Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

ΠΑΙΔΕΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ Από την άλωση της Πόλης ως σήμερα (1964) Δ' Μέρος (1912 ως σήμερα (1964))


ΠΑΙΔΕΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Από την  άλωση της Πόλης ως σήμερα (1964)*


Μελέτη του Κ.Δ .Σωτηρίου που δημοσιεύτηκε
 στο «Νεοελληνικό Λεξικό» Ελευθερουδάκη
Εδώ δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο
*Η μελέτη είναι αρκετά μεγάλη  και γι αυτό θα ολοκληρωθεί δε τέσσερεις συνεχόμενες αναρτήσεις.
Α’ Μέρος –Από την άλωση της Πόλης μέχρι τον Όθωνα -  http://arxeiokdsotiriou.blogspot.gr/2015/03/1964.html
Β’ Μέρος – «1832 -1889»-http://arxeiokdsotiriou.blogspot.gr/2015/03/1964_1.html
Γ’ Μέρος – «1889-1912»- http://arxeiokdsotiriou.blogspot.gr/2015/03/1964-1889-1912.html
Δ’ Μέρος – «1912-μέχρι σήμερα (1964)»
                                                          
Δ’ Μέρος


Τρίτη περίοδος (1912 ως σήμερα)

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Δ Μέρος (1912-1964)
Λήψη pdf: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ -Δ' Μέρος (1912-1964)
Και στην τρίτη περίοδο αντιπαλαίουν και οι τρείς γλωσσοεκπαιδευτικές παρατάξεις. Τρείς φορές από το 1912 ως το 1925 υπερίσχυσε η προοδευτική παράταξη μα το έργο της και τις τρείς φορές το γκρέμισε η αντίδραση. Για λίγο καιρό (1927-1934) επικράτησε η δεύτερη, η συμβιβαστική παράταξη. Έργο της η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929. Μα μέσα στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες,  που δημιουργήθηκαν με το πολιτικοστρατιωτικό κίνημα του 1935 και τη φασιστική διχτατορία του Μεταξά, και κατόπιν με τη χιτλερική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, πήρε την εξουσία στα χέρια της η αντιδραστική δεξιά, κυριάρχησε και πάλι απόλυτα από το 1934 ως το 1964 η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη και ο λαός εξακολούθησε να μένει βυθισμένος στην εξαθλίωση και στο πνευματικό σκοτάδι. Ας παρακολουθήσουμε τη γλωσσοεκπαιδευτική διαμάχη μέσα στα πενήντα αυτά χρόνια (1912-1964). Πολλά διδάγματα θα αποκομίσουμε και – το σπουδαιότερο – θα κατανοήσουμε και θα εχτιμήσουμε σωστά τη σημερινή κατάσταση της παιδείας.

Α! Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος

Το σπουδαιότερο παιδαγωγικό και αγωνιστικό κέντρο των δημοτικιστών για την προοδευτική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ο Εκπαιδευτικός Όμιλος. Ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1909, λίγους μήνες έπειτα από το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί. Ιδρυτές του προοδευτικοί αστοί παιδαγωγοί, επιστήμονες, λογοτέχνες και πολιτευτές. Σκοπός του: η προοδευτική αστική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος αγωνίστηκε να συγχρονιστεί η παιδεία και στο περιεχόμενό της σύμφωνα με τις πνευματικές και υλικές ανάγκες του ελληνικού λαού, και στις μέθοδες, σύμφωνα με τα πορίσματα της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας. Και αγωνίστηκε ακόμη πιο σκληρά για να καθιερωθεί η δημοτική γλώσσα στην παιδεία και γενικά στο γραφτό λόγο σε όλα τα είδη του. Για να διαφωτίσει το λαό και ιδιαίτερα τους εκπαιδευτικούς, εκτός από τις διαλέξεις και τις εβδομαδιάτικες συγκεντρώσεις, που οργάνωνε, άρχισε από το 1911 να εκδίδει το τριμηνιαίο όργανό του, το «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου».
Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος στα πρώτα δεκαεφτά χρόνια της ζωής του –ως τη διάσπασή του – είναι σωματείο καθαρά αστικό. Στις επάλξεις του αγωνίστηκαν μαχητές με πίστη και αφοσίωση. Ηγετικά στελέχη για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση  στα πρώτα δέκα χρόνια, ο αναμορφωτής και ακατάβλητος αγωνιστής στο πλευρό του λαού Δημήτρης Γληνός, ο παιδαγωγός Αλέκος Δελμούζος και ο γλωσσολόγος Μανώλης Τριανταφυλλίδης.
Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος από τα πρώτα του βήματα γίνεται το κέντρο, του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Από κει μέσα αναβλύζει 30 και πάνω χρόνια η προοδευτική γλωσσοεκπαιδευτική κίνηση στην Ελλάδα. Η εκπαιδευτική δράση του Ομίλου αρχίζει από τα πρώτα του βήματα.

Β! Τέσσερεις προσπάθειες για προοδευτική αστικοδημοκρατική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

Στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τέσσερεις φορές προσπάθησε η προοδευτική δημοτικιστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη να εφαρμόσει το εκπαιδευτικό της πρόγραμμα. Μα και τις τέσσερεις φορές το έργο της το γκρέμισε η αντίδραση.
α! Πρώτη προσπάθεια τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του Υπουργού της Παιδείας Γιάννη Τσιριμώκου στα 1913. Η πανίσχυρη Κυβέρνηση Βενιζέλου είχε υποσχεθεί με το στόμα του αρχηγού της να ανορθώσει και την παιδεία. Ο τότε Υπουργός της Παιδείας Τσιριμώκος φιλοδοξεί να γίνει ο μεταρρυθμιστής της. Καλεί σύμβουλο και συνεργάτη το Γληνό και  του αναθέτει τελικά να συντάξει τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια. Ο Γληνός, νεότατος τότε, δίνει την αρχική μορφή στα νομοσχέδια, και γράφει την πολυσέλιδη γενική εισήγηση, πλούσια για την εποχή εκείνη και σοβαρή επιστημονική μελέτη, όπου με την κριτική του ανασκόπηση και την κοινωνιολογική του ανάλυση, παρουσιάζει ανάγλυφες τις βασικές αδυναμίες και ελλείψεις της παιδείας, και τα θλιβερά για το λαό και τη νεολαία αποτελέσματά της στη χώρα μας.
Οι δημοτικιστές του Εκπαιδευτικού Ομίλου πιστεύανε στην προοδευτική εξόρμηση της αστικής τάξης. Πιστεύανε δηλαδή, πως η αστική τάξη, αφού με το κίνημα στο Γουδί, το 1909, λυτρώθηκε από τα ντόπια φεουδαρχικά στοιχεία, τα «παλαιοκομματικά» όπως τα ονομάζανε, τώρα που πήρε την εξουσία θα πραγματοποιούσε την αστική δημοκρατική αλλαγή. Άμεση συνέπεια από την πίστη των δημοτικιστών στην προοδευτικότητα της αστικής τάξης, είναι η συνειδητή και επίμονη προσπάθειά τους να πραγματοποιηθεί η προοδευτική αστική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση από την αστική τάξη. Επάνω σ’ αυτό το κοινωνικό βάθρο στηρίζεται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με τα νομοσχέδια του 1913.
Σημαντική η προσπάθεια μα τα εκπαιδευτικά αυτά νομοσχέδια για την εκπαιδευτική αναγέννηση. Τέσσερεις είναι οι σπουδαιότερες βασικές θέσεις – και οι τέσσερεις προοδευτικές για την εποχή εκείνη – και τέσσερα τα αντίστοιχα αιτήματα:
1. Το τετράχρονο – τότε – δημοτικό σχολείο, ολότελα παραμελημένο, δεν εξυπηρετεί το λαό. Ο αναλφαβητισμός και η αγραμματοσύνη θριαμβεύουνε. Το δημοτικό σχολείο, για να ανταποκριθεί στον προορισμό του, πρέπει να γίνει εξάχρονο, υποχρεωτικό και ενιαίο για όλα τα ελληνόπουλα, με συγχρονισμένο για τις ανάγκες του λαού πρόγραμμα.
2. Βαθειά πληγή στην παιδεία μας ο ψευτοκλασικισμός με τη μοιρολατρική προγονοπληξία. Η παιδεία πρέπει να γίνει αληθινά και γόνιμα ανθρωπιστική, να καλλιεργεί δηλαδή το γνήσιο ανθρωπισμό, με βάση το αρχαίο κλασικό πνεύμα και με μέθοδο το δημιουργικό ιστορισμό.
3. Η μέση παιδεία μονόπλευρη με μοναδικό τύπο σχολείου το τετράχρονο ψευτοκλασικό γυμνάσιο και την προβαθμίδα του το τρίχρονο Ελληνικό σχολείο, δεν εξυπηρετεί τη μεσαία αστική τάξη. Ανάγκη η μέση παιδεία, βασισμένη, στο εξάχρονο δημοτικό σχολείο, εξάχρονη και αυτή, να γίνει πολύπλευρη και να διακλαδιστεί στα τέσσερα τελευταία χρόνια.
4. Εξαθλιωμένος και ακατάρτιστος για το έργο του ο λειτουργός της παιδείας. Εθνική ανάγκη να υψωθεί κοινωνικά, να καταρτιστεί επιστημονικά και αποχτήσει την απαραίτητη παιδαγωγική μόρφωση για το μεγάλο του έργο.
Η πρώτη αυτή προσπάθεια ναυάγησε. Ο πανίσχυρος Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, όπως πριν από δύο χρόνια είχε υποχωρήσει και ψηφίστηκε το ειδικό για την καθαρεύουσα άρθρο στο Σύνταγμα, υποχώρησε και τώρα μπροστά στην αντίδραση και εγκατέλειψε τα προοδευτικά αυτά νομοσχέδια «δι ευθετώτερον χρόνον». Η αστική τάξη, αφού με το κίνημα στο Γουδί πήρε την εξουσία, πριν προφτάσει να κάνει μερικά προοδευτικά βήματα,  συμβιβάζεται και πάλι με τα φεουδαρχικά, τα «παλαιοκομματικά» στοιχεία και γίνεται σε μεγάλη πλειοψηφία, συντηρητική. Δε τόλμησε να προχωρήσει στην αστική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που τόσο και την ίδια θα εξυπηρετούσε. Φοβήθηκε το φωτισμό του λαού.
β! Η δεύτερη προσπάθεια έγινε πέντε χρόνια αργότερα στα 1917. Ο Βενιζέλος βρισκότανε τότε στην επαναστατική του ορμή με το κίνημα, που οργάνωσε στα 1916 στη Θεσσαλονίκη, υιοθέτησε τώρα το πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου και πήρε για να το εφαρμόσει συνεργάτη του το Δημήτρη Γληνό. Γίνεται τότε το πρώτο σημαντικό βήμα. Με το νομοθετικό Διάταγμα 2585 στις 11 του Μάη του 1917 καθιερώνεται η ζωντανή γλώσσα, η δημοτική στις 4 τάξεις του τετράχρονου δημοτικού σχολείου. Με τη δημοτική λυτρώνονται τα παιδιά από το βραχνά της καθαρεύουσας και φυσάει «ο ζωογόνος αέρας εις την πενιχράν και ομιχλώδη ατμόσφαιραν του σχολείου» για να εισορμήσει το  φως και η ζωή. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα γράφονται με την καθοδήγηση του Γληνού τα «νέα Αναγνωστικά». Καινούργιος ήλιος ανατέλλει. Το «νέα Αναγνωστικά» και ιδιαίτερα τα «Ψηλά Βουνά» - αυτό είναι το καλύτερο – διαποτισμένα με προοδευτικό πνεύμα, μιλούνε στην καρδιά των παιδιών και καλλιεργούνε μέσα στη χειροπιαστή ζωή τα ευγενικά συναιστήματα. Έτσι γίνονται τα πρώτα βήματα για να αποχτήσει περιεχόμενο η γλωσσική μεταρρύθμιση. Με τα «νέα Αναγνωστικά» γίνεται στην πράξη το πέρασμα στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό.

Η αντίδραση όμως, τροφοδοτημένη από διάφορες πηγές, ξεσπάει ασυγκράτητη. Κινητοποιεί όλες της τις δυνάμεις. Μεγαλόσχημοι καθηγητές, και άλλοι προγονόπληχτοι και πατριδοκάπηλοι εκτοξεύουνε τις γνωστές συκοφαντίες. Ψηφίσματα και διαμαρτυρίες[1]. Η Κυβέρνηση όμως Βενιζέλου δεν υποχωρεί αυτή τη φορά. Η δημοτική γλώσσα μπαίνει ανεμπόδιστη στο δημοτικό σχολείο, και τα «νέα Αναγνωστικά» ομορφοτυπωμένα, κυκλοφορούνε σ’ όλη την Ελλάδα.
Μα δεν τα χάρηκαν πολύ οι μαθητές. Ήρθαν οι εκλογές στην 1 του Νοέμβρη του 1920. Ο Βενιζέλος πέφτει. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση γκρεμίζεται. Η περιβόητη κριτική «Επιτροποεία» που συγκρότησε η νέα βασιλική Κυβέρνηση με πρόεδρό της τον καθηγητή της Παιδαγωγικής Ν, Εξαρχόπουλο τον άσοφο σοφό και φανατικό καθαρευουσιάνο, γνωματεύει, πως πρέπει τα «νέα Αναγνωστικά» να καούν «ως έργα απάτης και κακοβούλου προθέσεως». Το έργο γκρεμίστηκε. Η καθαρεύουσα θρονιάζεται και πάλι θριαμβευτικά στο δημοτικό σχολείο. Ξαναγυρίζουνε τα παλιά Αναγνωστικά με τα «οι χοίροι υϊζουσιν, τα χοιρίδια κοϋζουσιν, οι όφεις ιϋζουσιν». Εκατοντάδες προοδευτικοί λειτουργοί της παιδείας διώχνονται από την υπηρεσία, επειδή είναι δημοτικιστές. Χιλιάδες άλλοι χορεύουνε με αλλεπάλληλες μεταθέσεις το «χορό του Ζαϊμη»[2].
Το χτύπημα βαρύ. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος παρ’ όλο τον εξοντωτικό κατατρεγμό δεν καταθέτει τα όπλα. Δέχεται με αισιοδοξία τη μάχη και ανασυντάσσει τις δυνάμεις του. Προστρέχουνε τώρα κάτω από τη σημαία του πολλοί και διαλεχτοί λειτουργοί της παιδείας. Καταρτίζεται το νέο πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ριζοσπαστικό, με πλατύ κοινωνικό περιεχόμενο, πραγματικά δημοκρατικό. Έντονη η δραστηριότητα του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Καινούργια ανάταση. Ακατάβλητος οδηγητής υψώνεται ο Δημήτρης Γληνός.
γ! Τρίτη προσπάθεια στα 1923. Η επανάσταση του Πλαστήρα στα 1922 έπειτα από την τραγική μικρασιατική καταστροφή, ξαναφέρνει το Γληνό και τους παλιούς και καινούργιους συνεργάτες του στο Υπουργείο της Παιδείας. Όλοι πιστεύουνε πως μέσα στη νέα πολιτική και πολιτειακή κατάσταση υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για ριζοσπαστικότερη αστική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ετοιμάζονται τα καινούργια εκπαιδευτικά νομοσχέδια. Οι ελπίδες φουντώνουνε. Γρήγορα όμως φυλλοροούν.
Ξαναγύρισε, βέβαια, η δημοτική μαζί με τα «νέα Αναγνωστικά» στο τετράχρονο δημοτικό σχολείο και πάρθηκαν ορισμένα μέτρα για τους λειτουργούς της Παιδείας. Αναδιοργανώθηκαν τα Διδασκαλεία και το Κράτος ανάλαβε οριστικά τη δαπάνη για τη δημοτική παιδεία και άρχισαν οι δημοδιδάσκαλοι να παίρνουνε το νομοθετημένο μιστό τους[3]. Τίποτε όμως άλλο ουσιαστικό, ούτε για την οργάνωση, ούτε για το περιεχόμενο της παιδείας. Τα συντηρητικά στοιχεία στην Επαναστατική Επιτροπή και στην Κυβέρνηση[4] δεν αποδέχτηκαν το προοδευτικό πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου και ματαίωσαν κάθε προσπάθεια.
δ! Τέταρτη προσπάθεια στα 1924. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β! εκθρονίστηκε, η βασιλεία καταργήθηκε και ανακηρύχτηκε η δημοκρατία. Πρώτος Πρωθυπουργός στο νέο δημοκρατικό πολίτευμα ο κοινωνιολόγος  και δημοτικιστής Αλέκος Παπαναστάσης. Υιοθέτησε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου και έπειτα από επίμονη προσπάθεια ψηφίστηκαν από τη Βουλή μερικά εκπαιδευτικά νομοσχέδια, προπαρασκευαστικά για τη ριζικότερη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, μα τα σημαντικότερα απ’ αυτά δεν εφαρμόστηκαν. Η «Επιτροπή περισυλλογής Οικονομικών» που συστήθηκε τότε, με πρόεδρο τον αντιδραστικό Θανάση Ευταξία[5] τα χαραχτήρισε πολυδάπανα, γνωμάτευσε, πως δεν έπρεπε να εφαρμοστούνε, και ο Πρωθυπουργός Παπαναστάσης τα παράτησε στη μέση. Η εκπαιδευτική λοιπόν μεταρρύθμιση τορπιλίστηκε στα πρώτα της βήματα, γιατί δημιουργούσε δήθεν – είναι η γνωστή δικαιολογία – αβάσταχτη για τον προϋπολογισμό δαπάνη. Μεγάλη η προσπάθεια, σκληρός ο αγώνας και τα αποτελέσματα ασήμαντα.
Η αντιδραστική λοιπόν γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη με κύριο στήριγμά της τον «παλαιοκομματισμό» και συνεργούς όλα τα αντιδραστικά στοιχεία, χρησιμοποιεί σ’ όλα αυτά τα χρόνια όλες της τις δυνάμεις και όλα τα συκοφαντικά όπλα και τεχνάσματα ματαιώνει κάθε προσπάθεια και γκρεμίζει κάθε προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Και για να μην αφήσει τίποτε όρθιο, σκηνοθετεί και τα «Μαρασλειακά».

Γ! Τα «Μαρασλειακά»

α! Ανάμεσα στα εκπαιδευτικά νομοσχέδια, που ψηφίστηκαν, προπαρασκευαστικά για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι κα τα ακόλουθα δύο, σημαντικά για τη γενική και ειδική μόρφωση των λειτουργών της παιδείας:
Το πρώτο: Αναδιοργανώθηκε το Μαράσλειο Διδασκαλείο. Θα γινότανε το Πρότυπο Διδασκαλείο, απ’ όπου θα αντλούσανε διδάγματα για όλα τα Διδασκαλεία. Διευθυντής του διορίστηκε ο παιδαγωγός Αλέκος Δελμούζος και Υποδιευθυντής ο παιδαγωγός Μιχάλης Παπαμαύρος.
Το δεύτερο: Ιδρύεται η Μαράσλεια Παιδαγωγική Ακαδημία. Διευθυντής της διορίστηκε ο Δημήτρης Γληνός. Σκοπός της: να δώσει ανώτερη συγχρονισμένη φιλοσοφική, κοινωνιολογική και παιδαγωγική μόρφωση σε λειτουργούς της μέσης Παιδείας, για να στρατολογούνται από τους πτυχιούχους της οι γενικοί επιθεωρητές, οι γυμνασιάρχες και οι καθηγητές στα Διδασκαλεία. Η Μαράσλεια Παιδαγωγική Ακαδημία υψώνεται μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σε εργαστήριο και προπύργιο για την αναγέννηση της Παιδείας.
Στο μεταξύ τα νεοσύστατα δημοκρατικά κόμματα στήνουν άγριο καυγά και μέσα και έξω από τη Βουλή και με τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα προετοιμάζουνε τη φασιστική διχτατορία. Παράλληλα τα φεουδαρχικά και παλαιοκομματικά στοιχεία και οι διάφορες φατρίες αγωνίζονται πότε φανερά, πότε με διάφορα προσχήματα να συγκρατήσουνε και να πνίξουνε κάθε προοδευτική κίνηση. Φοβούνται το λαϊκό αναβρασμό, έπειτα από τη χρεωκοπία της «μεγάλης ιδέας» και τα τεράστια προβλήματα που πρόβαλε απειλητικά η μικρασιατική καταστροφή. Φοβούνται ακόμη περισσότερο την εργατική και προσφυγική ζύμωση με το 1 ½ εκατομ. πρόσφυγες που ήρθαν εξαθλιωμένοι στην ελεύθερη Ελλάδα. Φουντώνει τότε και η αντίδραση προς την προπαρασκευαστική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, και σκηνοθετεί τα «Μαρασλειακά».
Η συκοφαντία οργιάζει. Δεσποτάδες, Καθηγητές στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολιτικάντηδες, μεγαλόσχημοι «αξιωματούχοι» όπως γράφει ο Γληνός «υποκριτικά θεολογούν, καπηλικά πατριδολογούν, κακόβουλα συκοφαντούν και προσβάλλουν τη θρησκεία, την πατρίδα και την ηθική ασπίδα για τα πάθη και τα συμφέροντά τους». Ο διχτάτορας Πάγκαλος μισοδιώχνει τη δημοτική γλώσσα από το δημοτικό σχολείο και γκρεμίζει και το τελευταίο προπύργιο της προοδευτικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Καταργεί την Παιδαγωγική Ακαδημία. Διώχνει το Δελμούζο από το Μαράσλειο Διδασκαλείο. Ο Γληνός και οι συνεργάτες του, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, και οι παιδαγωγοί Ρόζα Ιμβριώτη, Μιχάλης Παπαμαύρος και Κώστας Σωτηρίου παύονται.
Το νέο επιχείρημα, που προβάλλει τώρα η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη, για να φράξει το δρόμο σε κάθε προοδευτική κίνηση είναι ο κομμουνισμός. Η πρώτη ανακριτική Επιτροπή για τα «Μαρασλειακά» παρουσιάζει το Μαράσλειο κέντρο «διαφθοράς, κομμουνισμού και αντεθνισμού». Η περιβόητη όμως αυτή Επιτροπή, όπως απέδειξε με τη γνωστή του «Έκθεση» ο αρεοπαγίτης Αντωνακάκης πλαστογραφεί από εμπάθεια γεγονότα, εκβιάζει συνειδητά μαρτυρίες από δασκάλους και γονείς και αδιάντροπα ασχημονεί[6].
Όλα τα ξεφτέρια της αντίδρασης παίρνουνε μέρος στην επίθεση. Όλοι διαλαλούνε, πως εκεί στο Μαράσλειο διδάσκεται  η αθεΐα, υπονομεύεται η πατρίδα, και το κοινωνικό σύστημα και διαφθείρεται η νεολαία. Η συκοφαντία οργιάζει. Επιστρατεύεται ακόμη και η Ιερά Σύνοδος και καλεί το Γληνό, το Βάρναλη, τον  Καζαντζάκη, το Δελμούζο, τη Ρόζα Ιμβριώτη και άλλους ν’ απολογηθούν ενώπιόν της για τις αθεϊστικές και ανατρεπτικές θεωρίες τους[7]. Και για να σταματήσουν οριστικά κάθε προοδευτική αστική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση ταυτίσανε το δημοτικισμό με τον κομμουνισμό. Από τότε απειλούνε με το όπλο τούτο κάθε προοδευτικό στη χώρα μας.
β! Το περιοδικό «Αναγέννηση». Μα και οι προοδευτικοί δημοτικιστές δε σταματήσανε τον αγώνα. Ένιωσαν επιταχτικό το χρέος τους ν’ αγωνιστούνε και να βοηθήσουνε τον ελληνικό λαό να συνειδητοποιήσει και να καταχτήσει το δικαίωμά του για μόρφωση.
Προμαχώνας του δημοτικισμού για την πνευματική ανάπλαση του Έθνους και προπύργιο για τη ριζοσπαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση υψώνεται το περιοδικό «Αναγέννηση» και το παράρτημά της «Σχολική Πράξη». Διευθυντής της «Αναγέννησης» ο μεγάλος του Έθνους δάσκαλος Δημήτρης Γληνός , και της «Σχολικής Πράξης» ο παιδαγωγός Κώστας Σωτηρίου.
Η «Αναγέννηση» στάθηκε ριζοσπαστικά προοδευτική. Χτυπάει την αντίδραση, όπου κι αν φανερώνεται, στην πνευματική και εκπαιδευτική κίνηση στη χώρα μας. Ο τίτλος της, γράφει ο Γληνός, «δεν είναι επαγγελία. Είναι αίτημα. Είναι πόνου και πόθου κραυγή». Και καλεί όλους  «όσοι νιώθουν μέσα τους να ζει του λαού των ο πόνος και θέλουν ν’ αγωνιστούν». Και πραγματικά όλοι οι προοδευτικοί άκουσαν το προσκλητήριο σάλπισμα της «Αναγέννησης» και συγκεντρώθηκαν γύρω της.
Πλούσια στο επιστημονικό και διαφωτιστικό περιεχόμενό της, σταθερή και άκαμπτη στον πρωτοπορειακό της αγώνα η «Αναγέννηση» δε βάζει κανένα όριο προς τα αριστερά. Η γραμμή της καθαρή. Καίει μέσα της «η ιερή φλόγα»».

Δ! Η διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου

α! Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος και τα πολιτικά κόμματα. Στον Εκπαιδευτικό Όμιλο ο Δημοτικισμός συνυφαίνεται με την προοδευτική αστική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ο Όμιλος λοιπόν γίνεται, όπως είδαμε το κέντρο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Μα ο Εκπαιδευτικός Όμιλος δεν είναι επιστημονικό θεωρητικό σωματείο. Σκοπός του δεν ήταν μόνο η θεωρητική έρευνα για το εκπαιδευτικό πρόβλημα στη χώρα μας.  Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος είναι στο βάθος αγωνιστικό σωματείο. Κύριος σκοπός να βοηθήσει να πραγματοποιηθεί η προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Την πραγματοποίησή της  όμως κάποιο από τα κόμματα έπρεπε να την αναλάβει. Έτσι το γλωσσοεκπαιδευτικό πρόβλημα παίρνει έντονο κομματικό χαραχτήρα.
Τα παλαιοκομματικά – φεουδαρχικά- κόμματα είχανε δώσει στο εκπαιδευτικό πρόβλημα τη λύση που ικανοποιούσε τα δικά τους, αντιλαϊκά, συμφέροντα. Είχαν επιβάλλει την αρχαϊκή γλώσσα, είχανε διαποτίσει την παιδεία με το μεσαιωνικό σκοταδιστικό πνεύμα – τη βυζαντινοεκκλησιαστική παράδοση – και κρατούσαν αμόρφωτο το λαό για να μπορούν να τον ξεγελούνε με περασμένα μεγαλεία και ουτοπιστικά ονειροπολήματα. Αναγκαστικά λοιπόν την προοδευτική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση έπρεπε να την πάρει στα χέρια της η αστική τάξη και τα προοδευτικά κόμματα.
Η αστική τάξη στις άλλες πολιτισμένες χώρες, είχε, στην προοδευτική της πορεία, δώσει τη σωστή λύση στο γλωσσικό ζήτημα, και θεμελίωσε την αστική παιδεία. Καθιέρωσε δηλαδή μοναδική γλώσσα στο γραφτό λόγο, σε όλα τα είδη του, τη γλώσσα του λαού, οργάνωσε σύμφωνα με τις υλικές και πνευματικές ανάγκες της την εκπαίδευση, ίδρυσε ειδικό για τα παιδιά του λαού σχολείο, το δημοτικό σχολείο, χτύπησε το μεσαιωνικό σχολαστικισμό και σκοταδισμό, και καλλιέργησε τις επιστήμες και την τεχνική. Και σε μας, όπως είδαμε η αστική τάξη προσπάθησε να δώσει προοδευτική λύση στο γλωσσοεκπαιδευτικό πρόβλημα[8]. Όμως μέσα στις γνωστές ιστορικές συνθήκες και τη φλόγα της επανάστασης του 1821, μέσα στις κατοπινές μοναρχικές και μεγαλοϊδεατικές εθνικές περιπέτειες, η αστική τάξη υποχώρησε και άφησε άλυτο το γλωσσοεκπαιδευτικό πρόβλημα ως το 1910.
Οι προοδευτικοί δημοτικιστές πιστέψανε, πως η αστική μας τάξη στη νέα της εξόρμηση έπειτα από το κίνημα στο Γουδί το 1909, θα πραγματοποιούσε την αστική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Αυτό απαιτούσανε τα συμφέροντά της. Πιστέψανε λοιπόν, πως το καθαυτό αστικό κόμμα, το βενιζελικό, και τα παρακλάδια του, θα έδινε προοδευτική αστική λύση στο εκπαιδευτικό μας πρόβλημα. Αυτή τη γραμμή ακολούθησαν οι προοδευτικοί δημοτικιστές ως το 1926.
Γελάστηκαν όμως. Μέσα στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν έπειτα από τη ρωσική επανάσταση στο 1917, και το ξύπνημα της εργατικής τάξης και στη χώρα μας, έπειτα από τη μικρασιατική καταστροφή και το λαϊκό αναβρασμό, η αστική τάξη στη μεγάλη της πλειοψηφία συμβιβάστηκε με τα «παλαιοκομματικά» στοιχεία πέρασε στην αντίδραση και δεν τόλμησε να δώσει προοδευτική λύση στο εκπαιδευτικό πρόβλημα. Για δικαιολογία οι συντηρητικοί και οι φεουδαρχικοί «παλαιοκομματικοί» προβάλανε το μπαμπούλα του κομμουνισμού, και «τον εκ βορρά κίνδυνον». Έτσι ταυτίστηκε ο δημοτικισμός – το προοδευτικό αυτό κίνημα- με τον κομμουνισμό.
Μα η γλωσσολογική επιστήμη μας διδάσκει, πως δεν υπάρχει ξεχωριστή, διαφορετική γλώσσα για κάθε κοινωνική τάξη. Η παιδεία είναι ταξική, όργανο στα χέρια της κυρίαρχης κάθε φορά τάξης, όχι όμως η γλώσσα. Τη γερμανική γλώσσα τη μιλάνε και τη γράφουνε και οι χιτλερικοί και οι κομμουνιστές γερμανοί. Με την ίδια γλώσσα γράφεται και η φασιστική και η αστική και η κομμουνιστική ιδεολογία. Το ίδιο γίνεται με όλες τις εθνικές γλώσσες. Και σε μας ούτε  αν γράφονται κομμουνιστικά και μελέτες στην καθαρεύουσα, οι μελέτες αυτές αποχρωματίζονται και παύουνε να είναι κομμουνιστικές, ούτε, επειδή όλοι οι πραγματικοί σοσιαλιστές, δεν μπορεί παρά να είναι δημοτικιστές, γι αυτό πρέπει η δημοτική γλώσσα να είναι χαρχτηριστικό γνώρισμα του κομμουνισμού, όπως δεν είναι σε καμιά άλλη χώρα. Με τον μπαμπούλα λοιπόν του κομμουνισμού θέλουν οι αντιδραστικοί και οι συντηρητικοί αστοί να παραπλανήσουνε το λαό, για να φράξουνε το δρόμο στην πρόοδο.
β! Η διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου
Η «Αναγέννηση» βγήκε στην κατάλληλη στιγμή. Ο δημοτικισμός είχε φάει γερά χτυπήματα, και ήταν ανάγκη να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Είχαν άλλωστε αναφανεί και οι πρώτες διαφωνίες στον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Μερικά στελέχη του, για να δικαιολογήσουνε, γιατί γκρεμίστηκε η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση αμέσως έπειτα από τις εκλογές του 1920, υποστηρίζανε, πως ήταν μεγάλο λάθος, να συνδεθεί η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση με το βενιζελικό κόμμα. Μπλέχτηκε έτσι, τονίζανε, με την πολιτική, πήρε κομματικό χαραχτήρα και δεν μπορούσε κανείς να τη σώσει. Οι εσωτερικές διαφωνίες οξύνθηκαν έπειτα από τα «Μαρασλειακά». Αρκετά μέλη ανησυχήσανε με τη καινούργια συκοφαντία – το μπαμπούλα του κομμουνισμού – και ζητήσανε να ξεκαθαρίσει ο Όμιλος τη θέση του.
Η κρίση στον Εκπαιδευτικό Όμιλο προχώρησε βαθειά και δεν άργησε να ξεσπάσει στη Γενική Συνέλευση του Ομίλου στις 27 του Φλεβάρη του 1927. Ξεχωρίσανε δύο μερίδες: η συντηρητική με αρχηγό τον παιδαγωγό Δελμούζο, και η ριζοσπαστική μερίδα το Δημήτρη Γληνό. Παρ’ όλη την προσπάθεια να μείνουν ενωμένοι οι δημοτικιστές και ενωμένοι να αντιμετωπίσουνε την καινούργια επίθεση, που είχε ξαπολύσει η αντίδραση, και να αφήσουνε για αργότερα το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα, η συντηρητική μερίδα προκάλεσε, χωρίς δισταγμό, τη συζήτηση.
Ο αρχηγός της, ο Δελμούζος υποστήριξε με πείσμα συντηρητικές αντιεπιστημονικές θέσεις. Θα περιοριστώ στο σπουδαιότερο από τα επιχειρήματά του. Ο Δελμούζος λοιπόν υποστήριξε, πως η βασική αιτία που δυό φορές γκρεμίστηκε η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση -1920 και 1925- είναι το μεγάλο λάθος που έγινε να συνδεθεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με ορισμένο πολιτικό κόμμα, την πρώτη φορά 1913-1920 με το βενιζελικό κόμμα, και τη δεύτερη φορά -1924- με ένα από τα δημοκρατικά κόμματα.  Και το λάθος αυτό, τόνισε ο Δελμούζος, δεν είναι μόνο πολιτικό, είναι και επιστημονικό, γιατί η παιδεία είναι και πρέπει μείνει υπερταξική και υπερκομματική (!). Είναι λοιπόν απαραίτητο, κατάληξε ο Δελμούζος, να αποχρωματιστεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από κάθε κομματικό και ταξικό χρωματισμό. Έτσι δε θα διατρέξει τον κίντυνο να ξαναγκρεμιστεί.
Στο Δελμούζο απάντησε ο Γληνός. Είχε φτάσει η αποφασιστική στιγμή. Λυτρωμένος από κάθε συναιστηματικό ζυγό, κήρυξε ο Γληνός με παλμό, που δονούσε την ψυχή των ακροατών του, τη σοσιαλιστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και υψώθηκε στα μάτια των οπαδών και φίλων του αρχηγός του σοσιαλιστικού δημοτικισμού.
Ανάλυσε με συναρπαστική σαφήνεια, ποιο είναι το λειτούργημα της παιδείας μέσα στην οργανωμένη κοινωνία και απόδειξε με παραδείγματα παρμένα από την ιστορία, πως η παιδεία είναι και αυτή κάθε φορά όργανο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης για τα δικά της συμφέροντα. Η κοινωνιολογία λοιπόν μας διδάσκει, πως δεν υπάρχει ούτε υπερταξική ούτε υπερκομματική παιδεία. Όσοι δέχονται την παιδεία υπερταξική και υπερκομματική, ή είναι –στην καλύτερη περίπτωση – απροσανατόλιστοι κοινωνιολογικά και επιστημονικά, και απλοϊκοί ουτοπιστές ξεγελούνε τον εαυτό τους, ή συνειδητά μεταφυσικοποιούνε την παιδεία, που έχει οργανώσει για τα δικά της συμφέροντα η κυρίαρχη τάξη, και ξεγελούνε το λαό με τις καθαρά επιφανειακές μεταρρυθμίσεις, που προτείνουνε, χωρίς να θίγουνε διόλου την ουσία. Η προοδευτική και εξυπηρετική για το λαό γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να έχει κοινωνικό φορέα και πρόμαχο, παρά τις τάξεις εκείνες, που αγωνίζονται να καταχτήσουνε τα δικαιώματά τους. Αυτές τις τάξεις πρέπει να διαφωτίσουμε, για να αγωνιστούν να καταχτήσουνε και το δικαίωμά τους για την παιδεία.
Δυό δρόμοι ανοίχτηκαν στη Γενική Συνέλευση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ο ένας ήταν ο δρόμος προς το συμβιβασμό με την αντίδραση. Ο άλλος ήταν ο δρόμος της πάλης για τη ριζοσπαστική αναγέννηση της παιδείας. Η πλειοψηφία στη Γενική Συνέλευση ακολούθησε με ενθουσιασμό το δεύτερο δρόμο. Η μειοψηφία με το Δελμούζο αποχώρησε. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος διασπάστηκε. Μα ξαναβρήκε τη ζωτικότητά του. Έγινε τώρα πρωτοπορειακό σωματείο για την πνευματική ανύψωση του λαού. Κυκλοφόρησε σε λίγο την περίφημη «Διακήρυξή του». Στο ιστορικό τούτο έγγραφο, σταθμό και αφετηρία στην πορεία της παιδείας, καθορίζονται οι γενικές γραμμές και το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής, για εκείνη την εποχή, εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Έργο του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο αγώνας για την πραγματοποίησή της.
γ! Η κατοπινή δράση του Εκπαιδευτικού Ομίλου
Και ο αγώνας γίνεται σκληρότερος. Με διαφωτιστικές δημόσιες ομιλίες, οι πρωτεργάτες στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, με άρθρα και μελέτες στο περιοδικό «Αναγέννηση» και μετά το σταμάτημά της, στο «Νέο Δρόμο» και σε άλλα περιοδικά αναπτύσσουνε τις γενικές θέσεις και το πρόγραμμα της γνήσιας λαϊκής παιδείας, και αγωνίζονται με αρχηγό το Γληνό με βαθειά πίστη και συνέπεια να προετοιμάσουνε τα έδαφος για να πραγματοποιηθεί, όταν έρθει η ώρα, η αναγέννηση της παιδείας. Γκρεμίζονται πλάνες, ξεσκεπάζονται ωραιοποιημένες με τη νέα μεταμφίεσή τους αντιδραστικές θεωρίες, και υψώνεται το γνήσιο ανθρωπιστικό ιδανικό για να λυτρωθεί ο Ελληνικός λαός από την εξαθλίωση και το πνευματικό σκοτάδι.
Στα χρόνια της φασιστικής διχτατορίας του Μεταξά και στα μαύρα χρόνια της κατοχής, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος κατατρεγμένος αναγκάστηκε να σταματήσει τη φανερή δράση του. Οι πρωταγωνιστές του και τόσοι άλλοι εκπαιδευτικοί -μέλη του – πήρανε μέρος στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Μέσα στον αγώνα αυτόν, άλλοι στις πολιτείες και άλλοι στα βουνά, αγωνιστήκανε στο πλευρό του λαού για το λυτρωμό του από το βάρβαρο φασίστα καταχτητή, και παράλληλα καταρτίσανε το πρόγραμμα για την οργάνωση και το περιεχόμενο της λαϊκής παιδείας. Πρώτος ανάμεσα στους πρώτους αγωνίστηκε στο πλευρό του λαού ο μεγάλος του Έθνους δάσκαλος Δημήτρης Γληνός. Αγωνίστηκε παληκαρίσια και έπεσε στις 24 του Δεκέμβρη του 1943 στις επάλξεις του λαολυτρωτικού αγώνα με το νικητήριο παιάνα στο στόμα του και με το μεγαλόπρεπο όραμα για την τελική νίκη του λαού.
Έπειτα από την απελευθέρωση ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ανασυγκροτήθηκε και με τη νέα Διοικητική του Επιτροπή –Πρόεδρος ο καθηγητής της Φιλοσοφίας Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, αντιπρόεδρος ο παιδαγωγός Κώστας Σωτηρίου, και μέλη του η παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη, οι καθηγητές Μιχ. Οικονόμου και Γ. Δούμας και άλλοι – άρχισε τη γόνιμη δράση του. Κύρια προσπάθεια στις συγκεντρώσεις και τις συζητήσεις κάθε Δευτέρα στην αίθουσα των Εμποροϋπαλλήλων στην Αθήνα, ο φωτισμός του λαού για τη ριζοσπαστικά προοδευτική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η γόνιμη δράση κράτησε δυό χρόνια. Με τον εμφύλιο πόλεμο επικράτησε απόλυτα η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη. Όλα τα δραστήρια μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου κυνηγήθηκαν, πολλά εξορίστηκαν και άλλα φυλακίστηκαν. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος έπαιξε τον ιστορικό του ρόλο. Θα μείνει φωτεινός σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής παιδείας. Το έργο του το συνεχίζουνε σήμερα οι οπαδοί της ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής γλωσσοεκπαιδευτικής παράταξης.

Ε! Η Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση το 1929

Με τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου έχουμε πάλι τρεις γλωσσοεκπαιδευτικές παρατάξεις, την αντιδραστική, τη συντηρητική-συμβιβαστική με κύριο καθοδηγητή τον παιδαγωγό Αλέκο Δελμούζο, και τη ριζοσπαστικά προοδευτική-τη σοσιαλιστική – με αρχηγό της το Δημήτρη Γληνό.
Η συντηρητική-συμβιβαστική παράταξη, καλοπρόσδεχτη τώρα και αποχρωματισμένη, κράτησε τις θέσεις της στο Υπουργείο της Παιδείας. Εργάστηκε δραστήρια, κατάρτισε νέα εκπαιδευτικά νομοσχέδια και κατόρθωσε να ψηφιστεί το 1929 στη Βουλή ο νόμος 4397 με Υπουργό της Παιδείας το συντηρητικό Κ. Γόντικα στην πανίσχυρη πάλι Κυβέρνηση του συντηρητικού τώρα Ελ. Βενιζέλου. Πρωτεργάτες στην Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ο Δελμούζος, ο Ευαγ. Κακούρος, ο Νίκος Μπέρτος και ο Νκητάκης.
Θετικά προοδευτικά σημεία παρουσιάζει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 μόνο σχετικά με την οργάνωση της δημοτικής και μέσης Παιδείας. Καταργείται το τρίχρονο Ελληνικό Σχολείο και θεσπίζεται εξατάξιο δημοτικό σχολείο υποχρεωτικό και ενιαίο και εξατάξιο γυμνάσιο. Για τα άλλα σημαντικά προβλήματα της παιδείας, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 ή δε δίνεται καμιά λύση, ή η λύση που δίνεται είναι επιφανειακή και η κατάσταση της παιδείας εξακολουθεί να μένει η ίδια. Συχνά ορισμένα προοδευτικά θεσπίσματα – ορισμένες διατάξεις- μένουνε στα χαρτιά και δεν πραγματοποιούνται. Μα ας ρίξουμε μια γοργή ματιά:
Ασήμαντη η φροντίδα για την προσχολική ηλικία. Καμιά σοβαρή προσπάθεια για την προστασία της μητρότητας. Ούτε βρεφοκομικοί και συμβουλευτικοί σταθμοί, λιγοστοί, ελάχιστοι παιδικοί σταθμοί στην Αθήνα και δυό τρεις στις άλλες μεγάλες πόλεις. Κάποια φροντίδα μόνο για παιδιά 4-6 χρονών. Μα κι αυτή ασήμαντη στην πραγματικότητα. Το 1931 λειτουργούσαν μόνο 495 νηπιαγωγεία ενώ θα χρειαζόντουσαν δέκα φορές περισσότερα. Φυσικά, τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, που υποφέρουν μέσα στην τραγική αυτή κατάσταση είναι τα παιδιά του αγρότη, του εργάτη, του φτωχού υπαλλήλου.
Και στη δημοτική παιδεία η κατάσταση είναι θλιβερή. Έγινε βέβαια, εξατάξιο το δημοτικό σχολείο- κι αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα για τη βελτίωσή του – μα σχεδόν τίποτε άλλο δεν άλλαξε. Ο αναλφαβητισμός ξεπερνάει το 40%. Στα 1930-1931 γραφτήκανε στα δημοτικά σχολεία 706.461 αγόρια και κορίτσια – δηλαδή 10,9% - αντί 965.700, δηλαδή 239.230 παιδιά λιγότερο. Θεσπίζονται οι σχολές «αναλφαβήτων» λειτούργησαν όμως μόνο 51 νυχτερινές, γιατί δεν χορηγήθηκαν οι αναγκαίες πιστώσεις. Έτσι ο αναλφαβητισμός, το μαύρο αυτό σκοτάδι για τον ελληνικό λαό, χτυπιέται μόνο στο «χαρτί».
Καθιερώνεται η δημοτική γλώσσα, μα μόνο στις 4 πρώτες τάξεις του δημοτικού. Στην 5η και 6η τάξη εξακολουθεί κυρίαρχη η καθαρεύουσα. Συμπληρώνεται το πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου, όμως δεν αλλάζει στην ουσία. Η ποσοτική μάθηση με παραφορτωμένη τη μνήμη των παιδιών μένει ακόμη βαθιά ριζωμένη. Θεσπίζεται το κάθε σχολείο να έχει σχολικό κήπο, εργαστήριο χειροτεχνίας, εργαστήριο φυσικής και χημείας και σχολική βιβλιοθήκη. Μα η σπουδαία τούτη καινοτομία έμεινε κι αυτή «στο χαρτί». Η πίστωση που χορηγούσε το Κράτος ήταν ασήμαντη, εκτός από κάμποσους σχολικούς κήπους, που λειτουργήσανε, σχεδόν τίποτε από όλα τα άλλα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Και όπου κάτι πραγματοποιήθηκε, αυτό το κατορθώσανε, με δική τους πρωτοβουλία, οι προοδευτικοί δασκάλοι. Και ίσα-ίσα γι αυτό, όταν κυριάρχησε και πάλι η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη, χαραχτηρίστηκαν νεωτεριστές, και οι περισσότεροί τους καταδιώχτηκαν. Μα και δημοτικά σχολεία με πολύ αργό ρυθμό ιδρύονται και παραπολλά εξακολουθούν να κακολειτουργούνε. Σημειώνω, πως υπάρχουνε πολλά μονοτάξια σχολεία με ένα δάσκαλο και πάνω από 120 παιδιά και εξατάξια με 700 μαθητές, όπου ιδιαίτερα οι δασκάλοι στην Α! και Β! τάξη είχανε κι αυτοί πάνω από 120 παιδιά στην τάξη τους. Σημαντική και αξιέπαινη είναι η προσπάθεια για τα σχολικά χτίρια, όταν έγινε Υπουργός της Παιδείας το 1930 ο σημερινός Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου. Με ειδικό δάνειο χτιστήκανε πολλά καινούργια σχολικά χτίρια, και πολλά άλλα επισκευαστήκανε. Βέβαια το έργο δεν ολοκληρώθηκε και από τότε η κατάσταση χειροτέρεψε και πάλι.
Η συντηρητική-συμβιβαστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη, είδε την ανάγκη για την επαγγελματική και τεχνική μόρφωση των παιδιών και με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 θεσπίζεται να ιδρυθούνε για τα παιδιά, που δεν πάνε στα σχολεία της μέσης παιδείας, κατώτερα σχολεία γεωργικά, εμπορικά, βιοτεχνικά και οικοκυρικά για τα κορίτσια. Όμως στην πραγματικότητα τίποτε δεν έγινε, ούτε μπορούσε να γίνει. Γιατί το Κράτος δεν διαθέτει καμιά σχεδόν πίστωση, και αναθέτει τη φροντίδα και την δαπάνη για τη λειτουργία τους «εις τας αγροτικάς κοινότητας και τας βοιμηχανικάς επιχειρήσεις». Αποτέλεσμα: Το 1931 λειτουργήσανε μόνο 29 γεωργικά σχολεία με 325 μαθητές. Κατώτερα εμπορικά και κατώτερα βιοτεχνικά σχολεία ως το 1934 δεν ιδρύθηκε κανένα. Λειτούργησαν μόνο 4 κατώτερα οικοκυρικά και αυτά από κληροδοτήματα.
Μα και στη μέση παιδεία δεν άλλαξε ουσιαστικά η κατάσταση. Καταργήθηκε, βέβαια, το τρίχρονο «Ελληνικό σχολείο» μα σα να ξεφύτρωσε λίγο πολύ με το όνομα «ημιγυμνάσιο». Η μέση παιδεία εξακολουθεί να είναι μονόπλευρη. Καμιά διαφοροποίηση, εκτός από τα λίγα «πραχτικά λύκεια» όπου τονίζονται περισσότερο τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες. Ο ψευτοκλασικισμός κρατάει και πάλι, σ’ ολόκληρη τη μέση παιδεία, γερά τις θέσεις του. Επικρατούνε στα Γυμνάσια τα αρχαία ελληνικά, και λατινικά με τη γραμματική και τη θεματογραφία. Διδάσκονται όμως και λίγες ώρες την εβδομάδα και τα «Νέα Ελληνικά». Και αυτό είναι ένα θετικό βήμα. Χαραχτηριστικός για την υπερτροφική ψευτοκλασική μέση παιδεία είναι ο ακόλουθος πίνακας. Το 1932-33 λειτουργούσαν 148 εξατάξια γυμνάσια με 48.617 μαθητές. 218 ημιγυμνάσια με 8.552 μαθητές και 13 πραχτικά λύκεια με 2.444 μαθητές. Λειτουργούσαν ακόμη 16 ανώτερα Παρθεναγωγεία με 1.771 μαθήτριες. Ολοφάνερη η υπερτροφία. 57.169 μαθητές στα ψευτοκλασικά γυμνάσια και ημιγυμνάσια και μόνο 2.444 στα πραχτικά λύκεια ούτε το 5%.
Συμπέρασμα: Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 – αυτή εκφράζει την εκπαιδευτική πολιτική της συντηρητικής-συμβιβαστικής γλωσσοεκπαιδετικής παράταξης- είναι επιφανειακά προοδευτική σε αρκετά σημεία, στο βάθος όμως συντηρητική και συμβιβαστική. Δεν παρουσιάζει στην ουσία σημαντική διαφορά από τη μεταρρύθμιση που ήθελε η αντιδραστική παράταξη. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 δεν έθιξε το μεσαιωνικό ψευτοκλασικό πνεύμα, που είχε επικαθήσει στην παιδεία μας, ούτε συγχρόνισε το πρόγραμμα και έτσι η παιδεία εξακολούθησε να είναι απροσάρμοστη και να μην εξυπηρετεί τις υλικές και πνευματικές ανάγκες του Ελληνικού λαού.

Στ! Η αντιμεταρρύθμιση του διχτάτορα Μεταξά

Τη συντηρητική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 την ανάτρεψε η φασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Η αντιδραστική εκπαιδευτική παράταξη θριαμβεύει και πάλι.
Με τη φασιστική αντιμεταρρύθμιση η δημοτική παιδεία πισωδρόμησε. Το δημοτικό σχολείο έμεινε τυπικά εξάχρονο, πραγματικά όμως έγινε πάλι τετράχρονο. Γιατί τα παιδιά πηγαίνανε από την Δ’ τάξη στο γυμνάσιο. Έτσι η Ε’ και η ΣΤ’ τάξη παραμελήθηκαν και φυτοζωούσαν. Περιορίστηκε λοιπόν σημαντικά η μόρφωση για τα παιδιά του λαού.
Αντίθετα η μέση παιδεία από εξάχρονη γίνεται οχτάχρονη και διχοτομείται σ δύο τετράχρονους κύκλους. Ο δεύτερος, ο ανώτερος κύκλος, με τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίζονται, προοριζόταν για τους προνομιούχους, για τα παιδιά «της ηγέτιδος τάξης». Φυσικά ο ψευτοκλασικισμός ενισχύεται και η βυζαντινοεκκλησιαστική παράδοση με το σκοταδιστικό πνεύμα κυριαρχεί.
Παράλληλα με την προληπτική λογοκρισία[9] με τον κατατρεγμό και τις εξορίες καταργείται κάθε ελευθερία στη σκέψη και στο φρόνημα. Ο «Επιτάφιος του Περικλέους» ο ύμνος αυτός στην Αθηναϊκή Δημοκρατία δε διδάσκεται στα γυμνάσια. Ωραιοποιείται από τους κήρυκες της διχτατορίας η σπαρτιατική αγωγή και προβάλλεται για ιδανικό στη νεολαία η δουλική τυφλή πειθαρχία στον «αρχηγό» το διχτάτορα Μεταξά, τον πατέρα του Έθνους, όπως τον τιτλοφορήσανε.
Κάθε προοδευτικός λειτουργός της παιδείας κατατρέχεται, ταπεινώνεται. Αιχμάλωτοι, εξόριστοι στην Ανάφη, στη Σαντορίνη και σε άλλα ξερονήσια τόσοι και τόσοι προοδευτικοί και πρώτος ανάμεσά τους ο μεγάλος του Έθνους δάσκαλος Δημήτρης Γληνός.
Και το χειρότερο, ο διχτάτορας Μεταξάς ιδρύει τη φασιστική οργάνωση της νεολαίας ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας). Η ΕΟΝ οργανώνεται στρατιωτικά, με πρότυπο τη χιτλερική οργάνωση της νεολαίας και με ένα σωρό τιτλούχους. Μέσα στην ΕΟΝ με όλα τα μέσα καλλιεργείται το δουλικό φρόνημα και η ψυχική διαφθορά, και ανάμεσα στα άλλα φασιστικά διδάγματα και ο χαφιεδισμός. Τα παιδιά της ΕΟΝ έπρεπε να παρακολουθούνε – να κατασκοπεύουνε – και τους γονείς τους ακόμη και να καταγγέλνουνε τα αντιφασιστικά τους φρονήματα.
Με την αντιμεταρρύθμιση λοιπόν η παιδεία έγινε φασιστική. Σκοπός της να εμφυτέψει στη νεολαία το φασιστικό αντιλαϊκό πνεύμα και να πυκνώσει το πνευματικό σκοτάδι. Η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη καμαρώνει τώρα.

Ζ! Η παιδεία στα χρόνια της κατοχής

α! Η παιδεία στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Τραγική η κατάσταση της παιδείας στη σκλαβωμένη Ελλάδα. οι κατοχικές Κυβερνήσεις και οι Υπουργοί της Παιδείας συμμορφώνονται με τις εντολές του φασίστα καταχτητή. Διαποτίζεται ακόμη βαθύτερα η παιδεία με τα φασιστικά ιδανικά. Η ιστορία διαστρεβλώνεται και κακοποιείται με τις φασιστικές θεωρίες. Εισάγονται στη μέση παιδεία υποχρεωτικό μάθημα, η γερμανική και ιταλική γλώσσα. Και παράλληλα πολλά σχολεία κλείνουνε, σχολικά χτίρια πυρπολούνται, άλλα επιτάσσονται και αχρηστεύονται, τα παιδιά γυρίζουνε στους δρόμους εξαθλιωμένα και πεινασμένα, ο αναλφαβητισμός στα παιδιά της σχολικής ηλικίας ογκώνεται, οι προοδευτικοί δημοκρατικοί λειτουργοί της δημοτικής και μέσης παιδείας, φλογεροί πατριώτες, παίρνουνε μέρος στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης στις πόλεις και στα βουνά, πολλοί πιάνονται φυλακίζονται και όχι λίγοι εκτελούνται.
β! Η παιδεία στην Ελεύθερη Ελλάδα
Στα βουνά όμως, στην ελεύθερη Ελλάδα, φυσάει προοδευτικός πατριωτικός αέρας. Εκεί μέσα στη φωτιά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, παράλληλα με το άλλο δημιουργικό έργο, λύνεται αποφασιστικά το γλωσσικό πρόβλημα και προετοιμάζεται μεθοδική η ριζοσπαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Η Κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας λύτρωσε τον ελληνικό λαό από τη γλωσσική σκλαβιά. Από τη πρώτη στιγμή τη ζωντανή γλώσσα του λαού χρησιμοποίησε στις ανακοινώσεις, στις διακηρύξεις, σ’ ολόκληρο τον απελευθερωτικό τύπο, σε κάθε επικοινωνία με το λαό. Και με το ιστορικό του ψήφισμα το Εθνικό Συμβούλιο – η Εθνοσυνέλευση – στους, Κορυσχάδες της Ευρυτανία καθιέρωσε επίσημη γλώσσα στο γραφτό λόγο, σ’ όλα τα είδη του και σ’ όλες τις βαθμίδες της παιδείας από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα τη δημοτική. Στη γλώσσα του λαού γράφονται τα ψηφίσματα, οι νόμοι, οι πράξεις και οι αποφάσεις καθώς και οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Για πρώτη φορά στη μακρόχρονη, από τη βυζαντινή εποχή ιστορία μας υψώνεται η γλώσσα του λαού και γίνεται η επίσημη γλώσσα του Κράτους.
Η προοδευτική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη με το επιτελείο της – τους παιδαγωγούς Ρόζα Ιμβριώτη, Μιχάλη Παπαμαύρο και Κώστα Σωτηρίου και τους εκπαιδευτικούς Κώστα Παπανικολάου Τάσο Βαφειάδη και σε στενή συνεργασία με διαλεχτούς λειτουργούς της παιδείας μελέτησε απ’ όλες τις πλευρές το εκπαιδευτικό πρόβλημα και έδωσε στην Κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας όλα τα πορίσματα της μελέτης της και όλα τα στοιχεία, για να χαράξει τις βασικές γραμμές για την οργάνωση και το περιεχόμενο της γνήσιας λαϊκής παιδείας. Ολοκληρωμένο το εκπαιδευτικό πρόγραμμα το παρουσίασε στο Εθνικό Συμβούλιο στους Κορυσχάδες ο Γραμματέας –Υπουργός- της Παιδείας ο καθηγητής της Ιατρικής Πέτρος Κόκκαλης, και το ανάλυσε ο παιδαγωγός Εθνοσύμβουλος Κώστας Σωτηρίου. Ας ιδούμε τα κύρια σημεία του:
1. Τα νέα Ιδανικά της Παιδείας. Διαποτισμένη η παιδεία μας με τα πιο αντιλαϊκά Ιδανικά, με το μεσαιωνικό ασκητικό ιδανικό της «λιτότητας», με το ψευτοκλασικό Ιδανικό της προγονοπληξίας, και με το πατριδοκαπηλικό Ιδανικό της «μεγάλης Ιδέας» χάλκευε τις αλυσίδες της οικονομικής σκλαβιάς και της αμορφωσιάς του λαού. Η παιδεία προετοίμαζε ιδεολογικά το φασισμό και στο τέλος έγινε εξυπηρετικό όργανό του.
Στη θέση αυτών των Ιδανικών προβάλλονται τα ακόλουθα τέσσερα προοδευτικά Ιδανικά. Το πατριωτικό Ιδανικό της Εθνικής λευτεριάς και ανεξαρτησίας από κάθε υποτέλεια, το αντιφασιστικό Ιδανικό της γνήσιας δημοκρατίας, για να λυτρωθεί ο λαός από την πολύπλευρη σκλαβιά και να καταχτήσει τα δικαιώματά του, το Ιδανικό της ειρήνης και της αμοιβαίας συνεργασίας και φιλίας με όλους τους λαούς και τέταρτο το αντιεγωιστικό Ιδανικό της κοινωνικής δικαιοσύνης με ανώτατο κοινωνικό λειτούργημα τη δημιουργική παραγωγική εργασία για την ευτυχία του συνόλου. Τα τέσσερα αυτά Ιδανικά προβάλλουνε τους πόθους και τις λαχτάρες του Ελληνικού λαού, και όλους πρέπει να μας συναρπάζουνε και να μας εμπνέουν, και προπάντων τη νεολαία. Μόνον άμα γαλουχηθεί η νεολαία με τα ζωντανά αυτά Ιδανικά θα μπει στο δρόμο της προόδου και θα βοηθήσει με όλη τη νεανική της φλόγα στο χτίσιμο της ευτυχίας του Ελληνικού λαού.
2. Οι βασικές θέσεις. Οι σπουδαιότερες θέσεις, όπου επάνω πρέπει να θεμελιωθεί το οικοδόμημα της γνήσιας δημοκρατικής παιδείας είναι οι ακόλουθες:
Ι. Αντιλαϊκή και αντιπαραγωγική είναι η παιδεία και στην οργάνωσή και στο περιεχόμενο. Για να γίνει πραγματικά λαϊκή, όργανο για την υλική ευημερία και την πνευματική ανύψωση του λαού, πρέπει να διαποτιστεί με το γνήσια δημοκρατικό προοδευτικό  πνεύμα, να προσαρμοστεί δηλαδή και η οργάνωσή της και το περιεχόμενό της ολοκληρωτικά στις υλικές και πνευματικές ανάγκες του Ελληνικού λαού.
ΙΙ. Απαραίτητο λοιπόν το δημοτικό σχολείο να γίνει οχτάχρονο, και υποχρεωτικό για όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια και να ιδρυθούν μία ή δύο αντίστοιχα με τις ανάγκες, επιμορφωτικές τάξεις, υποχρεωτικές κι αυτές για όσα παιδιά δε θα προχωρήσουνε στη μέση παιδεία.
Η μέση παιδεία από εξάχρονη θα γίνει τετράχρονη και από μονόπλευρη που είναι, θα διακλαδιστεί και θα γίνει πολύπλευρη ανάλογα με τις ανάγκες της χώρας για την οικονομική ανασυγκρότηση και αντίστοιχα με τις τοπικές συνθήκες. Μόνον έτσι η παιδεία θα ανταποκριθεί στον προορισμό της.
ΙΙΙ. Η ανώτερη παιδεία πρέπει κι αυτή να συγχρονιστεί, να πλουτιστεί με ειδικά επιστημονικά Ινστιτούτα και να γίνει ο ναός της επιστήμης. Πρώτιστο χρέος της να καλλιεργεί στους σπουδαστές το επιστημονικό πνεύμα, και με την επιστημονική έρευνα να δίνει προοδευτική λύση στα προβλήματα του λαού. Η επιστήμη μέσα στη ζωή για το λαό, και ο επιστήμονας, με βαθιά συναίστηση για την κοινωνική του αποστολή, στην υπηρεσία του λαού.
IV. Η παιδεία πρέπει να λυτρωθεί από τον ψευτοκλασικισμό και το μεσαιωνικό σκοταδισμό, και να γίνει γνήσια ανθρωπιστική. Για να καλλιεργήσει όμως η παιδεία, το γνήσιο ανθρωπισμό, απαραίτητο να θεμελιωθεί το περιεχόμενό της σ’ όλες τι βαθμίδες της επάνω στην επιστήμη. Χωρίς τη θεμελίωση αυτή, η ανθρωπιστική παιδεία ξεφεύγει από τον προορισμό της και ξεπέφτει στην μυστικοπάθεια και τον κούφιο ρωμαντισμό. Με το φως της επιστήμης πρέπει η παιδεία να φωτίσει το δρόμο στη νεολαία για την κοινωφέλιμη δημιουργική της δράση. Με την επιστήμη θαυματούργησε ο άνθρωπος. Με την επιστήμη υψώνει την ανθρώπινη υπόστασή του.
V. Η παιδεία πρέπει να καλλιεργήσει τη δημιουργική δράση της νεολαίας και να κάνει τα παιδιά –αγόρια και κορίτσια- ικανά για την παραγωγική εργασία. Μόνον τότε θα γίνουνε συντελεστές στο χτίσιμο του νεοελληνικού πολιτισμού. Η γενική λοιπόν μόρφωση πρέπει να συνδυαστεί με την τεχνική μόρφωση. Η τόσο περιφρονημένη από την αριστοκρατική παιδεία, τεχνική μόρωση είναι και πρέπει να γίνει αναπόσπαστο τμήμα της γνήσιας ανθρωπιστικής παιδείας.
VI. Η μόρφωση είναι βιολογική ανάγκη για το παιδί. Και γι αυτό ιερό δικαίωμα του κάθε παιδιού ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική θέση τους. Οι πόρτες λοιπόν της μέσης και ανώτερης παιδείας πρέπει να είναι διάπλατα ανοιχτές, για όλα τα ικανά παιδιά. Το γνήσια δημοκρατικό Κράτος έχει την επιταχτική υποχρέωση να δώσει πλούσια τα μέσα σ’ όλα τα παιδιά, για να αναπτύξουνε τις σωματικές και πνευματικές ικανότητες και να  μορφωθούνε πολύπλευρα με μοναδικό σκοπό και με μοναδική φιλοδοξία να εξυπηρετήσουνε χαρούμενα με τη δημιουργική παραγωγική δράση τους το κοινωνικό σύνολο. Καμιά τότε ιδιοφυία δε θα πάει χαμένη, κανένα ταλέντο δε θα μείνει αχρησιμοποίητο.
VII. Η γνήσια δημοκρατική παιδεία πρέπει να είναι καθολική, να αγκαλιάζει ολόκληρη την παιδική και νεανική ηλικία. Χρέος να φροντίσει ιδιαίτερα για την τόσο παραμελημένη βρεφική και νηπιακή ηλικία. Το Κράτος έχει την υποχρέωση να ιδρύσει βρεφικούς και παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία ιδιαίτερα στις εργατικές συνοικίες και τις αγροτικές περιφέρειες και να αναλάβει την ιατροφαρμακευτική παρακολούθηση για την υγεία της νέας γενιάς. Χρέος της επίσης να μεριμνήσει το Κράτος για την εξωσχολική και μετασχολική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας.
VIII. Η παιδεία πρέπει συστηματικά να καλλιεργήσει τα κοινωνικά συναιστήματα των παιδιών, την αγάπη, την αλληλεγγύη, την ομαδική εργασία, την ευγενική άμιλλα μέσα στη ζωή με την πράξη και όχι με λόγια. Επάνω σ’ αυτά τα ευγενικά συναιστήματα πρέπει να θεμελιωθεί η γνήσια ανθρωπιστική διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς.
IX. Βασικός συντελεστής στη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας είναι η πειθαρχία. Η σημερινή παιδεία καλλιεργεί την εξωτερική πειθαρχία, την αδιαμαρτύρητη δηλαδή υπακοή στην ξένη βούληση. Μ’ άλλα λόγια καλλιεργεί την τυφλή υποταγή και το δουλικό φρόνημα. Η γνήσια όμως ανθρωπιστική παιδεία χρέος έχει να καλλιεργεί με τα κατάλληλα παιδαγωγικά μέτρα και μέσα στην καλά οργανωμένη σχολική ζωή, την εσωτερική πειθαρχία, την ελεύθερη χαρούμενη πειθαρχία σε ανώτερους ευγενικούς  σκοπούς, στα ζωντανά προοδευτικά Ιδανικά. Τότε δραστηριοποιείται η παιδική ψυχή και εξυψώνεται. Με την εσωτερική πειθαρχία τα παιδιά θα μορφωθούν ηθικά και θα γίνουνε δραστήριοι δημιουργικοί, και ελεύθεροι πολίτες, με πλούσια αναπτυγμένο το συναίστημα της ευθύνης για την προκοπή ολόκληρης της κοινωνίας.
X. Χρέος της ανθρωπιστικής παιδείας να δημιουργεί τις ευνοϊκές συνθήκες μέσα στην καλά οργανωμένη σχολική ζωή, να χαρούνε τα παιδιά την πηγαία χαρά. Η χαρά είναι η αιθέρια τροφή για την παιδική ψυχή. Και γίνεται βαθύ κίνητρο για τη δημιουργική δράση του παιδιού. Το παιχνίδι, η ψυχαγωγία, η τέχνη, είναι σπουδαίοι συντελεστές στην πολύπλευρη μόρφωση της νέας γενιάς. Καιρός είναι να καθαρίσει η στυγνή, ασκητική και λίγο πολύ μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του σχολείου και να εισορμήσει η δημιουργική χαρά. Πρέπει και στον τόπο μας να καλλιεργηθεί η παιδική λογοτεχνία διαποτισμένη με τα καινούργια ιδανικά της παιδείας.
XI. Συστηματική φροντίδα χρειάζεται για την αρμονική ανάπτυξη του σώματος για τη σωματική αγωγή της νέας γενιάς. Με γερό το σώμα και ακμαία χαρούμενη την ψυχή θα γίνουν οι νέοι και οι νέες πολύτιμοι συντελεστές στην ευτυχία του λαού.
Με βάση αυτές τις θέσεις εμπνευσμένοι από τα καινούργια ιδανικά της παιδείας, άρχισαν οι προοδευτικοί λειτουργοί να θεμελιώνουν επάνω στα βουνά στην Ελεύθερη Ελλάδα τη γνήσια δημοκρατική παιδεία. Παρ’ όλα τα φτωχικά μέσα, παρ’ όλες τις πολεμικές συνθήκες, φύσηξε δροσογόνος αέρας στην παιδεία: Ψυχική ανάταση. Το σχολείο υψώθηκε σε κέντρο χαράς και μόρφωσης για μικρούς και μεγάλους. Έγινε εστία πολιτισμού, προμαχώνας για την Εθνική λευτεριά και τη δημοκρατία. Με εθνική υπερηφάνεια οι νέοι και οι νέες πήρανε μέρος στον αγώνα και γράψανε με το αίμα τους ηρωικές σελίδες στην εποποιία για το ξεσκλάβωμα του λαού.

Η! Η παιδεία στα πρώτα δεκαπέντε μεταπολεμικά χρόνια

Μα το οικοδόμημα της γνήσιας δημοκρατικής παιδείας δεν πρόφτασε να στερεωθεί. Μέσα στις μεταπολεμικές συνθήκες γκρεμίστηκε συθέμελα.
Αμέσως έπειτα από την απελευθέρωση και το διώξιμο του φασίστα καταχτητή με αφορμή το «κίνημα του Δεκέμβρη» του 1944, την εξουσία την πήρανε και πάλι στα χέρια τους με την  αμέριστη υποστήριξη από τους συμμάχους τούς Άγγλους, οι αντιδραστικοί και οι συντηρητικοί. Άμεση συνέπεια: η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη επικράτησε απόλυτα, αποφασισμένη αυτή τη φορά να πνίξει κάθε προοδευτική εκπαιδευτική κίνηση, και να εξοντώσει κάθε προοδευτικό λειτουργό της παιδείας.
Εκμεταλλεύτηκε το «κίνημα του Δεκέμβρη»  και αργότερα τον εμφύλιο πόλεμο ύψωσε την αντιδραστική σημαία της, και άγρυπνος φρουρός έφραζε το δρόμο σε κάθε προοδευτική μεταρρύθμιση της παιδείας. Με το πρόσχημα της πατριδικαπηλικής «εθνικοφροσύνης» δεν άφησε τίποτε όρθιο. Καινούργιος άγριος διωγμός. Αμέτρητοι λειτουργοί της παιδείας καταδιώχτηκαν. Όλοι οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί απόχτησαν «φάκελλο στη Γενική Ασφάλεια» χαραχτηρίστηκαν ύποπτοι και επικίντυνοι και ταλαιπωρήθηκαν. Όλοι διώχτηκαν από κάθε εκπαιδευτική υπηρεσία – δημόσια και ιδιωτική- πολλοί πεταχτήκανε στο δρόμο χωρίς καμιά σύνταξη, εκατοντάδες εκτοπίστηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν. Οι καθηγητές στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, που πήρανε μέρος στην Εθνική Αντίσταση παύτηκαν[10]. Το παιδαγωγικό επιτελείο της ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης καταδιώχτηκε άγρια[11].
Η ελευθερία στη σκέψη, η ελευθερία στο φρόνημα πνίγηκε. Το μεσαιωνικό σκοταδιστικό πνεύμα πύκνωσε. Η δημοτική γλώσσα χαροπαλαίει στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου και νοθεύεται ακόμη και στο Αλφαβητάρι, η καθαρεύουσα αληθινός γλωσσοδέτης και πάλι. Στα σχολικά βιβλία της ιστορίας παραλείπονται ένδοξες σελίδες από την Επανάσταση του 1821, για να μη δυσαρεστηθούν οι σύμμαχοί μας μέσα στο ατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ) Τούρκοι, η εποποιία της Εθνικής Αντίστασης αγνοείται. Ο ψευτοκλασικισμός θριαμβεύει. Η παιδεία γίνεται προνόμιο των λίγων. Με τα βαριά δίδαχτρα, τις εισφορές και τα πανάκριβα βιβλία κλείνουν οι πόρτες της για τα παιδιά του λαού. Και θα χρειαστεί σκληρός αγώνας για να ανοίξει ο δρόμος για τη μόρφωσή τους. Τραγική αλήθεια η κατάσταση της παιδείας.

Θ! Τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση.

Όλοι ομολογούνε, πως είναι σχεδόν ανύπαρχτη. Ποτέ το Ελληνικό Κράτος από την ίδρυσή του ως σήμερα δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά  για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Τα λιγοστά επαγγελματικά και τεχνικά σχολεία, που λειτουργήσανε σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα ή ήσαν ιδιωτικά ή τα συντηρούσανε διάφορα σωματεία και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Ακόμη στα 1954 ο τότε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου της Παιδείας έγραφε: «Η συντήρησις της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, δεν δύναται να αποτελέσει έργον της Πολιτείας, διότι είναι πολυδάπανος και απαιτεί ειδικευμένον προσωπικόν. Δια τούτο ανατίθεται εις τας αγροτικάς κοινότητας και τας βιομηχανικάς επιχειρήσεις»[12].
Και δεν πρέπει να μας φανεί παράξενο. Το ελληνικό Κράτος, πίστευε πως δε χρειαζότανε η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Ως σήμερα ακόμη δεν έχει συλλάβει την τεράστια οικονομική, μα και παιδαγωγική σημασία της. Και πίστευε, πως δε χρειάζεται, γιατί ήθελε, όπως είδαμε, να είναι η παιδεία μας αριστοκρατική, προνόμιο των λίγων, των πλουσίων, και τα προνομιούχα παιδιά τους τι να την κάνουνε την τεχνική και επαγγελματική μόρφωση, αφού ούτε γεωργοί θα γίνουν, ούτε τεχνίτες, ούτε εργάτες. Τα παιδιά πάλι του δουλευτή λαού, κι αυτά δεν την είχαν ανάγκη, γιατί παίρνανε την επαγγελματική και τεχνική τους προετοιμασία, από τον πατέρα τους, από το μάστορή τους.
Έπειτα τι να τους έκανε το ελληνικό Κράτος τους μορφωμένους και καταρτισμένους στη δουλειά τους αγρότες, τους ειδικευμένους τεχνίτες και εργάτες, ακόμη και τους γεωπόνους, δασολόγους και χημικούς, όταν η οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας ήτανε τόσο χαμηλή και έμεναν ανεκμετάλλευτες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, ή τη ληστρική εκμετάλλευση την είχε αναλάβει το ξένο κεφάλαιο με προνομιακές συμβάσεις; Μα ας ρίξουμε μια γοργή ματιά στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση.
Πρώτη διαπίστωση: Οι πιστώσεις που διαθέτει ακόμη και σήμερα το ελληνικό Κράτος για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση είναι ασήμαντες, πολλές φορές μικρότερες από τις πιστώσεις, που διαθέτουν η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία, το Βέλγιο, η Δανία κ.τ.λ.
Δεύτερη διαπίστωση: Είδαμε παραπάνω , πως με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση το 1929 θεσπίστηκε να ιδρυθούνε κατώτερα γεωργικά, εμπορικά, βιοτεχνικά και οικοκυρικά σχολεία. Όμως στην πραγματικότητα τίποτε δεν έγινε. Παχειά λόγια. Πλούσιες απραγματοποίητες υποσχέσεις.
Μα και από τότε ασήμαντη είναι η ανάπτυξη της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης. Αυτό μας δείχνουν οι ακόλουθοι στατιστικοί πίνακες:
Σύμφωνα με την  επετηρίδα του 1956-57 λειτουργούσανε στη χώρα μας
22 κατώτερες μεσαίες γεωργικές σχολές
Με   2.398 μαθητές
127 κατώτερες μεσαίες τεχνικές σχολές
Με  25.569 μαθητές
43 κατώτερες και μεσαίες εμπορικές σχολές
Με   5.786 μαθητές
23 κατώτερες και μεσαίες οικοκυρικές σχολές
Με   2.594 μαθητές
30 σχολές νοσοκόμων ,βρεφοκόμων, τουρισμού κτλ
Με   2.420 μαθητές
Σύνολο
     38.717 μαθητές

Χαραχτηριστικός για την καθυστέρηση της τεχνικής εκπαίδευσης στη χώρα μας σε σύγκριση με τα γυμνάσια είναι και ο ακόλουθος στατιστικός πίνακας [13]:
Χώρες
Γυμνάσια
Τεχνικές σχολές
Αυστρία
170
530
Βέλγιο
769
2.108
Δυτική Γερμανία
2.690
9.052
Δανία
151
661
Ελλάδα
417
127
Σύμφωνα επίσης με τη στατιστική επετηρίδα του 1957 γράφτηκαν στα γυμνάσια στα πραχτικά λύκεια και στις εμπορικές σχολές 210 χιλιάδες αγόρια και κορίτσια, και στην επαγγελματική και τεχνική «μέση» εκπαίδευση 22 χιλιάδες[14] δηλαδή μόνο 10%, ενώ η κατανομή του πληθυσμού σύμφωνα με την απογραφή του 1951 είναι: αγροτικός πληθυσμός 47,7%, ημιαστικός 15,5% και αστικός 36,8%. Και αν μελετήσουμε τις ειδικές ασχολίες των κατοίκων, θα διαπιστώσουμε πως οι τύποι των σχολείων είναι αντίστροφα ανάλογοι με τις ασχολίες[15] , με τις πραγματικές δηλαδή ανάγκες του λαού. Ολοφάνερο πόσο αντιοικονομική και αντιπαραγωγική είναι η παιδεία.
Έτσι οι αγρότες στο σύνολό τους δεν παίρνουνε καμιά γεωργική μόρφωση, και από τις εκατοντάδες χιλιάδες τεχνίτες, επαγγελματίες και εργάτες το 90% είναι ολότελα αμόρφωτοι και ακατάρτιστοι. Μας λείπουν οι καταρτισμένοι καλλιεργητές της γης, μας λείπουν οι δενδροκόμοι, οι ανθοκόμοι, οι χτηνοτρόφοι, οι τυροκόμοι. Μας λείπει το κατάλληλα μορφωμένο τεχνικό προσωπικό για τα εργοστάσια. Μας λείπουν οι καταρτισμένοι για το επάγγελμά τους βιοτέχνες και οι ειδικευμένοι εργάτες. Και παράλληλα θριαμβεύει στην πληθωρική «κλασική» μέση παιδεία, ο στείρος ψευτοκλασικισμός και καλλιεργείται ο παρασιτισμός, η θεσιθηρία και η περιφρόνηση στην παραγωγική εργασία.
Τρίτη διαπίστωση: Μα και τα λιγοστά αυτά τεχνικά και επαγγελματικά σχολεία, λειτούργησαν μέσα σε δυσμενικές συνθήκες με αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά ικανοποιητικά. Και να γιατί:
1. Παραμελήθηκε πολύ η γενική μόρφωση. Τα παιδιά βγαίνουν από τα σχολεία αυτά κοντόθωροι τεχνίτες, στεγνοί επαγγελματίες.
2. Μα και ο μονόπλευρος επαγγελματικός καταρτισμός δεν μπορούσε να είναι ικανοποιητικός. Λείπανε τα απαραίτητα εφόδια για την αποδοτική διδασκαλία. Στα περισσότερα σχολεία τα εργαστήρια ήσαν σε πρωτόγονη κατάσταση. Και το διδαχτικό προσωπικό δεν είχε σχεδόν καμιά παιδαγωγική μόρφωση.
3. Αν εξαιρέσουμε μερικά επαγγελματικά σχολεία στα δημόσια ορφανοτροφεία, όλα τα άλλα είναι ιδιωτικά ή συντηρούνται από σωματεία. Η κρατική επιχορήγηση είναι ασήμαντη. Τα παιδιά λοιπόν που φοιτούνε, πληρώνουνε βαρειά δίδαχτρα. Έτσι οι πόρτες της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης είναι και αυτές κλειστές για τα άπορα παιδιά.
4. Η Κρατική παρακολούθηση και εποπτεία διασπασμένη και ασυνάρτητη. Αρμόδια ήσαν διάφορα Υπουργεία. Ο ίδιος μάλιστα τύπος σχολείων εξαρτιόταν από δύο και τρία Υπουργεία. Και δεν υπήρχε καμιά κεντρική αρχή, ένα ειδικό Συμβούλιο, που να ρυθμίζει ενιαία τη λειτουργία τους, να δίνει ενιαία κατεύθυνση, και να κανονίζει στις βασικές γραμμές το πρόγραμμα.
5. Στις ειδικές υπηρεσίες στα διάφορα Υπουργεία για τις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές οι διευθυντές και το άλλο προσωπικό, οι περισσότεροι με πτυχίο νομικής, δεν έχουνε κανένα παιδαγωγικό καταρτισμό, και δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουνε τα γενικά και ειδικά παιδαγωγικά προβλήματα. Γι αυτό και η καθοδήγηση που δίνουν πολλές φορές είναι λαθεμένη.
Τέταρτη διαπίστωση: τα 2/3 από τα παιδιά που γράφονται στις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, φοιτούνε στις νυχτερινές από τις 7-10 το βράδυ. Σωστό ξεθέωμα για τα παιδιά αυτά, που δουλεύουν όλη την ημέρα και που τα περισσότερά τους ζούνε μέσα στην εξαθλίωση. Το Ελληνικό Κράτος αδιαφορεί μπροστά στον ηρωισμό αυτών των παιδιών, που διψάνε για μόρφωση και εν παίρνει κανένα προστατευτικό μέτρο.
Συμπέρασμα: Έχουμε λοιπόν υπερτροφία στην ψευτοκλασική μέση παιδεία, και επικίντυνη ατροφία στην γεωργική, τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Ο κίντυνος από την κατάσταση αυτή είναι πραγματικά πολύ μεγάλος, είναι εθνικός. Η παιδεία μας καλλιεργεί τον παρασιτισμό και τη θεσιθηρία, και δεν εξοπλίζει το λαό δεν του δίνει τα εφόδια ν’ αξιοποιήσει τον εθνικό πλούτο, και να δραστηριοποιήσει τη δημιουργική του δράση για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Και ο κίντυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος τώρα, που μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά. Πως θα συναγωνιστούμε τους ευρωπαϊκούς αυτούς λαούς που έχουν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό, την τεχνική και επαγγελματική τους εκπαίδευση, όταν η απόδοση του έλληνα γεωργού, τεχνίτη και εργάτη είναι πολύ κατώτερη;

Ι! Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στα 1959
Υποανάπτυχτη και καθυστερημένη όπως ήταν η χώρα μας, και γονατισμένη από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, για να μην καταποντιστεί, έπρεπε να ανορθώσει την ερειπωμένη οικονομία της. Και οι πιο συντηρητικοί, άρχισαν να καταλαβαίνουνε, πως οικονομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη δεν μπορούσε να γίνει, χωρίς να αναδιοργανωθεί η παιδεία. Επιταχτική λοιπόν η ανάγκη να μεταρρυθμιστεί η παιδεία.
Η τότε Κυβέρνηση Καραμανλή, αντιδραστική πέρα για πέρα δεν μπορούσε να υιοθετήσει προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Την εκπαιδευτική της πολιτική την  έκφραζε και την καθοδηγούσε η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη. Και οι εκπρόσωποί της με το παραπλανητικό σύνθημα της –πατριδοκαπηλικής – «εθνικοφροσύνης»[16] δεν εννοούσαν να κάνουν καμιά παραχώρηση. Μπροστά στη μεγάλη πίεση από τα συντηρητικά ακόμη στοιχεία, η Κυβέρνηση Καραμανλή για να δώσει κάποια διέξοδο, κατάρτισε ειδική Επιτροπή με την εντολή να μελετήσει το εκπαιδευτικό πρόβλημα, και να υποδείξει την κατάλληλη λύση. Η σύνθεση της Επιτροπής προδίκαζε το αποτέλεσμα. Τα μέλη της, εκτός από μια ή δυό εξαιρέσεις ανήκαν στην αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη, και θα ήταν αδύνατο να προτείνουνε προοδευτική στην ουσία λύση.
Έπειτα από δυό χρόνια συζητήσεις και ζυμώσεις, ο νέος Υπουργός της Παιδείας Γ. Βογιατζής υπόβαλε στη Βουλή το Μάϊο του 1959 σειρά από εκπαιδευτικά νομοσχέδια. Το αντιπροσωπευτικό για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση νομοσχέδιο ήτανε το «Περί τεχνικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, οργανώσεως της μέσης εκπαιδεύσεως και διοικήσεως της παιδείας». Πλατιά η συζήτηση στη Βουλή[17]. Πήρανε μέρος και βουλευτές, εκπρόσωποι της ριζοσπαστικής γλωσσοεκπαιδευτικής παράταξης, και ανάμεσά τους ο βουλευτής και Πρύτανης του Πολυτεχνείου Νίκος Κιτσίκης, ο βουλευτής παιδαγωγός Κώστας Σωτηρίου και άλλοι. Όλοι τους τόνισαν, ως η εκπαιδευτική αυτή μεταρρύθμιση, που πρότεινε ο Υπουργός Βογιατζής, στην ουσία της κάθε άλλο παρά προοδευτική ήτανε, και προβλέψανε την αποτυχία της. Και τα πράγματα έδειξαν πόσο δίκιο είχε η ριζοσπαστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη. Ας ρίξουμε μια ματιά.
α! Το νομοσχέδιο «Περί τεχνικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως κ.τ.λ.» - αυτό είναι το βασικό, όπως είπα – παρουσιάζει τρία προοδευτικά σημεία. Και αυτά είναι: Το πρώτο: Με την οργάνωση της μέσης εκπαιδεύσεως, που προτείνεται, αναγνωρίζεται η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, αναγνωρίζεται η χρησιμότητά της.
Το δεύτερο: Όλες οι τεχνικές και επαγγελματικές σχολές θα υπάγονται από δω και πέρα στο Υπουργείο της Παιδείας[18], και έτσι θα είναι ενιαία η εποπτεία και η διοίκηση της παιδείας.
Το τρίτο: Με τη νέα οργάνωση ιδρύονται, παράλληλα με τα κλασικά γυμνάσια, και γεωργικά, οικονομικά, τεχνικά, βιομηχανικά και ναυτικά γυμνάσια. Διακλαδίζεται λοιπόν η μέση παιδεία και από μονόπλευρη γίνεται πολύπλευρη.
Μα και τα τρία αυτά προπαρασκευαστικά μέτρα είναι, όπως θα ιδούμε, στην επιφάνεια μόνο προοδευτικά. Δε θίγουνε ούτε το σχολαστικό πνεύμα, ούτε το περιεχόμενο, την ουσία δηλαδή της μέσης παιδείας. Και το χειρότερο εφαρμόστηκαν με αντιδραστική διάθεση. Ήτανε λοιπόν φυσικό η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση να μην «αποδώσει τους καρπούς» που περίμεναν οι εισηγητές της.
Και πρώτα, τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, που ιδρύθηκε για την ενιαία εποπτεία και καθοδήγηση της παιδείας ανήκαν, όσο ξέρω, στην αντιδραστική και συντηρητική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη, και ήτανε δύσκολο, αν όχι αδύνατο να δώσουνε προοδευτική πνοή στην παιδεία. Έμειναν προσκολλημένοι στην παράδοση, δεν είχανε συλλάβει το βαθύτερο νόημα της τεχνικής εκπαίδευσης και δεν της έδωσαν τη θέση που έπρεπε στη μέση παιδεία.
Έπειτα οι ξεχωριστές τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, που ιδρύθηκαν ήσαν πολύ λίγες, και λειτουργήσανε χωρίς την απαραίτητη προπαρασκευή. Ούτε υπήρχε το κατάλληλα καταρτισμένο διδαχτικό προσωπικό για να αναπτυχτεί ποσοτικά και ποιοτικά η τεχνική εκπαίδευση. Γιατί ούτε τα κατάλληλα ιδρύματα για τη μόρφωση την επιστημονική και παιδαγωγική του προσωπικού ιδρύθηκαν, ούτε στάλθηκαν λειτουργοί της τεχνικής και επαγγελματικής παιδείας να μορφωθούνε στα άλλα τα προχωρημένα στον πολιτισμό Κράτη και με ανθηρή την τεχνική τους εκπαίδευση.
Και δεν πάρθηκε κανένα μέτρο, γιατί η πίστωση που χορηγήθηκε για την εκπαιδευτική αυτή μεταρρύθμιση ήταν μόνο 20 εκατομμύρια δραχμές, ενώ, όπως ο ίδιος ο Υπουργός της Παιδείας ομολόγησε – θα χρειαζόντουσαν το λιγότερο 100 εκατομμύρια. Η δικαιολογία η ίδια από το 1836. Δεν άντεχε, είπε στη Βουλή ο Υπουργός, ο προϋπολογισμός[19]. Έτσι οι λιγοστές τεχνικές σχολές που ιδρύθηκαν, κακολειτουργήσανε, χωρίς το κατάλληλο διδαχτικό προσωπικό και τα απαραίτητα εφόδια.
Και για να ανακουφιστεί κάπως ο προϋπολογισμός του Υπουργείου της Παιδείας, ορίστηκαν και δίδαχτρα για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Βασανιστική αλήθεια, και αντιφατική η πορεία της. Αναγνωρίζεται η χρησιμότητά της, μας λείπουνε χιλιάδες τεχνικά και επαγγελματικά στελέχη, και παράλληλα το ένα εμπόδιο επάνω στο άλλο για τα φτωχά παιδιά του λαού.
Μα και ο διακλαδισμός στη μέση παιδεία είναι κι αυτός διαποτισμένος από το αντιδραστικό πνεύμα. Τα γεωργικά, τεχνικά, οικονομικά, βιομηχανικά και ναυτικά γυμνάσια είναι κι αυτά στο βάθος ψευτοκλασικά, γιατί κι αυτά βασίζονται στην «ανθρωπιστική παράδοση». Έχουνε, βέβαια, προστεθεί στο πρόγραμμά τους και μερικά αντίστοιχα για τον κάθε κλάδο μαθήματα, εξακολουθούν όμως να διδάσκονται και οι αρχαίοι κλασικοί με το ίδιο ψευτοκλασικό σύστημα, με τη γραμματική δηλαδή και το συνταχτικό της αρχαίας αττικής γλώσσας.
β! Βάση για τη μέση παιδεία, και για την αναδιοργάνωσή της, μας λέει  εισηγητική έκθεση, είναι και πρέπει να είναι η «ανθρωπιστική παράδοση». Στη συζήτηση στη Βουλή[20] τονίστηκε, πως η «ανθρωπιστική παράδοση» δεν είναι παρά μεταμφιεσμένη – και παραπλανητική με το καινούργιο της όνομα- η βυζαντινοεκκλησιαστική παράδοση, και πως η ανθρωπιστική παράδοση διαφέρει ριζικά από τη γνήσια ανθρωπιστική παιδεία. Τη ριζική αναμεταξύ τους διαφορά, θεωρώ σκόπιμο να παρουσιάσω [να αναλύσω] όσο γίνεται συντομότερα. Θα περιοριστώ στα κύρια σημεία.
«Ανθρωπισμός» ή «Ουμανισμός» ονομάστηκε το προοδευτικό ιδεολογικό ρεύμα, η βιοθεωρία, που ανάπτυξε η αστική τάξη από τα πρώτα της βήματα, το 14ο και 15ο αιώνα. Είναι το πρώτο ιδανικό της. Εκφράζει τους πόθους και τις λαχτάρες της αστικής τάξης.
Η αστική τάξη, στην προοδευτική πορεία της, αγωνίζεται να σπάσει τις βαριές αλυσίδες του φεουδαρχισμού. Θέλει να λυτρωθεί από τη σκοταδιστική κοσμοθεωρία της «σχολαστικής» θεολογικής φιλοσοφίας και να αποτινάξει την αυθεντία της Καθολικής Εκκλησίας. Παλαίει ν’ ανοίξει το δρόμο στην ελεύθερη επιστημονική έρευνα και θεωρεί πολύτιμο όργανο για τη αλήθεια, για την αναζήτηση και την κατάχτησή της το «λογικό» του ανθρώπου, τη νόηση. Λαχταράει η αστική τάξη να καταχτήσει την πολιτική, οικονομική και πνευματική ελευθερία. Ζητεί να αναγνωριστεί η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η αξία της επίγειας ανθρώπινης ζωής. Πιστεύει στη μόρφωση, στη μεγάλη χρησιμότητά της για την πρόοδο, και φροντίζει να αναπτυχτεί με την Παιδεία αρμονικά η προσωπικότητα του ανθρώπου. Θέλει η αστική τάξη να χαρεί τη ζωή και τις ομορφιές της. Θέλει να χτίσει τον καινούργιο υλικό και πνευματικό πολιτισμό, το δικό της «παράδεισο» στη γη. Και προβάλλει σε αντίθεση προς το μεσαιωνικό σκοταδισμό το φως της επιστήμης, και σε αντίθεση με το ανασταλτικό ασκητικό ιδανικό, το δικό της προοδευτικό ανθρωπιστικό ιδανικό με περιεχόμενο την ελευθερία του ατόμου, την ελευτερία στη σκέψη, τη χαρά της ζωής με τη δημιουργική δράση, την πολύπλευρη αρμονική μόρφωση του ανθρώπου και τον εξοπλισμό του με την Παιδεία.
Πολύτιμο στήριγμα για το δικό της – το «ανθρωπιστικό»- ιδανικό της δίνει ο αρχαίος ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός, και προπάντων ο αξιοθαύμαστος πολιτισμός της αρχαίας Αθήνας τον 5ο και 4ο αιώνα. Ο πολιτισμός αυτός με τα πλούσια γόνιμα στοιχεία του[21] έγινε τροφοδότρα πηγή στο καινούργιο ιδανικό της αστικής τάξης, δραστικό όπλο στον ιδεολογικό της αγώνα. Εκεί στον αρχαίο κλασικό πολιτισμό βρήκε η αστική τάξη παρορμητικά κίνητρα για την προοδευτική της δράση. Ο πολίτης της δημοκρατικής Αθήνας υψώνεται στα μάτια της θαυμαστό παράδειγμα. Είναι καλλιεργημένος. Είναι ελεύθερος. Είναι «άνθρωπος».
Πλούσια πηγή για τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και πολύτιμο βοήθημα για να γνωρίσουνε τον πολιτισμό αυτό ήσαν οι αρχαίοι κλασικοί συγγραφείς. Έτσι γεννήθηκε η επιταχτική ανάγκη να μελετηθούν τα έργα των αρχαίων κλασικών και ξέσπασε ο ενθουσιασμός για τις κλασικές σπουδές. Και επειδή τα έργα των αρχαίων κλασικών έγιναν σπουδαίος συντελεστής για να συνειδητοποιούνται οι αρχές του «ανθρωπισμού», οι κλασικές σπουδές ονομάστηκαν και «ανθρωπιστικές». Και τόσος ήταν ο ζήλος και ο ενθουσιασμός για τις κλασικές σπουδές, ώστε ο «ανθρωπισμός» στη στενότερη σημασία του ταυτίστηκε με τις κλασικές –ανθρωπιστικές - σπουδές, με τη μελέτη δηλαδή και την καλλιέργεια της αρχαίας ελληνικής και λατινικής φιλολογίας.
Οι αρχαίοι λοιπόν κλασικοί συγγραφείς με τα πολύτιμα διδάγματά τους βοηθούσαν αποτελεσματικά την αστική τάξη στον ιδεολογικό της εξοπλισμό και γίνονται κίνητρα για πρόοδο. Και οι κλασικές ανθρωπιστικές σπουδές θεωρήθηκαν απαραίτητες για κάθε μορφωμένο και αποτέλεσαν τη βάση για τη γενική μόρφωση. Και γι αυτό η γενική μόρφωση ονομάστηκε και ανθρωπιστική.
Το αστικό ανθρωπιστικό ιδανικό, μέσα στην πορεία, που βάδισε ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, πέρασε από διάφορες φάσεις, αντίστοιχα με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις που ήθελε να πραγματοποιήσει η αστική τάξη στις διάφορες χώρες. Όταν η αστική τάξη βαδίζει το προοδευτικό δρόμο, και το ανθρωπιστικό ιδανικό κυλάει ορμητικά είναι μεστό και ρωμαλέο κίνητρο για την πρόοδο. Όταν όμως η αστική τάξη σταματάει την προοδευτική της πορεία και γίνεται λίγο πολύ συντηρητική, και το αστικό ανθρωπιστικό ιδανικό παραστρατίζει. Είναι τότε φορμαλιστικό, λίγο πολύ κούφιο και επίπλαστο. Ανάλογα λοιπόν με την πορεία, που βάδιζε στις διάφορες χώρες η αστική τάξη και τον οικονομικοκοινωνικό προσανατολισμό της και το ανθρωπιστικό ιδανικό της πήρε διαφορετικό και περιεχόμενο και διαφορετικές μορφές, από την πιο προοδευτική, που μπορούσε να πάρει μέσα στο αστικό κοινωνικό σύστημα, ως την πιο συντηρητική. Παράλληλα και μαζί με το ανθρωπιστικό ιδανικό πήρανε και οι ανθρωπιστικές κλασικές σπουδές διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετικές μορφές από την πιο προοδευτική ως την πιο συντηρητική, που κορυφώνεται στην άγονη και κούφια τυπολατρεία, στη δουλική μίμηση, και στο στείρο ψευτοκλασικισμό.
Σε μας, που η αστική τάξη από την Επανάσταση του 1821 συμβιβάστηκε με τα φεουδαρχικά στοιχεία και έγινε στη μεγάλη της πλειοψηφία συντηρητική, το ανθρωπιστικό ιδανικό έχασε τη ζωντάνια του και παρουσιάστηκε με αντίστοιχη κάθε φορά συντηρητική μορφή. Παράλληλα και μαζί του βαδίσανε και οι ανθρωπιστικές κλασικές σπουδές στη χώρα μας. Πήρανε κι αυτές αντίστοιχη κάθε φορά συντηρητική ψευτοκλασική μορφή. Σκοπός τους «η ανάστασις των εξωτερικών μορφών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού» η νεκρανάσταση της αρχαίας γραμματικής και του συνταχτικού[22], και κατάντησαν το ανθρωπιστικό ιδανικό και οι κλασικές σπουδές μια από τις πιο ανασταλτικές αιτίες στην πρόοδο της πατρίδας μας και το φωτισμό του λαού. Παράλληλα πήρανε οι κλασικές ή ανθρωπιστικές σπουδές και έναν ιδιαίτερο χρωματισμό. Έγιναν το σπουδαιότερο επιχείρημα στην πατριδοκαπηλική αντίδραση[23].
Αυτό το στείρο ανασταλτικό ανθρωπιστικό ιδανικό με την προγονοπληξία και τις ψευτοκλασικές –ψευτοανθρωπιστικές – σπουδές προβάλλει η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη. Και αυτή «την ανάστασιν των εξωτερικών μορφών» αυτή τη κούφια τυπολατρεία εκφράζει η «ανθρωπιστική παράδοση» στη χώρα μας. Είναι λοιπόν παραπλανητική και ανασταλτική. Γι αυτό, είπα παραπάνω, πως η «ανθρωπιστική παράδοση» διαφέρει ριζικά από την προοδευτική αστική «ανθρωπιστική παιδεία».
Η προοδευτική αστική ανθρωπιστική παιδεία δεν ταυτίζεται, ούτε πρέπει να ταυτίζεται, με τις κλασικές σπουδές. Έχει πολύ πλατύτερο περιεχόμενο. Εμπνέεται από το προοδευτικό αστικό ανθρωπιστικό ιδανικό και θέλει να μορφώσει πολύπλευρα τη νέα γενιά σύμφωνα με τις αρχές του προοδευτικού αστικού «ανθρωπισμού». Αναγνωρίζει, βέβαια, τις κλασικές σπουδές, την αξία και χρησιμότητά τους ενδιαφέρεται όμως για το περιεχόμενο των έργων των κλασικών συγγραφέων, για τα διδάγματά τους και την εξυψωτική τους δύναμη, και πιο πολύ ενδιαφέρεται για τα γόνιμα στοιχεία του αρχαίου πολιτισμού.
Ο αστικός όμως ανθρωπισμός θεωρείται σήμερα από τους ριζοσπαστικά προοδευτικούς ξεπερασμένος, για δυό προπάντων λόγους. Πρώτα γιατί στην καλύτερη περίπτωση είναι «συναιστηματικός». Δεν αρκούν οι οραματισμοί και τα ονειροπολήματα. Εκείνο, που χρειάζεται, για να πραγματοποιεί ο άνθρωπος την ανθρώπινη υπόστασή του, και να χαρεί τη ζωή, είναι να καταπολεμηθούν οι πραγματικές αιτίες που κρατούνε τον άνθρωπο στην εξαθλίωση και στο πνευματικό σκοτάδι. Και δεύτερο ο αστικός ανθρωπισμός είναι σήμερα ατομικιστικός. Προβάλλει την ατομική ευτυχία. Και συχνά η ευτυχία του ατόμου γίνεται σε βάρος των άλλων.
Απέναντι στον αστικό ατομικιστικό ανθρωπισμό, ορθώνεται σήμερα ο νέος ο γνήσιος – όπως τον ονομάζουν οι οπαδοί του- ανθρωπισμός. Τυπικά και ο ατομικιστικός και ο γνήσιος ανθρωπισμός έχουνε τα ίδια βασικά γνωρίσματα. Διαφέρουν όμως και στο περιεχόμενο και στο πλάτος, που παίρνουνε τα γνωρίσματα αυτά.
Πραγματική αναγνώριση και εχτίμηση στην αξία του ανθρώπου, πραγματική αναγνώριση και εχτίμηση στην αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης ζωής δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρχει, τονίζουν οι οπαδοί του γνήσιου ανθρωπισμού, όπου υπάρχει εξαθλίωση, καταπίεση, ταπείνωση και πνευματικό σκοτάδι. Εκεί δεσμεύεται και κακοποιείται η ελευθερία του ανθρώπου. Εκεί η εργασία είναι καταναγκασμός. Εκεί λείπουν οι πραγματικά ανθρωπιστικοί όροι, για να αναπτυχτεί η δημιουργική δράση και να ανθίσει η προσωπικότητα. Εκεί λοιπόν δεν πραγματώνεται η ανθρώπινη υπόσταση.
Ο «γνήσιος» ανθρωπισμός θέλει τη ζωή χαρούμενη και ευτυχισμένη για όλους και αγωνίζεται να ικανοποιούνται ολοένα καλύτερα οι υλικές και πνευματικές ανάγκες όλων. Ένα μόνο όρο θέτει στον καθένα, την παραγωγική δημιουργική δουλειά για την ευτυχία του συνόλου. Ο γνήσιος ανθρωπισμός ζητάει και αγωνίζεται η επιστήμη και η τεχνική να μπούνε στην υπηρεσία του λαού, να γίνουν με την πολύπλευρη παιδεία χτήμα του και όργανο για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Ζητάει και αγωνίζεται η επιστήμη από φονικό και εξοντωτικό όργανο, που την έχουνε καταντήσει, να γίνει «όργανο ζωής». Και να υψώνει ολοένα τον άνθρωπο κυρίαρχο στη φύση και κύριο στην τύχη του. Ο γνήσιος ανθρωπισμός αγκαλιάζει όλους τους λαούς και υψώνει τη σημαία της παγκόσμιας ειρήνης, καταδικάζει τους επιθετικούς και καταχτητικούς  πολέμους και αγωνίζεται να φράξει το δρόμο τους. Όσοι ρίχνονται στους αρπαχτικούς πολέμους «μόνοι τους πετάνε από πάνω τους τον ανθρωπισμό, όπως πετάμε από πάνω μας τη μάσκα». Ο γνήσιος ανθρωπισμός αγωνίζεται για την παγκόσμια ειρήνη και κηρύχνει, πως η ελευθερία και η ευτυχία είναι ενιαία επάνω στη γη, δικαίωμα όλων των λαών. Δεν υπάρχουνε προνομιούχοι λαοί. Μόνο με τη συνεργασία και την αμοιβαία βοήθεια, με την αλληλεγγύη και την ευγενική άμιλλα ανάμεσα σ’ όλα τα άτομα και σ’ όλους τους λαούς ολοκληρώνεται και καρποφορεί η δημιουργική χαρά, η ευτυχία.
Η «γνήσια» ανθρωπιστική παιδεία – γι αυτήν αγωνίζεται  σήμερα η ριζοσπαστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη – εμπνέεται από το γνήσιο ανθρωπιστικό ιδανικό και θέλει να μορφώσει τη νέα γενιά σύμφωνα με τις τόσο προοδευτικές – πραγματικά ανθρωπιστικές – βασικές αρχές του «γνήσιου» ανθρωπισμού. Αναγνωρίζει την αξία των κλασικών σπουδών, ενδιαφέρεται όμως μόνο για το περιεχόμενο των έργων των κλασικών συγγραφέων και θεωρεί κατάρα για την παιδεία μας την προγονοπληξία και τον ψευτοκλασικισμό. Η «γνήσια» ανθρωπιστική παιδεία δεν ταυτίζεται με την αστική ανθρωπιστική παιδεία. Έχει πλατύτερο, ριζοσπαστικότερο, πραγματικά ανθρωπιστικό περιεχόμενο. Είναι ολοφάνερο τώρα, πως η αντιδραστική ψευτοκλασική «ανθρωπιστική παράδοση» δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική ανθρωπιστική παιδεία.
γ! Και για να μη μείνει καμιά αμφιβολία, πόσο στο βάθος αντιδραστική ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στα 1959, σημειώνω δυό βασικές ελλείψεις, δυό ολοφάνερα αντιδραστικά γνωρίσματά της. Μέσα στα τόσα νομοσχέδια, που ψηφίστηκαν στη Βουλή, καμιά πρόνοια για την προσχολική ηλικία. Καμιά πρόνοια ούτε για την προστασία της μητέρας, ούτε για βρεφοκομικούς και παιδικούς σταθμούς, ούτε για τα νηπιαγωγεία, μολονότι όλοι ομολογούν πως και λιγοστά είναι και κακολειτουργούνε. Το Υπουργείο της Παιδείας δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την προσχολική ηλικία. Άφησε την ανατροφή των παιδιών της προσχολικής ηλικίας στα χέρια της οικογένειας. Σαν να μην ήξερε, πως εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες ζούνε μέσα στην εξαθλίωση και την αμορφωσιά.
Μα και για τη δημοτική εκπαίδευση η ίδια αδιαφορία. Ούτε κανένα νομοσχέδιο υποβάλλεται, ούτε καμιά φροντίδα για τη θεραπεία της, για τη βελτίωσή της, για την ποσοτική και ποιοτική της ανάπτυξη. Η κατάσταση της δημοτικής εκπαίδευσης μένει η ίδια. Η καθαρεύουσα κυριαρχεί και φυτοζωεί στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου η ψευτοδημοτική. Το πρόγραμμα εξακολουθεί ασυγχρόνιστο και σε πολλά σημεία σκοταδιστικό. Προβλέπεται μόνο σ’ ένα από τα νομοσχέδια να διοριστούνε χίλιοι εξακόσιοι δασκάλοι, όμως πολλές θέσεις μένουνε και πάλι ασυμπλήρωτες. Και για το εξαθλιωμένο διδαχτικό προσωπικό μόνο παχειές απραγματοποίητες υποσχέσεις. Η υπομονή εξαντλήθηκε και οι λειτουργοί της δημοτικής παιδείας , για να βελτιώσουνε την κατάστασή τους αναγκάστηκαν να απεργήσουνε.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στα 1959, αντιδραστική στην ουσία, πλαισιώθηκε, φυσικά, με αντιδραστικά στελέχη, και σωστό ναυάγιο, άφησε άλυτα πλήθος προβλήματα και προκάλεσε τις γνωστές συγκλονιστικές απεργίες. Απεργούν οι λειτουργοί της παιδείας, απεργούν οι σπουδαστές στην ανώτερη τεχνική σχολή, απεργούν οι μαθητές των γυμνασίων, γιατί μένουν ασυμπλήρωτες οι κενές θέσεις στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης, και για να λυτρωθούν από τα βαρειά διδαχτρα και τις μαθητικές εισφορές, απεργούν οι φοιτητές για την άθλια κατάσταση της ανώτερης παιδείας, και ζητούν να διπλασιαστούν οι πιστώσεις για την παιδεία,- από το 7,8% να ανέβουν στα 15% του προϋπολογισμού- και ξεσηκώνονται και αγαναχτούν οι γονείς γιατί τα παιδιά τους μένουν αμόρφωτα.

ΙΑ! Η ανώτερη παιδεία
Αντίστοιχη με τη θλιβερή για το λαό κατάσταση στη δημοτική και μέση παιδεία, είναι και η κατάσταση στην ανώτερη παιδεία. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού από την ίδρυση του ελληνικού Κράτους  ως σήμερα κυριαρχούσε η φεουδαρχική αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη, και είχε ισχυρό προπύργιό της το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ιδιαίτερα τη Φιλοσοφική Σχολή. Από το Πανεπιστήμιο ξεχυνόταν ορμητικό το αντιδραστικό ρεύμα και η Φιλοσοφική Σχολή με τους γλωσσαμύντορες καθηγητές του Πανεπιστημίου πρωτοστάτησε και στα «Ευαγγελικά» και στα «Ορεστειακά» και στα «Αθεϊκά του Βόλου» και στα «Μαρασλειακά»[24]. Η ανώτερη παιδεία άνοιξε τις πόρτες της το 1837. Από τότε ως σήμερα βασανιστική η πορεία της. Παρουσιάζει αξιοσημείωτη ποσοτική αύξηση τα τελευταία σαράντα χρόνια εξακολουθεί όμως να είναι ποιοτικά καθυστερημένη.
α! Ποσοτική ανάπτυξη αξιοσημείωτη
1. Τα ανώτερα εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Το Μάη του 1837 άρχισε να λειτουργεί το Πανεπιστήμιο της Αθήνας[25]. Σχεδόν ταυτόχρονα ιδρύθηκε και το Εθνικό Μετσόβιο – όπως ονομάζεται τώρα – Πολυτεχνείο. Αυτά τα δύο ήσαν τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ως το 1920.
Στα 1920 ιδρύθηκε η Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή – φοίτηση τετράχρονη – και η Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών –φοίτηση τρίχρονη. Το 1925 ιδρύθηκε το δεύτερο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη. Στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης λειτουργεί, τμήμα του και η Ανωτέρα Δασολογική Σχολή –φοίτηση τετράχρονη. Το 1930 άρχισε να λειτουργεί η Πάντειος Σχολή[26]- φοίτηση τρίχρονη. Σκοπός της Σχολής αυτής είναι να καταρτίζει κρατικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους για τράπεζες και άλλα παρόμοια ιδρύματα. Το 1958 με ειδική νομοθετική διάταξη αναγνωρίστηκε ισότιμη με τις άλλες ανώτερες Σχολές και η Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών[27]. Στην ανώτερη παιδεία πρέπει να συγκαταλέξουμε ακόμη την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, την Ακαδημία Σωματικής Αγωγής –καταρτίζει το διδαχτικό προσωπικό για τη σωματική αγωγή στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης- και τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες – δίχρονη φοίτηση για τη μόρφωση του διδαχτικού προσωπικού στη δημοτική εκπαίδευση.
Σχετικά λοιπόν με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα η ποσοτική αύξηση είναι αξιοσημείωτη. Παρ’ όλη όμως την αύξηση τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν είναι αρκετά. Χρειάζονται ακόμη και άλλα πολλά, και μάλιστα ειδικές Σχολές και επιστημονικά Ινστιτούτα, για να συγχρονιστεί η ανώτερη παιδεία και να είναι σε θέση να ικανοποιεί τις ανάγκες του ελληνικού λαού. Η σημαντική αυτή έλλειψη παρουσιάζει την ανώτερη παιδεία μας καθυστερημένη ποσοτικά, σε σύγκριση με άλλες πολιτισμένες χώρες.
2. Σχετικά με τον αριθμό των φοιτητών και σπουδαστών η ποσοτική αύξηση στην ανώτερη παιδεία δεν είναι, όσο θα έπρεπε, ικανοποιητική. Σε σύγκριση μάλιστα με άλλες πολιτισμένες χώρες είναι αρκετά καθυστερημένη. Χαραχτηριστικοί είναι οι ακόλουθοι δυό στατιστικοί πίνακες[28]
Φοιτητές στα Πανεπιστήμια
Χώρες
Ποσοστό στον πληθυσμό
Βρετανία
0,27%
Γαλλία
0,27%
Ολλανδία
0,35%
Ελβετία
0,34%
Γιουγκοσλαβία
0,30%
Δανία
0,30%
Ελλάδα
0,15%
Αν λογαριάσουμε και τους σπουδαστές που φοιτούνε στα άλλα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και στα επιστημονικά ινστιτούτα, η αναλογία σε σύγκριση με τις άλλες χώρες θα είναι ακόμη μικρότερη.
Σύμφωνα με τη στατιστική επετηρίδα του 1957 φοιτούσανε
Στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας
6.670 φοιτητές
Στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης
4.580 φοιτητές
Στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
1.401 φοιτητές
Στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών
1.872 φοιτητές
Στην Πάντειο Σχολή
2.578 φοιτητές
Στην Ανωτάτη Βιομηχανική  Σχολή
1.083 φοιτητές
Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
113 φοιτητές
Στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή
305 φοιτητές
Στην Ακαδημία Σωματικής Αγωγής
118 φοιτητές
Στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες
2.507 φοιτητές
Σύνολο
21.227 φοιτητές
Σε άλλες πολιτισμένες χώρες, όπως μας έδειξε ο πρώτος πίνακας, ο αριθμός των σπουδαστών είναι πάνω από διπλάσιος[29]. Αν συγκρίνουμε τον αριθμό των σπουδαστών με τον αριθμό των παιδιών που φοιτούνε στη δημοτική εκπαίδευση διαπιστώνουμε πως οι σπουδαστές στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα μόλις φτάνουνε το 2%, μ’ άλλα λόγια από τα 100 παιδιά, που φοιτούνε στα δημοτικά σχολεία μόνο τα δύο προχωρούνε στην ανώτερη παιδεία. Και φυσικά τα δυό αυτά παιδιά δεν είναι ούτε εργατόπαιδα, ούτε φτωχά αγροτόπαιδα. Ολοφάνερο πόσο και η ανώτερη παιδεία είναι προνόμιο των λίγων[30].
Η φεουδαρχική αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη, που κυριαρχούσε, από την ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους, έκανε ότι μπορούσε για να κλείσει τις πόρτες της μέσης και ανώτερης παιδείας στα παιδιά του εργάτη και του φτωχού αγρότη. Την αριστοκρατική αυτή εκπαιδευτική πολιτική τη διατύπωσε κιόλας στο τέλος του 18ου αιώνα, όπως είδαμε, ο Παν. Κοδρικάς[31] και οι διάδοχοί του, οι αντιδραστικοί, την ετήρησαν με ευλάβεια. Φραγμοί λοιπόν: υπέρογκα δίδαχτρα, εξέταστρα, χαρτόσημα, πανάκριβα πολυσέλιδα βιβλία, «εισιτήριες» εξετάσεις[32] με τα αβάσταχτα έξοδα για φροντιστήρια, περιορισμένος αριθμός «εισακτέων» σε κάθε Σχολή, και τόσα άλλα δυσκολοπέραστα εμπόδια. Η προοδευτική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη αγωνίστηκε σκληρά ν’ ανοίξουν οι πόρτες της παιδείας και για φτωχά παιδιά. Η προσπάθειά της αρχίζει τώρα να αποδίδει καρπούς.
Δύο είναι τα επιχειρήματα, που προβάλλουν οι αντιδραστικοί για να κρατάνε τις πόρτες της ανώτερης παιδείας κλειστές για τα παιδιά του λαού. Πρώτο επιχείρημα: Η γνωστή δικαιολογία, το γνωστό τροπάριο, πως η Ελλάδα είναι φτωχή χώρα και δεν αντέχει ο προϋπολογισμός. Δεν μπορεί το Κράτος, τονίζουν, ούτε άλλα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα να ιδρύσει, ούτε αυτά που έχουμε να τα πλουτίσει με επιστημονικά εργαστήρια και βιβλιοθήκες, ούτε υποτροφίες στα φτωχά μα ικανά παιδιά να χορηγήσει. Γι αυτό να σπουδάζουν «όσοι έχουν». Άλλωστε –και τούτο είναι το δεύτερο επιχείρημα- δε μας χρειάζονται περισσότεροι επιστήμονες. Αντίθετα έχουμε πληθωρισμό και φουντώνει έτσι το «σπουδασμένο» προλεταριάτο.
Και τα δυό αυτά επιχειρήματα είναι παραπλανητικά. Η Ελλάδα δεν είναι φτωχή χώρα. Την καταντήσανε φτωχή. Οι πλουτοπαραγωγικές της πηγές είναι πολλές. Μα άλλες μένουν ακόμη ανεκμετάλλευτες και σε πρωτόγονη κατάσταση και άλλες,, αρκετά σημαντικές τις εκμεταλλεύεται προπάντων το ξένο κεφάλαιο σε βάρος του λαού. Έπειτα και μέσα στις σημερινές συνθήκες με την καθυστερημένη οικονομία μας λείπουνε χιλιάδες δασκάλοι και καθηγητές, χιλιάδες γεωπόνοι, φυσικοί, χημικοί και τεχνικοί και χιλιάδες γιατροί[33]. Εκεί που πραγματικά υπάρχει πληθωρισμός είναι οι δικηγόροι. Και τούτο είναι ακόμη μια ένδειξη για την καθυστερημένη οικονομία μας. Οι νέοι εξακολουθούν και σήμερα ακόμη να προστρέχουν στη νομική Σχολή, γιατί με το πτυχίο της νομικής Σχολής ανοίγουν όλες οι πόρτες της θεσιθηρίας και της υπαλληλίας.
Για να λυτρωθούμε από την οικονομική εξαθλίωση, και να ανορθώσουμε την οικονομία μας, για να υψωθεί το υλικό και πνευματικό επίπεδο του λαού, έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα για τους παραγωγικούς κλάδους, από επιστήμονες καλά καταρτισμένους και με βαθειά συναίστηση για την κοινωνική τους αποστολή. Και έχουμε ακόμη μεγάλη ανάγκη από τα ειδικά επιστημονικά Ινστιτούτα με κύριο σκοπό να μελετηθούν και να δοθεί εξυπηρετική για το λαό λύση στα πλουτοπαραγωγικά μορφωτικά και υγειονολογικά προβλήματα της χώρας, που εξακολουθούν να μένουν άλυτα. Οι σχετικές πιστώσεις απαραίτητες και πρέπει να δοθούν. Οι δαπάνες για την παιδεία είναι οι πιο παραγωγικές.
β! Καθυστερημένη και στην ποιοτική της ανάπτυξη η ανώτερη παιδεία
1. Διπλός ο σκοπός της ανώτερης παιδείας, διπλό το χρέος της. Η ανώτερη παιδεία πρώτιστο χρέος έχει να καλλιεργεί το επιστημονικό πνεύμα και με την επιστημονική έρευνα να προάγει την επιστήμη και στη θεωρία και στην πράξη. Δεύτερο χρέος της, να μορφώνει επιστημονικά και να καταρτίζει άρια τους επιστήμονες που χρειάζεται ο ελληνικός λαός για τις ανάγκες του.
Ο πρώτος σκοπός μένει ως σήμερα απραγματοποίητος. Η συμβολή της ανώτερης παιδείας μας στην πρόοδο της επιστήμης – πρέπει να το ομολογήσουμε – δεν είναι αξιόλογη, εκτός, ίσως, στην αρχαιολογία. Στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν καλλιεργείται η επιστημονική έρευνα, δεν προάγεται η επιστήμη. Λείπουν άλλωστε τα απαραίτητα και άρτια πλουτισμένα και οργανωμένα, και όσα υπάρχουνε λίγο πολύ κακολειτουργούνε. Λείπουνε και τα ειδικά επιστημονικά Ινστιτούτα. Τα οικονομικά μέσα είναι φτωχικά, και μικρές οι πιστώσεις, που χορηγεί το Κράτος. Στο σημείο τούτο η ευθύνη των καθηγητών είναι μεγάλη. Δεν αγωνίστηκαν με επιμονή και αποφασιστικότητα να λυθεί το οικονομικό πρόβλημα στην ανώτερη παιδεία. Σαν να έθαψαν τα όνειρά τους. Υπάρχουνε, βέβαια, και ορισμένοι μέσα και έξω από το πανεπιστήμιο αξιέπαινοι επιστήμονες, που με βαθιά συναίστηση για το χρέος τους, αγωνίζονται, μέσα σε σκληρές συνθήκες οι περισσότεροι, να πλουτίσουνε με την επιστημονική τους έρευνα την επιστήμη.
Και αφού ο πρώτος σκοπός μένει σχεδόν απραγματοποίητος, αφού δεν καλλιεργείται η επιστημονική έρευνα και το επιστημονικό πνεύμα, είναι ολοφάνερο, πως και ο δεύτερος σκοπός, ο άρτιος δηλαδή καταρτισμός των επιστημόνων για τις ανάγκες του λαού θα καθυστερεί ποιοτικά. Παρ’ όλη την προσπάθεια από ορισμένους λειτουργούς της ανώτερης παιδείας να βελτιωθεί η κατάσταση, πρέπει να έχουμε το θάρρος να ομολογήσουμε, πως η ανώτερη παιδεία καταρτίζει κοτνόθωρους με πλήθος γνώσεις στο κεφάλι του επαγγελματίες γιατρούς, δικηγόρους, φυσικούς, χημικούς και καθηγητές στη μέση παιδεία, χωρίς την απαραίτητη φιλοσοφική και κοινωνιολογική μόρφωση, χωρίς την πραγματική πραχτική εξάσκηση[34]. Και οι νεόβγαλτοι αυτοί επαγγελματίες επιστήμονες, ακατατόπιστοι και απροσανατόλιστοι στη ζωή, αγωνίζονται να σταθούνε στα πόδια τους. Βέβαια βγαίνουνε και νεαροί επιστήμονες με καλή ποιοτικά επιστημονική μόρφωση και μα την ευγενική φιλοδοξία να γίνουν ιεροφάντες στο ναό της επιστήμης. Μα αγωνίστηκαν σκληρά να σπάσουνε φραγμούς και να ξεπεράσουνε εμπόδια.
2. Και αν προβάλλεται η δικαιολογία, πως καθυστερεί η επιστημονική έρευνα, γιατί είναι φτωχικά, στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οικονομικά μέσα, δεν υπάρχει, νομίζω, καμιά δικαιολογία, που δεν καλλιεργείται το επιστημονικό πνεύμα. Και για την απαράδεχτη αυτή κατάσταση την ευθύνη την έχει σε σημαντικό βαθμό η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη. Πρόμαχοί της ήσαν οι περισσότεροι από τους καθηγητές και εξακολουθούν όχι και λίγοι ακόμη και σήμερα. Η ανώτερη παιδεία εξακολουθεί να είναι διαποτισμένη με φεουδαρχικό πνεύμα. Απόλυτος κυρίαρχος ο καθηγητής και η αλάθητη σοφία του. Τρείς οι αντιεπιστημονικές συνέπειες, με βλαβερή επίδραση και οι τρείς και στη επιστημονική έρευνα και στην ποιοτική μόρφωση των σπουδαστών.
Πρώτη συνέπεια: Εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, σε μικρότερο ίσως βαθμό, να πιέζεται η ελευθερία στη σκέψη, και να δεσμεύεται λίγο πολύ η πρωτοβουλία. Μόλις κρυφοκαίει η φλόγα για επιστημονική έρευνα. Όποιος φοιτητής έχει δική του γνώμη σε επιστημονικά θέματα, διαφορετική από ότι διδάσκει ο καθηγητής του, όποιος σπουδαστής υποστηρίζει θεωρίες που δεν τις δέχεται ο αλάθητος καθηγητής του[35] , ο σπουδαστής αυτός συχνά πληρώνει πολύ ακριβά την ασέβεια(!) του. Κόβεται, όπως λένε, στις εξετάσεις. Άφθονα είναι και παλαιότερα και πρόσφατα παραδείγματα. Φυσικά, υπάρχουνε και καθηγητές που σέβονται τον εαυτό τους και το σπουδαστή, μα οι εξαιρέσεις αυτές – για να χρησιμοποιήσω κι εγώ τη γνωστή φράση – επικυρώνουνε τον κανόνα.
Δεύτερη συνέπεια: Η σχέση ανάμεσα στον καθηγητή και το σπουδαστή είναι σχέση υπηκόου προς φεουδάρχη. Ο σπουδαστής πρέπει να υπακούει, αδιαμαρτύρητα. Ο περισσότεροι καθηγητές κρατάνε τους σπουδαστές σε απόσταση. Δεν τους περιβάλλουν με αγάπη, δεν τους βοηθάνε να λύσουν τα προβλήματά τους, δεν τους χειραγωγούνε με ελευθερία στις επιστημονικές μελέτες, δε συζητάνε μαζί τους. Ο σπουδαστής πρέπει να ακολουθήσει τις οδηγίες του καθηγητή, χωρίς καμιά πρωτοβουλία, χωρίς καμιά παρέκκλιση. Έτσι χρόνια πολλά ήτανε νεκρωμένη η φοιτητική ζωή, θλιβερή, γεμάτη πίκρες και στεναχώριες για τους όχι εύπορους σπουδαστές.
Όμως τα τελευταία χρόνια, μέσα στις καινούργιες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και τις αντίστοιχες διαφοροποιήσεις, οι φοιτητές οργανωθήκανε και διεκδικούνε τα δικαιώματά τους για την τόσο καθυστερημένη ποιοτικά μόρφωσή τους. Αγωνίζονται με επιμονή να δοθεί η σωστή για τη μόρφωσή τους λύση στα πολύπλευρα σπουδαστικά προβλήματα και καλούνε  τους καθηγητές να συμπαρασταθούνε και να τους βοηθήσουνε στον αγώνα τους. Αξιοσημείωτη και αξιέπαινη η δάση, που αναπτύσσουν οι προοδευτικές φοιτητικές και σπουδαστικές οργανώσεις, και γρήγορα, ελπίζω, θα γκρεμιστούν ορισμένα εμπόδια, που φράζουνε το δρόμο, και μένει καθυστερημένη η ανώτερη παιδεία[36].
Τρίτη συνέπεια η ποσοτική παθητική μάθηση, η σπουδαιότερη αιτία για την καθυστέρηση στην ποιοτική ανάπτυξη της ανώτερης παιδείας.
Αφού οι κυρίαρχοι καθηγητές είναι αλάθητοι, ένα μόνο χρειάζεται για να γίνει ο σπουδαστής καλός επιστήμονας, να αποθηκέψει στο μυαλό του και να χαράξει βαθειά στη μνήμη του όλες τις «σοφές» γνώσεις, που του προσφέρουνε με τη διδασκαλία τους και τα χιλιοσέλιδα έργα τους οι «σοφοί» καθηγητές του. Η επιστημονική έρευνα δεν είναι δική του δουλειά. Το επιστημονικό πνεύμα, η ελευθερία στη σκέψη, ποιος ξέρει που μπορεί να οδηγήσουνε το νεαρό σπουδαστή. Του λείπει η πείρα. Ο νεαρός σπουδαστής πρέπει να αποθηκεύει με τη μελέτη του τις «σοφές» γνώσεις. Και πρέπει όλα να τα μάθει απαράλλαχτα όπως τα λένε και τα γράφουν οι καθηγητές. Διαφορετικά δεν περνάει στις εξετάσεις. Μεγάλη πληγή για το σπουδαστή, αληθινή κατάρα, η ποσοτική παθητική μάθηση[37].
Και αφού η αλάθητη «σοφία» των καθηγητών είναι γενναιόδωρα καταχωρημένη στα συγγράμματά τους – σ’ αυτά μόνο και όχι σ έργα άλλων δικών μας και ξένων συγγραφέων – πως μπορεί ο σπουδαστής να γίνει επιστήμονας, πως μπορεί να βαδίσει στη ζωή και στο επάγγελμά του, αν δεν έχει αποχτήσει τα «σοφά» αυτά συγγράμματα των καθηγητών του, για να αποστηθίσει στις πανεπιστημιακές του σπουδές, και για να τον χειραγωγούν αργότερα, όταν θα βγει στην κοινωνία, να ασκήσει το επάγγελμά του; Πρώτιστο λοιπόν χρέος, ο φοιτητής να αγοράσει τα πανάκριβα συγγράμματα των καθηγητών του. Και αν δεν μπορεί να τα αγοράσει, τόσο πανάκριβα που είναι; Τότε να μη σπουδάσει, αφού «δεν έχει»[38]. Χρόνια αγωνίζονται οι σπουδαστές ν’ απαλλαγούν από αυτόν «το φόρο υποτέλειας». Το πρόβλημα μένει ως σήμερα άλυτο. Τα πανάκριβα συγγράμματα είναι κι αυτά ένας φραγμός για να μη σπουδάζουνε τα φτωχά παιδιά του λαού[39].
2. Το φεουδαρχικό πνεύμα, η σπουδαιότερη αιτία, όπως είπα, για την καθυστέρηση στην ανώτερη παιδεία, παρουσιάζεται και στην «αυτοτέλεια» στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η «αυτοτέλεια» είναι και πρέπει να είναι σεβαστή. Οι καθηγητές στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αυτοί πρέπει να είναι οι αρμόδιοι να προτείνον ποιους θεωρούν άξιους για τις κενές έδρες. Η εκλογή πρέπει να γίνεται, με απόλυτη ευσυνειδησία, χωρίς καμιά συναλλαγή και με βάση τα ακόλουθα δύο, εκτός από τα άλλα, κριτήρια. Πρώτο κριτήριο: η επιστημονική αξία και τιμιότητα του κάθε υποψηφίου. Δεύτερο κριτήριο: η διδαχτική του ικανότητα. Ο καθηγητής στην ανώτερη παιδεία πρέπει και ικανός και τίμιος επιστήμονας και ερευνητής να είναι και δάσκαλος ικανός να καθοδηγεί τους νεαρούς σπουδαστές στην επιστημονική τους μόρφωση. Όμως στην ανώτερη παιδεία μας παραβιάζεται συχνά στην πράξη από τους καθηγητές η αρχή της «αυτοτέλειας». Οι καθηγητές θεωρούνε – φυσικά υπάρχουνε και τιμητικές εξαιρέσεις – φέουδο δικό τους τις έδρες. Η αυτοτέλεια πολλές φορές ξέπεσε και έγινε «ασύδοτη»[40]. Πολλές έδρες χρόνια μένουνε κενές. Όπως δήλωσε ο Υφυπουργός της Παιδείας, 17 έδρες είναι κενές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, 25 στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, κάμποσες στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και αρκετές άλλες στα άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Μερικές από τις έδρες αυτές είναι 25 χρόνια κενές. Υπάρχει μάλιστα μια έδρα, δήλωσε ο Υφυπουργός της Παιδείας, 36 ολόκληρα χρόνια κενή[41]. Ατομικά συμφέροντα, ατομικοί υπολογισμοί[42], αλληλοσυγκρουόμενες παρεμβάσεις σκεπάζονται με το μαντύα της «ασύδοτης» αυτοτέλειας. Συχνά η «ασύδοτη» αυτοτέλεια γίνεται φραγμός σε νέους προοδευτικούς επιστήμονες, που δε σκύβουνε το κεφάλι, και δεν αποκηρύχνουνε τις προοδευτικές θεωρίες και αντιλήψεις[43] .

ΙΒ! Η παιδεία μα σήμερα
1.Ας ανακεφαλαιώσουμε: Βασανιστική και αντιφατική η πορεία που βάδισε η παιδεία μας ως σήμερα. Η αντιδραστική γλωσσοεσπαιδευτική παράταξη, που κυριαρχούσε, από την ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους, ματαίωνε και γκρέμιζε κάθε προοδευτική μεταρρύθμιση. Η παιδεία μας σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα έμεινε αριστοκρατική, αντιοικονομική και αντιπαραγωγική, μ’ άλλα λόγια αντιλαϊκή.
2. Στη χώρα μας εξακολουθούν ο αναλφαβητισμός και η αμορφωσιά στο λαό με τα λίγα κολυβογράμματα. Σύμφωνα με την επιστημονική στατιστική της ΟΥΝΕΣΚΟ[44] ο αναλφαβητισμός στη χώρα μας ανεβαίνει στο 40% δηλαδή στους 100 κατοίκους οι 40 είναι αναλφάβητοι και αγράμματοι. Η δική μας στατιστική υπηρεσία βρίσκει, σύμφωνα με την απογραφή του 1951, πως αναλφάβητοι ήσαν 31%. Μα και μ’ αυτό το ποσοστό, η χώρα μας διεκδικεί τα πρωτεία στον αναλφαβητισμό στην Ευρώπη.
3.Προσχολική ηλικία. Καμιά σχεδόν φροντίδα για την κρίσιμη αυτή ηλικία. Ασήμαντη η υγειονομική προστασία. Ούτε βρεφικοί ούτε παιδικοί σταθμοί – οι λιγοστοί που υπάρχουνε σήμερα είναι σταγόνα σον ωκεανό – τόσο απαραίτητοι για τα παιδιά των αγροτών και εργατών. Τριακόσιες χιλιάδες και πάνω είναι τα νήπια 4 και 5 χρόνων. Έχουμε όμως σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του 1960-61 μόνο 1149 νηπιαγωγεία -897 δημόσια και 252 ιδιωτικά- με 40.247 νήπια -33.916 στα δημόσια και 6.331 στα ιδιωτικά. Μένουνε λοιπόν τριακόσιες χιλιάδες περίπου, χωρίς διαπαιδαγώγηση. Και από το 1.149 αυτά νηπιαγωγεία τα περισσότερα κακολειτουργούν και επιδιώκουν αντινηπιαγωγικούς σκοπούς[45].
4. Δημοτική παιδεία. Παραπεταμένο το δημοτικό σχολείο, εξαθλιωμένος ο δάσκαλος. Σχολικά χτίρια αντιυγιεινά τα περισσότερα, και όχι λίγα σταύλοι. Πρόγραμμα ασυγχρόνιστο, μέθοδες ξεπερασμένες με το βραχνά της καθαρεύουσας στο στήθος των παιδιών. Χιλιάδες παιδιά δεν πατάνε το πόδι τους στο σχολείο και τροφοδοτούνε τον αναλφαβητισμό, άλλες χιλιάδες παιδιά μαθαίνουνε λίγα κολυβογράμματα και τροφοδοτούνε την αγραμματοσύνη. Μας λείπουνε χιλιάδες δασκάλοι και το Κράτος δεν ιδρύει και άλλες Παιδαγωγικές Ακαδημίες.  Και αυτές που έχουμε, λειτουργούνε με ασυγχρόνιστο πρόγραμμα, και το Κράτος δε θέλησε να τις συγχρονίσει, για να βγαίνουνε καλά καταρτισμένοι οι νέοι δασκάλοι, αντίστοιχα με το σπουδαίο προορισμό τους. Μα και τους δασκάλους, που υπηρετούνε στα δημοτικά σχολεία, δε φρόντισε το Κράτος να τους μετεκπαιδεύσει, για να ανταποκρίνονται ολοένα και καλύτερα στο δύσκολο έργο τους. Χρειάζεται να ιδρυθούνε και άλλα δημοτικά σχολεία και πολλά από τα σημερινά να προαχτούνε. Μερικά από τα σχολεία κλειστά, σε πολλά άλλα εξακολουθεί απαράδεχτος και όχι σπάνια ασφυχτικός πληθωρισμός. Συνειθισμένο το φαινόμενο ένας δάσκαλος να έχει στην τάξη του 70,80,90 ακόμη και 100 και πάνω παιδιά. Και πάρα πολλά δημοτικά σχολεία λειτουργούνε μέσα σε αντιπαιδικές και αντιπαιδαγωγικές συνθήκες, παρ’ όλη τη φιλότιμη προσπάθεια των λειτουργών της δημοτικής παιδείας. Και το Κράτος έμενε ασυγκίνητο ως τώρα μπροστά στη θλιβερή αυτή κατάσταση.
Συμπληρώνω την εικόνα για τη δημοτική μας παιδεία με τα ακόλουθα στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με την επίσημη στατιστική                         τη σχολική χρονιά λειτουργούσανε 10.182 δημοτικά σχολεία -9.314 δημόσια και 768 ιδιωτικά, με 23.251 δασκάλους, 20.910 στα δημόσια δημοτικά και 2.341 στα ιδιωτικά, και με 921.262 μαθητές στα δημόσια και στα ιδιωτικά σχολεία. Από τους μαθητές αυτούς οι 833.667 ήσαν της κανονικής ηλικίας, ήσαν δηλαδή 7-12 χρονών. Τα παιδιά όμως της σχολικής αυτής ηλικίας ήσαν περίπου 1.250.000. Τρακόσες τριάντα περίπου χιλιάδες – 28% - δε φοιτούσανε στο σχολείο. Προσθέτω ακόμη πως από τα 9.314 δημόσια δημοτικά σχολεία  4.050 ήσαν μονοθέσια, με ένα δηλαδή δάσκαλο για τις έξι τάξεις και 2.324 με δύο δασκάλους. Πραγματικά παραπεταμένο το δημοτικό σχολείο.
5. Μέση παιδεία: Ψευτοκλασική, με το πρόσωπό της γυρισμένο προς τα περασμένα, μακριά από τη ζωή, προνόμιο των λίγων η μέση παιδεία. Δούλη στη γραμματική και το συνταχτικό της αρχαίας αττικής, παραστρατημένη από το κύριο έργο της, και ψευτοαριστοκρατική, δεν προετοιμάζει η μέση παιδεία τα παιδιά για τη ζωή, δεν εξοπλίζει την οικονομία μας με τα απαραίτητα στελέχη για να προκόψει ο τόπος. Οι απόφοιτοί της απροσάρμοστοι και απροετοίμαστοι για τη ζωή, περιφρονούνε την παραγωγική δουλειά, κυνηγούν οι περισσότεροι κάποια θεσούλα, για να φυτοζωούν, και μαραζώνουν με ψαλιδισμένα τα φτερά της νεανικής τους ορμής, βάρος στον εαυτό τους, βάρος στην οικογένειά τους.
Συμπληρώνω και την εικόνα για τη μέση παιδεία με τα ακόλουθα στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με την επίσημη στατιστική στη σχολική χρονιά 1958-59 λειτουργήσανε :
Ημερήσια δημόσια γυμνάσια      307  με 184.939 μαθητές
Νυχτερινά δημόσια γυμνάσια       26  με    9.915 μαθητές
Ημερήσια ιδιωτικά γυμνάσια       198  με   30.525 μαθητές
Νυχτερινά ιδιωτικά γυμνάσια        40  με    7.127 μαθητές
Εμπορικές Σχολές                        42  με    8.378 μαθητές
Σύνολο                                     613  με 240.784 μαθητές
Παράλληλα με τα 307 δημόσια γυμνάσια λειτουργήσανε και 153 γυμνασιακά παραρτήματα[46].
Από τα παιδιά λοιπόν που φοιτήσανε λίγο πολύ στα δημοτικά σχολεία μόνο το 25% ανέβηκε στη μέση παιδεία. Μα και από τα παιδιά αυτά, πολύ λίγα τελειώσανε το γυμνάσιο. Στη σχολική χρονιά 1958-59 φοιτήσανε στην πρώτη τάξη σ’ όλα τα σχολεία δημόσια και ιδιωτικά της μέσης παιδείας 68.490 και στην έχτη τάξη μόνο 24.079, δηλαδή το ένα τρίτο περίπου. Τα άλλα δύο τρίτα ξέκοψαν. Οι οικονομικές δυσκολίες στάθηκαν αξεπέραστες.
6. Για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση μίλησα παραπάνω. Δε χρειάζεται να προσθέσω τίποτε άλλο. Τονίζω άλλη μια φορά πως είναι σχεδόν ανύπαρχτη.
Και για την ανώτερη παιδεία προσπάθησα στην προηγούμενη παράγραφο να δώσω όσο μπορούσα αντικειμενικότερη εικόνα. Είδαμε πόσο καθυστερημένη είναι και στην ποσοτική και προπάντων στην ποιοτική της ανάπτυξη, και πόσο απαραίτητη είναι η ριζική αναδιοργάνωσή της, για να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στο διπλό σκοπό της.
7. Θλιβερή η κατάσταση της παιδείας μας. Η χώρα μας διαθέτει για την παιδεία μικρότερο ποσοστό από όλες τις πολιτισμένες χώρες. Στα 1963 το ποσοστό από το δημόσιο προϋπολογισμό μόλις έφτασε το 8%. Οι λειτουργοί της παιδείας, οι φοιτητές, οι μαθητές και οι γονείς χρόνια αγωνίζονται ακόμη και με απεργίες να διπλασιαστούν οι πιστώσεις για την παιδεία. Η αντιδραστική γλωσσοεκπαιδευτική παράταξη ανησυχεί. Αρχίζει να βλέπει, πως το έδαφος φεύγει κάτω από τα πόδια της.
Σ’ αυτή την κατάσταση βρήκε την παιδεία η νέα Κυβέρνηση του Κέντρου που ανέβηκε στην εξουσία έπειτα από τις εκλογές στις 16 του Φλεβάρη του 1964. 

[1] Η Σχολική Εφορεία Σμύρνης με εισήγηση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου αποφασίζει παμψηφεί και απαγορεύει «την εισαγωγήν των δήθεν δημοτικών τούτων ιδιωμάτων εις τα σχολεία»
[2] Τον τότε Υπουργό της Παιδείας, τον καθηγητή στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Ζαϊμη, οι κατατρεγμένοι εκπαιδευτικοί τον ονόμασαν «χοροδιδάσκαλο».
[3] Ως τότε οι δημοδιδάσκαλοι πληρωνόντουσαν από τους Δήμους ανάλογα με τη δυναμικότητα του προϋπολογισμού. Έτσι πολλοί δασκάλοι – προπάντων όσοι υπηρετούσανε σε άπορους Δήμους παίρνανε λιγότερο από τον κανονικό μιστό τους.
[4] Πρωθυπουργός έγινε ο συντηρητικός συνταγματάρχης τότε Στυλ. Γονατάς.
[5] Κοίταξε παραπάνω σελ. 46 σημείωση (χειρόγραφο) Γ’ ΜΕΡΟΣ σημείωση αρ. 9
[6] «Ημείς εις το «Μαράσλειον» καταθέτει δήθεν μια μαθήτρια «αγόρια και κορίτσια εκπληρούντες τας φυσικάς μας ανάγκας, απογυμνούμεθα ελευθέρως, διότι αυτό μας συνεβούλευαν οι διδάσκαλοί μας». Σε τέτοια ηθική κατάπτωση είχε ξεπάσει η περιβόητη Επιτροπή. Σε τέτιες μυθομανικές κατηγορίες στήριξε τις συκοφαντικές κατηγορίες της.
Μπροστά σ’ αυτή τν εξοργιστική κατάσταση, το Υπουργείο της Παιδείας ανάθεσε στον αρεοπαγίτη Γ. Αντωνακάκη να κάνει ανακρίσεις. Στην έκθεσή του – 6 Νοεμβρίου 1926 – γράφει: «…..η δημοτική γλώσσα, ήτις είχεν εισαχθή εις το Μαράσλειον Διδασκαλείον και εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, αυτή ήτο η πέτρα του σκανδάλου. Όλα τα άλλα αντιθρησκευτικότητες, αντεθνικότητες, ανηθικότητες ήσνα επιθέσειος μέσα….και εχρησιμοποιήθησαν διότι ήτο γνωστόν ότι…..δι αυτών θα συνεκινείτο, ως και συνεκινήθη, η ελληνική κοινωνία ολόκληρος».
[7] Η Ιερά Σύνοδος στέλνει πρώτα στο Γληνό το ακόλουθο κλητήριο έγγραφο: «Καλείσαι να εμφανισθής εν τοις Γραφείοις της Ιεράς Συνόδου την 3ην Απριλίου 1928 ημέραν Τρίτην και ώραν 9ην π.μ. και απολογηθής επι της αποδιδομένης σοι κατηγορίας υπνομεύσεως της ορθοδόξου χριστιανικής ημών πίστεως, και διαδόσεως αθεϊστικών θεωριών και δοξασιών εν γένει
Εν Αθήναις τη 30η Μαρτίου 1928
Εντολή της Ιεράς Συνόδου
Ο  ανακριτής
Υπογράφει ο Σπάρτης Γερμανός
Δυό φορές στάλθηκε η κλήση. Και τις δυό φορές αρνήθηκε ο Γληνός να υπογράψει το επιδοτήριο. Η Ιερά Σύνοδος δεν τόλμησε να στείλει την κλήση στους άλλους.
[8] Κοίταξε παραπάνω σελ.
[9] Η «ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» έκλεισε και οι διευθυντές της , οι παιδαγωγοί Κώστας Σωτηρίου και Μιχάλης Παπαμαύρος κυνηγήθηκαν, γιατί είχανε δημοσιέψει στη «Σχολική» ένα διδαχτικό μύθο του Κριλώφ. Ο Υπουργός της Προεδρίας, άμα είδε την κατάληξη –ωφ, έβγαλε το συμπέρασμα -  τέτοια ήταν η αμάθειά του – πως ο Κριλώφ ήταν μπολσεβίκος, κι ας έζησε την εποχή της Αικατερίνης Β!
[10] Λιγοστοί καθηγητές πήρανε μέΗρος στην Εθνική Αντίσταση.  Σημειώνω: Χαραλ. Θεοδωρίδης, Πέτρος Κόκκαλης, Αλέκος Σβώλος, Νίκος Κιτσίκης, Γιάννης Ιμβριώτης, Γεωρ. Γεωργαλάς, Γεωρ. Σημίτης. Ο καθηγητής Ιμβριώτης εκτοπίστηκε και βασανίστηκε στο Μακρονήσι.
[11] Η Ρόζα Ιμβριώτη εκτοπίστηκε και βασανίστηκε, ο Κώστας Σωτηρίου κλείστηκε τρεις μήνες στα μπουντρούμια της Γενικής Ασφάλειας και εξορίστηκε, ο Μιχάλης Παπαμαύρου φυλακίστηκε δυό φορές. Την πρώτη φορά 6 χρόνια. Η δεύτερη οχτάμηνη φυλάκισή του τον οδήγησε πολύ γρήγορα στον τάφο.
[12] Ρόζα Ιμβριώτη: «Η παιδεία στην Ελλάδα» Μορφωτικής Εταιρείας «Ελλάς» Τόμος Β! σελ. 1004
Και στα 1959 ο τότε Υπουργός της Παιδείας Γ. Βογιατζής στην «Εισηγητική» του έκθεση στο νομοσχέδιο «Περί τεχνικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως και οργανώσεως της μέσης εκπαιδεύσεως κ.τ.λ.» κάνει έκκληση στην  ιδιωτική πρωτοβουλία να ιδρύσει όσο μπορεί περισσότερες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές
[13] Η καθυστέρηση στη γεωργική εκπαίδευση είναι ακόμη μεγαλύτερη
[14] Ρόζα Ιμβριώτη κτλ. Σελ. 1003
[15] Για τους αγρότες ( 48% του πληθυσμού ) 22 μόνο γεωργικές σχολές. Για τη βιομηχανία και βιοτεχνία – εργάτες, βιοτέχνες, επαγγελματίες – (30% του πληθυσμού) 127 τεχνικές σχολές. Για το εμπόριο και ελεύτερα επαγγέλματα (22%) 417 Γυμνάσια και εμπορικές σχολές
[16] Κοίταξε παραπάνω σελ. 68 (χειρόγραφο) Δ’ ΜΕΡΟΣ σε. 11-12
[17] Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε με μερικές ασήμαντες τροπολογίες. Για τη συζήτηση στη Βουλή κοίταξε τα «Επίσημα Πρακτικά της Βουλής» 22 Ιουνίου ως το τέλος Ιουλίου 1959
[18] Κοίταξε παραπάνω σελ. 71 (χειρόγραφο) Δ’ ΜΕΡΟΣ σελ. 13
[19] Όμως η πίστωση για τις στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούσε τα πέντε δισεκατομμύρια δραχμές
[20] Επίσημα πραχτικά της Βουλής κ.τ.λ. αγορεύσεις Ν. Κιτσίκη και Κ. Σωτηρίου
[21] Κοίταξε παραπάνω σελ. 33 (χειρόγραφο) Β’ ΜΕΡΟΣ σελ. 6
[22] Κοίταξε παραπάνω σελ. 34-35 (χειρόγραφο) Β’ ΜΕΡΟΣ σελ. 6-7
[23] Απαράγραφτος κληρονομικός μας τίτλος –κηρύχνουν – «η των προγόνων εύκλεια». Και για να αξιοποιήσουμε την ένδοξη κληρονομία μας, ένας και μόνον τρόπος υπάρχει. «Η ανάσταση της αθανάτου των προγόνων γλώσσης». Τότε δικαιωματικά σε μα ςθα αναθέσουν να εκπολιτίσουμε τους βαλκανικούς λαούς (!)
[24] Και σήμερα η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας άνοιξε με το αντιδραστικό Υπόμνημά της, την επίθεση εναντίον στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που επιχειρεί η Κυβέρνηση Παπανδρέου.
[25] Το  σημερινό χτίριο στην οδό Πανεπιστημίου χτίστηκε με σχέδιο του Αρχιτέκτονα Χάνσεν. Ο «θεμέλιος λίθος» το 1839
[26] Ονομάστηκε «Πάντειος» γιατί ο Αλέξανδρος Πάντος με τη διαθήκη του άφησε όλη την περιουσία του για την ίδρυση και λειτουργία της.
[27] Η Σχολή αυτή ως τα 1958 ήταν ιδιωτική. Ιδρύθηκε από το Στρατή Παπαϊωάννου. Αυτός χρημάτισε διευθυντής της. Άμα όμως αναγνωρίστηκε η Σχολή η αρμοδία κρατική υπηρεσία τον έδιωξε από τη Σχολή. Δεν είχε τα τυπικά προσόντα να διοριστεί καθηγητής, γιατί δεν ήτανε «διδάκτωρ»(!!)
[28] Ρόζα Ιμβριώτη «Η παιδεία στην Ελλάδα» σελ. 1004-1005
[29] Στη Σοβιετική Ένωση είναι σχεδόν τετραπλάσιος
[30] Σε μια Επιτροπή από φοιτητές, που παρουσιάστηκε, πριν μερικά χρόνια , στο Υπουργείο της Παιδείας και ζητούσε να μην αυξηθούνε τα αβάσταχτα δίδαχτρα στην ανώτερη παιδεία, ο τότε Υπουργός απάντησε: «Όποιος δεν έχει να μη σπουδάσει(!)»
[31] Κοίταξε παραπάνω σελ. 13 (χειρόγραφο) Α’ ΜΕΡΟΣ σελ. 7
[32] Θεσπίστηκαν το 1927
[33] Πληθωρισμός από γιατρούς υπάρχει σε λίγες μεγάλες πόλεις. Στις αγροτικές και ορεινές περιφέρειες και στα νησιά υπάρχει μεγάλη έλλειψη.
[34] Κάποια βελτίωση πραγματοποιήθηκε στην πραχτική εξάσκηση των φοιτητών της ιατρικής
[35] Τι δεν τραβούσαν οι δημοτικιστές φοιτητές(!)
[36] Σκληρός αλήθεια ο αγώνας. Πολλοί προοδευτικοί φοιτητές, που πρωτοστατήσανε, τιμωρηθήκανε, πολλοί χαραχτηρίστηκαν «επικίνδυνοι» από τη Γενική Ασφάλεια και κυνηγήθηκαν.
[37] Απορρίφτηκε –κόπηκε – από τον καθηγητή του φοιτητής, γιατί δεν είχε παπαγαλίσει, από το πολυσέλιδο σύγγραμμα του καθηγητή του, την απάντηση στο ερώτημα, αν ο γάμος της Κλεοπάτρας της βασίλισσας με τον Αντώνιο ήταν νόμιμος. Μπορούσε ποτέ να γίνει καλός νομικός ο φοιτητής αυτός, αφού δεν απάντησε στο ερώτημα αυτό, που αποτελεί την πεμπτουσία της παθητικής μάθησης;
[38] Είναι γνωστές οι έμμεσες πιέσεις στους φοιτητές, ν’ αγοράζουνε τα συγγράμματα από τους ίδιους τους καθηγητές ή από τους αντιπροσώπους των, πολλά λέγονται! Πρέπει ακόμη να προσθέσω, πως όχι λίγα από τα πολυσέλιδα αυτά συγγράμματα, με την απεραντολογία τους, μερικά μάλιστα, με τις όχι ξεκαθαρισμένες θεωρίες και τα ακατάσχετα πορίσματα, μπερδεύουν, αντί να φωτίζουνε τους σπουδαστές.
[39] Με βαθειά λύπη πρέπει να σημειώσω, πως στις κρίσιμες στιγμές του Έθνους τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι λειτουργοί της ανώτερης παιδείας, οι ιεροφάντες αυτοί στο ναό της επιστήμης, λησμονήσανε την κοινωνική τους αποστολή, λησμονήσανε πως έπρεπε να γίνουν οι πνευματικοί οδηγητές του λαού και να αγωνιστούνε στο πλευρό του. Στα χρόνια της διχτατορίας του Μεταξά και στα μεταπολεμικά χρόνια της «εθνικοφροσύνης» πνίγηκε η ελευθερία στη σκέψη, και καταπατήθηκε το φρόνημα, οι ιεροφάντες της ανώτερης παιδείας λησμονήσανε το χρέος τους. Άλλοι τάχτηκαν αλληλέγγυοι και επιδοκίμασαν την πνευματική σκλαβιά, και άλλοι κλείσανε το στόμα τους. Καμιά διαμαρτυρία όταν άξιοι πνευματικοί ηγέτες και συνάδελφοί τους καταδιώχτηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν. Και όταν ο ελληνικός λαός στέναζε κάτω από τη μπότα του φασίστα καταχτητή και ξεσηκώθηκε, λιγοστοί –τιμητικές εξαιρέσεις – ήσαν οι λειτουργοί της ανώτερης παιδείας που πήρανε μέρος στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Στις ημέρες αυτές της μαύρης σκλαβιάς η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας έδωσε μια άλλη μάχη, «τη μάχη των τόνων» και ζητούσε να τιμωρηθεί ο συνάδελφός τους καθηγητής Κακριδής, γιατί, τόλμησε να τυπώσει κάποια μελέτη του «χωρίς τόνους» και βεβήλωσε την «εθνική» γλώσσα. Θλιβερό, αλήθεια, το κατάντημα.
[40]  «Δεν θίγεται η αυτοτέλεια των Σχολών» δήλωσε στη Βουλή ο Υφυπουργός της Παιδείας κ. Ακρίτας, «αλλά περιορίζεται η ασυδοσία προσώπων, τα οποία έχουν ταυτίσει τα ατομικά των συμφέροντα με την αυτοτέλειαν» Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 9 Οκτωβρίου 1964
[41] Έτσι δημιουργήθηκαν οι «ιπτάμενοι» καθηγητές. Δηλαδή καθηγητές που πετούν με το αεροπλάνο στη Θεσσαλονίκη διδάσκουνε στο Πανεπιστήμιο, και ξαναγυρίζουνε στην Αθήνα, γιατί στην Αθήνα ασκούν επάγγελμα.
[42] Είναι γνωστό, πως μερικοί «τρανοί» καθηγητές προίκιζαν κόρες και ανιψιές τους με πανεπιστημιακή έδρα.
[43] Στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Αθήνας, τα τελευταία προπάντων χρόνια η πόρτα ήτανε κλειστή για κάθε δημοτικιστή φιλόλογο, και ας ήταν ο ικανότερος.
[44] Ρόζα Ιμβριώτη κ.τ.λ. σελ. 1.000
[45] Περισσότερα από τα μισά είναι ιδρυμένα στη βόρεια Ελλάδα -633 στη Μακεδονία, 97 στην Ήπειρο και 52 στη Θράκη – και τα περισσότερα από αυτά σε ξενόφωνους συνοικισμούς με κύριο σκοπό να διδάξουνε την Ελληνική γλώσσα.
[46] Οι μαθητές που φοιτούσανε στα 153 γυμνασιακά παραρτήματα έχουν υπολογιστεί με τους μαθητές των 307 γυμνασίων και είναι όλοι μαζί 184.938. το Υπουργείο της Παιδείας ίδρυε  γυμνασιακά παραρτήματα για να ικανοποιήσει τους γονείς , που το ζητούσανε, τις περισσότερες όμως φορές στις αγροτικές περιφέρειες με τον όρο οι γονείς να πληρώνουνε στους καθηγητές το μιστό τους. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: