Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Η παιδεία μας στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας - Β' Μέρος


Β’ Μέρος
Η μελέτη αυτή του Κώστα Σωτηρίου γράφτηκε  το 1945.
Τμήμα της μελέτης αυτής για το διδαχτικό προσωπικό (σελ 17-21 του χειρόγραφου)
 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ» στις 17-18 του Μάη 1945
με τίτλο «Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ της παιδείας μας- ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ»
Και όπως αναφέρει ο ίδιος στα «ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ» στο βιβλιαράκι «Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ»
«Το πρώτο μέρος της ομιλίας μου, η κριτική ανασκόπηση της σημερινής παιδείας μας,
 είναι πολύ σύντομη περίληψη από την πλατειά μελέτη μου «Η παιδεία μας στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας».
Βλέπε σχετική ανάρτηση : Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
Εδώ δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο σε δύο μέρη
Το χειρόγραφο σε pdfΗ παιδεία μας στα 120 χρόνια
(σημείωση: το δεύτερο μέρος ξεκινά από τη σελ. 42 του χειρόγραφου)


2! Η παιδεία μας είναι αντιοικονομική

Αυτό  είναι το δεύτερο χαραχτηριστικό γνώρισμα της παιδείας μας, βασική αιτία και στήριγμα της αντιλαϊκότητάς της. Διαποτισμένη με το ασκητικό ιδανικό δεν έγινε η παιδεία μας παράγοντας στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας. Κλεισμένη μέσα στον πύργο της αριστοκρατίας του «πνεύματος» δεν καταδεχόταν να προσαρμοστεί στις υλικές ανάγκες του λαού. Αγνοούσε και περιφρονούσε το γεωργικό και τεχνικό πολιτισμό. Δεν προσανατολίστηκε στις βασικές μορφές της ελληνικής ζωής. Κρατούσε τα νιάτα μακριά από την άμεση πραγματικότητα, μακριά από τη ζωή και τα προβλήματά της. καλλιεργούσε την περιφρόνηση στην παραγωγική εργασία, και στον εργάτη. Δεν εξόπλιζε το λαό για τη ζωή. Δε μόρφωνε ειδικευμένους εργάτες της ζωής και της επιστήμης. Ανεκμετάλλευτες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Πείνα , εξαθλίωση, οικονομική σκλαβιά. Πνεύμα σχολαστικισμού είχε «επικαθήσει» στην παιδεία μας από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο. Ο λογιωτατισμός και η «γνωσεοπληξία» αποξέραναν τη ζωτικότητα της ελληνικής φυλής. Στρατός οι λογοκόποι θεσιθήρες, βδέλλες μέσα στην κοινωνία. Η παιδεία μας, δεν έγινε παράγοντας για την πρόοδο του λαού. Ήταν και έμεινε αντιοικονομική. Σ’ αυτό το δεύτερο θλιβερό συμπέρασμα θα καταλήξει και ο πιο καλόβουλος μελετητής της ιστορίας της παιδείας μας στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής.

α’. ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Είδαμε παραπάνω [1]πως οι μισοί το λιγότερο Έλληνες είναι αναλφάβητοι και ολότελα αγράμματοι. Όλοι αυτοί, φυσικά, μπήκανε στη ζωή απροετοίμαστοι και ακατάρτιστοι. Είδαμε ακόμη [2] πως και όσοι τελικά τελειώνουν το δημοτικό σχολείο, βγαίνουν κι’ αυτοί στη ζωή με λίγα κολυβογράμματα και κάποια κουρέλια γνώσεις, μα πραγματικά άοπλοι. Είδαμε ακόμη πως η παρασιτική ολιγαρχία, που κυβερνάει τον τόπο μας από την επανάσταση του 1821, έκανε και τη δημοτική παιδεία προνόμιό της, με την υποτέλεια, όπου την είχε καταδικάσει. Το Ελληνικό Κράτος ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μορφώσει τα παιδιά του λαού, και να τα εξοπλίσει για τη ζωή. Βύθισε το λαό στο πνευματικό σκοτάδι, για να του περάσει ευκολότερα τις αλυσίδες της οικονομικής σκλαβιάς.
Ως τα 1895 ο μοναδικός σκοπός του δημοτικού σχολείου ήταν «η ηθική και θρησκευτική μόρφωσις των μαθητών». Θα  ιδούμε  παρακάτω τι πραγματικά κρύβεται κάτω από τον «υψηλόν» αυτό σκοπό. Για πρώτη φορά στα 1895 ο νόμος ΒΤΜΒ’ θέτει για δεύτερο σκοπό και «την διδασκαλίαν των εις τον βίον χρησίμων στοιχειωδών γνώσεων». Μα και ο πραχτικός τούτος σκοπός ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Ο λογιωτατισμός, ταμπουρωμένος στον προμαχώνα της καθαρεύουσας, απομυζούσε όλη την εργασία του δημοτικού σχολείου. Κέντρο της δουλιάς και του δασκάλου και των παιδιών η γλωσσική διδασκαλία και η τεχνολογία. Οι λιγοστές «στοιχειώδεις» γνώσεις, σκόρπιες, ξεκρέμαστες, ασύνδετες αναμεταξύ τους, μεταφυσικές οντότητες έξω και επάνω από τη ζωή, δε γίνονται εξυψωτικά όπλα για τη ζωή. Βαρύ φορτίο στη μνήμη. Η διδασκαλία παθητική, ακροαματική και αφηρημένη. Μεσότοιχος αδιαπέραστος χωρίζει το σχολείο από τη ζωή. Καμιά εφαρμογή στην πράξη. Καμιά συμμετοχή των παιδιών στην παραγωγή. Βάση η ποσοτική μάθηση με όργανο την αποστήθιση, και όχι η ανθρώπινη εργασία η κοινωνικά ωφέλιμη. Ούτε ο αντίλαλός της δεν έφτανε στο σχολείο. Ακόμη και σήμερα τα περισσότερα δημοτικά σχολεία δεν έχουνε σχολικό κήπο. Και όσα έχουνε, χρωστιέται στην πρωτοβουλία των προοδευτικών δασκάλων, που πονούσαν το λαό. Το Κράτος της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, σπάταλο σε αντιπαραγωγικές δαπάνες, δεν κατόρθωσε να «εξοικονομήσει τα χρηματικά μέσα» για την εγκατάστασή τους. Δεν «απεφάσιζε να εφαρμόσει έστω και τμηματικώς, την διάταξιν του σχετικού νόμου περί διαθέσεως δια την εγκατάστασιν σχολικού κήπου πέντε χιλιάδων δραχμών δι’ έκαστον»[3]. Έτσι βλέπουμε ακόμη και σήμερα χιλιάδες αμέτρητες αγριελιές και άγριοαπιδιές, χιλιάδες αγριοδαμασκηνιές και αγριοκαστανιές, - τόσος χαμένος πλούτος – και τους χωρικούς να μην έχουν φρούτο να φάνε[4]. Ακόμη και σήμερα η σπιτική ζωοκομία σε πρωτόγονη κατάσταση. Εκατομμύρια αυγά εισάγουμε κάθε χρόνο από το εξωτερικό. Ακόμη και σήμερα οι χτηνοτρόφοι μας, εξαθλιωμένοι, δεν ξέρουν να εκμεταλλεύονται τα πολύτιμα προϊόντα τους, δεν ξέρουν ούτε τυρί να κάνουν. Και οι χωρικοί μας καλλιεργούν τη γη με τα πατροπαράδοτα πρωτόγονα μέσα, καίνε τα δάση, ρημάζουν το τόπο τους, δεν ξέρουν να τρέφουν μελίσσια και μεταξοσκώληκες, τσακίζονται στη δουλιά, πεινούνε και ζούνε εξαθλιωμένοι κι αυτοί μέσα στη βρώμα και τη λάσπη, εύκολα θύματα στα χέρια των εκμεταλλευτών τους. Οι αρώστιες τους θερίζουν, οι προλήψεις τους τυραννούν. Δε φωτίστηκαν με το φως της αληθινής μόρφωσης. Η δημοτική παιδεία δεν τους εξοπλίζει για τη ζωή.

β’. ΜΕΣΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Όλοι οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί βλέπουν τα αντικοινωνικά αποτελέσματα της μέσης παιδείας και ομολογούν την αποτυχία της. Ο Ελληνικός λαός περίμενε με λαχτάρα να του δώσει η μέση παιδεία τα όπλα για να υψωθεί σε ανώτερο πνευματικό και υλικό επίπεδο. Περίμενε οι απόφοιτοί της να γίνουν δημιουργικοί συντελεστές και εργάτες στο χτίσιμο μιας καλύτερης πολιτισμένης ζωής. Οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Η μέση παιδεία, όπως και ολόκληρη η παιδεία, χάλκευε τις αλυσίδες της κοινωνικής και οικονομικής σκλαβιάς του. Κλειστές οι πόρτες της, για τα παιδιά του δουλευτή λαού. Το Κράτος, όπως είδαμε[5] όρθωσε αξεπέραστους φραγμούς. Αυτό απαιτούσαν τα συμφέροντα της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Η μέση παιδεία έγινε κι αυτή προνόμιό της. Μα, ας σταθούμε λίγο να ρίξουμε μια γοργή ματιά στην οργάνωση και το περιεχόμενό της.
Οργάνωση: Η μέση παιδεία ιδρύθηκε στα 1836. Παρουσιάζεται σαν προοδευτική για τα χρόνια εκείνα. Η οργάνωσή της και η λειτουργία της στηρίχτηκε στο αρκετά για τότε προοδευτικό βαβαρικό εκπαιδευτικό σύστημα. Στην πραγματικότητα όμως η μέση παιδεία συνεχίζει στο περιεχόμενό της την αντιδραστική βυζαντινιστική  παράδοση, τη σχολαστική και αρχαιόπληχτη παιδεία μας την εποχή της τουρκοκρατίας.
Η νεοελληνική πνευματική αναγέννηση, συνέπεια από τις οικονομικές συνθήκες, που τότε άρχισαν να διαμορφώνονται, πρωτοφανερώνεται στην αρχή του 17ου αιώνα. Δεν ήταν όμως αληθινή αναγέννηση. «Δεν πήρε τίποτε από το αναγεννητικό πνεύμα της Δυτικής Ευρώπης». «Περιορίστηκε στην ίδρυση σχολείων» στις εμπορικές ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό, και σε διάφορα εμποροβιοτεχνικά κέντρα στο εσωτερικό της χώρας μας. Στα σχολεία που ιδρύονται διδάσκονται η θεολογία και η αρχαία ελληνική γλώσσα με τη γραμματική και το συνταχτικό της. η διδασκαλία στα σχολεία γίνεται από λόγιους, τις περισσότερες φορές κληρικούς, σε γλώσσα υπεραρχαϊκή. «Οι φυσικές επιστήμες, που βρίσκονται στο κέντρο της επιστημονικής κίνησης» στη δυτική Ευρώπη, πολύτιμο όπλο στα χέρια της αστικής τάξης, που ανεβαίνει και θέλει να γκρεμίσει το φεουδαρχισμό και να πάρει την εξουσία «οι φυσικές επιστήμες έχουν αποκλειστεί από τα σχολεία μας, ή παίρνουν δευτερότερη, ασήμαντη θέση». «Το Πατριαρχείο άγριος κέρβερος για την καλλιέργεια του βυζαντινισμού, κρατάει στα χέρια του όλη την εκπαιδευτική κίνηση» διαποτίζει την παιδεία «με το βυζαντινό αντιδραστικό πνεύμα, που οικονομοπολιτικά διαμορφώνεται σα «Μεγάλη Ιδέα» και πνευματικά-πολιτιστικά σαν αρχαϊζουσα γλώσσα». Η επίδραση  από την πνευματική αναγέννηση στη δυτική Ευρώπη «φτάνει μόνο στο να δυναμώσει τη μελέτη των αρχαίων κλασικών. Τους μελετούν μόνο στη μορφή, στο γράμμα και γυρεύουν με την καλλιέργεια της αρχαίας γλώσσας ν’ αναστήσουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό»[6]. Έτσι στην παιδεία μας, την εποχή της τουρκοκρατίας, εγκαθιδρύεται θριαμβευτικά το θεοκρατικό σχολαστικό αρχαιόπληχτο πνεύμα πολύτιμο στήριγμα του νεοελληνικού φεουδαρχισμού.
Αυτό το ίδιο πνεύμα εγκαθιδρύθηκε και στη νεοϊδρυμένη μέση παιδεία μας. Σα να μην έγινε η επανάσταση του 1821. Σα να μην ξεσηκώθηκε ο Ελληνικός λαός για να αποτινάξει τον τούρκικο ζυγό. Σα να μην πάλεψε με αυτοθυσία και ηρωισμό, σα να μην έχυσε ποτάμι το αίμα του για να λυτρωθεί από την κοινωνική και οικονομική σκλαβιά. Οι τσιφλικάδες, οι κοτσαμπάσηδες και οι φαναριώτες, που πήρανε την εξουσία στα χέρια τους , οικειοποιήθηκαν τον ηρωικό αγώνα του λαού, σφετερίστηκαν τις θυσίες του, τον παραπλάνησαν με τα ιδανικά της προγονοπληξίας και πατριδοκαπηλείας, και οργάνωσαν το νεοελληνικό Κράτος και φυσικά και την παιδεία, με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσουν τα προνόμιά τους.
Έτσι η μέση παιδεία παρ’ όλη την προσπάθεια να φανεί συγχρονισμένη, είναι από την ίδρυσή της αριστοκρατική. Διαποτίστηκε με τα πιο αντιπροοδευτικά ιδανικά. Δε βαφτίστηκε στις νέες δημοκρατικές ιδέες της εποχής, που γι’ αυτές αγωνίστηκε και τότε οχτώ ολόκληρα χρόνια ο Ελληνικός λαός. Δε γονιμοποιήθηκε από τα ζωντανά λαϊκά πνευματικά στοιχεία, που έδειξαν τη ζωτικότητά τους και πριν και στα χρόνια της επανάστασης. Αγνόησε η μέση παιδεία τα καινούργια προβλήματα, σα να είχε σταματήσει η ζωή. Αγνόησε τις ανάγκες του λαού, που τσακισμένος από την οχτάχρονη επανάσταση, λαχταρούσε να χτίσει μια καινούργια ευτυχισμένη ζωή. Κλείστηκε η μέση παιδεία στο μεσαιωνικό πύργο της με το πρόσωπο γυρισμένο προς τα περασμένα, δεν έβλεπε τη γύρω πραγματικότητα και απολιθώθηκε, προσδοκώντας την ανάσταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με την παθητική μίμηση και τη μανιακή τυπολατρεία.
Στην οργάνωσή της η μέση παιδεία στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής έμεινε μονόπλευρη και μονοκόματη. Θεμελιώθηκε στο τετράχρονο δημοτικό σχολείο, του έπνιξε την αυτοτέλειά του, και χωρίστηκε τυπικά σε δυό επάλληλους κύκλους, στο τρίχρονο ελληνικό σχολείο και στο τετράχρονο γυμνάσιο. Σκοπός του ελληνικού σχολείου με τις 10-12 ώρες την εβδομάδα αρχαία ελληνικά σε κάθε του τάξη, και με τα λατινικά, δεν ήταν, βέβαια να δώσει κάποια ανώτερη μόρφωση προσαρμοσμένη στις ανάγκες του λαού. Πραγματικός σκοπός του ήταν να προετοιμάσει τα παιδιά που θα πήγαιναν στο γυμνάσιο. Και του γυμνάσιου, όπως είδαμε[7] να τροφοδοτήσει την ανώτερη παιδεία με νέους σπουδαστές, να προετοιμάσει τα παιδιά που θ’ ανέβαιναν στο πανεπιστήμιο και θ’ αποτελούσαν «την πνευματικήν ηγέτιδα τάξιν». Στα 1929 ύστερα από εκατό περίπου χρόνια ψηφίστηκε η πρώτη μεταρρύθμιση στην οργάνωση της παιδείας, και γίνεται η μέση παιδεία, από εφτάχρονη που ήταν εξάχρονη, με βάση το εξάχρονο δημοτικό σχολείο. Η προοδευτική στο σημείο τούτο μεταρρύθμιση του Γόντικα γκρεμίζεται, όπως είπαμε σε λίγα χρόνια, στα 1938, με την αντιμεταρρύθμιση που έκανε στην οργάνωση της παιδείας «ο πιστός θεράπων» της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, η φασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου. Γίνεται η μέση παιδεία οχτάχρονη τώρα και εγκαθιδρύει και πάλι την κυριαρχία της στο δημοτικό σχολείο, που με τη μεταρρύθμιση του Γόντικα είχε αρχίσει δειλά-δειλά να απολυτρώνεται. Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια ιδρύθηκαν παράλληλα με τα ψευτοκλασικά γυμνάσια και τα «πρακτικά λύκεια». Ας μη μας ξεγελάει το όνομά τους. Δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με την πράξη, ούτε με την άμεση πραγματικότητα. και σ’ αυτά κυριαρχεί το ίδιο θεοκρατικό σχολαστικό πνεύμα. Κι’ αυτά, όπως και τα γυμνάσια, είναι δουλικά υποταγμένα στον ψευτοκλασικισμό και στο στείρο εγκυκλοπαιδισμό. Και σ’ αυτά έχουμε διαζύγιο του σχολείου με τη ζωή, και διαζύγιο της θεωρίας με την πράξη. Στην ουσία λοιπόν είναι τα ίδια με τα γυμνάσια. Η μόνη διαφορά είναι πως στα πραχτικά λύκεια διδάσκονται λιγότερες ώρες αρχαία ελληνικά με τη γραμματική και το συνταχτικό, και έχουν αντίστοιχα αυξηθεί οι ώρες για τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά. Γι’ αυτό και δεν ευδοκίμησαν. Στα 1929 είχαμε 228 ημιγυμνάσια, 229 γυμνάσια και 13 πραχτικά λύκεια. Στα 1937 173 ημιγυμνάσια, 176 γυμνάσια και 15 πραχτικά λύκεια. Βλέπουμε κι’ εδώ το ίδιο φαινόμενο, που διαπιστώνουμε και σε τόσα άλλα φανερώματα της δημόσιας ζωής. Συνειδητή προσπάθεια να φανούμε εξωτερικά προοδευτικοί, για να κρύψουμε έτσι και να διαιωνίσουμε την πιο μαύρη αντίδραση σε κάθε πρόοδο.
Έτσι λοιπόν η μέση παιδεία έμεινε ως σήμερα αριστοκρατική, μονόπλευρη και απολιθωμένη. Και ενώ τα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη, πιο ζωντανά και πιο κινητικά, άλλαζαν διαδοχικά, προσαρμοζόντουσαν στις ανάγκες της κυρίαρχης αστικής τάξης, και ακολουθούσαν την πρόοδο της παιδαγωγικής επιστήμης, σε μας 120 ολόκληρα χρόνια έμεινε η μέση παιδεία προσκολλημένη σαν στρείδι στη γλωσσική αρχαιοπληξία, κι όλο αποστεωνόταν μακριά από τη ζωή και τα προβλήματά της. και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η πλουτοκρατική ολιγαρχία, με τα πλούσια φεουδαρχικά υπολείμματα που κλείνει μέσα της, ήταν σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα σ’ όλα τα φανερώματα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής αντιδραστική, και καχύποπτη φοβόταν και την παραμικρότερη πρόοδο προπάντων στην παιδεία.
ΜΕΘΟΔΕΣ  Όπως στη δημοτική[8] , έτσι και χειρότερα ακόμη και στη μέση παιδεία οι μέθοδες της διδασκαλίας ήσαν αντιπαιδαγωγικές, βάρβαρες και απαρχαιωμένες, συνταιριασμένες στο σχολαστικό πνεύμα, που την είχε ολόκληρη διαποτίσει. Και στη μέση παιδεία κυριαρχεί ως σήμερα η παθητική αποδοχή από μέρους των παιδιών της κούφιας σοφίας, που αγωνιζόντουσαν να τους μεταδώσουν οι καθηγητές με τον πιο βάρβαρο τρόπο, με σύνεργά τους τούς διαγωνισμούς, τις εξετάσεις, τους βαθμούς, τις απειλές, τις τιμωρίες και όχι σπάνια και τον ξυλοδαρμό. Η διδασκαλία ατέλειωτες ώρες, ξερή, κατάξερη, σχολαστική, βασανιστική για τα παιδιά.
Το διδαχτικό προσωπικό της μέσης παιδείας, ολότελα ακατάρτιστο στα παιδαγωγικά και τη διδαχτική. Ως τα 1912 δε διδασκόντουσαν οι πτυχιούχοι του πανεπιστημίου καθηγητές της μέσης παιδείας ούτε παιδαγωγική ούτε ψυχολογία του παιδιού. Δεν είχαν την παραμικρότερη ιδέα, βαθιά μεσάνυχτα. Ούτε ο αντίλαλος από την παιδαγωγική κίνηση στην Ευρώπη έφτανε στα αυτιά τους. Μοναδικό κριτήριο για την αξία τους ο σχολαστικός φιλολογισμός[9]. Η διδαχτική ικανότητα ασήμαντο στολίδι. Καλός καθηγητής ήταν ο καλός φιλόλογος. Και καλός φιλόλογος ήταν όχι όποιος είχε κατανοήσει το πνεύμα και το περιεχόμενο των αρχαίων κλασικών, παρά ο εκστατικός τυπολάτρης της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας[10] που, σοβαρός λιγομίλητος και αγέλαστος ήξερε να επιβάλει το σεβασμό στα παιδιά και έκλεινε μέσα στο σοφό κεφάλι του όλη τη γραμματική και όλο το συνταχτικό της αρχαίας ελληνικής. Και ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο το κριτήριο αυτό για την αξία του φιλολογισμού, ώστε καθηγητές και γυμνασιάρχες δεν καταδεχόντουσαν ούτε να ακούσουν για την ανάγκη να καταρτιστούν στα παιδαγωγικά. Θεωρούσαν την απασχόληση αυτή υποτιμητική για έναν φιλόλογο, που ξέρει να αραδιάζει με χωρία από αρχαίους συγγραφείς τις λεπτεπίλεπτες διαφορές στη σημασία και τη σύνταξη του «και», που ξέρει ακόμη να κάνει τα παιδιά να μεταφράζουν τον Όμηρο στην αρχαία αττική γλώσσα, να  διονυχίζει[11] διάφορες λέξεις και λεξίδια και να ανακαλύπτει την ετυμολογία τους. Ο καθένας τους λοιπόν είχε τη δική του μέθοδο, κι αυτή ήταν η μόνη καλή, για ν’ αποθηκεύουν οι μαθητές του όλη την κούφια σοφία του. Ως τα 1912 ούτε αυτή η ερβαρτιανή μέθοδος δεν είχε μπει στη μέση παιδεία.
Στα 1910 ιδρύθηκε το διδασκαλείο της μέσης παιδείας απ’ όπου περνούσαν καμιά πενηνταριά καθηγητές το χρόνο για να μετεκπαιδευτούν στα παιδαγωγικά. Παράλληλα ιδρύθηκε στα 1911 ξεχωριστή έδρα για την παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο. Η διδασκαλία όμως της παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο ήταν ολότελα θεωρητική και αφηρημένη. Καμιά πραχτική άσκηση. Δεν υπήρχε προσαρτημένο κανένα σχολείο της μέσης παιδείας, όπου οι φοιτητές της φιλολογίας να βλέπουν το σοφό καθηγητή τους να διδάσκει και να εφαρμόζει και αυτός τα πορίσματα της σύγχρονης παιδαγωγικής. Στα 1932 ιδρύθηκε το «πειραματικό σχολείο» με διευθυντή τον καθηγητή της παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο. Το σχολείο τούτο θα είχε να προσφέρει πολλά, αν είχε φυσήξει μέσα του ο αέρας της προοδευτικής παιδείας. Τα τελευταία λοιπόν χρόνια έγιναν, βέβαια, ανθρωπινότερες οι μέθοδες της διδασκαλίας, μα δεν έθιξαν διόλου το σχολαστικό και αρχαιόπληχτο πνεύμα, που είχε κυριαρχήσει στη μέση παιδεία.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Τρία είναι τα κύρια χαραχτηριστικά του. Ο ψευτοκλασικισμός, ο ιστορισμός και ο στείρος εγκυκλοπαιδισμός[12]. Απόλυτος κυρίαρχος ο ψευτοκλασικισμός στη μέση παιδεία. Ακλόνητη ως σήμερα η ειδωλολατρική αρχαιοπληξία. Κυριαρχικά μαθήματα τα αρχαία ελληνικά, 10-12 ώρες την εβδομάδα σε κάθε τάξη και τα λατινικά. Ακόμη και στα 1931 ο καθηγητής παιδαγωγικής Εξαρχόπουλος θεωρεί «επιτακτικήν την απαίτησιν» και για λόγους εθνικούς «της εντατεμένης διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών εις τα γυμνάσια»και ζητεί να μην γίνει «περιορισμός του χρόνου του διατιθεμένου υπέρ της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσης»[13].
Βέβαια το αρχαίο ελληνικό δημοκρατικό πνεύμα, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, κλείνουν μέσα τους πολλά γόνιμα στοιχεία. Αυτά θα αποτελέσουν τη ζωντανή κληρονομιά μας, και πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε πολύπλευρα στη γενική μόρφωση της νεολαίας. Γι’ αυτό χρειάζεται  βαθιά κατανόηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Χρειάζεται να αφομοιώσουμε τα γόνιμα στοιχεία του για να γίνουν κίνητρα στη δημιουργία αντάξιου νεοελληνικού πολιτισμού. Απαραίτητη λοιπόν η μελέτη των αρχαίων κλασικών. Τι γίνεται όμως στη μέση παιδεία; Καμιά κατανόηση του αρχαίου πνεύματος. Καμιά γνωριμία με τους αρχαίους κλασικούς. Η διδασκαλία σχολαστική βασανιστική. Δε μας ενδιαφέρει η ουσία, το ζωντανό πνεύμα, μας ενδιαφέρει ο νεκρός τύπος. Εκστατική τυπολατρεία και παθητική μίμηση. Μα και κάτι χειρότερο. Ο Όμηρος και ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφώντας, ο Πλάτωνας, ο Δημοσθένης[14], ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης  αγνώριστοι γίνονται στα χέρια του λογιωτατισμού από την κακομεταχείριση  που παθαίνουν. Σκοτώνουν το πνεύμα τους, και διαλύουν τη μορφή τους σε λέξεις και κανόνες γραμματικούς και συνταχτικούς. Και το μόνο που πετυχαίνουν είναι να κάνουν τους μαθητές να τους σιχαθούν, ώστε να μην τους ξαναπλησιάσουν, να μην τους ξανανοίξουν στη ζωή τους. Εκεί τους καταντήσαμε του αρχαίους κλασικούς στα σχολεία μας, σκιάχτρα της χαράς, σκιάχτρα της ζωής και της φρεσκάδας.
Καλός μαθητής στα αρχαία ελληνικά, όποιος ξέρει ορθογραφία και έμαθε απ’ έξω και ανακατωτά τους κανόνες της γραμματικής και του συνταχτικού της αρχαίας ελληνικής με τις αναρίθμητες εξαιρέσεις. Το ιδανικό του λογιωτατισμού είναι να μάθουν τα παιδιά να γράφουν και να μιλούν με λέξεις αρχαίες, κι’ ας μη καταλαβαίνουν τίποτε. Η τεχνολογία εξαντλητική[15]. Η βασανιστική θεματογραφία κριτήριο για την αξία και τη πνευματική υπεροχή του μαθητή. Ακόμη και σήμερα, μολονότι τα τελευταία χρόνια πάλεψαν και παλεύουν όλοι οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί λειτουργοί για να λυτρώσουν τα παιδιά από τα νύχια του ψευτοκλασικισμού, το Κράτος με τα αλλεπάλληλα διατάγματα για τις εξετάσεις στα σχολεία, καθορίζει σε κάθε διαγωνισμό σε κάθε εξέταση σαν απαραίτητο κριτήριο τις γραμματικές και συνταχτικές «παρατηρήσεις».
Το επιχείρημα που αδιάκοπα προβάλλουν οι υποστηριχτές της αντιλαϊκής παιδείας, πως η γραμματική και το συνταχτικό της αρχαίας ελληνικής «οξύνουν την διάνοιαν» και ακονίζουν «την κρίσιν» δεν είναι παρά φανταχτερή δικαιολογία του ψευτοκλασικισμού. Πιστεύουν πως η πεμπτουσία της μόρφωσης και της ζωής είναι η αρχαιοπληξία. Μακριά από τη σύγχρονη επιστημονική κίνηση, ανίδεοι από τα πορίσματα της λειτουργικής ψυχολογίας, δεν κατάλαβαν ακόμη την τόσο απλή αλήθεια, πως το μυαλό «την διάνοιαν, την κρίσιν» το έδωσε η φύση στον άνθρωπο σαν το σπουδαιότερο όπλο για τη ζωή του, και πως μόνο τότε ακονίζεται πραγματικά, και εξελίσσεται αρμονικά, άμα το χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για το σκοπό που του το έδωσε η φύση, για να λύνει δηλαδή τα ζωντανά προβλήματα, όποια κι αν είναι αυτά και να ικανοποιεί τα ζωτικά ενδιαφέροντά του[16]. Έφτασαν μάλιστα τώρα στις ημέρες μας οι νεοψευτοκλασικιστές να διατυπώσουν και τη σοβαρόφανη θεωρία, πως η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει αυτή η ίδια απόλυτη μορφωτική αξία, που με τίποτε άλλο δεν μπορεί να ισοφαριστεί. Υποστηρίζουν σοβαρά, πως η αρχαία ελληνική αυτή καθαυτή κλείνει μέσα της υπερκόσμια ακατάλυτη αξία, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο. Είναι εγκληματικό, λένε, να διδάσκονται τα γυμνασιόπαιδα τους αρχαίους συγγραφείς και σε μετάφραση. Όχι μόνο επειδή και η καλύτερη μετάφραση αδύνατο να φτάσει στην ομορφιά το πρωτότυπο, παρά –και τούτο είναι το σπουδαιότερο – γιατί θα στερηθούν τη βαθιά μορφωτική επίδραση, που πηγάζει από το «θείον κάλλος» της μοναδικής στον κόσμο αρχαίας ελληνικής. Γι’ αυτό επιβάλλεται η «ενδελεχής σπουδή» της. Όπως βλέπουμε, δίνουν στη μορφή και το τυπικό της αρχαίας ελληνικής μεταφυσική οντότητα και αξία, για να μείνει απόρθητο το μεσαιωνικό φρούριο του ψευτοκλασικισμού. Είναι αλήθεια, τόσο συνηθισμένο το τέχνασμά τους. Έτσι κάνουν κάθε φορά οι αντιδραστικοί , για να σταματήσουν την πρόοδο, άμα βλέπουν πως κλονίζεται το ιδεολογικό τους εποικοδόμημα. Του δίνουν μεταφυσική οντότητα, το προβάλλουν σαν αιώνιο και ακατάλυτο, για να το συγκρατήσουν στα πόδια του, τη στιγμή που η ζωή στην προοδευτική πορεία της αρχίζει να το γκρεμίζει.
Παράλληλα παραμελήθηκαν σχεδόν ολότελα στη μέση παιδεία τα νέα ελληνικά. Δεν είχαν στην αρχή καμιά θέση στο πρόγραμμά της. Πρωτομπήκε, φυσικά, η αρχαϊκή λογία παράδοση. όλα τα πεζά κομμάτια και όλα τα ποιήματα στην καθαρεύουσα. Μα και τότε τις ώρες που έπρεπε να διατεθούν για τα νέα ελληνικά τις χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά οι φιλόλογοι καθηγητές για τα αρχαία ελληνικά. Και όταν αποφάσιζαν να αφήσουν τα παιδιά να γευτούν τα ανούσια αυτά δημιουργήματα της καθαρεύουσας, η διδασκαλία γινόταν με τον ίδιο ξερό και σχολαστικό τρόπο. Και εδώ γραμματική και συνταχτική ανάλυση και μετατροπή του καθαρευουσιάνικου αναγνώσματος στην αρχαία αττική γλώσσα. Πολύ αργότερα, μόλις πριν 25-30 χρόνια μπήκε και η δημοτική λογοτεχνία, χωρίς να της αναγνωριστεί επίσημα το δικαίωμά της τούτο. Λιγοστά πεζά κομμάτια και λιγοστά ποιήματα από τη σύγχρονη λογοτεχνία και ποίηση βλέπουμε ακόμη και σήμερα στα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» στο γυμνάσιο. Η δημοτική γλώσσα εξακολουθεί να βρίσκει κλειστές τις πόρτες της μέσης παιδείας. Ο σημερινός Υπουργός της Παιδείας, ο καθηγητής της Θεολογίας Μπαλάνος, αρνήθηκε να της επιτρέψει την είσοδο, και να την θεωρήσει ισότιμη με την καθαρεύουσα. Ακόμη και σήμερα επίσημη γλώσσα στην παιδεία είναι η πνευματοχτόνα καθαρεύουσα. Το επίσημο Κράτος προσπαθεί με όλα τα μέσα να ξαναφορέσει γλωσσοδέτη στον Ελληνικό λαό.
Θλιβερές οι συνέπειες για τα παιδιά από την αρχαιοπληξία. Βαριά  η θυσία που προσφέρει η νεολαία στο βωμό του αποστεωμένου λογιωτατισμού. Ώρες ατέλειωτες βασανίζονται τα παιδιά με τα αρχαία ελληνικά. Μα δεν κατανόησαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, δεν είδαν τα γόνιμα στοιχεία του, δεν ένιωσαν τον παλμό της αρχαίας Ελλάδας, δεν έζησαν «το αρχαίο θαύμα» , δεν άκουσαν με την καρδιά τους τούς αρχαίους κλασικούς, δεν κατάλαβαν τα λόγια τους, δεν αναφτερώθηκαν στη δράση τους, δεν υψώθηκαν, δε μορφώθηκαν. Έσκυψαν με πονεμένη την καρδιά στη γραμματική και το συνταχτικό, παπαγάλισαν κανόνες και εξαιρέσεις και ρητά. Μα δεν έμαθαν την αρχαία γλώσσα, ούτε συγκινήθηκαν μπροστά στη στραπατσαρισμένη από το λογιωτατισμό ομορφιά της, τη σιχάθηκαν κι αυτή και τους αρχαίους κλασικούς. Βαθιά η πίκρα τους για τα χαμένα χρόνια, τα καλύτερα της ζωής τους. Δεν έμαθαν ούτε καν  ορθογραφία[17] με το απαρχαιωμένο και αντιπαιδαγωγικό τρόπο που τη διδάχτηκαν.
Ξεραΐλα και παγωνιά έχει απλωθεί στις αίθουσες διδασκαλίας. Τα παιδιά δε χάρηκαν ούτε τη νέα Ευρωπαϊκή, ούτε τη σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία. Άγνωστος ο Γκαίτε και ο Σαίξπηρ. Αποδιοπομπαίοι οι μεγάλοι Ρώσοι λογοτέχνες. Ο Εθνικός μας ποιητής Ο Σολωμός[18]   και ο Παλαμάς διασύρθηκαν και διαπομπευθήκανε. Δεν υψώθηκαν τα παιδιά με την τέχνη. Δεν ήπιαν από τη δροσερή πηγή της. δεν κινήθηκε ο δυναμισμός τους, δεν πλημμύρισε ο ενθουσιασμός τους. Και τελειώνουν το γυμνάσιο και δεν είναι σε θέση να διατυπώσουν και τα πιο απλά διανοήματα και συναιστήματά τους. Ο λογιωτατισμός διαστρέβλωσε το γλωσσικό τους αίστημα. Ο σχολαστικισμός αποξέρανε την εσωτερική πηγή τους. Οι «συνθέσεις» που έγραψαν στο γυμνάσιο ανούσια και άγλωσσα κατασκευάσματα. Ύφος αρωστιάρικο, προσποιητό. Πολυλογία και ψευτορωμαντισμός. Καμιά πνοή, κανένας παλμός. Έτσι αποστραγγισμένα βγαίνουν τα παιδιά στη ζωή, με σβυσμένη τη φλόγα, άπραγοι γέροι μέσα στη νεανική τους ηλικία.  
Χέρι με χέρι με τον ψευτοκλασικισμό, σημαντικό συμπλήρωμά του, ο ιστορισμός, η δεύτερη κατάρα ολόκληρης και ιδιαίτερα της μέσης παιδείας, το καλύτερο όργανό της, για να αποξενώσει τα παιδιά από τη σύγχρονη ζωή και τα προβλήματά της.
Κλειστές κατάκλειστες οι πόρτες και τα παράθυρά της. άγρυπνη η προσοχή της να μη μπει στο κάστρο της ούτε ο αντίλαλος από τη γύρω πραγματικότητα. κλεισμένη, όπως είπα, η μέση παιδεία στο φεουδαρχικό πύργο της, με το πρόσωπό της γυρισμένο στα περασμένα, καταγίνεται να μαζέψει και να αποθηκέψει στο μυαλό των παιδιών, γνώσεις, πολύ συχνά αμφισβητήσιμες επιστημονικά, από τις πιο απομακρυσμένες εποχές της ζωής της ανθρωπότητας, αρχίζοντας από την παλαιολιθική εποχή και τον κατακλυσμό του Νώε, και υψώνει σινικά τείχη προς τη σύγχρονη ζωή. Τα παιδιά διδάσκονται για τους Αιγύπτιους και τους Βαβυλωνίους, για τους Πέρσες και τους Μήδους,  αποστηθίζουν τις δυναστείες τους, τους Φαραώ και τις δέκα πληγές, και το Ναβουχοδονόσωρα, βλέπουν να προβάλλεται μπροστά τους η θεόπνευστη μυθολογία των Εβραίων, ξενυχτούν στην έρημο και στις πυραμίδες, με άγρυπνο το μάτι του ιστορισμού μην τους ξεφύγει καμιά μικρολεπτομέρεια, παπαγαλίζουν την νομοθεσία του Δράκωντα και του Σόλωνα, ακούν τους εφόρους στη γερουσία της Σπάρτης, αποθηκεύουν στο κεφάλι τους ονόματα στρατηγών και χρονολογίες, διδάσκονται ποιες εξουσίες είχαν οι ύπατοι και οι πατρίκιοι στη Ρώμη, εντρυφούν στους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, και τρυγούν την υπέροχη μορφωτική αξία που κλείνουν μέσα τους  ο Λουδοβίκος ΙΕ’ – ο Κάρολος ο Ε’ και τόσοι άλλοι παρόμοιοί τους και χειρότεροι, η φρίκη τους πλημμυρίζει μπροστά στην τρομοκρατία της  Γαλλικής επανάστασης – γιατί τι άλλο διδάσκονται από τη γαλλική επανάσταση; - θαυμάζουν τον Κάϊζερ και το Βίσμαρκ, βλέπουν λοιπόν στο ξεθωριασμένο αυτό πανόραμα που περνάει μπροστά στα μάτια τους και πολλά άλλα αξιοπερίεργα πράματα, μα δε νοιώθουν το αληθινό νόημά τους, και δεν ακούνε τον πόνο και το μόχτο των λαών στη βασανιστική πορεία τους. Και μόλις στρέψουν το βλέμμα τους στη γύρω ζωή, στη γύρω τραγική πραγματικότητα, τους κλείνει τα μάτια η παιδεία να μην ιδούν, τους βουλώνει τα αυτιά να μην ακούν, τους βουλώνει ακόμη και το στόμα με απειλές και τιμωρίες ή τα ξεγελάει με παραπλανητικές ερμηνείες και συκοφαντίες. Φοβάται η σημερινή μέση παιδεία να αντικρύσει τη σημερινή κοινωνία με τα προβλήματά της. όλα τα μέτρα, όλα τα τεχνάσματα και τα απατηλά συνθήματα σε ενέργεια, να αποσπάσει τα παιδιά, να αποσπάσει τη προσοχή και το ενδιαφέρο τους από τη σύγχρονη ζωή. Εθνικός κίντυνος, φωνάζουν, η επιστημονική μελέτη και κατανόηση της γύρω μας πραγματικότητας. Μη τυχόν και ιδούν τα παιδιά ό,τι σάπιο, ό,τι γερασμένο και νεκρό, και γι’ αυτό εμπόδιο στην πρόοδο, κλείνει μέσα της και νοιώσουν την όρεξη και το χρέος να το γκρεμίσουν, για να βαδίσουν στο χτίσιμο μιάς καλύτερης ζωής. Ο ιστορισμός προμαχώνας. Η μέση παιδεία δεν προετοιμάζει τη νεολαία στο διπλό της έργο, το καταλυτικό και το αναδημιουργικό.
Ενώ λοιπόν είναι παραγεμισμένο το πρόγραμμα της μέσης παιδείας με τόσο άχρηστο και βλαβερό υλικό, ασήκωτο φορτίο για τα παιδιά, λείπουν ολότελα τα στοιχεία από τις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες, και η ιστορία της ανθρωπότητας, όπως διδάσκεται και όπως συχνά παραμορφώνεται κάθε άλλο παρά βοηθεί τα παιδιά να κατανοήσουν τη σημερινή κατάσταση. Η ιστορία στα σχολεία μας, στα γυμνάσια και τα πανεπιστήμια, παραστράτησε από τον αληθινό προορισμό της. έχει ξεπέσει σε «στείρα και άγονη χρονογραφία» ή σε «κενή φρασεολόγα εθνοκαπηλεία»[19]. Σωστό βασανιστήριο για τα παιδιά. Αποθηκεύουν στο κεφάλι τους χρονολογίες και πολέμους, μάχες και συνθήκες, βασιλείς και στρατηγούς, μαθαίνουν χίλια δυό ξεκρέμαστα σπουδαία και ασήμαντα περιστατικά, μα δε νιώθουν το πραγματικό νόημα της ιστορίας, και απορούν δικαιολογημένα για τη χρησιμότητά της. Η ιστορία, όπως την κατάντησαν στα σχολεία μας, δε δίνει «συνθετική εικόνα της ιστορικής πορείας» ούτε της ανθρωπότητας ούτε της χώρας μας. Έχει γίνει «αντιδραστική δύναμη» «δε φωτίζει, δεν κινητοποιεί τις δυνάμεις της προόδου» δε γίνεται όπλο στα χέρια του λαού και της νεολαίας για το λυτρωμό τους από την πολύπλευρη σκλαβιά. Τα παιδιά διδάσκονται ολόκληρη την Ελληνική ιστορία, μα δε φωτίζονται γιατί δε λύθηκαν ως σήμερα τα ζωτικά ιστορικά προβλήματα του Ελληνικού λαού, ούτε ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες, που εμποδίζουν την προοδευτική λύση τους. Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά. Γιατί η προοδευτική λύση τους βρίσκεται σε ολοφάνερη αντίθεση με τα συμφέροντα και τα προνόμια της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας που κυβερνάει τον τόπο. Γι’ αυτό και η ιστορία αντιδραστικό όργανο στα χέρια της.
Ακούμε τους υποστηριχτές της αντιλαϊκής παιδείας να ξεφωνίζουν: θέλετε να μεταβάλλεται τις αίθουσες της διδασκαλίας σε στίβο πολιτικής διαμάχης; Η ιστορία πρέπει να μείνει αντικειμενική, και η παιδεία να σταθεί πάνω από την πολιτική, πάνω από τον αγώνα του λαού[20] , χρέος της παιδείας να είναι ουδέτερη. Έργο της να μορφώσει τα παιδιά. Δουλιά των πολιτικών να μελετούν την πραγματικότητα και τα προβλήματά της, δουλιά των παιδιών να διαβάζουν και να αποθηκεύουν σοφία.
Βλέπουμε καθαρά τι κρύβεται κάτω από την πολυθρύλητη τούτη θεωρία. Η ιστορία βέβαια πρέπει να είναι αντικειμενική. Μα αντικειμενική είναι άμα λέει θαρετά την αλήθεια. Άμα όμως αγνοεί το λαϊκό παράγοντα, άμα κρύβει την αλήθεια, ή άμα την παραμορφώνει και χρωματίζει τα περιστατικά σύμφωνα με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, τότε γίνεται αριστοκρατική αντιδραστική ψευτοεπιστήμη. Το επιχείρημα πάλι, πως η παιδεία πρέπει να είναι ουδέτερη, προβάλλεται για να σκεπάσει την αντιλαϊκότητα της παιδείας και δείχνει την αγωνία εκείνων που το προβάλλουν, μη τυχόν τα παιδιά ιδούν την πραγματικότητα και κατανοήσουν τις αιτίες, που τη διαμόρφωσαν. Γιατί τι είναι ο ιστορισμός, που τόσο εντατικά τον χρησιμοποιούν στα σχολεία; Ποιος είναι ο λόγος της ύπαρξής του; Ο ιστορισμός, όπως και ο ψευτοκλασικισμός, είναι φυγή από την πραγματικότητα. Σκοπός του να απομονώσει τα παιδιά και να τα αποξενώσει από τη σύγχρονη ζωή, για να διατηρηθεί ακλόνητη η σημερινή κοινωνία στη μορφή που έχει πάρει. Έτσι, φυσικά, θα μείνουν ανέγγιχτα τα συμφέροντα και τα προνόμια της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Ο ιστορισμός λοιπόν είναι ένα από τα ποιο αντιδραστικά μέτρα, ογκολιθικός φραγμός στην πρόοδο. Νεκρώνει την ορμή, τη βαθιά λαχτάρα της νιότης να χτίσει μια καλύτερη ζωή, ν’ ανοίξει το δρόμο της προόδου. Δεν πρέπει τα παιδιά να μάθουν πως η εξέλιξη της ανθρωπότητας στην ιστορική της πορεία βαδίζει σύμφωνα με ορισμένους κοινωνικούς νόμους, και πως η σημερινή κοινωνία είναι δημιούργημα των νόμων αυτών. Δεν πρέπει να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως σύμφωνα με τους ίδιους αυτούς νόμους  είναι αναγκαία και η ριζική αλλαγή της σημερινής πραγματικότητας, η αναδημιουργία της. γιατί το συμπέρασμα αυτό δε συμφέρει στην πλουτοκρατική ολιγαρχία. Αντίθετα η πλουτοκρατική ολιγαρχία παρουσιάζει τη σημερινή κοινωνία σαν την καλύτερη που μπορεί να γίνει, θεμελιωμένη επάνω σε αναλλοίωτες  και αιώνιες , σε «θείες» αξίες. Δε χρειάζεται ούτε η μελέτη, ούτε η κατανόησή της. Αλοίμονο, άμα τα παιδιά ιδούν με τη μελέτη της ιστορίας και της κοινωνιολογίας πως οι ηθικές αξίες δεν είναι αιώνιες, πως υπάρχουν μέσα σε τόπο και χρόνο, πως είναι αντίστοιχες με την οργάνωση και τη μορφή που παίρνει κάθε φορά η κοινωνία, και γι’ αυτό μεταβλητές στο περιεχόμενό τους. Σε ενέργεια όλα τα σύνεργα, να μην ιδούν τέτιο πράμα. Και όποιος διδάσκει την απλή αυτή αλήθεια, αυτός κάνει πολιτική, είναι εχτρός του Έθνους(!) και διαφθορέας της νεολαίας. Έτσι δίπλα στα τυραννικά μέτρα, για να κλείνουν τα στόματα, και η πιο αδιάντροπη συκοφαντία.
Πλάϊ στον ψευτοκλασικισμό και τον ιστορισμό, αντάξιος σύντροφος και συνεργάτης, ο στείρος εγκυκλοπαιδισμός, η τρίτη κατάρα της παιδείας και ιδιαίτερα της μέσης. Μίλησα για τον εγκυκλοπαιδισμό στην κριτική ανασκόπηση της δημοτικής παιδείας[21] . Έδειξα  τη στειρότητά του. Ας συμπληρώσουμε τώρα την εικόνα του. Τρία είναι τα ουσιαστικά γνωρίσματά του. Η ποσοτική  διακοσμητική μάθηση, το στατικό αντίκρυσμα της ζωής και της επιστήμης, και το διαζύγιο της θεωρίας με την πράξη.
Ποσοτική διακοσμητική μάθηση: Όπως στη δημοτική έτσι και ακόμη περισσότερο και στη μέση παιδεία μπήκανε, κάτω από την πίεση που ασκούσε η μεσοαστική τάξη με τα προοδευτικά στοιχεία της, σιγά-σιγά όλοι οι κλάδοι της επιστήμης, ο καθένας όμως για λογαριασμό του και ανεξάρτητα από τον άλλο, χωρίς να θίξουν το θεοκρατικό σχολαστικό πνεύμα, που κυριαρχούσε, χωρίς να αναταράξουν τα πρασινισμένα στάσιμα νερά του ψευτοκλασικισμού και να στρέψουν το πρόσωπο της παιδείας προς τη σύγχρονη ζωή και τα προβλήματά της. Ασφυχτικό το πρόγραμμα της μέσης παιδείας, 38-41 ώρες την εβδομάδα σε κάθε τάξη. Αμέτρητα τα θεωρητικά μαθήματα, σωρός οι πολύτιμες γνώσεις. Χαμένα τα ωραιότερα χρόνια. Τόσοι κόποι, τόσα βάσανα, και ο τρυγητός άκαρπος.
Τα παιδιά πρέπει όλα να τα μάθουν, να καταχτήσουν ολόκληρη την επιστήμη με τη μνήμη, αδιάφορο αν μέσα στις ατέλειωτες ώρες της βασανιστικής διδασκαλίας δεν κατορθώνουν να συλλάβουν το νόημά της, και να νιώσουν τη χρησιμότητά της. Τα παιδιά πρέπει να αποθηκέψουν στη μνήμη τους τούς νόμους της μηχανικής και της υδροστατικής, να παπαγαλίσουν επιστημονικούς όρους και ορισμούς, και τα στοιχεία της χημείας, να αποστηθίσουν όλα τα ορυχτά, τις συνομοσπονδίες και τα βασίλεια, και τα γένη και τις οικογένειες των ζώων και των φυτών, να ανέβουν έπειτα λαχανιασμένα στην ανώτερη σφαίρα της αριθμητικής και της στερεομετρίας, να θεωρήσουν την αρμονία των αριθμών, να τρέξουν ως την άκρη της γης και να μάθουν απ’ έξω βουνά και ποτάμια, ακρωτήρια και λίμνες , πολιτείες και χώρες, και να φτάσουνε έπειτα επάνω στα άστρα για να λύσουν τις κοσμογραφικές ασκήσεις. Θα γίνουν έτσι πολύμαθα μα άσοφα, υδροκεφαλικά κατάφορτα εγκυκλοπαιδικά λεξικά.
Όλες οι γνώσεις πολύτιμες. Αυτές αποτελούν την πεμπτουσία της μόρφωσης. Γι’ αυτό άλλωστε γεννήθηκαν και υπάρχουν τα παιδιά, για να τις φορτωθούν. Και λαχανιάζουν οι σοφοί καθηγητές να διδάξουν όλο το υλικό, χωρισμένο και σοφά ταχτοποιημένο σε δόσεις χρονιάτικες, μηνιαίες και εβδομαδιάτικες, λαχανιάζουν να μεταφέρουν κάθε ώρα και την ορισμένη δόση, από το στόμα τους στη μνήμη των παιδιών όλη την κούφια σοφία τους. Σύνεργά τους, οι βαθμοί, οι εξετάσεις, οι διαγωνισμοί, και η βάρβαρη εξωτερική πειθαρχία. Και αγκομαχούν και ιδροκοπούν τα παιδιά να σηκώσουν το ασήκωτο φορτίο τους. Άλλα υπομονετικά και φιλότιμα – οι «καλοί μαθηταί» όπως τους λένε – πασκίζουν, πέφτουν, σηκώνονται, βάζουν τα δυνατά τους και τα καταφέρνουν να κουβαλήσουν τον όγκο της πολυμάθειας, αδιάφορο αν τα περισσότερα σακατεύονται με την υπερκόπωση και μερικά το πληρώνουν με τη ζωή τους. Άλλα ατίθασα, τα πετούν κάτω, και τα περισσότερά τους ρεμπελεύουν. Άλλα, αδύναμα όπως είναι, λυγίζουν, γονατίζουν και μένουν μεσοδρομίς. Και άλλα – θα έλεγα λίγο πολύ όλα τα παιδιά – χίλιων ειδών τεχνάσματα σοφίζονται για να ξεφύγουν. Νυστάζουν με ανοιχτά τα μάτια και κλείνουν τα αυτιά τους, άλλα μένουν με το σώμα στην αίθουσα της διδασκαλίας, ενώ ψυχικά λείπουν. Ταξιδεύουν ευχάριστα στον κόσμο των πόθων τους και διασπούν την προσωπικότητά τους. Και δε διστάζουν – τι φταίνε αυτά, η παιδεία τα σπρώχνει – να καταφύγουν στη κολακεία και την πονηριά, στο ψέμα και την υποκρισία και σε πολλά άλλα γνωστά πλάγια μέσα, για να κατορθώσουν να περάσουν, να πάρουν το χαρτί, αδιάφορο αν έτσι διαστρεβλώνεται ο χαραχτήρας τους, αφού βλέπουν μέσα στη σχολική ζωή τους  - το μόνο, αλήθεια, που διδάσκονται στην πράξη – πως μπορούν να πετύχουν και να αναριχηθούν, χωρίς να το αξίζουν. Και όλα τα παιδιά βαρυγκομούν, σιχαίνονται το σχολείο και τη μάθηση, και περιμένουν να φτάσει η ευλογημένη  ώρα να ξεφορτωθούν το άχρηστο αυτό υλικό που κουβαλούν, να λυτρωθούν, να ανασάνουν, να ξαναπάρουν, όσα μπορέσουν, την πλαστικότητα, και να ξαναβρούν, αν προφτάσουν, τη χαρά.  
Θλιβερές για την νεολαία και το λαό οι συνέπειες. Ενώ τόσο παραφορτωμένο είναι το πρόγραμμα, ενώ τόσα τα θεωρητικά μαθήματα, τα παιδιά μέσα σ’ όλη αυτή τη βασανιστική πολυμάθεια, δεν παίρνουν και την παραμικρότερη ιδέα για το γύρω τους τεχνικό πολιτισμό και την χρησιμοποίησή του, ούτε καμιά είδηση για την επιστημονικά οργανωμένη ανθρώπινη εργασία και παραγωγή. Θέλουμε να τα κάνουμε σοφά, και τα αφήνουμε ανήξερα να αντιπαλαίσουν στη ζωή, ανίκανα να γίνουν ειδικευμένοι εργάτες της ζωής και της επιστήμης. Τα εφόδιά τους μηδαμινά. Ο χαραχτήρας τους, όπως είπα, διαστρεβλώνεται. Συνηθίζουν στον εύκολο και ανήθικο αναριχισμό. Ο πλούσιος δυναμισμός της νεανικής ηλικίας τους , διοχετεύεται στον παρασιτισμό. Οι πνευματικές τους ικανότητες μένουν ακαλλιέργητες. Ακόμη χειρότερα. Συνθλίβονται με τα αγγαρευτικά μαθήματα, ναρκώνονται με τον ψευτοκλασικισμό και τη γνωσεοπληξία, στραπατσάρονται με την εξωτερική πειθαρχία, όπως θα ιδούμε. Η επίσημη παιδεία, απολιθωμένη και αποξενωμένη από τη σύγχρονη παιδαγωγική κίνηση, αγνοεί ολότελα τα πορίσματα της λειτουργικής ψυχολογίας[22]. Εξακολουθεί ακόμη να πιστεύει πως οι πνευματικές λειτουργίες, από τον καθαρό λογισμό ως τη μνήμη και τη λήθη, είναι ξεχωριστές οντότητες, αυθύπαρχτες και ανεξάρτητες η μια από την άλλη[23] και νομίζει, πως αυτές αποτελούν την ουσία του ανθρώπου. Αγνοεί την τόσο απλή σήμερα αλήθεια, πως οι πνευματικές λειτουργίες είναι τα πνευματικά όπλα που προίκισε η φύση τον άνθρωπο για τη ζωή του. Και πως μόνο τότε καλλιεργούνται και αναπτύσσονται , άμα τις χρησιμοποιεί κατάλληλα ο άνθρωπος για τον προορισμό, που τους έχει καθοριστεί, για να ικανοποιεί τις βιολογικές του ανάγκες. Μπορεί λοιπόν να είσαι κατάφορτο εγκυκλοπαιδικό λεξικό, και οι πνευματικές σου ικανότητες να έχουν νεκρωθεί, ώστε να μην είσαι σε θέση να μοιράσεις δυό γαϊδάρων άχυρα, όπως πολύ σωστά λέει ο λαός για τους άσοφους πολύξερους. Γιατί οι γνώσεις, το καταστάλαγμα αυτό της επιστημονικής πείρας που δημιούργησε ο άνθρωπος μέσα στην πάλη και με την πάλη του για τη ζωή, τότε μόνο καλλιεργούν τις πνευματικές λειτουργίες, τότε μόνο πλουτίζουν και μορφώνουν ποιοτικά το ανθρώπινο πνεύμα, άμα γίνονται προέχταση και συμπλήρωμά του, άμα δηλαδή γίνονται κι’ αυτές – οι γνώσεις- βοηθητικά όργανα για να λύνει ο άνθρωπος και το παιδί ευκολότερα και αποτελεσματικότερα τα προβλήματα, που του παρουσιάζει η ζωή, μ’ άλλα λόγια άμα ικανοποιεί τα ζωντανά ενδιαφέροντά του. Με το στείρο όμως εγκυκλοπαιδισμό, οι γνώσεις, αχρησιμοποίητες όπως μένουν, συνθλίβουν τις πνευματικές λειτουργίες του παιδιού τόσο που, αν δεν ήταν η γύρω ζωή που στο πείσμα της παιδείας , προβάλλει στα παιδιά προβλήματα και τα αναγκάζει να χρησιμοποιήσουν τις πνευματικές τους λειτουργίες για να τα λύσουν, θα έβγαιναν τα παιδιά μας από τη μέση παιδεία, νεκρωμένα και ηλίθια. Τα απιδιά μας λοιπόν δε μορφώνονται ποιοτικά. Δεν εξοπλίζονται για τη ζωή. Βγαίνουν αμόρφωτα, ανίκανα να σταθούν στην άμεση πραγματικότητα, ακατάρτιστα, λογοκόποι φτωχοπρόδρομοι θεσιθήρες.
Και τι λόγο έχει η ποσοτική μάθηση, ο διδαχτικός ματεριαλισμός, όπως τη λένε; Διπλός είναι ο σκοπός της. Η μέση παιδεία, είδαμε, δεν έχει αυτοτέλεια. Έργο της να προετοιμάζει τα παιδιά για το πανεπιστήμιο. Και επειδή στο πανεπιστήμιο διδάσκονται όλες οι επιστήμες, πρέπει και στο γυμνάσιο να διδάσκονται, σε μικρότερη βέβαια έκταση, για να έχουν τα παιδιά «προσλαμβανούσας παραστάσεις» όπως λένε οι δασκάλοι, τα στοιχεία δηλαδή από την επιστήμη που θα διαλέξουν, και να μπορούν έτσι να παρακολουθήσουν τους σοφούς καθηγητές, στη μεταφόρτωση της ανώτερης πολυμάθειας. Γιατί και στο πανεπιστήμιο δε διδάσκεται η επιστήμη, δεν καλλιεργείται το επιστημονικό πνεύμα. Και εκεί κυριαρχεί η ποσοτική μάθηση. Μα τότε θα ειπεί πως κάποιο ιδιαίτερο λόγο θα έχει η ποσοτική μάθηση.
Και ο ιδιαίτερος αυτός, ο ειδικός λόγος, είναι η διακόσμηση, η εξωτερική εμφάνιση. Είναι βαθιά ριζωμένη η αντίληψη, πως μορφωμένος και αληθινός επιστήμονας είναι ο πλούμαθος και πολύγραφος, όποιος έχει πολλά θησαυρίσει στη μνήμη του, όποιος ξέρει και γράφει πολλά, αδιάφορο αν δεν είναι σε θέση να τα χρησιμοποιεί σε δημιουργική και κοινωνικά ωφέλιμη δράση, όποιος λοιπόν εμφανίζεται με πολύχρωμες φανταχτερές μα άκαρπες γνώσεις. Καθαρότερα φαίνεται η διακοσμητική μάθηση στη συνηθισμένη μόρφωση των κοριτσιών στις αστικές οικογένειες. Απαραίτητο να στολιστούν με μια ή δυό ξένες γλώσσες, και να φιγουράρουν με το πιάνο και το βιολί. Δεν μαθαίνουν ξένες γλώσσες για να τις χρησιμοποιήσουν στη ζωή, ούτε το πιάνο για να μορφωθούν καλλιτεχνικά και να πιούν το θείο ποτό της μουσικής. Τραβούν υπομονετικά το μαρτύριο της κούφιας ποσοτικής μάθησης για να προβάλλουν τις φανταχτερές γνώσεις τους στο Μεσσία, που θα έρθει να τις απολυτρώσει. Και γι’ αυτό μόλις παντρεφτούν, τα ξεφορτώνονται όλα, για να επαναλάβουν τα ίδια βασανιστήρια στα κορίτσια τους, σαν καλές κι’ αυτές μητέρες  που φροντίζουν για την αποκατάστασή τους.
  Κριτήριο λοιπόν για την αξία του μορφωμένου, η πολυμάθεια, η ποσοτική και στείρα μάθηση. Γιατί να μας παραξενεύει; Τι είναι στο βάθος η ποσοτική διακοσμητική μάθηση; Είναι η μόνη που συνταιριάζει στον τρόπο της ζωής μέσα στην ολιγαρχικά οργανωμένη κοινωνία. Αντικαθρεφτίζει την αντίληψη για τη ζωή και την αξία του ατόμου, που έχει μορφώσει η πλουτοκρατική ολιγαρχία. Στη σημερινή κοινωνία αξία έχει όχι όποιος δουλεύει είτε με τα χέρια είτε με το πνεύμα και παράγει υλικά και πνευματικά αγαθά. Αξία έχει όποιος μαζεύει, όποιος θησαυρίζει, όποιος έχει εξωτερική παράσταση και εμφανίζεται μεγαλόπρεπα. Τα ρούχα, τα λούσα και η φουσκωμένη τσέπη κάνουν τον άνθρωπο. Ποιος λογαριάζει την εσωτερική πραγματική αξία; Το ίδιο τα πνευματικά ρούχα, και το φορτωμένο μυαλό κάνουν το μορφωμένο. Σ’ αυτή την αντίληψη είναι προσαρμοσμένη και η παιδεία. Δεν μπορεί μέσα σε μια τέτια κοινωνία, παρά να είναι διακοσμητική «υψηλή φιλολογία» γαρνιρισμένη με άκαρπη πολυμάθεια κατάλληλη για αριστοκράτες αργόσχολους. Δεν έχει ανάγκη η πλουτοκρατική ολιγαρχία να εξοπλίζει τα παιδιά της για τη παραγωγική ζωή. Θα ζήσουν κι’ αυτά παρασιτικά. Αν για τα παιδιά του λαού η ποσοτική μάθηση είναι καταστρεφτική, τόσο το χειρότερο γι’ αυτά.
Το στατικό αντίκρυσμα. Πολύτιμο στήριγμα της ποσοτικής μάθησης και του ιστορισμού το στατικό αντίκρυσμα της ζωής και της επιστήμης. Χίλιων λογιών γνώσεις από την πιο παμπάλαια εποχή ως σήμερα. Όλοι οι κλάδοι της επιστήμης. Κοματιασμένη  όμως η επιστήμη. Κοματιασμένη και νεκρωμένη η ζωή. Σωστό ανατομικό μουσείο οι αίθουσες της παιδείας.
Πως παρουσιάζονται οι πολυποίκιλες αυτές γνώσεις στα παιδιά; Χωρίς ζωή, χωρίς συνοχή, χωρίς καμιά επαφή και επικοινωνία. Χωρίζουν, τεμαχίζουν, λιανίζουν τη ζωή και τα φαινόμενά της, ταχτοποιούν έπειτα τα νεκρωμένα κομμάτια και τα τοποθετούν ξεχωριστά σε ιδιαίτερες προθήκες με ομορφογραμμένες ετικέτες. Πλούσιος ο θησαυρός, μα νεκρός. Μπαίνουν τα παιδιά στις αίθουσες διδασκαλίας και ο ειδικός κάθε ώρα καθηγητής, ανοίγει το ειδικό συρτάρι, παίρνει τις γνώσεις, τις βάζει στο στόμα του και τις μεταφορτώνει στη μνήμη των παιδιών. Η μεταφόρτωση βιαστική, το υλικό ανακατεύεται. Τα παιδιά νιώθουν δέος, και βγαίνουν έξω ζαλισμένα και με θολωμένη τη ματιά. Δεν παίρνουν συνθετική εικόνα, δεν κατανοούν τη ζωή και την επιστήμη. Λείπει η ενωτική γραμμή. Βλέπουν, όπως λένε, το δέντρο, μα δε βλέπουν το δάσος. Μπερδεύουν τα πόδια τους, έχασαν το δρόμο.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Ο ειδικός καθηγητής διδάσκει ανθρωπολογία. Εξετάζεται λεπτομερειακά η ανατομία του ανθρώπου. Τόσα τα μέλη του, τόσα τα κόκαλα του κρανίου, τόσοι οι κόλποι και οι κοιλιές και οι βαλβίδες της καρδιάς, τόσα τα μέρη του νευρικού συστήματος. Εξετάζεται έπειτα η λειτουργία του κάθε οργάνου ξεχωριστά. Καμιά συνθετική βιολογική εικόνα. Και το χειρότερο δεν εξετάζεται συνθετικά ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία και τους κοινωνικούς αγώνες για το λυτρωμό του, ούτε μέσα στη φύση, μέσα στη σκληρή του πάλη να στεριώσει τη ζωή του, και να δαμάσει τη φύση. Σα να ζει ο άνθρωπος, από την εποχή που διώχτηκε από τον παράδεισο, έξω από τόπο και χρόνο, έξω από τη φύση και την κοινωνία. Λείπει το δυναμικό  αντίκρυσμα. Τα παιδιά δεν βλέπουν τον άνθρωπο μέσα στην κίνηση, μέσα στη βασανιστική πορεία του, μέσα στην αλληλεπίδραση και τη συνεξάρτησή του με όλα τα έμψυχα πλάσματα και τα άψυχα.
Νεκρωμένη και σταματημένη η ζωή μπροστά τους. Δε βλέπουν τα παιδιά τη ζωή στην αλληλεξάρτησή της  με τα περασμένα και στην προοπτική που ξανοίγεται. Δε βλέπουν πως η ζωή σε κάθε στιγμή είναι καρπός κάποιας εξέλιξης, που βαδίζει με αναγκαιότητα. Δε βλέπουν το δυναμισμό της ζωής, γιατί δεν κάνει, όπως είπα, να ιδούν πως η αλλαγή της πραγματικότητας, η αναμόρφωσή της, έρχεται με την ίδια αναγκαιότητα. Και για να μη ιδούν τα παιδιά την τόσο απλή αυτή αλήθεια, προβάλλεται σαν μοναδική ερμηνεία η κυρίαρχη Θεία Πρόνοια με την ανεξερεύνητη βούλησή της. τόσο βαθιά ριζωμένο είναι το θεοκρατικό πνεύμα προπάντων στη μέση παιδεία. Πρέπει να έχει μεγάλο ηρωισμό ο καθηγητής που θα τολμούσε να αναπτύξει τη θεωρία της εξέλιξης και να μιλήσει για την καταγωγή του ανθρώπου, και τη διαμόρφωση της ζωής. Άγρυπνο το μάτι του Υπουργού της Παιδείας με τον κέρβερό του το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Έτσι σπρώχνονται τα παιδιά στη μοιρολατρεία. Δεν πρέπει με κανένα τρόπο να νιώσουν, πως η ζωή κλείνει μέσα της τεράστιο δυναμισμό, πως η ίδια η ζωή με τις αντιθέσεις βρίσκεται σε αδιάκοπη κίνηση και εξέλιξη, και πως οι άνθρωποι γίνονται με τη δημιουργική τους δράση συντελεστές στην αλλαγή της. Δεν κάνει να νιώσουν τα παιδιά πως κρατούν την τύχη στα χέρια τους, για να μη γίνουν καταλυτές και οικοδόμοι. Δε συμφέρει, όπως είπα, τέτιο πράμα στην πλουτοκρατική ολιγαρχία. Γι’ αυτό ο ιστορισμός, γι’ αυτό η ποσοτική μάθηση με το στατικό αντίκρυσμα. Γι’ αυτό το διαζύγιο της θεωρίας με την πράξη.
Διαζύγιο της θεωρίας με την πράξη: Το τρίτο ουσιαστικό γνώρισμα του στείρου εγκυκλοπαιδισμού. Ποσοτική μάθηση, στατικό αντίκρυσμα της ζωής. Προέχτασή τους και συμπλήρωμά τους το διαζύγιο της θεωρίας με την πράξη, απαραίτητο για να εξυπηρετηθεί ακόμη καλύτερα το θεοκρατικό και σχολαστικό πνεύμα, που κυριαρχεί στην παιδεία μας.
Η επιστήμη για την επιστήμη και όχι για τη ζωή. Καινούργιος φραγμός, για να αποκλειστούν τα παιδιά μέσα στο ανατομικό μουσείο της παιδείας, και να αποτραβηχτούν ολότελα από τη γύρω πραγματικότητα. οι γνώσεις, όπως είπα, παρουσιάζονται στα μάτια των παιδιών, σαν αποροές από το αιώνιο υπερκόσμιο πνεύμα, σαν μεταφυσικές οντότητες, που υπάρχουν έξω και πάνω από τη ζωή, και γι’ αυτό έχουν δική τους εσωκείμενη αξία, έξω και πάνω από τη χρησιμοποίησή τους. Χρέος των παιδιών να τις αποχτήσουν, να τις αποθηκέψουν, και να θαυμάζουν παθητικά την αιθέρια ομορφιά τους. Θα υψωθούν τότε στην υπεργήινη σφαίρα του «ωραίου». Εκεί θα απολάψουν την αληθινή ευτυχία, μακριά από κάθε ταπεινή απασχόληση, μακριά από τις υλιστικές ανάγκες της ζωής. Νέα είδωλα μέσα στον ασκητικό αυτόν παράδεισο. Εκστατική  γνωσεολατρεία. Το θεοκρατικό πνεύμα θριαμβεύει. Τα παιδιά αποξενώνονται ακόμη περισσότερο από τη ζωή.
Έτσι φτάνουμε στο διαζύγιο της θεωρίας της επιστήμης με την πράξη. Κατάκλειστες οι πόρτες και τα παράθυρα της παιδείας. Τα παιδιά μέσα εκεί, ακίνητοι ομφαλοσκόποι επάνω στα θρανία, «θεώνται» τις γνώσεις, αδιάφορο αν νυστάζουν. Και τελειώνουν το γυμνάσιο ανήξεροι σοφοί, και δεν κατάλαβαν τον αληθινό προορισμό της επιστήμης. Δεν ένιωσαν πως η επιστήμη γεννήθηκε από τη ζωή, και μέσα στη ζωή, μέσα στην τραγική πάλη του ανθρώπου να στερεώσει  τη ζωή του, και να χτίσει την ευτυχία του επάνω στη γη. Δεν είδαν πως αξία έχει μόνο η πράξη, πως η θεωρία είναι όργανο για την πράξη, και πως κριτήριο για την αλήθεια και την αξία της θεωρίας είναι η πράξη, μ’ άλλα λόγια πως τότε η γνώση έχει αξία, άμα με τη χρησιμοποίησή της προάγει τη ζωή και ανοίγει το δρόμο για την πρόοδο και την ευτυχία του ανθρώπου.
Και τόσο βαθύ είναι το χάσμα, που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη, ώστε ούτε η μεθοδολογική απαίτηση να διδάσκονται εποπτικά τα μαθήματα δεν έχει γίνει ως σήμερα αποδεχτή από την επίσημη παιδεία μας. Λείπουν από τα σχολεία μας τα εποπτικά μέσα και όργανα, τα εργαστήρια, για να γίνεται η μεταφόρτωση της πολυμάθειας κάπως πιο ξελάφρωτη. Η φυσική πειραματική, η χημεία, η κοσμογραφία διδάσκονται ακόμη και σήμερα με σχήματα επάνω στον ξεθωριασμένο μαυροπίνακα. Γιατί να μας φαίνεται παράξενο; Εκείνο που χρειάζεται είναι να φορτωθούν τα παιδιά τις γνώσεις, και όχι η κατανόησή τους και ούτε η υποτιμητική για τις γνώσεις και για τα παιδιά χρησιμοποίησή τους. Πρέπει, αλήθεια, να είναι κανείς πολύ απλοϊκός για να πιστέψει τη δικαιολογία, πως το Κράτος δεν είχε «πόρους», για να εφοδιάσει τα σχολεία με τα απαραίτητα εποπτικά μέσα και όργανα, αφού ποτέ δε σταμάτησε να ξεζουμίζει το λαό με τις φορολογίες, και πάντα έβρισκε τους πόρους να ιδρύει και να συντηρεί πλουσιοπάροχα τόσες αντιλαϊκές δημόσιες υπηρεσίες. Θα ειπεί λοιπόν πως δεν ήθελε το Κράτος. Και δεν ήθελε, γιατί θεωρούσε τα εποπτικά μέσα και τα εργαστήρια περιττά, και άσκοπη την αντίστοιχη δαπάνη. Και αν σε μερικά σχολεία και γυμνάσια υπάρχουν σήμερα λιγοστά εποπτικά μέσα και όργανα, αυτό χρωστιέται στην πρωτοβουλία των προοδευτικών λειτουργών της παιδείας. Πως βρήκαν αυτοί τα χρήματα να εφοδιάσουν τα σχολεία τους, και δεν μπόρεσε 120 ολόκληρα  χρόνια το Κράτος με τόσα εκατομμύρια που σπαταλάει;
Μα κι’ αν ακόμη τα σχολεία ήσαν πλούσια εφοδιασμένα με εικόνες και χάρτες, με όργανα και εργαστήρια και κινηματογράφο, θα είχαμε, βέβαια, σημαντική πρόοδο στον τρόπο της διδασκαλίας – τα παιδιά θα φορτονώντουσαν ευκολότερα την άγονη πολυμάθεια -  δε θα είχαμε όμως συμφιλίωση της θεωρίας με την πράξη. Η πραγματική και αρμονική συμφιλίωση μόνο μέσα στη ζωή μπορεί να γίνει, μόνο μέσα στην επιστημονικά οργανωμένη και κοινωνικά ωφέλιμη ανθρώπινη εργασία, μέσα στην υλική και πνευματική παραγωγή. Μόνον εκεί οι γνώσεις θα βρούνε τη δικαίωσή τους, και θα υψωθούν σε όργανα εξυπηρετικά για τη ζωή. Και τότε τα παιδιά θα αγαπήσουν την επιστήμη και την εργασία, και θα νιώσουν την κοινωνική λειτουργικότητά τους. Πρέπει η παιδεία να βγει από το μεσαιωνικό της πύργο έξω στη ζωή για να ξεκαθαρίσει η βαριά από τη μούχλα ατμόσφαιρα του σχολείου. Χρειάζεται να ξεριζωθεί το αντιδραστικό σχολαστικό πνεύμα, που κυριαρχεί στην παιδεία, και να αχρηστευθούν τα σύνεργά του, ο ψευτοκλασικισμός, ο ιστορισμός και ο στείρος εγκυκλοπαιδισμός. Τίποτε όμως δεν μπορεί ν’ αλλάξει όσο η πλουτοκρατική ολιγαρχία κυβερνάει τον τόπο μας. Γι’ αυτό πριν απ’ όλα χρειάζεται να πάρει ο δουλευτής λαός την εξουσία στα χέρια του. Τότε θα γίνει και η παιδεία όργανο για την υλική και πνευματική του εξύψωση. Μόνον τότε θα βρει και η επιστήμη τον αληθινό προορισμό της και θ’ ανθίσει και στον τόπο μας η αληθινή πνευματική αναγέννηση.
Περιφρόνηση στην παραγωγική εργασία: Το καταστάλαγμα της αντιλαϊκής και αντιοικονομικής παιδείας μας. Έπειτα από το διαζύγιο της θεωρίας με την  πράξη, δεν μπορούσε, φυσικά, να μην κατρακυλίσει η παιδεία στο τελευταίο σκαλοπάτι της αντιλαϊκότητας. Έτσι έφτασε να καλλιεργεί στα παιδιά τον ψευτοαριστοκρατισμό, να τα κάνει να περιφρονούν κάθε αποδοτική εργασία και ιδιαίτερα την πραχτική εργασία του χεριού[24]. Οι γνώσεις, όπως είδαμε, παρουσιάζονται υπεργήινες και αυθύπαρχτες. Υποτιμητική η χρησιμοποίησή τους. Η μορφωτική τους αξία συγκεντρώνεται στον παθητικό και μοιρολατρικό θαυμασμό. Όποιος τις αποχτάει, ανεβαίνει σε ανώτερη σφαίρα, και δε στέκει να «τυρβάζει» με ταπεινές εργασίες. Έρχεται μόνο του το συμπέρασμα, πως είναι αναξιόπρεπο να καταγίνεσαι με πραχτική παραγωγική δουλιά. Ξεπέφτεις. Δεν έμαθες γράμματα για να δουλεύεις. Φορτώθηκες τις γνώσεις, για να υψωθείς κοινωνικά.
Η ψευτοαριστοκρατική και αντιοικονομική αυτή διαπαιδαγώγηση, ταιριάζει, όπως είπα, στα παιδιά της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Αυτά θα ζήσουν παρασιτικά, μέσα στην πρόστυχη υλιστική απόλαυση. Είναι όμως εγκληματική για τα παιδιά εκείνα, που οι γονιοί τους δεν είναι «ευκατάστατοι» και που θα πρέπει να δουλέψουν για να ζήσουν. Σπρώχνονται κι αυτά στον παρασιτισμό και στον ψυχικό ξεπεσμό[25] . Έτσι βλέπουμε τους τελειόφοιτους και τους απόφοιτους από κάποια τάξη του γυμνασίου, να μην καταδέχονται, -το θεωρούν εξευτελιστικό – να πιάνουν στο χέρι τους το τσαπί και το φτυάρι, το σκεπάρνι και το κλαδευτήρι. Τους βλέπουμε να γίνονται καφενόβιοι, πρωτομάστοροι και κράχτες στην χαρτοπαιξία, για να σκοτώσουν την ανία τους, και να γεμίσουν τις άδειες ώρες τους. Γιατί που να πιάσουν το βιβλίο στα χέρια τους, τα έμαθαν όλα και σιχαίνονται τη μάθηση. Τους βλέπουμε, και σφίγγει η καρδιά μας, να κατρακυλούν ακόμη περισσότερο, να διπλώνουν τη σπονδυλική τους στήλη, μπροστά στον κομματάρχη, στον «ισχυρό της ημέρας» να ζητιανεύουν και να εξευτελίζονται για να πετύχουν μια θεσούλα – πολύ προτιμότερη βέβαια η αργομιστία, και να φυτοζωούν σέρνοντας βασανιστικά τα πόδια τους. Έτσι διαφθείρονται, πουλάνε την ψυχή τους, και γίνονται εχτροί του λαού και τόσο περισσότερο όσο πιο ψηλά κατορθώνουν να αναριχηθούν, πειθήνια όργανα της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, που τους εξαγοράζει, για να τους ξεζουμίσει.  
Ας ανακεφαλαιώσουμε: Αριστοκρατική και μονόπλευρη η μέση παιδεία στην οργάνωσή της, με μοναδικό τύπο σχολείου το ψευτοκλασικό γυμνάσιο, δουλικά υποταγμένη στην ανώτερη παιδεία, και ιδιαίτερα στη φιλολογική σχολή του πανεπιστημίου. Το διδαχτικό προσωπικό ακατάρτιστο. Οι μέθοδες απαρχαιωμένες και αντιπαιδαγωγικές. Το πρόγραμμα υπόδουλο στον ψευτοκλασικισμό, τον ιστορισμό και στο στείρο εγκυκλοπαιδισμό. Πανίσχυρο το θεοκρατικό σχολαστικό πνεύμα. Ποσοτική διακοσμητική μάθηση. Διαζύγιο της θεωρίας με την πράξη. Συστηματική προσπάθεια να κρατηθούν τα παιδιά μακριά από την άμεση πραγματικότητα. Το συμπέρασμα έρχεται μόνο του. Η μέση παιδεία στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας είναι αντιοικονομική. Δεν εξοπλίζει τη νεολαία για τη ζωή. Δεν έγινε συντελεστής στην υλική και πνευματική εξύψωση του λαού, στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου.

γ’. ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ

Είναι ανάγκη να γίνει η παιδεία παράγοντας στην υλική και πνευματική εξύψωση του λαού; Χρειάζεται η τεχνική και επαγγελματική μόρφωση, στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας; Ας μη μας φανεί παράξενο το ερώτημα. Μπαίνει μόνο του. Το Ελληνικό Κράτος πιστεύει απόλυτα, πως δεν χρειάζεται. Αυτό δείχνει η εκπαιδευτική του πολιτική. Όλοι ομολογούν[26] πως είναι τρομαχτικά καθυστερημένη στον τόπο μας, η γεωργική και η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Δεν είναι υπερβολή να πούμε, πως είναι σχεδόν ανύπαρχτη. Εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες, εργάτες και τεχνίτες  ρίχνονται στη ζωή ολότελα απροετοίμαστοι. Ούτε γενική μόρφωση παίρνουν – είδαμε τι μαθαίνουν στη δημοτική και μέση παιδεία – ούτε επαγγελματική. Η πλουτοκρατική ολιγαρχία, που κυβερνάει τον τόπο μας, κρατάει 120 χρόνια το λαό στο πνευματικό σκοτάδι. Τα λίγα κολυβογράμματα που του δίνει, και πάλι πολλά του είναι. Έτσι δεν αξιοποιούνται οι δημιουργικές λαϊκές δυνάμεις. Ανεκμετάλλευτες  μένουν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, και ο δουλευτής λαός βυθισμένος στην πείνα, στην αμορφωσιά, στην εξαθλίωση.
Και όμως η κυρίαρχη τάξη, η πλουτοκρατική ολιγαρχία, πιστεύει, όπως είπα, πως δεν χρειάζεται η τεχνική και επαγγελματική μόρφωση. Μην ξεχνάμε, πως η παιδεία είναι προνόμιό της. Τα δικά της τα παιδιά, τα προνομιούχα, δε χρειάζονται καμιά πραχτική , επαγγελματική μόρφωση. Ούτε γεωργοί θα γίνουν, ούτε εργάτες, ούτε τεχνίτες. Αυτά είναι αριστοκράτες στον πλούτο, αριστοκράτες και στην παιδεία. Και για μια αριστοκρατική παιδεία όπως είναι η δική μας, είναι περιττό και υποτιμητικό να καταγίνεται με προστυχοπράματα, με τον τεχνικό και επαγγελματικό καταρτισμό. Τα παιδιά πάλι του λαού παίρνουν την επαγγελματική και τεχνική προετοιμασία από τον πατέρα τους, από το μάστορή τους. Φτάνει αυτό. Δε χρειάζονται τίποτε άλλο. Γεννιέται όμως μια απορία:
Η πλουτοκρατική ολιγαρχία χρησιμοποιεί και την παιδεία, όπως και όλο το μηχανισμό του Κράτους για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της και να περιφρουρήσει τα προνόμιά της. Τα συμφέροντά της λοιπόν δεν απαιτούν να μορφωθούν τα παιδιά του λαού επαγγελματικά; Δεν θα έχει έτσι μορφωμένους αγρότες και ειδικευμένους εργάτες και τεχνίτες που θα βγάζουν περισσότερη και καλύτερη δουλιά; Θα ζούνε, βέβαια, και αυτοί καλύτερα, μα θα δίνουν και σ’ αυτή μεγαλύτερα κέρδη. Αυτή την απλή αλήθεια φοβάται να την παραδεχτεί η πλουτοκρατική ολιγαρχία μας. Τόσο αντιδραστική και αντιλαϊκή είναι. Δε θέλει να μορφώσει το λαό. Φοβάται το ξύπνημά του[27]. Κρατάει λοιπόν συνειδητά το λαό στο πνευματικό σκοτάδι, στην αμορφωσιά. Έτσι πιστεύει, θα τον παραπλανάει ευκολότερα και θα τον εκμεταλλεύεται καλύτερα. Έπειτα δεν ένιωσε ως τώρα η πλουτοκρατική ολιγαρχία μας την ανάγκη της τεχνικής και επαγγελματικής μόρφωσης. Και να γιατί. Η βασική αιτία στην πνευματική και εκπαιδευτική ανάπτυξη ενός τόπου είναι η οικονομική του ανάπτυξη. Εκεί στην οικονομική ανάπτυξη έχει τις ρίζες της η πνευματική ανάπτυξη, συνέπειά της είναι και παντού και πάντοτε αντίστοιχή της. Όσο πιο καθυστερημένη είναι οικονομικά μια χώρα, τόσο μεγαλύτερη είναι και η καθυστέρησή της στην παιδεία και γενικά στον πολιτισμό. Και αντίθετα: Όσο μεγαλύτερη είναι η οικονομική, η υλική ευημερία της, τόσο πλουσιότερη είναι και η πνευματική της ανάπτυξη. Βέβαια επενεργεί, και επενεργεί σημαντικά και η πνευματική ανάπτυξη και ιδιαίτερα η παιδεία και η επιστήμη στην οικονομική πρόοδο. Στην προοδευτική τους πορεία η αλληλεπίδραση γίνεται, φυσικά, ολοένα και μεγαλύτερη. Όμως βάση και αφετηρία είναι η οικονομική ανάπτυξη. Απ’ εκεί ξεκινάει και τρέφεται η παιδεία, και γίνεται κι αυτή με τη σειρά της σπουδαίος συντελεστής. Γι’ αυτό είναι και απαραίτητη.
Η πλουτοκρατική ολιγαρχία, που μας κυβερνάει 120 χρόνια τώρα, δεν ενδιαφέρθηκε σ’ όλο αυτό το διάστημα για την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας μας. Χίλιων ειδών φραγμούς είχε υψώσει. Και δεν ενδιαφέρθηκε, γιατί ζει παρασιτικά και αποκομίζει τεράστια κέρδη[28]. Η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ χαμηλή οικονομική ανάπτυξη. Όσο κρατάει η τραγική για το λαό αυτή κατάσταση, αδύνατο ν’ αναπτυχτεί και ν’ ανθίσει στον τόπο μας η επιστήμη και γενικά η παιδεία. Τι να τους κάνουμε τους χημικούς, τους μηχανικούς, τους γεωπόνους, τους γεωλόγους, όταν η χώρα μας είναι τόσο καθυστερημένη οικονομικά; Όταν μένουν ανεκμετάλλευτες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές; Δε μας χρειάζονται. Βάρος περιττό. Να γιατί είμαστε τόσο καθυστερημένοι και στην πνευματική ανάπτυξη, και να γιατί η πλουτοκρατική ολιγαρχία δεν ένιωσε την ανάγκη να κάνει την παιδεία συντελεστική στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Γιατί τότε μας φαίνεται περίεργο, που πιστεύει, πως δεν χρειάζεται η τεχνική και επαγγελματική μόρφωση του λαού;
Τρομαχτική είναι η οικονομική καθυστέρηση της χώρας μας. Βασανιστική η πορεία της οικονομίας. Ας ρίξουμε μια γοργή ματιά. Ανάγλυφη θα παρουσιαστεί στα μάτια μας η εγκληματική αδιαφορία της παρασιτικής πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Και μαζί θα φανεί πόσο μεγάλη είναι η εθνική ανάγκη να πάρει ο λαός τον τεχνικό και επαγγελματικό του εξοπλισμό.
Την πρώτη θέση στην οικονομία της χώρας μας έχει η γεωργία. 60-65% στο σύνολο του πληθυσμού είναι οι αγρότες και οι χτηνοτρόφοι. Τα 70% στη συνολική αξία της χρονιάτικης παραγωγής τα καλύπτει η γεωργία και η χτηνοτροφία. Όμως η αγροτική οικονομία είναι ολότελα καθυστερημένη, πρωτόγονη.
α’. Πρωτόγονος είναι ο τεχνικός της εξοπλισμός. Στα 1928 είχαμε 286.534 ξύλινα άροτρα και 241.548 σιδερένια. Ακόμη στα 1936 τα 40% ήταν ξύλινα. Την ίδια χρονιά οι ξύλινες σβάρνες ήσαν τριπλάσιες από τις σιδερένιες. Η σπορά, ο θερισμός, ο αλωνισμός εξακολουθούν να γίνονται με τις πρωτόγονες πατροπαράδοτες μέθοδες. Λείπει η επιστημονική γνώση και καθοδήγηση. Οι λιγοστοί γεωπόνοι μας, όλοι σχεδόν υπάλληλοι στο Υπουργείο της Γεωργίας, δεν αδειάζουν να μεταδώσουν με την πράξη το φως της επιστήμης. Τους έχει αποροφήσει  η γραφειοκρατία. Καμιά επιστημονική επεξεργασία στο έδαφος. Ούτε βαθιά και πολλαπλά οργώματα, ούτε βοτανίσματα, ούτε όσο πρέπει λιπάσματα. Οι αγρότες μας ακατάρτιστοι, ούτε ξέρουν ούτε έχουν τα μέσα να καταπολεμήσουν τα ζιζάνια και τις αρώστιες των φυτών και των δέντρων. Λείπουν ακόμη τα αρδευτικά έργα. Και όμως μπορούμε να ποτίσουμε όλη την έκταση που καλλιεργείται σήμερα, με τα ποτάμια μας, τις λίμνες, τα πηγάδια και τα αρτεσιανά, και να διπλασιάσουμε έτσι την παραγωγή. Αυτό υποστηρίζουν οι ειδικοί που μελέτησαν το ζήτημα τούτο[29]. Μόνο με τη ρύθμιση του Αχελώου θα ποτίζονται 650 χιλιάδες στρέμματα, και θα απαλλαγούν από τα νερά και θα γίνουν γόνιμα άλλες 380 χιλιάδες στρέμματα[30] Λείπει ακόμη η σωστή εναλλαγή στην καλλιέργεια, η καλά μελετημένη και επιστημονικά προσαρμοσμένη στις οικονομικές και εδαφικές συνθήκες αμειψισπορά. Έτσι δε χρησιμοποιούμε τις φυσικές δυνατότητες των χωραφιών[31]. Είναι φυσικό μ’ αυτή την κατάσταση της γεωργίας, να είναι πολύ χαμηλή η στρεμματική απόδοση. Στην Ελλάδα η μεγαλύτερη μέση απόδοση την τελευταία δεκαετία έφτασε τα 80 κιλά το στρέμμα, στη Βουλγαρία 120,στη Γιουγκοσλαβία 95, στην Τουρκία 110, και στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες 150-300 κιλά το στρέμμα. Διόλου παράξενο. Οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ασύγκριτα καλύτερο τεχνικό εξοπλισμό στην αγροτική τους οικονομία, και η καλλιέργεια γίνεται εκεί επιστημονικά. Προσθέτω πως χρησιμοποιούν 20-60 περισσότερα λιπάσματα από μάς. Δε φταίει, λοιπόν το φτωχό, όπως λένε, έδαφός μας. Η θεωρία, πως το έδαφος είναι άγονο , δείχνει σε ποια κατάσταση βρίσκεται η επίσημη επιστήμη μας, ή είναι συνειδητό ψέμα, που σερβίρεται στον Ελληνικό λαό για μεγαλοϊδεάτικους σκοπούς. Πραγματική αιτία είναι η οικονομικοκοινωνική καθυστέρηση. Η Ελληνική γη δεν είναι άγονη. Χωράφια που τα καλλιέργησαν με σύγχρονες τεχνικές μέθοδες έδωσαν πέντε φορές μεγαλύτερο εισόδημα, ανέβηκαν από 60-80 σε 300-400 κιλά το στρέμμα.[32]
β’. Λείπει ακόμη η παραγωγική ειδίκεψη στη γεωργία. Έχουμε ολότελα παραμελήσει πολύτιμους κλάδους της γεωργίας. Τούτο μόνο φτάνει για να αποδείξει «την καθυστέρηση και τον παρασιτισμό της οικονομίας μας». Η δεντροκομία είναι πρωτόγονη, ενώ «έπρεπε ν’ αποτελεί μια από τις κύριες βάσεις της γεωργικής παραγωγής» αφού «οι φυσικοί μας όροι είναι ξεχωριστά ευνοϊκοί» για την πλούσια και αποδοτική ανάπτυξή της. Δε φυτεύτηκαν σε αξιόλογο αριθμό καινούργια οπωροφόρα δέντρα, ούτε μπολιάστηκαν άγρια. Σε 140 εκατομμύρια υπολογίζουν[33]τα άγρια «καρποφόρα δέντρα», αγριλιές, αγριοκαστανιές, φουντουκιές, μηλιές και αχλαδιές, που μάταια «περιμένουν την εξημέρωσή τους». Η αξία της δεντροκομικής παραγωγής μόλις φτάνει τα 3-5% της αξίας της αγροτικής παραγωγής, ενώ με την εντατική επιστημονική δεντροκομία θα πολλαπλασιάζαμε τη στρεμματική απόδοση και το εισόδημα του αγρότη. Δεν αξιοποιήσαμε λοιπόν το φυσικό πλούτο. Αντίθετα έχουμε σε μεγάλη αναλογία καλλιέργεια δημητριακών και ιδιαίτερα σταριού. Η εντατική αυτή καλλιέργεια, με την πολιτική της σιτάρκειας, είναι η πιο χτυπητή απόδειξη, πόσο αντιπαραγωγική, πόσο αντιοικονομική είναι η αγροτική οικονομία μας. Το μόνο αποτέλεσμα που είχε, είναι με την προστατευτική βαριά φορολογία στο ξένο στάρι, να τρώει ο λαός, ο εργάτης και ο ίδιος ο αγρότης το ψωμί 64,2% ακριβότερα, μάλιστα από το 1931-1934 93-142% ακριβότερα[34].
γ’. Την καθυστέρηση της αγροτικής οικονομίας τη δείχνει ακόμη το μικρό ποσοστό της γης που καλλιεργούμε. Το ποσοστό αυτό, 25 εκατομμύρια στρέμματα, φτάνει τα 18%, ενώ στις Βαλκανικές χώρες, με ανάλογη εδαφική διαμόρφωση, είναι δυό φορές και κάτι μεγαλύτερο, ανεβαίνει στα 40-45%. Άνετα μπορούμε να δώσουμε στην αγροτική οικονομία άλλες 29-30 εκατομμύρια στρέμματα. Από τη δασική έκταση μπορούν και πρέπει να δοθούν στη γεωργία και τη δεντροκομία 4-5 εκατομμύρια στρέμματα. 45 εκατομμύρια είναι μόνο οι αγριλιές , που περιμένουν την εξημέρωση. Συμφέρει επίσης να δοθούν στη γεωργία και στη δεντροκομία άλλα 20 εκατομμύρια στρέμματα από τους βοσκοτόπους, χωρίς κανένα φόβο να περιοριστεί η χτηνοτροφία[35]. Ακόμη μένουν ανεκμετάλλευτοι και καταστρεφτικοί για την υγεία οι βαλτότοποι. Άμα αποξεράνουμε τα έλη, άμα διευθετήσουμε τους χειμάρους και αποστραγγίσουμε τα υγρά εδάφη, θα δώσουμε στη γεωργία άλλα 4 εκατομμύρια στρέμματα γονιμότατα εδάφη  και παράλληλα θα χτυπηθεί η λερναία ύδρα, η ελονοσία[36] . Αυτή είναι η κατάσταση της αγροτικής οικονομίας.
Ας ρίξουμε μια ματιά στη βιομηχανία. Ό,τι έγινε ως τώρα στο βιομηχανικό τομέα, είναι ανάξιο λόγου και αντιεπιστημονικό. «Ο τόπος μας από την άποψη του τεχνικού εξοπλισμού βρίσκεται σε κατάσταση, όχι σημαντικά καλύτερη, από εκείνη που αντιμετώπισε ο Καποδίστριας»[37].
Ως σήμερα δεν έχουμε ούτε βαριά, ούτε μέση βιομηχανία. Έχουμε μόνο ελαφρά. Μα κι αυτή αναπτύχθηκε αντιπαραγωγικά. Τρέφεται παρασιτικά και είναι ληστρική για το λαό. Ζει με την προστατευτική δασμολογία. «Πουθενά αλλού δεν υπάρχει τέτια δασμολογική προστασία όση στην Ελληνική βιομηχανία». Οι προστατευτικοί δασμοί «αρχίζουν από 70% και φτάνουν στα 200% πάνω στην αξία των ξένων προϊόντων και στα έξοδα μεταφοράς». Ο Ελληνικός λαός ληστεύεται. Πληρώνει δυό και τρείς φορές παραπάνω τα βιομηχανικά προϊόντα.
Δεν είναι μόνο δασμοδίαιτη η βιομηχανία μας. Είναι κα εξαρτώμενη από τις ξένες χώρες. Διπλή είναι η εξάρτησή της. Πρώτα οι περισσότεροι κλάδοι της βιομηχανίας μας φέρνουν την πρώτη ύλη από το εξωτερικό. Το ποσοστό φτάνει στα 90%. Και δεύτερο κινιέται σχεδόν αποκλειστικά με καύσιμη ύλη από το εξωτερικό. Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της κυρίαρχης τάξης στον τόπο μας, που ολοφάνερα δείχνει την πολιτική χρεωκοπία της, είναι η ανικανότητά της να αξιοποιήσει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Δεν ξέρουμε με ακρίβεια πόσος είναι φυσικός πλούτος μας. Η επίσημη επιστήμη δεν ενδιαφέρθηκε για το σπουδαίο τούτο ζήτημα. Ξέφυγε ολότελα από τον προορισμό της. Βέβαιο όμως είναι, πως η Ελλάδα έχει «αξιόλογο ορυχτό πλούτο»[38]  και άφθονη κινητήρια δύναμη. Υπάρχουν στη χώρα μας όλες οι ευνοϊκές συνθήκες να αναπτυχτεί πλούσια και να ανθίσει η βαριά βιομηχανία. Μπορούμε μια χαρά να δημιουργήσουμε σπουδαία μεταλλουργική και μηχανολογική βιομηχανία, να κατεργαζόμαστε μόνοι μας, τα μεταλλεύματα που βγάζει ο τόπος μας και να ιδρύσουμε ναυπηγία για τον πολεμικό και εμπορικό στόλο και εργοστάσια, που θα κατασκευάζουν τις μηχανές και τα μεταφορικά μέσα, που χρειαζόμαστε, και όλο το τεχνικό γεωργικό εξοπλισμό. Η παραγωγή θα είναι φτηνή, χωρίς εξευτελιστικά μεροκάματα, και χωρίς δασμολογική προστασία. Έχουμε στον τόπο μας την πρώτη ύλη. Το σιδηρομετάλλευμά μας έχουν περιεχτικότιτα  50% όση και τα Σουηδικά. Σήμερα πουλάμε στους ξένους ακατέργαστο  σιδηρομετάλλευμα 200-300 προπολεμικές δραχμές τον τόνο, και οι ξένοι μας το ξαναπουλάνε κατεργασμένο 4.000-5.000 δραχμές τον τόνο. Έτσι σπαταλούμε τον Εθνικό μας πλούτο. Μπορούμε ακόμη να αναπτύξουμε και άλλους σπουδαίους βιομηχανικούς κλάδους – έχουμε την πρώτη ύλη – όπως τον ηλεκτροχημικό και ιδιαίτερα τη βιομηχανία του αλουμινίου. Υπάρχει σε αφθονία η πρώτη ύλη ο βωξίτης – μόνο στη Φθιώτιδα τον υπολογίζουνε 50 εκατομμύρια τόνους – και στο χέρι μας είναι να γίνει η Ελλάδα μια από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή και εξαγωγή αλουμινίου. Συνέπεια θα είναι να ακμάσει στον τόπο μας η αεροτεχνική βιομηχανία.
Για να σταθούν και να προκόψουν οι βιομηχανίες αυτές, απαραίτητη είναι η φτηνή κινητήρια δύναμη. Βέβαια μας λείπει το πετροκάρβουνο. Έχουμε όμως λιγνίτη[39] και το σπουδαιότερο έχουμε σε αφθονία το άσπρο κάρβουνο, το νερό, τις υδατοπτώσεις, που φτάνει και παραφτάνει να αξιοποιήσουμε όλο τον εθνικό μας πλούτο και να υψώσουμε έτσι το υλικό και πνευματικό επίπεδο του λαού. Η υδροδυναμική παραγωγή ηλεχτρικού ρεύματος, μετά την απόσβεση της αξίας των εγκαταστάσεων, που γίνεται στα πρώτα χρόνια, παύει ύστερα να έχει υπολογίσιμο κόστος[40]. Τόσο φτηνή είναι. Πριν λίγα χρόνια ούτε υποψιαζόντουσαν στην Ελλάδα «το θησαυρό που έκρυβαν οι υδατοπτώσεις». Το ηλεχτρικό ρεύμα που μπορεί να παραχτεί , το υπολογίζουν οι ειδικοί σε 4-5 δισεκατομμύρια ωριαία κιλοβάτ το χρόνο. Εύκολα μπορεί να φτάσει τα 7-8 δισεκατομμύρια κιλοβάτ[41]. Καλύπτουμε δηλαδή δεκαπέντε φορές τις ανάγκες τις σημερινές, και να περισέψει να ηλεχτροφωτίσουμε όλη την Ελλάδα και το τελευταίο χωριουδάκι[42]. Έτσι θα «βάλουμε γερά θεμέλια  για την ολόπλευρη οικονομική ανάπτυξη της χώρας» άμεση προϋπόθεση για την πνευματική ανάπτυξη και τη δημιουργία του νεοελληνικού πολιτισμού.
Μα για να ανασυγκροτηθεί η εθνική οικονομία μας χρειάζεται και αντίστοιχη συγκοινωνία. Η Ελλάδα είναι και στη συγκοινωνία μια από τις πιο καθυστερημένες χώρες. Έρχεται προτελευταία ανάμεσα στα πολιτισμένα κράτη, λίγο παραπάνω  από την Αλβανία. Διόλου παράξενο. Η συγκοινωνιακή καθυστέρηση είναι κι αυτή αποτέλεσμα της γενικής οικονομικής καθυστέρησης[43]. Ο βαθμός της ανάπτυξης της συγκοινωνίας είναι «ένδειξη για την παραγωγική εκμετάλλευση ενός τόπου».
Έχουμε στην Ελλάδα 11.714 χιλιόμετρα δρόμους και 2.678 χιλιόμετρα σιδηροδρόμους. Οι περισσότεροι δρόμοι κακοφτιαγμένοι, και οι σιδηρόδρομοί μας χωρίς διπλή γραμμή, οι περισσότεροι με μικρό πλάτος, και η ταχύτητά τους από τις μικρότερες. Και οι δρόμοι και οι σιδηρόδρομοι είναι λίγο πολύ αντιοικονομικοί. Χαράχτηκαν για στρατιωτικούς σκοπούς, και όχι για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Γι’ αυτό θέλουν οι περισσότεροί τους  «καινούργια χάραξη»[44]. Πόσο καθυστερημένη είναι η Ελλάδα στη συγκοινωνία μας το δείχνει ο ακόλουθος συγκριτικός πίνακας

Ελλάδα
Γιουγκοσλαβία
Ρουμανία
Βουλγαρία
Αυστρία
Βέλγιο
Χερσαία έκταση
Τετρ. χιλιόμετρα
107.878
248.665
294.967
103.146
83.857
30.444
Σιδηροδρομικές
Γραμμές χιλιόμετρα
2.678
  9.224
 11.200
3.041
6.729
5.097


Σε κάθε τετρ. Χιλιόμετρο
Σε κάθε κάτοικο αναλογούν
Αλβανία
 67,40 χιλιόμετρα δρόμος
 1,15 μέτρα δρόμος
Ελλάδα
 95,14
 1,78
Γιουγκοσλαβία
146,10
 2,70
Βουλγαρία
158,20
 3,40
Ρουμανία
623
10,97

Οι αριθμοί αυτοί μιλάνε μόνοι τους. Δείχνουν πόσο πίσω μένουμε και από αυτές τις βαλκανικές χώρες. Η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία έχουν διπλάσιο συγκοινωνιακό δίχτυ. Η Ρουμανία τριπλάσιους σιδηρόδρομους και εξήμιση φορές περισσότερους δρόμους. Δείχνουν ακόμη πόσο συμβαδίζει με την ανάπτυξη της οικονομίας και η ανάπτυξη της συγκοινωνίας. Έτσι το Βέλγιο έχει έξι φορές και κάτι πυκνότερο σιδηροδρομικό δίχτυ.
Αυτή είναι η τραγική κατάσταση της εθνικής οικονομίας. Τρομαχτική η καθυστέρησή της. δεν αξιοποιήθηκαν οι ζωντανές δυνάμεις του Έθνους. Δε βγήκαν «από το λήθαργο οι υλικοί πόροι της χώρας». Ο τεχνικός μας εξοπλισμός ασήμαντος, πρωτόγονος. Και όμως είναι ο σπουδαιότερος συντελεστής στην οικονομική ανάπτυξη. Γι’ αυτό και η τεράστια σημασία της τεχνικής επιστήμης για τη ζωή. Χώρες με πλουσιότατες πλουτοπαραγωγικές πηγές, μα με ασυγχρόνιστα, με πρωτόγονα μέσα στην παραγωγή μένουν φτωχές και απολίτιστες, ενώ άλλες χώρες με πολύ λιγότερο φυσικό πλούτο, με άρτιο όμως τεχνικό εξοπλισμό, προόδεψαν οικονομικά και ανέβηκαν στον πολιτισμό. Χτυπητό παράδειγμα η Σοβιετική Ρωσία. Με το σύγχρονο τεχνικό εξοπλισμό, που πραγματοποίησε μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, πολλαπλασίασε την παραγωγή της και ανύψωσε υλικά και πνευματικά τους λαούς της.
Δε φταίει λοιπόν η Ελληνική γη. Η πραγματική αιτία για την οικονομική και πνευματική εξαθλίωση του Ελληνικού λαού, είναι η αντιδραστικότητα της κυρίαρχης τάξης. Η πλουτοκρατική ολιγαρχία άφησε άλυτα τα ζωτικά προβλήματα του λαού. Ζει, όπως είπα, παρασιτικά. Για να αναπτυχτεί η βαριά βιομηχανία, για να αξιοποιηθεί ο εθνικός μας πλούτος, η πρώτη ύλη και η κινητήρια δύναμη και να αποχτήσουμε τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό, χρειάζεται «παραγωγική τοποθέτηση μεγάλων κεφαλαίων». Μα τούτο βρίσκεται «σε βαθύτατη αντίθεση» με τον εμποροτοκογλυφικό χαραχτήρα της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας[45] . «Αν από τα 64 δισεκατομμύρια προπολεμικές δραχμές του δημόσιου χρέους διαθέταμε στα 100 χρόνια τα 10-20, θα είχαν γίνει τεράστια παραγωγικά έργα, υδροηλεχτρικά, αποξηραντικά, αρδευτικά, συγκοινωνιακά, εκπολιτιστικά» και θα είχαμε αλλάξει «ριζικά την όψη της χώρας».

***
Αντίστοιχη με την οικονομική καθυστέρηση είναι, όπως όλοι το ομολογούν, και η καθυστέρηση στη γεωργική, τεχνική και επαγγελματική μόρφωση του λαού.
Ως τα 1898 δεν υπάρχει ούτε ίχνος από τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Στα 1897 δημοσιεύτηκε το Διάταγμα για την ίδρυση της «Βιοτεχνικής σχολής Αθηνών». Είναι η πρώτη τεχνική σχολή που ιδρύθηκε, μα κι αυτή όχι από το Κράτος, παρά από το σωματείο «Βιοτεχνική Εταιρεία». Από τότε άρχισαν να ιδρύονται αραιά και που και άλλα τεχνικά σχολεία, όλα όμως από συλλόγους και σωματεία. Μοναδική δημόσια τεχνική σχολή ως σήμερα – λειτουργεί εδώ και εικοσιπέντε χρόνια – είναι η «Σχολή Υπομηχανικών Πολυτεχνείου»[46]. Έτσι έχουμε σήμερα καμιά εικοσαριά κατώτερες και μεσαίες τεχνικές σχολές, όλες, εκτός από μία, σωματειακές. Λειτουργούν με Κρατική παρακολούθηση –τι είδους είναι η παρακολούθηση αυτή θα ιδούμε παρακάτω – και με ασήμαντη κρατική επιχορήγηση. Οι μεσαίες τεχνικές σχολές κύριο σκοπό έχουν , να καταρτίσουν, όπως γράφει ο πρύτανης του Πολυτεχνείου Ν. Κιτσίκης, ειδικευμένους τεχνικούς και τεχνίτες, που να είναι σε θέση «να κατανοούν και να εφαρμόζουν τις διαταγές των προϊσταμένων μηχανικών». Μ’ άλλα λόγια παραμελείται ολότελα η γενική μόρφωση των παιδιών που φοιτούν στα σχολεία αυτά, η επιστημονική γνωριμία τους με τη γύρω πραγματικότητα και τα προβλήματά της. Ολοφάνερη η αδιαφορία του Ελληνικού Κράτους. Αφήνει την τεχνική μόρφωση να φυτοζωεί στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Τα προοδευτικά στοιχεία ένιωσαν τη σημασία της. Το επίσημο Κράτος, όργανο της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, δεν ένιωσε, όπως εξήγησα, την ανάγκη της τεχνικής μόρφωσης. Την ανέχεται μόνο. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς μπροστά στην πίεση. Δεν ενδιαφέρεται όμως για την πρόοδό της. καμιά σοβαρή υποστήριξη.
Την ίδια ταχτική εφαρμόζει το Κράτος και για την επαγγελματική μόρφωση. Παράλληλα με τις λιγοστές τεχνικές σχολές ιδρύθηκαν σιγά-σιγά και μερικά επαγγελματικά σχολεία, μα κι αυτά όχι από το Κράτος, παρά από διάφορους συλλόγους και σωματεία. Τα μόνα επαγγελματικά σχολεία που έχει ιδρύσει ως σήμερα το Κράτος είναι 14, εννέα για κορίτσια, και πέντε για αγόρια. Λειτουργούν  σχολεία, που έχει ιδρύσει ως σήμερα το Κράτος είναι 17. Τα δεκατέσσερα , εννέα για κορίτσια και πέντε για αγόρια λειτουργούν στα αντίστοιχα 14 κρατικά ορφανοτροφεία, και τα άλλα τρία στις φυλακές. Πρέπει τα παραπεταμένα αυτά παιδιά να μάθουν κάποια τέχνη για να ζήσουν. Γενναιόδωρη αλήθεια η επίσημη φιλανθρωπία. Έτσι μπορούμε να ειπούμε πως και η επαγγελματική εκπαίδευση, που έχουμε ως σήμερα, χρωστιέται στο μεγαλύτερο μέρος στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Στα 1903 ιδρύθηκε η πρώτη δημόσια εμπορική σχολή στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκαν και άλλες δύο, μία στην Πάτρα και η άλλη στη Σύρο. Ως τότε από λίγα χρόνια πριν λειτουργούσαν μερικές ιδιωτικές εμπορικές σχολές, με κύριο σκοπό να τροφοδοτούν τις τράπεζες και τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα με λογιστές, ικανούς να κρατούν τα λογιστικά βιβλία. Γι’ αυτό και η φοίτηση ήταν λιγόχρονη –ένα δυό χρόνια- και τα κύρια μαθήματα η λογιστική και διπλογραφία. Από το 1913 το Κράτος ίδρυσε με ολοένα γρηγορότερο ρυθμό αρκετές εμπορικές σχολές, χωρίς όμως παράλληλη φροντίδα να καταρτίσει το κατάλληλο διδαχτικό προσωπικό[47] . Στα 1920 ιδρύθηκε η ανώτατη εμπορική σχολή και από τότε βγαίνουν καθηγητές καταρτισμένοι θεωρητικά, βέβαια, στα ειδικά εμπορικά μαθήματα. Στα 1930 έχουμε 19 δημόσιες, και 8 αναγνωρισμένες ισότιμες με τις δημόσιες εμπορικές σχολές, και 22 ιδιωτικές με 5.782 μαθητές. Στα 1938 λειτούργησαν 53 δημόσιες, ξένες και ιδιωτικές με 7.509 μαθητές. Όπως βλέπουμε, ολοένα και μεγαλώνει το ενδιαφέρο του Κράτους για την εμπορική εκπαίδευση. Δεν είναι τυχαίο. Υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος. Πρώτα η εμπορική εκπαίδευση ταιριάζει στα παιδιά της αστικής τάξης, που τόσο καταγίνονται με το εμπόριο. Έπειτα, και τούτο είναι το σπουδαιότερο, οι τράπεζες, οι εμπορικές επιχειρήσεις, οι μεγάλες εταιρείες, και οι διάφοροι μεγαλόσχημοι οργανισμοί, που ιδρύθηκαν για την εκμετάλλευση του λαού, είχαν ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη από ειδικευμένους υπαλλήλους. Αυτή την ανάγκη πρόθυμα την ικανοποίησε, το όργανό τους, το επίσημο Κράτος.
Όσο για τη γεωργική εκπαίδευση ούτε λόγος να γίνεται. Η αδιαφορία του Κράτους εγκληματική. Ως τα 1911 αντιπροσωπευόταν η γεωργική επιστήμη με 5-6 επιστήμονες[48] . Στα 1911 ιδρύθηκε για πρώτη φορά γεωργική υπηρεσία στο Κράτος «ήτις όμως ένεκα των πολέμων, του αγροτικού και προσφυγικού ζητήματος, ελάχιστα ησχολήθη εις την γεωργικήν διδασκαλίαν»[49]. Ως τα 1919 δεν υπάρχει κανένα γεωργικό σχολείο στη χώρα μας, ενώ στ’ άλλα πολιτισμένα Κράτη χιλιάδες επιστήμονες καταγίνονται με τη γεωπονία και εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά μορφώνονται κάθε χρόνο θεωρητικά και πραχτικά στη γεωργία[50] . Από τότε ίδρυσε το Κράτος δυό μέσες γεωργικές σχολές, την «Αβερώφειο» στη Λάρισσα και τη δεντροκομική σχολή στην Πάτρα. Οι απόφοιτοί τους αποροφήθηκαν από το Υπουργείο της Γεωργίας και επειδή άρχισε να «παρατηρείται πληθωρισμός» υποστηρίχτηκε στη συνεδρίαση του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβούλιου στα 1931 να καταργηθούν. Το Συμβούλιο κατάληξε στο πόρισμα: «Αύται δύνανται να παραμείνωσι δύο, ως είναι, Λαρίσης και Πατρών, μη συνιστωμένης της επεκτάσεως των»[51]. Και πολύ σωστά. Είδαμε πόσο καθυστερημένη είναι η αγροτική οικονομία μας. Τι θα κάνουνε οι απόφοιτοι των σχολών; Θέσεις άλλες στο υπουργείο δεν υπάρχουν. Στο μεταξύ λειτούργησε και η Ανωτάτη γεωπονική σχολή, και φυσικά έπρεπε να προτιμηθούν οι απόφοιτοι εκείνης. Μοιραία λοιπόν θα καταλήγαμε στον πληθωρισμό, όσο η αγροτική οικονομία μας έμενε στην πρωτόγονη κατάσταση. Στα 1930 με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γόντικα μετατράπηκαν 35 «ελληνικά σχολεία» «σε κατώτερα πραχτικά γεωργικά σχολεία»[52] . Από τα 35 λειτούργησαν την πρώτη χρονιά 1930-1931 μόνον τα 20 και από τότε σιγά-σιγά έσβυναν και έμειναν 9 μα και απ’ αυτά τα δύο δε λειτούργησαν στα 1940. Τα πραχτικά αυτά γεωργικά σχολεία δεν ευδοκίμησαν. Το Κράτος τα ίδρυσε έτσι για τα μάτια. Δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά[53]. Παράλληλα λειτούργησαν και ελάχιστα «Κυριακά γεωργικά σχολεία μετεκπαιδεύσεως» καθώς και μερικά «μεταβατικά γεωργικά σχολεία»  για ενήλικους, με όχι και τόσο ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Αυτή είναι με δυό λόγια η ιστορία της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης στον τόπο μας, φτωχή και τραγική για το λαό και τη νεολαία. Καιρός είναι να αφήσουμε τους αριθμούς να μας μιλήσουν, με την απλή και αδιάψευστη γλώσσα τους. Θα μορφώσουμε έτσι καλύτερη εικόνα για τη σημερινή κατάσταση.
Από τον προϋπολογισμό για την παιδεία ξόδεψαν για την επαγγελματική εκπαίδευση[54]
Το Βέλγιο στα 1936
13%
Η Ιταλία στα   1937
12%
Η Γαλλία στα  1938
 4,5%
Η Γιουγκοσλαβία στα 1936
 4,6%
Η Βουλγαρία στα 1938
5%
Η Τουρκία στα 1938
10%
Η Ελλάδα στα 1939
0,3%

Οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους. Η Ελλάδα ξοδεύει για την επαγγελματική εκπαίδευση δεκαεφτά φορές λιγότερο από τη Βουλγαρία και σαράντα τρείς φορές λιγότερο από το Βέλγιο. Και άμα θυμηθούμε πως η Ελλάδα ξοδεύει συνολικά για την παιδεία δυό και τρείς φορές λιγότερο, η αναλογία γίνεται ακόμη πιο μικρότερη[55].
Από τους κατοίκους της Ελλάδας στα 1929 καταγίνονται[56]
Σχολεία
Σ’ ελεύθερα επαγγέλματα  8,59% και έχουν
500 γυμνάσια, πραχτικά λύκεια, παρθεναγωγεία
Στο εμπόριο και ανταλλαγή  9,46% και έχουν
 44 μέσες εμπορικές σχολές
Στη βιομηχανία, μεταλλεία, συγκοινωνία 23,86% και έχουν
   4 τεχνικά σχολεία
Σε αγροτικές εργασίες 58,09% και έχουν
2 μέσες γεωργικές σχολές

Στατιστικές πληροφορίες 1938 [57]
Σχολεία για γενική μόρφωση
Ημιγυμνάσια                              173
Αστικά σχολεία                            11
Γυμνάσια                                  176
Πραχτικά λύκεια                          15
Σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως          9
Ανώτερα παρθεναγωγεία               7
Σύνολο                                    391

Γράφτηκαν 77.723 μαθητές και μαθήτριες σε πληθυσμό 6.973.200

Σχολεία για την τεχνική και επαγγελματική μόρφωση
Γεωργικά σχολεία
Μέσες δημόσιες γεωργικές σχολές    2 γράφτηκαν 148 μαθητές
Πραχτικά γεωργικά σχολεία δημόσια  9  γράφτηκαν 224 μαθητές
Πραχτικά γεωργικά σχολεία ιδιωτικά  4 γράφτηκαν  221 μαθητές
Σύνολο                                          15                  593 μαθητές
Στα πραχτικά γεωργικά σχολεία μπαίνουν απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου και η φοίτηση είναι δίχρονη.
Λειτούργησαν ακόμη και 4 κυριακάτικα σχολεία.
Εμπορικές σχολές
Δημόσιες εμπορικές σχολές                             21 γράφτηκαν 3.163 μαθητές
Ιδιωτικές ισότιμες                                            1 γράφτηκαν      95 μαθητές
Ημερήσιες ιδιωτικές                                          4 γράφτηκαν     344 μαθητές
Νυχτερινές ιδιωτικές                                        15 γράφτηκαν  2.761 μαθητές
Ξένες εμπορικές σχολές                                      4 γράφτηκαν     430 μαθητές
Φροντιστήρια για ξένες γλώσσες και στενογραφία  6 γράφτηκαν 707 μαθητές
Σύνολο                                                              51               7.500 μαθητές
Σχολές εμπορικής ναυτιλίας
Δημόσιες                                                             1 γράφτηκαν 111 μαθητές
Ιδιωτικές                                                             4 γράφτηκαν 1.474 μαθητές
Σύνολο                                                               5                   1.585 μαθητές
Βιοτεχνικές σχολές
Επαγγελματικές σχολές                                             36 γράφτηκαν 2.537 μαθητές
Επαγγελματικές σχολές στις φυλακές                           3 γράφτηκαν  1.088 μαθητές
Τεχνικέ σχολές                                                         23 γράφτηκαν  5.440 μαθητές
Δημόσια σχολή υπομηχανικών Πολυτεχνείου                  1 γράφτηκαν    206 μαθητές
Σύνολο                                                                     63                 9.271 μαθητές
Σχολές νοσοκόμων
Σχολές για νοσοκόμες                                                   6 γράφτηκαν   597 μαθήτριες

Σύνολο 140 τεχνικές και επαγγελματικές σχολές με 19.546 μαθητές[58]

Από τις επίσημες στατιστικές πληροφορίες διαπιστώνουμε το θλιβερό φαινόμενο, πως οι τύποι των σχολείων στη μέση παιδεία είναι αντίστροφοι με τις πραγματικές ανάγκες του λαού. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Ελλάδας – 60% περίπου – καταγίνεται με αγροτικές εργασίες και όμως έχουμε μόνο 15 κατώτερες και μέσες γεωργικές σχολές με 593 μαθητές. Το ένα τέταρτο -23,85% - είναι βιοτέχνες, επαγγελματίες και τεχνίτες, και έχουμε 63 τεχνικά και επαγγελματικά σχολεία με 9.271 μαθητές. Με το εμπόριο ασχολούνται 9,46% και έχουμε 51 εμπορικές σχολές. Και μόνο το 8,59% είναι γιατροί, δικηγόροι και υπάλληλοι και έχουμε 391 ψευτοκλασικά γυμνάσια με 77.723 μαθητές. Πόσο αντιοικονομική και παρασιτική είναι η μέση παιδεία είναι ολοφάνερο. Οι αγρότες μας στο σύνολό τους δεν παίρνουν καμιά γεωργική μόρφωση. Από τις 464 χιλιάδες τεχνίτες και επαγγελματίες που, σύμφωνα με την στατιστική του 1929[59], εργάζονται στα 35 από 74 βιοτεχνικά επαγγέλματα στην Ελλάδα, το 90% είναι ολότελα αμόρφωτοι και ακατάρτιστοι. Και παράλληλα θριαμβεύει ο ψευτοκλασικισμός και ο στείρος εγκυκλοπαιδισμός της γυμνασιακής μέσης παιδείας και καλλιεργείται ο παρασιτισμός, η θεσιθηρία και η περιφρόνηση στην παραγωγική εργασία.
Μα για να συμπληρωθεί η εικόνα για την κατάσταση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, σκόπιμο νομίζω να προσθέσω μερικές ακόμη παρατηρήσεις. Είδαμε πως λίγα είναι τα τεχνικά και επαγγελματικά σχολεία. Πως λειτουργούν όμως και τα λίγα αυτά σχολεία που έχουμε; Μέσα στις πιο χειρότερες συνθήκες και με αποτελέσματα κάθε άλλο παρά ικανοποιητικά.
α’. Αν εξαιρέσουμε τις εμπορικές σχολές, όλα τα άλλα τεχνικά και επαγγελματικά σχολεία, καλλιεργούν μονόπλευρα τον επαγγελματισμό, και παραμελούν σχεδόν ολότελα τη γενική μόρφωση. Τα παιδιά που τελειώνουν τα σχολεία αυτά, παίρνουν κάποιες γνώσεις χρήσιμες για το επάγγελμα που διάλεξαν, μα βγαίνουν στεγνοί επαγγελματίες, κοντόθωροι τεχνίτες ακαλλιέργητοι πνευματικά και καλλαιστητικά, ανίδεοι για τη σύγχρονη ζωή και τα προβλήματά της. δεν εξελίχτηκε η ψυχική τους δύναμη αρμονικά, δεν καλλιεργήθηκε το γλωσσικό τους όργανο, δεν υψώθηκαν πνευματικά, δε χάρηκαν την ομορφιά της τέχνης, δε γνώρισαν τη σύγχρονη λογοτεχνία, δε γνώρισαν ούτε τη γύρω φύση  ούτε την άμεση πραγματικότητα. Και είναι παιδαγωγικό έγκλημα η παραμέληση της γενικής μόρφωσης. Γιατί τα παιδιά που φοιτούν στις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, περνούν την εφηβική τους ηλικία. Είναι η ηλικία του ενθουσιασμού, του ηρωισμού, της αυτοθυσίας, της χαράς. Είναι η πιο κρίσιμη και ανήσυχη ηλικία με τα τόσο σοβαρά και ιδιαίτερα προβλήματά της, και χρειάζεται όλη τη στοργή και την πιο προσεχτική καθοδήγηση, για να ξεχυθεί η ψυχική δύναμη σε δημιουργική δράση. Τα παιδιά καταρτίζονται, αν καταρτίζονται, επαγγελματικά, μα δε μορφώνονται ποιοτικά. Δεν κατανόησαν την ευθύνη τους, να γίνουν με την κοινωφέλιμη δράση τους δημιουργικοί συντελεστές στην πρόοδο και στην ευτυχία του λαού. Δέχονται μοιρολατρικά την τύχη τους, και παραστρατίζουν συχνά στον εύκολο πλουτισμό και στην πρόστυχη καλοπέραση. Λείπει η σωστή ηθική και κοινωνική διαπαιδαγώγησή τους. Και έχουν τόση ανάγκη, για να περάσουν στην αντρική ηλικία, και να γίνουν ελεύτεροι δημιουργικοί πολίτες στο υλικό και πνευματικό ανέβασμα του λαού, στο χτίσιμο του νεοελληνικού πολιτισμού.
Όμως και ο επαγγελματικός καταρτισμός και ο τεχνικός εξοπλισμός των παιδιών, δεν είναι ικανοποιητικός. Το διδαχτικό προσωπικό είναι ακατάλληλο, χωρίς καμιά παιδαγωγική μόρφωση. Οι μέθοδες της διδασκαλίας αντιπαιδαγωγικές. Και το χειρότερο όλες οι τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, εκτός από τη Βαλλιάνειο σχολή στο Ληξούρι και τη Σιβιτανίδειο στην Καλλιθέα της Αθήνας, δεν είναι εφοδιασμένα με τα απαραίτητα εποπτικά μέσα. Τα εργαστήριά τους, όσες έχουν, φτωχικά. Λείπουν τα χρειαζούμενα «μοντέλα, οι πίνακες, οι φωτεινές εικόνες». Δεν έχουν «κινηματογράφο». Σε πολύ χειρότερη κατάσταση βρίσκεται η μοναδική δημόσια τεχνική σχολή, η «σχολή υπομηχανικών πολυτεχνείου».  Το ομολογεί με πόνο ο ίδιος ο πρύτανης στο πολυτεχνείο, κ. Ν. Κιτσίκης[60] . η σχολή αυτή , γράφει, δεν έχει δικό της χτίριο, «είναι απογυμνωμένη από κάθε  εργαστήριο» δε διαθέτει «κανένα μέσο διδασκαλίας» και «εκπληρώνει πολύ ελαττωματικά τον προορισμό της».
Μα και στις εμπορικές σχολές η γενική μόρφωση που παίρνουν τα παιδιά, δεν είναι αυτή που πρέπει. Κι εδώ είναι θρονιασμένο το θεοκρατικό σχολαστικό πνεύμα. και εδώ θριαμβεύει ο ψευτοκλασικισμός με τα αρχαία ελληνικά, τη γραμματική και το συνταχτικό, και με την εθνοχτόνα καθαρεύουσα. Και εδώ εγκαθιδρυμένος ο στείρος εγκυκλοπαιδισμός. Ποσοτική μάθηση, μπούκωμα των παιδιών με γνώσεις ασύνδετες και ασυνάρτητες, διαζύγιο της θεωρίας με την πράξη. Καμιά σωστή ηθική και κοινωνική διαπαιδαγώγηση. Καμιά ανυψωτική καλαιστητική αγωγή. Η διδασκαλία βασανιστική, τα μαθήματα αγγαρεία. Το διδαχτικό προσωπικό ολότελα ακατάρτιστο στα παιδαγωγικά. Και στις εμπορικές σχολές, όπως λειτουργούν ακόμη και σήμερα, βρίσκουμε τα ίδια βασικά ελαττώματα, που διαπιστώσαμε και στη γυμνασιακή μέση παιδεία.
β’. Η «Κρατική παρακολούθηση» και εποπτεία είναι ασυνάρτητη και αντιπαιδαγωγική, μια ακόμη απόδειξη για τη φαυλοκρατία του Ελληνικού Κράτους. Αδύνατο να φανταστεί κανείς την αναρχία και τη πολυαρχία, που επικρατεί στη διοίκηση και την εποπτεία στα σχολεία της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Υπάγονται σε εφτά διαφορετικά Υπουργεία. Κάθε Υπουργείο και καπετανάτο. Όλες οι προσπάθειες να συγκεντρωθεί η εποπτεία στο μόνα αρμόδιο Υπουργείο της Παιδείας ματαιώθηκαν από τις ειδικές υπηρεσίες άλλων υπουργείων με όλα τα γνωστά πλάγια μέσα, και με μόνη δικαιολογία πως στο Υπουργείο της Παιδείας βασιλεύει ο σχολαστικισμός, σα να έπνευσε ποτέ στα άλλα υπουργεία προοδευτικός άνεμος. Η αλήθεια είναι πως η συγκέντρωση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης στο Υπουργείο της Παιδείας θα είχε για συνέπεια να καταργηθούν οι ειδικές αυτές υπηρεσίες στα άλλα Υπουργεία και να χάσουν τη θέση τους κάμποσοι διευθυντές και τμηματάρχες. Κι’ αυτό με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να γίνει.
Η διάσπαση της εποπτείας έχει προχωρήσει σε τέτιο σημείο, ώστε ο ίδιος τύπος σχολείων να εξαρτιέται από τρία και τέσσερα Υπουργεία. Έτσι οι δημόσιες και ημερήσιες εμπορικές σχολές υπάγονται στο Υπουργείο της Παιδείας. Οι 21 όμως νυχτερινές εμπορικές σχολές , ιδρυμένες όλες από συλλόγους και σωματεία, υπάγονται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Οι τεχνικές σχολές υπάγονται σε τέσσερα υπουργεία. Δώδεκα μέσες και κατώτερες στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Τέσσερεις στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, δύο στο Υπουργείο Συγκοινωνίας και η μοναδική σχολή υπομηχανικών του πολυτεχνείου στο Υπουργείο της Παιδείας. Οι καθαρά επαγγελματικές σχολές οι περισσότερες στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, όσες λειτουργούν στα φιλανθρωπικά ιδρύματα και τα κρατικά ορφανοτροφεία στο Υπουργείο Προνοίας, και οι τρείς που λειτουργούν στις φυλακές στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Και μέσα σ’ αυτή την πολυαρχία δεν υπάρχει καμιά κεντρική αρχή, ένα ειδικό, ας πούμε, ανώτερο συμβούλιο, που να ρυθμίζει ενιαία τη λειτουργία όλων αυτών των σχολείων, να δίνει ενιαία κατεύθυνση, να κανονίζει τις βασικές γραμμές στο πρόγραμμα της  διδασκαλίας και της δουλιάς, και να συντονίζει σύμφωνα με τα  πορίσματα της παιδαγωγικής και της εφηβικής ψυχολογίας τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Και για να θαυμάσουμε ακόμη περισσότερο τις θλιβερές για τα παιδιά συνέπειες, σημειώνω πως στις ειδικές αυτές υπηρεσίες για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και οι διευθυντές και όλο το προσωπικό δεν έχουν καμιά ιδέα από παιδαγωγικά. Είναι οι περισσότεροί τους, αν όχι όλοι, πτυχιούχοι της νομικής, που έχουν να πατήσουν το πόδι τους στο σχολείο αφ’ ότου τέλειωσαν τις σπουδές τους, ο καθένας με δικές του παιδαγωγικές αντιλήψεις, ο καθένας με δικό του σύστημα. Πως λοιπόν δε θα εκπληρώνουν και αυτοί και μαζί τους και η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση «πολύ ελαττωματικά τον προορισμό τους»;
γ’.  Η κρατική  δαπάνη, όπως είδαμε, είναι ασήμαντη, και αστεία η κρατική επιχορήγηση στα σωματειακά τεχνικά και επαγγελματικά σχολεία. Το Ελληνικό Κράτος ξοδεύει για τη γεωργική, την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση είκοσι φορές λιγότερο απ’ ό,τι ξοδεύουν και αυτές οι βαλκανικές χώρες. Αν εξαιρέσουμε τις δημόσιες εμπορικές σχολές, που αποροφούν στο μεγαλύτερο μέρος την κρατική δαπάνη, -γι’ αυτές, όπως είπα, δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρο το Κράτος – αν εξαιρέσουμε ακόμη τις 14 επαγγελματικές και τεχνικές σχολές που λειτουργούν στα κρατικά ορφανοτροφεία, και που είναι αυτοσυντήρητες –η λειτουργία των εργαστηρίων τους άφησε και 500 χιλιάδες περίσεμα[61] στα 1939 – για όλες τις άλλες γεωργικές, τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, κρατικές και σωματειακές, ξοδεύει συνολικά το Κράτος 20 εκατομμύρια δραχμές το χρόνο, και απ’ αυτά τα μισά, τα 10 εκατομμύρια ξοδεύονται για τις γεωργικές σχολές γιατί στις περισσότερες οι μαθητές είναι οικότροφοι. Για 49 νυχτερινές εμπορικές, τεχνικές και επαγγελματικές σχολές που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας – και είναι όλες αυτές οι σχολές σωματειακές – η κρατική επιχορήγηση είναι πραγματικά γενναιόδωρη, φτάνει στις 550 χιλιάδες (!) δραχμές το χρόνο[62].
Και πως συντηρούνται τότε οι σχολές αυτές; Δύο είναι οι πόροι τους. Ορισμένα κληροδοτήματα και οι συντρομές των συλλόγων και σωματείων, που τις έχουν ιδρύσει. Και από το άλλο μέρος τα τσουχτερά δίδαχτρα, από 400-2.000 δραχμές το χρόνο, που πληρώνουν τα παιδιά. Όπου μάλιστα λειτουργούν οικοτροφεία, όπως στα τέσσερα ιδιωτικά πραχτικά γεωργικά σχολεία, τα παιδιά πληρώνουν 10-11 χιλιάδες δραχμές το χρόνο. Και ενώ τόσο γελοία είναι η κρατική επιχορήγηση, το Κράτος για να μη κλονιστεί ο δημόσιος προϋπολογισμός, εισπράττει από όλες τις τεχνικές σχολές εκπαιδευτικά τέλη και χαρτόσημα, και στις δυό δημόσιες μέσες γεωργικές σχολές, όπου οι μαθητές είναι οικότροφοι, 6.000 δραχμές από κάθε παιδί για τροφεία.
Δύο είναι τα συμπεράσματα: Οι τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, με τα φτωχικά οικονομικά μέσα που διαθέτουν, δεν μπορεί παρά να χαροπαλεύουν για τη συντήρησή τους. Πως λοιπόν θα ανταποκριθούν στον προορισμό τους; Πως μπορεί τα αποτελέσματα να είναι ικανοποιητικά; Και το δεύτερο: το Ελληνικό Κράτος ορθώνει οικονομικούς φραγμούς. Οι πόρτες της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι κι αυτές κατάκλειστες για τα άπορα παιδιά. Εκπαιδευτικά τέλη και χαρτόσημα, βαριά δίδαχτρα, έξοδα για βιβλία, έξοδα για το υλικό, που χρειάζονται. Που θα βρούνε τα άπορα παιδιά τα λεφτά να ξεπεράσουν τους οικονομικούς αυτούς φραγμούς; Πρέπει να στερηθούν, να κόψουν και το ψωμί τους, για να μπορέσουν να κουτσομορφωθούν.
δ’. Σ’ όλες τις δημόσιες και σωματειακές τεχνικές και επαγγελματικές σχολές γράφονται 6.000 μαθητές το χρόνο. Οι 1.500 φοιτούν στις ημερήσιες και οι 4.500 στις νυχτερινές, που λειτουργούν από τις 7-10 το βράδυ. Εγκληματικό ξεθέωμα για τα παιδιά αυτά. Δουλεύουν όλη την ημέρα οχτώ ως δέκα ώρες  υπάλληλοι σε καταστήματα και μαγαζιά, εργάτες σε εργοστάσια ή σε άλλες εργασίες και το βράδυ, τσακισμένα από την κούραση, πάνε άλλες τρείς ώρες στο σχολείο να μορφωθούν για το επάγγελμά τους. Αν λογαριάσουμε και μια δυό ώρες την ημέρα για μελέτη, καταλαβαίνουμε τον κλονισμό που παθαίνει η υγεία τους με την πολλή δουλιά και την κακοπέραση που έχουν. Και όμως το Ελληνικό Κράτος αδιαφορεί μπροστά στον ηρωισμό αυτών των παιδιών και δεν παίρνει κανένα προστατευτικό μέτρο.
Μέσα σ’ αυτές τις δυσμενικές συνθήκες λειτουργεί στη χώρα μας η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Τα αποτελέσματά της κάθε άλλο παρά ικανοποιητικά. Η ποσοτική και ποιοτική της ανεπάρκεια αναμφισβήτητη.
Φτάσαμε στο τέρμα της κριτικής ανασκόπησης για τη μέση παιδεία. Το γενικό συμπέρασμα έρχεται μόνο του: πέρα για πέρα αντιοικονομική και παρασιτική η σχολαστική, η διαποτισμένη με το θεοκρατικό αντιπροοδευτικό πνεύμα μέση παιδεία. Μονόπλευρη, μονοκόμματη, ψευτοκλασική και ψευτοαριστοκρατική. Καμιά προσαρμογή στις υλικές και πνευματικές ανάγκες του λαού. Καμιά διαφοροποίηση. Κανένας διακλαδισμός. Ένας τύπος σχολείου, το ψευτοκλασικό γυμνάσιο. Όσα παιδιά φοιτούν στη μέση παιδεία, όλα παίρνουν την ίδια ανούσια ποσοτική και διακοσμητική μάθηση. Ας φέρουμε άλλη μια φορά μπροστά στα μάτια μας τις τραγικές συνέπειες για το λαό και την νεολαία. Θα χαράξουμε βαθύτερα στη μνήμη μας το έγκλημα της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας που κυβερνάει τον τόπο μας. Κρατάει το λαό βυθισμένο στο πνευματικό σκοτάδι, για να τον απομυζάει ευκολότερα. Και θα νιώσουμε επιταχτικότερο το χρέος ν’ αγωνιστούμε για το οικονομικό και πνευματικό ξεσκλάβωμα. Μα περισσότερο απ’ όλους η ίδια η νεολαία. Αυτή πρέπει ν’ αγωνιστεί με όλη τη νεανική φλόγα να καταχτήσει τα δικαιώματά της. το δικαίωμα να μορφωθεί ποιοτικά και παραγωγικά, το δικαίωμα να χαρεί τη χαρά, το δικαίωμα να χτίσει την ευτυχία της με τη δημιουργική της δράση.
Τραγικές οι συνέπειες για το λαό. Η μέση παιδεία δεν εξοπλίζει το λαό για τη ζωή. Δεν έγινε συντελεστής στην υλική του ευημερία. Στα 120 χρόνια ελεύτερης ζωής δεν έδωσε ούτε τους τεχνικούς που χρειαζόμαστε, ούτε τους ειδικευμένους τεχνίτες και εργάτες, ούτε τους μορφωμένους αγρότες, ούτε τους καταρτισμένους για το επάγγελμά τους επαγγελματίες. Δε λύτρωσε το λαό από τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες. Δε δραστηριοποίησε τη δημιουργική του δύναμη. Δεν τον βοήθησε να αξιοποιήσει τον εθνικό πλούτο και αν χαρεί την παραγωγική δουλιά του. Αντίθετα η μέση παιδεία καλλιεργεί τον παρασιτισμό, την περιφρόνηση στην αξία του τεχνικού πολιτισμού, την αποστροφή από την παραγωγική εργασία. Και ο λαός ζει μέσα στην πείνα και την αμορφωσιά, μέσα στην εξαθλίωση.
Ακόμη τραγικότερες είναι οι συνέπειες για τη νεολαία. Η νεολαία μας δεν μορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες της πατρίδας μας. Δε γίνεται παραγωγική. Σπρώχνεται στον παρασιτισμό, στον ψυχικό ξεπεσμό, στη μοιρολατρική δουλοπρέπεια. Μα δε μορφώνεται ούτε σύμφωνα με τις ατομικές ικανότητες. Όλα τα παιδιά στο ίδιο καλούπι της ψευτοκλασικής γυμνασιακής μόρφωσης. Και διαστρεβλώνεται η ψυχική τους εξέλιξη και συνθλίβεται η προσωπικότητά τους και στερεύει σιγά-σιγά η εσωτερική πηγή τους, και σβύνει η ορμή τους. Δε μετουσιώνεται ο ψυχικός δυναμισμός τους σε γόνιμη δημιουργική δράση. Οι ατομικές τους ικανότητες μένουν ακαλλιέργητες. Η ζημία από την αντιπαιδαγωγική μονοκόμματη μέση παιδεία αφάνταστα μεγάλη για το Έθνος και για το άτομο. Ας το καταλάβουμε καλά. Για να γίνει πραγματικά εξυπηρετική για το λαό η παιδεία, για να γίνει λοιπόν αληθινά Εθνική, πρέπει από το ένα μέρος να προσαρμοστεί στις υλικές και πνευματικές ανάγκες του δουλευτή λαού, και από το άλλο να καλλιεργεί όσο μπορεί αρμονικότερα τις ψυχικές και πνευματικές ικανότητες του κάθε παιδιού, διοχετεύοντάς τες σε πλούσια αντίστοιχη δημιουργική δράση. Επάνω στη διπλή αυτή βάση πρέπει να στηριχτεί η Εθνική Παιδεία. Είναι απαραίτητο για την ατομική προκοπή και για την προκοπή του Έθνους. Είναι απαραίτητο για την ευημερία του λαού και την πραγματική ανεξαρτησία της πατρίδας. Και είναι ακόμη απαραίτητο για την ευγενική άμιλλα μέσα στο στίβο της συνεργασίας με τους άλλους λαούς για το χτίσιμο της πανανθρώπινης ευτυχίας επάνω στη γη.

δ’. ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
   Αντιλαϊκή και αντιοικονομική η δημοτική και η μέση παιδεία. Αντιοικονομική και αντιλαϊκή και η ανώτερη παιδεία και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Αδύνατο να είναι οι δυό μικρότερες βαθμίδες αντιοικονομικές και να μην είναι πρώτη και χειρότερη  η ανώτερη. Αν το καλοεξετάσουμε η ανώτερη παιδεία είναι η καθαυτό υπεύθυνη. Γιατί, όπως είδαμε[63] , η δημοτική και η μέση παιδεία, δουλικά υποταγμένες στην ανώτερη, έχουν μοναδικό σκοπό, να προετοιμάζουν τα παιδιά που θα φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο και τις άλλες ανώτερες σχολές. Η ανώτερη λοιπόν παιδεία δίνει και στη δημοτική και στη μέση το γενικό τόνο. Αυτή χαράζει την κατεύθυνσή τους. Αυτή τις διαποτίζει με το δικό της αντιπροοδευτικό πνεύμα. αυτή μορφώνει το διδαχτικό τους προσωπικό. Και αφού οι δυό κατώτερες βαθμίδες είναι, όπως διαπιστώσαμε, αντιοικονομικές, πρέπει να είμαστε βέβαιοι, πως αντιοικονομική θα είναι και η ανώτερη. Το ψάρι βρωμάει πρώτα από το κεφάλι.
Και πραγματικά δεν μπορούσε παρά να είναι αντιοικονομική προπάντων η ανώτερη παιδεία. Είδαμε[64] , πόσο καθυστερημένη είναι η τόσο αντιπαραγωγική εθνική μας οικονομία. Ανεκμετάλλευτες  οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Η γεωργία μας πρωτόγονη. Η βιομηχανία αντιοικονομική, παράσιτη, δασμοδίαιτη. Η συγκοινωνία στα σπάργανα. Φτώχεια και εξαθλίωση. Αντίστοιχη θα είναι, όπως είπαμε, και η παιδεία, προπάντων η ανώτερη. Είναι οργανωμένη και λειτουργεί «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» [65] της οικονομικής καθυστέρησης. Η επιστήμη είναι εξάρτημα της οικονομικής ζωής. Έτσι η ανώτερη παιδεία δεν ενδιαφέρθηκε  για την ευημερία του λαού, για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Δεν μπορούσε να ενδιαφερθεί. Είχε άλλους υψηλούς πνευματικούς σκοπούς. Όργανο πολύτιμο στα χέρια της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, αυτής και μόνο τα συμφέροντα εξυπηρετούσε, κρύβοντας πραγματικά τούτο το σκοπό της κάτω από παραπλανητικά για το λαό ιδανικά. Έγινε ο προμαχώνας της νεοελληνικής κεφαλαιοκρατίας, και ύψωσε ολοφάνερη τη σημαία της  αντίδρασης στα χρόνια της μοναρχοφασιστικής τυραννίας και της τετράχρονης μαύρης σκλαβιάς. Αφού λοιπόν η πλουτοκρατική ολιγαρχία κράτησε τον τόπο σε τέτια οικονομική καθυστέρηση – αυτό απαιτούσαν τα παρασιτικά συμφέροντά της – και έδωσε αντιπαραγωγική κατεύθυνση στην εθνική οικονομία, δεν μπορούσε παρά και το όργανό της, η ανώτερη παιδεία, να βαδίσει στην ίδια γραμμή και να μείνει αντιοικονομική από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε.
Για την ανώτερη παιδεία θα μιλήσω κάπως πλατύτερα στο παρακάτω κεφάλαιο. Εκεί θα ολοκληρώσουμε την κριτική ανασκόπηση. Θα περιοριστώ τώρα να δώσω μια γενική εικόνα και να παρουσιάσω μερικά χαραχτηριστικά στοιχεία, για να διαπιστώσουμε από τα ίδια τα πράματα την αντιοικονομικότητά της.
Με την πρώτη ματιά βλέπουμε θρονιασμένο και στην ανώτερη παιδεία το ίδιο θεοκρατικό σχολαστικό, αντιδραστικό πνεύμα. είναι πικρή αλήθεια, πως η παιδεία και ιδιαίτερα η ανώτερη προετοίμασε ιδεολογικά στη χώρα μας το φασισμό και στο τέλος έγινε και μένει πειθήνιο όργανό του. Οι ιεροφάντες της επιστήμης και της ελευτερίας στη σκέψη και στο λόγο, οι καθηγητές στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα – οι λιγοστές τιμητικές εξαιρέσεις επικυρώνουν τον κανόνα[66] - έσκυψαν δουλικά το κεφάλι και φιλούσαν πανηγυρικά ή στα παρασκήνια το χέρι του νάνου διχτάτορα της 4ης Αυγούστου. Βλέπουμε ακόμη την ανώτερη παιδεία διαποτισμένη με τα πιο αντιλαϊκά και αντιπροοδευτικά ιδανικά. Με το ασκητικό μεσαιωνικό ιδανικό της «λιτότητας» με το ψευτοκλασικό ιδανικό της προγονοπληξίας[67], με το πατριδοκαπηλικό ιδανικό της «Μεγάλης Ιδέας». Βλέπουμε ακόμη εγκαθιδρυμένο στο ναό της επιστήμης το στείρο εγκυκλοπαιδισμό με τη βασανιστική ποσοτική μάθηση. Και το σπουδαιότερο που αποδείχνει ολοφάνερα την αντιοικονομικότητά της, βλέπουμε να θριαμβεύει και στην ανώτερη παιδεία το διαζύγιο της επιστήμης με τη ζωή, της θεωρίας με την πράξη [68]. Σε κανένα πολιτισμένο Κράτος το χάσμα, που χωρίζει την επιστήμη από τις απαιτήσεις που δημιουργεί η ζωή, εν είναι μεγαλύτερο, όσο σε μας.
Η επιστήμη για την επιστήμη. Επάνω στην πλανερή αυτή αντιπροοδευτική και αντιοικονομική αντίληψη είναι θεμελιωμένη η ανώτερη παιδεία. Η επιστήμη αποτραβηγμένη στο μεσαιωνικό ελεφάντινο πύργο της, ολότελα αποξενωμένη από τη ζωή. Κλείνει θεληματικά τα μάτια της μπροστά στα προβλήματα, που προβάλει αδιάκοπα η ζωή, η τραγική πραγματικότητα. Μένει ασυγκίνητη μπροστά στην τόση δυστυχία και εξαθλίωση του δουλευτή λαού. Η ανώτερη παιδεία δεν κατάλαβε ακόμη τον αληθινό προορισμό της. δε μελέτησε τα ζωτικά προβλήματα της χώρας. Δεν καταπιάστηκε με τα περισσότερα. Και όσα τυχόν ερεύνησε, τα μελέτησε με τέτιο τρόπο για να δώσει τη λύση, που θα ικανοποιούσε τα συμφέροντα της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας[69]. Τον αληθινά λαϊκό προορισμό της η ανώτερη παιδεία ολοκληρωτικά μόνο στη Σοβιετική Ρωσία τον εκπληρώνει. Εκεί η επιστήμη για τη ζωή, για την πραχτική χρησιμοποίησή της στη ζωή. Μοναδικός σκοπός της η υλική και πνευματική ευημερία του λαού. Εδώ σε μας η επιστήμη για την επιστήμη, αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, και ο λαός βυθισμένος στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Εκεί η ανώτερη παιδεία δραστηριοποιεί τη δημιουργική δύναμη του λαού, και αξιοποιεί τον πλούτο της χώρας. Εδώ σε μας, προνόμιο των λίγων, αφήνει ανεξερεύνητες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Εκεί στη Σοβιετική Ρωσία η επιστήμη δύναμη απολυτρωτική και εξυψωτική, το πολυτιμότερο όπλο για την ανοικοδόμηση. Εδώ στην Ελλάδα η ανώτερη παιδεία, ανέτοιμη να πάρει στα χέρια της την ανοικοδόμηση της πατρίδας από τα ερείπια της φασιστικής σκλαβιάς. Και ενώ διαλαλεί πως θέλει να ανεβάσει τον «περιούσιο» λαό στην ανώτερη σφαίρα της «λιτότητας», τον παραδίνει άοπλο θύμα στα χέρια των αχόρταγων εκμεταλλευτών του.
Διαποτισμένη με το σχολαστικό αντιδραστικό πνεύμα, αποξενωμένη από τη ζωή, δεν πρέπει να μας φανεί παράξενο, πως είναι και η ανώτερη παιδεία ολότελα αντιοικονομική. Αληθινοί επιστήμονες, ειδικοί στους διάφορους κλάδους της επιστήμης, που πονούν και αγωνίζονται για το λυτρωμό του λαού, καταγγέλνουν την κατάσταση και την ανεπάρκεια της ανώτερης παιδείας. Και είναι η καταγγελία τους η οριστική καταδίκη τους. Καταγγέλνουν, πως τα δυό πανεπιστήμια και οι άλλες ανώτερες σχολές μέσα στα 120 χρόνια της ελεύτερης ζωής μας, δεν έχουν ακόμη ερευνήσει τον εθνικό πλούτο και πολύ λιγότερο τον υπόγειο πλούτο. Η επίσημη επιστήμη στάθηκε ανίκανη «να κάνει μια ολοκληρωμένη επιστημονική έρευνα για την έχταση, την περιεχτικότητα και την ποιότητα των μεταλλευμάτων και των πρώτων υλών»[70] . δεν ξέρουμε ως σήμερα πόσος και ποιος είναι ο φυσικός πλούτος της χώρας και πόση κινητήρια δύναμη κρύβει η Ελλάδα. Δεν ξέρουμε «ούτε και πόα κοιτάσματα λιγνίτη υπάρχουν στον τόπο» «πόσο είναι το υδάτινο απόθεμα της χώρας μας δεν είναι καθόλου γνωστό»[71] . Πόση είναι η έχταση που μπορεί να δοθεί στη γεωργία και τη δεντροκομία «μονάχα η γεωργικοοικονομική μέλέτη ολόκληρης της Ελλάδας, θα μπορέσει να προσδιορίσει με ακρίβεια». Μα η μελέτη αυτή δεν έγινε ακόμη. «ότι έγινε ως τώρα στο βιομηχανικό τομέα είναι ανάξιο λόγου και αντιεπιστημονικό»[72]. Έτσι όπως είναι οργανωμένες οι διάφορες σχολές και ιδιαίτερα η φυσικομαθηματική σχολή στο πανεπιστήμιο , «δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες της χώρας».
Δεν εκπληρώνει λοιπόν τον αληθινό προορισμό της η ανώτερη παιδεία. Δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες της ζωής. Ούτε μας έδωσε το ανώτερο επιστημονικά μορφωμένο προσωπικό για την ανασυγκρότηση. Δε δημιουργεί τους ειδικευμένους φλογερούς εργάτες της ζωής και της επιστήμης για να προκόψει η πατρίδα και να ευημερήσει ο λαός. Αντίθετα, θεραπαινίδα στα συμφέροντα της παρασιτικής πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, καλλιέργησε την πλανερή, την εγκληματική θα έλεγα, αντίληψη, πως το έδαφος είναι άγονο, και η χώρα μας φτωχή, και με τα παραπλανητικά αυτά συνθήματα θρέφει πλούσια το φυλετικό μίσος και σπρώχνει, από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε, το λαό στο σφαγείο της «Μεγάλης Ιδέας».
Δεν έχουμε τους τεχνικούς που χρειαζόμαστε. Μας λείπουν οι καθολικά μορφωμένοι και ειδικά καταρτισμένοι γεωλόγοι, δασολόγοι, εδαφολόγοι, γεωπόνοι, χημικοί. Δε βγάζει η ανώτερη παιδεία επιστήμονες αληθινούς, με άσβεστη τη φλόγα για το έργο τους, με συναίστηση για την κοινωνική τους αποστολή. Δημιουργεί και αυτή στρατό τους παράσιτους θεσιθήρες, και στεγνούς κοντόθωρους επαγγελματίες , που δεν βλέπουν παρά το ατομικό τους συμφέρο, και χρησιμοποιούν το λιγοστό φως της επιστήμης, που πήρανε, για τον εύκολο πλουτισμό τους, για την αδιάντροπη πολλές φορές εκμετάλλεψη του λαού.
Και ενώ αυτή είναι η κατάσταση, οι υποστηρικτές της αντιλαϊκής και αντιοικονομικής παιδείας μιλούν για υπερτροφία στη μέση και ανώτερη παιδεία και προβάλλουν τον «Εθνικό κίντυνο» που μας απειλεί, για να κλείσουν με τα κατασταλτικά μέτρα που προτείνουν, ακόμη περισσότερο τις πόρτες της μέσης και ανώτερης παιδείας στα παιδιά του λαού. Ας εξετάσουμε και το ζήτημα τούτο.

Η ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΑ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
«Μεγάλη η συρροή των μαθητών». «Τρομακτικός ο πληθωρισμός». Υπερτροφική η μέση και η ανώτερη παιδεία. «Όχλος ημιμαθών διανοουμένων επιρρεπής εις παντός είδους νεωτερισμούς». «Διανοητικόν προλεταριάτον». «Εθνικός κίνδυνος» απειλεί την ταλαίπωρη πατρίδα μας. «Ουδέν μέτρον προ του εθνικού τούτου κινδύνου είναι σκληρόν»[73]. Και το Κράτος της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας ολοένα υψώνει αξεπέραστους φραγμούς και κλείνει τις πόρτες της μέσης και ανώτερης παιδείας στα παιδιά του λαού.
Πλημμύρισε λοιπόν ο τόπος από επιστήμονες; Έχουμε πραγματικά υπερτροφία στη μέση και ανώτερη παιδεία; Κι αν έχουμε τι είδους είναι η υπερτροφία αυτή; Και τι είδος είναι ο «Εθνικός κίνδυνος» που μας απειλεί;
ΜΕΣΗ ΠΑΙΔΕΙΑ: Όπως είδαμε στους σχετικούς πίνακες παραπάνω[74], από τα παιδιά που φοιτούν στο παραπεταμένο και ατροφικό δημοτικό σχολείο τα 9-10% γράφονται στη μέση παιδεία. Το ποσοστό τούτο το θεωρούν πολύ μεγάλο, και για να το περιορίσουν, όσο μπορούν περισσότερο, προτείνουν τα πιο αυστηρά κατασταλτικά μέτρα[75]. Για να αποδείξουν μάλιστα πόσο έχουν δίκιο, που υποστηρίζουν πως η μέση παιδεία είναι στη χώρα μας τρομαχτικά υπερτροφική, συγκρίνουν την Ελλάδα με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, και βγάζουν το συμπέρασμα πως «εξ όλων των Ευρωπαϊκών εθνών, η Ελλάς κατέχει την πρώτην θέσιν , ως προς τον αριθμόν των μαθητών της μέσης, εν αναλογία με τον πληθυσμόν αυτής»[76]. Έτσι αναλογεί στην Ελλάδα ένας μαθητής της μέσης παιδείας σε 100 περίπου κατοίκους, ενώ στη Βουλγαρία ένας σε 190, στη Τσεχοσλοβακία ένας σε 160, στη Σουηδία ένας σε 205, και στην Ιταλία ένας σε 280 κατοίκους[77].
Πώς να εξηγήσουμε το φαινόμενο τούτο; Τρείς είναι οι  σπουδαιότερες αιτίες, που το προκαλούν.

α’. Πρώτη αιτία: Η ατροφική , σχολαστική και ασυγχρόνιστη δημοτική παιδεία.
Σε καμιά πολιτισμένη χώρα, το σχολείο το προορισμένο για το λαό, αυτό που λέμε εμείς δημοτικό σχολείο, δεν είναι παραπεταμένο όπως σε μας. Εκεί λειτουργεί μέσα σε καλύτερες συνθήκες. Είναι λίγο πολύ συγχρονισμένο. Το πρόγραμμά του προσαρμοσμένο στις στοιχειώδεις ανάγκες της ζωής, και η φοίτησή του παντού πιο μακρόχρονη. Εκεί τα παιδιά φοιτούν περισσότερα χρόνια στο δημοτικό σχολείο, και βγαίνουν στη ζωή λίγο ή πολύ εξοπλισμένα. Και έπειτα όσα θέλουν μπορούν να συμπληρώσουν τη μόρφωσή τους, τον εξοπλισμό τους για τις πραχτικές ανάγκες της ζωής, χωρίς να φοιτήσουν στη μέση παιδεία. Υπάρχουν οι κατώτερες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές. Υπάρχουν ακόμη σε πολλά κράτη οι «επιμορφωτικές τάξεις» όπου φοιτούν υποχρεωτικά ορισμένες ώρες την εβδομάδα τα παιδιά που δεν πάνε στη μέση παιδεία και παίρνουν πραχτική μόρφωση προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες. Έτσι παρατείνεται η φοίτηση στην κατώτερη τη «δημοτική» παιδεία ωσότου συμπληρώσουν τα παιδιά τα δεκατέσσερά τους χρόνια.
Σε μας όμως η δημοτική, η κατώτερη παιδεία είναι ολότελα παραμελημένη, όπως είδαμε και διπλά ατροφική. Ατροφική γιατί τα παιδιά της αγροτιάς και της εργατιάς στη μεγάλη πλειοψηφία τους ή δεν πατούν το πόδι τους στο σχολείο, ή φοιτούν – και το είδαμε παραπάνω γιατί[78] - το πολύ δυό τρία χρόνια. Έτσι θριαμβεύει ο αναλφαβητισμός και η αγραμματοσύνη. Ατροφική ακόμη γιατί το δημοτικό σχολείο λειτουργεί στον τόπο μας μέσα στις πιο ελεεινές, όπως είδαμε, συνθήκες. Το πρόγραμμά του απροσάρμοστο στις ανάγκες της ζωής, υπόδουλο στο λογιωτατισμό. Και η φοίτηση ως τα 1930 τετράχρονη, και από τότε εξάχρονη ως τα 1938 και πάλι τετράχρονη. Έτσι τα παιδιά τελειώνουν το δημοτικό σχολείο στα δέκα τους χρόνια ως τα 1930 και από τότε, ας δεχτούμε, στα δώδεκα τους χρόνια, και βγαίνουν ολότελα απροετοίμαστα στη ζωή. Τι να τα κάνουν τώρα οι γονοί τους;  Φυσικά η πλουτοκρατία της πόλης και του χωριού θα τα στείλει στη μέση παιδεία. Οι πόρτες της είναι για τα παιδιά της ορθάνοιχτες. Οι άλλοι όμως οι μικρονοικοκυραίοι , οι επαγγελματίες και οι βιοπαλαιστές που βλέπουν τα παιδιά τους να παίρνουν τα γράμματα, που θα τα στείλουν; Ούτε «επιμορφωτικές τάξεις» υπάρχουν σε μας, ούτε κατώτερα ειδικά τεχνικά και επαγγελματικά σχολεία[79]. Αναγκαστικά λοιπόν θα τα στείλουν ένα, δυό, τρία χρόνια στη μονόπλευρη μέση παιδεία, στα γυμνάσια και ημιγυμνάσια, αφού δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Πόσο σωστό είναι αυτό φαίνεται και από τις ακόλουθες στατιστικές πληροφορίες. Από τα 1855 ως τα 1929  το ποσοστό των παιδιών που φοιτούσαν στη μέση παιδεία ήταν 11,5-12%. Στα 1930 έπεσε  8,3%. Στα 1929 γράφτηκαν στη μέση παιδεία 100 χιλιάδες περίπου παιδιά. Στα 1930 μόνον 65 χιλιάδες. Γιατί; Απλούστατα γιατί με την εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση του Γόντικα το δημοτικό σχολείο έγινε εξάχρονο. Αντίθετα στα 1938 ανεβαίνει πάλι το ποσοστό στο 11% -από 86.957 στα 1937 γράφτηκαν 123.722 στα 1938 – επειδή με την αντιμεταρρύθμιση, που έκανε η μοναρχοφασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου, το δημοτικό σχολείο ουσιαστικά ξανάγινε τετράχρονο. Είδαμε ακόμη παραπάνω[80], πως από τις 24.629 παιδιά στη σχολική χρονιά 1936-37 στην α’ τάξη στα γυμνάσια και ημιγυμνάσια, γράφτηκαν στη β’ τάξη 16.863 – οχτώ χιλιάδες λιγότερα – και στην γ’ τάξη 11.340 –άλλες πέντε χιλιάδες λιγότερα. Κι αυτό θα ειπεί, πως τα μισά περίπου παιδιά απ’ όσα γράφτηκαν στην α’ τάξη φοιτούν το πολύ ένα δυό χρόνια , ωσότου συμπληρώσουν τα δεκατέσσερα τους χρόνια. Είναι, όπως είπαμε τα παιδιά των μικρονοικοκυραίων και μικροαστών, που διαρέουν, μπροστά στους αξεπέραστους οικονομικούς φραγμούς. Αυτά ίσα-ίσα τα παιδιά φοβούνται οι υποστηριχτές της αντιλαϊκής παιδείας, μήπως πυκνώσουν το «διανοητικόν προλεταριάτον» και νοθέψουν «την πνευματικήν ηγέτιδα τάξιν». Αυτά τους «εμβάλλουν εις παντοειδείς ανησυχίας» και γι’ αυτό ζητούν τον αποκλεισμό τους.

β’. Δεύτερη αιτία: Η βαθιά ριζωμένη πρόληψη για την αξία της ψευτοκλασικής και στείρας μάθησης.
Την πρόληψη αυτή την καλλιέργησε συστηματικά στο λαό το επίσημο Κράτος με την αντιλαϊκή παιδεία και την αντιοικονομική πολιτική του. Το ψευτοκλασικό ιδανικό διαποτίζει ολόκληρη την παιδεία. Βραχνάς ο λογιωτατισμός. Μονόπλευρη η μέση παιδεία. Αποστροφή και περιφρόνηση στην πραχτική παραγωγική εργασία. Επίσημη γλώσσα η καθαρεύουσα. Αξία έχει όποιος αποθησαύρισε νεκρές γνώσεις και έμαθε να γράφει αρχαϊκά ακαταλαβίστικα. Τα παιδιά που τελειώνουν το τετράχρονο δημοτικό σχολείο ολότελα αμόρφωτα και άγλωσσα δεν είναι σε θέση ούτε την εφημερίδα να καταλάβουν. Από το άλλο μέρος το επίσημο Κράτος παραμέλησε ολότελα την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Δεν ίδρυσε τέτια σχολεία. Και όσα ιδρύθηκαν τα περιφρόνησε, και τα άφησε να φυτοζωήσουν ή και να σβύσουν[81]. Αυτά είναι χειροναχτικά σχολεία, κατάλληλα για το χυδαίο όχλο, για τους φτωχούς, για τα ορφανά και τα αλητόπαιδα. Δεν υψώνουν κοινωνικά τους μαθητές των. Έτσι ο λαός δεν ένιωσε την αξία της παραγωγικής κοινωφέλιμης εργασίας. Δεν ένιωσε πως είναι η ύψιστη κοινωνική λειτουργία. Τη θεωρεί καταδίκη στη σκλαβιά. Δεν εχτίμησε λοιπόν τα επαγγελματικά σχολεία, δεν πίστεψε στη χρησιμότητα και στην αξία τους, δεν τα αγάπησε. Γι’ αυτό η κραυγή από τις επαρχίες, να ιδρύει το Κράτος ημιγυμνάσια και γυμνάσια. Και μπροστά στην πίεση το Κράτος, παρ’ όλη την προσπάθειά του, να περιορίσει τα σχολεία της μέσης παιδείας, για ν’ αποκλείσει τους ανεπιθύμητους, δεν μπόρεσε να καταργήσει, παρά ελάχιστα ημιγυμνάσια[82]. Και όσοι μπορούσαν έστελναν όσο μπορούσαν τα παιδιά τους στη μέση παιδεία.
γ’. Και λαχταρούσαν όλοι να τα στείλουν. Ο λαός ζει μέσα στη φτώχια και την αμορφωσιά. Δουλεύει σκυλίσια και ψωμί δε χορταίνει, προκοπή δε βλέπει, λαχταράει λοιπόν ο κάθε μικρονοικοκύρης χωρικός, ο κάθε μικροαστός να καλυτερέψει τη ζωή του παιδιού του, λαχταράει να του βελτιώσει  την κοινωνική θέση, να το υψώσει κοινωνικά, για να ζήσει το παιδί του ανθρωπινά. Ο μόνος τρόπος είναι να μάθει το παιδί του γράμματα. Έτσι θα πάρει αξία, θα βγει από την ταπεινή κοινωνική θέση. Και σαν καλός πατέρας να κάνει ό,τι μπορεί να σπουδάσει το παιδί του, αφού μάλιστα «παίρνει τα γράμματα» να το προικίσει με το χαρτί του γυμνάσιου. Αυτό είναι το μαγικό ραβδί. Θα αποχτήσει το παιδί του «τα προσόντα». Κάποια θέση θα βρεθεί, κάπου θα κολλήσει να παίρνει ένα μιστό, χωρίς να βασανίζεται. Στην ανάγκη μπορεί να γίνει και παπάς, και γραφιάς και ποιος ξέρει τι άλλο. Όλες οι πόρτες του παρασιτισμού είναι ανοιχτές. Κι’ αν δεν πετύχει πολλά πράματα, θα είναι γραμματισμένος άνθρωπος το παιδί του. Κι’ αυτό δεν είναι μικρό πράμα. Η «καλή τύχη» θα βρεθεί. Τσακίζεται λοιπόν ο γονιός, για να προκόψει το παιδί του, να μάθει όσο μπορεί περισσότερα γράμματα, αδιάφορο αν και ο ίδιος βυθίζεται περισσότερο στην εξαθλίωση, και το παιδί του συχνά το πληρώνει με τη ψυχική διαφθορά του ή και με τη ζωή του ακόμη.
Αυτοί είναι οι ιδιαίτεροι για τη χώρα μας  λόγοι, που προκαλούν «την μεγάλην συρροήν μαθητών»  στα σχολεία της μέσης παιδείας, και προπάντων στην α’ και β’ τάξη. Φυσικά, αν η δημοτική παιδεία δεν ήταν ατροφική, αν υπήρχαν και λειτουργούσαν άρτια κατώτερα επαγγελματικά σχολεία, και ο λαός είχε διαφωτιστεί για την αξία τους, είναι ολοφάνερο, πως θα λιγόστευε πολύ το ποσοστό των παιδιών, που θα φοιτούσαν στη μέση παιδεία, αν έμενε μονόπλευρη, όπως είναι σήμερα. 
Έχουμε όμως πραγματικά υπερτροφία στη μέση παιδεία; Και τι είδους είναι η υπερτροφία αυτή που έχουμε; Είπαμε τόσες φορές, πως η μέση παιδεία είναι μονόπλευρη στην οργάνωσή της και ψευτοκλασική στο περιεχόμενό της, ολότελα απροσάρμοστη στις υλικές ανάγκες της χώρας. Δημιουργεί λογοκόπους θεσιθήρες, παράσιτους περιφρονητές της παραγωγικής εργασίας. Ώστε έχουμε παρασιτική υπερτροφία στην ψευτοκλασική μέση παιδεία.
Ας προχωρήσουμε ένα βήμα ακόμη. Μιλήσαμε παραπάνω για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Διαπιστώσαμε εκεί δυό πράματα: Πρώτα  ασύμμετρη αύξηση της εμπορικής εκπαίδευσης. Έχουμε σήμερα 51 εμπορικές σχολές με 7.500 μαθητές. Είναι συγκριτικά με τις ανάγκες της χώρας πολλές. Μπορούμε λοιπόν να ειπούμε πως και στην εμπορική εκπαίδευση έχουμε κάποιο πληθωρισμό. Γεννιέται φυσιολογικά, γιατί πολλά παιδιά σπρώχνονται στις εμπορικές σχολές, με την ελπίδα, πως θα βρούνε ευκολότερα κάποια θέση τις τράπεζες, στους διάφορους «αυτόνομους οργανισμούς» και στα λογιστήρια στις μεγάλες εταιρείες, όπου και ο μιστός είναι καλύτερος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο  μιστό των δημόσιων υπαλλήλων, και η εργασία τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου η ζωή είναι σχετικά πιο πολιτισμένη. Έτσι και οι εμπορικές σχολές οδηγούν αρκετά παιδιά στη θεσιθηρία και τον παρασιτισμό. Τα αχρηστεύουν από κάθε παραγωγική δουλιά, ενώ θα μπορούσαν τα παιδιά αυτά κατάλληλα μορφωμένα, να βοηθήσουν με τη δημιουργική τους εργασία στην ανοικοδόμηση της πατρίδας μας μέσα από τα σημερινά ερείπια.
Διαπιστώσαμε όμως ακόμη με τη σύντομη έρευνά μας και την ολοκληρωτική ατροφία στα γεωργική, τεχνική και επαγγελματική παιδεία. Ας θυμηθούμε πως από τις 15 γεωργικές σχολές, που έχουμε, μόνον οι δύο είναι μέσες με 148 μαθητές. Και από τις 63 τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, είκοσι το πολύ ανήκουν στη μέση παιδεία, και αυτές κακολειτουργούν, όπως είδαμε.
Καταλήγουμε λοιπόν: Έχουμε υπερτροφία στην ψευτοκλασική μέση παιδεία, πληθωρισμό στην εμπορική εκπαίδευση, και επικίντυνη ατροφία στη μέση γεωργική, επαγγελματική και τεχνική παιδεία. Τραγική για το λαό και τη νεολαία η κατάσταση αυτή. Ο κίντυνος πραγματικά εθνικός. Όχι βέβαια, με το νόημα, που δίνει το επίσημο Κράτος και οι σύμβουλοί του. Όχι επειδή δημιουργεί υπερτροφία και στην ανώτερη παιδεία, ενώ στην πραγματικότητα μας λείπουν χιλιάδες επιστήμονες, ούτε επειδή προλεταροποιεί τους επιστήμονες, όπως φοβάται η πλουτοκρατική ολιγαρχία. Το ξέρουμε όλοι μας – το έδειξε η αντεθνική συμπεριφορά της στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς, η συνεργασία της με τον καταχτητή – για την πλουτοκρατική ολιγαρχία εθνικός κίντυνος υπάρχει μόνον άμα κιντυνεύουν τα συμφέροντά της. Αλλού είναι ο πραγματικός εθνικός κίντυνος. Η μέση παιδεία μας με το σχολαστικό αντιδραστικό πνεύμα που τη διαποτίζει, με την ατροφία της στους παραγωγικούς κλάδους, ξέφυγε ολότελα από τον αληθινό προορισμό της. δεν εξοπλίζει το λαό και τη νεολαία για τη ζωή. Δεν έγινε συντελεστής στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη της χώρας. Αγνόησε και περιφρόνησε το βιομηχανικό, το γεωργικό και τεχνικό πολιτισμό. Κρατάει τα νιάτα μακριά από τη σύγχρονη ζωή και τα προβλήματά της, και καλλιεργεί την περιφρόνηση στην εργασία και στον εργάτη. Δε δραστηριοποιεί τη δημιουργική δύναμη του λαού. Ακαλλιέργητες μένουν οι ατομικές ικανότητες της νεολαίας. Τόσες ιδιοφυίες πάνε χαμένες. Δεν έδωσε η μέση παιδεία τους φωτισμένους εργάτες στο χτίσιμο μια καλύτερης πολιτισμένης ζωής. Αντίθετα δημιουργεί με την υπερτροφική ψευτοκλασική μάθηση παράσιτους θεσιθήρες και χαλκεύει τις αλυσίδες της κοινωνικής και οικονομικής σκλαβιάς.
Τα κατασταλτικά μέτρα που προτείνουν, οι φραγμοί, που στήνει το Κράτος σε ένα μόνο αποβλέπουν: Ν’ αποκλείσουν από τη μέση και ανώτερη παιδεία τα παιδιά του λαού. Ο εθνικός κίντυνος γίνεται έτσι απειλητικότερος. Για να τον αποφύγουμε ένας μόνο τρόπος υπάρχει. Να προσαρμοστεί η μέση παιδεία στις υλικές και πνευματικές ανάγκες του λαού. Επιταχτική η ανάγκη να αναδιοργανωθεί ριζικά η μέση παιδεία, να γίνει πολύπλευρη, να διακλαδιστεί ανάλογα με τις ανάγκες της χώρας και τις τοπικές συνθήκες και ν’ ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες της  για όλους τους ικανούς. Θα περιοριστούν τότε αυτόματα τα κλασικά γυμνάσια και θα τροφοδοτηθούν οι άλλοι κλάδοι της μέσης παιδείας, οι γεωργικές, οι βιομηχανικές τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, όπου τα παιδιά παράλληλα με τη ζωντανή ανθρωπιστική μόρφωση  θα αποχτήσουν τις ειδικές σε κάθε κλάδο γνώσεις, και θα βγούνε στη ζωή δημιουργικοί συντελεστές στην ανοικοδόμηση της ερειπωμένης πατρίδας και στη δημιουργία του νεοελληνικού πολιτισμού. Με την αναδιοργάνωση της μέσης παιδείας, με την προσαρμογή της στις ανάγκες του λαού, με το νέο δημοκρατικό πνεύμα και τα ζωντανά ιδανικά, που θα τη διαποτίζουν, το ποσοστό των παιδιών που θα φοιτούν στη διακλαδισμένη μέση παιδεία θα διπλασιαστεί και θα τριπλασιαστεί, για να μορφωθούν όλα τα ικανά παιδιά. Αυτό απαιτεί το συμφέρο του Έθνους, το συμφέρο του λαού και της νεολαίας.
ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΙΔΕΙΑ. Και για την ανώτερη παιδεία φωνάζουν, πως είναι επικίντυνα υπερτροφική. Έχουμε, υποστηρίζουν, πολύ περισσότερους επιστήμονες απ’ ό,τι χρειαζόμαστε για τις ανάγκες μας. Γέμισε ο τόπος από γιατρούς, δικηγόρους, φυσικούς, χημικούς, φιλόλογους και δασκάλους. Οι περισσότεροί τους φυτοζωούν, μαραζώνουν, πεινάνε, ζητούν δουλιά και δουλιά δε βρίσκουν, εξευτελίζονται και εξευτελίζουν την επιστήμη  και το επάγγελμά τους. Η Ελλάδα είναι φτωχή, και δεν μπορεί να θρέψει τόσους επιστήμονες. Μ’ αυτά τα κηρύγματα προσπαθούν να παραπλανήσουν το λαό και να δικαιολογήσουν τα κατασταλτικά μέτρα, για να μείνει η ανώτερη παιδεία αποκλειστικό προνόμιο των λίγων. Το επίσημο Κράτος κλείνει τις πόρτες της μέσης παιδείας στα παιδιά του λαού, για να περιορίσει την υπερτροφία στην ανώτερη παιδεία. Μα δε φτάνει αυτό. Για να αποκλείσει από τα πανεπιστήμια και τις άλλες ανώτατες σχολές τους «ανεπιθύμητους», που με βάσανα και κόπο κατάφεραν να τελειώσουν το γυμνάσιο, περιορίζει ολοένα και περισσότερο τον αριθμό των «εισακτέων» σε κάθε σχολή, θέσπισε τις εισαγωγικές εξετάσεις, επιβάλει βαριά εξέταστρα και βαριά δίδαχτρα, και δεν παίρνει καμιά πρόνοια για την υγεία, τη διατροφή και τη χαρά της φοιτητικής νεολαίας. Έτσι κλείνονται ερμητικά οι πόρτες της ανώτερης παιδείας ακόμη και για τα παιδιά των μικροαστών. Από τις 5.000-5.500 που τελειώνουν το γυμνάσιο, οι μισοί περίπου κατορθώνουν να εγγραφούν στο πανεπιστήμιο, και πολλοί απ’ αυτούς μπροστά στις ανυπέρβλητες  οικονομικές δυσκολίες αναγκάζονται  να διακόψουν τις σπουδές τους. Με τα τελευταία κατασταλτικά μέτρα, και ιδιαίτερα με τα αυστηρότερα μέτρα, που πήρε η μοναρχοφασιστική τυραννία της 4ης Αυγούστου περιορίστηκε ακόμη περισσότερο, κατέβηκε στο ένα τρίτο, ο αριθμός των τελειόφοιτων του γυμνασίου, που μπαίνουν στην ανώτερη παιδεία. Στο πανεπιστήμιο της Αθήνας στη πενταετία 1933-1938 μπήκανε:
1933-34
2.747
1934-35
2.102
1935-36
1.788
1936-37
1.635
1937-38
1.194

Αντίστοιχο περιορισμό έχουμε και στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης,  και στο πολυτεχνείο και τις άλλες ανώτατες σχολές.
Έχουμε όμως πραγματικά υπερτροφία; Πλεονάζουν οι επιστήμονες στη χώρα μας; Ας ιδούμε τι μας λένε οι αριθμοί:
1. Πανεπιστήμιο της Αθήνας (γράφτηκαν από την ίδρυσή του 1837 ως τις 31 του Δεκέμβρη 1932)
Σχολές
Φοιτητές
Φοιτήτριες
Σύνολο
%
%
Στη Θεολογία
 2.004
 22
 2.026

 2,56%
Στη φυσικομαθηματική





11,65%
Τμήμα φυσικών
 2.110
 67
 2.177
 2,76%
Τμήμα μαθηματικών
 2.329
 62
 2.391
 3,03%
Τμήμα χημικών
 1.137
 29
 1.166
 1,47%
Τμήμα φαρμακευτικό
 3.095
379
 3.474
 4,39%
Στη φιλοσοφική σχολή
 9.703
686
10.389

13,15%
Στην Ιατρική
17.453
474
17.927
22,69%
24,61%
Στην Οδοντιατρική
 1.029
494
 1.523
 1,92%
Στη Νομική
37.596
370
37.966

48,04%
Σύνολο
76.456
2.583
79.039



2. Γράφτηκαν τη σχολική χρονιά 1937-1938
Σχολές
Πανεπιστήμιο Αθήνας
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Σύνολο

Φοιτητές
Φοιτήτριες
Φοιτητές
Φοιτήτριες

%
Θεολογία
  165
  6
  -
  -
  171
  1,8%
Φυσικομαθηματική
  475
 77
  52
  18
  622
  6,5%
Γεωπονική δασονομική
  -
  -
416
  14
  430
  4,6%
Φιλοσοφική
  179
 188
  75
  72
 514
  5,4%
Ιατρική
1.643
 134
  -
  -
1.777
21,6%
Οδοντιατρική
  190
  107
 -
  -
  297
Νομική
2.417
  167
873
  62
3.519
36,7%
Πάντειο
1.162
  95


1.257
13,4%
Ανώτατη σχολή εμπορικών και οικονομικών

918

57



975

10,2%
Πολυτεχνείο
  515
  6


 521

Ανώτατη σχολή καλών τεχνών
103
44


147

Σύνολο




10.230


Αν συγκρίνουμε το δεύτερο με τον πρώτο πίνακα, βλέπουμε σημαντική αύξηση στο ποσοστό των φοιτητών της νομικής. Άμα στους φοιτητές της νομικής προσθέσουμε τους σπουδαστές στη Πάντειο σχολή και τους σπουδαστές στην ανωτάτη σχολή οικονομικών – και η σχολή αυτή δεν είναι παρά εξάρτημα της νομικής –το ποσοστό ανεβαίνει από 48% σε 60%. Αντίστοιχα παρατηρούμε σημαντική πτώση στο ποσοστό των φοιτητών στη φιλοσοφική σχολή, από 13,15% σε 5,41%, και των φοιτητών, που σπουδάζουν φυσικομαθηματικά. Η πτώση αυτή είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Όλοι μας ξέρουμε, πως και η φιλοσοφική σχολή και η φυσικομαθηματική στο μεγαλύτερο μέρος, κύριο, αν όχι και μοναδικό, σκοπό έχουν να καταρτίζουν το διδαχτικό προσωπικό για τη μέση παιδεία. Όταν λοιπόν τόσοι πτυχιούχοι των δύο αυτών σχολών χρόνια περιμένουν να έρθει η σειρά τους να διοριστούν, είναι φυσικό πολλοί νέοι να φοβούνται να σπουδάσουν φιλολογία και φυσικές επιστήμες, αφού ξέρουν, πως άμα πάρουν το πτυχίο τους δε θα βρούνε δουλιά.
Γενικά μπορούμε να ειπούμε πως, από την ίδρυση της ανώτερης παιδείας ως σήμερα, οι μισοί φοιτητές γράφονται στη νομική σχολή, το ένα τέταρτο στην ιατρική, και το άλλο ένα τέταρτο σ’ όλες τις άλλες πανεπιστημιακές σχολές και στο πολυτεχνείο.
Διαπιστώνουμε λοιπόν τρομαχτικό πληθωρισμό στη νομική σχολή. Δεν είναι υπερβολικό να ειπούμε πως η Ελλάδα είναι η χώρα των δικηγόρων. Φουρνιές κάθε χρόνο βγαίνουν. Αληθινή πληγή για τον τόπο μας. Δεν τρέχουν, βέβαια, οι νέοι μας στη νομική σχολή από έρωτα στη νομική επιστήμη, και μάλιστα έτσι σχολαστική όπως διδάσκεται στα πανεπιστήμιά μας. Άλλοι είναι οι λόγοι. Και πρώτα απ’ όλα η σπουδή στη νομική σχολή είναι πολύ πιο ξεκούραστη. Ο φοιτητής της νομικής δεν έχει επίπονη εργαστηριακή άσκηση. Οι φροντιστηριακές εργασίες είναι περισσότερο τυπικές παρά ουσιαστικές. Περισσεύει αρκετός καιρός να διασκεδάζουν όσοι φοιτητές μπορούν ή να δουλεύουν κάπου όσοι φοιτητές έχουν ανάγκη. Τόσοι και τόσοι δημόσιοι υπάλληλοι, που μπήκανε στην υπηρεσία με το χαρτί του γυμνασίου, μπόρεσαν εύκολα να πάρουν το πτυχίο της νομικής, μόνο και μόνο για να αποχτήσουν «προσόντα» για την προαγωγή τους. Και είναι εύκολο να πάρει κανείς το πτυχίο της νομικής. Παλαιότερα μάλιστα πολλοί γραφόντουσαν στη νομική σχολή, ανανέωναν ταχτικά την εγγραφή τους, χωρίς να πατήσουν το πόδι τους στο πανεπιστήμιο. Είναι γνωστά τα ιδιωτικά νομικά φροντιστήρια. Κάνουν χρυσές δουλιές. Εκεί μέσα σε λίγους μήνες οι φοιτητές της νομικής ακόμη και σήμερα φορτώνουν στη μνήμη τους τις συμπυκνωμένες  «παραδόσεις των καθηγητών» και καταρτίζονται περίφημα για τις εξετάσεις. Ξέρουμε πόσο και στην ανώτερη παιδεία κυριαρχεί η ποσοτική μάθηση.
Έπειτα το πτυχίο της νομικής, όπως είναι οργανωμένη η κοινωνία μας,  ανοίγει όλες τις πόρτες. Είναι και αυτό το μαγικό ραβδί, για να πετύχει κανείς κάποια θέση και προπάντων στις δημόσιες υπηρεσίες, και άκοπα κατόπιν, χωρίς διόλου να καταγίνεται με τη νομική επιστήμη, να σταδιοδρομήσει. Έτσι βλέπουμε τα 4/5 από τους δημόσιους υπαλλήλους να είναι πτυχιούχοι της νομικής.
Μα οι σπουδαιότερες αιτίες που προκαλούν τη συρροή των σπουδαστών στη νομική σχολή είναι οι ακόλουθες δύο: Η πρώτη: Η αντιλαϊκή οργάνωση και η κακή λειτουργία της δικαιοσύνης, και γενικά η φαυλοκρατική διοίκηση, που έχει εγκαθιδρύσει η κυρίαρχη πλουτοκρατία, για να μπορεί να αλωνίζει άνετα, ανοίγουν «ευρύ στάδιον» στο επάγγελμα του δικηγόρου, και δημιουργούν την ανάγκη της δικηγοροπαραγωγής. Δεν μπορεί κανείς να κουνηθεί στον τόπο μας, αν δεν έχει δίπλα του το δικηγόρο.
Η δεύτερη σε στενή συνάρτηση με την προηγούμενη, είναι η τόσο καθυστερημένη και αντιπαραγωγική οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση αδύνατο ν’ αναπτυχτούν και να ανθίσουν οι θετικές, οι πραχτικές επιστήμες. Οι επιστήμονες στους παραγωγικούς κλάδους, δε βρίσκουν δουλιά. Δεν υπάρχει καμιά ζήτηση και φυσικό είναι οι αντίστοιχες επιστήμες να μη προσελκύουν σπουδαστές. Έτσι εξηγιέται γιατί έχουμε επικίντυνη για το έθνος ατροφία στις θετικές επιστήμες. Και αυτό αποδείχνει άλλη μια φορά πόσο αντιοικονομική είναι η ανώτερη παιδεία. Είδαμε πως μόνο 11% από τους φοιτητές σπουδάζουν σήμερα φυσική, χημεία, γεωλογία, γεωπονία και δασονομία. Είδαμε πως μέσα σε εκατό χρόνια γράφτηκαν στις φυσικές επιστήμες 2.177 φοιτητές και στη χημεία 1.166 και αυτοί σχεδόν στο σύνολό τους αποροφήθηκαν στη μέση παιδεία. 
Έχουμε λοιπόν υπερτροφία στη νομική σχολή και τρομαχτικό πληθωρισμό στους δικηγόρους – οι περισσότεροί τους βιοπαλαίουν άγρια για να κουτσοζήσουν – και παράλληλα επικίντυνη ατροφία σ’ όλες τις άλλες επιστήμες. Δε γέμισε ο τόπος επιστήμονες. Αντίθετα μας λείπουν πολλές χιλιάδες. Έχουμε πολύ λιγότερους επιστήμονες απ’ ό,τι έχουν τα άλλα πολιτισμένα κράτη. Και το έλλειμμα   θα γίνει ακόμα μεγαλύτερο , άμα με την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας, αρχίσουμε την ανοικοδόμηση. Να τι μας λένε οι αριθμοί:
Έχουμε σήμερα 5.500- 6.000 γιατρούς. Οι 4.000 είναι εγκαταστημένοι στις πέντε έξι μεγαλύτερες πόλεις. Περισσεύουν 1.500-2.000 για τις άλλες πόλεις και τις 10.000 το λιγότερο μεγάλα και μικρά χωριά. Χιλιάδες χωριά δεν έχουν γιατρό. Η κατάσταση είναι τραγική, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές με την υποπρωτόγονη συγκοινωνία. Πεθαίνουν οι άνθρωποι σαν «το σκυλί στ’ αμπέλι». Μας λείπουν λοιπόν σήμερα χιλιάδες γιατροί, το λιγότερο 5-6.000.
Έχουμε σήμερα 1.000 περίπου γεωπόνους. Οι περισσότεροί τους είναι απορροφημένοι στις δημόσιες υπηρεσίες. Μα και αν όλοι ήσαν διαθέσιμοι, πάλι αναλογεί ένας γεωπόνος σε 6 κοινότητες. Βέβαια, μέσα στη σημερινή πρωτόγονη  αγροτική οικονομία μας, και αυτοί που έχουμε, μας φαίνονται αρκετοί. Και γι’ αυτό το Κράτος περιορίζει τον αριθμό των «εισακτέων» στην ανώτατη γεωπονική σχολή. Για να αξιοποιήσουμε όμως τη γη, για να εφαρμόσουμε επιστημονική καλλιέργεια, για ν’ αναπτύξουμε τη δεντροκομία, τη μελισσοκομία, την τυροκομία, και για να εφοδιάσουμε με το κατάλληλο προσωπικό τις γεωργικές σχολές που πρέπει να ιδρύσουμε, σκεφθείτε πόσες χιλιάδες ειδικευμένοι επιστήμονες μας χρειάζονται. Μας χρειάζονται λοιπόν το λιγότερο 6.000-7.000 γεωπόνοι και άλλοι ειδικοί για την αγροτική οικονομία.
Οι χτηνίατροι που έχουμε είναι ζήτημα αν φτάνουν τους 150. αναλογεί ένας σε κάθε επαρχία. Τσακίζεται η χτηνοτροφία μας, η ζημία αφάνταστα μεγάλη, και οι χτηνοτρόφοι μας καταφεύγουν στα μάγια για να ξορκίσουν τη «λάμια».
Έχουμε όλο-όλο 900 χημικούς. Αναλογεί ένας σε 8.000 κάτοικους, ενώ στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες η μέση αναλογία είναι ένας χημικός σε 3.000. έχουμε ακόμη 3.500 μηχανικούς και 500 μόνο εργοδηγούς και κατώτερο προσωπικό με μέση τεχνική μόρφωση. Για να βάλουμε μπροστά τα τεχνικά παραγωγικά έργα, για ν’ αναπτύξουμε και να συγχρονίσουμε τις συγκοινωνίες, για να εκμεταλλευτούμε την πλούσια κινητήρια δύναμη της χώρας μας, για να αξιοποιήσουμε τον εθνικό πλούτο, για να αναπτύξουμε τη βιομηχανία σε όλους τους βιώσιμους κλάδους της και ιδιαίτερα την ηλεχτροχημική βιομηχανία, θα χρειαστούμε χιλιάδες χημικούς άρτια καταρτισμένους, που δεν τους έχουμε, και άλλους 3.500 μηχανικούς, εκτός από αυτούς που έχουμε, και 14-15 χιλιάδες μεσαίο τεχνικό προσωπικό. δε μιλώ για εδαφολόγους, γεωλόγους, μετεωρολόγους και άλλους ειδικούς , γιατί μας λείπουν ολότελα.
Και τέλος έχουμε σήμερα 15.000 το πολύ δασκάλους, και αυτούς χωρίς την αντίστοιχη για το έργο τους μόρφωση. Για να ανοίξουμε σήμερα τα σχολεία και να κουτσολειτουργήσει το παραπεταμένο δημοτικό, χρειαζόμαστε 20.000. Και αν διοριστούν όλοι οι αδιόριστοι, πάλι μας λείπουν το λιγότερο 5.000, από τις 15.000 που έχουμε οι 2.000 το λιγότερο θα αποσυρθούν, επειδή τους παίρνει το όριο της  ηλικίας. Αν θέλουμε να λειτουργήσει μέσα σε υποφερτές συνθήκες το εξάχρονο δημοτικό, μας χρειάζονται 25.000 δάσκαλοι – η Βουλγαρία, όπως είδαμε, είχε στα 1936, 24 χιλιάδες  - και για να εφαρμόσουμε το εφτάχρονο δημοτικό, χρειαζόμαστε το λιγότερο 30.000. Ώστε μας λείπουν ούτε λίγο ούτε πολύ 15-20 χιλιάδες δασκάλοι.
Το έλλειμμά μας λοιπόν σε επιστήμονες είναι τεράστιο. Και ενώ αυτή είναι η πραγματική κατάσταση – αληθινά τραγική – μιλάνε για υπερτροφία στην ανώτερη παιδεία, και το επίσημο Κράτος μα τα μεγάφωνά του τονίζει σε κάθε ευκαιρία τον «εθνικόν κίνδυνον» επειδή τρέμει μπροστά στην ιδέα, πως μπορεί «το διανοητικόν προλεταριάτον να πυκνώσει τας τάξεις των προλεταρίων της πόλεως» και τότε θα κιντυνέψουν τα προνόμια της κυρίαρχης τάξης, που εκπροσωπεί, ενώ από το άλλο μέρος το ίδιο το Κράτος ποτέ δεν έδειξε την παραμικρότερη στοργή για τους ανθρώπους της επιστήμης, τους αφήνει να φυτοζωούν και να χάνονται μέσα στην αναδουλιά , τους σπρώχνει στον παρασιτισμό και τη θεσιθηρία, και όσους παίρνει στην υπηρεσία του, τους εκμεταλλεύεται άγρια με το μιστό της πείνας που τους δίνει[83] . Πραγματικός εθνικός κίντυνος είναι αντίθετα η φοβερή ατροφία στην ανώτερη παιδεία, που διαπιστώσαμε. Αμορφωσιά και φτώχεια παραδέρνει τον τόπο μας. Το φως της επιστήμης δε λάμπει στη χώρα μας. Είμαστε άοπλοι επιστημονικά. Και κιντυνεύουμε με την οικονομική καθυστέρηση και το επιστημονικό σκοτάδι να καταποντιστούμε, να αφανιστούμε σαν Έθνος.
Οχτώ χρόνια φασιστική τυραννία. Τέσσερα χρόνια μαύρη σκλαβιά. Σωρός τα ερείπια. Ο λαός και η νεολαία λαχταρούν να ριχτούν μ’ όλο τον ενθουσιασμό στην ανοικοδόμηση της πατρίδας μας. Η ανοικοδόμηση μόνο στα γερά θεμέλια της επιστήμης πρέπει να βασιστεί. Μας χρειάζονται χιλιάδες μορφωμένα στελέχη, χιλιάδες καθολικά μορφωμένοι και πλούσια επιστημονικά καταρτισμένοι ειδικοί επιστήμονες. Η Λαϊκή Δημοκρατία θα ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της ανώτερης παιδείας. Θα δώσει όλα τα μέσα σε όλα τα παιδιά να σπουδάσουν. Αυτά θα γίνουν οι καταλυτές κάθε σάπιου και οι πρωτοπόροι ενθουσιαστικοί οικοδόμοι του νεοελληνικού πολιτισμού.
Μα ας ιδούμε και πως είναι μορφωμένοι οι σημερινοί επιστήμονες. Θα φανεί ακόμη περισσότερο ο ξεπεσμός της επιστήμης στη χώρα μας, όπου γεννήθηκε η επιστήμη και άνθισε η φιλοσοφία.




[1] Κοίταξε προηγούμενα  σελ. 6-10 (χειρόγραφο)
[2] Κοίταξε προηγούμενα σελ. 10-16 (χειρόγραφο)
[3] Φωνάζει ο παλαίμαχος για τη γεωργική εκπαίδευση, ο γεωπόνος Σ. Χασιώτης. «Επετηρίς της Δημοτικής Εκπεδεύσεως» 1932 σελ. 81.
[4] Χιλιάδες άγρια δέντρα μπόλιασαν οι επονίτες μας στην εκπαιδευτική τους εξόρμηση στα χρόνια της τετράχρονης μαύρης σκλαβιάς.
[5] Κοίταξε παραπάνω στις σελίδες 34-37 και 40-41 (χειρόγραφο)
[6] Γιάννη Ζέβγου «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας» 1944 σελ. 11,12.
[7] Κοίταξε παραπάνω σελ. 11 (χειρόγραφο)
[8] Κοίταξε παραπάνω σελ.

[9] Ως τα 1912 οι φιλόλογοι είχαν το δικαίωμα να διδάσκουν στα σχολεία της μέσης παιδείας και τη φυσική και τα μαθηματικά και όλα τα άλλα μαθήματα. Τον ειδικό καθηγητή για τα φυσιογνωστικά δεν τον θεωρούσε ως τότε το Κράτος  απαραίτητο.
[10] Τέτιοι ήσαν άλλωστε και οι περισσότεροι καθηγητές της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο.
[11] Διονυχίζω : εξετάζω με ακρίβεια , εξονυχίζω. (σημείωση δική μου)
[12] Το συναντήσαμε και στο πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου. Κοίταξε παραπάνω σελ. 11-12 (χειρόγραφο)
[13] «Πρακτικά του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 358 και 357.
[14] Πόσο η κρυφοφασιστική ιδεολογία επηρεάζει ακόμη τη παιδεία μας, μας το δείχνει και η πρόταση του καθηγητή   Σταμάτη «να παύση να διδάσκεται εις τα σχολεία ο Δημοσθένης» γιατί κι αυτός «δηλητηριάζει την παιδικήν ψυχήν» και δεν είναι συντελεστικός «δια την τόνωσιν του αισθήματος της εθνικής μας ενότητος». Ε.Σ.Σταμάτη, καθηγητού «Το εκπαιδευτικόν πρόβλημα της Ελλάδος» 1945 σελ. 29.30.
[15] Μια ματιά στα πολυσέλιδα τετράδια για τα αρχαία ελληνικά θα μας πείσει, πως ακόμη και σήμερα τα παιδιά που φοιτούν στο γυμνάσιο βασανίζονται για να γράψουν «του παρακειμένου των υγρολήκτων ρημάτων», το β’ πληθυντικό σ’ όλους τους χρόνους και «εγκλίσεις» των ρημάτων ορώ, λαμβάνω, οίδα, πνέω, πίμπρειμι και άλλα παρόμοια.
[16] Αλλιώς θα έπρεπε οι λόγιοι φευτοκλασικιστές να ήσαν οι πιο έξυπνοι άνθρωποι του κόσμου, αφού ολημερίς ακονίζουν «την διάνοιάν τους»!!
[17] Είναι γνωστό το «κύμα της ανορθογραφίας» που πλημμυρίζει κάθε χρόνο στα γραφτά των υποψηφίων για το πανεπιστήμιο.
[18] Ακόμα πριν λίγα χρόνια τα παιδιά δε διδασκόντουσαν τον Εθνικό Ύμνο γιατί ήταν γραμμένος στη μαλιαρή.
[19] Γιάννη Ζεύγου «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας» 1944 σελ. 2-4.
[20] Η πατρίδα μας σκλαβωμένη. Ο Ελληνικός λαός ποτάμι χύνει το αίμα του για τη λευτεριά. Οι νέοι αντικρύζουν τα εκτελεστικά αποσπάσματα με τον εθνικό ύμνο στο στόμα, οι ηρωίδες ελληνίδες χορεύουν το χορό του Ζαλόγγου, και στα γυμνάσια τα παιδιά αποστηθίζουν «τε είδη των υπερθετικών λόγων» και παπαγαλίζουν τις δυναστείες των Φαραώ. Η επίσημη παιδεία μένει ουδέτερη. Αγνοεί τη μαύρη σκλαβιά, τον ηρωισμό του λαού και της νεολαίας. Η συμμετοχή στον εθνικό αγώνα στο πλευρό του λαού ήταν πράξη πολιτική!!!
[21] Κοίταξε παραπάνω σελ.11-13; (χειρόγραφο)
[22] Κοίταξε στο Περιοδικό ¨Παιδαγωγική» χρονιά Α’ και  Β’  1937,1938, τα σχετικά με τη λειτουργική ψυχολογία άρθρα του γνωστού με το ψευδώνυμο Κ. Μήτρου (ψευδώνυμο του Κώστα Σωτηρίου)  εκπαιδευτικού. 
[23] Καλή  ώρα, όπως οι φεουδάρχες στο μεσαίωνα. Πιστό αντικαθρέφτισμα του φεουδαρχισμού είναι και η ιεραρχική αυθυπαρξία, που δίνουν στις πνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου.
[24] «Εσύ δεν κάνεις για γράμματα, μόνο για να βόσκεις γουρούνια, να γίνεις σκαφτιάς και να κουβαλάς λάσπη» ακούμε και σήμερα πολλούς καθηγητές να φωνάζουν στους μαθητές τους. Χαραχτηριστικό δείγμα της περιφρόνησης στην εργασία.
[25] Κοίταξε παραπάνω σελ. 36 και 52 (χειρόγραφο)
[26] «Πρακτικά Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 87,95,100,161,190. και «Επετηρίς Δημοτικής Εκαπιδεύσεως» σελ. 9
[27] Μήπως ο φασισμός δεν διακήρυξε πως ήταν μεγάλο λάθος η υποχρεωτική δημοτική παιδεία;
[28] Συσταίνουμε θερμά τη μελέτη του Βάσου Γεωργίου «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας» Αθήνα 1945. Από την ωραία αυτή μελέτη είναι παρμένα τα περισσότερα στοιχεία για την οικονομική καθυστέρηση της χώρας μας και τις αιτίες της.
[29] Κ.Β.Σακαντάνη «Το πρόβλημα της παραγωγής γης» Περιοδικό «Ανταίος» χρονιά Α’ σελ. 69-70
[30] Από τη μελέτη του πρύτανη στο πολυτεχνείο Ν. Κιτσίκη στο περιοδικό «Ανταίος» σελ. 9
[31] Κ.Β.Σακαντάνη σελ. 68
[32] Κοίταξε τη μελέτη του Βάσου Γεωργίου σελ. 17
[33] Κ.Β.Σακαντάνη σελ. 65
[34] Κοίταξε τη μελέτη του Βάσου Γεωργίου σελ. 66-72. «Περιορίζεται ακριβώς η καλλιέργεια εκείνων των προϊόντων, που η απόδοσή τους είναι παραγωγική, γιατί ευνοούνται από το φυσικό περιβάλλον της χώρας». Ολοφάνερος ο αντιοικονομικός προσανατολισμός της αγροτικής οικονομίας. Η πολιτική λοιπόν της «σιτάρκειας»  είναι καθαρή δημαγωγία και κρύβει αντιλαϊκούς πολιτικούς και εκμεταλλευτικούς σκοπούς της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. 
[35] Αντίθετα θα τονωθεί και η χτηνοτροφία.»Όταν η αύξηση της γεωργικής έκτασης γίνεται ορθολογικά και με βάση την αμειψισπορά ή τη φυτεία, πάντοτε αυξάνει την ποσότητα νομής που μπαίνει στη διάθεση της χτηνοτροφίας» Κ.Β. Σακαντάνη σελ. 66-67.
[36] Αν η αγροτική οικονομία μας πάρει τον τεχνικό εξοπλισμό, αν γίνουν όλες οι «βελτιώσεις», που χρειάζονται, και ιδιαίτερα αν καταργηθούν οι μεσοφεουδαλικές σχέσεις που μαραζώνουν τη γεωργία και μοιραστεί γη στους αγρότες – και όλα αυτά θα γίνουν μέσα στη γνήσια λαϊκή δημοκρατία – είναι ολοφάνερο πως η Ελλάδα μπορεί να θρέψει διπλάσιο και τριπλάσιο πληθυσμό με ασύγκριτα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Δεν έχουμε λοιπόν ανάγκη από «ζωτικό χώρο» και καταχτητικούς πολέμους. Εκείνο που έχουμε ανάγκη είναι να αξιοποιήσουμε το φυσικό πλούτο μας, και αν εκμεταλλευτούμε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας.
[37] Έτσι χαραχτηρίζει την κατάσταση της βιομηχανίας μας ο πρύτανης στο πολυτεχνείο Ν. Κιτσίκης στο άρθρο του «Η τεχνική παιδεία στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης» Περιοδικό «Ανταίος» χρονιά Α σελ. 6 και 8.
[38] Ν. Κιτσίκη σελ. 8
[39] Ας σημειώσουμε πως καμιά συστηματική μελέτη δεν έχει γίνει ως τώρα για να εξακριβώσουμε τα κοιτάσματα του λιγνίτη, και την ποιότητά τους, άλλο δείγμα και τούτο της καθυστερημένης τεχνικής επιστήμης μας. Κοίταξε Βάσου Γεωργίου σελ. 17
[40] Ν. Κιτσίκη κτλ σελ. 10
[41] Ν. Κιτσίκη κτλ σελ. 10
[42] Χαραχτηριστικό παράδειγμα μας δίνει η Σοβιετική Ρωσία. «Βασική προϋπόθεση της ανοικοδόμησης θεωρήθηκε και η γενική ηλεχτροκίνηση της παραγωγής με την εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων. Και ανάμεσα στα άλλα έφτιαξε και το περίφημο φράγμα στο Δνείπερο, «μια από τις μεγαλύτερες ηλεχτροδυναμικές εκμεταλλεύσεις του κόσμου». Ν Κιτσίκη σελ. 10
[43] «Το πυκνό συγκοινωνιακό δίχτυ προϋποθέτει μια φαρδιά ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, πρόοδο της οικονομίας της χώρας, αξιοποίηση του πλούτου της…» Όσο προχωρεί η οικονομική ανάπτυξη «τόσο πιο πυκνό συγκοινωνιακό δίχτυ χρειάζεται, για να γίνει κι αυτό με τη σειρά του θετικός παράγοντας της πιο πέρα ανάπτυξης της χώρας» Β. Γεωργίου σελ. 76.
[44] Ν. Κιτσίκη σελ. 8
[45] Βάσου Γεωργίου σελ. 39,45,46.
[46] Ν. Κιτσίκη σελ. 39
[47] «Ελειτούργησαν επι σειρά ετών εμπορικαί σχολαί άνευ καθηγητών των εμπορικών μαθημάτων» «Πρακτικά Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» 1931 σελ. 259
[48] Τον χαραχτηρισμό αυτόν τον  δίνει ο κ. Σ.Παπανδρέου ,Διευθυντής της Ανωτάτης Γεωπονική Σχολής. «Πραχτικά Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου» 1931 σελ. 87.  ομολογεί ο ίδιος πως η γεωργική υπηρεσία του Υπουργείου αποξενώθηκε από τον προορισμό της, από την επιστημονική πραχτική καθοδήγηση του αγροτικού πληθυσμού και αποτελματώθηκε στη γραφειοκρατία.
[49] . «Πραχτικά Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου» 1931 σελ. 87.
[50] «Πραχτικά Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου» 1931 σελ. 88.
[51] «Πραχτικά Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου» 1931 σελ. 179.
[52] Πόση δημαγωγική ρεκλάμα έκανε ο τότε Υπουργός της Παιδείας κ. Γ. Παπανδρέου. Με την ίδρυση των κατώτερων γεωργικών πραχτικών σχολείων, «εγκαινιάσθη η συμπλήρωσις της γενικής λαϊκής παιδείας με επαγγελματικήν μόρφωσιν» γράφει ο ίδιος σε άρθρο του στην «Επετηρίδα Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» 1932 σελ. 5
[53] Ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του υπουργείου της παιδείας ομολογεί, μέσα στην επίσημη συνεδρίαση του Ανωτ. Εκπ, Συμβουλίου στι; 8 του Οχτώβρη 1931, πως τα νεοϊδρυμένα γεωργικά σχολεία λειτούργησαν με ένα μόνο καθηγητή, κι’ αυτός ήταν φιλόλογος ή θεολόγος, χωρίς λοιπόν γεωπόνο. «Πρακτικά Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου» σελ. 115
[54] Από τη «Annuaire International de l’ Education et de l’ Inseignement» 1939 του Διεθνικού Γραφείου Αγωγής.
[55] Κοίταξε παραπάνω σελίδια…. Στις συνεδριάσεις του Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου, όλοι τονίζουν την καθυστέρηση. «Η Ελλάς υπολείπεται πολλών εκ των ξένων χωρών….και ιδία εις την γεωργικήν, βιομηχανικήν, τεχνικήν και επαγγελματικήν εκπαίδευσιν» Πρακτικά Ανωτ. Συμβ. Σελ. 190
[56] Από την εισηγητική έκθεση στο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο του Γόντικα.
[57] Από τη στατιστική υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
[58] Ε.Σ.Σταμάτη «Το εκπαιδευτικό πρόβλημα της Ελλάδος» 1945 σελ. 52-54.
[59] «Πρακτικά Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου» σελ. 205 και 206.
[60] Ν. Κιτσίκη Περιοδικό «Ανταίος» χρονιά Α’ σελ. 42
[61] Ε. Σ. Σταμάτη «Το εκπαιδευτικό πρόβλημα της Ελλάδος» 1945 σελ. 48
[62] Ε. Σ. Σταμάτη «Το εκπαιδευτικό πρόβλημα της Ελλάδος» 1945 σελ. 54
[63] Κοίταξε παραπάνω σελίδες 40 και 41 (χειρόγραφο)
[64] Κοίταξε παραπάνω σελίδες 58 -62 (χειρόγραφο)
[65] Β. Γεωργίου «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας» σελ. 105 
[66] Εκατόν είκοσι οχτώ καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όλοι δηλαδή εκτός οκτώ, υπόγραψαν ψήφισμα, όπου αποκηρύχνουν τους τιμώμενους τέσσερις συναδέλφους των, γιατί άκουσαν την εσωτερική φωνή του χρέους, και αγωνίστηκαν με όλη τη φλόγα του αληθινού πατριωτισμού στο πλευρό του λαού και της νεολαίας, για το διώξιμο του καταχτητή και το λυτρωμό του λαού από τον ντόπιο και ξένο φανερό ή κρυφό φασισμό. Οι απαρνητές του αού, που καταπρόδωσαν το αξίωμά τους – και ανάμεσά τους τόσοι δοσίλογοι- καταδίκασαν τους τιμημένους αγωνιστές. Περιοδικό «Ελεύθερα γράμματα» τέυχος
[67] Η ανώτερη παιδεία προπύργιο της καθαρεύουσας. Ο γλωσσαμύντορας Μιστριώτης αιματοκύλησε το λαό και τη φοιτητική νεολαία μα τα «Ευαγγελικά».
[68] Κοίταξε παραπάνω τις σελίδες 51-55( χειρόγραφο)
[69] Χαραχτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση της ανώτερης παιδείας σε κάθε προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Υιοθέτησε όλες τις συκοφαντίες και διαστρέβλωσε πορίσματα της παιδαγωγικής και της παιδικής ψυχολογίας για να ματαιώσει και την παραμικρότερη ουσιαστική πρόοδο στην παιδεία.
[70] Β. Γεωργίου «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας» σελίδες 17,43
[71] Κ.Β.Σακαντάνη , μηχανικού γεωπόνου «Το πρόβλημα της παραγωγής γης» Περιοδικό «Ανταίος» χρονιά Α’ σελ. 69 και 67
[72] Ν. Κιτσίκη (πρύτανης του πολυτεχνείου) Περιοδικό «Ανταίος» χρονιά Α σελ. 6
[73] Πρακτικά  Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου 1931 σελ. 296,297,300,301,374.
[74] Κοίταξε στη σελίδα 34 χειρόγραφο
[75] Κοίταξε στη σελιδα 35 χειρόγραφο
[76] Πρακτικά  Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου 1931 σελ296-297
[77] Πρακτικά  Ανωτ. Εκπ. Συμβουλίου 1931 σελ296-297
[78] Κοίταξε στη σελιδα 32-34 χειρόγραφο
[79] Όπως είδαμε παραπάνω έχουμε 13 μόνο κατώτερα γεωργικά σχολεία, με πανάκριβα δίδαχτρα, και τα περισσότερα από τα 40 περίπου κατώτερα επαγγελματικά σχολεία λειτουργούν μέσα στα ορφανοτροφεία.
[80] Κοίταξε σελ. 36 χειρόγραφο
[81] Υπενθυμίζω την εγκληματική αδιαφορία για τα κατώτερα γεωργικά σχολεία. Κοίταξε παραπάνω σελίδες (63-64 χειρόγραφο)
[82] Διατηρούνται ακόμη ατροφικά γυμνάσια σε καθαρά γεωργικές περιοχές. Την ίδια πρόληψη προπαγάντισε τον περασμένο Νοέμβρη με τις προγραμματικές του δηλώσεις για την μεταρρύθμιση της παιδείας και ο πρωθυπουργός του εθνικού διχασμού Γ. Παπανδρέου «Ελεύθερη Ελλάδα φύλλο…..»
[83] Οι νέοι επιστήμονες πρωτοδιορίζονται στις δημόσιες υπηρεσίες με 2.000-3.000 δραχμές το μήνα. Σήμερα ο μιστός αυτός της πείνας είναι ακόμη πιο εξευτελιστικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: