Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Μετάφραση του Κ. Σωτηρίου: «Georges Politzer: Μαθήματα Φιλοσοφίας – Πρώτη σειρά –Βασικές Αρχές» Εισαγωγή -Πρώτο Μέρος



Περιεχόμενα 1

Περιεχόμενα 2
Η μετάφραση αυτή από τον Κώστα Σωτηρίου έγινε το 1950
 με την ελπίδα να κυκλοφορήσει σε βιβλίο,
 όπως λέει και ο ίδιος στο σύντομο σημείωμά του:
  « Ένα τέτοιο βιβλίο έλειπε στον τόπο μας. Και η αξία του είναι ακόμη μεγαλύτερη τώρα στις ημέρες μας,
 γιατί η κυρίαρχη τάξη για να περιφρουρήσει τα προνόμιά της, απλώνει με όλα τα μέσα το σκοταδισμό.
 Κάνει ό,τι μπορεί, για να παραπλανήσει τους ανίδεους, και να νοθέψει την αλήθεια.
Ξετυλίγει παραπλανητικά συνθήματα, φοβάται την πρόοδο, προσπαθεί να κλονίσει την εμπιστοσύνη στην επιστήμη,
 καλλιεργεί το μυστικισμό, εξαγοράζει συνειδήσεις, χρησιμοποιεί ακόμη και τη συκοφαντία,
 για να κρατάει το λαό βυθισμένο στην άγνοια και στην αμορφωσιά.
 Πολύτιμο θα είναι το βιβλίο τούτο του Πολιτσέρ και στον τόπο μας. Και γι αυτό το μετάφρασα»
Η ελπίδα του δεν πραγματοποιήθηκε.
Εδώ δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο. Θα δημοσιευτεί σε πέντε συνεχόμενες αναρτήσεις:
 1. «Εισαγωγή» και το «Πρώτο Μέρος»
 2.   «Δεύτερο και Τρίτο Μέρος»
3. «Τέταρτο Μέρος»
 4. «Πέμπτο και Έχτο Μέρος»
5. «Αλφαβητικός Πίνακας για τα Ονόματα και τους όρους – Βιβλιογραφία και Περιεχόμενα»  
Το χειρόγραφο σε pdf:ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ 
Το δακτυλογραφημένο κείμενο μπορείτε να το κατεβάσετε  από εδώ σε pdf:ΕΙΣΑΓΩΗ-ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ


Georges Politzer

Μαθήματα φιλοσοφίας

Πρώτη σειρά

Βασικές αρχές
Μεταφραστής
Κ.Δ. Σωτηρίου


Αθήνα 1950


Πρόλογος

Οι «Βασικές Αρχές» της Φιλοσοφίας, που δημοσιεύουμε σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι σημειώσεις, που κράτησε ένας από τους μαθητές του τη σχολική χρονιά 1935-1936 από τα Μαθήματα Φιλοσοφίας που δίδαξε ο Georges Politzer στο Εργατικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Για να καταλάβει ο αναγνώστης τον ιδιαίτερο χαραχτήρα και την αξία του βιβλίου, απαραίτητο κρίνω πριν απ’ όλα να παρουσιάσω το σκοπό που επεδίωκε  και ν’  αναλύσω τη μέθοδο που χρησιμοποιούσε ο αγαπημένος μας φίλος (ο σύντροφός μας).
Το Εργατικό Πανεπιστήμιο το ίδρυσαν, όπως είναι γνωστό, στα 1932 μια μικρή ομάδα καθηγητές. Σκοπός τους να διδάξουν τη μαρξιστική επιστήμη στους εργάτες, και να προικίσουν τη σκέψη τους  με την κατάλληλη μέθοδο, που θα τους άνοιγε το δρόμο να κατανοήσουν την εποχή μας, και θα καθοδηγούσε τη δράση τους και στην ιδιαίτερη τεχνική της δουλειάς τους και μέσα στον πολιτικό και κοινωνικό τομέα.
Ο Georges Politzer ανάλαβε να διδάξει στο Εργατικό Πανεπιστήμιο από την ίδρυσή του, τη μαρξιστική φιλοσοφία, το διαλεχτικό υλισμό: Δουλειά ακόμη πιο απαραίτητη, αφού η επίσημη διδασκαλία της φιλοσοφίας στα σχολεία και τα πανεπιστήμια εξακολουθεί να αγνοεί ή να νοθεύει και να διαστρέφει τη μαρξιστική φιλοσοφία.
Το ακροατήριό του κάθε χρόνο πολυάριθμο. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και από όλα τα επαγγέλματα, μα περισσότερο απ’ όλους νέοι εργάτες. Κανένας απ’ όσους είχαν την καλή τύχη να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του, δε θα λησμονήσει την βαθειά εντύπωση που νοιώθαμε όλοι μας μπροστά στο μεγάλο τούτο παιδί με τα πυρόξανθα μαλλιά. Ο ενθουσιασμός του ξεχείλιζε. Βαθειά η γνώση του. Ευσυνείδητος και γεμάτος με αδελφική αγάπη πάσχιζε με όλη την προσοχή του να προσαρμόσει στην αντιληπτική ικανότητα του αμύητου ακροατηρίου του ένα τόσο ξερό να άχαρο θέμα.
Το κύρος του δημιουργούσε στα μαθήματά του την ευχάριστη εκείνη πειθαρχία, που ξέρει να είναι αυστηρή, άμα είναι ανάγκη, μένει όμως πάντα δίκαιη. Και από την προσωπικότητά του ξεχυνόταν τέτια ζωτική δύναμη και τέτια αχτινοβολία, που όλοι οι μαθητές του τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν.

***
Για να γίνεται κατανοητός από το ακροατήριό του ο Politzer πρώτα απ’ όλα απόφευγε συστηματικά στη διδασκαλία του το ιδιαίτερο φιλοσοφικό λεξιλόγιο (jargon philosophique) απόφευγε όλους τους τεχνικούς όρους που μόνον οι μυημένοι μπορούν να καταλάβουν. Χρησιμοποιούσε μόνον απλές και γνωστές σε όλους λέξεις. Και άμα ήταν υποχρεωμένος να μεταχειριστεί έναν ιδιαίτερο όρο, φρόντιζε επίμονα να τον εξηγήσει με απλά και κατάλληλα παραδείγματα. Όταν, μέσα στη συζήτηση, κάποιος από τους μαθητές του χρησιμοποιούσε λόγιες λέξεις, του έκανε αμέσως την παρατήρηση και τον πείραζε με τη γνωστή δηχτική ειρωνεία του, τη γνωστή σε όλους, όσοι είχαν έρθει σε επαφή μαζί του.
Ήθελε να είναι απλός στη διατύπωση και λαγαρός στη σκέψη, και πάντα βασιζόταν στην απλή κρίση των ακροατών του, χωρίς ποτέ να θυσιάζει ούτε το παραμικρό από την ακρίβεια και την αλήθεια στις ιδέες και στις θεωρίες, που δίδασκε. Ήξερε να κάνει σπαρταριστή από ζωντάνια τη διδασκαλία του με τις συζητήσεις πριν και έπειτα απο κάθε μάθημα, όπου έβαζε τους ακροατές του να πάρουν μέρος. Να η πορεία της διδασκαλίας του:
Στο τέλος κάθε μαθήματος έδινε στους μαθητές του μια ή δυό ερωτήσεις ελέγχου, όπως τις ονόμαζε. Διπλός ήταν ο σκοπός του. Με τις ερωτήσεις αυτές προκαλούσε τους μαθητές του να ανακεφαλαιώσουν το μάθημα ή να εφαρμόσουν το περιεχόμενό του σε κάποιο ιδιαίτερο θέμα. Οι μαθητές του δεν ήσαν υποχρεωμένοι να πραγματευθούν το θέμα. Πολλοί όμως ήσαν εκείνοι, που καταπιανόντουσαν και κατάρτιζαν τη σχετική γραφτή εργασία τους. Στην αρχή λοιπόν του ερχόμενου μαθήματος ρωτούσε ποιος είχε ετοιμάσει σχετική εργασία. Σήκωναν όσοι ήθελαν το χέρι, και διάλεγε μερικούς να τη διαβάσουν συμπληρώνοντάς την, όπου ήταν ανάγκη, με προφορικές επεξηγήσεις. Ο Politzer επέκρινε ή συγχαιρόταν και προκαλούσε ανάμεσα στους μαθητές σύντομη συζήτηση. Ανακεφαλαίωνε έπειτα ο ίδιος και έβγαζε τα διδάγματα από τη συζήτηση. Όλο αυτό κρατούσε περίπου μισή ώρα. Και έτσι είχαν την ευκαιρία όσοι είχαν λείψει στο προηγούμενο μάθημα να συμπληρώσουν το χάσμα και να κάνουν τη σύνδεση με όσα είχαν μάθει στα προηγούμενα. Είχε όμως και ό ίδιος την ευκαιρία να βλέπει ως πιο βαθμό είχε γίνει κατανοητός. Και κάθε φορά που ήταν ανάγκη, ξανάπιανε πάλι με επιμονή τα λεπτά και σκοτεινά σημεία. Προχωρούσε αμέσως έπειτα στο καινούργιο μάθημα, που κρατούσε περίπου μια ώρα. Μόλις τέλειωνε, οι μαθητές του έθεταν ερωτήματα επάνω στο θέμα που είχε αναπτύξει. Τα ερωτήματα αυτά ήσαν τα περισσότερα ενδιαφερτικά και καλοβαλμένα. Ο Politzer έβρισκε έτσι την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει ορισμένα σημεία, να ξαναπιάσει το θέμα του και να ξανααναπτύξει την ουσία του από διαφορετική πλευρά.
Ο Politzer κινιόταν με απόλυτη άνεση στο θέμα του. Το κατείχε βαθειά. Η διάνοιά του αξιοθαύμαστα γοργοκίνητη. Παρακολουθούσε πριν απ’ όλα με αμείωτη προσοχή το ακροατήριό του, την αντίδρασή του. Μετρούσε κάθε φορά τη γενική «θερμοκρασία» και αδιάκοπα επαλήθευε ως πιο βαθμό είχαν αφομοιώσει οι μαθητές του το μάθημα. Γι αυτό και οι μαθητές του παρακολουθούσαν τη διδασκαλία του με φλογερό ενδιαφέρο. Βοηθούσε έτσι αποτελεσματικά να μορφωθούν χιλιάδες αγωνιστές, και πολυάριθμοι είναι ανάμεσά τους εκείνοι, που κατέχουν σήμερα «υπεύθυνες» θέσεις.
Όλοι μας καταλαβαίναμε την αξία της διδασκαλίας του και ευχόμαστε να δημοσιευτούν τα μαθήματά του. Σκεφτόμασταν όλους εκείνους που δεν μπορούσαν να έρχονται να τον ακούνε και ιδιαίτερα  τους συντρόφους μας στις επαρχίες. Τόσες φορές μας είχε υποσχεθεί να καταπιαστεί με τη δημοσίεψή τους, μα μέσα στην  τόσο υπερβολική δουλειά του, ποτέ δεν έβρισκε τον καιρό να πραγματοποιήσει την επιθυμία του τούτη.
Στη δεύτερη χρονιά μου στο μάθημα της φιλοσοφίας στο Εργατικό Πανεπιστήμιο – είχε στο μεταξύ ιδρύσει και δεύτερο ανώτερο κύκλο – βρήκα την ευκαιρία να παρακαλέσω τον Politzer να διορθώσει τις γραφτές μου εργασίες. Μου ζήτησε και του έδωσα τα τετράδιά μου. Τα βρήκε καλά καμωμένα. Τότε λοιπόν του πρότεινα να γράψω, σύμφωνα με τις σημειώσεις που είχα κρατήσει, όλα τα μαθήματά του της φιλοσοφίας του πρώτου κύκλου. Του άρεσε, με ενθάρρυνε και μου υποσχέθηκε να τα θεωρήσει και να τα διορθώσει. Δυστυχώς δε βρήκε τον καιρό. Η δουλειά τον έπνιγε, τα καθήκοντά του γινόντουσαν ολοένα πιο βαρειά. Αναγκάστηκε μάλιστα να δώσει τα μαθήματα της φιλοσοφίας του ανώτερου κύκλου στο φίλο μας Rene Maublanc. Εξήγησα στον Maublanc το σχέδιό μου και τον παρακάλεσα να θεωρήσει αυτός τα πρώτα μαθήματα, που είχα κιόλας γράψει. Δέχτηκε πρόθυμα, με ενθάρρυνε και μου σύστησε να τα τελειώσω όλα, και έτοιμο ολόκληρο το έργο να το παρουσιάσουμε στον Politzer. Μα ξέσπασε ο πόλεμος. Ο Politzer βρήκε ηρωικό θάνατο μέσα στον αγώνα της αντίστασης εναντίον στο χιτλερικό καταχτητή.
Ο σύντροφός μας δεν πρόφτασε να δώσει το τελευταίο χέρι σ’ ένα έργο που το είχε επιδοκιμάσει και μας είχε ενθαρρύνει . Δεν υπάρχει πια. Όμως κρίναμε ωφέλιμο να το δημοσιέψουμε. Ο φίλος J. Kanapa, υφηγητής της φιλοσοφίας είχε την καλοσύνη να διαβάσει και να διορθώσει λεπτομερειακά το κείμενο που είχα συντάξει πριν το 1939, σύμφωνα με τις σημειώσεις μου από τα μαθήματα της φιλοσοφίας

***
Ο G. Politzer  κάθε χρόνο στο πρώτο του μάθημα της φιλοσοφίας στο Εργατικό Πανεπιστήμιο προσδιόριζε ακλόνητα το νόημα του όρου «υλισμός», διαμαρτυρόταν και χτυπούσε όλους εκείνους, που συκοφαντικά διαστρεβλώνουν το νόημά του, και ξαναθύμιζε κάθε φορά πως ο υλιστής φιλόσοφος δεν είναι άνθρωπος χωρίς ιδανικά. Έχει, τόνιζε μ’ όλη του τη δύναμη, τα δικά του ιδανικά, και είναι πάντα πρόθυμος να αγωνιστεί για να τα κάνει να θριαμβέψουν. Και το απόδειξε ο ίδιος με την αυτοθυσία του. Ο ηρωικός του θάνατος φωτίζει εκείνο που τόσο κατηγορηματικά τόνιζε στο αρχικό του μάθημα, την αδιάλυτη δηλαδή ένωση, μέσα στο μαρξισμό, της θεωρίας με την πράξη. Χρέος μας να εξάρουμε την αφοσίωση τούτη στα ιδανικά, την αυταπάρνηση τούτη, τη μεγάλη τούτη ηθική αξία σε μια εποχή, όπου τολμούν πάλι να παρουσιάζουν το μαρξισμό σα  «μια θεωρία που μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε μηχανή, ή σε ζώο μόλις ανώτερο από το γορίλα ή το χιμπατζή»  (Κήρυγμα του R.P.Panici στη Notre Dame του Παρισιού στις 18-2-1945)
Δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσουμε όσο πρέπει τη διαμαρτυρία μας μπροστά στις τέτιες προσβολές στη μνήμη των συντρόφων μας. Σε όσους έχουν το θράσος να τις ξεστομίζουν,  του ξαναθυμίζουμε μόνο το παράδειγμα του G. Pilitzer, του Ganriel Peti, του Jacques Soloniou, του Jacques Decour[1] . Και οι τέσσερεις ήσαν μαρξιστές και δίδασκαν στο Εργατικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Καλοί σύντροφοι, απλοί και ταπεινοί, μεγαλόψυχοι, με τη φλόγα της αδελφικής αγάπης στην καρδιά, δε δίστασαν ν’ αφιερώσουν μεγάλο μέρος από τον καιρό τους, για να έρχονται σε μια απόμερη συνοικία, να διδάσκουν στους εργάτες τη φιλοσοφία, την πολιτική οικονομία, την ιστορία, τις φυσικές επιστήμες. (les sciences)
 Το Εργατικό  Πανεπιστήμιο το κλείσανε στα 1939. Ξανάνοιξε αμέσως έπειτα από την Απελευτέρωση με το όνομα το «Νέο Πανεπιστήμιο»[2]. Ένα καινούργιο επιτελείο από αφοσιωμένους καθηγητές ήρθε να αντικαταστήσει τους ντουφεκισμένους και να ξαναρχίσει το σταματημένο έργο τους.
Στο ουσιαστικό τούτο χρέος τίποτε δεν μας ενθαρρύνει περισσότερο, από το να τιμήσουμε έναν από τους ιδρυτές και εμψυχωτές του Εργατικού Πανεπιστημίου, και καμιά τιμή δε μου φαίνεται πιο δίκαιη και πιο ωφέλιμη από το να δημοσιέψουμε σήμερα τις «Βασικές Αρχές» της Φιλοσοφίας όπως τις ανάλυσε και τις δίδαξε ο Georges Politzer.
Maurice Le Goas


Σημείωμα του εκδότη για την πρώτη έκδοση
Κρίναμε σκόπιμο να σημειώσουμε στο τέλος κάθε κεφαλαίου τα σχετικά με το θέμα βιβλία, που σύσταινε στους μαθητές του ο Politzer να διαβάσουν, καθώς και τις ερωτήσεις για τον έλεγχο, που τους έδινε για κάθε μάθημα.
Φρονούμε πως οι ερωτήσεις αυτές είναι εξαιρετικά ωφέλιμες ιδιαίτερα σε δυό κατηγορίες αναγνώστες:
1. Πρώτα στους μαθητές, σε κείνους δηλαδή που δε θα περιοριστούν να διαβάσουν μόνο το βιβλίο, παρά θέλουν να το μελετήσουν και να διδαχτούν. Όλοι αυτοί, όταν θα έχουν συμπληρώσει τη μελέτη κάθε μαθήματος με το διάβασμα της σχετικής βιβλιογραφίας που σημειώνουμε, τους συστήνουμε να κλείσουν το βιβλίο, και αφού καλοσκεφτούν τη ή τις ερωτήσεις για τον έλεγχο, να απαντήσουν είτε νοερά, είτε ακόμη καλύτερα γραφτά. Έτσι ο καθένας τους, ξανανοίγοντας το βιβλίο,  θα κάνει μόνος του τον έλεγχο, θα ιδεί τι κατάλαβε και τι συγκράτησε από το μάθημα.
2. Στους δασκάλους, σε κείνους δηλαδή που θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν το βιβλίο τούτο για βάση στη διδασκαλία τους σε κύκλο μαρξιστικών μελετών. Όλους αυτούς οι ερωτήσεις για τον έλεγχο θα τους βοηθήσουν να ζωντανέψουν τη διδασκαλία τους και να προκαλέσουν γόνιμη συζήτηση.
Τέλος το βιβλίο τούτο, με τις οδηγητικές επεξηγήσεις που δίνονται στον πρόλογο και με τις ερωτήσεις για τον έλεγχο προσφέρει σε όλους τους αναγνώστες μια παιδαγωγική μέθοδο, που απoδείχτηκε στην πράξη, υπέροχη.

Σημείωμα του εκδότη για τη δεύτερη έκδοση
Η θριαμβευτική (succès retentissant- καταπληχτική) επιτυχία, που είχαν τα «Μαθήματα Φιλοσοφίας» του Politzer  στην πρώτη τους έκδοση, μας επιβάλλει να ξαναεκδώσουμε το βασικό τούτο βιβλίο, που δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες το διάβασαν, αποκομίζοντας μεγάλη ωφέλεια, όπως μας είπαν και μας έγραψαν πολλοί απ’ αυτούς.
Στην καινούργια τούτη έκδοσή του, παρουσιάζεται το βιβλίο σημαντικά βελτιωμένο. Αναθεωρήθηκε ολόκληρο, ορισμένα χωρία διατυπώθηκαν πλατύτερα (έγιναν ορισμένες προθήκες) και διορθώθηκε από την αρχή ως το τέλος. Τη στιγμή που ο ιδεολογικός αγώνας, μεταφορά και έκφραση της πολιτικής πάλης, γίνεται κάθε μέρα ολοένα τραχύτερος, τη στιγμή που κάθε τίμιο μυαλό επιβάλλεται να εξοπλιστεί διανοητικά, για να μπορεί να αντιμετωπίζει τα κάθε είδους τεχνάσματα της απάτης, κρίναμε πραγματικά απαραίτητο να προσφέρουμε στον αναγνώστη ένα όργανο δουλειάς ακόμη τελειότερο, από κείνο που του δώσαμε με την πρώτη έκδοση εδώ και λίγους μήνες. Δει διστάζουμε, αλήθεια, να ομολογήσουμε, πως η πρώτη μας έκδοση παρουσίαζε κάποια λάθη στην εμφάνισή της αδιάφορο αν τούτο οφείλεται στη βιασύνη μας να δημoσιεύαμε, όσο γινόταν γρηγορότερα το πολύτιμο τούτο διανοητικό όργανο. Ελέγξαμε λοιπόν σειρά με σειρά το παρουσίασμα των μαθημάτων του Politzer, και διορθώσαμε, καλυτερεύοντάς το, κάθε φορά που ήταν ανάγκη. Είναι αυτονόητο πως δεν κάναμε καμιά τροποποίηση στην «ουσία» όπως λένε του έργου. Όλες μας οι διορθώσεις έγιναν στη μορφή. Έτσι, πιστεύουμε, ορισμένες  παράγραφες τις κάναμε πιο καθαρές και ευκολονόητες, άλλες πιο επίκαιρες, και άλλες τέλος τις παρουσιάζουμε «καλύτερα γραμμένες».
Προσθέσαμε ακόμη και μερικά ερωτήματα για γραφτές εργασίες και συμπληρώσαμε τα σχετικά βιβλία για διάβασμα (όπως τα είχε υποδείξει ο Politzer σύμφωνα με τις σημειώσεις του φίλου μας Le Gous) και αναθεωρήσαμε ολόκληρο τον «Πίνακα για τα ονόματα και τους όρους» έτσι που να μπορεί να τον χρησιμοποιεί  κανείς σήμερα σαν ένα σύντομο λεξικό της ιστορίας της φιλοσοφίας.
Ο μεγάλος Τσέχος επιστήμονας Arnost Kolman, με τις κάμποσες παρατηρήσεις του και τις κριτικές υποδείξεις του, που μας έστειλε, για ορισμένες επιστημονικές λεπτομέρειες στην πρώτη μας έκδοση, μας βοήθησε να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα σημεία και να διορθώσουμε μερικές ανακρίβειες. Τον ευχαριστούμε θερμά.
Τέλος ο μεγάλος μας σύντροφος Paul Langevin είχε διορθώσει με το ίδιο του το χέρι στο αντίτυπο που είχε στη βιβλιοθήκη, δυό λεπτομερειακά λάθη σ’ ένα επιστημονικό ζήτημα, που τόσο βαθειά το γνώριζε (σελίδα 79 στην πρώτη έκδοση) και είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνουν οι διορθώσεις, που υπόδειχνε, στη δεύτερη έκδοση. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε.
***
Έτσι όπως το παρουσιάζουμε σήμερα, του έργο τούτο του Politzer αποτελεί καλύτερα από πριν απαραίτητη εισαγωγή για τη βαθύτερη γνώση του διαλεχτικού υλισμού, τη βάση του μαρξισμού. Θα εξυπηρετήσει και τον αγωνιστή εργάτη και το μαθητή της μέσης παιδείας, καθώς και κάθε ανήσυχο πνεύμα, όπως και τον ειδικεμένο κιόλας διανοητή.
Πως το έργο έχει ατέλειες, πως ορισμένα σημεία, όπως αναπτύσσονται, είναι ανάγκη να ακριβολογηθούν καλύτερα, πως ορισμένες θέσεις χρειάζονται εμβάθυνση με συμπληρωματικές επεξηγήσεις, πρώτος ο ίδιος ο Politzer το ήξερε. Μα ήξερε ακόμη πως και στη φιλοσοφία όπως σε όλα τα πράματα πρέπει ν’ αρχίζουμε από την αρχή και πως στην εκπαίδευση ξεχωρίζουμε μια σειρά «βαθμούς» την κατώτερη ή στοιχειακή, τη μέση, και την ανώτερη παιδεία, όπως τους ονομάζουν. Ο ίδιος άλλωστε τιτλοφορούσε την πρώτη σειρά «Μαθήματα κατώτερου κύκλου». Στοιχειακή λοιπόν πρέπει να θεωρούμε τη διδασκαλία, που προσφέρουν οι «Βασικές αρχές». Πως είναι απαραίτητο να ακολουθήσει ο «δεύτερος» κύκλος, πως οι  «Βασικές αρχές» απαιτούν μια πιο λεπτομερειακή, πιο ακριβολογημένη και ξεκαθαρισμένη, μια πιο βαθειά ανάπτυξη, την ανάγκη τούτη τη νιώθουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη, πως είμαστε σε θέση να αναγγείλουμε από σήμερα, πως θα εκδώσουμε μέσα στην πιο σύντομη προθεσμία τη δεύτερη σειρά, τα Μαθήματα φιλοσοφίας του δεύτερου ανώτερου κύκλου, γραμμένα από τον Politzer και από άλλους καθηγητές της φιλοσοφίας, με τον τίτλο «Βασικά Προβλήματα της Φιλοσοφίας» όπου ξαναπιάνονται τα προβλήματα που θέτουν οι «Βασικές Αρχές» με τρόπο όμως ολοκληρωμένο.
Και στα δυό λοιπόν αυτά έργα ο γενικός τίτλος είναι «Μαθήματα Φιλοσοφίας». Η πρώτη σειρά οι «Βασικές Αρχές» αποτελούν τον πρώτο τόμο. Τα «Βασικά Προβλήματα» - η δεύτερη σειρά- θα αποτελέσουν το δεύτερο τόμο.
Το δεύτερο τούτο έργο είναι η λογική και απαραίτητη συνέχεια των «Βασικών Αρχών» και θα γίνει ένα επίσης δραστικό ιδεολογικό όπλο. Είμαστε βέβαιοι, πως οι αναγνώστες, που διάβασαν τις «Βασικές Αρχές» θα του κάνουν την πιο θερμή υποδοχή.
J.K.

Δυό λόγια
Του Κώστα Σωτηρίου για το βιβλίο και τη μετάφραση

Το βιβλίο τούτο γραμμένο για τους αρχάριους και τους «αμύητους» είναι πολύτιμη μεθοδική «Εισαγωγή» στη φιλοσοφία, και ιδιαίτερα στη μόνη επιστημονική φιλοσοφία, στο διαλεχτικό υλισμό.
Ο συγγραφέας θέτει τα βασικά φιλοσοφικά προβλήματα, τα ξετυλίγει με την εσωτερική τους αλληλουχία, τα αναλύει μεθοδικά, τα ζωντανεύει με τα ταιριαστά παραδείγματα, που φέρνει, τα συζητεί, με τον πιο απλό μα και τον πιο επιστημονικό τρόπο, και μαζί μας και με τους αντίπαλους του διαλεχτικού υλισμού, και δίνει τη μόνη σωστή, τη μόνη επιστημονική λύση. Έτσι μεθοδικά μας οδηγεί στο διαλεχτικό υλισμό. Αναλύει με παραδειγματική απλότητα και αξιομίμητη σαφήνεια τις «Βασικές Αρχές» του διαλεχτικού υλισμού, τον φωτίζει σ’ όλες του τις πλευρές και μας πείθει με τα ακλόνητα επιχειρήματά του, πως η φιλοσοφία τούτη είναι η μόνη επιστημονική η ζωντανή και προοδευτική φιλοσοφία. Ταυτόχρονα αναλύει και εφαρμόζει μεθοδικά τη μέθοδο του διαλεχτικού υλισμού, τη διαλεχτική, και μας αποδείχνει, πως είναι η μοναδική επιστημονική μέθοδος, για ν’ αντικρίζουμε και να λύνουμε κάθε πρόβλημα στη φύση και στην κοινωνία, στη ζωή και στην πράξη.
Το ενδιαφέρο μας γίνεται ολοένα και πιο ζωηρό, όπως προχωρούμε στο διάβασμα του βιβλίου, ακόμη και όταν έχουμε μπροστά μας τα πιο δυσκολονόητα προβλήματα. Ο συγγραφέας έχει την παιδαγωγική δεξιοτεχνία «να προσαρμόζει στην αντιληπτική ικανότητα του αμύητου» και να κάνει ευκολονόητα και τα πιο δύσκολα προβλήματα και ακόμη να ζωντανεύει και τα «πιο ξερά και άχαρα θέματα».
Και όταν τελειώσουμε τη μελέτη του βιβλίου, νιώθουμε βαθειά ικανοποίηση για τα πλούσια διδάγματα που αποκομίσαμε και χαρά, και ασυγκράτητη την επιθυμία και την ανάγκη να προεχτείνουμε και να συμπληρώσουμε τη μελέτη μας για τα διαλεχτικό υλισμό, για να τον γνωρίσουμε βαθύτερα και να εξοπλιστούμε αρτιότερα με τη φιλοσοφία τούτη, που, βασισμένη επάνω στις κάθε φορά καταχτήσεις της επιστήμης, μας λυτρώνει από κάθε φόβο και δεισιδαιμονία, ξεσκεπάζει κάθε απάτη στη φιλοσοφία και την επιστήμη, με όποιο ψευτοπροοδευτικό όνομα κιάν παρουσιάζεται, διαλύει κάθε ουτοπία, γκρεμίζει τα περίτεχνα μα απατηλά κατασκευάσματα της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, μας φέρνει ολοένα και πιο κοντά στην αληθινή γνώση, μας οδηγεί στο βασίλειο της αληθινής ελευτερίας, μας υψώνει σε κυρίαρχους της τύχης μας, και μας βοηθεί αποτελεσματικά να χτίσουμε το γνήσιο «ανθρωπισμό» επάνω στη γη.
Πλούσια είναι τα χαρίσματα, και πολύτιμη η βοήθεια που μας προσφέρει το βιβλίο τούτο. Απλό στη διατύπωση, χωρίς ούτε μια στιγμή να θυσιάζεται η «επιστημονική αλήθεια», καθαρό στη σκέψη, πειστικό στα επιχειρήματα. Σπάνια βιβλίο είναι γραμμένο με τόσο καρποφόρο, με τόσο αριστοτεχνικό παιδαγωγικό τρόπο.
Ένα τέτοιο βιβλίο έλειπε στον τόπο μας. Και η αξία του είναι ακόμη μεγαλύτερη τώρα στις ημέρες μας, γιατί η κυρίαρχη τάξη για να περιφρουρήσει τα προνόμιά της, απλώνει με όλα τα μέσα το σκοταδισμό. Κάνει ό,τι μπορεί, για να παραπλανήσει τους ανίδεους, και να νοθέψει την αλήθεια. Ξετυλίγει παραπλανητικά συνθήματα, φοβάται την πρόοδο, προσπαθεί να κλονίσει την εμπιστοσύνη στην επιστήμη, καλλιεργεί το μυστικισμό, εξαγοράζει συνειδήσεις, χρησιμοποιεί ακόμη και τη συκοφαντία, για να κρατάει το λαό βυθισμένο στην άγνοια και στην αμορφωσιά. Πολύτιμο θα είναι το βιβλίο τούτο του Πολιτσέρ και στον τόπο μας. Και γι αυτό το μετάφρασα.
Προσπάθησα όσο μπορούσα να κάνω δημιουργική τη μετάφραση. Δε μετάφρασα λέξη με λέξη το κείμενο. Δεν είναι έτσι πιστή η μετάφραση. Αντίθετα γίνεται άχαρη και καταντάει πολλές φορές ακατανόητη. Προσπάθησα να εμβαθύνω στο κείμενο, να συλλάβω ολοκληρωτικά τα νοήματα, και να διατυπώσω στη δημοτική γλώσσα με την ίδια ζωντάνια και την ίδια χάρη, όπως θα τα διατύπωνε ο συγγραφέας, αν πρωτοέγραφε το βιβλίο του στην Ελληνική γλώσσα. Συνάντησα κάμποσες γλωσσικές δυσκολίες. Προσπάθησα να τις ξεπεράσω. Η γλώσσα μας, η δημοτική, η γνήσια γλώσσα του ελληνικού λαού, χρειάζεται ακόμη δούλεμα, επίμονο και γεμάτο αγάπη δούλεμα. Και βλέπω με μεγάλη μου λύπη, πόσο ο νεότεροι παραμελούν το χρέος τους τούτο. Βλέπω πολλούς να διαλαλούν το θαυμασμό τους στη δημοτική, και να είναι στην πράξη αρνητές της. Βλέπω σε άλλους πολλούς ασυγχώρητη γλωσσική επιπολαιότητα. Δεν καλλιεργούν το γλωσσικό τους όργανο, γράφουν όπως τους κατεβεί, ανακατεύουν τη δημοτική με την καθαρεύουσα, παραμελούν ολότελα τη δημοτική σύνταξη, και παραμορφώνουν τη γλώσσα του λαού. Δεν προσπαθούν να την υψώνουν, να την πλουτίζουν και να την κάνουν ολοένα και καλύτερο εκφραστικό όργανο και για τη λογοτεχνία, και προπάντων για την επιστήμη.
Για να ζωντανέψω τη μετάφραση, και να κάνω όσο μπορούσα πιο ευκολονόητα τα νοήματα, άλλοτε μάκρυνα λίγο τη φράση του συγγραφέα, άλλοτε τη μίκρυνα, και μερικές φορές έβαλα μέσα σε αγκύλες κάποιες χρήσιμες, νομίζω, προσθήκες στο κείμενο. Και τέλος, για να ευκολύνω τον έλληνα αναγνώστη, σκόπιμο θεώρησα να προσθέσω επεξηγηματικές και συμπληρωματικές σημειώσεις[3].
Χρήσιμο βοήθημά μου στάθηκε το «Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό»[4]. Καλά θα κάνει ο αναγνώστης να το έχει δίπλα του και να το συμβουλεύεται, όταν θα μελετάει το βιβλίο. Θα τον βοηθήσει να εμβαθύνει περισσότερο στα προβλήματα και να ιδεί και άλλες πλευρές τους. Και του είναι ακόμη απαραίτητο, γιατί τα βιβλία που συσταίνει για διάβασμα ο συγγραφέας, και προπάντων τα κλασικά έργα για το διαλεχτικό υλισμό, δεν έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας – τα λιγοστά που έχουν μεταφραστεί είναι τόσο δυσκολοεύρετα- και μένουν εφτασφραγισμένα για τον αναγνώστη, που δεν ξέρει καμιά ξένη γλώσσα.
Τα «Μαθήματα Φιλοσοφίας» τα πρωτοδίδαξε ο Πολιτσέρ στο Εργατικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Πλούσια διδάγματα θα αντλήσουν από τα «Μαθήματα» τούτα και οι δικοί μας εργάτες,  που αγωνίζονται να χτίσουν το σοσιαλισμό και στη χώρα μας. Θα είναι το πρώτο ξεκίνημά τους, για ν’ αποχτήσουν την υλιστική διαλεχτική θεωρία, που θα τους καθοδηγεί αποτελεσματικά στην καθημερινή πράξη στον αγώνα τους.
Πολύτιμο βοήθημα θα είναι και για τη φοιτητική μας νεολαία. Πολλούς καρπούς θα τρυγήσουν όλοι οι σπουδαστές και φοιτητές, που διψούν να μορφωθούν πραγματικά, που φλέγονται να γίνουν συνειδητοί πρωτοπόροι στην κοινωνική και επιστημονική πρόοδο. Το βιβλίο τούτο θα τους βοηθήσει να ξεφορτωθούν την απατηλή επίσημη φιλοσοφία, που διδάσκονται, θα τους προσανατολίσει μέσα στα σημερινά κοινωνικά και φιλοσοφικά προβλήματα, και θα τους φωτίσει το δρόμο, που πρέπει να βαδίσουνε στο φιλοσοφικό τους καταρτισμό, και θα τους οδηγήσει ν’ αποχτήσουν τη σωστή μέθοδο για την επιστημονική έρευνα.
Μα θα πρέπει να το μελετήσουν και όλοι οι ακατατόπιστοι στο διαλεχτικό υλισμό και στη διαλεχτική μέθοδο επιστήμονες, όσοι σέβονται τον εαυτό τους, όσοι δεν εμπορεύονται τις γνώσεις τους και δεν επαγγελματοποιούν την επιστήμη τους, όσοι θέλουν να είναι τίμιοι εργάτες της επιστήμης και έχουν νιώσει το χρέος τους να σταθούν στο πλευρό του λαού συμπαραστάτες στον αγώνα του και οδηγοί του.
Μα και όσοι είναι κατατοπισμένοι στο διαλεχτικό υλισμό και κατέχουν λίγο πολύ τη διαλεχτική μέθοδο, θα χαρούν, διαβάζοντάς το, το βιβλίο τούτο. Θα χαρούν τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια του. Θα χαρούν την αριστοτεχνική παιδαγωγική μέθοδο του Πολιτσέρ, και θα τιμήσουν το βαθιά φιλοσοφημένο δάσκαλο, τον αληθινό επιστήμονα, τον αγνό πατριώτη, το γενναίο αγωνιστή, τον υπέροχο άνθρωπο, που έμεινε πιστός στο ευγενικό πανανθρώπινο ιδανικό του και επισφράγισε τον αγώνα του με τον ηρωικό του θάνατο. Και θα νιώσουν ακόμη βαθύτερα το χρέος τους να συνεχίσουν τον αγώνα με το ίδιο θάρρος και την ίδια αυτοθυσία.


ΜΕΡΟΣ  ΠΡΩΤΟ
ΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Γιατί πρέπει να σπουδάζουμε τη φιλοσοφία;
2. Η σπουδή της φιλοσοφίας είναι δύσκολο πράμα;
3. Τι είναι η φιλοσοφία;
4. Τι  είναι η υλιστική φιλοσοφία;
5, Ποια είναι η σχέση του υλισμού με το μαρξισμό;
6. Εκστρατεία της αστικής τάξης για το χτύπημα του μαρξισμού


1. Γιατί πρέπει να σπουδάζουμε τη φιλοσοφία
Σκοπός μας είναι, με τα Μαθήματα τούτα της φιλοσοφίας, να παρουσιάσουμε, ν’ αναλύσουμε και να εξηγήσουμε τις βασικές αρχές της υλιστικής φιλοσοφίας.
Για ποιο λόγο; Γιατί ο μαρξισμός είναι σφιχτά δεμένος με μια ορισμένη μέθοδο: με τη φιλοσοφία και με τη μέθοδο του διαλεχτικού υλισμού. Απαραίτητο λοιπόν να σπουδάσουμε τη φιλοσοφία  και τη μέθοδο τούτη. Μόνον τότε θα καταλάβουμε καλά το μαρξισμό και θα είμαστε σε θέση ν’ αντικρούσουμε τις αστικές θεωρίες και τα επιχειρήματά τους και μόνον τότε θα μπορούμε ν’ αναλάβουμε αποτελεσματική πολιτική πάλη.
Ο Λένιν είπε: «Χωρίς επαναστατική θεωρία, δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα»[5] κι αυτό θα ειπεί πριν  απ’ όλα: Πρέπει να δέσουμε τη θεωρία με την πράξη.
Μα τι είναι η πράξη; Είναι η πετυχημένη ενέργεια να πραγματοποιούμε. Παράδειγμα: Η βιομηχανία, η γεωργία πραγματοποιούν(τις κάνουν να περάσουν στην πραγματικότητα) ορισμένες – χημικές, φυσικές και βιολογικές θεωρίες.
Και τι είναι η θεωρία; Είναι η γνώση για τα πράγματα εκείνα που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε.
Μπορεί μερικοί να είναι μόνο πραχτικοί. Μα τότε ό,τι πραγματοποιούν, το κάνουν κολλημένοι στη ρουτίνα. Άλλοι πάλι μπορεί να είναι μόνο θεωρητικοί. Μα τότε ό,τι έχουν συλλάβει με τη θεωρία, συχνά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει δέσιμο της θεωρίας και της πράξης. Και όλο το ζήτημα είναι, να ξέρουμε ποια πρέπει να είναι η θεωρία αυτή, και ποιος πρέπει να είναι ο σύνδεσμός της με την πράξη.
Φρονούμε, πως ο  αγωνιστής εργάτης χρειάζεται μια μέθοδο ν’ αναλύει και να συλλογίζεται σωστά για να μπορεί να πραγματοποιήσει μια σωστή επαναστατική δράση. Και ακόμη πως χρειάζεται όχι μια μέθοδο, που να είναι τυφλή, δόγμα, που να του δίνει έτοιμες λύσεις, παρά μια μέθοδο, που καλοζυγιάζει κάθε φορά τα περιστατικά και τις συνθήκες, που ποτέ δεν είναι ίδιες, μια μέθοδο δηλαδή που ποτέ δεν χωρίζει τη θεωρία από την πράξη, τη σκέψη από τη ζωή. Λοιπόν τη μέθοδο αυτή την κλείνει μέσα της η φιλοσοφία του διαλεχτικού υλισμού, η βάση αυτή του μαρξισμού, που θέλουμε- αυτός είναι ο σκοπός μας- ν’ αναλύσουμε και να εξηγήσουμε.

2. Η σπουδή της φιλοσοφίας είναι δύσκολο πράμα;
Επικρατεί γενικά, η γνώμη, πως η σπουδή της φιλοσοφίας είναι για τους εργάτες κάτι πολύ δύσκολο, και απαιτεί ειδικές γνώσεις. Πρέπει να ομολογήσουμε, πως τα αστικά διδαχτικά βιβλία για τη φιλοσοφία είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, που πετυχαίνει πολύ καλά να εμπεδώνει μέσα τους τη γνώμη αυτή, και φυσικό είναι να μη θέλουν να τα πιάσουν στο χέρι.
Δεν περνάει από το μυαλό μας να αρνηθούμε τις δυσκολίες, που φέρνει μαζί της η σπουδή γενικά, και ιδιαίτερα η σπουδή της φιλοσοφίας. Μα οι δυσκολίες αυτές είναι πέρα για πέρα υπερνικήσιμες. Προέρχονται προπάντων από το ό,τι οι περισσότεροι από τους αναγνώστες μας βρίσκονται εμπρός σε καινούργια πράματα.
Από την πρώτη στιγμή άλλωστε, προσδιορίζοντας με ακριβολογία τα πράματα, τους καλούμε να αναθεωρήσουν ορισμένους ορισμούς για λέξεις, που το νόημά τους είναι νοθευμένο στην τρεχούμενη ομιλία.

3. Τι είναι η φιλοσοφία;
Στην κοινή ομιλία λένε φιλόσοφο ή εκείνον που ζει στα σύννεφα, ή εκείνον που παίρνει τα πράματα από την καλή τους πλευρά, εκείνον που δεν πολυσκοτίζεται (που δε χολοσκάει). Έ λοιπόν, ολωσδιόλου αντίθετα, φιλόσοφος είναι εκείνος  που θέλει και πασχίζει να μας προσφέρει σε ορισμένα ζητήματα ξεκάθαρη και ακριβολογημένη απάντηση, και, αν λογαριάσουμε πως η φιλοσοφία θέλει να εξηγήσει τον κόσμο και τα προβλήματά του – από πού έρχεται ο κόσμος; που πάμε; κ.τ.λ.- βλέπουμε, πως ο φιλόσοφος καταπιάνεται με πολλά πράματα, και, αντίστροφα απ’ ό,τι λένε, χολοσκάει πολύ.
Λέμε λοιπόν για να δώσουμε τον ορισμό της φιλοσοφίας, πως η φιλοσοφία θέλει να εξηγήσει τον κόσμο, τη φύση, πως η φιλοσοφία είναι η μελέτη και η έρευνα των πιο γενικών προβλημάτων, Τα άλλα τα προβλήματα τα λιγότερο γενικά τα μελετούν και τα ερευνούν οι επιστήμες. Η φιλοσοφία λοιπόν είναι προέκταση των επιστημών με τούτο το νόημα, πως βασίζεται επάνω στις επιστήμες και από αυτές εξαρτιέται.
Και προσθέτουμε αμέσως, πως η μαρξιστική φιλοσοφία μας προσφέρει τη μέθοδο να λύνουμε όλα τα προβλήματα, και πως η μέθοδος αυτή είναι εξάρτημα εκείνου που ονομάζουν: ο υλισμός

3. Τι είναι η υλιστική φιλοσοφία;
Και εδώ υπάρχει μια σύγχυση, που οφείλουμε αμέσως να την ξεσκεπάσουμε. Στην κοινή ομιλία λένε υλιστή εκείνον που δε σκέπτεται τίποτε άλλο, παρά πώς να χαρεί τις υλικές απολαύσεις. Παίζουν με τη λέξη υλισμός που κλείνει μέσα του τη λέξη ύλη – και έτσι έφτασαν να του δώσουν πέρα για πέρα νοθευμένο νόημα.
Στη μελέτη που θα κάνουμε με τα μαθήματά μας τούτα για τον υλισμό – με την επιστημονική σημασία της λέξης – θα του δώσουμε το αληθινό του νόημα. Θα ιδούμε, πως το να είναι κανείς υλιστής, αυτό δεν τον εμποδίζει να έχει τα ιδανικά του και να αγωνίζεται να τα κάνει να θριαμβεύσουν.
Είπαμε, πως η φιλοσοφία θέλει να μελετήσει και να εξηγήσει τα πιο γενικά προβλήματα. Όμως μέσα στην πορεία που βάδισε η ιστορία της ανθρωπότητας, η εξήγηση που δόθηκε δεν ήταν πάντοτε η ίδια.
Οι πρώτοι άνθρωποι ζήτησαν, βέβαια, και αυτοί να εξηγήσουν τη φύση, τον κόσμο, μα δεν το κατόρθωσαν. Γιατί  εκείνο που μας κάνει, πραγματικά, ικανούς να εξηγούμε τον κόσμο και τα φαινόμενα, που μας περιτριγυρίζουν,  είναι οι επιστήμες. Μα οι ανακαλύψεις που άνοιξαν το δρόμο στις επιστήμες για να προοδέψουν είναι πολύ πρόσφατες.
Η αμάθεια λοιπόν, όπου ήσαν βυθισμένοι οι πρώτοι άνθρωποι, ήταν το εμπόδιο στις έρευνές τους. Γι αυτό μέσα στην πορεία της Ιστορίας, εξ αιτίας αυτής της αμάθειας, βλέπουμε να ξεφυτρώνουν οι θρησκείες, που θέλουν κι αυτές να εξηγήσουν τον κόσμο, με υπερφυσικές  όμως δυνάμεις. Η εξήγηση τούτη είναι αντιεπιστημονική. Και επειδή σιγά-σιγά, μέσα στους αιώνες, η επιστήμη βαδίζει και αναπτύσσεται, και οι άνθρωποι ολοένα προσπαθούν, με αφετηρία τα επιστημονικά πειράματα, να εξηγήσουν τον κόσμο με τα χειροπιαστά αποτελέσματα της έρευνάς τους, έτσι, από τη θέληση τους τούτη, να εξηγήσουν τα πράματα με τις επιστήμες, γεννήθηκε η υλιστική φιλοσοφία.
Στα παρακάτω κεφάλαια θα μελετήσουμε τι είναι ο υλισμός, όμως από τώρα, πρέπει να κρατήσουμε καλά στο μυαλό μας, πως ο υλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η επιστημονική ερμηνεία του κόσμου.
Στη μελέτη που θα κάνουμε της ιστορίας της υλιστικής φιλοσοφίας, θα ιδούμε πόσο τραχειά και δύσκολη ήταν η πάλη εναντίον στην αμάθεια. Πρέπει άλλωστε να διαπιστώσουμε, πως και τώρα στις μέρες μας η πάλη τούτη δεν έχει ακόμη τελειώσει, αφού εξακολουθούν να συνυπάρχουν ο υλισμός και η αμάθεια πλάι-πλάι.
Μέσα στην καρδιά αυτής της πάλης πρόβαλαν και πήρανε μέρος ο Marx και ο Engels. Κατάλαβαν τη μεγάλη σημασία, που είχαν οι μεγάλες ανακαλύψεις στο 19ο αιώνα, και άνοιξαν το δρόμο στην υλιστική φιλοσοφία να κάνει τεράστια πρόοδο στην επιστημονική ερμηνεία του κόσμου. Έτσι γεννήθηκε ο διαλεχτικός υλισμός. Έπειτα, πρώτοι οι δυό τους κατάλαβαν, πως οι νόμοι που κυβερνούν τον κόσμο, μας επιτρέπουν να εξηγήσουμε και την πορεία των κοινωνιών. Έτσι διατύπωσαν τη περίφημη θεωρία του ιστορικού υλισμού.
Το πρόγραμμά μας είναι με τα Μαθήματά μας τούτα να μελετήσουμε πρώτα τον υλισμό, έπειτα το διαλεχτικό υλισμό και κατόπιν τον ιστορικό υλισμό. Μα, πριν απ’ όλα, θέλουμε να (καθορίσουμε) τη σχέση του υλισμού με το μαρξισμό.

5. Ποια είναι η σχέση του υλισμού με το μαρξισμό;
Τη σχέση του υλισμού με το μαρξισμό μπορούμε να την συνοψίσουμε με τον ακόλουθο τρόπο:
1.Η υλιστική φιλοσοφία συγκροτεί τη βάση του μαρξισμού.
2. Η φιλοσοφία αυτή, η υλιστική, που θέλει να εξηγήσει επιστημονικά τα προβλήματα του κόσμου, προοδεύει μέσα στην πορεία της Ιστορίας, σύγχρονα με τις επιστήμες. Συμπέρασμα: Ο μαρξισμός κατάγεται από τις επιστήμες, σ’ αυτές βασίζεται, και μαζί τους εξελίσσεται.
3. Πριν από τον Marx και Engels έζησαν και δίδαξαν σε διάφορες εποχές και με διαφορετική μορφή στο σύστημά τους πολλοί υλιστές φιλόσοφοι. Μα στο 19ο αιώνα, που οι επιστήμες  έκαναν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, ο  Marx και Engels, ξεκινώντας από τις σύγχρονες επιστήμες, ανανέωσαν τον παλιό υλισμό και μας έδωσαν το σύγχρονο, το διαλεχτικό υλισμό, όπως τον ονομάζουμε. Ο διαλεχτικός λοιπόν υλισμός αποτελεί τη βάση του μαρξισμού.

Έπειτα από τις λίγες αυτές εξηγήσεις, βλέπουμε πως η υλιστική φιλοσοφία, αντίθετα απ’ ό,τι λένε, έχει την ιστορία της. Και η ιστορία της είναι σφιχτά δεμένη με την ιστορία των επιστημών. Ο μαρξισμός λοιπόν, αφού βασίζεται στον υλισμό, δε βγήκε από το μυαλό ενός μόνο ανθρώπου. Είναι η κατάληξη η συνέχεια του παλιού υλισμού, που ήταν κιόλας πολύ προχωρημένος στη φιλοσοφία του Diderot. Ο μαρξισμός είναι το άνθισμα (το φούντωμα) του υλισμού, που είχαν καλλιεργήσει και αναπτύξει οι εγκυκλοπαιδιστές στο 18ο αιώνα,  και  πλουτίστηκε  από τις μεγάλες ανακαλύψεις του 19ου αιώνα. Ο μαρξισμός είναι μια ζωντανή θεωρία, και για να δείξουμε τώρα αμέσως με ποιο τρόπο αντιμετωπίζει τα προβλήματα, θα πάρουμε για παράδειγμα ένα ζήτημα, που όλος ο κόσμος το ξέρει: το πρόβλημα της πάλης των τάξεων.
Πως το σκέπτονται σήμερα οι άνθρωποι το ζήτημα τούτο; Άλλοι φρονούν, πως η οικονομική πάλη, ο αγώνας για το ψωμί, μας απαλλάσσει από την πολιτική πάλη. Άλλοι πιστεύουν, πως φτάνει να κατεβούμε στο πεζοδρόμιο, και λένε πως δεν χρειάζεται οργάνωση. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως μόνο η πολιτική πάλη θα λύσει το ζήτημα τούτο. Για τον μαρξιστή όμως η πάλη των τάξεων κλείνει μέσα της:
α! Την οικονομική πάλη
β! Την πολιτική πάλη
γ! Τον ιδεολογικό αγώνα
Το πρόβλημα λοιπόν πρέπει να το θέσουμε ταυτόχρονα και στους τρεις τούτους τομείς.
α! Δεν μπορούμε να αγωνιζόμαστε για το ψωμί (οικονομική πάλη) χωρίς ταυτόχρονα ν’ αγωνιζόμαστε για την ειρήνη (πολιτική πάλη) και χωρίς να υπερασπιζόμαστε την ελευτερία μας (ιδεολογικός αγώνας)
β! Το ίδιο και για την πολιτική πάλη, που, από την εποχή του Marx, έχει υψωθεί σε αληθινή επιστήμη. Για να την κατευθύνουμε σωστά την πολιτική πάλη, έχουμε την υποχρέωση να καλολογαριάζουμε ταυτόχρονα και την οικονομική κατάσταση και τα ιδεολογικά ρεύματα.
γ! Μα και στον ιδεολογικό αγώνα, που γίνεται με την προπαγάντα χρέος έχουμε, για να είναι αποτελεσματικός, να καλοζυγίζουμε την οικονομική και πολιτική κατάσταση.
Βλέπουμε λοιπόν, πως όλα αυτά τα προβλήματα είναι σφιχτοδεμένα το ένα με το άλλο, και με τέτοιο τρόπο, που δεν μπορούμε να πάρουμε καμιά απόφαση μπροστά σε οποιαδήποτε από τις πλευρές που παρουσιάζει το μεγάλο τούτο πρόβλημα η πάλη των τάξεων – π.χ. σε μια απεργία – χωρίς να καλοεξετάσουμε κάθε στοιχείο του προβλήματος, και το ίδιο το μεγάλο αυτό πρόβλημα στο σύνολό του. Ώστε όποιος θα είναι ικανός να αγωνίζεται σ’ όλους τους τομείς, αυτός θα δώσει την καλύτερη, κατεύθυνση στο κίνημα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν πιάνει στα χέρια του ο μαρξιστής το πρόβλημα της πάλης των τάξεων. Ε λοιπόν, στον ιδεολογικό αγώνα, που έχουμε την υποχρέωση να διεξάγουμε κάθε μέρα, βρισκόμαστε μπροστά σε δυσκολόλυτα προβλήματα, όπως είναι η αθανασία της ψυχής, η ύπαρξη του Θεού, η καταγωγή του κόσμου και άλλα ακόμη. Ο διαλεχτικός υλισμός είναι εκείνος, που θα μας δώσει την κατάλληλη μέθοδο σκέψης, που θα μας ανοίξει το δρόμο να λύσουμε όλα αυτά τα προβλήματα, και με την ίδια επιτυχία θα μας βοηθήσει να ξεσκεπάσουμε τα τεχνάσματα εκείνων που έχουν εκστρατεύσει να νοθέψουν το μαρξισμό, ενώ ισχυρίζονται πως τον συμπληρώνουν και τον ανανεώνουν.

6. Εκστρατεία της αστικής τάξης για το χτύπημα του μαρξισμού
Οι απόπειρες αυτές για τη νοθεία του μαρξισμού είναι πολυποίκιλες στη βάση τους. Άλλοι ζητούν να ορθώσουν και να αντιτάξουν στο μαρξισμό τούς σοσιαλιστές συγγραφείς στην προμαρξιστική περίοδο, Έτσι βλέπουμε πολύ συχνά να χρησιμοποιούνται εναντίον στον Μαρξ οι «ουτοπιστές»[6]. Άλλοι χρησιμοποιούν τον Proudhon[7]. Και άλλοι αντλούν τα επιχειρήματά τους από τους πριν το 1914 ρεβιζιονιστές[8] (μολονότι ο Λένιν[9] αντίκρουσε συντριπτικά τις θεωρίες τους και κυριολεχτικά τους κατατρόπωσε). Μα εκείνο που πρέπει προπάντων να τονίσουμε, είναι η εκστρατεία της σιωπής εναντίον στο μαρξισμό. Η αστική τάξη κάνει ό,τι μπορεί, ιδιαίτερα για να εμποδίσει να γίνει γνωστή η υλιστική φιλοσοφία, με τη μορφή, που της έδωσε ο μαρξισμός. Χτυπητό παράδειγμα η διδασκαλία της φιλοσοφίας, όπως γίνεται στη Γαλλία[10].
Στα σχολεία της μέσης παιδείας διδάσκεται η φιλοσοφία. Όμως μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ολόκληρη τη διδασκαλία τούτη χωρίς ποτέ να μάθει, πως υπάρχει μια υλιστική φιλοσοφία, που την επεξεργάστηκαν και την διαμόρφωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, πως ο μαρξισμός έχει τη δική του φιλοσοφία. Όταν στα διδαχτικά βιβλία για τη φιλοσοφία μιλούν για τον υλισμό (γιατί πρέπει φυσικά να κάνουν λόγο) ξεχωρίζουν τον υλισμό από τον μαρξισμό, μιλούν πάντοτε σα να ήσαν θέματα άσχετα το ένα με το άλλο. Γενικά παρουσιάζουν τον μαρξισμό, αποκλειστικά σα μια πολιτική θεωρία, και όταν μιλούν για τον ιστορικό υλισμό, ούτε κάνουν καν λόγο ούτε τότε για την υλιστική φιλοσοφία. Τέλος αγνοούν ολότελα το διαλεχτικό υλισμό.
Η κατάσταση τούτη δεν υπάρχει  μόνο στα σχολεία και στα γυμνάσια. Είναι απαράλλαχτα η ίδια και στα πανεπιστήμια. Το πιο χαραχτηριστικό στην κατάσταση αυτή είναι, πως στη Γαλλία μπορεί να είναι κανείς «ειδικός» στη φιλοσοφία, και να έχει πάρει τα ανώτατα διπλώματα, που απονέμουν τα Γαλλικά πανεπιστήμια, και να μην ξέρει, πως ο μαρξισμός έχει τη φιλοσοφία του, κι αυτή είναι ο υλισμός, και να μην ξέρει ακόμη, πως ο πατροπαράδοτος υλισμός έχει μια καινούργια νεότερη μορφή, κι αυτή είναι ο μαρξισμός ή ο διαλεχτικός υλισμός.
Εμείς όμως θέλουμε, είναι μέσα στο πρόγραμμά μας, ν’ αποδείξουμε πως ο μαρξισμός, κλείνει μέσα του μια γενική αντίληψη όχι μόνο για την κοινωνία, παρά για ολόκληρο τον κόσμο. Περιττό λοιπόν, κι ας ισχυρίζονται μερικοί το αντίθετο, να λυπούμαστε πως το μεγάλο ελάττωμα του μαρξισμού είναι πως του λείπει τάχα η φιλοσοφία, και περιττό να θέλουμε, όπως μερικοί θεωρητικοί του εργατικού κινήματος, να ψάξουμε να βρούμε τη φιλοσοφία αυτή, που λείπει στο μαρξισμό. Γιατί ο μαρξισμός έχει τη φιλοσοφία του, κι αυτή είναι ο διαλεχτικός υλισμός.
Άλλωστε παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλη την εκστρατεία της σιωπής, παρ’ όλες τις νοθείες και τα παραπλανητικά μέτρα, που παίρνουν οι κυρίαρχες τάξεις, ο μαρξισμός και το φιλοσοφικό του σύστημα αρχίζουν να γίνονται ολοένα και πιο γνωστά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.

ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

1. Πως πρέπει ν’ αρχίσουμε τη σπουδή της φιλοσοφίας;
2. Δυό τρόποι να εξηγήσουμε τον κόσμο
3.Η ύλη και το πνεύμα
4. Τι είναι η ύλη; Τι είναι το πνεύμα;
5. Το βασικό θέμα ή το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.
6. Ιδεαλισμός ή υλισμός.

1. Πως πρέπει ν’ αρχίσουμε τη σπουδή της φιλοσοφίας;
Στην εισαγωγή είπαμε πολλές φορές, πως η φιλοσοφία του διαλεχτικού υλισμού είναι η βάση του μαρξισμού.
Σκοπός μας είναι να μελετήσουμε τη φιλοσοφία τούτη. Μα για να φτάσουμε εκεί, μας είναι απαραίτητο ν’ ανεβούμε σκαλοπάτι –σκαλοπάτι.
Άμα μιλάμε για το διαλεχτικό υλισμό, έχουμε μπροστά μας δυό λέξεις: τη λέξη «υλισμός» και τη λέξη «διαλεχτικός», που θα ειπεί πως ο υλισμός αυτός είναι διαλεχτικός. Ξέρουμε, πως υπήρχε κιόλας πριν από το Μαρξ και τον Ένγκελς ο υλισμός, και πως αυτοί οι δυό τους, με βοήθεια τις ανακαλύψεις του 19ου αιώνα, μεταμόρφωσαν τον παλιό αυτό υλισμό και δημιούργησαν το «διαλεχτικό» υλισμό. Θα εξετάσουμε αργότερα το νόημα της λέξης «διαλεχτικός», που χαραχτηρίζει την καινούργια μορφή του υλισμού.
Μα επειδή, πριν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, υπήρξανε υλιστές φιλόσοφοι –π.χ. ο Ντιντερό στο 18ο αιώνα- και επειδή υπάρχουν κοινά σημεία σε όλους τους υλιστές, μας είναι λοιπόν απαραίτητο να μελετήσουμε την ιστορία του υλισμού, πριν να πιάσουμε το διαλεχτικό υλισμό. Απαραίτητο μας είναι επίσης να γνωρίσουμε τις αντιλήψεις που αντιθέτουν στον υλισμό.

2. Δυό τρόποι να εξηγήσουμε τον κόσμο
Είδαμε, πως η φιλοσοφία είναι η μελέτη των πιο γενικών προβλημάτων, και πως ο σκοπός της είναι να εξηγήσει τον κόσμο, τη φύση, τον άνθρωπο.
Άμα ανοίξουμε ένα οποιοδήποτε διδαχτικό βιβλίο για τη φιλοσοφία, απ’ αυτά που έχουν γράψει οι συγγραφείς, τα χάνουμε μπροστά στο πλήθος από διάφορες φιλοσοφίες, που βρίσκουμε στις σελίδες του. Πλήθος τα ονόματά τους, όλα λίγο πολύ περίπλοκες  λέξεις, που λήγουν σε «-ισμός» , π.χ. κριτικισμός, εξελιχτισμός. ιντελεκτουαλισμός κ.τ.λ. Και το πλήθος αυτό μας γεννάει σύγχυση Η αστική τάξη άλλωστε, δεν έκανε τίποτε, για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Το αντίθετο μάλιστα έκανε. Εμείς όμως μπορούμε κιόλας να ξεκοσκινίσουμε  όλα αυτά τα σημειώματα, και να ξεχωρίσουμε δυό μεγάλα ρέματα στη φιλοσοφία, δυό διαφορετικές αντιλήψεις:
α! Την επιστημονική αντίληψη και
β! Την αντιεπιστημονική αντίληψη για την ερμηνεία του κόσμου.

3. Η ύλη και το πνεύμα
Όταν οι φιλόσοφοι καταπιάστηκαν να εξηγήσουν τον κόσμο, τη φύση, τον άνθρωπο, όλα τέλος τα πράματα, που μας περιτριγυρίζουν, η δουλειά τους τούς το επέβαλε να κάνουν ξεχωρισμούς.
Κι εμείς οι ίδιοι διαπιστώνουμε πως υπάρχουν πράματα, αντικείμενα, που είναι υλικά, που τα βλέπουμε και τα πιάνουμε με τα χέρια μας. Έπειτα πως υπάρχουν άλλα πράματα, που δεν τα βλέπουμε, κι ούτε μπορούμε να τα πιάσουμε, ούτε να τα μετρήσουμε, όπως είναι οι ιδέες μας. Κάνουμε λοιπόν την ακόλουθη γενική ταξινόμηση: Από τη μια βάζουμε όσα είναι υλικά, κι από την άλλη εκείνα που δεν είναι υλικά, και ανήκουν στην περιοχή του πνεύματος, της νόησης, των ιδεών.
Με τον ίδιο τρόπο βρέθηκαν οι φιλόσοφοι μπροστά στην ύλη και το πνεύμα.

4. Τι είναι η ύλη, τι είναι το πνεύμα
Είδαμε τώρα μόλις στις γενικές γραμμές, με ποιο τρόπο οι άνθρωποι έφτασαν να ταξινομήσουν πράματα, ανάλογα αν είναι ύλη ή πνεύμα.
Όμως πρέπει, για να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα, να τονίσουμε, πως ο ξεχωρισμός αυτός γίνεται με διαφορετικές μορφές με διαφορετικές λέξεις. Έτσι αντί να μιλάμε για το πνεύμα, μιλάμε με την ίδια ευκολία για τη νόηση, για τις ιδέες μας, για τη συνείδησή μας, για την ψυχή, όπως κι όταν μιλάμε για τη φύση για τον κόσμο, για τη γη, για το «είναι» πάντα πρόκειται για ύλη.
Το ίδιο, όταν ο Ένγκελς, στο βιβλίο του «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ» μιλάει για το είναι και για τη νόηση, το «είναι» αυτό είναι η ύλη, και η νόηση είναι το πνεύμα.
Για να ορίσουμε τι είναι η νόηση ή το πνεύμα, και τι είναι το «είναι» ή η ύλη, λέμε:
Η νόηση είναι η ιδέα που μορφώνουμε μέσα μας για τα πράματα. Ορισμένες από τις ιδέες αυτές μας έρχονται από τα αιστήματα[11] και ανταποκρίνονται σε υλικά αντικείμενα .Άλλες  πάλι ιδέες, όπως οι ιδέες ο Θεός, η φιλοσοφία, το άτομο κι αυτή όμως η ίδια η «νόηση» δεν  ανταποκρίνεται σε υλικά αντικείμενα. Το ουσιαστικό, που βγαίνει απ’ όσα είπαμε και που πρέπει να το κρατήσουμε στο μυαλό μας, είναι πως έχουμε ιδέες, σκέψεις, συναιστήματα, επειδή βλέπουμε και αιστανόμαστε.
Η ύλη είναι εκείνο που μας δείχνουν και μας παρουσιάζουν τα αιστητήριά μας όργανα και η αντίληψή μας, όλα εκείνα που μας περιτριγυρίζουν, μ’ άλλα λόγια είναι εκείνο που το ονομάζουν «ο εξωτερικός κόσμος». Παράδειγμα: Το χαρτί που κρατώ στα χέρια μου είναι άσπρο! Εδώ το χαρτί είναι η ύλη, το ό,τι όμως ξέρω πως είναι άσπρο, τούτο είναι η ιδέα, και τα αιστητήριά μου όργανα είναι εκείνα, που μου δίνουν την ιδέα τούτη.
Γι αυτό το λόγο, άμα οι φιλόσοφοι μιλούν για τη σχέση τού είναι με τη νόηση, ή του πνεύματος με την ύλη, ή της συνείδησης με τον εγκέφαλο κ.τ.λ. όλοι τους αποβλέπουν στο ίδιο ζήτημα, που η ουσία του συγκεντρώνεται σε τούτο το ερώτημα: Ποιο από τα δυό, η ύλη ή το πνεύμα, το είναι ή η νόηση είναι το πιο σπουδαίο, που κυριαρχεί το άλλο, ποιο από τα δυό είναι το πρωταρχικό; Το ερώτημα τούτο είναι, όπως το λένε, το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.

5. Το βασικό θέμα ή το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας
Όλοι μας έχουμε θέσει στον εαυτό μας το ερώτημα, τι τάχα θα απογίνουμε άμα πεθάνουμε, ή από πού έρχεται ο κόσμος, ή με ποιο τρόπο δημιουργήθηκε η γη. Και μας είναι δύσκολο να παραδεχτούμε, πως κάτι υπήρχε ανέκαθεν. Έχουμε την τάση να σκεπτόμαστε, πως σε μια ορισμένη στιγμή δεν υπήρχε τίποτε. Γι αυτό μας είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε αυτό που διδάσκει η θρησκεία: «Το πνεύμα φτερούγιζε πάνω από τα σκοτάδια ….. και έπειτα παρουσιάστηκε η ύλη»[12]. Το ίδιο αναρωτιόμαστε που βρίσκονται οι σκέψεις μας, οι ιδέες μας. Έτσι λοιπόν μπαίνει μπροστά σε όλους μας το μεγάλο πρόβλημα για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, ανάμεσα στον εγκέφαλο και τη νόηση. Υπάρχουν άλλωστε και πολλοί άλλοι τρόποι να θέσουμε το ίδιο πρόβλημα. Παράδειγμα: Ποια είναι η σχέση του βούλεσθαι  με το δύνασθαι, του «θέλω» με το «μπορώ»; Το «θέλω» είναι η νόηση, το πνεύμα, και το «μπορώ» είναι εκείνο που είναι μπορετό να γίνει, δηλαδή  το «είναι» , ή ύλη. Συχνά πάλι συναντούμε το ερώτημα: Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην «κοινωνική συνείδηση» και το «κοινωνικό είναι»; [13]
Το βασικό  λοιπόν πρόβλημα της φιλοσοφίας παρουσιάζεται με διαφορετικές όψεις, και βλέπουμε πόσο μεγάλη σημασία έχει να αναγνωρίζουμε κάθε φορά με ποιο τρόπο μπαίνει το πρόβλημα τούτο για την ανάμεσά τους σχέση της ύλης και του πνεύματος, γιατί όπως ξέρουμε κιόλας, δυό μόνο απαντήσεις μπορούν να δοθούν στο ερώτημα αυτό:
α! Η πρώτη είναι η επιστημονική απάντηση
β! και η δεύτερη είναι η αντιεπιστημονική απάντηση.

6. Ιδεαλισμός ή υλισμός
Έτσι έφτασαν οι φιλόσοφοι μπροστά στο σπουδαίο τούτο πρόβλημα και έπρεπε να πάρουν θέση.
Οι πρώτοι-πρώτοι άνθρωποι  δεν είχαν καμιά γνώση ούτε για τον κόσμο ούτε για τον ίδιο τον εαυτό τους, ούτε και κανένα τεχνικό μέσο (εργαλεία, όργανα) για να επενεργήσουν επάνω στο γύρω τους κόσμο. Βυθισμένοι όπως ήσαν στην άγνοια, έφτασαν να αποδώσουν σε υπερφυσικά πλάσματα την υπευθυνότητα για όλα όσα τους γέμιζαν απορία. Μέσα στη φαντασία τους την ξαναμμένη από τα όνειρα, όπου έβλεπαν να ζουν οι φίλοι τους και ο ίδιος ο εαυτός τους, δεν άργησε να γεννηθεί η αντίληψη, πως ο κάθε άνθρωπος είχε διπλή ύπαρξη. Ταραγμένοι από την ιδέα της «διπλής» ύπαρξης, κατάληξαν να φανταστούν, πως τις σκέψεις τους και τις εντυπώσεις, τα αιστήματά τους δεν τα γεννούσε
«το δικό τους σώμα, παρά κάτι το ιδιαίτερο, η ψυχή, που κατοικούσε
μέσα στο σώμα τους, και τα παρατούσε τη στιγμή του θανάτου»[14]
Μα δε σταμάτησαν εδώ, σιγά-σιγά γεννήθηκε η ιδέα για την αθανασία της ψυχής, και η αντίληψη πως μπορεί να ζήσει το πνεύμα και έξω από την ύλη.
Από το άλλο μέρος η αδυναμία τους, η ανησυχία τους μπροστά σ’ όλα αυτά τα φαινόμενα, που δεν τα κατανοούσαν – βλάστηση, θύελλες, πλημμύρες κ.τ.λ.- και που η κατάσταση της τεχνικής δεν τους επέτρεπε να τα δαμάσουν τους οδήγησε να φανταστούν πως, πίσω από τις δυνάμεις αυτές, υπάρχουν παντοδύναμα πλάσματα «πνεύματα» - οι «Θεοί» ευεργετικά ή κακοποιά, μα, πάντα, ιδιότροπα.
Κατά τον ίδιο τρόπο στην αρχή πίστευαν σε Θεούς, σε όντα πιο ισχυρά από τους ανθρώπους, όμως τους Θεούς αυτούς τους φανταζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με μορφή ζώου, σα σώματα υλικά. Και πέρασε πολύς καιρός, για να μορφώσουν μέσα τους οι άνθρωποι την αντίληψη, πως οι ψυχές, οι Θεοί – και αργότερα ο ένας και μοναδικός Θεός που εκθρόνισε τους πολλούς Θεούς – ήσαν καθαρά πνεύματα.
Έτσι έφτασαν στην ιδέα, πως υπάρχουν στην πραγματικότητα πνεύματα μα ξεχωριστή δική τους ολότελα ειδική ζωή, ολότελα ανεξάρτητη από τη ζωή, που ζούνε τα σώματα, πνεύματα λοιπόν που δεν έχουν ανάγκη τα σώματα για να υπάρχουν.
Φυσικό ήταν, το πρόβλημα τούτο, σε συνάρτηση με την εξέλιξη της θρησκείας να μπει με πιο ακριβολογημένο τρόπο και να πάρει τούτη τη μορφή:
«Ο κόσμος πλάστηκε από το Θεό, ή υπάρχει ανέκαθεν μέσα στην αιωνιότητα;
Ανάλογα με τη πρώτη ή τη δεύτερη απάντηση που έδιναν στο ερώτημα
τούτο χωρίστηκαν οι φιλόσοφοι σε δυό μεγάλα στρατόπεδα»[15]
Εκείνοι, που υιοθετούσαν την αντιεπιστημονική ερμηνεία και παραδεχόντουσαν τη δημιουργία του κόσμου από κάποιον θεό, εκείνοι δηλαδή που βεβαίωναν πως το πνεύμα έπλασε την ύλη, όλοι αυτοί αποτέλεσαν το στρατόπεδο του ιδεαλισμού. Οι άλλοι, εκείνοι που ζητούσαν να εξηγήσουν επιστημονικά τον κόσμο και έβλεπαν με το μυαλό τους, πως η φύση, η ύλη είναι το πρωταρχικό στοιχείο, όλοι αυτοί ανήκουν σε διάφορες σχολές του υλισμού. Από την αρχή οι δυό τούτοι όροι, ιδεαλισμός και υλισμός δεν είχαν καμιά άλλη σημασία παρά αυτή.
Ο ιδεαλισμός λοιπόν και ο υλισμός είναι δυό αντίθετες και αντιφατικές απαντήσεις στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Ο ιδεαλισμός είναι η αντιεπιστημονική αντίληψη, και ο υλισμός είναι η επιστημονική αντίληψη για τον κόσμο.
Θα ιδούμε παρακάτω τις αποδείξεις για τούτη την κατηγορηματική βεβαίωσή μας. Μπορούμε όμως από τώρα να ειπούμε, πως, ενώ διαπιστώνουμε με τα ίδια μας τα μάτια μέσα στην καθημερινή μας πείρα, πως υπάρχουν σώματα χωρίς νόηση, όπως οι πέτρες, τα μέταλλα, η γη, αντίθετα κανένας ποτέ δε διαπίστωσε, πως υπάρχουν ασώματα, άυλα πνεύματα.
Ας κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο με ένα όχι διφορούμενο συμπέρασμα: Βλέπουμε λοιπόν, πως για να απαντήσουμε στο ερώτημα: πως γίνεται και μπορεί να σκέπτεται ο άνθρωπος; μόνο δυό απαντήσεις ολότελα διαφορετικές και διαμετρικά αντίθετες μπορεί να δοθούν:
Η πρώτη απάντηση: Ο άνθρωπος μπορεί και σκέπτεται επειδή έχει ψυχή
Η δεύτερη απάντηση: Ο άνθρωπος μπορεί και σκέπτεται επειδή έχει εγκέφαλο
Ανάλογα με την πρώτη ή τη δεύτερη απάντηση, που θα δώσουμε, η συνέπεια θα είναι να δώσουμε διαφορετική λύση στα προβλήματα, που πηγάζουν από το ερώτημα αυτό. Ανάλογα λοιπόν με την απάντησή μας, θα είμαστε ιδεαλιστές ή υλιστές.

Για μελέτη:
ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ: «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ» κεφαλ. ΙΙ «Ιδεαλισμός και υλισμός» σελ. 14 και ακόλουθες (Editions Sociales,1946)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Ο ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ
1. Ηθικός ιδεαλισμός και φιλοσοφικός ιδεαλισμός
2. Γιατί έχουμε χρέος να μελετήσουμε τον ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ
3. Ο ιδεαλισμός του Μπέρκλεϋ
4. Συνέπειες από τους «ιδεαλιστικούς» συλλογισμούς
5. Τα «ιδεαλιστικά» επιχειρήματα
     α! Το πνεύμα δημιουργεί την ύλη.
     β! Ο κόσμος δεν υπάρχει έξω από τη νόησή μας.
     γ! Οι ιδέες μας δημιουργούν τα πράματα

1. Ηθικός ιδεαλισμός και φιλοσοφικός ιδεαλισμός
Ξεσκεπάσαμε παραπάνω[16] τη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί στην κοινή ομιλία σχετικά με τον υλισμό. Η ίδια σύγχυση γίνεται και σχετικά με τον ιδεαλισμό. Δεν πρέπει, αλήθεια, να μπερδεύουμε τον ηθικό ιδεαλισμό με το φιλοσοφικό ιδεαλισμό.
Ο ηθικός ιδεαλισμός είναι η αφοσίωση σε έναν ανώτερο σκοπό, σε ένα ιδανικό. Η ιστορία του διεθνικού εργατικού κινήματος μας διδάσκει, πως αναρίθμητοι είναι οι επαναστάτες, οι μαρξιστές που αφοσιώθηκαν και πρόθυμα θυσίασαν και τη ζωή τους ακόμη για ένα ηθικό ιδανικό, και όμως όλοι τους ήσαν αντίπαλοι του άλλου ιδεαλισμού, του φιλοσοφικού, όπως τον ονομάζουν, ιδεαλισμού.
Ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός
Ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός είναι η διδασκαλία (η θεωρία) εκείνη που θέλει να εξηγήσει τον κόσμο με βάση το πνεύμα. Είναι η φιλοσοφική εκείνη θεωρία, που στο βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας [για τη σχέση της νόησης με το «είναι», του πνεύματος με την ύλη] δίνει τούτη την απάντηση: «Η νόηση είναι το βασικό, το κύριο, το πιο σπουδαίο στοιχείο, το πρωταρχικό». Φυσικά, τη στιγμή που ο ιδεαλισμός βεβαιώνει, πως η νόηση είναι το πρωταρχικό, παραδέχεται ταυτόχρονα, πως η νόηση είναι εκείνη, που παράγει το «είναι», μ’ άλλα λόγια πως το πνεύμα είναι εκείνο, που δημιουργεί την ύλη.
Τέτοια είναι η πρώτη μορφή του ιδεαλισμού. Την ολοκληρωτική του ανάπτυξη την πήρε μέσα στις θρησκείες, με το κήρυγμά τους, πως ο Θεός, «καθαρό πνεύμα» είναι ο δημιουργός της ύλης. Η θρησκεία λοιπόν που και άλλοτε ισχυρίστηκε και σήμερα ακόμη ισχυρίζεται, πως στέκει έξω από κάθε φιλοσοφική διαμάχη, αντίθετα, στην πραγματικότητα, είναι η άμεση και λογική παρουσίαση της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας.
Όμως με την επέμβαση της επιστήμης, την ολοένα μεγαλύτερη μέσα στο κύλημα των αιώνων, γρήγορα έγινε φανερό, πόσο απαραίτητο ήταν να εξηγήσουμε τον κόσμο, τα πράματα, την ύλη, με διαφορετικό τρόπο και όχι μόνο με δημιουργό τους το Θεό. Γιατί από τον 16ο αιώνα, η επιστήμη άρχισε να εξηγεί τα φαινόμενα της φύσης, χωρίς να ανακατεύει το Θεό, αφήνοντας στην πάντα την υπόθεση της θεϊκής δημιουργίας.
Για να πολεμήσουν καλύτερα τις υλιστικές  (αθεϊκές) επιστημονικές τούτες ερμηνείες, αναγκάστηκαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο στον ιδεαλισμό και έφτασαν να αρνηθούν και την ίδια την ύπαρξη της ύλης. Στο έργο τούτο αφοσιώθηκε, στην αρχή του 18ου αιώνα ο άγγλος επίσκοπος Μπέρκλεϋ, και γι αυτό τον ονόμασαν ο πατέρας του ιδεαλισμού.

2. Γιατί πρέπει να μελετήσουμε τον ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ
Ο σκοπός του λοιπόν είναι να γκρεμίσει με το φιλοσοφικό του σύστημα τον υλισμό, να τα καταφέρει δηλαδή να μας αποδείξει, πως η υλική ουσία, η ύλη, πραγματικά δεν υπάρχει. Στον πρόλογό του στο βιβλίο του «Διάλογοι του Ύλα και του Φιλονόου» γράφει ο Μπέρκλεϋ[17]:
«Αν γίνουν παραδεχτές οι βασικές τούτες αρχές και τις θεωρήσουμε αληθινές
βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα, πως ο αθεϊσμός και ο σκεπτικισμός με το ίδιο
χτύπημα γκρεμίζονται, τα σκοτεινά ζητήματα φωτίζονται, οι σχεδόν αξεδιάλυτες
δυσκολίες λύνονται, και οι άνθρωποι, που βρίσκουν ευχαρίστηση στα
παραδοξολογήματα, ξαναγυρίζουν στον κοινό νου».
Έτσι λοιπόν για τον Μπέρκλεϋ, η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει η ύλη, και το να ισχυριζόμαστε το αντίθετο είναι παραδοξολόγημα.
Θα ιδούμε σε λίγο με ποιο τρόπο καταπιάνεται για να μας το αποδείξει. όμως φρονώ πως δεν είναι περιττό να επιμείνω, πως όσοι θέλουν να σπουδάσουν τη φιλοσοφία, πρέπει να πάρουν με το παραπάνω στα σοβαρά την θεωρία του Μπέρκλεϋ. Ξέρω καλά, πως οι θέσεις του Μπέρκλεϋ συχνά θα κάνουν μερικούς να μειδιάσουν, όμως μη λησμονούμε, πως εμείς ζούμε σήμερα μέσα στον 20ο αιώνα, και καρπωνόμαστε τις ωφέλειες από όλες τις έρευνες και τις μελέτες, που έχουν γίνει στα περασμένα χρόνια. Θα ιδούμε άλλωστε, όταν θα καταγίνουμε με τον  υλισμό, και την ιστορία του, πως οι αλλοτινοί υλιστές φιλόσοφοι μας κάνουν κάποτε κι αυτοί να χαμογελάμε.
Πρέπει ωστόσο να προστέσω, πως ο Ντιντερό, ο σπουδαιότερος από τους υλιστές φιλόσοφους πριν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, έδινε κάποια προσοχή στο φιλοσοφικό σύστημα του Μπέρκλεϋ, αφού το κρίνει με τούτα τα λόγια:
«Είναι», μας λέει, «το δυσκολότερο να το καταπολεμήσει κανείς σύστημα. και πρέπει για αυτό,  να ντρέπεται το ανθρώπινο μυαλό και η φιλοσοφία μολονότι είναι το πιο παράλογο απ’ όλα»[18]
Ο ίδιος ο Λένιν έχει αφιερώσει πολυάριθμες σελίδες για τη φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ. Να τι γράφει:
«Και οι πιο σύγχρονοι ιδεαλιστές φιλόσοφοι δεν παρουσίασαν για να αντικρούσουν τους υλιστές, κανένα…. επιχείρημα, που να μην μπορούμε να το βρούμε στα έργα του επίσκοπου Μπέρκλεϋ»[19]
Τέλος, να με πόσο μεγάλη εχτίμηση μιλάει για τον αντιυλισμό του Μπέρκλεϋ ένα από τα διαδομένα ακόμη και σήμερα στα γυμνάσιά μας , διδαχτικό βιβλίο για την ιστορία της φιλοσοφίας:
«Θεωρία, βέβαια, μα πολλές ατέλειες, όμως αξιοθαύμαστη και ικανή να γκρεμίσει για πάντα σε κάθε φιλοσοφικό μυαλό την πίστη για την ύπαρξη μιας υλικής ουσίας»[20]
Όλα αυτά τα αποσπάσματα που παραθέσαμε μας δείχνουν, βέβαια για διαφορετικούς λόγους στον καθένα, τη σημασία που έχει για όλον τον κόσμο το φιλοσοφικό σύστημα του Μπέρκλεϋ.

3. Ο ιδεαλισμός του Μπέρκλεϋ
Ο σκοπός λοιπόν του Μπέρκλεϋ είναι να αποδείξει με το φιλοσοφικό του σύστημα πως η ύλη δεν υπάρχει. Να τι λέει:
«Η ύλη δεν είναι εκείνο που πιστεύουμε, όταν παραδεχόμαστε πως υπάρχει έξω από τη νόησή μας, από το πνεύμα μας. Κάνουμε το συλλογισμό, πως τα πράματα
υπάρχουν, επειδή τα βλέπουμε, επειδή τα πιάνουμε με τα χέρια μας. Ώστε επειδή
μας προκαλούν τα διάφορα αυτά αιστήματα, πιστεύουμε πως πραγματικά υπάρχουν.
Μα τα αιστήματά[21] μας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ιδέες που έχουμε μέσα στο πνεύμα μας. Τα αντικείμενα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ιδέες, και οι ιδέες δεν μπορεί να υπάρχουν έξω από το πνεύμα».
Για τον Μπέρκλεϋ λοιπόν τα πράματα υπάρχουν. Δεν αρνιέται ούτε την ύπαρξή τους ούτε τη φύση τους, τις ιδιότητές τους, υποστηρίζει όμως πως υπάρχουν μόνο με τη μορφή των αιστημάτων, που μας κάνουν να τα γνωρίσουμε, και βγάζει το συμπέρασμα, πως τα αιστήματα και τα αντίστοιχα αντικείμενα είναι ένα και το ίδιο πράμα.
Τα πράματα υπάρχουν, αυτό είναι βέβαιο, μα υπάρχουν μέσα μας, λέει, μέσα στο πνεύμα μας, και δεν έχουν καμιά δική τους ουσία, καμιά υπόσταση έξω από το πνεύμα μας.
Μορφώνουμε μέσα μας την εικόνα τους με την όραση, η αφή μας κάνει να τα αντιλαμβανόμαστε, η όσφρηση μας πληροφορεί για την οσμή τους, η γεύση για τη γεύση τους και η ακοή για τους ήχους. Τα διάφορα τούτα αιστήματα μας δίνουν τις ιδέες,  τις αντίστοιχες παραστάσεις, και αυτές σε συνδυασμό αναμεταξύ τους, μας κάνουν να δώσουμε στα πράματα ένα κοινό όνομα για το καθένα και να τα θεωρήσουμε ξεχωριστά αντικείμενα.
«Παρατηρούμε, π.χ. ένα ορισμένο χρώμα, νιώθουμε μια ορισμένη γεύση, μια ορισμένη οσμή, βλέπουμε μια ορισμένη μορφή, νιώθουμε αν κάτι είναι μαλακό ή σκληρό. Το σύνολο τούτο το αναγνωρίζουμε σαν ένα ξεχωριστό αντικείμενο και του δίνουμε το όνομα μήλο.
[Άλλοι συνδυασμοί από αιστήματα μας δίνουν] άλλα συμπλέγματα από παραστάσεις, που συγκροτούν αυτά που ονομάζουμε η πέτρα, το δέντρο, το βιβλίο, και τα άλλα χειροπιαστά αντικείμενα»[22]
Πέφτουμε λοιπόν θύματα αυταπάτης, όταν πιστεύουμε, πως γνωρίζουμε, με δική τους έξω από μας υπόσταση, τον κόσμο και τα πράματα, αφού όλα αυτά υπάρχουν μόνο μέσα στο πνεύμα μας.
Στο βιβλίο του «Διάλογος του Ύλα και του Φιλονόου» μας αποδείχνει τη θέση του τούτη με τον ακόλουθο τρόπο:
«Δεν είναι παραλογισμός να πιστεύουμε, πως το ίδιο πράμα μπορεί να είναι διαφορετικό την ίδια στιγμή, π.χ. ζεστό και ταυτόχρονα κρύο; Φανταστείτε, πως το ένα σας χέρι είναι ζεστό, και το άλλο κρύο, και πως και τα δυό χέρια σας τα βουτάτε ταυτόχρονα σ’ ένα δοχείο γεμάτο  νερό με διάμεση θερμοκρασία. Το νερό θα σας φανεί την ίδια στιγμή ζεστό στο ένα χέρι, και κρύο στο άλλο»[23]   
Ώστε, επειδή είναι παράλογο να πιστεύουμε, πως το ίδιο πράμα την ίδια στιγμή μπορεί να είναι διαφορετικό, είμαστε υποχρεωμένοι να βγάλουμε το συμπέρασμα, πως το πράμα αυτό δεν υπάρχει παρά μόνο μέσα στο πνεύμα μας.
Μα τι μαστορεύει ο Μπέρκλεϋ με τον τέτοιου είδους συλλογισμό του, με τη μέθοδό του, που χρησιμοποιεί στη συζήτηση; Απογυμνώνει τα αντικείμενα, τα πράματα απ’ όλες τους τις ιδιότητες.
«Λένε, πως τα αντικείμενα υπάρχουν, επειδή ή έχουν κάποιο χρώμα, κάποια οσμή, κάποια γεύση, επειδή είναι μεγάλα ή μικρά, ελαφρά ή βαριά. Θα σας αποδείξω αμέσως πως όλα αυτά δεν υπάρχουν μέσα στα αντικείμενα, παρά μόνο μέσα στο πνεύμα μας.
«Να ένα κομμάτι ύφασμα. Μου λέτε, πως είναι κόκκινο. Μα είναι πραγματικά, βέβαιο; Πιστεύετε, πως το κόκκινο είναι μέσα στο ίδιο το ύφασμα. Είναι, τάχα, βέβαιο; Ξέρετε, πως υπάρχουν ζώα, που τα μάτια τους είναι διαφορετικά από τα δικά μας, και που, φυσικά, δε θα το ιδούν κόκκινο το ύφασμα τούτο. Το ίδιο και οι άνθρωποι που έχουν ίκτερο, θα το ιδούν κίτρινο. Μα τότε τι χρώμα έχει το ύφασμα; Αυτό εξαρτιέται θα ειπείτε; Άρα το κόκκινο χρώμα δεν υπάρχει, μέσα στο ύφασμα, υπάρχει μόνο μέσα στο μάτι, μέσα σε μας.
«Λέτε πως το ύφασμα τούτο είναι ελαφρό. Αφήστε το όμως να πέσει επάνω σε ένα μυρμήγκι, θα του φανεί δίχως άλλο βαρύ. Ποιος λοιπόν έχει δίκιο; Πιστεύετε πως είναι ζεστό; Μα αν είχατε πυρετό θα το βρίσκατε κρύο. Μα τότε είναι ζεστό ή κρύο;
«Με δυό λόγια λοιπόν, αν τα  ίδια πράματα μπορούν την ίδια στιγμή να είναι για τον ένα κόκκινα, βαριά, ζεστά, και για τους άλλους πέρα για πέρα το αντίθετο, θα ειπεί, πως πέφτουμε θύματα αυταπάτης και πως τα πράματα υπάρχουν μόνο μέσα στο πνεύμα μας».
Με τον τρόπο λοιπόν αυτόν, ξεγυμνώνοντας τα αντικείμενα απ’ όλες τους τις ιδιότητες καταλήγουμε να ειπούμε, πως υπάρχουν μέσα στη νόησή μας, μ’ άλλα λόγια, πως η ύλη είναι ιδέα, και δεν υπάρχει έξω από μάς.
Πολλά χρόνια πριν από τον Μπέρκλεϋ, οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι υποστήριζαν, και ήταν σωστό, πως ορισμένες ιδιότητες, όπως η γεύση, ο ήχος, είναι μέσα μας, και όχι μέσα στα ίδια τα πράματα. Το καινούργιο που πρόστεσε με τη θεωρία του ο Μπέρκλεϋ είναι ίσα -ίσα τούτο, πως άπλωσε την παρατήρηση αυτή σε όλες τις ιδιότητες των αντικειμένων.
Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι είχαν ξεχωρίσει στις δυό ακόλουθες κατηγορίες τις ιδιότητες των αντικειμένων. Στην πρώτη κατηγορία έβαζαν εκείνες που είναι μέσα στα ίδια τα πράματα, όπως το βάρος, το μέγεθος, η αντίσταση κ.τ.λ. Αυτές τις ονόμαζαν πρώτες ιδιότητες. Στη δεύτερη κατηγορία έβαζαν τις δεύτερες ιδιότητες , εκείνες δηλαδή που είναι μέσα σε μας, και όχι στα ίδια τα πράματα, όπως η οσμή, η γεύση, η θερμότητα κ.τ.λ. Έ λοιπόν, ο Μπέρκλεϋ λέει πως και οι πρώτες κατηγορίες είναι το ίδιο όπως και οι δεύτερες, υποστηρίζει δηλαδή, πως όλες οι ποιότητες και όλες οι ιδιότητες είναι μέσα στη νόησή μας, και όχι μέσα στα αντικείμενα[24].
Άμα κοιτάμε τον ήλιο, τον βλέπουμε στρογγυλό, επίπεδο, κόκκινο. Η επιστήμη όμως μας διδάσκει, πως γελιόμαστε, πως ο ήλιος δεν είναι επίπεδος, ούτε κόκκινος. Με τη βοήθεια της επιστήμης, αφαιρούμε ορισμένες ψεύτικες ιδιότητες, που αποδίδουμε στον ήλιο, χωρίς  ωστόσο γι αυτό να βγάζουμε το συμπέρασμα, πως δεν υπάρχει ήλιος. Και όμως σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα καταλήγει ο Μπέρκλεϋ.
Ο Μπέρκλεϋ δεν έχει, βέβαια άδικο, όταν υποστηρίζει, πως ο ξεχωρισμός που έκαναν οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι δεν άντεχε στην επιστημονική ανάλυση, από το άλλο όμως μέρος το λάθος του είναι μεγάλο και ο συλλογισμός του καθαρό σόφισμα, τη στιγμή που βγάζει από τις παρατηρήσεις του αυτές συμπεράσματα, που οι ίδιες αυτές παρατηρήσεις δε μας επιτρέπουν να βγάλουμε. Μας δείχνει, και σωστά, πως οι ιδιότητες των αντικειμένων δεν είναι τέτοιες, όπως μας τις παρουσιάζουν τα αιστητήριά μας όργανα, μ’ άλλα λόγια πως τα αιστητήριά μας όργανα μας ξεγελούν και παραμορφώνουν την υλική πραγματικότητα, και την ίδια στιγμή βγάζει το συμπέρασμα, πως η υλική αυτή πραγματικότητα δεν υπάρχει!

4. Συνέπειες από τους ιδεαλιστικούς συλλογισμούς
Η βασική θέση του ιδεαλισμού είναι: «Όλα υπάρχουν μόνο μέσα στο πνεύμα μας», άρα αναγκαστικά πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα, πως ο εξωτερικός κόσμος δεν υπάρχει.
Ας προχωρήσουμε το συλλογισμό τούτο ως την άκρη. Θα έχουμε τούτη την τελική συνέπεια: «Επειδή τους άλλους ανθρώπους τους γνωρίζω μόνο με τις παραστάσεις μου, με τις ιδέες μου, επειδή λοιπόν και οι άλλοι άνθρωποι καθώς και τα υλικά αντικείμενα για μένα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά συμπλέγματα από παραστάσεις, από ιδέες, άρα ο μόνος που υπάρχει πραγματικά είμαι  εγώ». Έτσι φτάσαμε σ’ αυτό, που ονομάζουν στη φιλοσοφία σολιπσισμό (από το λατινικό solus ipse που σημαίνει εγώ μονάχα)[25]
Ο Μπέρκλεϋ, μας λέει ο Λένιν στο έργο που αναφέραμε, αποκρούει, το ίδιο το ένστιχτο του τον σπρώχνει – την κατηγορία, πως υποστηρίζει μια τέτοια θεωρία. Διαπιστώνουμε μάλιστα, πως κανένας φιλόσοφος δεν υποστηρίζει την έσχατη τούτη μορφή του ιδεαλισμού, το σολιπσισμό.
Γι αυτό ίσα-ίσα έχουμε την υποχρέωση, στις συζητήσεις μας με τους ιδεαλιστές, να επιμείνουμε να τους δείξουμε τις συνέπειες που προκύπτουν από τον ιδεαλισμό, πως οι συλλογισμοί τους δηλαδή, που αρνιούνται  πραγματικά την ύλη, για να είναι λογικοί και με συνέπεια αναγκαστικά οδηγούν στην παράλογη τούτη υπερβολή, στο σολιπσισμό.

5. Τα ιδεολογικά επιχειρήματα
Κρίναμε σκόπιμο και επιμείναμε να δώσουμε στις πιο γενικές γραμμές, όσο γίνεται πιο απλά, τη θεωρία του Μπέρκλεϋ, επειδή ο Μπέρκλεϋ είναι εκείνος που παρουσίασε, με τη  μεγαλύτερη ειλικρίνεια, τι είναι πραγματικά ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός.
Μα, για να καταλάβουμε καλά τους καινούργιους για μας τούτους συλλογισμούς, είναι δίχως άλλο, απαραίτητο να τους πάρουμε πολύ στα σοβαρά, και να κουράσουμε λίγο το μυαλό μας. Για ποιο λόγο;
Γιατί θα ιδούμε παρακάτω πως, όσες μορφές κιάν παίρνει ο ιδεαλισμός, όσο κιάν παρουσιάζεται λίγο πολύ κουκουλωμένος και ντυμένος με καινούργιες λέξεις και εκφράσεις, όλες οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες στο βάθος δουλεύουν με τα επιχειρήματα του «γέρο Μπέρκλεϋ» (Λένιν). Και ακόμη γιατί θα ιδούμε πόσο η ιδεαλιστική φιλοσοφία, που κυριάρχησε και κυριαρχεί ακόμη και σήμερα μέσα στην επίσημη ιστορία της φιλοσοφίας, μπόρεσε να διεισδύσει μέσα μας, παρ’ όλη την πέρα-πέρα «λαϊκή» διαπαιδαγώγησή[26] μας, αφού μας έχει διαποτίσει με τη δική της μέθοδο ν’ αντικρύζουμε τα προβλήματα.
Η βάση στα επιχειρήματα που προβάλουν όλες οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες είναι, είπαμε, οι συλλογισμοί του επίσκοπου Μπέρκλεϋ. Γι αυτό λοιπόν το λόγο, για να ανακεφαλαιώσουμε τούτο το κεφάλαιο, θα προσπαθήσουμε να ξεπροβάλουμε τα κύρια επιχειρήματα, και τι επιδιώκουν να μας αποδείξουν.
α! Το πνεύμα δημιουργεί την ύλη
Αυτή είναι η απάντηση, το ξέρουμε πια, που δίνει ο ιδεαλισμός στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Κι αυτή είναι η πρώτη μορφή του ιδεαλισμού, που αντικαθρεφτίζεται στις διάφορες θρησκείες με τη διδασκαλία πως το πνεύμα έπλασε τον κόσμο. Η βεβαίωση τούτη μπορεί να έχει δυό νοήματα:
Ή πως ο Θεός έπλασε τον κόσμο, και ο κόσμος υπάρχει πραγματικά έξω από μας .Αυτός είναι ο συνηθισμένος ιδεαλισμός της θεολογίας[27]. Ή πως ο Θεός έπλασε την αυταπάτη πως υπάρχει ο κόσμος, δίνοντάς μας παραστάσεις και ιδέες, που δεν ανταποκρίνονται σε τίποτε το πραγματικό. Τούτος είναι ο «αϋλικός»[28] ιδεαλισμός του επίσκοπου Μπέρκλεϋ, που θέλει να μας αποδείξει πως η μοναδική πραγματικότητα είναι το πνεύμα, ενώ η ύλη είναι ένα κατασκεύασμα, που το πλάθει το πνεύμα μας.
Γι αυτόν το λόγο οι ιδεαλιστές βεβαιώνουν πως:
β! Ο κόσμος δεν υπάρχει έξω από τη νόησή μας.
Αυτό ίσα-ίσα θέλει να μας αποδείξει ο Μπέρκλεϋ, άμα μας βεβαιώνει, πως κάνουμε λάθος, όταν αποδίδουμε στα πράματα ιδιότητες και ποιότητες, που πιστεύουμε πως είναι δικές τους και βρίσκονται μέσα τους, ενώ δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα στο πνεύμα μας. Για τους ιδεαλιστές, τα θρανία και τα τραπέζια υπάρχουν βέβαια, μα υπάρχουν μονάχα μέσα στη νόησή μας και  όχι έξω από μας, επειδή
γ! Οι ιδέες μας δημιουργούν τα πράματα.
Μ’ άλλα λόγια τα πράματα είναι η αντανάκλαση  της νόησής μας. Και βέβαια, αφού το πνεύμα είναι εκείνο, που δημιουργεί την αυταπάτη, πως υπάρχει η ύλη, αφού το πνεύμα είναι εκείνο, που δίνει στη νόησή μας την ιδέα «ύλη», αφού τα αιστήματα, που γεννιούνται μέσα μας, δεν προέρχονται από τον ερεθισμό, που προκαλούν στα αιστητήριά μας όργανα τα ίδια τα πράματα, παρά πηγάζουν αποκλειστικά από τη νόηση, το πνεύμα μας, άρα η αιτία που πιστεύουμε πως ο κόσμος και τα πράματα είναι κάτι το πραγματικό είναι η νόησή μας. Ώστε όλα όσα μας περιτριγυρίζουν δεν υπάρχουν έξω από το πνεύμα μας, και δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, παρά η αντανάκλαση της νόησής μας. Μα επειδή, για τον Μπέρκλεϋ, το πνεύμα του καθενός μας είναι ανίκανο να δημιουργήσει μόνο του όλες αυτές τις παραστάσεις και ιδέες, και επειδή, άλλωστε, δεν μπορεί να τις κάνει ό.τι θέλει (αυτό θα γινόταν, βέβαια, αν τις δημιουργούσε αυτό το ίδιο) αναγκαστικά πρέπει να παραδεχτούμε, πως κάποιο άλλο πνεύμα, πιο ισχυρό από το πνεύμα μας, είναι ο δημιουργός τους. Ο Θεός λοιπόν είναι εκείνος που δημιουργεί το πνεύμα του καθενός μας,  και αυτός μας εμφυτεύει  όλες τις ιδέες που έχουμε μέσα μας για τον κόσμο και για τα πράματα.
Αυτές είναι οι κύριες θέσεις, όπου επάνω χτίζουν το οικοδόμημά τους όλες οι ιδεαλιστικές θεωρίες και σ’ αυτές βασίζουν την απάντηση που δίνουν στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Καιρός τώρα να ιδούμε ποια απάντηση δίνει η υλιστική φιλοσοφία στο βασικό τούτο ζήτημα καθώς και στα προβλήματα, που προκύπτουν από τις ιδεαλιστικές θέσεις.

Για Διάβασμα
ΜΠΕΡΚΛΕΫ: «Διάλογοι του Ύλα  με το Φιλόνοο» Edit. Hatier
ΛΕΝΙΝ: «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» σελ. 3-18 (Edit. Sociales)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ.
Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

1. Γιατί πρέπει να μελετήσουμε και να γνωρίσουμε καλά τον υλισμό;
2. Ποια είναι η πηγή του υλισμού;
3. Πως και γιατί αναπτύχτηκε και προόδεψε ο υλισμός.
4. Ποιες είναι οι βασικές αρχές και τα επιχειρήματα του υλισμού.
    α! Η ύλη παράγει το πνεύμα
    β! Η ύλη υπάρχει πραγματικά έξω από κάθε πνεύμα.
    γ! Η επιστήμη με την πειραματική έρευνα, μας ανοίγει το δρόμο να γνωρίσουμε τα πράματα

1. Γιατί πρέπει να μελετήσουμε και να γνωρίσουμε καλά τον υλισμό
Είδαμε, πως στο πρόβλημα: «Ποια είναι η σχέση του «είναι» με τη «νόηση» μόνο δυό αντίθετες και αντιφατικές η μια με την άλλη απαντήσεις μπορούν να δοθούν.
Μελετήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο την πρώτη ιδεαλιστική απάντηση, και είδαμε τα επιχειρήματα, που προβάλλουν οι υπερασπιστές της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας.
Χρέος μας τώρα να εξετάσουμε τη δεύτερη την υλιστική απάντηση στο βασικό τούτο πρόβλημα (πρόβλημα, το λέμε άλλη μια φορά, που βρίσκεται στη βάση κάθε φιλοσοφίας) και να ιδούμε τα επιχειρήματα, που παρουσιάζει για την υπεράσπισή του ο υλισμός. Χρέος μας ακόμη επιταχτικότερο, γιατί ο υλισμός έχει εξαιρετική σημασία για μας αφού είναι η φιλοσοφία του μαρξισμού.
Μας είναι λοιπόν απαραίτητο να μελετήσουμε και να γνωρίσουμε καλά τον υλισμό. Απαραίτητο όμως ακόμη και για δυό άλλους λόγους. Πρώτα, επειδή οι αντιλήψεις της φιλοσοφίας τούτης είναι τόσο λίγο γνωστές, τόσο παρεξηγημένες, και τις έχουν τόσο νοθέψει. Απαραίτητο ακόμη, επειδή όλοι μας, με την  ανατροφή μας, με την εκπαίδευση που πήραμε –είτε κατώτερη, στοιχειακή, είτε και πιο προχωρημένη – με τις συνήθειές μας στη ζωή και με τον τρόπο, που συνηθίσαμε να σκεφτόμαστε, είμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, λίγο πολύ διαποτισμένοι με ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Θα ιδούμε, άλλωστε, σε παρακάτω κεφάλαιο, πολλά παραδείγματα για τον ισχυρισμό τούτο, και γιατί υπάρχει η κατάσταση αυτή.
Είναι λοιπόν απόλυτη ανάγκη για όσους θέλουν να μελετήσουν το μαρξισμό, να γνωρίσουν καλά τη βάση του: τον υλισμό.
2. Ποια είναι η πηγή του υλισμού

Δώσαμε παραπάνω ένα γενικό ορισμό για τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, είπαμε, είναι η προσπάθεια να εξηγήσουμε τον κόσμο, τη φύση,  τον άνθρωπο. Τονίσαμε, πως ανάλογα με την πρόοδο της ανθρώπινης γνώσης, ανάλογα με την κατάσταση της επιστήμης, άλλαζε και η φιλοσοφική ερμηνεία για τον κόσμο, και ακόμη πως, μέσα στην πορεία, που βάδισε η ιστορία της ανθρωπότητας, δυό στάσεις, δυό αντίθετες αντιλήψεις ξεχωρίσανε στην προσπάθεια να εξηγηθεί ο κόσμος. Η μία είναι  η αντιεπιστημονική. Οι άνθρωποι προστρέχουν σε ένα ή πολλά ανώτερα πνεύματα, σε υπερφυσικές δυνάμεις. Η άλλη, η επιστημονική, βασίζεται επάνω στα πράματα και τα πορίσματα της πειραματικής έρευνας. Υπερασπιστής της πρώτης είναι οι ιδεαλιστές, και της δεύτερης,  της επιστημονικής, οι υλιστές φιλόσοφοι.
Γι αυτό το λόγο, στις πρώτες κιόλας σελίδες τούτου του βιβλίου είπαμε, πως η πρώτη ιδέα που πρέπει να μορφώσουμε μέσα μας για τον υλισμό, είναι, πως η φιλοσοφία τούτη αντιπροσωπεύει «την επιστημονική ερμηνεία του κόσμου».
Και ενώ ο ιδεαλισμός γεννήθηκε από την άγνοια και την αμάθεια των ανθρώπων[29], και θα ιδούμε με ποια μέσα τη διατήρησαν και την τροφοδότησαν την άγνοια σ’ όλη την πορεία της ιστορίας των κοινωνιών οι πολιτιστικές και πολιτικές δυνάμεις, που συμμερίζονται τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις – αντίθετα ο υλισμός γεννήθηκε από την πάλη που έκαναν οι επιστήμες εναντίον στην άγνοια και τον σκοταδισμό.
Αυτός είναι ο λόγος, που με τόση μανία καταπολεμήθηκε η υλιστική φιλοσοφία, και αυτός είναι ο λόγος, που και σήμερα το διαλεχτικό υλισμό τόσοι λίγοι τον ξέρουν, αν δεν τον αγνοούν ολότελα, και τον διαστρεβλώνουν οι επίσημοι πανεπιστημιακοί κύκλοι.

3. Πως και γιατί αναπτύχτηκε και προόδεψε ο υλισμός
Όσοι πολεμούν τον υλισμό ισχυρίζονται, πως η φιλοσοφία τούτη έχει μείνει στάσιμη είκοσι ολόκληρους αιώνες. Αντίθετα λοιπόν απ’ ό,τι λένε, η ιστορία του υλισμού μας δείχνει, πως μέσα στη φιλοσοφία τούτη υπάρχει κάτι το ζωντανό, κάτι που βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση.
Μέσα στο κύλημα των αιώνων, οι επιστημονικές γνώσεις προόδεψαν. Στα πρώτα βήματα της ιστορίας της επιστήμης, στην αρχαία Ελλάδα, οι επιστημονικές γνώσεις ήσαν σχεδόν ασήμαντες (μηδαμινές) και οι πρώτοι επιστήμονες ήσαν ταυτόχρονα και φιλόσοφοι, γιατί την εποχή εκείνη η φιλοσοφία και οι επιστήμες, που τότε γεννιόντουσαν, αποτελούσαν ένα σύνολο, και η φιλοσοφία ήταν η προέκτασή τους.
Με τον καιρό οι επιστήμες άρχισαν να προσκομίζουν ολοένα και πιο ακριβολογημένο υλικό, για να ερμηνέψουν τα φαινόμενα του κόσμου, υλικό που έφερνε σε δύσκολη θέση τις ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, ερχόταν μάλιστα σε αντίφαση με τα δόγματά τους. Φυσικό να ξεσπάσει η σύγκρουση ανάμεσα στη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Και αφού οι επιστήμες βρέθηκαν σε αντίφαση με την επίσημη φιλοσοφία της εποχής εκείνης, έγινε απαραίτητο να χωρίσουν οι επιστήμες από τη φιλοσοφία και να τραβήξουν το δικό τους δρόμο. Έτσι
«τίποτε δε λαχταρούσαν περισσότερο και βιαζόντουσαν να ξεμπλέξουν μια ώρα αρχύτερα από το φιλοσοφικό κυκεώνα, να αφήσουν στους φιλοσόφους να λύνουν τις υποθέσεις τους για τα πλατειά γενικά ζητήματα και αυτές να καταπιαστούν με τα περιορισμένα ειδικά προβλήματα, με κείνα που ήσαν ώριμα και η λύση τους δε θα αργούσε να βρεθεί.Τότε γίνεται ο ξεχωρισμός των επιστημών …από τη φιλοσοφία»[30]

Μα ο υλισμός γεννήθηκε μαζί με τις επιστήμες, δέθηκε μαζί τους, και απ’ αυτές εξαρτιέται. Και γι  αυτό  αναπτύχτηκε και προόδεψε μαζί τους, και κατάληξε με την καινούργια του μορφή, που του έδωσαν ο Μαρξ κα ο Ένγκελς, να ξαναενώσει την επιστήμη με τη φιλοσοφία μέσα στο διαλεχτικό υλισμό. Θα μελετήσουμε παρακάτω την ιστορία τούτη, την ανάπτυξη τούτη, στενά συνδεμένες με την πρόοδο του πολιτισμού. Μα διαπιστώνουμε από τώρα και αξίζει να το κρατήσουμε καλά στο μυαλό μας, πως ο υλισμός είναι σφιχτοδεμένος με τις επιστήμες, και πως εξαρτιέται πέρα για πέρα απ’ αυτές.
Μας μένει τώρα να καταστρώσουμε και να καθορίσουμε τις βασικές αρχές του υλισμού, την κοινή βάση σ’ όλες τις φιλοσοφικές σχολές, που με διαφορετικές μορφές η μια από την άλλη, κηρύχνουν πως ανήκουν στον υλισμό.

4. Ποιες είναι οι βασικές αρχές και τα επιχειρήματα της υλιστικής φιλοσοφίας
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα τούτο, χρειάζεται να ξαναγυρίσουμε στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, στη σχέση του «είναι» με τη νόηση: Ποιο λοιπόν από τα δυό είναι το κύριο, το αρχικό;
Οι υλιστές βεβαιώνουν πρώτα- πρώτα πως το «είναι» και η νόηση, η ύλη και το πνεύμα, δεν είναι άσχετα το ένα από το άλλο και πως η αναμεταξύ τους σχέση είναι καθορισμένη. Γι’ αυτούς, το «είναι», η ύλη, είναι το πρώτο πράμα, το πρωταρχικό στοιχείο, και το πνεύμα είναι το υστερότερο, το δευτερογέννητο, και εξαρτιέται από την ύλη .Άρα για τους υλιστές, δεν είναι το πνεύμα ή ο Θεός, που δημιούργησε τον κόσμο, και την ύλη, αντίθετα ο κόσμος, η ύλη, η φύση, αυτά είναι που δημιούργησαν το πνεύμα:
«Το πνεύμα, λέει ο Ένγκελς, δεν είναι κι αυτό το ίδιο, παρά το ανώτερης ποιότητας παράγωγο της ύλης»[31]
Στο ερώτημά μας λοιπόν, που θέσαμε στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου: «Πως γίνεται και μπορεί και σκέπτεται ο άνθρωπος» οι υλιστές απαντούν: Ο άνθρωπος μπορεί και σκέπτεται, επειδή έχει εγκέφαλο. Η νόηση άρα είναι το «προϊόν» που παράγει ο εγκέφαλος. Για τους υλιστές αδύνατο να υπάρξει νόηση χωρίς ύλη, χωρίς σώμα.
«‘Η συνείδησή μας και η νόησή μας, όσο κιάν μας φαίνονται υπερβατικές (υπερεμπειρικές)[32] δεν είναι παρά προϊόντα, που παράγει, ένα υλικό, σωματικό όργανο, ο εγκέφαλος»[33]
‘Άρα, για τους υλιστές, η ύλη, το «είναι» είναι κάτι το πραγματικό, υπάρχουν πραγματικά έξω από μας, και δεν έχουν ανάγκη τη νόηση ή το πνεύμα για να υπάρχουν. Και αφού το πνεύμα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ύλη, άρα δεν υπάρχει ούτε αθάνατη και ανεξάρτητη από το σώμα ψυχή.
Αντίθετα λοιπόν απ’ ό,τι λένε οι ιδεαλιστές, όλα τα πράματα που μας περιτριγυρίζουν υπάρχουν ανεξάρτητα από μας. Αυτά μας δίνουν τις παραστάσεις, τις ιδέες μας. Και οι ιδέες μας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αντανάκλαση[34]  από τα ίδια τα πράματα μέσα στον εγκέφαλό μας. Γι αυτόν το λόγο σχετικά με τη δεύτερη πλευρά του βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας για τη σχέση του «είναι» με τη νόηση, δηλαδή:
«Ποια σχέση έχουν οι ιδέες μας για τον τριγύρω μας κόσμο με τον ίδιο τον κόσμο;
Η νόησή μας είναι σε θέση να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο;
Μπορούμε, μέσα στις αντιλήψεις μας για τον εξωτερικό πραγματικό κόσμο,
να αναπλάσουμε πιστή εικόνα της πραγματικότητας;
Το πρόβλημα τούτο το ονομάζουν στη φιλοσοφική γλώσσα, πρόβλημα της
ταυτότητας της νόησης με το «είναι»»[35]
-στο πρόβλημα λοιπόν τούτο οι  υλιστές απαντούν κατηγορηματικά: Ναι, μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο, και οι ιδέες που σχηματίζονται μέσα μας για τον κόσμο είναι ολοένα και πιο σωστές, επειδή μπορούμε να τον ερευνήσουμε και να τον μελετήσουμε με όργανό μας τις επιστήμες, και αυτές μας αποδείχνουν αδιάκοπα με το πείραμα, πως τα πράματα που μας περιτριγυρίζουν έχουν τη δική τους ιδιαίτερη, ανεξάρτητη από μας ζωή, και  επειδή όχι λίγα από τα πράματα αυτά μπορούμε κιόλας εμείς οι άνθρωποι να τα ξαναφτιάξουμε, να τα δημιουργήσουμε τεχνητά.
Ας ανακεφαλαιώσουμε: Λέμε λοιπόν πως οι υλιστές στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας δίνουν τούτη την κατηγορηματική απάντηση:
α! Η ύλη είναι εκείνη που παράγει το πνεύμα. Κανείς ποτέ δε διαπίστωσε επιστημονικά πνεύμα χωρίς ύλη.
β! Η ύλη υπάρχει πραγματικά έξω από κάθε πνεύμα. Η ύλη, για να υπάρχει, δεν έχει ανάγκη το πνεύμα. Έχει δική της ιδιαίτερη ύπαρξη. Δεν είναι λοιπόν οι ιδέες που δημιουργούν τα πράματα, όπως λένε οι ιδεαλιστές, αντίθετα τα πράματα είναι εκείνα, που μας δίνουν τις παραστάσεις, τις ιδέες μας.
γ! Είμαστε ικανοί να γνωρίσουμε τον κόσμο. Οι ιδέες που μορφώνουμε μέσα μας για την ύλη και τον κόσμο είναι κάθε μέρα ολοένα και πιο σωστές, γιατί μπορούμε, με τη βοήθεια της επιστήμης, να καθορίζουμε σωστά ό,τι ως τώρα γνωρίζουμε και να ανακαλύπτουμε ό,τι ακόμη αγνοούμε.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV.
ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Ο ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ Ή Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

1.Πως πρέπει να θέσουμε το πρόβλημα.
2. Είναι αλήθεια, πως ο κόσμος υπάρχει μόνο μέσα στη νόησή μας;
3. Είναι αλήθεια, πως οι ιδέες μας είναι  εκείνες, που πλάθουν τα πράματα;
4. Είναι αλήθεια, πως το πνεύμα δημιουργεί την ύλη;
5. Δίκιο έχουν οι υλιστές. Η επιστήμη το αποδείχνει.

1. Πως πρέπει να θέσουμε το πρόβλημα
Τώρα που ξέρουμε τις θέσεις των ιδεαλιστών και των υλιστών, θα κοιτάξουμε να εξακριβώσουμε ποιος έχει δίκιο, ο ιδεαλισμός ή ο υλισμός.
Πρώτα-πρώτα σας υπενθυμίζω πως αναγκαστικά διαπιστώνουμε δυό πράματα: Από το ένα μέρος πως οι θέσεις του ιδεαλισμού είναι απόλυτα αντίθετες και αντιφατικές με τις θέσεις του υλισμού, και από το άλλο μέρος, μόλις παραδεχτούμε την μια ή την άλλη θεωρία, η καθεμιά τους μας οδηγεί αναγκαστικά σε συμπεράσματα, που οι συνέπειές τους είναι πολύ σημαντικές.
Για να ιδούμε ποιος έχει δίκιο σκόπιμο είναι, να ξαναθυμηθούμε, τα τρία επιχειρήματα της κάθε θεωρίας, όπως τα  ανακεφαλαιώσαμε στο τέλος των δυό προηγούμενων κεφαλαίων:
Οι ιδεαλιστές βεβαιώνουν πως
α! Το πνεύμα δημιουργεί την ύλη.
β! Η ύλη δεν υπάρχει έξω από τη νόησή μας, Είναι λοιπόν η ύλη μια αυταπάτη.
γ! Οι ιδέες μας είναι εκείνες, που πλάθουν τα πράματα.
Για να ευκολυνθούμε στη δουλειά μας, σωστό είναι να ερευνήσουμε πρώτα εκείνα  που πέφτουν στην κοινή αντίληψη και εκείνα που μας κάνουν ν’ απορούμε περισσότερο.
Ώστε:
α! Είναι αλήθεια, πως ο κόσμος υπάρχει μόνο μέσα στη νόησή μας;
β! Είναι αλήθεια, πως οι ιδέες μας είναι εκείνες, που πλάθουν τα πράματα;
Τα δυό αυτά επιχειρήματα, που προβάλλει ο «αϋλικός» ιδεαλισμός του Μπέρκλεϋ καταλήγουν στο σύστημα τούτο, καθώς και σ’ όλες τις θεολογίες, στο τρίτο μας ερώτημα:
γ! Είναι αλήθεια, πως το πνεύμα  δημιουργεί την ύλη;
Τα τρία τούτα ερωτήματα είναι πολύ σημαντικά, επειδή σχετίζονται άμεσα με το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Θα τα συζητήσουμε λοιπόν και με την απάντηση που θα δώσουμε θα ιδούμε ποιος έχει δίκιο, ο ιδεαλισμός ή ο υλισμός. Και ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τους υλιστές, επειδή η υλιστική απάντηση στα ερωτήματα τούτα είναι κοινή σ’ όλες τις υλιστικές φιλοσοφίες, ώστε την ίδια δίνει και ο διαλεχτικός υλισμός.

2. Είναι αλήθεια, πως ο κόσμος υπάρχει μόνο μέσα στη νόησή μας;
Πριν να καταπιαστούμε με το ερώτημα τούτο, είναι ανάγκη να παρουσιάσω και να ξεκαθαρίσω δυό φιλοσοφικούς όρους, που θα τους χρησιμοποιήσουμε στη συζήτησή μας, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, και που συχνά θα τους συναντήσετε στα βιβλία, που συσταίνουμε για διάβασμα:
Υποκειμενική πραγματικότητα. Θα ειπεί πραγματικότητα που υπάρχει μόνο μέσα στη νόησή μας.
Αντικειμενική πραγματικότητα.  Θα ειπεί πραγματικότητα που υπάρχει έξω από τη νόησή μας.
Οι ιδεαλιστές λοιπόν λένε, πως ο κόσμος είναι υποκειμενική και όχι αντικειμενική πραγματικότητα. Αντίθετα οι υλιστές βεβαιώνουν, πως ο κόσμος είναι αντικειμενική πραγματικότητα.
Για να μας το αποδείξει ο επίσκοπος Μπέρκλεϋ, πως ο κόσμος και τα πράματα υπάρχουν μόνο μέσα στη νόησή μας, τα διαλύει, όπως είδαμε[36], στις ιδιότητές τους, χρώμα, μέγεθος, πυκνότητα κ.τ.λ. Μας δείχνει έπειτα, πως τις ιδιότητες τούτες τις βρίσκουν διαφορετικές τα διάφορα άτομα, άρα, λέει, δεν υπάρχουν μέσα στα ίδια τα πράματα, υπάρχουν μόνο μέσα στο πνεύμα, στη νόηση, του καθενός μας. Και καταλήγει έτσι στο συμπέρασμα, πως η ύλη είναι ένα σύνολο από υποκειμενικές και όχι αντικειμενικές ιδιότητες, ώστε δεν υπάρχει αντικειμενικά.
Ας ξαναπάρουμε παράδειγμα τον ήλιο.. Ο Μπέρκλεϋ μας λέει, πως, κάνουμε λάθος αν πιστεύουμε πως ο κόκκινος δίσκος, όπως τον βλέπουμε τον ήλιο, είναι αντικειμενική πραγματικότητα, και μας αποδείχνει με τη γνωστή του μέθοδο, πως ο ήλιος δεν είναι ούτε επίπεδος δίσκος, ούτε κόκκινος. Άρα, λέει, ό ήλιος δεν είναι αντικειμενική πραγματικότητα, δεν έχει δική του έξω από τη νόησή μας ύπαρξη. Αντίθετα είναι σκέτη υποκειμενική πραγματικότητα, υπάρχει μόνο μέσα στη νόησή μας.
Οι υλιστές από το άλλο μέρος μας βεβαιώνουν πως μόλα τούτα ο ήλιος υπάρχει αντικειμενικά, όχι βέβαια επειδή τον βλέπουμε σαν ένα επίπεδο και κόκκινο δίσκο – ο ορισμός τούτος θα ήταν πολύ απλοϊκός, ο ίδιος με το ρεαλισμό των μικρών παιδιών και των πρωτόγονων ανθρώπων που μοναδικό τους όργανο, για να βλέπουν την πραγματικότητα, έχουν τα αιστητήριά τους όργανα. Οι υλιστές λοιπόν μας βεβαιώνουν πως ο ήλιος υπάρχει αντικειμενικά, γιατί στηρίζονται στην αυθεντική μαρτυρία της επιστήμης. Και η επιστήμη μας βοηθάει αποτελεσματικά να διορθώνουμε τα λάθη, όπου μας ρίχνουν τα αιστητήριά μας όργανα.
Μα ας θέσουμε καθαρά το πρόβλημα. Θα χρησιμοποιήσουμε για παράδειγμα πάλι τον ήλιο. Είναι σωστό, πως ο ήλιος δεν είναι ούτε δίσκος, ούτε κόκκινος. Ως εδώ είμαστε σύμφωνοι με τον Μπέρκλεϋ. Δεν παραδεχόμαστε όμως το συμπέρασμά του, την άρνησή του δηλαδή για την αντικειμενική πραγματικότητα του ήλιου. Το ζήτημά μας είναι, κι αυτό πρέπει να συζητήσουμε, αν υπάρχουν πραγματικά τα αντικείμενα. Δε συζητάμε για να ιδούμε αν τα αιστητήριά μας όργανα μάς ξεγελούν και παραμορφώνουν την υλική πραγματικότητα. Το ζήτημά μας είναι, αν η υλική  αυτή πραγματικότητα υπάρχει έξω από τα αιστητήρια μας όργανα.
Έ λοιπόν, οι υλιστές μας βεβαιώνουν, πως η υλική αυτή πραγματικότητα υπάρχει έξω από μας, και προσκομίζουν επιχειρήματα, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αυτή η ίδια η επιστήμη. Ενώ οι ιδεαλιστές τι κάνουν για να μας αποδείξουν πως έχουν δίκιο; Συζητούν για λέξεις, βγάζουν μεγάλους λόγους, και γράφουν πολυάριθμες σελίδες.
Ας υποθέσουμε για μια στιγμή, πως έχουν δίκιο οι ιδεαλιστές. Αν λοιπόν ο κόσμος υπάρχει, όπως λένε, μόνο μέσα στη νόησή μας, ολοφάνερο πως ο κόσμος δεν μπορεί να έχει υπάρξει, πριν να εμφανιστούν οι άνθρωποι. Ξέρουμε όμως πως τούτο δεν είναι σωστό, γιατί η επιστήμη μας έχει αποδείξει, πως ο άνθρωπος άργησε παραπολύ να εμφανιστεί επάνω στη γη. Μερικοί όμως ιδεαλιστές θα μας απαντήσουν, πως πριν από τον άνθρωπο ζούσαν επάνω στη γη τα ζώα, και πως η νόηση μπορούσε να είχε κατοικία της τα ζώα. Μα πάλι η επιστήμη μας διδάσκει, πως πριν να εμφανιστούν τα ζώα, υπήρχε η γη, και ήταν ακατοίκητη, και καμιά οργανική ζωή δεν μπορούσε για πολύν καιρό να αναπτυχτεί επάνω στη γη. Άλλοι πάλι ιδεαλιστές θα μας αντιτάξουν, πως, κιάν ακόμη υπήρχε μόνο το ηλιακό σύστημα και οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί, η νόηση, το πνεύμα υπήρχαν μέσα στο Θεό. Έτσι φτάσαμε στην υπέρτατη μορφή του ιδεαλισμού και μπαίνει μπροστά μας το δίλημμα: Θεός ή επιστήμη. Ο ιδεαλισμός δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του χωρίς τον Θεό, και ο Θεός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον ιδεαλισμό.
Το πρόβλημά μας λοιπόν ποιος έχει δίκιο ο ιδεαλισμός ή ο υλισμός, να πως μπαίνει τώρα : Ποιος έχει δίκιο: Θεός ή επιστήμη;
Ο Θεός, καθαρό πνεύμα και δημιουργός του κόσμου, είναι μια βεβαίωση των ιδεαλιστών χωρίς καμιά απόδειξη. Η επιστήμη από το άλλο μέρος μας αποδείχνει με την πράξη και με το πείραμα, πως ο κόσμος είναι αντικειμενική πραγματικότητα, και μας ανοίγει το δρόμο να δώσουμε τη σωστή απάντηση στο δεύτερο ερώτημά μας:

3. Είναι αλήθεια, πως οι ιδέες μας είναι εκείνες που πλάθουν τα πράματα;
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Περπατάμε στο δρόμο με έναν ιδεαλιστή και συζητάμε μαζί του αν τα πράγματα έχουν αντικειμενική ή υποκειμενική πραγματικότητα, και αν είναι αλήθεια, πως οι ιδέες μας είναι εκείνες, που πλάθουν τα πράματα. Τη στιγμή εκείνη ακούμε ένα αυτοκίνητο που πάει να περάσει μπροστά μας. Χαθήκαμε αν δεν προσέξουμε, σίγουρα θα βρεθούμε κάτω από τις ρόδες του. Ώστε στην πράξη ο ιδεαλιστής είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίσει, πως το αυτοκίνητο υπάρχει αντικειμενικά. Στην πράξη λοιπόν και για τον ιδεαλιστή, δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στο αντικειμενικό και στο υποκειμενικό αυτοκίνητο. Η πράξη μας αποδείχνει, και είναι απόλυτα σωστή, πως οι ιδεαλιστές είναι, μέσα στην καθημερινή ζωή τους, υλιστές.
Θα μπορούσαμε να φέρουμε ένα σωρό παραδείγματα, που θα μας έπειθαν, πως οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι και όσοι υποστηρίζουν τη φιλοσοφία τούτη δεν περιφρονούν ορισμένες «αντικειμενικές» ευτέλειες, για να πετύχουν εκείνο, που γι αυτούς δεν είναι παρά υποκειμενική πραγματικότητα!
Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος, που δε βλέπουμε πια κανένα ιδεαλιστή να ισχυρίζεται, όπως ο Μπέρκλεϋ, πως ο κόσμος δεν υπάρχει. Τα ιδεαλιστικά επιχειρήματα δεν είναι πια έτσι ωμά, είναι πολύ πιο επιδέξια και πολύ πιο καλομαγειρεμένα. (Για να δείτε με ποιο τρόπο επιχειρηματολογούν οι ιδεαλιστές διαβάστε από το βιβλίο του Λένιν «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» το κεφάλαιο «Η ανακάλυψη των στοιχείων του κόσμου»).
Ώστε, σύμφωνα με τη φράση του Λένιν, « η πράξη είναι το κριτήριο» μας επιτρέπει να αποστομώσουμε τους ιδεαλιστές.
Γι αυτό άλλωστε, και οι ιδεαλιστές δε θα διστάσουν να μας απαντήσουν, πως η θεωρία και η πράξη είναι δυό πράματα ολότελα διαφορετικά. Αυτό τους συμφέρει να λένε, μα δεν είναι σωστό. Αν είναι σωστή ή ψεύτικη μια αντίληψη, μια θεωρία, μόνο η επαλήθεψή της στην πράξη, με την πείρα θα μας το αποδείξει.
Το παράδειγμά μας λοιπόν με το αυτοκίνητο μας δείχνει, πως ο κόσμος έχει αντικειμενική πραγματικότητα, και δεν είναι μια αυταπάτη, που τη δημιουργεί το πνεύμα μας.
Μένει τώρα να ιδούμε, μια και η αντιυλιστική θεωρία του Μπέρκλεϋ δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της μπροστά στις επιστήμες ούτε να ανθέξει στο κριτήριο της πράξης, μένει να ιδούμε, αν, είναι σωστό το τελικό συμπέρασμα, όπου καταλήγουν όλες οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, οι θρησκείες και οι θεολογίες, πως το πνεύμα δημιουργεί την ύλη.

4. Είναι αλήθεια πως το πνεύμα δημιουργεί την ύλη;
Για τους ιδεαλιστές, το είδαμε παραπάνω, η υπέρτατη μορφή που παίρνει το πνεύμα, είναι ο Θεός. Ο Θεός είναι για αυτούς η τελική απάντηση, το τελικό συμπέρασμα της θεωρίας τους. Γι αυτό, για να εξακριβώσουμε ποιος έχει δίκιο, οι ιδεαλιστές ή οι υλιστές, το πρόβλημά μας  πνεύμα ή ύλη , καταλήγει, σε τελευταία ανάλυση, να πάρει τη μορφή : «Θεός ή επιστήμη».
Οι ιδεαλιστές ισχυρίζονται κατηγορηματικά: Ο Θεός δεν έχει αρχή και τέλος, υπάρχει ανέκαθεν σε όλη την αιωνιότητα, δεν παθαίνει καμιά αλλαγή, και είναι πάντοτε ο ίδιος.  Είναι το καθαρό πνεύμα, ο χρόνος και ο τόπος δεν υπάρχουν για το Θεό, και είναι ο δημιουργός της ύλης.
Για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους, για το Θεό, οι ιδεαλιστές, όπως και στ’ άλλα ζητήματα έτσι κι εδώ, δε φέρνουν κανένα επιχείρημα. Για να υπερασπίσουν το δημιουργό της ύλης, καταφεύγουν σ’ ένα σωρό μυστικισμούς, που κανένα επιστημονικό μυαλό δεν μπορεί να παραδεχτεί.
Πρέπει να γυρίσουμε πίσω, πριν ακόμη γλυκοχαράξει η επιστήμη, και θα ιδούμε πως τότε που οι πρωτόγονοι άνθρωποι ήσαν βυθισμένοι σε πηχτή άγνοια, τότε έπλασαν μέσα στο μυαλό τους την ιδέα «Θεός». Και όμως διαπιστώνουμε, πως οι ιδεαλιστές μέσα στον 20ο αιώνα, εξακολουθούν να αγνοούν τις καταχτήσεις της επιστήμης, να αγνοούν όσα κατόρθωσε να ερευνήσει και να γνωρίσει ο άνθρωπος με την υπομονετική και επίμονη εργασία του. Γιατί, στο κάτω- κάτω της γραφής, οι ιδεαλιστές δεν μπορούν να εξηγήσουν τον Θεό, ώστε δεν είναι, γι αυτούς, τίποτε άλλο, παρά μια πίστη χωρίς καμιά απόδειξη. Γιατί όταν οι ιδεαλιστές, για να μας «αποδείξουν» πως αναγκαστικά δημιουργήθηκε ο κόσμος, προβάλλουν το επιχείρημα, πως η ύλη δεν μπορεί να υπάρχει ανέκαθεν και θα χρειάστηκε σε κάποια στιγμή να γεννήθηκε, και όταν μας παρουσιάζουν για δημιουργό το Θεό, που, όμως, αυτός ποτέ δε γεννήθηκε και δεν έχει αρχή και τέλος, τι μας προσφέρουν; Σε τι η ερμηνεία τους τούτη μας διαφωτίζει;
Αντίθετα, για να υποστηρίξουν οι υλιστές τις θέσεις τους, αντλούν τα επιχειρήματά τους από την επιστήμη, που την προχώρησαν οι άνθρωποι ολοένα και περισσότερο, όσο έσπρωχναν πιο πέρα «το ορόσημο της άγνοιάς τους».
Μας επιτρέπει η επιστήμη να διανοηθούμε, πως το πνεύμα δημιούργησε την ύλη; Όχι.
Η ιδέα της δημιουργίας της ύλης από ένα καθαρό, άλλο, πνεύμα είναι ακατανόητη, γιατί τίποτε τέτοιο δεν έχουμε γνωρίσει μέσα στην εμπειρία μας[37]. Για να ήταν μπορετή η τέτοια δημιουργία της ύλης, αναγκαστικά θα έπρεπε να υπάρχει  μόνο του το πνεύμα πριν από την ύλη, κι αυτό ίσα-ίσα ισχυρίζονται οι ιδεαλιστές. Όμως η επιστήμη μας αποδείχνει πως αυτό είναι αδύνατο, γιατί ποτέ δεν υπάρχει πνεύμα χωρίς ύλη. Αντίθετα το πνεύμα, είναι πάντοτε δεμένο με την ύλη. Ιδιαίτερα μάλιστα διαπιστώνουμε, πως το ανθρώπινο πνεύμα είναι δεμένο με τον εγκέφαλο, και ο εγκέφαλος είναι η πηγή της νόησής μας και των ιδεών μας. Η επιστήμη δε μας επιτρέπει  να διανοηθούμε, πως οι ιδέες υπάρχουν στο κενό.
Θα έπρεπε λοιπόν, για να μπορεί να υπάρχει το πνεύμα-Θεός να έχει τον εγκέφαλό του. Ώστε μπορούμε να ειπούμε, πως δεν είναι ο Θεός που δημιούργησε την ύλη, άρα και τον άνθρωπο, αντίθετα η ύλη, με τη μορφή του ανθρώπινου μυαλού, είναι εκείνη που δημιούργησε το πνεύμα-Θεό.
Θα ιδούμε αργότερα, αν η επιστήμη μας δίνει τη δυνατότητα να πιστεύουμε στο Θεό, ή σε κάτι, που ο χρόνος δε θα είχε καμιά επίδραση επάνω του, και δε θα πάθαινε αλλαγή, γιατί ο τόπος, η κίνηση, η αλλαγή θα ήσαν γι αυτό το κάτι ανύπαρχτα. Μπορούμε όμως από τώρα να βγάλουμε το συμπέρασμα: Στην απάντηση που δίνουν στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας αυτοί που έχουν δίκιο είναι οι υλιστές.

5. Δίκιο έχουν οι υλιστές. Η επιστήμη το αποδείχνει.
Έχουν δίκιο λοιπόν οι υλιστές, όταν
α! Αντίθετα με τον ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ και αντίθετα με τις θεωρίες των φιλοσόφων εκείνων, που κρύβονται πίσω από το φιλοσοφικό του σύστημα, μας βεβαιώνουν, από το ένα μέρος πως ο κόσμος και τα πράματα υπάρχουν πραγματικά έξω από τη νόησή μας και δεν έχουν ανάγκη τη νόησή μας για να υπάρχουν, και από το άλλο μέρος πως δεν είναι οι ιδέες μας εκείνες που πλάθουν τα πράματα, αντίθετα, τα πράματα είναι εκείνα, που μας δίνουν τις ιδέες μας.
β! Έχουν δίκιο οι υλιστές, όταν καταδικάζουν όλες τις ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, επειδή όλες τους καταλήγουν στο συμπέρασμα, πως το πνεύμα δημιούργησε την ύλη, μ’ άλλα λόγια, επειδή, σε τελευταία ανάλυση, όλες τους υποστηρίζουν την ύπαρξη του Θεού και γίνονται έτσι στήριγμα της θεολογίας, και έχουν ακόμη δίκιο οι υλιστές όταν, στηριγμένοι στις επιστήμες και από εκεί αντλώντας τα επιχειρήματά τους, μας βεβαιώνουν και μας αποδείχνουν πως η ύλη είναι εκείνη που δημιούργησε το πνεύμα, και δε μας χρειάζεται διόλου η «υπόθεση-Θεός» για να εξηγήσουμε τη δημιουργία της ύλης.
Παρατήρηση: Καλά θα κάνουμε να προσέξουμε με ποιο τρόπο βλέπουν και θέτουν οι ιδεαλιστές τα προβλήματα. Μας βεβαιώνουν, πως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, ενώ εμείς είδαμε, πως ο άνθρωπος έπλασε το Θεό. Μας βεβαιώνουν επίσης από το άλλο μέρος, πως το πνεύμα δημιούργησε την ύλη, ενώ εμείς βλέπουμε, πως, πραγματικά, συμβαίνει ίσα-ίσα το αντίθετο. Έχουν λοιπόν την ικανότητα οι ιδεαλιστές να αντιστρέφουν την προοπτική και  βλέπουν ανάποδα τα ζητήματα. Τον τρόπο τους τούτο χρήσιμο είναι να τον σημειώσουμε καλά, και πάντα να τον έχουμε μπροστά στα μάτια μας.
Για Διάβασμα:
ΛΕΝΙΝ: «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» σελ.52 «Υπάρχει η φύση πριν από τον άνθρωπο;» και σελ.62-65 «Ο άνθρωπος σκέπτεται με τον εγκέφαλό του;» (Editions Sociales)
ΕΝΓΚΕΛΣ: «Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ»: «Ιδεαλισμός και υλισμός» σελ.14 (Editions Sociales)




ΚΕΦΑΛΑΙΟ V.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΡΙΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ;
Ο ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ
1. Για ποιο λόγο  τρίτη φιλοσοφία;
2. Πως σκέπτεται η τρίτη τούτη φιλοσοφία;
3. Από πού μας έρχεται η φιλοσοφία τούτη;
4.Οι συνέπειές της.
5. Πως πρέπει να αντικρούσουμε την «τρίτη» τούτη φιλοσοφία;
6. Συμπέρασμα

1. Για ποιο λόγο τρίτη φιλοσοφία;
Θα μπορούσαμε να νομίσουμε, ύστερα από όσα μάθαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, πως πρέπει, σε γενικές γραμμές, να μας είναι αρκετά εύκολο να προσανατολιζόμαστε και να μην τα χάνουμε μέσα στις διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες και τα επιχειρήματά τους, αφού όλες τους μοιράζονται σε δυό μόνο μεγάλα ρεύματα: στον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Και ακόμη, πως τα επιχειρήματα, που προβάλλονται για τον υλισμό γεννούν μέσα μας ακράδαντη την πεποίθηση, πως δίκιο έχει ο υλισμός.
Μας φαίνεται λοιπόν, πως, έπειτα από την κάποια  έρευνα, ξαναβρήκαμε το δρόμο που οδηγεί προς τη φιλοσοφία του ορθού λόγου: τον υλισμό.
Δεν είναι όμως έτσι απλά τα πράματα. Γιατί, όπως το τονίσαμε κιόλας παραπάνω, οι νεότεροι ιδεαλιστές δεν έχουν την ειλικρίνεια του επίσκοπου Μπέρκλεϋ. Παρουσιάζουν τις ιδέες τους
«με πολύ μεγαλύτερη πανουργία, δυσκολογνώριστες και σκοτεινές με την «καινούργια» ορολογία, που τις ντύνουν, με σκοπό να ξεγελάσουν τους απλοϊκούς και να τις πάρουν για την «τελευταία λέξη της φιλοσοφίας»»[38]
Είδαμε, πως στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας δυό μόνο απαντήσεις μπορούν να δοθούν, και πως οι απαντήσεις αυτές είναι απόλυτα αντίθετες αναμεταξύ τους, αντιφατικές και ασυμβίβαστες. Είναι όμως πολύ καθαρές και δε φέρνουν καμιά σύγχιση.
Και πραγματικά, ως τα 1910 περίπου, έτσι ξεκάθαρα είχε μπει το πρόβλημα: Από τη μια μεριά ήσαν όσοι βεβαίωναν, πως η ύλη υπάρχει έξω από τη νόησή μας – και αυτοί ήσαν οι υλιστές- και από την άλλη μεριά εκείνοι, που μαζί με τον Μπέρκλεϋ αρνιόντουσαν την ύπαρξη της ύλης και ισχυρίζονταν, πως η ύλη υπάρχει μόνο μέσα στο πνεύμα μας – και τούτοι ήσαν οι ιδεαλιστές.
Όμως την εποχή εκείνη, ενώ οι επιστήμες προόδευαν μπήκανε στη μέση κάποιοι άλλοι φιλόσοφοι, με την  προσπάθεια να μη μαλώνουν πια οι ιδεαλιστές με τους υλιστές, και δημιούργησαν ένα τρίτο φιλοσοφικό ρεύμα, που θόλωσε τα νερά και έριξε τη σύγχιση μπροστά στις δυό αυτές φιλοσοφικές θεωρίες. Η σύγχιση λοιπόν αυτή έχει την πηγή της  στην αναζήτηση μιας τρίτης φιλοσοφίας.

2. Πως σκέπτεται η τρίτη τούτη φιλοσοφία;
Η φιλοσοφία τούτη δουλεύτηκε και διαμορφώθηκε έπειτα από τον Μπέρκλεϋ. Βάση της είναι η αντίληψη, πως είναι μάταιο να ζητάμε να γνωρίσουμε τα πράματα στην ουσία τους, γιατί ποτέ δε θα γνωρίσουμε τίποτε άλλο, παρά τα πράματα, όπως μας φαίνονται, τα φανερώματά τους. Η πραγματική ουσία τους θα μας είναι πάντα άγνωστη. Γι αυτό και ονομάζουν τη φιλοσοφία τούτη «ο αγνωστικισμός» (από το αρνητικό α και γνωστικός = εκείνος που δεν έχει την ικανότητα να γνωρίσει)
Σύμφωνα λοιπόν με τη φιλοσοφία τούτη, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε αν ο κόσμος στο βάθος, στην ουσία του, είναι πνεύμα ή ύλη. Εκείνο που μπορούμε να γνωρίσουμε είναι τα πράματα όπως φαίνονται, τα φαινόμενα, αδύνατο όμως να γνωρίσουμε την ίδια την  πραγματικότητα.
Ας ξαναπάρουμε το παράδειγμα με τον ήλιο. Είδαμε, πως ο ήλιος δεν είναι, όπως το νομίζουν οι πρωτόγονοι άνθρωποι, ένας επίπεδος και κόκκινος δίσκος. Ο δίσκος λοιπόν τούτος, είναι ένα απλό απατηλό φανέρωμα του ήλιου, ένα φαινόμενο (φαινόμενο θα ειπεί: η επιφανειακή ιδέα που έχουμε μέσα μας μορφώσει για ένα πράμα, και όχι η ίδια η πραγματικότητά του).
Γι αυτό το λόγο, μέσα στον καβγά που  κάνουν οι ιδεαλιστές και οι υλιστές, αν τα πράματα είναι ύλη ή πνεύμα, αν υπάρχουν ή όχι έξω από τη νόησή μας, αν μπορούμε ή όχι να τα γνωρίσουμε, οι αγνωστικιστές απαντούν, πως μπορούμε βέβαια να γνωρίσουμε τα φαινόμενα, ποτέ όμως την πραγματικότητα.
Τα αιστητήριά μας όργανα, μας λένε,  μας επιτρέπουν να τα βλέπουμε τα πράματα και να τα αντιλαμβανόμαστε, μας κάνουν δηλαδή ικανούς να γνωρίσουμε την εξωτερική τους όψη, τα φαινόμενα. Τα φαινόμενα λοιπόν υπάρχουν για μας. Αυτά συγκροτούν εκείνο που ονομάζουν στη φιλοσοφική γλώσσα «το πράγμα για μας». Αδύνατο όμως να γνωρίσουμε «αυτό καθαυτό το πράγμα»[39] όπως το ονομάζουν, το ανεξάρτητο δηλαδή και έξω από μας πράγμα με τη δική του ιδιαίτερη πραγματικότητα.
Οι ιδεαλιστές και οι υλιστές, που αδιάκοπα φιλονικούν αναμεταξύ τους για τα ζητήματα αυτά, μοιάζουν με δυό ανθρώπους, που φορούν  ο ένας γλαυκά (μπλε) γυαλιά, και ο άλλος τριανταφυλλιά, και, όπως περπατούν μέσα στη  χιονισμένη πεδιάδα, τσακώνονται ποιο  είναι το αληθινό χρώμα του χιονιού. Ας υποθέσουμε, πως ποτέ δε θα μπορέσουν να βγάλουν τα γυαλιά. Θα μπορέσουν τάχα μια μέρα να γνωρίσουν το αληθινό χρώμα του χιονιού; Όχι. Έ λοιπόν, και οι ιδεαλιστές και οι υλιστές φορούν κι αυτοί γλαυκά και τριανταφυλλιά γυαλιά. Όσο κιάν τσακώνονται ποιος από τους δυό τους έχει δίκιο, το ίδιο κι αυτοί ποτέ δε θα γνωρίσουν την πραγματικότητα. Ο καθένας τους θα έχει για το χιόνι τη «δική του» γνώση. Καθένας τους θα βλέπει το χιόνι με το δικό του τρόπο, με τα δικά του γυαλιά, ποτέ όμως δε θα γνωρίσουν «αυτό καθαυτό το χιόνι». Τέτοιους λοιπόν συλλογισμούς μας παρουσιάζουν οι αγνωστικιστές.

3. Από πού μας έρχεται η φιλοσοφία τούτη;
Ιδρυτές της φιλοσοφίας τούτης είναι ο άγγλος Χιούμ (1711-1776) και ο γερμανός Καντ (1724-1804). Και οι δυό τους ζήτησαν να συμφιλιώσουν τον ιδεαλισμό με τον υλισμό.
Το παρακάτω απόσπασμα από τους στοχασμούς του Χιούμ, που παραθέτει ο Λένιν στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» μας δείχνει ποια στάση παίρνει ο Χιούμ.
«Μπορούμε να ειπούμε πως είναι ολοφάνερο, πως οι άνθρωποι σπρώχνονται από το ένστιχτό τους… να έχουν εμπιστοσύνη στις αιστήσεις τους, και πως όλοι μας, χωρίς να απασχολήσουμε διόλου τη σκέψη μας, υποθέτουμε πως υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος,που είναι ανεξάρτητος από την αντίληψή μας και που θα εξακολουθούσε να υπάρχει, ακόμη κιάν όλοι μας είχαμε εκμηδενιστεί μαζί με όλα τα πλάσματα τα προικισμένα με αισθησιακότητα[40].Μα η αρχέγονη και παγκόσμια τούτη γνώμη κλονίζεται με το πρώτο χτύπημα από τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, και η πιο ανάλαφρη και ρηχή, μας διδάσκει, πως προσιτή στο πνεύμα μας είναι μόνο η εικόνα ή η αντίληψη για τον εξωτερικό κόσμο και τίποτε άλλο. και πως οι αιστήσεις μας, απλά αυλάκια, απ’ όπου περνούν οι εικόνες τούτες, δεν είναι σε θέση να εγκαταστήσουν κάποια όποια κιάν είναι, άμεση σχέση ανάμεσα στο πνεύμα μας και τα αντικείμενα[41]. Το τραπέζι που βλέπουμε, μας φαίνεται μικρότερο άμα απομακρυνόμαστε, μα το πραγματικό τραπέζι, που υπάρχει ανεξάρτητα από μας, δεν αλλάζει. Το πνεύμα μας λοιπόν πήρε μόνο την εικόνα του τραπεζιού και τίποτε άλλο. Αυτά μας υπαγορεύει ολοφάνερα το λογικό»[42]
Βλέπουμε λοιπόν, πως ο Χιούμ, ενώ πρώτα αναγνωρίζει εκείνο που παραδέχεται η κοινή αντίληψη, την ύπαρξη δηλαδή ενός ανεξάρτητου από μας εξωτερικού κόσμου, αμέσως έπειτα αρνιέται να παραδεχτεί, πως η ύπαρξη αυτή έχει αντικειμενική πραγματικότητα. Για τον Χιούμ, η ύπαρξη αυτή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια εικόνα, και οι αιστήσεις μας που διαπιστώνουν την ύπαρξη τούτη, την εικόνα τούτη, είναι ανίκανες να εγκαταστήσουν κάποια, όποια κιάν είναι, σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και τα αντικείμενα.
Με δυό λόγια ζούμε ανάμεσα στα πράματα, όπως στον κινηματογράφο, όπου βλέπουμε επάνω στην οθόνη την εικόνα των αντικειμένων, την ύπαρξή τους, μα πίσω από τις εικόνες, πίσω δηλαδή από την οθόνη, δεν υπάρχει τίποτε.
Τώρα πως γίνεται και το πνεύμα μας παίρνει γνώση για τα αντικείμενα; Πού οφείλεται αυτό;
«Στην ενέργεια της ίδιας της νόησής μας, ή στην ενέργεια κάποιου αόρατου και άγνωστου πνεύματος, ή ακόμη σε κάποια αιτία ακόμη λιγότερο γνωστή»[43]

4. Οι συνέπειές της
Έχουμε μπροστά μας μια θεωρία θελχτική και πολύ, άλλωστε, διαδομένη. Την ξαναβρίσκουμε, μέσα στην πορεία της Ιστορίας, με διαφορετικές μορφές, ανάμεσα στις διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες, και τώρα στις ημέρες μας, τη συναντάμε σε όλους εκείνους που ισχυρίζονται, πως «μένουν ουδέτεροι και κρατούν την επιστημονική τους επιφυλαχτικότητα». Χρέος μας λοιπόν να εξετάσουμε, αν τα επιχειρήματά της είναι σωστά, και ποιες είναι οι συνέπειές της.
Αν πραγματικά μας είναι αδύνατο, όπως το βεβαιώνουν οι αγνωστικιστές να γνωρίσουμε την αληθινή φύση, την ουσία των αντικειμένων, και αν η γνώση μας περιορίζεται μόνο στα φανερώματά τους, στα φαινόμενα[44], τότε λοιπόν δεν είμαστε σε θέση να βεβαιώσουμε, πως υπάρχει η αντικειμενική πραγματικότητα, και άρα ούτε μπορούμε να ξέρουμε, αν τα αντικείμενα υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς, έξω από τη νόησή μας. Ενώ για μας το αυτοκίνητο είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, ο αγνωστικιστής  έρχεται και μας λέει, πως αυτό δεν είναι βέβαιο, πως δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το αυτοκίνητο είναι ιδέα ή πραγματικότητα. Μας απαγορεύει λοιπόν να υποστηρίξουμε, πως η νόησή μας είναι η αντανάκλαση από τα αντικείμενα. Ώστε, όπως, βλέπουμε, βρισκόμαστε μέσα στον ιδεαλισμό, γιατί από να βεβαιώνουμε, πως τα πράματα δεν υπάρχουν έξω από τη νόησή μας, ως το να λέμε, πως δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχουν, η διαφορά δεν είναι μεγάλη.
Είδαμε λίγο παραπάνω, πως ο αγνωστικιστής ξεχωρίζει τα «πράματα για μας» από τα «πράματα αυτά καθαυτά». Τα πρώτα μπορούμε να τα γνωρίσουμε, η μελέτη λοιπόν και η έρευνά τους είναι μπορετή, και είναι δουλειά της επιστήμης. Τα δεύτερα όμως τα «πράματα αυτά καθαυτά» είναι αδύνατο να τα ερευνήσουμε, γιατί είναι αδύνατο να γνωρίσουμε εκείνο που υπάρχει έξω από μας.
Και το συμπέρασμα από τον συλλογισμό τούτον ποιο είναι; Το ακόλουθο:
Ο αγνωστικιστής δέχεται την επιστήμη, πιστεύει στην αξία της και θέλει να την οργανώσει και να την καλλιεργήσει. Αδύνατο όμως να κάνουμε επιστήμη, αν δεν αποδιώξουμε πρώτα από τη φύση κάθε υπερφυσική δύναμη. Άρα μπροστά στην επιστήμη ο αγνωστικιστής είναι υλιστής.
Βιάζεται όμως να προστέσει: Αφού η επιστήμη δεν καταγίνεται παρά μόνο με τα φαινόμενα και μόνο γι αυτά μας δίνει πορίσματα, δεν έχουμε καμιά απόδειξη, ούτε πως μέσα στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά  η ύλη, ούτε καν  πως υπάρχει ύλη, ή πως δεν υπάρχει Θεός. Το ανθρώπινο λογικό δεν μπορεί να ξέρει τίποτε το θετικό, και καλά θα κάνει να μην ανακατεύεται σε τέτοια ζητήματα. Αν υπάρχουν άλλα μέσα για να γνωρίσουμε «αυτά καθαυτά τα πράματα» όπως π.χ. η θρησκευτική πίστη, ο αγνωστικιστής δε θέλει καν να το ξέρει, και δεν αναγνωρίζει στον εαυτό του το δικαίωμα ούτε καν να το συζητήσει.
Ο αγνωστικιστής λοιπόν μέσα στη συμπεριφορά του στη ζωή και στο χτίσιμο της επιστήμης είναι υλιστής, μα ένας υλιστής, που δεν τολμάει να βεβαιώσει τον υλισμό του, ένας υλιστής που θέλει πριν απ όλα να μην έρθει σε προστριβές με τους ιδεαλιστές και να αντιμετωπίσει δυσκολίες στη ζωή, να μην έρθει σε σύγκρουση με τις θρησκείες. Είναι λοιπόν, όπως λέει ο Ένγκελς «ένας υλιστής, που ντρέπεται για τον υλισμό του»[45]
Τη στιγμή, που η τρίτη τούτη φιλοσοφία αμφιβάλλει για τη βαθύτερη αξία της επιστήμης, αφού δε βλέπει μέσα στην επιστήμη παρά αυταπάτες, η συνέπεια είναι, πως η φιλοσοφία τούτη μας προτείνει να μην αποδίνουμε στην επιστήμη την ικανότητα να καταχτήσει την αλήθεια, και να πιστέψουμε πως είναι ολότελα μάταιο να ζητάμε να αποχτήσουμε θετικές γνώσεις, να πασχίζουμε να κάνουμε να προχωρήσει η πρόοδος.
Οι αγνωστικιστές λένε: Άλλοτε οι άνθρωποι έβλεπαν τον ήλιο  σαν έναν επίπεδο δίσκο, και πίστευαν πως αυτή ήταν η πραγματικότητα. Γελιόντουσαν όμως. Σήμερα η επιστήμη μας λέει, πως ο ήλιος δεν είναι όπως τον βλέπουμε, και έχει την αξίωση όλα να τα εξηγήσει. Ξέρουμε όμως πόσο συχνά γελιέται και η επιστήμη. Γκρεμίζει τη μια μέρα ό,τι έχτισε την παραμονή. Πλάνη  χτες, αλήθεια σήμερα, και η σημερινή αλήθεια πλάνη αύριο. Έτσι, υποστηρίζουν οι αγνωστικιστές, δεν μπορούμε να έχουμε θετικές γνώσεις. Το λογικό δε μας προσκομίζει καμιά βεβαιότητα. Και αν υπάρχουν άλλα  μέσα, εχτός από το λογικό, όπως π.χ. η θρησκευτική πίστη, που ισχυρίζονται πως μας δίνουν γνώσεις με απόλυτη βεβαιότητα, η επιστήμη δεν έχει κανένα δικαίωμα να μας εμποδίσει να πιστέψουμε στις αλήθειες που μας δίνουν. Κλονίζοντας λοιπόν την εμπιστοσύνη στην επιστήμη, ο αγνωστικισμός προετοιμάζει το δρόμο να ξαναγυρίσουν οι θρησκείες.

5. Πως πρέπει να αντικρούσουμε την «τρίτη» τούτη φιλοσοφία
Οι υλιστές, όπως είδαμε[46], για να αποδείξουν τις θέσεις τους, χρησιμοποιούν εχτός από την επιστήμη και το πείραμα, την πράξη, που μας επιτρέπει να ελέγχουμε τις επιστήμες[47]. Με «κριτήριο την πράξη» μπορούμε να έχουμε θετικές γνώσεις, μπορούμε να γνωρίσουμε τα πράματα.
Οι αγνωστικιστές μας λένε, πως είναι αδύνατο να βεβαιώσουμε, αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ο εξωτερικός κόσμος. Έ λοιπόν, με την πράξη, ξέρουμε θετικά, πως ο κόσμος και τα πράματα υπάρχουν. Ξέρουμε θετικά, χάρη στην πράξη, πως οι ιδέες, που έχουμε σχηματίσει για τα πράματα, είναι σωστές, πως  ο σύνδεσμος, που δημιουργήσαμε ανάμεσα σε μας και τα πράματα, είναι πραγματικός.
«Από τη στιγμή, που αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε αυτά τα αντικείμενα σύμφωνα με τις ιδιότητές τους που παρατηρήσαμε με τα αιστητήριά μας όργανα, από την ίδια στιγμή  υποβάλλουμε σε αλάνθαστη δοκιμή τα αιστήματα και τις αντιλήψεις μας, και βλέπουμε αν χρειάζεται να τα διορθώσουμε, ή αν είναι λαθεμένα. Αν οι αντιλήψεις μας αυτές είναι λαθεμένες, τότε και η εχτίμησή μας για τη χρησιμοποίηση που μπορούμε να κάνουμε ενός αντικειμένου, αναγκαστικά θα είναι κι αυτή λαθεμένη, και η δοκιμή μας πρέπει να αποτύχει. Αν όμως κατορθώσουμε να πετύχουμε το σκοπό μας, αν παρατηρήσουμε πως το αντικείμενο αυτό συμφωνεί με την ιδέα, που είχαμε σχηματίσει μέσα μας γι αυτό, και ανταποκρίνεται στην πρόθεσή μας, στο σκοπό που θέλαμε να το χρησιμοποιήσουμε, έχουμε τότε θετική απόδειξη, πως η αντίληψή μας για το αντικείμενο και τις ιδιότητές του συμφωνεί με την πραγματικότητα που υπάρχει έξω από μας τους ίδιους. Και κάθε φορά που έχουμε κάποια αποτυχία, χρειαζόμαστε γενικά λίγο καιρό, για ν’ ανακαλύψουμε το λόγο, που μας έκανε να αποτύχουμε: Παρατηρούμε πως η αντίληψη, όπου είχαμε βασιστεί για την πραχτική μας δράση ή είχε ατέλειες ή ήταν επιπόλαιη, ή ήταν συνδυασμένη με τα αποτελέσματα από άλλες αντιλήψεις με τέτοιο τρόπο που δε μας εγγυόντουσαν τον ορθό, όπως τον ονομάζουν, συλλογισμό. Όσο φροντίζουμε να προπονούμε και να χρησιμοποιούμε όπως πρέπει τα αιστητήριά μας όργανα και να συγκρατούμε τη δράση μας μέσα στα όρια που μας χαράζουν οι αντιλήψεις που σχηματίσαμε με το σωστό τρόπο και χρησιμοποιήσαμε με το σωστό τρόπο,
διαπιστώνουμε πως το αποτέλεσμα από τη δράση μας αποδείχνει, πως οι αντιλήψεις μας συμφωνούν με την αντικειμενική φύση των αντίστοιχων αντικειμένων. Σε καμιά περίπτωση δε βρεθήκαμε ακόμη στην ανάγκη να βγάλουμε το συμπέρασμα, πως οι αντιλήψεις και τα αιστήματά μας, που πέρασαν πρώτα από επιστημονικό έλεγχο, παράγουν μέσα στο πνεύμα μας, ιδέες και παραστάσεις για τον εξωτερικό κόσμο, που είναι, από την ίδια τους τη φύση. σε ασυμφωνία, με την πραγματικότητα, ή πως υπάρχει σύμφυτη ασυμβιβαστικότητα ανάμεσα στις αντιλήψεις και τα αιστήματα που έχουμε μέσα μας για τον εξωτερικό κόσμο και τον ίδιο τον εξωτερικό κόσμο»[48]
Ας ξαναπάρουμε τη φράση του Ένγκελς. Λέμε λοιπόν πως «η απόδειξη για τη πουτίγκα, είναι πως την τρώμε» (αγγλική παροιμία). Αν δεν υπήρχε στην πραγματικότητα η πουτίγκα, ή αν δεν ήταν παρά μια ιδέα, η πείνα μας, έπειτα από το φάγωμά της, δε θα είχε καθόλου κατευναστεί. Έτσι λοιπόν έχουμε πέρα για πέρα τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τα πράματα, να ιδούμε αν οι ιδέες και παραστάσεις μας ανταποκρίνονται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Και μας είναι μπορετό να ελέγξουμε τα κατασταλάγματα της επιστήμης με το πείραμα, και τη βιομηχανία, που μεταφέρουν σε πραχτικές εφαρμογές τα θεωρητικά πορίσματα των επιστημών. Για να μπορούμε να φτιάνουμε συνθετικό καοτσούκ, θα ειπεί πως η επιστήμη γνωρίζει «αυτό καθαυτό το καοτσούκ».
Βλέπουμε λοιπόν, πως δεν είναι εύκολο να ζητάμε να μάθουμε ποιος έχει δίκιο, γιατί, μέσα από τα θεωρητικά λάθη που μπορεί να κάνει η επιστήμη, η πείρα, η πράξη, μας δίνει καθαρά την απόδειξη, πως δίχως άλλο η επιστήμη έχει δίκιο.
6. Συμπέρασμα
Από τον 18ο αιώνα, σε διάφορους φιλοσόφους, που δανείστηκαν λίγο πολύ πολλά πράματα από τον αγνωστικισμό, βλέπουμε πως η φιλοσοφία τούτη σέρνεται πότε από τον ιδεαλισμό, πότε από τον υλισμό. Με την καινούργια ορολογία, όπως λέει ο Λένιν, που ντύνουν τις θεωρίες τους, με τον ισχυρισμό τους μάλιστα πως χρησιμοποιούν τις επιστήμες για υποστήριγμα στα επιχειρήματά τους, οι φιλόσοφοι τούτοι σπέρνουν τη σύγχιση ανάμεσα στις δυό φιλοσοφίες, τον ιδεαλισμό και τον υλισμό, και επιτρέπουν έτσι σε μερικούς να έχουν μια βολική φιλοσοφία, που τους δίνει τη δυνατότητα να δηλώνουν πως δεν είναι ιδεαλιστές, αφού αναγνωρίζουν και χρησιμοποιούν την επιστήμη, μα δεν είναι ούτε υλιστές, αφού δεν τολμούν να προχωρήσουν ως το τέρμα, αφού δεν τραβούν όλες τις συνέπειες από τα επιχειρήματά τους, του λείπει η συνέπεια με τον εαυτό τους.
«Τι άλλο λοιπόν είναι ο αγνωστικισμός,» λέει ο Ένγκελς, «παρά…. ένας υλισμός που ντρέπεται τον εαυτό του; Η αγνωστικιστική αντίληψη για τη φύση είναι ολότελα υλιστική. Ολόκληρος ο φυσικός κόσμος κυβερνιέται από νόμους και αποκλείεται απόλυτα κάθε υπερφυσική επέμβαση. Όμως, προσθέτει, ο αγνωστικισμός δεν έχουμε κανένα μέσο για να βεβαιώσουμε ή να αρνηθούμε, πως υπάρχει κάποιο υπέρτατο «όν» πάνω και πέρα από τον γνωστό κόσμο»[49]
Η  τρίτη λοιπόν τούτη φιλοσοφία βοηθάει στο παιχνίδι του τον ιδεαλισμό, και, στο κάτω-κάτω της γραφής, επειδή οι αγνωστικιστές δε τραβούν τις συνέπειές τους από τους συλλογισμούς τους, καταλήγουν στον ιδεαλισμό. «Ξύσε, λέει ο Λένιν, τον αγνωστικιστή, και από κάτω θα βρεις τον ιδεαλιστή».
Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, πως είμαστε σε θέση να ξέρουμε, ποιος έχει δίκιο, ο υλισμός ή ο ιδεαλισμός . Τώρα βλέπουμε, πως οι θεωρίες που ισχυρίζονται πως συμφιλιώνουν τις δυό τούτες φιλοσοφίες , πραγματικά δεν κάνουν τίποτε άλλο, παρά να ενισχύουν τον ιδεαλισμό, πως δε φέρνουν τρίτη απάντηση στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, άρα, καταλήγουμε, δεν υπάρχει τρίτη φιλοσοφία.

Για Διάβασμα
ΛΕΝΙΝ: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» σελ.14-16,170-171,100-101
Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ: «Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ» σελ.16 και πέρα
Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ: «Μελέτες Φιλοσοφικές»  «Ο ιστορικός υλισμός» σελ.85 Και πέρα

Για έλεγχο –Ερωτήσεις

Εισαγωγή
1. Ποια σημασία έχει για τον αγωνιστή εργάτη η σπουδή της φιλοσοφίας;
2. Γιατί του είναι ιδιαίτερα απαραίτητη η σπουδή του διαλεχτικού υλισμού;
Κεφάλαιο Ι.
1. Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας;
2. Ποια παρανόηση έχουν πάθει οι λέξεις ιδεαλισμός και υλισμός; Εξηγήστε τη σύγχιση που επικρατεί, και δώστε το σωστό νόημα.
Κεφάλαιο ΙΙ
 Ποια είναι τα κυριότερα ιδεολογικά επιχειρήματα;
Κεφάλαιο IΙΙ.
Ποια είναι τα σημεία όπου συγκρούονται ο ιδεαλισμός και ο υλισμός;
Κεφάλαιο IV.
Ποια απάντηση πρέπει να δώσουμε σ’ όσους ισχυρίζονται, πως ο κόσμος υπάρχει μόνο μέσα στη νόησή μας;
Κεφάλαιο V.
Ανάμεσα στις δυό φιλοσοφίες, τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, υπάρχει θέση για Τρίτη φιλοσοφία;






[1] Όλοι τους εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Πήραν μέρος στον αγώνα της αντίστασης
[2] «Universite Nouvelle» 8, avenue Mathurin Moreau -Paris
[3] Οι σημειώσεις του συγγραφέα  σημειώνονται με αριθμούς . Οι δικές μου με αστερίσκο ( Εδώ οι σημειώσεις του Σωτηρίου είναι με πλάγια γραφή  ενώ αυτές του συγγραφέα με έντονη γραφή)
[4] Μ.Ρόζενταλ – Π. Γιουντίν «Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό» - εκδότης «Τα Νέα Βιβλία» Αθήνα 1945
[5] Λένιν «Τι να κάνουμε» Editions sociales, 1947, ελ.26
[6] Σπουδαίοι «ουτοπιστές» στην αρχή του 19ου αιώνα ήσαν ο Σαιν-Σιμόν, ο Φουριέ, και ο Όουεν. Την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη αρκετά αναπτυχτεί η ταξική πάλη του προλεταριάτου και γι αυτό ο σοσιαλισμός τους ήταν αναπόφευχτα ουτοπικός, ονειροπόλος, εξωπραγματικός. Οι «ουτοπιστές» αντίθετα με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού του Μαρξ, κατάστρωναν μεγαλεπήβολα σχέδια για την ανοικοδόμηση της κοινωνίας, όμως αποσπασμένα από την πραγματική ζωή της κοινωνίας και την ταξική πάλη. Κοίταξε «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» Έκδοση «Νέα Βιβλία» 1945 σελ.160
[7] Για όλους τους φιλοσόφους και συγγραφείς που αναφέρονται σε τούτο το βιβλίο κοίταξε στο τέλος τον «Πίνακα» για τα ονόματα και τους όρους.
[8] Γενάρχης του ρεβιζιονισμού (αναθεωρητισμού) είναι ο Γερμανός Μπερνστάιν. Ο ρεβιζιονισμός ύψωσε τη σημαία της αναθεώρησης της φιλοσοφικής βάσης του μαρξισμού. Αρνιέται τη διαλεχτική πορεία της εξέλιξης, που γίνεται από τις εσωτερικές θέσεις με άλματα, και δέχεται τη βαθμιαία εξέλιξη. Στη διχτατορία του προλεταριάτου αντιτάσσει την ειρηνική εξέλιξη του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό. Γι αυτό προπαγαντίζει τη συνεργασία με την αστική τάξη. Κοίταξε «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» Έκδοση «Νέα Βιβλία» σελ.172.
[9] Ιδιαίτερα στα έργα του «Ο μαρξισμός και ο ρεβιζιονισμός» «Τι να κάνουμε» «Κράτος και επανάσταση»
[10] στη χώρα μας είναι πολύ χειρότερα
[11] Τα αιστήματα γεννιούνται μέσα μας από τον ερεθισμό, που προκαλούν τα αντικείμενα του έξω κόσμου επάνω στα αιστητήριά μας όργανα. Για τη λέξη αίστημα, στην επιστημονική σημασία, κοίταξε το «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» κ.τ.λ. σελ.11-12
[12] Να μπει το σχετικό χωρίο από την Παλ. Διαθήκη
[13] «Κοινωνική συνείδηση»= οι διάφορες ιδέες και πεποιθήσεις, καθώς και οι φιλοσοφικές θρησκευτικές, πολιτικές, αισθητικές, κ.τ.λ. θεωρίες. «Κοινωνικό είναι»= τα υλικά αγαθά και  ο τρόπος παραγωγής τους, η τροφή, τα ρούχα, η κατοικία κ.τ.λ. Κοίταξε «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» σελ.111
[14] Ένγκελς «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ» και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας , Editions Sociales 1946. σελ. 14
[15] Ένγκελς «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ» και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας , Editions Sociales 1946. σελ. 15. Για το έργο τούτο του Ένγκελς κοίταξε «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» σελ.120 (Σ.Μ).
[16] Κοίταξε στην «Εισαγωγή» σελ 12 (του χειρόγραφου) σελ. (1-2) εδώ
[17] Collection «Les classiques pour tous» σελ. 13 Βιβλιοπωλείο Hatier - Παρίσι
[18] Από το έργο του «Επιστολές για τους τυφλούς» (το απόσπασμα το παραθέτει ο Λένιν στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» σελ.16
[19] Λένιν : «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» σελ.18- Editions Sociales Internationales -1946
[20] A Penjon: «Precis d’ histoire de la philosophie» σελ.320-321, Βιβλιοπωλείο Paul Delaplace
[21] Με την επιστημονική σημασία της λέξης. Κοίταξε τη σημείωση στη σελίδα 17 (του χειρόγραφου εδώ κοίταξε υποσημ.αρ. 7)
[22] Το παραθέτει ο Λένιν στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» σελ.5
[23] Το παραθέτει ο Λένιν στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» σελ.21
[24] Κοίταξε «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» σελ.171
[25] Κοίταξε «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» σελ.175
[26] Η εκπαίδευση στη Γαλλία ύστερα από σκληρούς αγώνες, έχει ξεφύγει ολότελα από τα χέρια των παπάδων
[27] Η θεολογία είναι λένε, η «επιστήμη» (!!!) για το θεό και για τα θεία
[28] Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός, «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό»σελ.89
[29] Κοίταξε παραπάνω Κεφαλ. Ι & 6
[30] Α Maublanc : «La Vie ouvriere» 25 Νοεμβ 1935
[31] ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ: «Λουδοβίκος Φοϋερμπαχ» σελ. 18
[32] Κοίταξε «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» -Καντ- σελ. 101,102
[33] ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ: «Λουδοβίκος Φοϋερμπαχ» σελ. 18
[34] «Στη βάση της θεωρίας της γνώσης του διαλεχτικού υλισμού βρίσκεται η παραδοχή του εξωτερικού κόσμου και της αντανάκλασής του στο ανθρώπινο μυαλό» Λένιν Τα αιστήματα και οι έννοιες είναι τα αποτυπώματα,  οι αντανακλάσεις από τα πράματα του αντικειμενικού κόσμου. Τα αιστήμστα είναι το πρώτο σκαλοπάτι, η αφετηρία για τη γνώση του κόσμου. Η γνώση αρχίζει από τα αιστήμστα. «Το αίστημα είναι πραγματικά άμεση σύνδεση της συνείδησης με τον εξωτερικό κόσμο, είναι η μετατροπή της επίδρασης του εξωτερικού ερεθισμού σε γεγονός της συνείδησης»(Λένιν). Το δεύτερο σκαλοπάτι της γνώσης είναι η γενίκευση των χωριστών φαινομένων, η δημιουργία των εννοιών, η ανακάλυψη των νόμων, που αντανακλούν τα ουσιαστικά χαραχτηριστικά του αντικειμενικού κόσμου. Οι επιστημονικές έννοιες αντανακλούν τον κόσμο πιο βαθιά. Η πραχτική επαλήθεψη των γνώσεών μας είναι το τρίτο σκαλοπάτι της γνώσης, της αντανάκλασης στο ανθρώπινο μυαλό των νόμων του αντικειμενικού κόσμου. «Μικρό φιλοσοφικό Λεξικό» σελ. 83-84
[35] ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ: «Λουδοβίκος Φοϋερμπαχ» σελ. 15
[36] Κοίταξε σελίδα βιβ. 43-44
[37] «Εμπειρία» με το νόημα «πείραμα-επαλήθεψη των γνώσεών μας με την έρευνα των φαινομένων στο επιστημονικό εργαστήριο, ή μέσα στην αντικειμενική πραγματικότητα» Κοίταξε «Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό» σελ. 59
[38] ΛΕΝΙΝ: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» σελ.9
[39] «Το πράγμα για μας»= το πράμα, που έγινε κιόλας γνωστό. «Αυτό καθαυτό το πράγμα»= όρος στη φιλοσοφία του Καντ, σημαίνει εκείνο που υπάρχει ανεξάρτητα, έξω από τη νόησή μας, μα δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε, είναι πέρα από τη γνώση μας, και δεν μπορεί να γίνει «πράγμα για μας» δηλαδή γνωστό. Κοίταξε «Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό» (Καντ) και σελ.168
[40] «αισθησιακότητα» (sensibilite) η ικανότητα να έχουμε αιστήματα, να παίρνουμε εικόνες του εξωτερικού κόσμου με τα αιστητήριά μας όργανα.
[41] Τα αιστητήριά μας όργανα δηλαδή δε μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο, με τα πράματα. Αντίθετα οι υλιστές παραδέχονται πως «χάρη στα αισθητήριά μας όργανα συνδεόμαστε με τον εξωτερικό κόσμο, τον γνωρίζουμε, και προσανατολιζόμαστε μέσα σ’ αυτόν για τις ενέργειές μας» Κοίταξε «Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό» σελ.11-12 και 83-84
[42] ΛΕΝΙΝ: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» σελ.14
[43] ΛΕΝΙΝ: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» σελ.14
[44] «Ουσία» δηλαδή βάση, υπόστρωμα  που υπάρχει σε καθετί. Για τον διαλεχτικό υλισμό ουσία, βάση του κόσμου είναι η ύλη. Η ουσία φανερώνεται με τα φαινόμενα. Κοίταξε «Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό» σελ. 159
[45] ΕΝΓΚΕΛΣ: «Φιλοσοφικές μελέτες» «Ο ιστορικός υλισμός» σελ.88 – Editions Sociales 1947
[46] Κοίταξε παραπάνω Κεφ. IV , παρ. 3
[47] Κοίταξε «Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό» σελ. 86 «Θεωρία και Πράξη»
[48] ΕΝΓΚΕΛΣ: «Φιλοσοφικές μελέτες» «Ο ιστορικός υλισμός» σελ.23 – Editions Sociales 1947
[49] ΕΝΓΚΕΛΣ: «Φιλοσοφικές μελέτες» «Ο ιστορικός υλισμός» σελ.88 – Editions Sociales 1947

Δεν υπάρχουν σχόλια: