα παιδικά ελαττώματα, που τόσο βασανίζουν και τα ίδια τα παιδιά και την κοινωνία. Το Ελληνικό Κράτος θεώρησε την προσχολική ηλικία ατομική υπόθεση. Η αδιαφορία του εγκληματική για τα παιδιά του λαού.
Καμιά σοβαρή προσπάθεια να προστατέψει τη μητρότητα. Μόνο τα τελευταία χρόνια μπροστά στην πίεση από το συντικαλιστικό εργατοϋπαλληλικό κίνημα, αναγκάστηκε να πάρει κάποια μέτρα. Μα και τα μέτρα αυτά, όλοι μας το ξέρουμε έμειναν στο χαρτί. Στην πραγματικότητα εφαρμόστηκαν με τον χειρότερο τρόπο, καταστρατηγήθηκαν, και περιορίστηκαν στη ολιγοήμερη άδεια, που με χίλιες δυσκολίες έπαιρναν οι επίτοκες εργάτριες και υπάλληλοι.
Καμιά πρόνοια για τη βρεφική ηλικία. Ούτε μαιευτικές κλινικές για τις άπορες επίτοκες στις πολιτείες, ούτε λαϊκά ή κοινοτικά ιατρεία στα χωριά, για να παρακολουθούνε και να συμβουλεύουνε τις επίτοκες γυναίκες, ούτε κανένα επίδομα για τη φτωχή λεχώνα, ούτε πουθενά βρεφοκομικοί σταθμοί, όπου θα μπορεί η μητέρα, ν’ αφήνει  το παιδί της, αναγκασμένη να δουλεύει έξω από το σπίτι, ούτε συμβουλευτικοί σταθμοί όπου επιστήμονες γιατροί και παιδαγωγοί θα δίνουν τις απαραίτητες συμβουλές για την υγεία και την ανατροφή των παιδιών.
Καμιά επίσης πρόνοια για τη νηπιακή ηλικία. Που είναι οι παιδικοί σταθμοί, όπου τα μικρά παιδιά του εργάτη, του αγρότη, του υπάλληλου θα βρούνε το καθαρό φαί, την περίθαλψη, το παιχνίδι, τη χαρά της ζωής; Για όλα αυτά τα παιδιά, που οι γονείς τους με τον ιδρώτα και το μόχθο τους παράγουν τα υλικά και πνευματικά αγαθά, μοναδικό μορφωτικό κέντρο είναι ο δρόμος, όπου αποβαρβαρώνεται η ψυχή τους και στρεβλώνεται η κανονική ανάπτυξή τους. Είναι αλήθεια πως τα τελευταία είκοσι χρόνια λειτούργησαν λιγοστοί παιδικοί σταθμοί, μα μόνο στις μεγάλες πολιτείες μας και ούτε στις εργατικές συνοικίες, ούτε σε κανένα χωριό. Οι υπηρεσίες που πρόσφεραν ήσαν ασήμαντες. Ας πούμε την αλήθεια. Ήσαν στάχτη στα μάτια του λαού. Ο κύριος σκοπός τους ήταν η επίδειξη. Χρησίμεψαν για να τους επιδείχνουμε στους ξένους, για να παρουσιαστούμε μπροστά τους πολιτισμένοι. Χρησίμεψαν ακόμη για κοσμική κίνηση, για να εμφανίζονται φιλάνθρωπες  γνωστές κυρίες της αριστοκρατίας. Η μόνη σοβαρή προσπάθεια για την ίδρυση παιδικών σταθμών έγινε από την ΕΠΟΝ, μέσα στα  χρόνια της μαύρης σκλαβιάς μας. Μα και η προσπάθεια αυτή πνίγηκε από το σημερινό κρυφοφασιστικό Κράτος.
                        
Κάποια φροντίδα πήρε το Κράτος για τα παιδιά 4-6 χρονών με τα νηπιαγωγεία που ίδρυσε ως τώρα. Ας ιδούμε όμως τι μας λένε οι σχετικοί αριθμοί από την επίσημη στατιστική του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.

Νηπιαγωγεία
Νήπια 

Δημόσια
Ιδιωτικά
Γράφτηκαν
Φοίτησαν
1928-29
445
59
24.031
21.660
1933-34
544
49
32.549
29.885
1935-36
651
63
38.138
35.392
1936-37
637
57
37.902
35.345
1937-38
743
23
39.572
33.381
Από τα 743 δημόσια νηπιαγωγεία κανένα δεν είχε δικό του κατάλληλο οίκημα. Τα 713 λειτούργησαν μέσα σε δημοτικά σχολεία, που τα περισσότερά τους ήσαν σωστοί σταύλοι, και τα άλλα 30 σε ξεχωριστά με ενοίκιο χτίρια. Έτσι στη σχολική χρονιά 1937-38 από τις 170 χιλιάδες νήπια 4-6 χρονών σ’ όλη την Ελλάδα φοίτησαν σε νηπιαγωγεία 33.381 δηλαδή 20%. Οι άλλες 140 χιλιάδες είχαν για μορφωτικό κέντρο το δρόμο της γειτονιάς, χωρίς καμιά μέριμνα και διαπαιδαγώγηση.
Μα καλύτερα ακόμη μας διαφωτίζει ο ακόλουθος πίνακας: Από τα 743 δημόσια νηπιαγωγεία λειτούργησαν στη Μακεδονία 534, στην Ήπειρο 102, στη Θράκη 48, στη Στερεά Ελλάδα και Εύβοια 34, στη Θεσσαλία 12, στην Πελοπόννησο 3, στα νησιά του Ιονίου 2, στην Κρήτη 2, και στα νησιά του Αιγαίου 6. Από το δεύτερο τούτο πίνακα βλέπουμε, πως στη Μακεδονία, Ήπειρο και Θράκη λειτούργησαν 684 νηπιαγωγεία και σ’ όλη την Ελλάδα μόνο 49. Ας θυμηθούμε ακόμη πως ως τα 1913 που ελευτερώθηκαν οι νέες χώρες, δεν είχε ιδρυθεί ούτε ένα νηπιαγωγείο στην παλιά Ελλάδα. Κάποιος λοιπόν ιδιαίτερος λόγος θα ανάγκασε το Κράτος να εφαρμόσει διαφορετική εκπαιδευτική πολιτική. Δεν το έκανε βέβαια από ξεχωριστή αγάπη για τις βόρειες επαρχίες. Ο λόγος είναι άλλος. Το Ελληνικό Κράτος πύκνωσε τα νηπιαγωγεία στις βορεινές επαρχίες, για να πετύχει τη γλωσσική αφομοίωση των ξενόφωνων πληθυσμών. Γι’ αυτό κατά προτίμηση μέσα στους ξενόφωνους πληθυσμούς λειτουργούν και τα νηπιαγωγεία.
Και πως λειτούργησαν και τα λιγοστά αυτά νηπιαγωγεία; Μέσα στις πιο χειρότερες συνθήκες. Σχολικά χτίρια ακατάλληλα και βλαβερά για την υγεία των παιδιών. Εποπτικά μέσα πολύ φτωχικά, αν όχι ανύπαρχτα. Καμιά φροντίδα για πραγματική περίθαλψη και διατροφή. Καμιά σωστή διαπαιδαγώγηση. Οι νηπιαγωγές ακατάρτιστες και με μιστό μικρότερο από το μιστό της πείνας που έπαιρναν οι συνάδελφοί τους, οι δασκάλοι. Το Κράτος για να τις πληρώνει φτηνά, δεν τις μόρφωνε αντίστοιχα με το δύσκολο έργο τους. Τα διδασκαλεία νηπιαγωγών στρατολογούσαν φτωχά κορίτσια, τελειόφοιτα του εξάχρονου δημοτικού ανώριμα στην ηλικία και χωρίς καμιά γενική μόρφωση, τα πασάλειβαν με ξεκρέμαστες γνώσεις και τα ξαπόστελναν να δουλέψουν στα νηπιαγωγεία, χωρίς καμιά αξιόλογη ούτε γενική ούτε ειδική προπαίδευση, με κύριο σκοπό όχι να χαρίσουν την στοργή και τη χαρά στα παιδιά, που τόσο είχαν ανάγκη, παρά να διδάξουν την Ελληνική γλώσσα με τη σχετική ορθογραφία. Και αν θυμηθούμε πως επίσημη γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα, θα πειστούμε πως ούτε τον καθαρά γλωσσικό σκοπό δεν πετύχαιναν.
Συμπέρασμα. Εγκληματική η αδιαφορία του Κράτους για την προσχολική ηλικία. Φυσικά τα παιδιά που υπέφεραν μέσα στην τραγική αυτή κατάσταση ήσαν και είναι τα παιδιά του εργάτη, του αγρότη, του φτωχού υπάλληλου. Αυτά ζούσαν περισσότερο απ’ όλα τα άλλα μέσα στη φτώχεια και την κακομοιριά, μέσα στην υλική και ψυχική εξαθλίωση.

β’. Αναλφαβητισμός
Στην πατρίδα μας, στην ωραία Ελλάδα, όπου άνθισε η φιλοσοφία και έλαμψε το φως της επιστήμης, θριαμβεύει ακόμη και σήμερα ο αναλφαβητισμός και η αγραμματοσύνη. Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες και πάνω από ένα εκατομμύριο γυναίκες, ύστερα από 120 χρόνια ελεύτερης ζωής, δεν ξέρουν να διαβάσουν ούτε να ορνιθοσκαλίσουνε την υπογραφή τους. Είναι αλήθεια, πως το Ελληνικό Κράτος μόλις ιδρύθηκε, θέσπισε την υποχρεωτική φοίτηση όλων των παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, στα σχολεία. Με το νομοθετικό διάταγμα του 1834 καθόρισε εφτάχρονη υποχρεωτική και δωρεάν τη δημοτική παιδεία, και από τότε η υποχρεωτική φοίτηση έμπαινε κάθε φορά στον καταστατικό χάρτη της χώρας μας, στο Σύνταγμα, σαν θεμελιακή διάταξη. Όμως το Ελληνικό Κράτος ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την εφαρμογή της. Η υποχρεωτική φοίτηση, έμεινε, όπως και τόσα άλλα, στο χαρτί. Ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Αλλιώς δεν θα είχαμε σήμερα αναλφαβητισμό. Ας ιδούμε τι μας λένε οι αριθμοί. Παραθέτω τρείς στατιστικούς πίνακες.


Κάτοικοι
Παιδιά που φοίτησαν
Ποσοστό στους
κατοίκους
Πόσα παιδιά
Έπρεπε να φοιτήσουν
Πόσα παιδιά δεν
Φοίτησαν[1]
1855
  998.266
 36.275
 3,6%
  160.000
124.000
1860
1.096.810
 43.230
 4,1%
  182.000
139.000
1866
1.325.479
 52.538
 3,9%
  220.000
168.000
1873
1.437.026
 74.561
 5,1%
  240.000
166.000
1879
1.679.775
 79.448
 4,7%
  279.000
200.000
1889
2.187.208
 97.801
 4,4%
  360.000
263.000
1901
2.200.000
189.903
 8,6%
  366.000
176.000
1907
2.191.836
201.433
 9,1%
  365.000
164.000
1930
6.250.000
680.250
10,8%
1.050.000
370.000
  


Αναλφαβητισμός στην Ελλάδα [2]

1907 αρσενικοί από 10 χρονών και πάνω 40,48% θηλυκοί από 10 χρονών 79,49% μέσος όρος 59,56%
1920 αρσενικοί από 10 χρονών και πάνω 32,09% θηλυκοί από 10 χρονών 67,20% μέσος όρος 49,67%
1928 αρσενικοί από 10 χρονών και πάνω 23,47% θηλυκοί από 10 χρονών 57,47% μέσος όρος 40,72%

Αναλφάβητοι κατά ηλικία στα 1928[3]

Ηλικία
Ποσοστό αναλφάβητων
55-59
56,8%
50-54
55,0%
45-49
51,7%
40-44
50,6%
35-39
45,8%
30-34
39,8%
20-24
31,7%
13-14
21,0%

Συγκριτικός πίνακας αναλφαβητισμού[4]

Χώρα
Έτος
σε χίλιους κατοίκους πάνω
από
Αριθμός αναλφάβητων
Σουηδία
1930
Πάνω από 15 χρονών
 12
Γαλλία
1931
Πάνω από 10 χρονών
 51
Βέλγιο
1930
Πάνω από 15 χρονών
 59
Ιταλία
1931
Πάνω από 10 χρονών
216
Πολωνία
1921
Πάνω από 10 χρονών
231
Βουλγαρία
1934
Πάνω από 10 χρονών
313
Ελλάδα
1928
Πάνω από 10 χρονών
407
Ελλάδα
1920
Πάνω από 10 χρονών
496
Ισπανία
1920
Πάνω από 16 χρονών
460
Πορτογαλία
1930
Πάνω από 10 χρονών
602
Σοβιετική Ρωσία
1932
Πάνω από 15 χρονών
120

Ας σταθούμε μια στιγμή στους αριθμούς αυτούς. Βλέπουμε πολλά θλιβερά πράματα. Πρώτα βλέπουμε πως η Ελλάδα με την Ισπανία και την Πορτογαλία έχει τα πρωτεία στον αναλφαβητισμό μέσα στις πολιτισμένες χώρες. Μένει πολύ πίσω και από τη Βουλγαρία. Ιδιαίτερα πρέπει να προσέξουμε τη Σοβιετική Ρωσία. Στη Τσαρική Ρωσία ο αναλφαβητισμός έφτανε τα 65%, δέκα χρόνια όμως έπειτα από την επανάσταση κατέβηκε στα 12%, πέντε φορές λιγότερο, και σήμερα, όσο ξέρουμε, έχει ολότελα ξεριζωθεί, ενώ σε μας ζει και βασιλεύει.
Βλέπουμε ακόμη πως στις γυναίκες ο αναλφαβητισμός είναι δυό φορές και κάτι μεγαλύτερος απ’ ό,τι  είναι στους άντρες. Υπάρχει μάλιστα η πληροφορία[5] πως ως τα 1882 ούτε ένα κορίτσι από την ύπαιθρη χώρα δε φοιτούσε σε σχολείο. Βλέπουμε ακόμη πως ως τα 1890, εξήντα χρόνια έπειτα από την επανάσταση του 1821, τα ¾ των παιδιών δεν πατούν το πόδι τους σε σχολείο. Μα και από τότε ως σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά – στα 1930 πάνω από 350 χιλιάδες – τροφοδοτούν με καινούργιο αίμα τον αναλφαβητισμό. Αν λογαριάσουμε και τα παιδιά 6-12 χρονών που δεν πάτησαν το πόδι τους στο σχολείο, το ποσοστό του αναλφαβητισμού που μας δείχνει ο δεύτερος πίνακας θα ανέβει πολύ περισσότερο. Έτσι στα 1907 ο αναλφαβητισμός, όπως είδαμε, έφτανε το 60%. Μα την ίδια χρονιά δεν φοίτησαν στα σχολεία 164 χιλιάδες παιδιά, δηλαδή άλλο ένα 8%. Και μη νομίσουμε πως σήμερα έχει λιγοστέψει. Αν θυμηθούμε πως τα περισσότερα σχολεία έμειναν κλειστά τα τέσσερα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς, και πως όσα άνοιξαν λειτούργησαν μέσα στις πιο χειρότερες συνθήκες, θα ιδούμε μπροστά μας το νέο κύμα του αναλφαβητισμού, που πάει να πνίξει στην αμορφωσιά την χώρα μας.
Μα για να εχτιμήσουμε σωστά την κατάσταση δεν πρέπει να μας ξεφύγει και κάτι ακόμη πολύ σπουδαίο. Ο αναλφαβητισμός δεν κατανέμεται αναλογικά στους νοικοκυραίους και τους φτωχούς. Ο αναλφαβητισμός φωλιάζει στους φτωχούς γιατί, η σπουδαιότερη αιτία που τον προκαλεί είναι η φτώχεια. Στους νοικοκυραίους στα χωριά είναι πολύ μικρότερος, και περιορίζεται μόνο στις γυναίκες. Στους πλούσιους στις πολιτείες μας δεν υπάρχει. Ώστε εκεί που έχει απλώσει τα πλοκάμια του είναι οι εργάτες, και πιο πολύ οι άποροι αγρότες. Αυτοί είναι βυθισμένοι στην αμορφωσιά.
Συμπέρασμα. Η αδιαφορία του Κράτους για τη μόρφωση των παιδιών του λαού ήταν σ’ όλο το διάστημα της ελεύτερης ζωής μας εγκληματική. Η εκπαιδευτική του πολιτική πέρα για πέρα αντιλαϊκή.

γ’. Αγραμματοσύνη και αμάθεια

Δημοτικό σχολείο
Ως σήμερα η παιδεία μας χωρίζεται σε τρείς βαθμίδες, σύμφωνα με τις τρείς βασικές κοινωνικές τάξεις. Κάθε βαθμίδα μάλιστα έχει πάρει το όνομά της από την αντίστοιχη κοινωνική τάξη, που πρέπει να εξυπηρετεί. Έτσι έχουμε την κατώτερη παιδεία για την κατώτερη κοινωνική τάξη, για  την πλατιά μάζα του δουλευτή λαού. Ονομάζεται και «στοιχειώδης εκπαίδευσις» γιατί το Κράτος μας πιστεύει πως για το λαό φτάνουν και παραφτάνουν μερικά «στοιχεία» μερικά κολυβογράμματα. Έχουμε έπειτα τη μέση παιδεία για τη μέση αστική τάξη, και την ανώτερη παιδεία για την ανώτατη τη μεγαλοαστική τάξη. Ως τα 1930 μοναδικό σχολείο της πρώτης βαθμίδας ήταν το τετράχρονο δημοτικό σχολείο, κι’ ας είχε νομοθετηθεί, όπως είπαμε, από το 1834 η εφτάχρονη υποχρεωτική δημοτική παιδεία. Τα σχολεία της δεύτερης βαθμίδας ήσαν δύο, το τρίχρονο Ελληνικό για τα παιδιά της μικροαστικής τάξης, και επάνω απ’ αυτό το τετράχρονο γυμνάσιο. Στα 1930 με τη νέα οργάνωση της παιδείας, που έκανε ο τότε Υπουργός Κ. Γόντικας καταργήθηκαν τα Ελληνικά σχολεία – φαινομενικά όμως γιατί στη θέση τους φύτρωσαν σα μανιτάρια τα ημιγυμνάσια – και έγινε εξάχρονο το δημοτικό σχολείο και εξάχρονο το γυμνάσιο. Μα την πρόοδο αυτή, την προσθήκη δύο χρόνων για την καλύτερη μόρφωση των παιδιών του λαού, δεν την είδε με καλό μάτι η μοναρχοφασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου. Ουσιαστικά την κατάργησε και στα 1937 ξανανάστησε το τετράχρονο δημοτικό και έκανε οχτάχρονο το γυμνάσιο. Το ίδιο άλλωστε έκαναν όλα τα φασιστικά Κράτη. Όλα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κοίταξαν να περιορίσουνε τη μόρφωση του λαού. Μπορούμε λοιπόν να ειπούμε πως από την ίδρυση του νέου Κράτους μας ως σήμερα το τετράχρονο δημοτικό είναι το καθαυτό μα και το μοναδικό σχολείο για τα παιδιά του λαού.
Το τετράχρονο δημοτικό δεν ανταποκρίθηκε στο φτωχικό προορισμό του. Ο αναλφαβητισμός και η αγραμματοσύνη βύθισαν στην αμορφωσιά το λαό μας στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας.
Είδαμε παραπάνω[6] πως ως τα 1890 τα ¾ των παιδιών δεν πατήσανε το πόδι τους στο σχολείο. Μα και από τότε ως σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά δε φοιτούν στο σχολείο. Έτσι στα:

1933 από τα παιδιά που γράφτηκαν δε φοίτησαν 75.305
1934 από τα παιδιά που γράφτηκαν δε φοίτησαν 78.393
1935 από τα παιδιά που γράφτηκαν δε φοίτησαν 75.886
1936 από τα παιδιά που γράφτηκαν δε φοίτησαν 82.988
1937 δε γράφτηκαν 150.000 και απ’ όσα γράφτηκαν δε φοίτησαν 88.000
1938 δε γράφτηκαν 155.000 και απ’ όσα γράφτηκαν δε φοίτησαν 91.000

Από τις χιλιάδες παιδιά ένα μέρος δε φοίτησαν ποτέ τους στο σχολείο και έμεινα ολότελα αναλφάβητα. Ένα άλλο μέρος το μεγαλύτερο διάκοψαν τη φοίτησή τους, πριν να τελειώσουνε το δημοτικό σχολείο, που θα ειπεί πως φοίτησαν ένα δυό χρόνια μόνο και έτσι έμειναν αγράμματα. Ας παρακολουθήσουμε καλύτερα τη διαρροή αυτή.
Σχολική χρονιά 1930-31[7]
Στην Κεφαλληνία γράφτηκαν στην α’ τάξη 2.548 παιδιά στην δ’ τάξη 1.053
Στην Κόνιτσα       γράφτηκαν στην α’ τάξη   838 παιδιά στην δ’  τάξη   359
Στην Κέρκυρα      γράφτηκαν στην α’ τάξη 4.417 παιδιά στην δ’ τάξη 1.512
Σε προάστια της Αθήνας         στην α’ τάξη 1.614 παιδιά στην δ’ τάξη 1.119
Στην περιφέρει Μεσολογγιού  στην α’ τάξη 2.799 παιδιά στην δ’ τάξη 1.327
Στην Αθήνα (σε σχολεία ανατολικής περιφέρειας) στην α’ τάξη 5.606 παιδιά στην δ’ τάξη 3.919

Σχολική χρονιά 1937-38
Τάξη
Φοίτησαν
Προβιβάστηκαν
Απορίφτηκαν
Α’
231.087
160.961
70.126   30%
Β’
180.655
149.040
31.615   17%
Γ’
169.743
137.266
32.477   20%
Δ’
140.432
120.848
19.584    7%
Σύνολο
721.917
568.115
153.802

Από τους δύο τούτους πίνακες βλέπουμε – τι θλιβερό αλήθεια – πως περίπου τα μισά παιδιά απ’ όσα γράφτηκαν στην α’ τάξη δε φτάνουν στην δ’, δεν τελειώνουν ούτε αυτό το κακομοιριασμένο τετράχρονο δημοτικό σχολείο. Στις αγροτικές μάλιστα περιφέρειες λιγότερο και από τα μισά. Ως την στ’ τάξη, όπως μας λένε οι στατιστικές πληροφορίες ούτε το 1/3  των παιδιών δε φτάνει. Βλέπουμε ακόμη πως η μεγαλύτερη διαρροή γίνεται από την α’ στη β’ τάξη. Στην α’ τάξη φοίτησαν 231 χιλιάδες και στη β’ 180 χιλιάδες, 50.000 λιγότερο. Πόσα θέλετε να μένουν στην ίδια τάξη; Ο πίνακας μας λέει πως δεν προβιβάστηκαν 70.000. Μα το ποσοστό αυτό, 30% είναι τρομαχτικό. Δεν έπρεπε κανονικά να είναι παραπάνω από 8%, το πολύ δηλαδή 20.000 παιδιά. Οι άλλες 50.000 θα ειπεί πως δε φοίτησαν κανονικά ούτε τον ένα χρόνο και διάκοψαν τα περισσότερα τη φοίτησή τους. Μα και αν δεχτούμε μεγαλύτερο ποσοστό – ξέρουμε μέσα σε ποιες ελεεινές συνθήκες λειτουργούνε τα δημοτικά σχολεία μας – πάλι με τον πιο απλόχερο υπολογισμό από τα 100 παιδιά της α’ τάξης φοιτούν τα 86 στη β’, 75 στη γ’ και 68 στην δ’ τάξη.
Το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του. Δίπλα στις εκατοντάδες χιλιάδες αναλφάβητους έχουμε και στρατό αμέτρητο αγράμματους, που μόλις μπορούν να κουτσοδιαβάσουν και να σκαλίσουν με την πένα την υπογραφή τους.
Η αγραμματοσύνη όμως απλώνεται λίγο πολύ και σ’ όλους τους άλλους που τέλειωσαν το τετράχρονο δημοτικό σχολείο και δεν πήγανε παραπάνω ή δε μορφώθηκαν μόνοι τους. Το σχολείο τούτο λειτούργησε μέσα στις πιο ελεεινές συνθήκες. Μα κι αν ακόμη λειτουργούσε κανονικά, πάλι δε θα μπορούσε να αποδώσει πλούσιο καρπό. Πρώτα γιατί το χρονικό διάστημα, τα 4 χρόνια, δεν είναι αρκετό για να κάνουνε τα παιδιά χτήμα τους το υλικό που θα τα δίδασκε. Έπειτα, τι μπορούν να μάθουνε τα παιδιά ηλικίας 6-10 χρονών; Μα ας παρακολουθήσουμε το τετράχρονο δημοτικό στη βασανιστική πορεία του.
ΜΕΘΟΔΕΣ Οι μέθοδες της διδασκαλίας και της διαπαιδαγώγησης ήσαν ασυγχρόνιστες, αντιπαιδαγωγικές, βάρβαρες. Ωε τα 1890 κυριαρχεί η αποχαυνωτική «αλληλοδιδαχτική» μέθοδος με το βα,βε,βη,βι,βο,βυ,βω –γα,γε,γη,γι,γο,γυ,γω, ως το ψα,ψε,ψη,ψι,ψο,ψυ,ψω [8]. Κύρια χαραχτηριστικά της ο ξυλοδαρμός και ο πιο αποβλακωτικός παπαγαλισμός. Το σχολείο είχε καταντήσει αληθινή φυλακή για τα παιδιά και ο δάσκαλος δεσμοφύλακας και βασανιστής τους. Στα χρόνια εκείνα μεσουρανούσε στην Ευρώπη η πολύ πιο πολιτισμένη και επιστημονική για τότε «ερβαρτιανή» μέθοδος. Πρωτομπήκε στη χώρα μας ύστερα από σκληρό αγώνα στα 1880 στο πρώτο διδασκαλείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα, και γενικεύτηκε έπειτα από το 1900, ενώ την εποχή εκείνη είχαν αναγνωριστεί τα βασικά ελαττώματά της και είχε αρχίσει να κλονίζεται συθέμελα στ’ άλλα πολιτισμένα Κράτη. Μα και η εφαρμογή της ερβαρτιανής μεθόδου στα σχολεία μας δεν άλλαξε και πολύ την κατάσταση. Ακλόνητος έμεινε ο ξυλοδαρμός, ακλόνητη και η παθητική αποδοχή με την ανυπόφορη αποστήθιση της κούφιας σοφίας, που αγωνιζόταν να μεταδώσει ο δάσκαλος. Καμιά καλλιέργεια της πρωτοβουλίας και αυτενέργειας των παιδιών. Από τις νεότερες επιστημονικές μέθοδες της διδαχτικής ούτε λόγος να γίνεται. Καμιά δεν εφαρμόστηκε όπως έπρεπε. Η περίφημη «αρχή της εργασίας» εφαρμόστηκε  με τον πιο αντιεπιστημονικό τρόπο, τόσο που δεν είναι υπερβολή να πούμε, πως μας ξαναγύρισε πίσω στην «αλληλοδιδαχτική» κάπως όμως εξευγενισμένη. Παρανοήθηκε ολότελα το βαθύτερο νόημά της. Βέβαια τα τελευταία χρόνια κάμποσοι φωτισμένοι δασκάλοι και καθηγητές επιχείρησαν με δική τους πρωτοβουλία να εφαρμόσουν σωστά τη μέθοδο της «εργασίας». Όλοι τους όμως βρήκανε αντιμέτωπο το Κράτος και καταδιώχτηκαν σαν υπονομευτές του ιδιαίτερα από τη μοναρχοφασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου. Το επίσημο Κράτος πάντα έβλεπε κίντυνο πίσω από κάθε καινοτομία στην παιδεία, κι αν ακόμη ήταν απλά μεθοδολογική. Έτσι λοιπόν το τετράχρονο δημοτικό έσερνε κουραστικά τα βήματά του. Το αποτέλεσμα είναι τα παιδιά να σιχαθούν και να μισήσουν το σχολείο, και να φοβούνται το δεσμοφύλακά τους το δάσκαλο. Και γιατί το δημοτικό σχολείο, και γενικότερα όλη η παιδεία μας από τη βάση ως τη κορυφή της το πανεπιστήμιο, έμεινε κολλημένη στις απαρχαιωμένες και βάρβαρες μέθοδες; Είπα τώρα δα το σπουδαιότερο λόγο. Το επίσημο Κράτος φοβόταν κάθε καινοτομία. Μα υπάρχει και ένας άλλος ειδικός λόγος. Οι απαρχαιωμένες αυτές μέθοδες συμβαδίζανε και συνταιριάζανε με το απαρχαιωμένο πρόγραμμα.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Τρία είναι τα κύρια χαραχτηριστικά του. Ο ψευτοκλασικός λογιωτατισμός, η σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη προσαρμογής στις υλικές και πνευματικές ανάγκες του λαού, και ο διακοσμητικός και στείρος εγκυκλοπαιδισμός.
Στο ιδρυτικό διάταγμα της δημοτικής παιδείας στα 1834 αναγράφονται στο πρόγραμμα εκτός από την ανάγνωση, τη γραφή, την αριθμητική, την ιερά ιστορία και κατήχηση, και «αγρονομία, κηπουρική, βομβυκοτροφία, μελισσοτροφία». Βλέπει κανείς μια προσπάθεια να δοθούν στο λαό και κάποιες χρήσιμες πραχτικές γνώσεις. Το πλούσιο όμως τούτο πραχτικό πρόγραμμα, καταρτισμένο με βάση τα προγράμματα των σχολείων στη Βαυαρία, την πατρίδα του Όθωνα, έμεινε από τότε στο χαρτί. Το επίσημο Κράτος ποτέ δεν σκέφτηκε να το εφαρμόσει πραγματικά. Ήταν κι αυτό μια από τις τόσες υποσχέσεις, που γενναιόδωρα έδινε το Κράτος στο λαό, χωρίς όμως να έχει τη διάθεση να τις ξεπληρώσει. Η δικαιολογία πως οι δασκάλοι της εποχής εκείνης δεν ήσαν σε θέση να διδάξουν αυτά τα πραχτικά μαθήματα, γιατί και οι ίδιοι δεν τα ήξεραν, τόσο ήσαν ακατάρτιστοι, αποδείχνει ίσα-ίσα, πως το Κράτος δεν είχε καμιά όρεξη να εφοδιάσει το λαό με τα όπλα της αληθινής μόρφωσης, γιατί αλλιώς θα φρόντιζε με κάθε τρόπο να καταρτίσει τους κατάλληλους δασκάλους.
Ως τα 1885, σ’ όλο το διάστημα που κυριαρχούσε η «αλληλοδιδαχτική» τα παιδιά του λαού ήσαν παραδομένα στα αποπνιχτικά πλοκάμια του λογιωτατισμού από την πρώτη τάξη του δημοτικού. Ολόκληρη η παιδεία μας ήταν διαποτισμένη με το ψευτοκλασικό ιδανικό της προγονοπληξίας. Ως τότε ολόκληρο το πρόγραμμα του δημοτικού το αποροφούσε η γλωσσική διδασκαλία. Έτσι ο λαός ριχνότανε στην παραγωγική δουλειά ολότελα απροετοίμαστος, στερημένος το φως της επιστήμης. Και ενώ πάλαιε σκληρά, και ενώ ζούσε στην πείνα και την εξαθλίωση, ο λογιωτατισμός του σφύριζε σαγηνευτικά στο αυτί: ψωμί και κρεμμύδι να τρως – αυτή είναι η υπέρτατη αρετή σου και πρέπει να υπερηφανεύεσαι. Πραχτική μόρφωση τι να την κάνεις συ, ο περιούσιος λαός, ο απόγονος των ένδοξων αρχαίων Ελλήνων, που όλα τα Έθνη τους θαυμάζουν; Όσοι σου μιλάνε για πραχτική και επαγγελματική μόρφωση, είναι εχτροί σου και θέλουν να σε ταπεινώσουν. Μιμήσου στην εξωτερική εμφάνιση τους τιμημένους προγόνους σου, θαύμαζε παθητικά το μεγαλείο τους, παράτησε τη χυδαία γλώσσα σου, μάθε να μιλάς αρχαία, και όλος ο πολιτισμένος κόσμος θα πέσει να σε προσκυνήσει. Γλωσσική διδασκαλία, υπερκαθαρεύουσα , γραμματική της αρχαίας, τεχνολογία και συνταχτικό για ν’ ακονίσεις το μυαλό σου, να ποια πρέπει να είναι η μόρφωσή σου.
Δεκαετηρίδες ολόκληρες στενάζει η παιδεία μας κάτω από το βραχνά του λογιωτατισμού. Όμως η κατάσταση έχει γίνει ανυπόφορη. Και με την πίεση του λαού, που διεκδικεί έπειτα από τον ψευτοπόλεμο του 1897 τα δικαιώματά του, αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο η ανάγκη να συγχρονιστεί η παιδεία μας και να προσαρμοστεί το πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου στις μορφωτικές ανάγκες του λαού. Ο λογιωτατισμός υποχωρεί φαινομενικά, ταμπουρωμένος στον προμαχώνα της καθαρεύουσας και της τεχνολογίας, και δέχεται να προστεθούν στο πρόγραμμα και άλλα μαθήματα. Έτσι σιγά-σιγά μπαίνουν στο δημοτικό σχολείο όλοι οι κλάδοι των φυσικών επιστημών, η ανθρωπολογία, η ζωολογία, η βοτανική, η φυσική, η χημεία, η γεωλογία, η ορυχτολογία, η κοσμογραφία κ.τ.λ. Μα η κατάσταση δεν αλλάζει. Το πρόγραμμα εξακολουθεί να μένει απροσάρμοστο στις πραγματικές υλικές και πνευματικές  ανάγκες του λαού. Παραφορτώνεται με πλήθος βαρύ υλικό και αχώνευτο για παιδιά ηλικίας 6-10 χρονών. Και ενώ μένει υπόδουλο στο λογιωτατισμό, πνίγεται  μέσα στον εγκυκλοπαιδισμό. Τέτοιο είναι το επίσημο πρόγραμμα για τα δημοτικά σχολεία, που ισχύει ως σήμερα. Καταρτίστηκε στα 1912 από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο του Υπουργείου της Παιδείας, και μένει από τότε απολιθωμένο, ιερό και απαραβίαστο, κι ας έγιναν στο μεταξύ δυό παγκόσμιοι πόλεμοι, κι ας έχυσε ο λαός το αίμα του για να λυτρωθεί από την πολύμορφη σκλαβιά του και να υψωθεί σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο.
Όλοι λοιπόν οι κλάδοι  της επιστήμης, χωριστά ο καθένας και για λογαριασμό του μέσα στο πρόγραμμα του τετράχρονου δημοτικού σχολείου. Τα παιδιά πρέπει να τα μάθουν όλα, να αποθηκέψουν μέσα τους όλη την πεμπτουσία της επιστήμης, αδιάφορο αν τους χρειάζονται ή όχι οι γνώσεις αυτές , αδιάφορο αν δεν γίνονται κίνητρα για δράση, όπλα εξυψωτικά στη ζωή. Μεσότοιχος αδιαπέραστος χωρίζει το σχολείο από τη ζωή. Διαζύγιο ανάμεσα στις «γνώσεις» και στην πράξη. Η κούφια θεωρία «η επιστήμη για την επιστήμη και όχι για τη ζωή» θρονιάζεται και στο δημοτικό σχολείο. Οι γνώσεις αποχτούν μεταφυσική, σα να ειπούμε, οντότητα, είναι κάτι το αυθύπαρχτο έξω και επάνω από τη ζωή, με δική τους εσωκείμενη αξία, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποίησή τους. Και επειδή είναι τέτοιες, τα παιδιά πρέπει να τις κάνουνε χτήμα τους, έτσι όπως είναι, έτσι όπως βγαίνουν από το στόμα του δασκάλου, ή όπως είναι διατυπωμένες στα σοφά «εγκεκριμένα»  διδαχτικά βιβλία. Η μόνη λοιπόν μέθοδος που ταιριάζει είναι η αποστήθιση και η αποθήκεψή τους με κάθε τρόπο στη μνήμη. Έτσι πολλαπλασιάζονται οι εξετάσεις, οι δοκιμασίες, και οι διαγωνισμοί, τα όπλα αυτά της αποστήθισης, και ζυγίζονται ακριβοδίκαια οι βαθμοί. Και τα παιδιά βασανίζονται, αγκομαχούν να αποστηθίσουν το  πολύτιμο μα άχρηστο γι’ αυτά υλικό, να παπαγαλίσουν επιστημονικούς νόμους και όρους, και ορισμούς για να γίνουν πολύμαθοι σοφοί. Και ενώ διδάσκονται τόση σοφία, μένουν άσοφα, αμόρφωτα, απροετοίμαστα για τη ζωή. Δάσκαλος και Επιθεωρητής για ένα μόνο ενδιαφέρονται, να ελέγξουν «τι ξέρει να πει το παιδί, όχι πραγματικά τι ξέρει, και πολύ λιγότερο τι ξέρει να κάνει».
Παραφορτωμένα λοιπόν τα παιδιά με πλήθος γνώσεις ασύνδετες αναμεταξύ τους, και αχρησιμοποιήσιμες και γι’ αυτό στείρες, μόλις ξεφύγουν από το σχολείο, βάζουν σε ενέργεια τον αμυντικό ψυχικό οργανισμό τους, τη λήθη, και σε λίγο τις απολησμονούν για να ξελαφρώσουν από το περιττό βάρος τους, κρατώντας μόνο κάποια κουρέλια από τον ένα και τον άλλο κλάδο της επιστήμης, για να στολίσουν την αμάθειά τους.
Μα ο λογιωτατισμός, όπως είπα, υποχώρησε, δεν παράδωσε όμως και τα όπλα του. Ταμπουρωμένος στο απόρθητο φρούριο της προγονοπληξίας, κατόρθωσε να υποδουλώσει όλο το πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου, και να ξεφυλλίσει όλα τα μαθήματα σε όργανα για την εκμάθηση της νεκρής καθαρεύουσας. Έτσι παραμένει κεντρικός σκοπός του δημοτικού σχολείου η γλωσσική διδασκαλία με τη γραμματική της καθαρεύουσας και την τεχνολογία.
ΓΛΩΣΣΑ και ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ. Δουλιά βασανιστική για το δάσκαλο, δουλιά μαρτυρική για τα παιδιά η γλωσσική διδασκαλία. Αποροφούσε όλο το πρόγραμμα του σχολείου. Απονέκρωνε τη ζωτικότητα των παιδιών, σκότωνε τη σπιρτάδα τους. «Η σκιά της ηλιθιότητας εκάλυπτε την τάξιν»[9]. Ο δάσκαλος, με πολύτιμο συνεργάτη του τη βέργα, αγωνιούσε να κάνει τα παιδιά να ξεμάθουν τη ζωντανή μητρική τους γλώσσα, να λένε τα πράμματα καλύτερα, να λένε το αυγό – ωόν, το νερό – ύδωρ, το ψωμί – άρτον, το συνάχι – συνάκχην, το βόδι – βόδιον, τη ρέγγα – αρίγγην. Αγωνιούσε να στολίσει τα παιδιά με «τα σύμβολα αυτά της προγονικής ευκλείας» και να τα κάνει να μιλούν, αν όχι αλλού, στο σχολείο, στο ναό της παιδείας, «την των θείων προγόνων γλώσσαν». Και ακόμη ίδρωνε και ξίδρωνε ο κακότυχος να κάνει τα παιδιά φωστήρες στη γραμματική της αρχαίας αττικής και στην «στυγνήν και θεοκατάρατον» τεχνολογία
. Με το νέκταρ της γραμματικής και με την αμβροσία της τεχνολογίας έπρεπε να τραφούν τα Ελληνόπουλα από την πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου, για να γίνουν άξιοι απόγονοι των ένδοξων προγόνων τους. Γι’ αυτό στη γλωσσική διδασκαλία συγκεντρωνόταν όλη η ικανότητα του δασκάλου. Τα άλλα μαθήματα το γλωσσικό σκοπό εξυπηρετούσαν. «Ο καταρτισμός των μαθητών στην τεχνολογία ήταν από τα κυριότερα συστατικά του γραμματισμένου και ικανού δασκάλου της εποχής εκείνης και είχε για αποτέλεσμα ….. το μεγάλωμα του χρονιάτικου μιστού του»[10] .
Η τραγική αυτή κατάσταση κράτησε εκατό ολόκληρα χρόνια. Όλα τα βιβλία του δημοτικού σχολείου γραμμένα σε υπερκαθαρεύουσα, ακατανόητα, «άρρητ’ αθεμιτάτε». Τα παιδιά διάβαζαν αποστήθιζαν και τεχνολογούσαν παπαγαλίστικα φράσεις σαν τις «κλίβανος πεπυρακτωμένος, αιδήμων κόρη»[11]. Και τα παιδιά της πρώτης τάξης του δημοτικού, ηλικίας 6 χρονών διάβαζαν στα αλφαβητάριά τους και τρεφόντουσαν πνευματικά με τις ακόλουθες λέξεις και φράσεις: «ία, ωά, ωία, πέπερι, ζώον ο ταώς, οπώρα το ροδάκινον, το βόδιον λέγεται και βους, δρυς, δραξ, βλαξ, κλών, φρην, κνιψ, σφηξ, θριξ, τρυξ ,αίδιος, άϊνος, ελάϊνος , σκνιψ, σφυξ, στριγξ, έχασα δύο δίβολα, εύς θα είπη  ευγενής, οι όρνιθες κακάζουσιν, οι χοίροι υίζουσιν, τα χοιρίδια κοϊζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν, οι νεοσσοί τιτίζουσιν, οι πέρδικες τιττυβίζουσιν, οι γεωργοί λικμώσι τον σίτον, η άρρων νήσσα, μη δεικνύεις ασπλαχνίαν,  κόπτων και τροπών την μυίαν, ακόμη και μικρά οφείδια δεν λείπουσι, η ρίς είναι μακρυά, το κάτω μέρος της ρινός λέγεται και ακρορρίνιον, από την ρίνα εξέρχεται ακάθαρτος ύλη, το ράμφος των πτηνών είναι περιδεδυμένον με κερατίνους φλοιούς, αι τροφαί μεταβαίνουσιν εις τον πρόλοβον, ο πρόλοβος είναι όργανον κερατώδες και μυώδες»[12]
Ως τα 1885, ίσως και αργότερα, τα παιδιά του δημοτικού, για να χαρούνε την ομορφιά της αρχαίας, άκουαν να τους μιλάει ο Αίσωπος, ο Ισοκράτης, ο Λουκιανός. Στη Χρηστομάθεια του Αλεξ. Ραγκαβή διάβαζαν και παπαγάλιζαν ρητά, γνωμικά, αισώπειους μύθους, σχολαστικούς του Ιεροκλή, το Ενύπνιον του Λουκιανού, την Παραίνεσιν προς Δημόνικον του Ισοκράτη, τον προς Ευτρόπιον λόγον του Χρυσόστομου, όλα αυτά στο πρωτότυπο[13].
Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; «Τα παιδιά ενύσταζαν, Θεέ μου πως ενύσταζαν…μόλις ελάμβαναν αν χείρας τα υψηλά αυτά αποστάγματα της προγονικής γλώσσης, αρετής και σοφίας επάθαιναν ακαριαίαν νάρκωσιν, δυσθυμίαν, ανορεξίαν ψυχικήν, γλωσσοδέτην, ανικανότητα σκέψεως….Τα καλύτερα επαπαγάλιζαν ευσυνειδήτως….ωσάν ρητά του κορανίου, τα οποία αποστήθιζαν κεχηναίοι ανατολίται… φράσεις ωσάν βελόναι εκ πάγου εμπηγνύμεναι εις τον παιδικόν εγκέφαλον»[14].
Ως τα 1917 επικρατούσε απόλυτα από την πρώτη τάξη του δημοτικού η καθαρεύουσα με την αρχαϊκή γραμματική της και την τεχνολογία. Στα 1917 με πρωταγωνιστή το μεγάλο του Έθνους δάσκαλο , τον υπέροχο καθοδηγητή της νεολαίας Δημήτρη Γληνό μπήκε στο τετράχρονο δημοτικό η λαϊκή γλώσσα, η δημοτική, και μαζί της η δροσιά της ζωντάνιας. Η γλωσσική αυτή μεταρρύθμιση ήταν βέβαια, ένα χτύπημα για το λογιωτατισμό, ήταν λοιπόν μια σημαντική πρόοδος, μα δεν άλλαξε την ουσία της παιδείας μας. Και όμως λύσσαξε η αντίδραση. Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, τη συκοφαντία, το ψέμα, την απάτη, τη συνειδητή παραπλάνηση του λαού. Επιστράτευσε ακόμη και τον Πατριάρχη, και το Μητροπολίτη. Κιντυνεύει η πατρίδα, κλονίζεται η υπόσταση του Έθνους, φώναζε. Οι μεταρρυθμιστές είναι άθεοι, μασώνοι, χορτοφάγοι, πουλημένα όργανα στους εχτρούς της φυλής μας. Στα 1920 ύστερα από τρία χρόνια ζωής γκρεμίζεται η γλωσσική μεταρρύθμιση και η Επιτροπή που κατάρτισε το Υπουργείο της Παιδείας με πρόεδρο το σημερινό καθηγητή της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Εξαρχόπουλο, γνωμάτευσε χωρίς να κοκινίσει από ντροπή, πως πρέπει να καούν τα Αναγνωστικά της δημοτικής «ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως» γιατί υπονομεύουν τη Θρησκεία, διαλύουν την οικογένεια, προδίνουν την πατρίδα και διαφθείρουν τους νέους. Στα 1923 έπειτα από τη Μικρασιατική καταστροφή – εκεί μας έφερε η «Μεγάλη Ιδέα» - ξαναμπήκε η δημοτική. Μα σε λίγο έγινε αγνώριστη από την κακοποίηση που έπαθε ιδιαίτερα από τη μοναρχοφασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου. Και σήμερα πάνοπλοι οι βρυκολακιασμένοι γλωσσαμύντορες. Ο σημερινός Υπουργός της Παιδείας, ένας μέσα στους τόσους άλλους φωτοσβέστες, ο καθηγητής κ. Μπαλάνος αρνήθηκε να βγάλει την καθαρεύουσα και από αυτό το δημοτικό σχολείο. Το επίσημο Κράτος στάθηκε ανίκανο να λύσει το γλωσσικό ζήτημα. Και όμως εκεί επάνω στα βουνά της Ευρυτανίας, στους Κορυσχάδες, ο δουλευτής λαός, με το ιστορικό ψήφισμα του Εθνικού Συμβουλίου κατάργησε την καθαρεύουσα και διακήρυξε για επίσημη γλώσσα του Κράτους σ’ όλα τα φανερώματα της δημόσιας ζωής και σ’ όλες τις βαθμίδες της παιδείας τη ζωντανή του γλώσσα, τη γνήσια δημοτική.
Ας ανακεφαλαιώσουμε: Μέθοδες  απαρχαιωμένες και βάρβαρες. Πρόγραμμα απαρχαιωμένο, απροσάρμοστο, «με την πλάτη γυρισμένη στο λαό», παραφορτωμένο με υλικό ξεκρέμαστο και στο μεγαλύτερο μέρος άχρηστο. Στείρος εγκυκλοπαιδισμός. Λογιωτατισμός, καθαρεύουσα, ψευτοδημοτική τώρα τελευταία, γραμματική, τεχνολογία. Τι μάθαιναν λοιπόν τα παιδιά που τέλειωναν το τετράχρονο δημοτικό σχολείο;
Μάθαιναν, βέβαια, ανάγνωση, μα ως τα 1917 δεν καταλάβαιναν τι διαβάζουν, και πάθαιναν με την καθαρεύουσα γλωσσοδέτη. Και από το 1917 ως σήμερα οι τελειόφοιτοι του δημοτικού καταλαβαίνουν λίγο πολύ απλά βιβλία γραμμένα στη δημοτική, δεν είναι όμως σε θέση ούτε τους νόμους του Κράτους, ούτε τις εγκύκλιες των Υπουργείων, ούτε τις αποφάσεις των δικαστηρίων να ξεδιαλύνουν, ούτε τα συμβόλαια που υπογράφουν ούτε τις εφημερίδες καλά-καλά να καταλάβουν, αφού εξακολουθεί επίσημη γλώσσα του Κράτους να είναι η νεκρή καθαρεύουσα. Μάθαιναν ακόμη τα παιδιά να γράφουν, και αποστήθιζαν ορθογραφικούς κανόνες, μα δεν μπορούσαν και δεν τολμούσαν  να διατυπώσουν στο χαρτί τη σκέψη τους, το αίστημά τους. Η καθαρεύουσα, η γραμματική, η ορθογραφία αχρήστευαν την πένα στο χέρι τους. Μάθαιναν αριθμητική και κλάσματα, και δεκαδικούς και «σιμμιγείς» μα άλλο από τις τέσσερις πράξεις των ακεραίων δεν ήσαν σε θέση να χρησιμοποιήσουν. Μάθαιναν και μαθαίνουν σωρό εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, δε γνώρισαν όμως τη γύρω τους φύση, δεν αντίκρυσαν την άμεση πραγματικότητα, δεν είδαν τη σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία. Δεν ένοιωσαν την αξία του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού, δεν έμαθαν τη χρησιμοποίησή του. Η γεωργία μας σε πρωτόγονη κατάσταση. Η χτηνοτροφία μας ακόμα χειρότερα. Τα χωριά μας μέσα στη λάσπη και τη βρώμα. Οι χωρικοί ακόμη και σήμερα κοιμούνται παρέα με τα ζώα τους. Οι σταύλοι μέσα στα σπίτια. Όλη η ζωή του θλιβερή και πρωτόγονη. Αποστηθίζουν στο σχολείο τα παιδιά μας γεωγραφικούς όρους, μαθαίνουν απέξω και ανακατωτά πολιτείες και χωριά, βουνά και ποτάμια, λίμνες και θάλασσες και ωκεανούς, μα δε γνώρισαν την πατρίδα μας, την ομορφιά και τις  ασχήμιες της, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Διδάσκονται ανθρωπολογία, παπαγαλίζουν τα «οστά της κεφαλής» μα δε γνώρισαν τη σκληρή πάλη του ανθρώπου να κυριαρχήσει τη φύση, δεν ένοιωσαν την αξία της ανθρώπινης δουλιάς, και ούτε την αγάπησαν. Φορτώνουν το κεφάλι τους με βασιλιάδες και στρατηγούς, με μάχες και χρονολογίες, μα δε μπήκανε στο νόημα της ιστορίας, δεν είδαν τους αγώνες του λαού για τη λευτεριά και το λυτρωμό του και δεν έχουν την παραμικρότερη είδηση για τα σύγχρονα προβλήματα, που μας βασανίζουνε. Διδάσκονται το πολίτευμα των Αθηναίων και Σπαρτιατών, μα δε γνώρισαν πως διοικείται ο τόπος μας, και γιατί κακοδιοικείται και υποφέρει και πεινάει ο δουλευτής λαός. Μαθαίνουν λοιπόν για όλα, μα πραγματικά δεν ξέρουνε τίποτε. Βγαίνουνε στη ζωή απροετοίμαστα και ανίδεα με κάποια κουρέλια γνώσεις, ξεθωριασμένα στολίδια της αμάθειάς τους. Γιατί καμιά από τις επιστημονικές γνώσεις δεν έμαθαν να χρησιμοποιούν. Κούφια μόνο λόγια και αέρας κοπανιστός. Ο λογιωτατισμός και ο εγκυκλοπαιδισμός ανατίναξαν στον αέρα και τη στοιχειακή ακόμη μόρφωση των παιδιών του λαού.

δ’. Διδαχτικό προσωπικό
Συνέπεια της εγκληματικής αμέλειας, που έδειξε το Κράτος για τη μόρφωση των παιδιών του λαού, είναι και η αδιαφορία του για τον εργάτη του δημοτικού σχολείου, το δάσκαλο. Ποτέ δε θέλησε να τον μορφώσει πραγματικά, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να του δώσει τη θέση που του αξίζει στην κοινωνία, και να του δημιουργήσει υποφερτές συνθήκες για να ανταποκριθεί στη μεγάλη αποστολή του. Παραπεταμένο το δημοτικό σχολείο, κακομοιριασμένος, ακατάρτιστος ή μισομορφωμένος και εξαθλιωμένος και ο δάσκαλος.
Ως τα 1882 έχουμε αποκλειστικά τους δασκάλους της «Επιτροπής». Αυτοί ήσαν ως το 1864 δυό ειδών. Οι λιγότεροι ήσαν απόφοιτοι της δεύτερης τάξης του Ελληνικού σχολείου με δυό χρόνια σπουδές σε ένα είδος «προκαταρκτικού»[15] διδασκαλείου, που ίδρυσε το Κράτος αρκετά νωρίς στην Αθήνα. Οι άλλοι, πολύ περισσότεροι από τους πρώτους, ήσαν και αυτοί απόφοιτοι του Ελληνικού σχολείου, που χωρίς διόλου να φοιτήσουν στο πρόχειρο αυτό διδασκαλείο, έδιναν εξετάσεις «ενώπιον Επιτροπής εκ του διδακτικού προσωπικού του διδασκαλείου» και έπαιρναν το χαρτί του δασκάλου. Το διδασκαλείο αυτό έζησε ως το 1864. Το Κράτος το θεώρησε βάρος στον προϋπολογισμό του και το κατάργησε. Και για να βγάζει δασκάλους, όριζε κάθε φορά «ειδική εξεταστική επιτροπή» και όποιος ήθελε, παρουσιαζόταν, έδινε εξετάσεις, και άμα πετύχαινε, έβγαινε δάσκαλος. Τι είδους δασκάλοι ήσαν όλοι αυτοί, το καταλαβαίνει ο καθένας μας. Καλά-καλά μόνο παπαγαλίστικά ήξεραν το υλικό, που είχαν να διδάξουν.
Στα 1878 ιδρύεται στην Αθήνα το πρώτο διδασκαλείο για αγόρια, και μέσα σε λίγα χρόνια ιδρύει το Κράτος και άλλα τρία αγορίστικα, και αναγνωρίζει ισότιμα και τα διδασκαλεία τα Αρσάκεια, που άρχισε να ιδρύει η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, για να βγάζει δασκάλες. Ως τα 1905 λειτουργούσαν 7 διδασκαλεία, 4 κρατικά αγορίστικα και τρία τα Αρσάκεια. Στα 1905 το Κράτος κατάργησε τα τρία από τα δικά του για να ξαλαφρώσει τον προϋπολογισμό του από τη μεγάλη αυτή πολυτέλεια και άφησε μόνο το ένα στην Αθήνα, το Μαράσλειο ως τα 1914. Παράλληλα όμως το Κράτος για να βολέψει τα πράματα, είχε από τα 1892 ιδρύσει και κάμποσα υποδιδασκαλεία. Σ’ αυτά φοιτούσαν τελειόφοιτοι του Ελληνικού σχολείου ένα μόνο χρόνο και βγαίνανε κατώτεροι δασκάλοι «υποδιδάσκαλοι ή γραμματοδιδάσκαλοι» όπως τους έλεγαν. Έτσι από το 1882 ως τα 1914 έχουμε τρείς κατηγορίες δασκάλους. Τους πτυχιούχους, τους δασκάλους της «Επιτροπής» και τους γραμματοδασκάλους.
Στα 1914 με την προσάρτηση των νέων χωρών το κακό είχε παραγίνει. Παντού ζητούσαν δασκάλους. Και το Κράτος μπροστά στην πίεση αυτή σταμάτησε τα υποδιδασκαλεία και άρχισε να πολλαπλασιάζει τα διδασκαλεία. Στα 1929 λειτουργούσαν 25 μαζί με τα Αρσάκεια. Φυσικά το Κράτος αναγνώρισε για δασκάλους και όσους υπηρετούσαν στις νέες χώρες και τους διόρισε. Το ίδιο έκανε και με τους πρόσφυγες δασκάλους, έπειτα από τη μικρασιατική καταστροφή. Μα οι «νεοχωρίτες» και οι πρόσφυγες δασκάλοι δεν ήσαν καλύτεροι από τους παλαιοελλαδίτες. Πολύ λίγοι ήσαν πτυχιούχοι, όλοι οι άλλοι ήσαν απόφοιτοι από κάποια τάξη του εξάχρονου γυμνάσιου, και δεν είχαν καμιά ειδική παιδαγωγική μόρφωση[16] . Με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γόντικα καταργήθηκαν 7 από τα διδασκαλεία, γιατί είχαμε «περίσσειαν προσωπικού δημοτικής εκπαιδεύσεως»[17] και λειτούργησαν ως τα 1936 τα άλλα 18. Στα 1936 καταργούνται όλα και στη θέση τους ιδρύονται οι σημερινές παιδαγωγικές ακαδημίες. Και επειδή, όπως έλεγαν, είχαμε πληθωρισμό και χιλιάδες πτυχιούχοι δασκάλοι έμειναν αδιόριστοι – αν είχαμε πραγματικά ή όχι πληθωρισμό θα το ιδούμε σε λίγο – περιορίστηκαν οι παιδαγωγικές ακαδημίες σε οχτώ.
Για να ανακεφαλαιώσουμε παραθέτω τον ακόλουθο πίνακα:
Στα 1931 σε 12.887 δασκάλους που είχαμε οι 9.557 είναι πτυχιούχοι και οι 3.330 χωρίς καμιά ειδική παιδαγωγική μόρφωση. Απ’ αυτούς
527 με ενδειχτικό ως τη β’ τάξη του εξάχρονου γυμνάσιου
946 με ενδειχτικό ως τη γ’, δ’  και ε’ τάξη του εξάχρονου γυμνάσιου
929 με απολυτήριο γυμνάσιου
928 γραμματοδάσκαλοι απόφοιτοι υποδιδασκαλείου[18]
Στα 1938 σε 15.402 δασκάλους έχουμε 2.616 χωρίς πτυχίο και απ’ αυτούς 414 με ενδειχτικό από κάποια τάξη του γυμνάσιου, 818 με απολυτήριο γυμνάσιου και 241 απόφοιτοι υποδιδασκαλείου.
Από την ανασκόπησή μας βλέπουμε, πως ως τα 1882 οι δασκάλοι του δημοτικού σχολείου είναι ολότελα αμόρφωτοι και ακατάρτιστοι. Βλέπουμε ακόμη πως η παραγωγή τέτιων δασκάλων κράτησε και άλλα 40 ολόκληρα χρόνια ως τα 1925. Μα και οι πτυχιούχοι δε βγαίνανε από τα διδασκαλεία ούτε αυτοί καλά καταρτισμένοι για τρείς λόγους. Οι μαθητές των διδασκαλείων, οι διδασκαλιστές, ήσαν οι περισσότεροί τους φτωχά παιδιά. Σπούδαζαν μέσα σε ελεεινές συνθήκες. Δεν είχαν τα μέσα να μορφωθούν, να καταρτίσουν τη βιβλιοθήκη τους, να χαρούν τον πολιτισμό της πόλης, όπου λειτουργούσε το διδασκαλείο. Έπειτα το πρόγραμμα των διδασκαλείων το παράδερνε κι’ αυτό ο λογιωτατισμός και ο στείρος εγκυκλοπαιδισμός. Εποπτικά μέσα, εργαστήρια δεν υπήρχαν. Η χημεία, η φυσική διδασκόταν στον πίνακα, η γεωπονία στις γλάστρες. Και το σπουδαιότερο το Κράτος ποτέ δε σκέφτηκε σοβαρά να καταρτίσει διδαχτικό προσωπικό για τα διδασκαλεία. Αν εξαιρέσουμε ελάχιστα, όλα τα άλλα λειτούργησαν με προσωπικό κάθε άλλο παρά κατάλληλο. Οι περισσότεροι διευθυντές των διδασκαλείων σχολαστικοί, ασυγχρόνιστοι,  χωρίς βαθύτερη παιδαγωγική μόρφωση, παιδαγωγοί του γλυκού νερού, μοναδική φροντίδα είχαν να διδάξουν την ερβαρτιανή μέθοδο. Δεν ήσαν σε θέση ν’ ανοίξουν τον πνευματικό ορίζοντα των μαθητών τους, να οργανώσουν τη σπουδαστική ζωή τους, να τους κατατοπίσουν στα παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά προβλήματα, να τους μεταδώσουν «το θείον πυρ»να τους καλλιεργήσουν το επιστημονικό πνεύμα και να τους κάνουν ν’ αγαπήσουν το έργο του δασκάλου.
Και αφού τέτιοι ήσαν οι δασκάλοι, ακατάρτιστοι και μισομορφωμένοι, τι έκανε το Κράτος για να τους μετεκπαιδεύσει και να τους συγχρονίσει; Ως τα 1917 σχεδόν τίποτε. Από τότε το μόνο μέτρο που πήρε – κι’ αυτό ύστερα από τον ξεσηκωμό του ίδιου του εκπαιδευτικού κλάδου – είναι ο θεσμός της δίχρονης «μετεκπαίδευσης» στο πανεπιστήμιο. Μα και ο θεσμός αυτός δεν έδωσε ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά τα αποτελέσματα που περίμενε ο κλάδος. Από τα 1922 που πρωτοεφαρμόστηκε ως τα 1937 πέρασαν τη μετεκπαίδευση στο πανεπιστήμιο 338 – 262 δασκάλοι και 76 δασκάλες – και από τότε ως σήμερα άλλοι 100, δηλαδή σε 15.500 δασκάλους που έχουμε μετεκπαιδεύτηκαν ως τώρα μέσα σε 20 χρόνια όχι παραπάνω από 500. Ποιοτικά πάλι η μετεκπαίδευση έμεινε λειψή. Το Κράτος την εμπιστεύτηκε στο πρωτοπαλήκαρο του λογιωτατισμού, και στυλοβάτη της αντιπροοδευτικής παιδείας μας, στον καθηγητή της παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο κ. Εξαρχόπουλο.
Μα κι αν έβγαιναν οι δασκάλοι μας καλά καταρτισμένοι από τα διδασκαλεία, πάλι δε θα μπορούσαν να σταθούνε στο ύψος της αποστολής τους. Συντριφτικές ήσαν οι συνθήκες, όπου μέσα δούλευαν και δουλεύουν. Η διοίκηση της παιδείας ξεχαρβαλωμένη, φαυλοκρατική, θύματα στα χέρια του κάθε κομματάρχη και πολιτικάντη, χωρίς καμιά μονιμότητα, σωστό δασκαλοπάζαρο ως τα 1895, και από τότε κάθε λίγο και λιγάκι με άρση της μονιμότητας, με οργανωμένους από το Κράτος διωγμούς, με εξορίες και φυλακίσεις στα χρόνια της μοναρχοφασιστικής τυραννίας της 4ης Αυγούστου. Οικονομικά εξαθλιωμένοι. Ως τα 1914 σκλάβοι πολιτικά και οικονομικά στους δημάρχους. Ο κάθε δήμαρχος μιστοδοτούσε τους δασκάλους όταν και όσο ήθελε[19] . Και από τότε στο τελευταίο σκαλοπάτι της υπαλληλικής ιεραρχίας οι δασκάλοι με μιστό πολλές φορές μικρότερο και από του χωροφύλακα. Στα 1938 ακόμη όλοι οι νέοι δασκάλοι έπαιρναν 1.600 δραχμές μιστό το μήνα. Και απάνω απ’ όλα αυτά βαρύ και ασήκωτο το φορτίο, που έφερναν στους ώμους τους. Ας ιδούμε τι μας λένε οι αριθμοί.


Δασκάλοι
Μαθητές
Σε κάθε δάσκαλο
1930
13.008
751.910
58
1938
15.620
940.000
60

Στην πραγματικότητα όμως η κατάσταση είναι πολύ πιο τραγική. Εκατοντάδες δασκάλοι δουλεύουν μέσα σε τάξεις με 70, 80. 90, 100 και 110 παιδιά. Έτσι στα 1930 [20]

Μαθητές
Δασκάλοι
Σε κάθε δάσκαλο
5ο Δημοτικό στην Αθήνα
418
6
 69
10ο Δημοτικό στην Αθήνα
667
6
111
15ο Δημοτικό στην Αθήνα
500
5
100
Δημοτικό σχολείο στην Καλλιθέα
319
3
106
Δημοτικό σχολείο στο Χαλάντρι
575
6
 96

Αν λογαριάσουμε πως ένας δάσκαλος δεν πρέπει να έχει στην τάξη του περισσότερα από 35 παιδιά, τότε στα 1930 έπρεπε αντί 13.008 να είχαμε 21.500 δασκάλους, και στα 1938 αντί 15.620 έπρεπε να είχαμε 26.800. Ώστε μας έλειπαν στα 1930 6.500, και στα 1938 11.000 δασκάλοι. Ο πληθωρισμός λοιπόν «η περίσσεια διδακτικού προσωπικού» που φώναζαν, ήταν απλή δικαιολογία για τους καινούργιους φραγμούς που έβαζαν στη μόρφωση των παιδιών του λαού. Αυτό φαίνεται καλύτερα από τον ακόλουθο συγκριτικό πίνακα[21]:
Χώρα
Χρονιά
Δασκάλοι
Σε κάθε δάσκαλο
Σουηδία
-
 32.250
20
Ελβετία
1937-38
 16.545
29
Βέλγιο
1937-38
 34.508
28
Αγγλία
1936-37
170.995
31
Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής
1935-36
669.693
31
Βουλγαρία
1938
 24.763
38
Ελλάδα
1937-38
 15.945
61

Βλέπουμε στον πίνακα τούτο, πως η Βουλγαρία με μικρότερο πληθυσμό έχει 9 χιλιάδες δασκάλους παραπάνω από μας. Η Σουηδία με μικρότερο πληθυσμό έχει διπλάσιους. Οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής με 17 φορές παραπάνω πληθυσμό, έχει 40 φορές παραπάνω δασκάλους. Ξέρουμε ακόμη πως η τόσο καθυστερημένη την εποχή του τσαρισμού Ρωσία μέσα σε 8 χρόνια από την επανάσταση, στα 1928 έφτασε να έχει 500.000 δασκάλους καλά καταρτισμένους με πρόγραμμα μέσα σε μια δεκαετία να τους κάνει ένα εκατομμύριο, ώστε να αναλογούν 25 παιδιά σ’ ένα δάσκαλο. Και ξέουμε καλά, πως η Σοβιετική Ρωσία πραγματοποιεί  όλα τα προγράμματα που αποσκοπούν στην υλική και πνευματική εξύψωση του λαού. Διαφωτιστικός για τις αφόρητες συνθήκες όπου μέσα δουλεύουν οι δασκάλοι μας, είναι και ο ακόλουθος στατιστικός πίνακας:

1931-32
1937-38[22]
Σχολεία
4.937
4.977
Σχολεία με ένα δάσκαλο
1,251
1.522
Σχολεία με δυό δασκάλους
  605
  685
Σχολεία με τρείς δασκάλους
  344
  346
Σχολεία με τέσσερεις δασκάλους
  203
  233
Σχολεία με πέντε δασκάλους
  299
  448
Σχολεία με έξι δασκάλους
7.639
8.211
Σχολεία σύνολο

Βλέπουμε πως 60% από τα σχολεία μας λειτουργούν ακόμη και σήμερα με έναν δάσκαλο και άλλα 20% με δυό δασκάλους. Έχουμε λοιπόν όχι πληθωρισμό δασκάλων, παρά έναν άλλο πληθωρισμό αποπνιχτικό και για τα παιδιά και για το δάσκαλο. Πληθωρισμό παιδιών για το δάσκαλο στις πολιτείες, και πληθωρισμό σχολείων με ένα δάσκαλο στο χωριό. Τι εμπόδιο είναι ο διπλός αυτός πληθωρισμός για τη μόρφωση των παιδιών, το καταλαβαίνει ο καθένας μας.
Μα ας ρίξουμε ακόμη μια ματιά στη στατιστική του 1937-38. Βλέπουμε πως στη χώρα μας υπάρχουν 10.928 πολιτείες και χωριά, μικρά και μεγάλα, και 8.211 δημοτικά σχολεία. Από τα σχολεία αυτά 140 δε λειτούργησαν διόλου, και άλλα 1.000 περίπου είναι συγκεντρωμένα στις 38 μεγαλύτερες πόλεις. Τα υπόλοιπα 7.071 είναι σκορπισμένα στα 10.890 μικρά και μεγάλα χωριά. Αυτό θα ειπεί πως πάνω από 3.750 χωριά δεν έχουν δικό τους σχολείο. Και όμως έχουμε από το 1834 υποχρεωτική δημοτική παιδεία. Και που θα στείλουν οι κάτοικοι των 3.750 αυτών χωριών τα παιδιά τους να μάθουνε γράμματα; Και όμως το Κράτος άφηνε χιλιάδες δασκάλους αδιόριστους και περιόριζε τα διδασκαλεία από 25 σε 18 στα 1929 ως που τα έκανε στα 1936 μόνο οχτώ, προβάλλοντας για δικαιολογία τον πληθωρισμό του διδαχτικού προσωπικού. Μα αν αυτό δεν είναι συνειδητή απάτη, τι άλλο είναι;
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες  δούλευαν οι δάσκαλοι. Σακατεμένοι[23] από το ασήκωτο φορτίο που έφερναν στους ώμους των, οικονομικά εξαθλιωμένοι με το μιστό της πείνας, κυνηγημένοι. Μπροστά στην κατάσταση αυτή οι δάσκαλοι δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Οργανώθηκαν, ίδρυσαν τους τοπικούς συλλόγους των και τη «Διδασκαλική Ομοσπονδία» και αγωνίστηκαν παληκαρίσια για να υψώσουν το δημοτικό σχολείο και να καλυτερέψουν τη θέση τους. Τα τελευταία 25 χρόνια πρωτοστάτησαν σε κάθε προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση της παιδείας. Πάντα όμως βρήκαν αντιμέτωπο το Κράτος. Συκοφαντήθηκαν, τιμωρήθηκαν, καταδιώχτηκαν, ώσπου ήρθε η τυραννία της 4ης Αυγούστου και διάλυσε τις οργανώσεις τους και γέμισε τα ξερονήσια με εξόριστους δασκάλους. Και τώρα στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς άκουσαν τη φωνή της πατρίδας, ένιωσαν τον πόνο του λαού, αγωνίστηκαν με αυτοθυσία στο πλευρό του και πότισαν με το τίμιο αίμα τους το δέντρο της λευτεριάς και του λυτρωμού.

ε’ Τα σχολικά μας χτίρια
Με  φρίκη αναθυμούνται οι ενήλικοι τις τρώγλες αυτές, όπου πέρασαν τα μαθητικά  τους χρόνια. Χωρίς ήλιο, χωρίς αέρα, βρώμικα, σαραβαλιασμένα, πένθιμα, σωστή φυλακή για την παιδική ψυχή τα σχολικά μας χτίρια δείχνουν την απονιά του Κράτους για την υγεία και την μόρφωση των παιδιών του λαού, και διαλαλούν την αντιλαϊκότητα της παιδείας.
Ως τα 1895 η αδιαφορία του Κράτους ολοκληρωτική. Στην εισηγητική έκθεση στα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του 1889 – έμειναν νομοσχέδια, η Βουλή των «Ελλήνων» πλουτοκρατών δεν τα ψήφισε – διαβάζουμε: «Τα διδακτήρια είναι τελείως ακατάλληλα προς τον σκοπόν της εκπαιδεύσεως, και όλως επιβλαβή δια την υγείαν των νεαρών βλαστών, συναγελαζομένων εν τρώγλαις ανήλιοις και υγραίς, αποτελούσαις ως επί το πλείστον οιονεί παράρτημα βουστασίων, σταύλων»[24]. Και όμως πέρασαν εφτά ακόμη χρόνια, για ν’ ανοίξει τα μάτια του το Κράτος και να δείξει κάποιο ενδιαφέρο.
Από τα 1895 αρχίζει κάποια διδαχτηριακή κίνηση. Η κατάσταση είχε παραγίνει. Μα τα αποτελέσματα ως τα 1928 ήσαν πολύ φτωχικά, όπως μας δείχνουν οι παρακάτω στατιστικές πληροφορίες[25]

1834-1895 ολοκληρωτική αδιαφορία
1895-1910 χτίστηκαν 444 σχολικά χτίρια
1910-1920 χτίστηκαν   54 μόνο σχολικά χτίρια
1920-1928 χριστήκαν 500 σχολικά χτίρια
Σύνολο                      998 σχολικά χτίρια



Επιθεωρήθηκαν
Υγιεινά
Μέτρια +Αντιυγιεινά = Σύνολο        %
1926-27
2.105
805
685+616=1.301                         62%
1927-28
2.050
900
702+448=1.150                         56%
1928-29
1.996
799
580+617=1.197                         59%
1930-31
1.583
630
561+391=  953                          60%

Στα 1930 στεγάστηκαν σε υγιεινά οπωσδήποτε εκπαιδευτήρια 290 χιλιάδες παιδιά και σε ακατάλληλα 270 χιλιάδες παιδιά. Την ίδια χρονιά σε ιδιωτικά σχολεία 142 χιλιάδες.
Ως τα 1929 λοιπόν, μέσα σε 100 ολόκληρα χρόνια ελεύτερης ζωής μας έχουν χτιστεί 998 διδαχτήρια. Όλα τα άλλα σχολεία στεγάζονται σε ιδιωτικά σπίτια. Και ξέρουμε πως τα σπίτια αυτά δεν ήσαν τα καλύτερα. Τα περισσότερα ήσαν σταύλοι. Η ενοικίαση ενός σχολείου ήταν το αντικείμενο της πιο φαυλοκρατικής συναλλαγής, ρουσφέτι στα χέρια του κάθε κομματάρχη. Για να συλλάβουμε καλύτερα την εικόνα, ας μη λησμονάμε, πως στις τρώγλες αυτές φοιτούσαν τα παιδιά του λαού, του αγρότη, του εργάτη. Τα νοικοκυρόπουλα, τα πλουσιόπαιδα, εκτός του ότι ζούσαν σε πολύ καλύτερες κατοικίες και τρεφόντουσαν καλύτερα, είχαν και τα δικά τους σχολεία, τα ιδιωτικά, που τα διδαχτήριά τους ήσαν πολύ πιο υγιεινά από τα δημόσια.
Από το 1929 ως τα 1933, μέσα στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα, χτίστηκαν 3.167 καινούργια διδαχτήρια, 126 της μέσης παιδείας και 3.041 της δημοτικής, με 795 αίθουσες τα πρώτα, και 7.276 τα δεύτερα. Τα έξοδα ανέβηκαν σε ενάμιση δισεκατομμύριο δραχμές – τέσσερα περίπου εκατομμύρια χρυσές λίρες-. Το Κράτος ξόδεψε τα 550 εκατομμύρια[26] . Από το υπόλοιπο ένα δισεκατομμύριο το μεγαλύτερο μέρος το διάθεσαν οι δήμοι και οι κοινότητες, και το άλλο καλύφτηκε από δωρεές και από εμβάσματα από ξενιτεμένους Έλληνες και άλλους τοπικούς πόρους.
Πώς να εξηγήσουμε την απότομη τούτη στροφή του Κράτους, το όψιμο ενδιαφέρο του να λύσει το διδαχτηριακό πρόβλημα; Δείχνει, όπως πολλοί τότε διακήρυξαν, αλλαγή της εκπαιδευτικής πολιτικής; Είναι πραγματική προσπάθεια για αναγέννηση της παιδείας μας; Κάθε άλλο. Ας μη μας γελούν τα φαινόμενα. Ας ιδούμε τι μας λένε τα πράματα. Οι διαμαρτυρίες για την καθυστερημένη και αντιλαϊκή παιδεία μας ερχόντουσαν από παντού. Η κατακραυγή μεγάλη. Οι προοδευτικοί λειτουργοί της παιδείας είχαν ανάψει τη φωτιά, είχαν ανοίξει τα μάτια του κόσμου. Οι γονείς φώναζαν, έβλεπαν τον τρομερό κίντυνο για την υγεία των παιδιών τους μέσα στα διδαχτήρια σταύλους. Ο λαός είχε αρχίσει να διεκδικεί τα δικαιώματά του και αγωνιζόταν να τα καταχτήσει. Η πίεση έντονη. Η τότε Κυβέρνηση Βενιζέλου είχε υποσχεθεί με το στόμα του αρχηγού της να κάνει την Ελλάδα «αγνώριστη». Κάτι έπρεπε να γίνει μπροστά στην έντονη λαϊκή πίεση για την ανόρθωση της παιδείας. Και το Κράτος για να βγει από τη δύσκολη θέση, καταπιάστηκε με το διδαχτηριακό πρόβλημα. Δεν είχε τίποτε να φοβηθεί από τα άψυχα σχολικά χτίρια. Απεναντίας θα κατεύναζε τα πνεύματα, θα έκανε φιγούρα, και θα μάζευε συγχαρητήρια. Το χτίσιμο λοιπόν των 3.167 διδαχτηρίων ήταν απλούστατα η πιο ανώδυνη υποχώρηση του Κράτους στην έντονη λαϊκή πίεση, και ταυτόχρονα θεατρινίστικη φιλανθρωπία στα παιδιά του λαού. Αυτό μας λένε τα πράματα. Μα ας ιδούμε καλύτερα το ζήτημα.
Από το ενάμιση δισεκατομμύριο που ξοδεύτηκε για τα 3.167 καινούργια διδαχτήρια, τα 2/3 τα διάθεσαν οι τοπικές αυτοδιοικήσεις. Σε πολλά χωριά, δούλεψαν και οι ίδιοι οι κάτοικοι και τα ζώα τους χωρίς καμιά αμοιβή, στο χτίσιμο του σχολείου των. Αυτό δείχνει πόσο φλογερό ήταν το ενδιαφέρο του λαού για τα σχολικά χτίρια. Μα το ενδιαφέρο αυτό δε φούντωσε μονομιάς, ούτε καλλιεργήθηκε από το Κράτος. Προϋπήρχε. Και ίσα-ίσα αυτό το ενδιαφέρο του λαού, αυτή η λαϊκή πίεση ξεσήκωσε το Κράτος. Αλλιώς το Κράτος δε θα είχε καταπιαστεί μόνο με το διδαχτηριακό πρόβλημα. Θα είχε καταπιαστεί με ολόκληρο το εκπαιδευτικό πρόβλημα. Ενώ τώρα περιορίστηκε μόνο στην εξωτερική εμφάνιση της παιδείας, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε στην ουσία της. Η εκπαιδευτική πολιτική του Κράτους, έμεινε η ίδια και απαράλλαχτη. Τίποτε δεν άλλαξε. Τα ίδια παραπλανητικά ιδανικά, το ίδιο περιεχόμενο, το ίδιο απαρχαιωμένο πρόγραμμα, οι ίδιες μέθοδες, η ίδια κατακόρυφη και αντιλαϊκή οργάνωση της παιδείας μας. Μέσα στα καινούργια σχολικά χτίρια θρονιάστηκε με μεγαλύτερη τώρα άνεση το ίδιο σχολαστικό πνεύμα. Τα παιδιά δε λυτρώθηκαν. Και ότι έτσι είναι μας το δείχνουν και τα ίδια τα καινούργια διδαχτήρια. Δε χτίστηκαν με την προοπτική να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες μιας αληθινά λαϊκής παιδείας, ούτε καν συγχρονίστηκαν με τις απαιτήσεις της νεότερης παιδαγωγικής. Χτίστηκαν 3.041 διδαχτήρια για τη δημοτική παιδεία με 7.276 αίθουσες. Αν βγάλουμε τα λιγοστά πολυτάξια, που χτίστηκαν στις πόλεις, όλα τα άλλα είναι διδαχτήρια με δυό ξερές αίθουσες, μια για τη διδασκαλία, κι άλλη μια μικρότερη για το γραφείο του σχολείου. Χτίστηκαν λοιπόν για να στεγάσουν την απαρχαιωμένη παθητική ακροαματική διδασκαλία. Λείπουν ολότελα αίθουσες για εργαστήρια. Λείπουν αίθουσες για ομιλίες και συγκεντρώσεις, για το σχολικό κινηματογράφο. Καμιά πρόβλεψη για την εγκατάσταση του μαθητικού συσσιτίου, μαθητικών λουτρών και τις άλλες περισχολικές ανάγκες των παιδιών. Λείπουν αίθουσες για το νηπιαγωγείο, τον παιδικό και βρεφονηπιακό σταθμό. Και δεν είναι υπερβολή αν ειπούμε, πως τα καινούργια διδαχτήρια, όσο κι αν υγιεινά, σε λίγο θα είναι άχρηστα ή μισοάχρηστα από παιδαγωγική άποψη.
Και τέλος όπως ξαφνικά άναψε, έτσι και ξαφνικά εξατμίστηκε το ενδιαφέρο του Κράτους για τα σχολικά χτίρια. Όπως ένας σωρός άχυρα, που γρήγορα φουντώνει, βγάζει μεγάλες φλόγες, μα γρήγορα σβήνει. Από το 1933 ξαναγύρισε το Κράτος στην αδιαφορία του. Αυτό ήταν όλο. 3.167 καινούργια  διδαχτήρια. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Τα χρόνια ήρθαν δύστυχα. Ο δημόσιος προϋπολογισμός δεν άντεχε πια. Άλλες σπουδαιότερες ανάγκες ξεπήδησαν. Στρατός οι χαφιέδες. Η ειδική ασφάλεια. Έτσι το διδαχτηριακό πρόβλημα μισολύθηκε και κακολύθηκε. Να τι μας λένε οι αριθμοί. Στα 1938 στα 8.211 σχολεία τα 281 είναι άστεγα, και 2.490 ακατάλληλα και αντιυγιεινά. Κάμποσα βέβαια από τα άλλα είναι ακόμη ιδιωτικά σπίτια με νοίκι. Αν λογαριάσουμε ακόμη τα 3.750 χωριά και χωριουδάκια, που όπως είδαμε, δεν έχουνε δικό τους σχολείο, βλέπουμε πως στα 1938 μας έλειπαν κάπου 7.000 σχολικά χτίρια, απέναντι στις 4.200 που είχαμε. Σήμερα η κατάσταση είναι τρισχειρότερη. Πάτησε την πατρίδα μας ο ντόπιος και ξένος φασισμός. Στην τετράχρονη μαύρη σκλαβιά οι βάρβαροι καταχτητές έκαψαν εκατοντάδες σχολειά, πάνω από χίλια, και λεηλάτησαν και ρήμαξαν τα περισσότερα από τα άλλα. Μένει λοιπόν άλυτο το διδαχτηριακό πρόβλημα, βαριά κληρονομιά στη λαϊκή δημοκρατία.
Όσο για τα σχολικά έπιπλα, τα εποπτικά μέσα, και διδαχτικά όργανα, ούτε λόγος να γίνεται. Ήσαν ανύπαρχτα. Κάποια φροντίδα έδειξε το Κράτος τα τελευταία είκοσι χρόνια για τα θρανία, ίσα-ίσα την εποχή που τα άλλα πολιτισμένα Κράτη άρχισαν να καταργούν τα στρεβλωτήρια αυτά. Στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας, μοναδικό στολίδι στα πένθιμα δημοτικά σχολεία ήταν κάποιος ξεθωριασμένος χάρτης της Ελλάδας, και μοναδικό όργανο για τη διδασκαλία ο ξεβαμμένος συχνά μαυροπίνακας. Τίποτε άλλο. Ούτε όργανα για φυσική και χημεία, ούτε εικόνες και χάρτες για την ιστορία, τη γεωγραφία, τη ζωολογία και τα άλλα μαθήματα. Λιγοστά ήσαν τα σχολεία, που κάτι είχαν. Κι’ αυτό χρωστιέται στην πρωτοβουλία των προοδευτικών δασκάλων και όχι στο Κράτος. Μα το πέρασμα των Ούνων τα ρήμαξε κι αυτά, τα αφάνισε. Άλλη βαριά κληρονομιά για τη λαϊκή δημοκρατία.

στ’ Η υγεία των παιδιών μας
Χιλιάδες παιδιά πεινούν, χιλιάδες παιδιά ζούνε μέσα στη βρώμα και την κακομοιριά, μέσα στη γύμνια και την ξυπολυσιά, χιλιάδες παιδιά  αδικοπεθαίνουν. Το δρεπάνι του χάρου θερίζει κάθε χρόνο αλύπητα παιδικές ζωές, ωραία μπουμπούκια πριν ακόμη ανοίξουν να χαρούν τον ήλιο, πριν ακόμη μοσκοβολήσουν στον αέρα. Το έγκλημα τούτο δείχνει σε ποιο ηθικό ξεπεσμό έχει κατρακυλίσει η σημερινή κοινωνία. Καμιά συστηματικά φροντίδα για τη διατροφή των παιδιών του λαού. Όλοι οι δασκάλοι έχουν ζήσει το τραγικό φαινόμενο, να λιποθυμούν παιδιά στο σχολείο από την πείνα. Καμιά μέριμνα για την υγεία τους. Η χώρα μας με τον χαρούμενο ήλιο και το ωραίο κλίμα της, έχει τη μεγαλύτερη θνησιμότητα στη βρεφική και παιδική ηλικία. Γι αυτό το λόγο και ο πληθυσμός μας δε μεγαλώνει ανάλογα, μολονότι η Ελλάδα έρχεται ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά Κράτη τέταρτη στις γεννήσεις. Αυτή τη τραγική εικόνα μας παρουσιάζει η Ελλάδα στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας! Η νέα γενιά σακατεμένη από τη δουλιά, εξαθλιωμένη, βυθισμένη στο πνευματικό σκοτάδι, με κλονισμένη συθέμελα την υγεία της, πλήρωσε βαριά με τη ζωή της, για να θησαυρίζει η πλουτοκρατική ολιγαρχία, που κυβερνάει τον τόπο μας. Ο πόνος μας πνίγει και ξεχειλίζει ο θυμός μας για την εγκληματική απονιά, που έδειξε το Ελληνικό Κράτος στη νέα γενιά.
Ογδόντα ολόκληρα χρόνια ελεύτερης ζωής μας πέρασαν, και στο τόπο μας, ήταν, μας λέει ο Λαμπαδάριος[27]  άγνωστος είναι και ο όρος ακόμη «σχολική υγιεινή». Για το επίσημο Κράτος ως τα 1910 δεν υπήρχε καν το πρόβλημα της υγείας των παιδιών. Καμιά ως τότε όχι μόνο μέριμνα, μα ούτε και η παραμικρότερη επίβλεψη, ούτε και η παραμικρότερη οργάνωση της σχολικής υγιεινής. Για πρώτη φορά στα 1910 ιδρύθηκε στο Υπουργείο της Παιδείας ένα κουτσογραφείο για τη σχολική υγιεινή. Από τα 1912 αρχίζει να οργανώνεται και διορίζονται οι πρώτοι σχολίατροι. Μα κι εδώ, όπως και στις άλλες δημόσιες υπηρεσίες, άπλωσε τα πλοκάμια της η μικροπολιτική συναλλαγή, από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε η σχολιατρική υπηρεσία ως σήμερα φυτοζωεί με τα λιγοστά, με τα ασήμαντα μέσα, που της έδωσε το Κράτος. Γι αυτό και τα αποτελέσματά της πολύ φτωχικά. «Είναι κωμικόν να γίνεται καν λόγος περί σχολικής υγιεινής» φωνάζει ο Λαμπαδάριος[28] . Και έχει δίκιο. Μια ματιά στον προϋπολογισμό της σχολιατρικής υπηρεσίας θα μας πείσει:

1915     δραχμές   166.980[29]
1927-28  δραχμές   985.000
1919-20 δραχμές   215.840
1928-29  δραχμές   993.000
1924-25 δραχμές   738.400
1929-30  δραχμές 1.628.000
1925-26 δραχμές 2.069.000
1930-31  δραχμές 1.624.000
1926-27 δραχμές    968.360
1931-32  δραχμές 1.844.000

Με τον ίδιο κωμικό ρυθμό βαδίζει ως σήμερα. Η δαπάνη για τη σχολιατρική υπηρεσία μόλις φτάνει τα δύο χιλιοστά στο συνολικό προϋπολογισμό του Υπουργείου της Παιδείας, δαπάνη αληθινά γελοία με το συγκεντρωτικό σύστημα που έχουμε γενικά στη διοίκηση, και που οι δήμοι και οι κοινότητες δεν ξοδεύουν πεντάρα για την υγεία των παιδιών. Και όμως και τα φτωχότερα Ευρωπαϊκά Κράτη ξοδεύουν τα 5% στο συνολικό προϋπολογισμό τους για την παιδεία, δηλαδή 25 φορές περισσότερο. Μα ο λογαριασμός αυτός δε μας λέει όλη την αλήθεια. Η Ελλάδα, όπως θα ιδούμε παρακάτω, έρχεται τελευταία στον προϋπολογισμό της για την παιδεία. Τα άλλα Κράτη ξοδεύουν δυό και τρείς φορές περισσότερο, ώστε αναλογικά θα έπρεπε κι εμείς να δαπανούσαμε για τη σχολική υγιεινή 50 φορές περισσότερο, απ ότι ξοδεύουμε σήμερα.
Γι αυτό κούτσαινε η σχολιατρκή υπηρεσία. Οι σχολικές νοσοκόμες, οι επισκέπτριες αδελφές δεν υπάρχουν ακόμη σε μας. Σχολίατροι δε γινόντουσαν οι καλύτεροι γιατροί, ούτε όσοι γινόντουσαν μπορούσαν με το μικρό μιστό που έπαιρναν να αφοσιωθούν στη δουλιά τους. Και σα να μην έφταναν τα χάλια αυτά της σχολιατρικής υπηρεσίας, το Ελληνικό Κράτος, για να «περιστείλει τν σπατάλην του δημοσίου προϋπολογισμού» πραγματικά όμως για να πληρώσει ο τότε διχτάτορας Πάγκαλος, τους πραιτωριανούς του, κατάργησε το μιστό των σχολιάτρων – φυσικά όπως πάντα, τα σπασμένα έπρεπε να τα πληρώσει η παιδεία. Έπρεπε τη δαπάνη για τους σχολίατρους να την αναλάβουν οι δήμοι και οι κοινότητες. Μα οι δήμοι και οι κοινότητες είχαν άλλες ανάγκες να ικανοποιήσουν και δεν πλήρωσαν πεντάρα. Έτσι η κουτσή σχολιατρική υπηρεσία αποκουτσάθηκε.
Ας ρίξουμε τώρα μια γοργή ματιά στην υγεία των παιδιών μας. Οι αριθμοί που θα ιδούμε, είναι τρομαχτικοί.
Είπαμε πως έχουμε τα πρωτεία δίπλα  στον αναλφαβητισμό, και στη θνησιμότητα της βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Οι περισσότεροι θάνατοι χρωστιούνται  σε μολυσματικές αρώστειες. Σύμφωνα με τις στατιστικές πληροφορίες της σχολιατρικής υπηρεσίας[30] , στα 100 παιδιά που πεθαίνουν τα 52 πεθαίνουν από οστρακιά, μηνιγγίτιδα, διφθερίτιδα, ελονοσία και φθίση, από αρώστειες δηλαδή που η επιστήμη παραδέχεται πως μπορούν να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά, άμα το Κράτος ενδιαφέρεται πραγματικά για την υγεία των παιδιών και εφαρμόσει τα ειδικά προφυλαχτικά μέτρα. Φυσικά στα παιδιά που πεθαίνουν τα περισσότερα είναι παιδιά του λαού. Τα νοικοκυρόπουλα και καλύτερα προφυλάγονται και έχουν τα μέσα να γιατρευθούν άμα αρωστήσουν.
Η νοσηρότητα στη μαθητική νεολαία, από διάφορες αρώστειες φτάνει τα 25% στο σύνολο των μαθητών. Αριθμός τρομαχτικός. 25% από τα παιδιά μας τροφοδοτούν πλούσια το δρεπάνι του χάρου, και τα περισσότερα απ’ όσα ζήσουν βγαίνουν στη ζωή λίγο πολύ σακατεμένα, βάρος στους δικούς των και στην κοινωνία. Τέσσερεις είναι οι φοβερότερες αρώστειες, αληθινές πληγές για την παιδική και νεανική ηλικία, η οστρακιά, το τράχωμα, η ελονοσία και η φθίση.
Η οστρακιά σαρώνει κυριολεχτικά την μαθητική ηλικία στις επιδημίες της. «Είναι η θανατηφόρος μάστιξ των σχολείων μας». Και όμως είναι μια αρώστεια, που «ασφαλώς δύναται να καταπολεμηθεί εάν παρασχεθούν τα απαιτούμενα μέσα».
Το τράχωμα. Στα 1912 που πρωτοοργανώθηκε η σχολιατρική υπηρεσία βρήκε το τράχωμα απλωμένο σ’ όλη τη χώρα μας. Στην Αθήνα μέσα έφτανε 4% στο σύνολο των μαθητών. Σε πολλές άλλες περιφέρειες σε κάθε 100 παιδιά που φοιτούσαν στα σχολεία τα 75 ήσαν τραχωματικά. Η σχολιατρική υπηρεσία, φωνάζει με το δίκιο του ο Λαμπαδάριος «δεν είχε πόρους προς ίδρυσιν ιδίων αντιτραχωματικών ιατρείων, και μάλιστα φορητών και περιοδευόντων». Με όλη την προσπάθεια δεν μπόρεσε να καταπολεμήσει τα τραχώματα. Στα 1928 σε 841 παιδιά με πονόματο μέσα στην Αθήνα τα 420 είχαν τράχωμα. Στα 1929 η αναλογία ανέβηκε στα 44%. Σε άλλες περιφέρειες, ιδιαίτερα σε χωριά της Αττικής, η κατάσταση ήταν και εξακολουθεί να είναι τρισχειρότερη. Τα λιγοστά τραχωματικά σχολεία, που ιδρύθηκαν για τα τραχωματικά παιδιά κάτι, βέβαια, έκαναν. Η μάχη για το ξερίζωμα της φοβερής αυτής αρώστιας δεν κερδήθηκε, καλά-καλά δεν άρχισε ακόμη.
Η ελονοσία είναι κι αυτή τρομαχτικά απλωμένη στην παιδική και νεανική ηλικία. Φτάνει σύμφωνα με τις στατιστικές πληροφορίες της σχολιατρικής υπηρεσίας, τα 41-42% στα άρωστα παιδιά. Η καταπολέμησή της δεν ήταν αποτελεσματική. Η ελονοσία σ’ όλο το διάστημα της ελεύτερης ζωής μας θέριζε το λαό και τη νέα γενιά και τροφοδοτούσε πλούσια την άλλη πληγή, τη φθίση.
Η φθίση η κατάρα του τόπου μας. Ξέρουμε πόσα κορμιά τρώει το χρόνο. Χιλιάδες παληκάρια και παιδιά λυώνουν και σβήνουν. Και πως μπορούσε να είναι διαφορετικά; Τα παιδιά του δουλευτή λαού υποσιτίζονται. Τα περισσότερα ζούνε σε ανήλια υπόγεια στις πόλεις, και σε τρώγλες στο χωριό. Στριμώχνονται σε διδαχτήρια σταύλους. Ιατρική παρακολούθηση, νοσοκομειακή περίθαλψη δεν υπάρχει. Έχουμε βέβαια, από το 1928 και ιδιαίτερο Υπουργείο Υγιεινής, με πλουσιότατη νομοθεσία και παχιές υποσχέσεις. Όλα όμως στο χαρτί. Καθαρή δημαγωγία. Και ο λαός πληρώνει τους φόρους για να συντηρεί και το Υπουργείο της Υγιεινής, και τα υγειονομικά κέντρα και τις άλλες υπηρεσίες, που έχουν ιδρυθεί, καλυτέρεψη όμως της υγείας του δε βλέπει, κι ούτε έχουμε πραγματική προστασία της παιδικής ηλικίας και σχολική πρόνοια.
Η κατάσταση δεν άλλαξε. Το Κράτος δεν έδειξε καμιά πραγματική φροντίδα. Οι τελευταίες στατιστικές πληροφορίες μας λένε, πως προπολεμικά σε 1.000 βρέφη[31] πέθαναν στην Ελλάδα 148, στην Αγγλία 71, στη Νορβηγία 51. Σε 1.000 παιδιά 1-5 χρονών στην Ελλάδα πέθαναν 32, στην Αγγλία 7 και στη Νορβηγία 4, οχτώ φορές λιγότερο. Μας λένε ακόμη πως στα 1938 πέθαναν σε μας 5.479 παιδιά ηλικίας 5-14 χρονών, κι απ’ αυτά τα 568 πέθαναν από φθίση και τα 495 από ελονοσία.
Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά και στη σχολική πρόνοια. Θα συναντήσουμε σε κάθε μας βήμα, την ίδια αδιαφορία, την ίδια απονιά του Κράτους για τη νεολαία μας.
Σχολικά λουτρά. Στα 1911 μόνο 4. Από τότε ως τα 1938 έγιναν μερικά στα καινούργια πολυτάξια διδαχτήρια, μα πολύ λιγοστά, χωρίς κι αυτά καλά-καλά να λειτουργήσουν. Η ψείρα ενδημική. Τα παιδιά του λαού ζούνε μέσα στη βρώμα και την απλυσιά.   
  Μαθητικά ιατρεία. Το πρώτο ιδρύθηκε στα 1915 στην Αθήνα από τη σχολιατρική υπηρεσία με έξοδα του Πατριωτικού Ιδρύματος. Από τότε ο Ερυθρός Σταυρός Νεότητος, το Πατριωτικό Ίδρυμα και κάποια άλλα σωματεία ίδρυσαν με τη βοήθεια της σχολιατρικής υπηρεσίας και μερικά άλλα σε ορισμένες πόλεις, καθώς και μερικά αντιτραχωματικά ιατρεία. Μα είναι τόσο λίγα και λειτουργούν τόσο φτωχικά, και ούτε είναι σε θέση τα περισσότερα να δίνουν και τα σχετικά φάρμακα στα άπορα παιδιά. Πραγματική λοιπόν ιατρική παρακολούθηση και νοσοκομειακή περίθαλψη δεν υπάρχει όπως είπα. Που είναι τα λαϊκά ιατρεία στα χωριά; Που είναι τα παιδικά νοσοκομεία στις πόλεις, τα σανατόρια, τα παιδικά αναρωτήρια, όπου θα μπορούν τα παιδιά του λαού να ξαναβρούνε την υγεία τους και τη χαμένη χαρά;
Παιδικές εξοχές λειτούργησαν για πρώτη φορά στα 1911. Τότε στάλθηκαν σε εξοχή 1.000 παιδιά, 3-4 εβδομάδες το καθένα. Μα το Κράτος δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά. Ούτε τις οργάνωσε, ούτε τις ενίσχυσε όσο έπρεπε. Έτσι σιγά-σιγά έσβηναν. Στα 1923 και 1924 ούτε ένα παιδί δε στάλθηκε σε παιδική εξοχή. Ξαναρχίζουν στα 1925 με 1.050 παιδιά. Στα 1931 στέλνονται 3.000. Από τότε με το εκδρομικό ρεύμα που αναπτύχτηκε στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, πολλαπλασιάστηκαν και οι θερινές κατασκηνώσεις για τα παιδιά. Η πρόοδος όμως αυτή χρωστιέται στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Κράτος περιορίστηκε να την ευλογεί, χωρίς πραγματικά να κάνει τίποτα για τις εκατοντάδες χιλιάδες καχεχτικά και αναιμικά παιδιά, που τόσο ανάγκη έχουν να αναζωογοννηθούν στην εξοχή. 
Μαθητικά συσσίτια. Πρωτοπαρουσιάζονται απ’ ό,τι βλέπουμε στα 1927.

1927-28 πήραν μέρος      525 παιδιά
1928-29 πήραν μέρος  42. 500 παιδιά σε μαθητικά συσσίτια που λειτούργησαν σε 13 πόλεις
1929-30 πήραν μέρος    4.500 παιδιά σε μαθητικά συσσίτια που λειτούργησαν σε 16 πόλεις
1930-31πήραν μέρος   36.000 παιδιά σε μαθητικά συσσίτια που λειτούργησαν σε 58 πόλεις

Η λειτουργία των μαθητικών συσσιτίων πήρε τη μορφή δημαγωγικής φιλανθρωπίας. Τα μαθητικά συσσίτια ούτε το Κράτος, ούτε οι διάφοροι φιλανθρωπικοί Σύλλογοι  τα αντίκρυσαν σαν δικαίωμα του παιδιού. Τα παιδιά κακότρωγαν και έπρεπε σε κάθε στιγμή να δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους. Η κάθε μερίδα στοίχιζε 3-4 προπολεμικές δραχμές. Τα παιδιά πλήρωναν τα μισά, σε μερικά μάλιστα μαθητικά συσσίτια πλήρωνα τα ¾. Ο Υπουργός της Παιδείας κ. Παπανδρέου στα 1931 κήρυξε σταυροφορία για τα μαθητικά συσσίτια και έκανε τη θεαματική χειρονομία να τα ενισχύσει με δυό εκατομμύρια δραχμές, για να διατραφούν οι εκατοντάδες χιλιάδες πεινασμένα παιδιά στις πόλεις και τα χωριά. Το ίδιο έκανε και ο αρχιφασίστας αρχηγός της φυλής, ο Μεταξάς. Θέλησε να τα γενικέψει τα μαθητικά συσσίτια. Εχτός από τη δημοκοπία είχε κι έναν άλλο λόγο. Χρησιμοποίησε τα μαθητικά συσσίτια για δόλωμα, για να μαζέψει τα παιδιά στην ΕΟΝ, στο διαφθορείο αυτό της νεολαίας μας, και να τα διαποτίζει με τις αρχές του «νέου Κράτους». Μα ό,τι έδωσε με το ένα χέρι, το έπαιρνε διπλά με το άλλο, με την ειδική φορολογία που έβαλε, και που φυσικά έπεσε κι αυτή στη πλάτη του Ελληνικού λαού.
Φυσική αγωγή. Και για το τόσο βαρύ τούτο ζήτημα για την υγεία και τη μόρφωση των παιδιών του λαού, το Ελληνικό Κράτος δεν έδειξε παρά εγκληματική αδιαφορία στα πρώτα ογδόντα χρόνια της ελεύτερης ζωής μας, και κάποιο επιφανειακό ενδιαφέρο αργότερα. «Μία των βαρυτάτων ελλείψεων του παρ’ ημίν κρατούντος εκπαιδευτικού συστήματος» ομολογεί στα 1929 ο ίδιος ο Υπουργός της Παιδείας[32]  είναι «ότι παρημέλησεν την φυσικήν αγωγήν του Ελληνόπαιδος».
Ως τα 1895 δεν υπήρχε καν το μάθημα της γυμναστικής στα σχολεία μας. Και όταν δειλά-δειλά παρουσιάστηκε στο πρόγραμμα, με τι κακό μάτι την είδε ο λογιωτατισμός! Να ασκήσουν τα παιδιά το σώμα τους, να χαρούν την κίνηση, τον καθαρό αέρα, τον ήλιο; Να βγούνε από τη μούχλα της σχολικής αίθουσας; Μα αυτό ήταν έγκλημα! Τα παιδιά έπρεπε να μένουν όλη την ημέρα στα στρεβλωτικά θρανία, μέσα στους σταύλους-διδαχτήρια και να αποθηκεύουν κούφια σοφία. Γι’ αυτό και η σκολίωση – η παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης – είχε ανέβει σύμφωνα με τις στατιστικές πληροφορίες της σχολιατρικής υπηρεσίας[33]  στα 20% στα σχολεία μας.
Η χαρά αποδιωγμένη από τα σχολεία μας. Το παιχνίδι αμαρτία, ή αν όχι αμαρτία βαρύ παιδικό ελάττωμα, ή το λιγότερο άσκοπο σπατάλεμα καιρού. Με κάθε τρόπο έπρεπε να ξεριζωθεί. Δίκαιη και η πιο βάρβαρη τιμωρία του. Το παιδί που έπαιζε δε θα γινόταν «καλός άνθρωπος» και θα έμενε «ξύλον απελέκητον». Βλέπουμε καθαρά πόσο το ασκητικό ιδανικό είχε διαποτίσει ολόκληρη την παιδεία μας. Το σώμα έπρεπε να τυραννιέται, να βασανίζεται, για να κερδίσουμε την ευτυχία έπειτα από το θάνατο. Μ’ αυτά τα ιδανικά παραπλανούσε και αποκοίμιζε το λαό η πλουτοκρατική ολιγαρχία, που κυβερνούσε τον τόπο μας. Αφαγιά λοιπόν και σοβαρή σχολική δουλιά, γραμματική και τεχνολογία. Έτσι θα προετοιμάσουμε τα παιδιά για την αληθινή ζωή. Και η ζωή δεν είναι παιχνίδι. Και τα παιδιά δεκαετηρίδες ολόκληρες, μαραμένα περνούσαν την πένθιμη σχολική τους ζωή. Οι σχολικοί περίπατοι παιδαγωγικό έγκλημα. Οι σχολικές εκδρομές «καινά δαιμόνια» που διαφθείρουν τη νεολαία. Αξία έχει μόνο η σχολική αγγαρευτική εργασία με την αποχαυνωτική αποστήθιση. 
Από τα 1895 σα να συγκινήθηκε το Κράτος μπροστά σ’ αυτή τη δολοφονική για την υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών κατάσταση. Έφτανε στ’ αυτιά του ο αντίλαλος από την πρόοδο της παιδαγωγικής σε άλλα πολιτισμένα Κράτη. Και πήρε διάφορα μέτρα, ψήφισε και ειδικούς νόμους. Ίδρυσε γραφείο σωματικής αγωγής στο Υπουργείο της Παιδείας, έφτιαξε και ιδιαίτερο διδασκαλείο γυμναστικής στην Αθήνα. Μα το όψιμο τούτο ενδιαφέρο του ήταν επιφανειακό. Δεν μπόρεσε, μας λέει στα 1929 ο τότε Υπουργός Γόντικας, γιατί ποτέ του δεν το θέλησε προσθέτουμε εμείς, να εφαρμόσει τα μέτρα που πήρε, και τους ειδικούς νόμους που ψήφισε «ελλείψει υλικών μέσων»[34].
Τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι αλήθεια πως βλέπουμε κάποια σημαντική κίνηση για τη φυσική αγωγή με τον αθλητισμό, τα γυμναστικά παιχνίδια και το εκδρομικό ρεύμα, που δημιουργήθηκε. Μα και την κίνηση τούτη, που χρωστιέται πολύ περισσότερο στην ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν την καλοπήρε στα χέρια του το Κράτος, δεν την οργάνωσε ούτε την καθοδήγησε σωστά. Ο αθλητισμός, με τη μανία του να φτιάξει αθλητές και να αναδείξει πρωταθλητές, ξέφυγε από το σωστό δρόμο, υποτάχτηκε σ’ άλλους σκοπούς, έγινε κι’ αυτό όργανο της πατριδοκαπηλείας και πιο πολύ έβλαψε τα παιδιά παρά τα ωφέλησε. Ας  θυμηθούμε το ξεθέωμα των παιδιών, που τα περισσότερά τους ήσαν πεινασμένα, με τους σχολικούς αγώνες και τη σχολική επίδειξη στη γυμναστική. Και αν η νεολαία μας έσπασε τα σίδερα της φυλακής της, αν άπλωσε τα φτερά της και ξεχύνεται στη φύση και χαίρεται το παιχνίδι και το κολύμπι, αυτό είναι κατάχτηση δική της. Η παιδεία πάντα αντιλαϊκή και στενόκαρδη μένει απόμερα από την κίνηση για τη φυσική αγωγή και τη χαρά. Κοιτάξτε οι λιγοστοί σχολικοί περίπατοι πόσο μονότονοι είναι. Και οι σχολικές εκδρομές μια ή δυό το πολύ το χρόνο, και οργανωμένες έτσι που να μη μπορούν να πάρουν μέρος τα φτωχά παιδιά, ενώ αυτά έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Η παιδεία μας δε λυτρώθηκε ακόμη από το ασκητικό σχολαστικό πνεύμα που τη διαποτίζει.
Είναι ακόμη αλήθεια, πως το επίσημο Κράτος  θέλησε στα χρόνια της φασιστικής τυραννίας της 4ης Αυγούστου να τονώσει τη σωματική αγωγή. Ο δρόμος που πήρε καθαρά φασιστικός. Εκδρομές, κατασκηνώσεις. Παρελάσεις φασαρίες, ζητωκραυγές, καθαρή εκμετάλλεψη της λαχτάρας των παιδιών να ζήσουν χαρούμενα μέσα στη φύση. Ήταν το δεύτερο δόλωμα για να ξεγελάσει τη νεολαία, να τη δέσει στο άρμα του ντόπιου φασισμού, να την κάνει πειθήνιο όργανό του.
Ας ανακεφαλαιώσουμε. 120 χρόνια ελεύτερης ζωής. 120 χρόνια οι παιδικές αρρώστιες θερίζουν τη νέα γενιά, η ελονοσία την πηρουνιάζει, η φθίση τη λυώνει, και το τράχωμα απειλεί να κάνει την ωραία πατρίδα τόπο τυφλών για να βασιλεύουν οι μισομονόφθαλμοι. Και οι αιτίες; Πρώτ’ απ’ όλα η υλική και πνευματική εξαθλίωση του Ελληνικού λαού. Δουλεύει σκληρά και δεν μπορεί ο δουλευτής λαός να φάει ξερό ψωμί. Η νέα γενιά πεινάει, υποσιτίζεται. Ζει μέσα σε πρωτόγονες συνθήκες. Οι κατοικίες αντιυγιεινές, ανήλια υπόγεια στις πόλεις, τρώγλες και σταύλοι στα περισσότερα χωριά. Αμορφωσιά των γονιών, άγνοια των κανόνων της υγιεινής, προλήψεις και δεισιδαιμονίες  κλονίζουν την υγεία των παιδιών μας. Και επάνω απ’ αυτά η απονιά του Κράτους. Καμιά ιατρική παρακολούθηση, καμιά νοσοκομειακή περίθαλψη, καμιά προστασία της παιδικής ηλικίας. Και δίπλα σ’ όλα αυτά η αντιλαϊκή παιδεία. Τα περισσότερα διδαχτήρια ακόμη και σήμερα σταύλοι. Σταύρωμα και στρίμωγμα των παιδιών επάνω στα θρανία. Βαρύ το πνευματικό φορτίο, πνευματική κόπωση, τα μαθήματα εξαντλητικά, σωστή αγγαρεία, ο σχολαστικισμός αποπνιχτικός. Έτσι η παιδεία μας αντί να γίνει ευεργετικός παράγοντας για την υγεία της νέας γενιάς, βοήθησε αποτελεσματικά στην καταβαράθρωσή της.
Σήμερα η κατάσταση είναι απελπιστική. Τέσσερα χρόνια μαύρης σκλαβιάς. Τέσσερα χρόνια άγριας πείνας και εξόντωσης της νέας γενιάς. Κλονισμένη συθέμελα η υγεία της νεολαίας μας, κλονισμένη μαζί της η ίδια η υπόσταση της Ελληνικής φυλής. Εξαντλήθηκαν και τα τελευταία βιολογικά και οικονομικά αποθέματα του Ελληνικού λαού. Και όμως η νεολαία μας αγωνίστηκε ηρωικά και βαρύ πλήρωσε τον αιμάτινο φόρο στο βωμό της λευτεριάς. Η λαϊκή δημοκρατία θα σταθεί με θαυμασμό και αγάπη στο πλευρό της και θα της δώσει την υγεία, τη μόρφωση, τη χαρά.
*
Για να συμπληρώσουμε την εικόνα για την καθυστερημένη και αντιλαϊκή παιδεία μας παραθέτω ακόμη τους δυό παρακάτω πίνακες. Είναι πολύ διαφωτιστικοί.
Συγκεντρωτικός πίνακας για την κρατική δαπάνη για την παιδεία σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες[35]
Χώρες
Χρονιά
Για το Υπουργείο της Παιδείας
Σουηδία
1938-39
19% από τον κρατικό προϋπολογισμό
Αγγλία
1936-37
18%
Πολωνία
1938-39
15,6%
Ιταλία
1937-38
8,5%
Γιουγκοσλαβία
1936-37
8,2%
Αλβανία
1937-38
13%
Βουλγαρία
1938
12,7%
Ελλάδα
1938-39
7%

Ο Κρατικός προϋπολογισμός στα 1937-38
Σύνολο σε έξοδα                                                                          16.374.500.000 δραχμές
Για το Υπουργείο της παιδείας                                                             964.400.000 δραχμές   5,89%
Για το Υπουργείο Εσωτερικών                                                             817.700.000  δραχμές  5%
Για τα πολεμικά Υπουργεία                                                                4.986.400.000  δραχμές  31%
Για το Υπουργείο Οικονομικών (μαζί και το δημόσιο χρέος                    5.423.400.000 δραχμές   32,5%      

Ο πρώτος πίνακας μας δείχνει, πως απ’ όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη, ακόμη και από τις βαλκανικές χώρες η Ελλάδα ξοδεύει λιγότερα για τη μόρφωση της νέας γενιάς. Πρέπει ακόμη να μη λησμονούμε πως σε ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες εχτός από το Κράτος ξοδεύουν και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις σημαντικά ποσά για τη μόρφωση και την υγεία της νεολαίας. Ώστε η σύγκριση είναι περισσότερο εις βάρος μας.
Ας προσέξουμε και το δεύτερο πίνακα. Βλέπουμε πως το Ελληνικό Κράτος ξοδεύει για τα πολεμικά Υπουργεία πέντε φορές περισσότερο παρά για την παιδεία. Η πολεμική προετοιμασία και το τοκογλυφικό δημόσιο χρέος, απορροφούν τα 63,5% από τον κρατικό προϋπολογισμό. Εκεί μας έφερε η αντιλαϊκή διοίκηση και η ιμπεριαλιστική πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας». 

ζ’. Η παιδεία προνόμιο των λίγων
Εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη και σήμερα οι αναλφάβητοι. Στρατός αμέτρητος οι αγράμματοι και οι αμόρφωτοι στη χώρα μας. Τόσες ιδιοφυίες πάνε χαμένες, και τόσα ταλέντα μένουν ακαλλιέργητα, αχρησιμοποίητα, συνθλίβονται και μαραζώνουν. Η αντιλαϊκή παιδεία δεν καλλιεργεί ούτε τις σωματικές ούτε τις πνευματικές ικανότητες της πλατιάς μάζας του δουλευτή λαού. Η μόρφωση είναι απαραίτητη στο παιδί, όχι επειδή εμείς οι ενήλικοι ούτε όταν εμείς οι ενήλικοι την κρίνουμε απαραίτητη. Η μόρφωση είναι δικαίωμα του παιδιού. Και είναι δικαίωμα, γιατί, απαράλλαχτα όπως και την τροφή, τη ζητάει επιταχτικά ο ίδιος ο παιδικός οργανισμός. Και τη ζητάει, επειδή η μόρφωση ικανοποιεί μια από τις σπουδαιότερες βιολογικές  ανάγκες της παιδικής ηλικίας, την ανάγκη να γνωρίσει το παιδί την άμεση πραγματικότητα, όπου μέσα θα αναπτυχτεί και θα ζήσει, και την ανάγκη να εξελίξει τις σωματικές και πνευματικές του ικανότητες, και να εφοδιαστεί έτσι με τα απαραίτητα όπλα για τη ζωή και τη δημιουργική του δράση.
Εγκληματική η σημερινή κεφαλαιοκρατική κοινωνία απέναντι στα παιδιά του λαού. Δεν αναγνωρίζει το ιερό δικαίωμά τους να μορφωθούν. Δεν παρέχει σ’ όλα τα παιδιά τα απαραίτητα μέσα για τη μόρφωσή τους. Βάζει φραγμούς. Η παιδεία έχει γίνει προνόμιο των λίγων.
Πως – και κοκινίζουν  από θυμό ή από ντροπή οι υπερασπιστές της ολιγαρχικής παιδείας – δεν είναι ανοιχτές οι πόρτες της παιδείας, από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο, για όλα τα παιδιά; Δεν είναι ελεύτερος, όποιος θέλει, και ο αγρότης και ο εργάτης να στείλει το παιδί του; Ποιος εμποδίζει τα παιδιά του λαού ν’ αναδειχτούν, άμα έχουν αξία; Ποιος τα εμποδίζει να φοιτήσουν και στη μέση και στην ανώτερη παιδεία; Ένα μόνο φραγμός υπάρχει, η εισαγωγική εξέταση. Μα από την ίδια εξέταση περνούν και τα παιδιά του μεγαλέμπορου, του βιομήχανου, του εφοπλιστή, του τραπεζίτη. Το Κράτος μάλιστα έκανε και κάτι παραπάνω. Δεν ψήφισε, μας λένε, από το 1834 εφτάχρονη και δωρεάν υποχρεωτική παιδεία, και δεν πήρε όλα τα μέτρα για ν’ αναγκάσει και με τσουχτερές τιμωρίες τους δύστροπους γονιούς να στέλνουν τα παιδιά τους στο δημοτικό σχολείο; Τι άλλο να κάνει για να σπάσει την αντίδραση των γονιών;
Τι ωραία λόγια αλήθεια! Και όμως τα πράματα φωνάζουν, πως η παιδεία είναι προνόμιο των λίγων.
Δημοτική παιδεία. Στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας χιλιάδες παιδιά δεν πατούν το πόδι τους στο σχολείο. Είναι οι αναλφάβητοι. Χιλιάδες πάλι, άλλα παιδιά, όπως είδαμε παραπάνω[36] φοιτούσαν ένα δυό ή τρία το πολύ χρόνια. Είναι οι αγράμματοι και αμόρφωτοι. Ποια είναι τα παιδιά αυτά; Από πού στρατολογούνται; Την απάντηση στο ερώτημα τούτο θα μας τη δώσει καθαρή και ξάστερη, η έρευνα στο πρόβλημα: Γιατί τα παιδιά αυτά δεν πήγαιναν στο σχολείο, και γιατί πολλοί γονείς δεν στέλνουν διόλου τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα, ή τα στέλνουν μόνο ένα δυό χρόνια, αφού μάλιστα είναι υποχρεωμένοι από το νόμο κα τιμωρούνται άμα δεν τα στέλνουν; Πολλές είναι οι αιτίες. Μα για όλες ευθύνεται το Κράτος. Αξεπέραστοι και δυσκολοπέραστοι είναι οι φραγμοί που έβαλε στη μόρφωση των παιδιών του λαού.
α’. Τα απιδιά μίσησαν το σχολείο. Τα απιδιά δεν αγάπησαν το δάσκαλο. Τα διδαχτήρια σταύλοι τα περισσότερα. Το σχολείο φυλακή. Πένθιμη και ασκητική η σχολική ζωή. Τα μαθήματα αγγαρεία. Η χαρά αποδιωγμένη. Ο δάσκαλος δεσμοφύλακας. Ξυλοδαρμός και τρομοκρατία. Ποιος φταίει για τη κατάσταση αυτή; Το Κράτος. Απόδειξη: Όπου καλυτέρεψαν οι συνθήκες, όπου οι δάσκαλος ήταν καλός και με επίγνωση για το μορφωτικό του έργο, εκεί και η φοίτηση των παιδιών πυκνότερη και κανονικότερη.
β’. Ο λαός δε βρήκε ικανοποίηση από το σχολείο, που του είχε προορίσει το Κράτος. Το δημοτικό σχολείο δεν ανταποκρίθηκε στο φτωχικό προορισμό του. Δεν εξυπηρέτησε τις υλικές και πνευματικές ανάγκες του λαού. Οι μέθοδες βάρβαρες. Το πρόγραμμα απαρχαιωμένο, υποδουλωμένο στο λογιοτατισμό και τον εγκυκλοπαιδισμό. Είδαμε παραπάνω[37] πόσο ακατάρτιστα βγαίνουν στη ζωή τα παιδιά, που τέλειωναν το τετράχρονο δημοτικό. Φυσικό να μην το εχτιμήσουν οι γονείς. Δεν έβλεπαν τη χρησιμότητά του. Το παιδί του φτωχού αγρότη και του εργάτη το ίδιο θα φυτοζωούσε και την ίδια απόδοση θα είχε στη δουλιά του, είτε είχε, είτε δεν είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Μεγάλη η θυσία και ασήμαντο το κέρδος. Αρκετό λοιπόν να πάνε τα παιδιά ένα δυό χρόνια στο σχολείο και να μάθουν να κουτσοδιαβάζουν και να κουτσογράφουν. Ποιος φταίει για όλα αυτά; Τα Κράτος. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά, ποτέ δεν θέλησε να μορφώσει τα παιδιά του λαού και να τα εξοπλίσει για τη ζωή.
γ’. Η οικονομική εξαθλίωση του λαού. Ποτέ με όλη τη σκυλίσια δουλιά, δεν μπόρεσε ο δουλευτής λαός  να υψώσει το βιοτικό του επίπεδο, ποτέ δεν μπόρεσε να χορτάσι ψωμί. Η πλατιά μάζα του λαού δεν είχε τα οικονομικά μέσα να στείλει τα παιδιά της στο σχολείο. Και το θλιβερότερο για να τα βγάλει πέρα ο αγρότης και ο εργάτης και να μπορέσει να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του, μόλις το παιδί του έκλεινε τα οχτώ χρόνια, το έβαζε στη δουλιά. Το κορίτσι το κρατούσε σπίτι να βοηθάει τη μητέρα, να νταντεύει τα μικρότερα αδελφάκια τις ώρες που η μητέρα ήταν έξω από το σπίτι στη δουλιά, για να βαστάει τα γίδια και τα κατσίκια, ή το έβαζε υπηρετριούλα σε κανένα νοικοκυρόσπιτο. Το αγόρι πάλι βοηθούσε τον πατέρα, ή ξενοδούλευε κι’ αυτό –υπηρετάκος, λούστρος – να βγάζει το μεροκάματό του. Το παιδί λοιπόν από την τρυφερή ηλικία των οχτώ χρονών ήταν οικονομικός παράγοντας. Τι έκανε το Κράτος στη τραγική αυτή κατάσταση; Τι μέτρα πήρε; Ψήφιζε νόμους για την υποχρεωτική φοίτηση στο σχολείο και με τις αψυχολόγητες τιμωρίες και τα πρόστιμα πεισμάτωνε ακόμη περισσότερο τον αμόρφωτο γονιό, και τον έφερνε αντιμέτωπο στον δάσκαλο. Δε χτύπησε το κακό στη ρίζα του. Δε φρόντισε το Κράτος για τη διατροφή των παιδιών, δε φρόντισε για το ντύσιμό τους, για την υγεία τους. Ολότελα παραπεταμένο το δημοτικό σχολείο. Ήταν, βλέπετε, το σχολείο του «χυδαίου όχλου».
δ’. Η δημοτική παιδεία ποτέ δεν ήταν δωρεάν. Και στο νομοθετικό διάταγμα του 1834 και σ’ όλα τα διατάγματα που ψηφίστηκαν στο μεταξύ, το Κράτος δίνει επίσημα την υπόσχεση, πως θα κάνει τη δημοτική παιδεία δωρεάν. Ποτέ όμως δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Γνωστή η δικαιολογία: Δεν είχε τα υλικά μέσα. Μα κάτω από τη δικαιολογία αυτή, βλέπουμε καθαρά τη συνειδητή πρόθεση να μην κρατήσει το λόγο του. Τα χαρτόσημα, τα ένσημα με προφάσεις τάχα εξυπηρετικές για το λαό ποτέ δεν έλειψαν από το δημοτικό σχολείο. Δίπλα σ’ αυτή η προαιρετική, στην ουσία όμως υποχρεωτική συνδρομή στο σχολικό ταμείο, οι συνεισφορές για διάφορους άλλους σκοπούς, τα έξοδα για τις αραιές σχολικές εκδρομές, και τώρα τελευταία το δώρο της μοναρχοφασιστικής τυραννίας της 4ης Αυγούστου, η ειδική φορολογία των παιδιών για τα μαθητικά συσσίτια, που είδαμε πόσο κακολειτούργησαν. Και επάνω απ’ όλα τα ληστρικά σχολικά βιβλία, που έγιναν ακόμη ληστρικότερα με τον «Οργανισμό» για τα σχολικά βιβλία, που ίδρυσε η διχτατορία της 4ης Αυγούστου. Που να βρει ο φτωχός εργάτης και αγρότης να πληρώσει όλα αυτά τα έξοδα;
ε’.  Το Κράτος δεν ίδρυε παρά με το σταγονόμετρο, δημοτικά σχολεία. Στις μεγάλες πόλεις έχουμε όπως είδαμε[38], τρομαχτικό στρίμωγμα των παιδιών στα δημοτικά σχολεία. Έχουμε τάξεις με 110 παιδιά. Τα Κράτος δε συγκινείται, δεν ιδρύει καινούργια σχολεία. Φυσικά στα σχολεία αυτά φοιτούν φτωχόπαιδα. Τα πλουσιόπαιδα έχουνε τα δικά τους σχολεία, τα ιδιωτικά. Είδαμε ακόμη πως στα 1938, ύστερα από 120 χρόνια ελεύτερης ζωής, 3.700 χωριά και μικροί συνοικισμοί δεν είχαν δικό τους σχολείο. Σε πολλά πάλι χωριά δε λειτουργεί το σχολείο τους, είτε γιατί είναι άστεγο, - στα 1938 είχαμε 281 άστεγα σχολεία – είτε γιατί δεν είναι διορισμένος δάσκαλος. Και ποια είναι τα χωριά αυτά; Τα πιο απόμερα, τα πιο φτωχικά, όπου κατοικούν φτωχοί αγρότες και χτηνοτρόφοι, που δουλεύουν σκληρά και δεν μπορούν να φάνε ένα κομμάτι μπομπότα. Έχουμε ακόμη στη χώρα μας, στις ορεινές περιφέρειες, όπως στην Ευρυτανία, και κάμποσα άλλα χωριά, που η μια άκρη τους από την άλλη απέχει 2 και 3 ώρες. Που θα στείλουν οι γονείς σ’ όλα αυτά τα χωριά τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα; Στο πιο κοντινό σχολείο; Μα η συγκοινωνία πρωτόγονη και απέχει το πιο κοντινό σχολείο δυό, τρείς και τέσσερεις ώρες. Πως θα πηγαίνουν τα ξυπόλυτα παιδιά τους με τη βροχή, όταν ξεχειλίζουν οι χείμαροι και γεφύρια δεν υπάρχουν, ή το χειμώνα που κλείνονται οι κατσικόδρομοι μήνες ολόκληρους από το χιόνι; Και τι θα τρώνε τα παιδιά αυτά μακριά από τα σπίτια τους; Μαθητικά συσσίτια δεν υπάρχουν. Και πως μπορούνε να περπατάνε 4 και 5 ώρες να πηγαινοέρχονται κάθε μέρα; Το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του. Η υποχρεωτική δωρεάν δημοτική παιδεία είναι μόνο στο χαρτί, για να σκεπάζει την απονιά του Κράτους για τα παιδιά του λαού.
Από πού λοιπόν στρατολογούνται στη μεγάλη πλειοψηφία οι αναλφάβητοι και οι αγράμματοι; Από την πλατιά μάζα του λαού. Ώστε; Ώστε τα γράμματα είναι προνόμιο των λίγων, των νοικοκυραίων, των πλούσιων. Αυτοί προνομιούχοι στα υλικά αγαθά, που τα παράγει ο λαός, γεύονται και τα πνευματικά αγαθά, και πρώτα απ’ όλα την παιδεία.
Μέση παιδεία. Οι πόρτες της μέσης παιδείας τυπικά ανοιχτές, είναι στην πραγματικότητα κλειστές για τα παιδιά του λαού. Ας ιδούμε τι μας λένε οι αριθμοί:
Σχολική χρονιά
Πληθυσμός
Δημοτική παιδεία
Μέση παιδεία
Ποσοστό [39] παιδιών που
πάνε στη μέση



Σχολεία
Μαθητές
Σχολεία
Μαθητές
1829-30
   753.400
    71
   6.721
   39
   2.528
37,61%
1855-56
1.062.627
  709
 45.094
   88
   5.168
11,46%
1901-02
2.521.951
3.317
204.749
324
25.366
12,38%
1910-11
2.621.952
3.550
259.854
322
30.451
11,75%
1930-31
6.428.000
7.639
706.461
398
58.651
 8,3%
1936-37[40]


1.008.780

86.957
 8,6%
1938-39


1.017.825

123.722
11,0%

Οι αριθμοί μας λένε πως τα 90% από τα παιδιά φοιτούν μόνο στο δημοτικό σχολείο – και ξέρουμε πως τα μισά απ’ αυτά καλά-καλά δεν το τελειώνουν – και μόνο τα 10% πάνε στη μέση παιδεία. Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε ιδιαίτερη έρευνα για να βρούμε ποια παιδιά φοιτούν στη μέση παιδεία. Απ’ όσα είπαμε λίγο παραπάνω είναι ολοφάνερο, πως η αιτία που αναγκάζει τους γονιούς να μη στείλουν τα παιδιά τους στη μέση παιδεία, είναι η φτώχεια τους, και τα μεγάλα έξοδα που χρειάζονται, οι οικονομικοί φραγμοί, που έχει στήσει το Κράτος της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Πώς να στείλουν ο αγρότης, ο εργάτης, ο μικροεισοδηματίας, που χαροπαλεύουν να ζήσουν την οικογένειά τους, πώς να στείλουν τα παιδιά τους στα σχολεία της μέσης, που βρίσκονται μακριά από τα χωριά τους; Μαθητικά συσσίτια, δημόσια ή κοινοτικά οικοτροφεία για τα παιδιά δεν υπάρχουν. Έπειτα βαριά είναι και τα άλλα έξοδα, οι διάφορες ειδικές φορολογίες του Κράτους. Τα εκπαιδευτικά τέλη υπέρογκα. Τα διάφορα χαρτόσημα και ένσημα απομυζητικά[41] . Και χρειάζεται ολόκληρη περιουσία  για τα πανάκριβα και αμέτρητα πολυσέλιδα διδαχτικά βιβλία, που έγιναν ακόμη πιο ακριβά αφότου το Κράτος ανάλαβε το εμπόριό τους με το ληστρικό «Οργανισμό των διδαχτικών βιβλίων».
Και μη νομίσει κανείς, πως το Κράτος προσπάθησε να ελαφρώσει τα βαριά αυτά έξοδα, τη βαριά αυτή φορολογία. Είναι ολοφάνερη η πρόθεσή του και αδιάκοπη η φροντίδα του να υψώνει ολοένα και περισσότερο τους οικονομικούς φραγμούς για να κλείσει τις πόρτες της μέσης παιδείας στα παιδιά του λαού. Αυτά έχουν το δικό τους σχολείο, το δημοτικό, και κανένας λόγος δεν υπάρχει να πάνε και σε ανώτερα σχολεία. Από τα 1892 που έβαλε τα εκπαιδευτικά τέλη για να περιορίσει «την μεγάλην συρροήν μαθητών» με χίλια δυό στόματα διακήρυξε το Κράτος πως η μέση παιδεία είναι υπερτροφική, και πως η υπερτροφία αυτή είναι «εθνικός κίνδυνος» και «εμβάλει τον καλόν μελετητήν εις παντοειδείς ανησυχίας», γιατί δημιουργεί υπερτροφία και στην ανώτερη παιδεία, τροφοδοτεί το στρατό των «λογοκόπων θεσιθηρών» προλεταροποιεί με «τρομαχτικόν πληθωρισμόν» τους επιστήμονες και τους σπρώχνει να «ασπάζονται» ανατρεπτικές κοινωνικές θεωρίες[42] . Υποστηρίχτηκε ακόμη, πως για να σταματήσει το Κράτος τον πληθωρισμό της μέσης παιδείας, σωστό είναι να βάλει βαριά δίδαχτρα, ώστε να καλύψει όλα του τα έξοδα για τη μέση παιδεία. Έτσι μάλιστα με την οικονομία που θα έχει, θα μπορούσε να τονώσει τη δημοτική παιδεία. Είναι αλήθεια, θλιβερό να βλέπει κανείς επίσημους παιδαγωγούς του Κράτους, να χαιρετίζουν με βαθιά ικανοποίηση το μίκραιμα του ποσοστού των παιδιών που φοιτούν στα σχολεία της μέσης παιδείας, και να φτάνουν οι πιο προοδευτικοί αναμεταξύ τους να προτείνουν για «μόνην λύσιν» να ορίσει το Κράτος «τον αριθμόν των εισαγομένων και εις τας άλλας μέσας σχολάς» [43] Ολοφάνερη λοιπόν η πρόθεση του Κράτους να κλείσει τις πόρτες της μέσης παιδείας στα παιδιά του λαού. Η μέση παιδεία πρέπει να μείνει προνόμιο των λίγων[44].
Φυσικά φοιτούν στα σχολεία της μέσης παιδείας και ένα μικρό ποσοστό παιδιά όχι «ευκατάστατων». Είναι πρώτα τα παιδιά των δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων, που αποζούν με τον ξερό μιστό τους. Πρέπει με κάθε θυσία να πάρουν τα παιδιά τους το χαρτί του γυμνάσιου για να βρούνε κάποια θεσούλα να ζήσουν. Είναι ακόμη τα παιδιά μικροαστών και μικροχτηματιών στις πόλεις και τα κεφαλοχώρια, όπου λειτουργούν τα σχολεία της μέσης παιδείας. Αυτοί δεν αντιμετωπίζουν τα βαριά έξοδα για τη συντήρηση των παιδιών τους μακριά από το σπίτι, και τα στέλνουν τα παιδιά τους ένα δυό ή και τρία χρόνια στο γυμνάσιο να μάθουν κάτι παραπάνω, να μη μείνουν «κούτσουρα». Όλων αυτών όμως των παιδιών, που οι γονιοί τους δεν έχουν τα οικονομικά μέσα, παίρνει ολοένα πιο βασανιστική μορφή η πορεία τους στη γυμνασιακή μόρφωση. Η στατιστική μας λέει : Στα 1936-37 γράφτηκαν σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της μέσης παιδείας 86.957 παιδιά και φοίτησαν 79.838, 7117 λιγότερα. Δεν φαντάζεται κανείς πως τα 7.117 αυτά αγόρια και κορίτσια πέθαναν ή αρώστησαν βαριά και γι’ αυτό δε φοίτησαν. Η αιτία που τα εμπόδισε να φοιτήσουν είναι η οικονομική εξαθλίωση των γονιών τους. Μα πιο καθαρά φαίνεται από τον ακόλουθο πίνακα. Στα 1936-37 γράφτηκαν σε δημόσια.
Τάξη
Ημιγυμνάσια και αστικά σχολεία
Γυμνάσια, πραχτικά λύκεια ,
Μέσες σχολές
Ανώτερα
παρθεναγωγεία
Σύνολο

Αγόρια
Κορίτσια
Αγόρια
κορίτσια

Α’ τάξη
4.453
963
12.164
 6.714
331
24.629
Β’ τάξη
2.812
543
  8.723
 4.563
222
16.863
Γ’ τάξη


  7.077
 4.089
172
11.340
Δ’ τάξη


 6.380
 3.139
140
  9.659
Ε’ τάξη


 5.465
 2.642

  8.107
Στ’ τάξη


 4.311
 1.828

  6.139
Σύνολο


44.120
22.975

76.737
  Ας προσέξουμε τον πίνακα τούτο. Βλέπουμε καθαρά τη διαροή των παιδιών. Η διαροή είναι πολύ μεγαλύτερη στα δυό πρώτα χρόνια. Από την α’ στη β’ τάξη έχουμε διαφορά 8.000 παιδιά, περίπου 8%. Το ποσοστό στα «ημιγυμνάσια» - αυτά λειτουργούν στα κεφαλοχώρια – ανεβαίνει στα 40%. Αν από τα 8.000 παιδιά βγάλουμε όσα έμειναν στην ίδια τάξη – το πολύ 3.700 – βλέπουμε πως το λιγότερο 4.000 παιδιά από τις 24.620 διάκοψαν τη φοίτησή τους στο τέλος της πρώτης χρονιάς. Μεγάλη είναι η διαροή και από τη δεύτερη στη Τρίτη τάξη. Η διαφορά είναι 5.500 παιδιά. Αν βγάλουμε όσα δεν προβιβάστηκαν, βλέπουμε πως το λιγότερο 3.000 από τα 11.340 παιδιά διάκοψαν τη φοίτησή τους στο τέλος της δεύτερης χρονιάς. Στον πίνακά μας βλέπουμε ακόμη πως από τα 24.629 αγόρια και κορίτσια, 18.500 τα ¾ δηλαδή δεν έφτασαν στην έχτη, την τελευταία τάξη. Στο μεταξύ ξέκοψαν όλα εκείνα τα παιδιά, και ανάμεσά τους πολλά ικανά, που οι γονιοί τους δεν μπόρεσαν ν’ ανθέξουν  στα βαριά έξοδα.
Το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του. Η μέση παιδεία έχει ερμητικά κλειστές τις πόρτες της στα παιδιά του λαού. Και τόσες ικανότητες και τόσες ιδιοφυίες πάνε χαμένες. Στη μέση παιδεία δεν φοιτούν οι ικανοί. Φοιτούν τα παιδιά των πλουσίων. Όλες οι φροντίδες και όλες οι δαπάνες γι’ αυτά γίνονται. Είδαμε παραπάνω[45] πως η Ελλάδα ξοδεύει για την παιδεία λιγότερο σχεδόν απ’ όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη. Ας ιδούμε τώρα πως τα διαθέτει. Στα 1037-38 ο προϋπολογισμός του Υπουργείου της Παιδείας ήταν 1.067 εκατομμύρια. Από αυτά διάθεσε το Κράτος  για 1 εκατομμύριο παιδιά της δημοτικής παιδείας 680 εκατομμύρια. Έρχεται 680 δραχμές για κάθε παιδί. Για 123.000 παιδιά της μέσης  ξόδεψε 263 εκατομμύρια, δηλαδή 2.125 δραχμές για κάθε παιδί, τρισίμιση φορές περισσότερο. Ολοφάνερο πόσο περισσότερο ενδιαφέρεται το Κράτος, και γι’ αυτό ξοδεύει περίπου τα τετραπλάσια, για τα παιδιά των «ευκατάστατων». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και από τον ακόλουθο συγκριτικό πίνακα. Από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου της παιδείας ξόδεψαν για τη


Δημοτική
Επαγγελματική
Μέση παιδεία[46]
Το Βέλγιο στα 1936
63%
13%
16%
Η Γαλλία στα 1938
67,5%
 4,5%
19%
Η Ιταλία στα 1937
60%
12%
10%
Η Αγγλία στα 1936
60,5%

20%
Η Γιουγκοσλαβία στα 1936
60%
 4,6%
20%
Η Βουλγαρία στα 1938
73%
 5%
14%
Η Ελλάδα  στα 1938
63,8%
0,3%
24,6%
Η Τουρκία στα 1938
60%
10%
30%

Βλέπουμε λοιπόν πως η Ελλάδα ξοδεύει περισσότερο σχεδόν από όλα τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη για τη μέση παιδεία σε βάρος της μόρφωσης των παιδιών του λαού. Επικυρώνεται άλλη μια φορά πως η μέση παιδεία είναι προνόμιο των λίγων.
Ανώτερη παιδεία. Αν στη μέση παιδεία δεν είναι σε θέση ο δουλευτής λαός να στείλει τα παιδιά του, πολύ λιγότερο βέβαια, μπορεί να τα στείλει στο πανεπιστήμιο και τις άλλες ανώτερες σχολές. Βυθισμένος μέσα στην πείνα και την εξαθλίωση στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής «έστησε με το αίμα της καρδιάς του» μεγαλόπρεπα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα για τη μόρφωση και την προκοπή των παιδιών του, «στερήθηκε ο ίδιος, έκοψε από το ψωμί του και από το ψωμί των παιδιών του, πάλεψε με τα δόντια και με τα νύχια κάθε φορά» για να υψώσει το ναό της επιστήμης και να λάμψει το φως της στη χώρα μας. Και όμως βρίσκει κλειστές κατάκλειστες τις πόρτες της ανώτερης παιδείας. Η πλουτοκρατική ολιγαρχία με όργανό της το Κράτος την κρατάει προνόμιο για τα παιδιά της. Βουνό οι φραγμοί. Να τι μας λένε οι αριθμοί. Στ 1937-1938 γράφτηκαν σ’ όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία:
Δημοτική
Μέση
Ανώτερη παιδεία
1.008.780 παιδιά
94.438 παιδιά
11.140 παιδιά


Αγόρια
Κορίτσια
Σύνολο
Στο πανεπιστήμιο της Αθήνας
5.069
679
5.748
Στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
1.416
166
1.582
Στο πολυτεχνείο
   515
    6
   521
Στην ανώτατη σχολή για οικονομικές και
Εμπορικές επιστήμες
   918
  57
   975
Στην Πάντειο σχολή
1.162
  95
1.257
Στην ανώτατη σχολή καλών τεχνών
   103
  44
   147
Στις παιδαγωγικές ακαδημίες
   631
279
   910

9.814
1.326
11.140

Σύμφωνα με το επάγγελμα των γονιών τους από τους φοιτητές που γράφτηκαν στα 1937-1938 ανήκουν στο
Γεωργικό
Βιομηχανικό
Εμπορικό
Εργατικό
Ελευθέρια και
υπάλληλοι
εισοδηματίες
2.129
765
2.239
204
3.319
619

Στην τσαρική Ρωσία οι φοιτητές δεν ήσαν παραπάνω από 112.000. Στην Σοβιετική Ρωσία ο αριθμός των φοιτητών ανέβηκε στα 1939 σε 601.000. Οι φοιτητές στη Σοβιετική Ρωσία είναι σε μεγάλη πλειονότητα παιδιά εργατών και αγροτών[47] .
Οι αριθμοί λοιπόν μας λένε: Από τα 100 παιδιά που γράφονται στο δημοτικό σχολείο, πάνε δεν πάνε δέκα στη μέση παιδεία και μόλις το ένα φτάνει στην ανώτερη παιδεία. Μας λένε ακόμη πως ο αριθμός των φοιτητών μας συγκριτικά με την τσαρική Ρωσία ήταν περίπου διπλάσιος, ενώ συγκριτικά με τη Σοβιετική Ρωσία είναι δυόμιση φορές μικρότερος. Για να έχουμε δηλαδή και εμείς  στην ανώτερη παιδεία όσους σπουδαστές έχει η Σοβιετική Ρωσία, θα έπρεπε αναλογικά με τον πληθυσμό μας ο αριθμός των φοιτητών μας να ξεπερνούσε του; 28.000. Μας λένε ακόμη οι αριθμοί πως απ’ όσους γράφονται στα ανώτερα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα μόνο 2% είναι εργατόπαιδα και 19% αγροτόπαιδα, ενώ στη Σοβιετική Ρωσία το ποσοστό είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο. Μα και τα 19% - τα 2.129 αγροτόπαιδα – το ξέρουμε πολύ καλά, είναι σχεδόν όλα παιδιά χοντρονυκοκυραίων γεωργών, που λίγο πολύ έχουν τα οικονομικά μέσα και μπορούν ν’ ανθέξουν στα βαριά έξοδα. Έτσι από τα παιδιά που πάνε στην ανώτερη παιδεία τα 4/5 το λιγότερο είναι τα παιδιά των πλούσιων. Γι’ αυτά άλλωστε το σημερινό Κράτος διατηρεί και τα πανεπιστήμια και τις άλλες ανώτερες σχολές. Αυτά θα αποτελέσουν «την ηγέτιδα τάξιν»[48] . Τα άλλα είναι τα περισσότερα παιδιά δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων, που όλοι μας ξέρουμε, έχουμε ζήσει το δράμα αυτό με τι θυσίες και στερήσεις, με τι οικονομικούς και συχνά αναξιόπρεπους συνδυασμούς κατορθώνουν να τα στείλουν οι γονιοί τους. Σπάνια θα ιδούμε στις ανώτερες σχολές και παιδιά μεροκαματιάρη αγρότη και εργάτη. Γιατί το Κράτος της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, όπως στη μέση παιδεία, ακόμη περισσότερο στην ανώτερη παιδεία, έχει υψώσει αξεπέραστους οικονομικούς φραγμούς. Και χαίρουν οι επίσημοι παιδαγωγοί του που «μειούται από έτους εις έτος ο αριθμός των φοιτώντων εις το πανεπιστήμιον ημών»[49] , γιατί αποφεύγεται «ο εθνικός κίντυνος» να κρυφομπούνε στην «ηγέτιδα τάξιν» οι ανεπιθύμητοι, τα παιδιά του δουλευτή λαού.
Θέλουν οι βέβηλοι, να μπούνε στο ναό της επιστήμης, να κλέψουν το «θείον πυρ» και να υψώσουν υλικά και πνευματικά το λαό; Πίστεψαν, πως οι πόρτες είναι ανοιχτές. Ας πληρώσουν χιλιάδες δραχμές το χρόνο για να εγγραφούν κι άλλες χιλιάδες για εξέταστρα. Είναι φτωχοί και πεινούν; Ας πουλήσει ο πατέρας τους και το τελευταίο χωραφάκι, ας ξενοδουλεύει η μάνα του, ας βυθίσουν όλους τους δικούς των στη πιο βαθιά εξαθλίωση, ας δουλεύουν και οι ίδιοι κι ας πληρώσουν με τη ζωή τους το τόλμημά τους. Θέλουν συσσίτια; Ζητούν μαθητικά σπίτια, υποτροφίες, σπουδαστικό μιστό; Θέλουν εκπαιδευτικά ταξίδια, βιβλιοθήκες, αναρωτήρια; Θέλουν να χαρούν τη ζωή, να γίνουν γεροί στο σώμα και ακμαίοι στην ψυχή; Θέλουν να ξοδεύω εγώ το Κράτος γι’ αυτούς; Δεν τους άρεσε η δουλιά του πατέρα τους; Δεν τους αρέσει η γη; Θέλουν ν’ ανέβουν; Ας τρώνε λοιπόν ξερό ψωμί[50] , ας ζούνε μέσα σε σοφίτες και τρώγλες, ας κάνουν τη νύχτα μέρα για να αγοράζουν τα βιβλία των σοφών καθηγητών τους[51], ας τσακιστούν, ας ψοφσουν σαν το σκυλί, ας τροφοδοτούν με τα νιάτα τους τη φθίση[52]. Κι αν ξεπεράσουν όλους αυτούς τους φραγμούς, σακατεμένοι και τσακισμένοι, χωρίς να χαρούν την ομορφιά της νεανικής ηλικίας, χωρίς να νιώσουν τη ζέστα του ήλιου της χαράς και της αγάπης, και πάλι στα πόδια μου πρέπει να πέσουν. Ας γίνουν όργανά μου, ας απαρνηθούν το λαό, και τότε θα αναριχηθούν και θα ζήσουν! Παιδιά μου είναι τα παιδιά των προνομιούχων[53].
Η υποτέλεια. Δεν φτάνουν οι αξεπέραστοι οικονομικοί φραγμοί και τ’ άλλα εμπόδια, που έχει στήσει το Ελληνικό Κράτος στη μόρφωση των παιδιών του λαού. Τον εκπαιδευτικό οργανισμό τον έχει ακόμη παραλύσει και η υποτέλεια, τρανή κι αυτή απόδειξη για την αντιλαϊκότητα της παιδείας μας στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής. Βαριά κατάρα. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα είναι έτσι οργανωμένο και έτσι εσωτερικά διαρθρωμένο, ώστε να εξυπηρετεί μόνο τα προνομιούχα και στην παιδεία παιδιά των πλουσίων, που ανεβαίνουν στο πανεπιστήμιο και τις άλλες ανώτερες σχολές.
Αν ρίξουμε μια κριτική ματιά στο περιεχόμενο της παιδείας, στο πρόγραμμα της ύλης, θα διαπιστώσουμε το θλιβερό φαινόμενο, πως και η δημοτική και η μέση παιδεία δεν είχαν καμιά αυτοτέλεια. Το δημοτικό σχολείο είναι ακόμη σήμερα υποδουλωμένο στη μέση παιδεία, και η μέση παιδεία κοπέλι της ανώτερης. Το δημοτικό σχολείο, το ιδιαίτερο αυτό σχολείο, το προορισμένο για τα παιδιά του λαού, ένα είχε στην πραγματικότητα σκοπό, να προετοιμάζει τα παιδιά εκείνα που θα πήγαιναν στη μέση παιδεία, στο κλασικό γυμνάσιο. Αυτός είναι ένας από τους σπουδαιότερους λόγους, που το δημοτικό σχολείο στενάζει κάτω από το βραχνά του λογιωτατισμού και όλα τα μαθήματα ξεφυλλίζονται σε όργανα για την εκμάθηση της νεκρής καθαρεύουσας. Αυτός είναι ο λόγος, που ρίχνει όλο του το βάρος στη γλωσσική διδασκαλία, όπως είδαμε[54]. Γιατί βέβαια, ούτε η πνευματοχτόνα καθαρεύουσα με τη γραμματική της, ούτε η βασανιστική ιστορική ορθογραφία, χρειάζονται για τα παιδιά, που θα φοιτήσουν μόνο στο δημοτικό σχολείο. Χρειάζονται όμως για τα παιδιά, που θα πάνε στη μονοκόματη μέση παιδεία, όπου κυριαρχεί ο ψευτοκλασικισμός. Γι’ αυτό «καλός μαθητής» θεωρείται ο μαθητής που ξέρει ορθογραφία, και έχει αποθηκέψει στη μνήμη του κανόνες της γραμματικής γι’ αυτό και η φροντίδα, ο καημός κάθε δασκάλου είναι να πετύχουν οι τελειόφοιτοι του σχολείου του στην εισαγωγική εξέταση στο γυμνάσιο. Από την επιτυχία τους κρινόταν η αξία του. Δάσκαλος που θα δούλευε με ενθουσιασμό για να μορφώσει τα παιδιά του λαού, και θα αδιαφορούσε για τα άλλα, που θα πήγαιναν στη μέση παιδεία, χαραχτηριζόταν ανίκανος και «ανεπαρκής» ή «ανατροπεύς του κοινωνικού καθεστώτος».
Φυσικά το Κράτος, για να παραπλανήσει το λαό, έκρυβε την υποτέλεια του δημοτικού σχολείου κάτω από απατηλά συνθήματα και ωραίες φράσεις. Διακήρυχνε μεγαλόστομα πως ο σκοπός του δημοτικού σχολείου είναι «η ηθική και θρησκευτική του παιδός μόρφωσις»[55], «η διάπλασις του χαρακτήρος πάντων των πολιτών» για να γίνει «ο νέος πολίτης μέλος της Εκκλησίας και της Πολιτείας χρηστόν»[56] «να εμπνεύση εις τας καρδίας της νεολαίας την ευσέβειαν, τον έρωτα προς το αγαθόν και το αληθές»[57] να πετύχει «την πραγμάτωσιν του αγαθού»[58] και δίνοντας στους υψηλούς αυτούς σκοπούς το γνωστό περιεχόμενο, που τόσο ευνοούσε τα συμφέροντα της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, προσπαθούσε να τους πραγματοποιήσει με τη γλωσσική διδασκαλία και τον παπαγαλισμό!
Μα και η μέση παιδεία δεν είχε, όπως είπα, καμιά αυτοτέλεια. Ο πραγματικός σκοπός της είναι ακόμη σήμερα να προετοιμάζει τα παιδιά εκείνα, που θα πάνε στο πανεπιστήμιο και τις άλλες ανώτερες σχολές. Το ομολογεί άλλωστε και το ίδιο το Κράτος με το στόμα των επίσημων παιδαγωγών του. «Ως γνωστόν το σχολείον τούτο» το κλασικό γυμνάσιο « προπαρασκευάζει τους μέλλοντας πνευματικούς ηγέτες του Έθνους» διακηρύχνει ο καθηγητής Εξαρχόπουλος[59]. «Το Κράτος ίδρυσε και διατηρεί τα σχολεία της μέσης, δια να τροφοδοτεί τας ανωτάτας σχολάς με νέους σπουδαστάς»[60] τονίζει παιδαγωγός εκπαιδευτικός σύμβουλος στη συνεδρίαση του «Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» και κανείς δε διαμαρτύρεται, ούτε ο «παριστάμενος» Υπουργός της Παιδείας.
Έπειτα από την έντονη κριτική που έγινε τα τελευταία τριάντα χρόνια από όλους τους προοδευτικούς λειτουργούς της παιδείας, κάποια βελτίωση παρουσιάστηκε με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, και δόθηκε κάποια αυτοτέλεια στο δημοτικό σχολείο[61]. Μα η κατάσταση χειροτέρεψε πάλι με την αντιμεταρρύθμιση του 1937. Η μοναρχοφασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου, που στην πραγματικότητα ξανάκανε το δημοτικό σχολείο τετράχρονο, ξανάμπασε την καθαρεύουσα με τα όλα της, και ξαναϋπέταξε το δημοτικό στη μέση παιδεία. Έτσι λοιπόν η υποτέλεια της δημοτικής και μέσης μένει ακλόνητη. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Γιατί η υποτέλεια είναι ένα από τα σπουδαιότερα μέσα για να μείνει η παιδεία προνόμιο των λίγων. Αυτό μας λένε οι αριθμοί:
Είδαμε παραπάνω, πως από τα 100 παιδιά που γράφονται στο δημοτικό σχολείο πάνε δεν πάνε τα 10 –κι’ αυτά είναι τα νοικοκυρόπουλα και τα πλουσιόπαιδα – στη μέση παιδεία. Τι κάνει λοιπόν στην πραγματικότητα το δημοτικό σχολείο; Θυσιάζει τα 90 παιδιά. Όλη του η φροντίδα, όλη του η δουλιά συγκεντρώνεται στα 10. Μ’ άλλα λόγια θυσιάζει 920.000 για το χατήρι των λίγων των 94.000. Και η μέση παιδεία αντί να φροντίσει για τις 94.000 παιδιά, φροντίζει αποκλειστικά για το 1/10, για τις 11.000 που πάνε στην ανώτερη παιδεία. Έτσι ολόκληρη η παιδεία θυσιάζει το 99% των παιδιών για το χατήρι του ενός , του κανακάρη, ή αλλιώς θυσιάζει τις 990.000για το χατήρι των 11.000, που πηγαίνουν στην ανώτερη παιδεία. Ολόκληρος ο εκπαιδευτικός οργανισμός, σχολείο, πρόγραμμα, δασκάλοι, βιβλία, δουλεύουν και υπάρχουν για τα παιδιά των προνομιούχων. Γι’ αυτά όλες οι δαπάνες, γι’ αυτά όλη η φροντίδα, όλη η στοργή. Για τα άλλα τα παιδιά του «χυδαίου όχλου» φτάνουν τα λίγα κολυβογράμματα, και πάλι πολλά τους είναι!

*
Από την ως τώρα κριτική ανασκόπηση βεβαιωθήκαμε με τη γλώσσα των αριθμών, από τις στατιστικές πληροφορίες που μας δίνει το Κράτος[62] πόσο αντιλαϊκή είναι η εκπαιδευτική πολιτική του στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής. Εγκληματική η αδιαφορία του για την προσχολική ηλικία. Εγκληματική η απονιά του για τα παιδιά του λαού. Καμιά μέριμνα για τη διατροφή και την υγεία τους. Ο αναλφαβητισμός και η αγραμματοσύνη θριαμβεύουν. Παραπεταμένο  και κακομοιριασμένο το δημοτικό σχολείο. Τρώγλες και σταύλοι τα περισσότερα σχολικά χτίρια. Εξαθλιωμένος και ακατάρτιστος ο δάσκαλος. Η παιδεία προνόμιο των λίγων. Βουνό οι φραγμοί στην πνευματική ανύψωση του λαού. Συστηματική η προσπάθεια του Κράτους να κρατήσει το λαό και τη νεολαία στην αμορφωσιά. Οι κάποιες μικροβελτιώσεις που έγιναν στην παιδεία μας δεν άλλαξαν την ουσία της. ήσαν ανώδυνες και ασήμαντες παραχωρήσεις στην έντονη λαϊκή πίεση. Στάχτη στα μάτια του λαού. Το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του. Η παιδεία μας ήταν και έμεινε αντιλαϊκή. 





[1]Από τα «Πρακτικά του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 72
[2] Από τα «Πρακτικά του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 73
[3] Από τα «Πρακτικά του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 52

[4] Από τη «Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδας» 1938.
[5] Από τα «Πρακτικά του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 320

[6] Κοίταξε παραπάνω
[7] Από τα «Πραχτικά του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 288
[8] Με αυτό τον παπαγαλίστικο τρόπο μάθαιναν τα παιδιά να διαβάζουν, και χρειαζόντουσαν τρία και τέσσερα χρόνια για να μάθουν. Όποιος ενδιαφέρεται περισσότερο, τον παραπέμπω στην «Επετηρίδα της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» 1932 σελ 85-106 και 255-278. Για τον ξυλοδαρμό να διαβάσει ακόμη και τις σελίδες 185-187. Θα θαυμάσει την εφευρετικότητα των δασκάλων της εποχής εκείνης στα βασανιστήρια των παιδιών για να τους κάνουνε «καλούς ανθρώπους».
[9] Αντ. Γαβριήλ (Δ. Γληνού) «Οι χοίροι υϊζουσιν» β’ έκδοση 1924 σελ. 13
[10] «Επετηρίς Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» 1932 σελ. 268-269
[11] Αλφαβητάρια: Χ. Παπαμάρκου 1908, Π. Οικονόμου 1915, Μ. Σακελλαροπούλου, Μ. Βρατσάνου 1915, Α. Μακρυναίου 1916, Αντ. Γαβριήλ (Δ. Γληνού) «Οι χοίροι υϊζουσιν κ.τ.λ» σελ. 49,50,51,53,54,55,71,73,74.
[12] Αλφαβητάρια: Χ. Παπαμάρκου 1908, Π. Οικονόμου 1915, Μ. Σακελλαροπούλου, Μ. Βρατσάνου 1915, Α. Μακρυναίου 1916, Αντ. Γαβριήλ (Δ. Γληνού) «Οι χοίροι υϊζουσιν κ.τ.λ» σελ. 49,50,51,53,54,55,71,73,74
[13] «Επετηρίς Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» 1932 σελ. 267
[14] Αντ. Γαβριήλ (Δ. Γληνού «Οι χοίροι υίζουσιν» σελ. 13
[15]  «Επετηρίς Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» 1932 σελ. 46-51
[16] Ανάμεσα στους πρόσφυγες δασκάλους που διορίστηκαν έχουμε και τους δασκάλους των «δύο μαρτύρων». Με την ευκολία που έκανε το Κράτος στους πρόσφυγες δασκάλους για να διοριστούν να παρουσιάζουν ένορκη βεβαίωση από δυό μάρτυρες πως χρημάτισαν στην πατρίδα τους δασκάλοι, βρήκανε την ευκαιρία και διορίστηκαν και μερικοί ολότελα αγράμματοι.
[17] Εισηγητική Έκθεση στα νομοσχέδια Γόντικα σελ. 38
[18] «Επετηρίς δημοτικής Εκπαιδεύσεως» πίνακας 76, στην εισηγητική έκθεση του Γόντικα διαβάζουμε πως στα 1929 σε 13.500 δασκάλους οι πέντε χιλιάδες ήσαν χωρίς πτυχίο.
[19] Ως τα 1913 όλα τα έξοδα για τη δημοτική παιδεία τα πλήρωναν οι δήμοι, και απ’ αυτό το λόγο η κατώτερη παιδεία ονομάστηκε «δημοτική». Μα η δαπάνη αυτή ήταν βαριά για τον προϋπολογισμό των δήμων. Πολλοί άποροι δήμοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν το μιστό των δασκάλων τους, και έπαιρναν με χίλια δυό βάσανα κάποια ενίσχυση από το Κράτος. Φρόντιζαν λοιπόν οι δήμαρχοι να χαραχτηριστούν επίσημα οι δήμοι τους άποροι για να παίρνουν την οικονομική ενίσχυση. Στα 1905 το Κράτος κατάργησε την επιχορήγηση. Και οι δήμαρχοι πλήρωναν από τότε στους δασκάλους το μιστό της απορίας, 30-50% λιγότερο από το κανονικό.
[20] «Πραχτικά Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 73
[21] Από το «Annuaire International de l’ education et de l’ Enseignement» 1939 του Διεθνικού Γραφείου Αγωγής.
[22] «Επετηρίς Δημοτικής Εκπαιδεύσεως»1932 πίνακας 76. «Στατιστική 1937-38»
[23] Στους 101 δασκάλους που πέθαναν στα 1931 οι 30 ήσαν φθισικοί. Και στους 60 που αποχώρησαν από την υπηρεσία από αρώστια , οι 18 ήσαν κι’ αυτοί φθισικοί. «Επετηρίς …κτλ» πίνακας 75
[24] «Επετηρίς Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» 1932 σελ. 131
[25] «Επετηρίς…..» σελ. 391, 395, 135 και 138
[26] 73.700.000 δραχμές από εκπαιδευτικά τέλη, 156.500.000 από τον προϋπολογισμό και 318 εκατομμύρια το δάνειο ενός εκατομμύριου λίρες.
[27] Οδηγός μας στην ανασκόπηση είναι ο μακαρίτης  Μανώλης Λμπαδάριος. Όσο κι αν προσπαθεί να παρουσιάσει ευνοϊκότερα τα αποτελέσματα της σχολιατρικής υπηρεσίας- τριάντα χρόνια ήταν ο διευθυντής της στο Υπουργείο της Παιδείας – έρχονται στιγμές που δεν μπορεί να συγκρατήσει τον πόνο του και καυτηριάζει το Κράτος για την απονιά του.
[28] «Επετηρίς….» σελ. 172
[29] Οι 166.980 δραχμές του 1915 είναι χρυσές και ισοδυναμούν με 2.500.000 χάρτινες δραχμές του 1927 αφού η χρυσή λίρα είχε τότε 375 δραχμές.
[30] «Επετηρίς Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» 1932 σελ. 129
[31] Περιοδικό «Νέα Γενιά» αρ. 48, Απρίλης 1945 άρθρο του καθηγητή Κόκκαλη.
[32] Από την Εισηγητική έκθεση στα νομοσχέδια του Γόντικα σελ. 32
[33] «Επετηρίς Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» σελ. 144
[34] Στην Εισηγητική του Έκθεση στα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του 1929
[35] Από το «Annuaire International de l’ Education et de l’ Enseignement” 1939 του Διεθνικού Γραφείου Αγωγής.
[36] Κοίταξε παραπάνω σελίδες (αναλφαβητισμός και αγραμματοσύνη).
[37] Κοίταξε παραπάνω σελ. 16 (χειρόγραφο)
[38] Κοίταξε παραπάνω σελ. 20-21 (χειρόγραφο)
[39] Από τη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» τόμος «Ελλάς» σελ. 318
[40] Από τη «Στατιστική Εκπαιδεύσεως κτλ». Στα παιδιά και της δημοτικής και της μέσης υπολογίζονται και όσα φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία.
[42] «Πρακτικά Ανωτέρου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» σελ. 296,300
[43] «Πρακτικά κλπ» σελ. 374
[44] Αν έχουμε πραγματική υπερτροφία στη μέση παιδεία, και τι είδος είναι αυτή η υπερτροφία θα το ιδούμε παρακάτω.
[45] Κοίταξε παραπάνω σελ. 31 (χειρόγραφο)
[46] Από το «Annuaire International de lEducation et de lEnseignement»1939 του Διεθνικού Γραφείου Αγωγής
[47] Για τους εργάτες που δεν πέρασαν στη μέση παιδεία, για να μπορέσουν όσοι θέλουν να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο, έχει ιδρύσει το Σοβιετικό Κράτος ιδιαίτερα σχολεία είτε ημερήσια είτε νυχτερινά κοντά στα μεγάλα εργοστάσια, με τρίχρονες σπουδές. Όσοι τα τελειώσουν και είναι ικανοί γράφονται στις πανεπιστημιακές σχολές. Μπορούν ακόμη να σπουδάσουν και με αλληλογραφία.
[48] «Πρακτικά Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 355 και 359 ομιλία του καθηγητή Ν. Εξαρχόπουλου.
[49] «Πρακτικά Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 355  ομιλία του καθηγητή Ν. Εξαρχόπουλου
[50] Ως τα 1909 ούτε σκέψη δεν είχε κάνει το Κράτος για φοιτητική λέσχη. Στα 1909 με την επανάσταση στο Γουδί αναγκάστηκε να υποσχεθεί πως θα ιδρύσει φοιτητική λέσχη. Και για να την ιδρύσει αύξησε κατά 10% τα έξοδα της εγγραφής – ήσαν τότε 6 χρυσές λίρες. Πέρασαν από τότε κάμποσα χρόνια για ν’ αρχίσει η λειτουργία της πανεπιστημιακής λέσχης. Όλοι μας ξέρουμε πως λειτούργησε η λέσχη και το φοιτητικό συσσίτιο.
[51] Το Ελληνικό Κράτος ανέχεται ακόμη ως σήμερα τους μεγαλόσχημους καθηγητές που εμπορεύονται τα βιβλία τους. Χιλιάδες προπολεμικές δραχμές έπρεπε να πληρώσει ο φοιτητής για να αγοράσει τη σοφία των καθηγητών του. Όλοι οι απαγορευτικοί νόμοι, που αναγκάστηκε το Κράτος να ψηφίσει έμειναν ανεφάρμοστοι στην ουσία. Είναι θλιβερό για την ανηθικότητά τους τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν πολλοί καθηγητές για να εκβιάσουν τους φτωχούς φοιτητές να αγοράσουν τα βιβλία τους. 
[52] Μια πρόχειρη στατιστική μας λέει, πως το ¼ από τους φοιτητές δεν κατορθώνουν «να αποπερατώσουν τας σπουδάς» των. Φυσικά οι περισσότεροί τους, αν όχι όλοι αυτοί είναι φτωχοί φοιτητές, που ή πλήρωσαν με τη ζωή τους, ή αναγκάστηκαν από τη φτώχεια να διακόψουν τη σπουδή τους. Σ’ άλλα πανεπιστήμια στα αστικά Κράτη, οι καθηγητές της ιατρικής είναι υποχρεωμένοι να εξετάζουν και να κουράρουν δωρεάν τους φοιτητές. Στα κρατικά νοσοκομεία και σανατόρια υπάρχει πάντα δωρεάν θέση για τους άρωστους φοιτητές.
[53] Η φροντίδα και η στοργή του Σοβιετικού Κράτους για τη φοιτητική νεολαία προκαλεί το θαυμασμό. Φαγητό άριστο, κατοικία με όλη την άνεση, βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ταξίδια πλούσιες υποτροφίες, σπορ, χαρά, υγεία, όλα τα μέσα πλούσια στη διάθεσή τους, για να μορφωθούν όσο γίνεται καλύτερα και να θέσουν τότε όλες τις ικανότητές τους στην εξυπηρέτηση του λαού.
[54] Κοίταξε παραπάνω σελ. 12-16 (χειρόγραφο)
[55] «Στοιχειώδεις πρακτικαί οδηγίαι της διδασκαλίας των μαθημάτων εν τοις δημοτικοίς σχολείοις» 15 Φεβρουαρίου 1880
[56] «Εγκύκλιος υπ’ αρ. 7876 τη; 4 Σεπτεμβρίου 1880» του Υπουργείου της Παιδείας.
[57] «Εγκύκλιος  υπ’ αρ. 155 της 10 Ιανουαρίου 1855» του Υπουργείου της Παιδείας.
[58] «Εγκύκλιος υπ’ αρ. 8207 της 9 Οκτωβρίου 1878» του Υπουργείου της Παιδείας. Κοίταξε «Ιστορία της Εκπαιδεύσεως» Χρ. Λέφα 1942 σελ. 13-16. από το βιβλίο τούτο είναι παρμένα τα παραπάνω αποσπάσματα.
[59] «Πρακτικά Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 359
[60] «Πρακτικά Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 301
[61] Νόμος 4397 «περί στοιχειώδους εκπαιδεύσεως» 1929 Υπουργός της Παιδείας Κ. Γόντικας. Σύμφωνα με τον νόμο σκοπός του δημοτικού σχολείου είναι «η στοιχειώδης προπαρασκευή των μαθητών δια την ζωήν και η παροχή εις αυτούς των απαραιτήτων, προς μόρφωσιν χρηστού πολίτου στοιχείων».
[62] Είναι αυτονόητο πως οι επίσημες στατιστικές πληροφορίες είναι λίγο πολύ χρωματισμένες ευνοϊκά για την εκπαιδευτική πολιτική του Κράτους. Συχνά τις χρησιμοποιούν επίσημοι παιδαγωγοί για ν’ αποδείξουν την αλματική πρόοδο της παιδείας μας!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: