Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ" (1936-1940) -"ΠΩΣ ΕΔΙΔΑΞΑ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΗ"

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ" (1936-1940)
"ΠΩΣ ΕΔΙΔΑΞΑ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΗ"


Του Κ.Δ.Σωτηρίου.
 Το άρθρο δημοσιεύθηκε με το ψευδώνυμο Κ. Σιδερίτης
 Περιοδικό «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ»ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ «ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» Μηνιαίον Περιοδικόν για γονείς και διδασκάλους
ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ 4- ΑΘΗΝΑΙ ΕΚΔΟΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ. ΒΛΕΣΣΑΣ  σε συνέχειες :
1) ΕΤΟΣ Α ΤΕΥΧ.1 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1936 2) ΕΤΟΣ Α ΤΕΥ.3-4 15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1937 3) ΕΤΟΣ Α ΤΕΥΧ. 5 25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1937 .
Στο περιοδικό «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ» δημοσιεύονται τέσσερα ακόμη άρθρα του Κ.Δ.Σωτηρίου

ΕΤΟΣ Α’ ΤΕΥΧΟΣ 1     20 Ν0ΕΜΒΡΙΟΥ 1936
             ΤΕΥΧΟΣ 3-4 15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1937
              ΤΕΥΧΟΣ 5   25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1937
«Πως εδίδαξα την κόρη μου ανάγνωση»
Εδώ ο Κ.Δ. Σωτηρίου γράφει με το ψευδώνυμο
Κ. Σιδερίτης 

ΕΤΟΣ Γ’ αρ. φύλλου 1 Ιανουάριος 1939
«Λειτουργική Παιδαγωγική και ψυχική υγεία του παιδιού»
Και εδώ γράφει με το ψευδώνυμο Κ. Σιδερίτης

ΤΟ ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΝΑ ΘΕΜΕΛΙΩΘΕΙ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Έτος Γ’ Αρ. 38 φύλλου(2) Φεβρουάριος 1939
«ΤΟ ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΝΑ ΘΕΜΕΛΙΩΘΕΙ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ»
Και εδώ γράφει με το ψευδώνυμο Κ. Σιδερίτης

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Έτος Γ’ Αρ.39 (3) φύλλου Μάρτιος 1939
«ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ»
Και εδώ γράφει με το ψευδώνυμο Κ. Σιδερίτης

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Έτος Δ’ Αριθ. φύλλου 49 (7) Σεπτέμβριος 1940
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ
«ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ»
Β’. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Εδώ γράφει με τα αρχικά του Κ.Δ.Σ.



1) ΕΤΟΣ Α ΤΕΥΧ.1 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1936
Έχω κάμποσα χρόνια στην υπηρεσία και εδίδαξα ως τώρα σ’ όλες τις τάξεις του Δημοτικού σχολείου. Μα η αδυναμία μου ήταν η Α’ τάξη. Αυτήν προσπαθούσα πάντα να παίρνω. Με τραβούσαν τόσο πολύ τα μικρά παιδάκια, η δειλία τους στην αρχή, ο φόβος μπροστά στην νέα τους ζωή μέσα στο σχολείο και έπειτα η αυθορμησία τους , η αφέλειά τους.
Μα πιο πολύ με τραβούσε η επιθυμία – η εγωιστική θα μου λέγατε- να γίνω εγώ ο καθοδηγητής τους στα πρώτα βήματα της σχολικής ζωής τους. Ήθελα εγώ να τους πρωτοδώσω τα πολύτιμα εκείνα μέσα – τα αγαθά του πολιτισμού – που μεταχειρίζεται ο ενήλικος άνθρωπος για τις ανάγκες του, την πρώτη ανάγνωση, την πρώτη γραφή και αριθμητική. Μα είχα και έναν ιδιαίτερο ακόμη λόγο να θέλω την Α’ τάξη. Θα σας τον διηγηθώ σύντομα.
Την πρώτη χρονιά που διωρίσθηκα – την ίδια χρονιά που πήρα το πτυχίο του Διδασκαλείου – μου ανέθεσε ο Διευθυντής του σχολείου μου την Α’ τάξη. Ήμουνα , βλέπετε, ο νεώτερος  και πρωτόπειρος και γι’ αυτό μου έδωσε την ευκολότερη τάξη, όπως μου είπε.
Φοβισμένα και ανήσυχα όπως είδα τα περισσότερα παιδιά, όταν πρωτοήλθαν στο σχολείο, φρόντισα με την καλωσύνη μου να τα ηρεμήσω, να τα κάνω ν’  αποχτήσουν την ψυχική ισορροπία τους, για να ξεθαρρέψουν και ν’ αγαπήσουν  το σχολείο.
Με τα παραμυθάκια, τις ιστοριούλες, τα αστεία και τα παιχνιδάκια – το ευλογημένο αυτό πολύτιμο μέσο που έχει δώσει η ίδια η φύση στο παιδί για την αυτομόρφωσή του- κατόρθωσα να ξαναβρούν τα παιδιά μου την χαριτωμένη αφέλεια και την αυθορμησία τους. Και ήσαν τόσο ευχαριστημένα. Ο φόβος δεν ήταν πια ζωγραφισμένος στα μάτια τους, και έτρεχαν όλα κοντά μου και προπάντων στους μικρούς μας περιπάτους. Πως ξυπνούσε, αλήθεια, εκεί η ψυχή τους μπροστά στη φύση! Ακόμη βουίζουν τ’ αυτιά μου από τα ερωτήματά τους…
Μα η ευτυχία δεν διαρκεί. Κάποια ανησυχία μ’ έτρωγε μέσα μου. Βρίσκομαι τάχα στο σωστό δρόμο; Θυμόμουνα τα μαθητικά μου χρόνια, τους αυστηρούς και απροσπέλαστους δασκάλους. Είχαν τάχα εκείνοι δίκιο; Είναι το σχολείο γλέντι και παιχνίδι; Και δεν ήρθαν τα παιδιά για να μάθουν; Και η σοβαρή δουλειά; Το πρόβλημα  αυτό μ’  εβασάνιζε, ωσότου ήρθε ο Διευθυντής του σχολείου μου να με βγάλη από τη δύσκολη θέση. Με κάλεσε λοιπόν μια ημέρα ο καλώτατος αυτός συνάδελφος με την πλούσια πείρα του και τη μεγάλη του φήμη για την φιλοπονία του και την τάξη και την πειθαρχία του σχολείου – όλοι οι γονείς τον σεβόντουσαν και πολύ σωστό – και αφού με συνεχάρη δια τον ζήλον μου, μου είπε πως φθάνουν τα παιχνίδια και οι περίπατοι. Πρέπει τα παιδιά ν’ αρχίσουν τη σοβαρή σχολική εργασία, για να μη μείνουν πίσω στα μαθήματά τους. Τι θα έλεγαν οι γονείς που έστειλαν τα παιδιά τους για να μάθουν; Η καλή φήμη του σχολείου και η εμπιστοσύνη θα κλονιζόντουσαν.
Η σοβαρή σχολική εργασία. Η πρώτη ανάγνωση, η γραφή, η αριθμητική. Εμπρός λοιπόν….
Με τι χαρά πρωτοπήραν τα παιδιά το Αλφαβητάριο. Το φυλλομέτρησαν γρήγορα-γρήγορα  το εφτασφράγιστο για τα μάτια τους αυτό βιβλίο, είδαν τις εικόνες του, τις θαύμασαν, τις συζήτησαν, ευχαριστήθηκαν. Με τι καμάρι θα το έδειξαν στο σπίτι τους και τι ευχές για την προκοπή τους θα πήρανε από τη μανούλα τους και τη γιαγιά τους. Το άλλο πρωί αρχίσαμε το σοβαρό μάθημα της πρώτης αναγνώσεως. Δεν είχα καμιά αμφιβολία για την ικανότητά μου. Είχα διδάξει στο Πρότυπο του Διδασκαλείου «υποδειγματικώς» και είχα καλά καρφώσει στο μυαλό μου όλα τα υποδειγματικά τεχνάσματα και του αρμοδίου δασκάλου του Προτύπου και του Διευθυντού του Διδασκαλείου και είχα απόλυτη πεποίθηση, πάνοπλος όπως ήμουνα , πως θα κατόρθωνα κι εγώ να  «κινήσω το ενδιαφέρον των παιδιών και να συγκρατήσω αδιάπτωτον την προσοχήν των». 
Εδίδαξα, φυσικά, την ανάγνωση σύμφωνα με τον τρόπο, τα καλούπια, που είχα μάθει στο Διδασκαλείο. Διάβαζα τακτικά τις συνταγές, τις σημειώσεις μου δηλαδή από το τετράδιο της Ειδικής Διδακτικής, προπαρασκεύαζα «γραπτώς» τις διδασκαλίες μου και με όλη μου τη φιλοτιμία προσπαθούσα να εφαρμόζω όλα τα στάδια, τα πέντε ή τα επτά, της ερβαρτιανής μεθόδου. Και πως μπορούσαν τα παιδιά μου – αλήθεια λησμόνησα να σας ειπώ πως είχα μόνον 60 στην τάξη μου- να μην μαθαίνουν και να μην χαράζουν  βαθιά μέσα στην μνήμη τους τη μορφή των γραμμάτων, όταν τους τα παρουσίαζα τόσο παραστατικά, όταν τους έλεγα, κάνοντας ταυτόχρονα και τις ανάλογες χειρονομίες, πως το αυγουλάκι το Ο  φόρεσε την περικεφαλαία και έγινε δ , ή πως η ροδίτσα πάλι το Ο κύλισε και βρήκε το καζανάκι υ και έδωσαν τα δυό τα χέρια τους και έτσι αδελφωμένα έγιναν ου; Και πόσο γελούσαν τα παιδιά, όταν όλα μαζί κάνανε φωνομιμητικά το βόδι για να τους διδάξω το γράμμα μ!
Όλα λοιπόν πήγαιναν καλά. Μα σε λίγο τα πρώτα συννεφάκια άρχισαν να απλώνονται κα να σκιάζουν και τη χαρά μου και τη χαρά των παιδιών.
Είδα – γιατί μ’ άρεσε να παρατηρώ πάντα τα παιδιά, τις ψυχικές των μεταπτώσεις, την αντίδρασή τους στα διάφορα ερεθίσματα από τη ζωή τους και μέσα και έξω από το σχολείο και τον τρόπο και τον βαθμό της ικανότητός τους να βγαίνουν από τη δύσκολη θέση τους και να λύνουν τα δικά τους προβλήματα. Αυτή η μανία μου είναι το μόνο δίδαγμα, σας το εξομολογούμαι, που μου έμεινε απ’ όλα όσα έμαθα στα τρία χρόνια που φοίτησα στο Διδασκαλείο. Είδα λοιπόν πως άλλα παιδιά δούλευαν με προθυμία και άλλα – κι αυτά ήσαν τα περισσότερα –  όχι. Άλλα μάθαιναν με σχετική ευκολία και άλλα καθυστερούσαν. Άλλα διάβαζαν πραγματικά το μαθηματάκι τους, και άλλα το παπαγάλιζαν, αλλού δείχνοντας με το δείχτη τους στο Αλφαβητάρι και αλλού διαβάζοντας. Και το χειρότερο, τα πιο πολλά φαινόντουσαν αφηρημένα, σχεδόν όλα διέκοπταν την προσοχή τους, και μερικά μάλιστα αδύνατον να συγκεντρωθούν και να συγκρατήσουν την προσοχή τους, έτοιμα να κλείσουν τα ματάκια τους και ν’ αποκοιμηθούν, ενώ τα διπλανά τους τα πείραζαν για να τα φέρουν στα συγκαλά τους.  Και το, ακόμη χειρότερο, σαν να άλλαξαν στάση τα παιδιά απέναντί μου. Οι καλοί μαθηταί είχαν την ικανοποίηση, μα και κάποια δόση υπερηφάνειας ζωγραφισμένη στο προσωπάκι τους. Τα άλλα όμως παιδιά αποτραβηγμένα και αδιάφορα. Και το γέλιο τους τόσο διαφορετικό. Θυμούμαι ακόμη και σήμερα πως ξεσπούσε το αφύσικο γέλιο τους, όταν χρησιμοποιούσα τα τεχνάσματά μου για να τους ελκύσω το ενδιαφέρον τους με τα καζανάκια και τις περικεφαλαίες. Πραγματικά αφύσικο. Δεν είχε την ομορφιά του χαριτωμένου παιδικού γέλιου.
Σ’ άλλα παιδιά ήταν ξέσπασμα και αντηχούσε και διαρκούσε περίεργα και έπρεπε να επιβληθώ για να σταματήση και σ’ άλλα σαν παράλυτο και άνοστο. Και πως λαχταρούσαν τώρα τα παιδιά μου, άμα χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα! Σαν τα φυλακισμένα στο άχαρο κλουβί τους πουλιά ξεπετιόντουσαν για να ξαναβρούν στην αυλή του σχολείου την τρελλή χαρά και να ξεκουράσουν με τις φωνές και τα πηδήματά τους τα μουδιασμένα μέλη τους. Και δεν πέρασε πολύς καιρός και το Αλφαβητάρι τους έγινε στα χέρια των περισσοτέρων παιδιών αγνώριστο. Λερωμένο, τσαλακωμένο, τσακισμένο, ξεκοιλιασμένο.
Η θλιβερή αυτή κατάσταση άρχισε να με ανησυχή πολύ. Σαν να μου έφευγαν τα περισσότερα παιδιά από τα χέρια μου. Άλλα κουρασμένα μ’ άφηναν στη μέση της σχολικής εργασίας μου και άλλα ταξίδευαν με τα φτερά της φαντασίας τους στα μακρινά ή κοντινά μέρη, όπου τα έσπρωχναν ανικανοποίητες επιθυμίες τους, αφήνοντας μέσα στην τάξη μόνο ένα κομματάκι, το πιο ασήμαντο, από τη διασπασμένη προσοχή τους για να συλλαβίζη τους φθόγγους που τους εδίδσσκα. Και πόση, Θεέ μου, δυσπιστία στα μάτια τους και κάμποση πονηριά στο μυαλό τους και κάποια κρυάδα στην καρδιά τους , κάποια ψεματάκια στο στόμα τους για να δικαιολογήσουν την απροσεξία τους και μπόλικα δάκρυα στις παρατηρήσεις μου.
Τι να κάνω; Ο έλεγχος  του εαυτού μου μ’ επιβεβαίωνε πως δεν παρέλειπα τίποτε για να  κάνω  ελκυστική – ήταν το σύνθημα του Διευθυντού του Διδασκαλείου μου – τη διδασκαλία μου. Και την προπαρασκευή εφήρμοζα για να φέρω στη συνείδηση των παιδιών  μου τις «προσλαμβάνουσες» παραστάσεις και το σκοπό έθετα για να καρφώσω την προσοχή τους, και όλα τα τεχνάσματα μεταχειριζόμουνα και όσα είχα μάθη και όσα είχα ανακαλύψει με την πλούσια νεανική μου φαντασία. Μα τίποτε, τίποτε. Η ίδια και χειρότερη κατάσταση. Δεν μου έμεινε πια τίποτε άλλο παρά οι τιμωρίες και οι αμοιβές. Τι σοφή αλήθεια, η ερβαρτιανή μέθοδος! Για όλα είχε προβλέψει. Λογής-λογής φάρμακα και καυτήρια.
Και έτσι αναγκάσθηκα  και εγώ να πάρω τη δασκαλική βέργα! Με τη βέργα στα χέρια τα συγκρατούσα (;) στην προσοχή, με τη βέργα τα έσπρωχνα στον ανήφορο της πρώτης αναγνώσεως. Και βέβαια κάτι κατόρθωσα. Μερικά από φόβο προχώρησαν μόνα τους, σέρνοντας τα βήματά τους. Άλλα βάδιζαν με τις σπρωξιές μου, μα βάδιζαν έστω και με βήμα σημειωτό. Και μερικά καρφώθηκαν στη θέση τους. Αδύνατο να προχωρήσουν. Αυτά θα ήσαν, δίχως άλλο, αδύνατα στο μυαλό τους, έλεγα. Τι φταίω λοιπόν, εγώ; Τα παράτησα, στο τέλος της χρονιάς τα άφησα στην ίδια τάξη και προχωρούσα με τ’ άλλα παιδιά.
Μα ένα πράγμα μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μερικά από τα καθυστερημένα, τα κουτά, όπως τα έλεγα μέσα μου, και κάμποσα από τα άλλα τα δύστροπα, που μόνο με τις σπρωξιές μου προχωρούσαν, περίεργο, αλήθεια, πολύ περίεργο, ήσαν τόσο ζωντανά έξω από την αίθουσα του σχολείου. Στα παιχνίδια πρώτα και καλύτερα. Πρωτοβουλία, σπαρταριστή δράση, σπιρτάδα. Στους αραιούς περιπάτους μας παρατηρητικότητα και κρίση. Πως λοιπόν γινόταν αυτό; Μέσα στην τάξη κουρασμένα, κουτά και έξω, στην άλλη ζωή τους, έτσι πρόθυμα και ικανά; Φυσικά, έλεγα για να παρηγορήσω τον εαυτό μου, το μυαλό τους θα ήταν έτσι πλασμένο. Θα είχε την ιδιοτροπία να μην παίρνη τα γράμματα.
Μα όσο και αν παρηγορούσα τον εαυτό μου, η ερμηνεία μου αυτή δεν με ικανοποιούσε. Πάντα στις στιγμές του αυτοελέγχου μου ορθωνόταν μπροστά μου αδυσώπητο το ερώτημα: Μήπως φταίω εγώ; Μήπως αντί να τα ξυπνώ τα παιδιά μου, αντί να αφυπνίζω τις πνευματικές των δυνάμεις, τα παρεμποδίζω, τ’ αποκοιμίζω και τα κάνω δυστυχισμένα ; Γιατί, βέβαια, έλεγα μέσα μου, δεν μπορεί να φταίη η μέθοδος της διδασκαλίας. Αντηχούσαν ακόμη στ’ αυτιά μου τα λόγια του Διευθυντού του Διδασκαλείου πως η ερβαρτιανή μέθοδος, στηριγμένη ακλόνητα επάνω στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας, είναι περίτεχνο δημιούργημα σοφών παιδαγωγών, καταστάλαγμα της πλούσιας εμπειρίας και του πολύμοχθου πειραματισμού τόσων γενεών διδασκάλων.
Και για πρώτη φορά άρχισα και εγώ να χάνω το θάρρος μου. Στη δύσκολη και κρίσιμη αυτή στιγμή κατέφυγα στο Διευθυντή του σχολείου μου. Του άνοιξα την καρδιά μου, του εξομολογήθηκα τον πόνο μου. Και ο καλώτατος αυτός συνάδελφος βρήκε τα λόγια να με παρηγορήση.
Μην το παίρνεις κατάκαρδα, μου είπε. Έτσι  είναι τα πρώτα βήματα, δύσκολα, στο διδασκαλικό επάγγελμα. Μη στεναχωρείσαι. Χρειάζεται υπομονή. Είσαι πρωτόπειρος. Στην αρχή τις ίδιες πίκρες περάσαμε και εμείς. Θα συνηθίσης και συ. Έπειτα δεν είναι όλα τα παιδιά τα ίδια. Άλλα είναι πλασμένα για τα γράμματα, κι αυτά πρέπει κυρίως να προσέξης, και άλλα είναι προωρισμένα για τις πρακτικές εργασίες, τις τόσο κι’ αυτές πολύτιμες για τη ζωή. Αυτά πότε με το καλό, πότε με σπρωξιές κάτι θα μάθουν. Μην απελπίζεσαι. Εγώ βλέπω το ζήλο σου και την ευσυνειδησία σου και σαν πολύπειρος που είμαι σε βεβαιώνω πως θ’ αποκτήσης την ικανότητα ν’ αντιμετωπίζης ψύχραιμα τα πράματα.
Τα λόγια του με παρηγόρησαν. Ικανοποίησαν τον εγωισμό μου και έβγαλαν από πάνω μου το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης.
Τη δεύτερη χρονιά παρακάλεσα να ξαναπάρω την Α τάξη. Ήθελα να ξαναδοκιμάσω. Έβαλα όλα τα δυνατά μου. Ξαναμελέτησα στις διακοπές τις σημειώσεις – συνταγές από το τετράδιο της ειδικής Διδακτικής. Φρόντισα να αγοράσω και να δανεισθώ κάθε σχετικό βιβλίο. Πήρα μάλιστα και τον «Οδηγόν της πρώτης Αναγνώσεως» . Όλα όσα διάβασα μ’ έπειθαν πως ο δρόμος που είχα ακολουθήσει ήταν ο σωστός. Τίποτα δεν είχα αμελήσει, τίποτα δεν είχα παραλείψει. Και κατέληξα πως είχε δίκαιο ο Διευθυντής μου: Δεν έφταιγα εγώ, παρά τα παιδιά.
Έτσι πέρασε και η δεύτερη χρονιά με τα ίδια περίπου αποτελέσματα. Σαν να άρχιζα, αλήθεια, να συνηθίζω.
Αντιμετώπιζα πιο ψύχραιμα την κατάσταση. Η ανησυχία δεν με κατάτρωγε. Η συνείδησή μου ήταν πιο ήσυχη. Άλλωστε μήπως δεν έκανα ό,τι μπορούσα; Δεν ακολουθούσα πιστά και τις οδηγίες που είχα μάθη στο Διδασκαλείο και τα φρεσκοβαμένα καλούπια του «Οδηγού της πρώτης Αναγνώσεως»;
Υπήρχαν όμως και στιγμές, όταν συγκεντρωνόμουνα στον εαυτό μου και έφερνα μπροστά μου τα φοβισμένα και δακρυσμένα μάτια των παιδιών μου, που πάντα τα συμπονούσα, υπήρχαν λοιπόν και στιγμές, που άκουα κάποια φωνή να μου λέει μέσα μου: Μήπως φταίς εσύ και όχι τα παιδιά; Και μήπως πιο πολύ ακόμη φταίει η μέθοδος της διδασκαλίας και αυτής είσαι θύμα και συ και τα παιδιά σου: Είναι πραγματικά τόσο δύσκολο πράμα η πρώτη ανάγνωση; Και χρειάζεται να είναι προικισμένα τα παιδιά με ιδιαίτερη ψυχική ικανότητα για να μάθουν την ανάγνωση: Και ποιά είναι αυτή η ικανότητα: Ποιος την βρήκε, ποιος την ερεύνησε; Ή μήπως η μέθοδος της διδασκαλίας – το περίτεχνο αυτό οικοδόμημα –είναι κατάλληλη για να μαθαίνουν μόνον εκείνα τα παιδιά που όλοι τα λέμε καλά: Και για τα άλλα τι θα κάνουμε: Θα τα παρατήσουμε στη μέση;  Και τι γίνεται τότε το περίφημο πρόσταγμα πως πρέπει να πλημμυρίζη η καρδιά μας από αγάπη για τα παιδιά; Έσκυψες στην πονεμένη ψυχή των ανίκανων, όπως τα βάφτισες, παιδιών σου; Μα, αν συμπόνεσες πραγματικά μαζί τους, τότε γιατί παραδίνεσαι στην αταραξία; Δεν βλέπεις πως η αδράνεια αρχίζει να σε περιτυλίγη; Γιατί δεν πασχίζεις  να βρης εσύ έναν άλλο τρόπο, πιο κατάλληλο: Γιατί πήρες στα χέρια σου τη δασκαλική βέργα; Γιατί ωπλίσθηκες με τις τιμωρίες, τις γκρίνιες, τις απειλές και τα άλλα; Δε βλέπεις πως σκοτώνεις την δημιουργική χαρά των παιδιών σου; Τα καημένα τα παιδιά! Μεταβιβάζουμε επάνω τους όλη μας την ευθύνη, μεταφέρουμε στη ράχη τους όλα μας τα λάθη, τα τυραννούμε, τα βασανίζουμε και στο τέλος θυμώνουμε κιόλας μαζί τους, γιατί με την αντίδρασή τους – φυσική άμυνα του ζωντανού τους οργανισμού- μας ταράζουν τα κοιμισμένα νερά της ρουτίνας μας.
Μα γρήγορα ξεχνούσα τα λόγια αυτά, που μου σφύριζε αλύπητα στ’ αυτιά μου η εσωτερική φωνή μου και ξαναγύριζα ήρεμος στην πεπατημένη οδό.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια. Στο μεταξύ δίδαξα και σ’ άλλες τάξεις με την ίδια, φυσικά, μέθοδο την ερβαρτιανή – θα μου δοθή ελπίζω η ευκαιρία να σας εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου- και ξαναδίδαξα την πρώτη ανάγνωση με τα ίδια περίπου αποτελέσματα. Είχα πια συνηθίσει να τα βλέπω ικανοποιητικά, όταν έπεσε τυχαία στα χέρια μου ένα όχι και τόσο πολυσέλιδο και απλό στην εμφάνισή του βιβλίο, το «Σχολείο και παιδί» του I. Dewey,   μεταφρασμένο, αλήθεια, αριστοτεχνικά. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα «Δυό λόγια» που συνοδεύει ο μεταφραστής τη μετάφρασή του. Άρχισα αμέσως να το διαβάζω. Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου διαπέρασαν την ομίχλη του παιδαγωγικού μου μυαλού. Το διάβασα, το ξαναδιάβασα, το συζήτησα πλατιά με τον εαυτό μου. Και είδα το παιδαγωγικό φως να διαλύη την ομίχλη και να με φωτίζη. Και τότε ένοιωσα τι σωστές ήσαν οι ανησυχίες μου και πόσο αδικούσα τα παιδιά. Τα καϋμένα, πως θα τους ξεπληρώσω τα όσα τους έκανα; Μα πάλι, αν με παρέσυρε ο ενθουσιασμός μου; Αν ο νέος δρόμος ήταν σφαλερός; Πόσο μεγάλη η ευθύνη μου! Σκέφθηκα, ξανασκέφθηκα και αποφάσισα να εφαρμόσω την νέα μέθοδο στο ίδιο μου το παιδί. Έτσι ξεκίνησα να διδάξω  την κόρη μου την πρώτη ανάγνωση. Αυτή τη φορά έμεινα ευχαριστημένος. Και αφού έτσι πειραματίσθηκα και διώρθωσα τα λάθη της πρώτης εφαρμογής, εφήρμοσα την ίδια μέθοδο και στα παιδιά στο σχολείο.
Μα ας συλλάβουμε βαθύτερα τα προβλήματα, που μας παρουσιάζει η διδασκαλία της πρώτης αναγνώσεως, και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε και εμείς οι δασκάλοι και τα παιδιά μας. Η ανάλυση αυτή θα μας δείξη, ελπίζω και τα παιδαγωγικά σφάλματα της ερβαρτιανής μεθόδου και τα προτερήματα του νέου τρόπου της διδασκαλίας.
Ας θέσωμε πρώτα το ερώτημα: Σε τι χρησιμεύει η ανάγνωση και για πιο λόγο πρέπει να τη διδάσκωμε στα παιδιά;
Περίεργο, αλήθεια, σας φαίνεται που θέτω το ερώτημα τούτο. Είναι τόσο αυτονόητος, θα μου ειπήτε , ο λόγος και τόσο ολοφάνερη η χρησιμότητα της αναγνώσεως.
Αν όμως ερωτήσουμε τα παιδιά, θα μας απαντήσουν όλα με ένα στόμα, πως η ανάγνωσις είναι ένα βιβλίο με εικόνες, άλλοτε όμορφες και άλλοτε άνοστες. Και αυτό το βιβλίο τα κρατάει ώρες καθηλωμένα επάνω στα θρανία και τα αναγκάζει να βλέπουν μια ώρα ολόκληρη, κάποτε και δυό και τρείς ώρες, μια απ’ αυτές τις εικόνες, που την χόρτασαν με την πρώτη ματιά. Και ακόμη τα αναγκάζει να βλέπουν από κάτω από την εικόνα μερικές φωνούλες, που πρέπει κι’ αυτά – ένα-ένα και όλα μαζί- να τις λένε και να τις ξαναλένε, ενώ λαχταρούνε να βγούνε έξω να φωνάξουν, να πηδήξουν να παίξουν.
Και δε θα έχουν άδικο τα καϋμένα τα παιδιά, αφού αυτά δεν έχουν καμιά όρεξη να βλέπουν ένα τόσο κουραστικό βιβλίο, αφού λοιπόν δεν καταλαβαίνουν , γιατί θέλουμε με το στανιό να τους μάθωμε ανάγνωση; Η μοιραία αυτή παρεξήγηση έχει πολύ βλαβερές συνέπειες και είναι μια από τις σπουδαιότερες αιτίες της ανίας που προκαλεί η διδασκαλία της πρώτης αναγνώσεως.

2) ΕΤΟΣ Α ΤΕΥΧΟΣ3-4 15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1937

Προσπάθησα στο προηγούμενο άρθρο μου ν’ αναλύσω, με τον πιο απλό – αν θέλετε και απλοϊκό τρόπο, - την εσωτερική κρίση που πέρασα στα πρώτα χρόνια της υπηρεσίας μου, διδάσκοντας την πρώτη ανάγνωση στο σχολείο. Άνοιξα την καρδιά μου και είπα τον πόνο μου. Και ακόμη ζωγράφισα με ωχρά, βέβαια, χρώματα τα πενιχρά αποτελέσματα της καθιερωμένης μεθόδου, που τόσες πίκρες πότιζε και εμένα και τα παιδιά.
 Πριν παρουσιάσω το νέο τρόπο, που εφήρμοσα, όπως είπα, πρώτα στην κόρη μου, νομίζω σκόπιμο να συλλάβουμε βαθύτερα τα σπουδαιότερα προβλήματα, που αντιμετωπίζουμε εμείς οι διδάσκαλοι στη διδασκαλία της πρώτης ανάγνωσης. Έτσι, όχι μόνο θα ανακαλύψουμε, ελπίζω, τις αιτίες, που δημιουργούν τις τόσες δυσκολίες που συναντούμε και εμείς οι δασκάλοι και τα παιδιά, αλλά και θα κατανοήσουμε και τις βασικές πλάνες της παλιάς μεθόδου και θα καταλήξουμε σε μερικές γενικές αρχές για τη σωστή και ταιριαστή στην παιδική ψυχή διδασκαλία.
  Προηγουμένως όμως μια παρατήρηση[1] Με κίνδυνο να δυσαρεστήσω μερικούς συναδέλφους θ’ ακολουθήσω και πάλι τον απλοϊκό τρόπο στην ανάπτυξη του θέματός μου.
Τι να γίνη! Δεν μπορώ να γράψω διαφορετικά! Ποιος  θα μπορούσε να βγη από το δέρμα του, όπως είπε κάποιος Γερμανός φιλόσοφος; Έπειτα  ούτε παχιά λόγια ξέρω ούτε έχω την ικανότητα να παρατάξω πομπώδεις και δυσκολοχώνευτες φράσεις. Δεν πήγα, βλέπετε, ούτε στο Πανεπιστήμιο ούτε στην Ευρώπη, απ’ όπου γύρισαν τόσο τρανοί παιδαγωγοί, φορτωμένοι οι περισσότεροι με τσουβάλια λόγια και βαθυστόχαστες θεωρίες, απ’ όπου όμως εμείς οι ταπεινοί εργάτες του λαϊκού σχολείου δεν κατορθώνουμε να βγάλουμε τίποτε το χειροπιαστό στη δουλειά μας.
Και το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να θέσουμε, είναι: Για ποιο λόγο διδάσκουμε την πρώτη ανάγνωση; Ποια είναι η χρησιμότητά της στα παιδιά;  Η εκμάθησή της τα βοηθεί στη δική τους ζωή; Τονίζω ιδιαίτερα : στα παιδιά γιατί, μου φαίνεται πως η παλιά μέθοδος της διδασκαλίας δεν τα λογαριάζει διόλου τα παιδιά.
Αν λοιπόν καταδεχθούμε, εμείς οι σοφοί ενήλικοι, να ρωτήσουμε τα παιδιά, που πρωτοέρχονται  στο σχολείο, θα μας απαντήσουν όλα με ένα στόμα, πως δεν καταλαβαίνουν τι κακό μας έκαμαν και τα βασανίζουμε με την πρώτη ανάγνωση – καθώς άλλωστε και με όλα τα άλλα μαθήματα – ενώ αυτά λαχταρούν να παίξουν και να ζήσουν τη δική τους ζωή. Και πρέπει να ομολογήσουμε, πως δεν έχουν άδικο. Γιατί το σχολείο παραμελεί και περιφρονεί την τωρινή ζωή τους και φροντίζει μόνο για την μελλοντική τους ζωή, όταν θα γίνουν ενήλικοι. Κανένα λοιπόν παιδί δεν επιθυμεί να μάθει ανάγνωση.
Ακούω ένα σωρό αντιρρήσεις. Βουίζουν τ’ αυτιά μου!
- Ώστε δεν πρέπει να διδάξουμε την ανάγνωση; Θέλετε να την εξοστρακίσουμε από το πρόγραμμα της ύλης;
- Κάθε άλλο. Πολλά πράγματα μπορούμε μια χαρά να τα βγάλουμε από το πρόγραμμα – είναι περιττά, ή να τ’ αναβάλουμε για αργότερα. Όχι όμως την ανάγνωση.
- Μα αφού τα παιδιά  δεν επιθυμούν να τη μάθουν; ‘Η θα τα διδάσκουμε μόνον όσα πράματα επιθυμούν;
-Να εξετάσουμε πρώτα γιατί αποστρέφονται την πρώτη ανάγνωση, αυτό είναι το χρέος μας. Και έπειτα να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο να τα κάνουμε να την επιθυμήσουν. Και εύκολα θα τον βρούμε, φθάνει μόνο να θελήσουμε να καταλάβουμε τι μας λέει η ψυχολογία του παιδιού. Ώστε δε θα διδάσκουμε στα παιδιά μόνον όσα αυτά επιθυμούν, αλλά θα τα κάνουμε να επιθυμούν όσα πρέπει να τα διδάξουμε.
- Προτείνετε  λοιπόν ν’ αφήσουμε τα παιδιά να μας καθοδηγήσουν στον τρόπο και στην ποιότητα της ανατροφής; Εμείς οι ενήλικοι θα καθοδηγούμε  τα παιδιά, ή αυτά εμάς; Και ξέρουν τα παιδιά με το άωρο μυαλό τους τι τα ωφελεί και πιο είναι το πραγματικό τους συμφέρον;
- Βέβαια εμείς θα καθοδηγούμε τα παιδιά, μα με ένα πρωταρχικό και απαράβατο όρο, να μην παραβιάζουμε τη φύση τους. Αλλιώς δεν θα τα μορφώσουμε, αλλά θα τα παραμορφώσουμε και θα τα διαστρεβλώσουμε. Και αν τα παιδιά δεν ξέρουν πιο είναι το συμφέρο τους, γι’ αυτό είμαστε εμείς οι ενήλικοι στο πλευρό τους, μα με δύο όρους, πρώτα να βρούμε πιο είναι το πραγματικό συμφέρον τους και έπειτα να μην θυσιάζουμε το πραγματικό τωρινό συμφέρον των παιδιών στο υποθετικό μελλοντικό συμφέρον τους. Δε θα ήταν εγκληματικό να δίνουμε σ’ ένα μωρό να φάει μπιφτέκι ή ρεβίθια με τη δικαιολογία πως τα τρόφιμα αυτά θα του είναι χρήσιμα άμα μεγαλώσει; Και το χειρότερο δε θα του καταστρέφαμε ολότελα το στομάχι του και κινδυνεύαμε να το κάνουμε το παιδί αυτό δυστυχισμένο και ανάπηρο σ’ όλη του τη ζωή; Και θα πρέπει να τηρούμε την τόσο άλλοτε βαθιά ριζωμένη πρόληψη πως το οινόπνευμα ωφελεί τα παιδιά και θα εξακολουθούμε να τα ποτίζουμε κρασί, που γίνεται μέσα τους δηλητήριο και καταστρέφει τον οργανισμό τους;
Γιατί λοιπόν προκειμένου για τη σωματική υγεία τηρούμε τους όρους, που έθεσα παραπάνω, δεν τους τηρούμε όμως σχετικά με την ψυχική υγεία των παιδιών, αφού δεν λογαριάζουμε διόλου τα πορίσματα της ψυχολογίας του παιδιού; Ή μήπως έχω άδικο; Πόσοι συνάδελφοι δεν εξακολουθούν ακόμη να διδάσκουν, πριν καλά- καλά μάθουν τα παιδιά να συλλαβίζουν, και μερικούς «στοιχειώδεις» γραμματικούς κανόνες – μακρά, βραχέα και δίχρονα – με τη δικαιολογία πως οι κανόνες τούτοι θα είναι αργότερα χρήσιμοι στα παιδιά; Δεν συμφωνείτε μαζί μου πως έτσι δίνουν γραμματικό μπιφτέκι στο μυαλό των παιδιών και κινδυνεύουν να τα κάνουν πνευματικά ανάπηρα; Ευτυχώς που αντιδρά αμέσως ο οργανισμός των περισσοτέρων παιδιών. Και δεν επιμένουν τόσοι και τόσοι άλλοι να διδάσκουν την πρώτη ανάγνωση με την παλιά μέθοδο, αν και βλέπουν πόσο βασανίζονται τα παιδιά και ο ψυχικός τους οργανισμός διαμαρτύρεται με όλα του τα μέσα;
- Ώστε θα δίνουμε στα παιδιά ό,τι τους αρέσει;
- Ποιος είπε τέτοιο πράμμα; Εγώ ετόνισα πως θα δίνουμε ό,τι πρέπει και θα κάνουμε τα παιδιά να τους αρέση, εκείνο που πρέπει. Εμείς, βέβαια, θα καθοδηγούμε τα παιδιά, θα έχουμε όμως καθοδηγητή μας τη φύση του παιδιού.
- Και θα τ’ αφήνουμε  να κάνουν ό,τι θέλουν, από φόβο μήπως παραβιάσουμε με τα μέτρα μας τη φύση τους;
- Μα γι’ αυτό ίσα-ίσα πρέπει να μελετούμε το παιδί και να γνωρίσουμε και τον ψυχικό του οργανισμό σ’ όλες του τις πτυχές. Ο πιο πολύτιμος βοηθός μας στο έργο μας πρέπει να είναι η ψυχολογία του παιδιού. Τότε θα παύσουν να γίνονται τα τεράστια λάθη στην ανατροφή του παιδιού, που εξακολουθούν ατυχώς ως σήμερα, και θα ξεριζωθούν βαθειά ριζωμένες παιδαγωγικές προλήψεις που τόσο κακό κάνουν στα παιδιά μας. Ώστε  όχι αποφυγή, όχι τροπή «εις φυγήν» από φόβο, παρά αντιμετώπιση των προβλημάτων με το φως της επιστήμης.
- Και ποιο είναι εκείνο που πρέπει στο παιδί; Ποιος θα μας το δείξη;
» Η ψυχολογία του παιδιού; Και πιστεύετε σοβαρά, πως η φύση του παιδιού θα μας καθορίση πως πρέπει να μάθουν  τα παιδιά π.χ. ανάγνωση, γραφή κ.τ.λ. Δεν διατρέχουμε έτσι τον κίνδυνο να σταματήση η πρόοδος και να σβύση  ο πολιτισμός μας ; Πως θα μεταδώσουμε στα παιδιά τα πνευματικά αγαθά του πολιτισμού – και ένα τέτοιο είναι και η ανάγνωση – για να τα προαγάγουν και να αυξήσουν την κληρονομία μας αυτή, άμα αφήσουμε για ρυθμιστή τη φύση του παιδιού, αφού δα ξέρουμε πως το παιδί από φυσικό του θέλει όλη την ημέρα να παίζη και αποφεύγει τη σοβαρή δουλειά; Χωρίς όμως δουλειά και κόπους και προσπάθεια αδύνατο να καταχτήση το παιδί τα αγαθά του πολιτισμού, που πρέπει να του μεταδώσουμε. Ώστε, βλέπετε, πως δεν μπορούμε να κάνουμε τα παιδιά να τους αρέσει εκείνο που πρέπει. Και αναγκαστικά θα καταφύγουμε στον καταναγκασμό. Χωρίς κάποια πίεση – έστω και ελαφρότερη – από μέρος μας, αδύνατο να μορφωθούν τα παιδιά.
- Νομίζω πως κάποια σύγχιση γίνεται και η σύγχιση αυτή έγινε αιτία να παρεξηγηθούν τα λόγια μου. Ας ξεδιαλύνουμε λοιπόν το ζήτημα. Έχουμε μπροστά μας δυό ξεχωριστά προβλήματα, το πρόβλημα του σκοπού και το πρόβλημα των μέσων της αγωγής. Το σκοπό της αγωγής τον καθορίζουμε εμείς οι ενήλικοι, όχι βέβαια αυθαίρετα και με την υποχρέωση να μη προσπεράσουμε τα όρια που μας επιτρέπει η φύση του παιδιού – δεν μπορούμε να βάλουμε για σκοπό να κάνουμε τα παιδιά μας  π.χ. ψάρια και να ζουν μέσα στο νερό, όπως δεν μπορούμε να ζητήσουμε από την αμυγδαλιά αχλάδια. Εμείς λοιπόν οι ενήλικοι κανονίζουμε το σκοπό της αγωγής, σύμφωνα με τις ανάγκες και τα κάθε φορά ιδανικά της κοινωνίας. Γι’ αυτό είπα πως εμείς καθοδηγούμε το παιδί. Πως όμως θα το καθοδηγήσουμε, από ποιο δρόμο, με ποια μέσα, όλα αυτά τα καθορίζει η φύση του παιδιού. Καλό είναι να μη γίνεται σύχγιση στο ζήτημα τούτο.
» Εμείς λοιπόν οι ενήλικοι λέμε τώρα πως πρέπει να μεταδώσουμε  στα παιδιά μας την πνευματική κληρονομιά μας, μαζί με τα υλικά και πνευματικά αγαθά του πολιτισμού και καθορίζουμε πως πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά π.χ. την ανάγνωση, τη γραφή κ.τ.λ. για ν’ αποχτήσουν τα παιδιά μας τα αγαθά τούτα του πολιτισμού.
» Πως όμως τα καθορίζουμε; Τα διαλέγουμε αυθαίρετα και όπως μας καπνίση; Ποιο είναι το βαθύτερο ελατήριο και το κριτήριο της εκλογής μας; Μήπως για να βασανίζουμε τα παιδιά μας; Κάθε άλλο. Εκείνο που μας ωθεί είναι η αγάπη, η στοργή στα παιδιά μας, η λαχτάρα μας να τα ιδούμε ευτυχισμένα. Και το κριτήριό μας, η πεποίθηση πως όσα αγαθά του πολιτισμού μας διαλέγουμε και πρέπει να τα μάθουν τα παιδιά μας , όλα αυτά τους είναι, πρέπει να τους είναι, πολύτιμα και χρήσιμα για τη ζωή τους. Έτσι λοιπόν, καθορίσαμε εμείς οι ενήλικοι και τη διδασκαλία της ανάγνωσης, γιατί πιστεύουμε πως η ανάγνωση είναι και πρέπει να γίνη πολύτιμο και χρήσιμο μέσο στα χέρια των παιδιών.
» Πως όμως θα το μεταδώσουμε; Πως θα τα διδάξουμε; Να το σπουδαίο μας πρόβλημα. Υπάρχει τάχα κανένας λόγος που μας αναγκάζει να καταφύγουμε στην πίεση, στον καταναγκασμό, όσο ελαφρός κι αν είναι; Μήπως η φύση των  αγαθών του πολιτισμού – π.χ. και της ανάγνωσης – είναι τέτοια, που μόνο με βάσανα και πίεση θα μπορέση το παιδί να την κατακτήση; Είναι λοιπόν τα αγαθά του πολιτισμού, τα διάφορα μαθήματα του σχολείου, πικρά όπως το κινίνο ή αηδιαστικά όπως κάποιο άλλο γνωστό φάρμακο; Τι μας εμποδίζει να κάνουμε τα παιδιά να τους αρέσουν τα αγαθά του πολιτισμού, που πρέπει ν’ αποχτήσουν, να επιθυμήσουν μόνα τους, όσα διαλέξαμε εμείς να τους διδάξουμε: Δεν υπάρχει τάχα κανένας τρόπος, ή μήπως εμείς οι ενήλικοι σταθήκαμε ανίκανοι να τον βρούμε: Στο κρίσιμο τούτο για την ευτυχία των παιδιών μας σημείο έχει γίνει μια πελώρια παρεξήγηση.
Επειδή η παλιά παιδαγωγική δεν είχε βρη τον κατάλληλο τρόπο να κάνη τα παιδιά να τους αρέση ό,τι πρέπει ρίζωσε μέσα στους οπαδούς της η πρόληψη, πως δεν υπάρχει κανένας τέτοιος τρόπος και γι’ αυτό πιστεύουν, με όλο τον φανατισμό που εμπνέει η βαθειά ριζωμένη πρόληψη, πως αναγκαστικά πρέπει να βασανισθή το παιδί για να αποχτήση τα αγαθά του πολιτισμού. Ποιος όμως είναι ο τρόπος αυτός μας τον δείχνει  η ίδια η φύση του παιδιού, φθάνει όμως να βγάλουμε από τα μάτια μας τα γυαλιά της αδράνειας, που δεν μας αφήνουν ως τώρα να ιδούμε. Ας μη λησμονούμε πως «το παιδί είναι ο καλύτερος δάσκαλός μας».
- Μα αν ακολουθήσουμε τη φύση του παιδιού, δεν διατρέχουμε τον κίνδυνο να υποταχθούμε ή να υποχωρήσουμε λίγο ή πολύ στις επιθυμίες του, στις ποικιλόμορφες ιδιοτροπίες του και τα τόσο συχνά καπρίτσια του; Και τότε πως θα θελήσουν  να μάθουν τα παιδιά, όσα πρέπει να τους διδάξουμε; Θα είμαστε στην ιδιότροπη διάθεσή τους και θ’ αφήσουμε ελεύθερα να σηκώνονται όταν θέλουν, να βγαίνουν από την τάξη όταν θέλουν, να τρώνε ό,τι τους αρέσει κ.τ.λ.
-Δε θέλω να πιστεύω πως και η δεύτερη τούτη σύγχιση είναι θεληματική. Ξέρω πολύ καλά που έχει τις ρίζες της. Στηρίζεται σε μια άλλη πελώρια και τούτη ψυχολογική πλάνη σχετικά με την ουσία και το σπουδαίο προορισμό  της παιδικής ηλικίας. Δεν μπορώ τώρα ν’ ανοίξω πλατειά συζήτηση. Άλλωστε η «Παιδαγωγική» με τα άρθρα της που δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα κάθε τεύχους – αν καλά το κατάλαβα – το βασικό τούτο πρόβλημα προσπαθεί να διαφωτίση. Θα περιορισθώ λοιπόν σε μερικούς  μόνο υπαινιγμούς.
Και πρώτα-πρώτα σκεφθήκατε ποτέ αν «οι ιδιοτροπίες και τα καπρίτσια» του παιδιού είναι απαραίτητα στοιχεία της ψυχοσύστασης της παιδικής ηλικίας; Αλλιώς ειπωμένο: Αναγκαστικά το παιδί δεν μπορεί παρά να έχει «ιδιοτροπίες και καπρίτσια» ; Είναι έμφυτα σαν να ειπούμε, ελαττώματά του και άρα φταίει αυτό; Είναι τάχα πραγματικά ιδιοτροπία του παιδιού, που δεν προσέχει και πλήττει από ανία στη διδασκαλία π.χ. της πρώτης ανάγνωσης; Είναι καπρίτσιο του, που ανησυχεί και ψιθυρίζει την ώρα της διδασκαλίας και θέλει να βγη έξω; Ή μήπως οι περίφημες «ιδιοτροπίες» του παιδιού στο φαγητό είναι έμφυτες; Φταίει λοιπόν το παιδί ή μήπως φταίμε εμείς οι ενήλικοι; Αν ρωτήσουμε τη σύγχρονη ψυχολογία του παιδιού, θα μας απαντήση πως το φταίξιμο είναι πάντα δικό μας. Και φταίμε εμείς για δύο λόγους. Πρώτα όλες τις πραγματικές ιδιοτροπίες των παιδιών τις δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι με τα αντιπαιδαγωγικά μας μέτρα, από την αυστηρή τιμωρία, τους βαθμούς ως τα παράλογα χάδια. Και έπειτα – και εδώ η ευθύνη μας είναι επίσης μεγάλη- τις περισσότερες φορές, παρασυρμένοι από την ψυχολογική πλάνη που τώρα δα ανέφερα, μπερδεύουμε τα πράγματα, ενώ είναι τόσο απλά, και παίρνουμε για ιδιοτροπίες και στιγμιαία καπρίτσια, τις βαθύτερες επιταχτικές επιθυμίες του παιδιού και τις πραγματικές ανάγκες του οργανισμού του, που ζητούν επιταχτικά την ικανοποίησή τους.
Το συμπέρασμα είναι ολοφάνερο. Το χρέος μας είναι να καταργήσουμε, οι γονείς και οι διδάσκαλοι τα αντιπαιδαγωγικά μέτρα. Τότε θα πάψουν όλες οι πραγματικές ιδιοτροπίες του παιδιού και δεν διατρέχουμε τον κίνδυνο να υποταχτούμε σ’ αυτές, αφού δεν θα υπάρχουν.
Από το άλλο όμως είναι επιβεβλημένο χρέος μας ν’ ακολουθήσουμε τη φύση του παιδιού και να συμμορφωθούμε με τις πραγματικές και διαφορετικές από τις δικές μας ανάγκες του παιδικού οργανισμού. Μα, φαίνεται – αλλιώς πώς να εξηγήσω την τόση επιμονή σας – πως εξακολουθείτε να πιστεύετε είτε πως το παιδί είναι άψυχο και χωρίς δικές του ανάγκες και όχι ένα ζωντανό πλάσμα και γι’ αυτό το έχει μεταβάλλει σε ετεροκίνητο η ερβαρτιανή παιδαγωγική, είτε πως είναι ένας μικρός ενήλικος και έχει απαράλλαχτα τις ίδιες ανάγκες, τα ίδια γούστα και τα ίδια ενδιαφέροντα με τον ενήλικο, μόνο σε ανάλογη μικρότερη ποσότητα και γι’ αυτό βγάζετε το συμπέρασμα πως ό,τι αρέσει και ό,τι είναι σωστό για τον ενήλικο πρέπει να αρέση και πρέπει να είναι σωστό και για το παιδί. Έτσι π.χ. επειδή η ανάγνωση είναι σωστό πράμα να την ξέρη ο ενήλικος, πρέπει να την μάθη και το παιδί, μόνο όμως σε μικρότερη ποσότητα. Και επειδή το παιδί πολλές φορές δεν καταλαβαίνει το σωστό, γι’ αυτό, λέτε σείς, πως πρέπει να το εξαναγκάσουμε και να το πιέσουμε. Μα ας μεταφέρουμε το συλλογισμό σας: Επειδή  είναι σωστό να τρώμε εμείς οι ενήλικοι μπιφτέκια, πρέπει να τρώη και το …μωρό, σε πολύ μικρότερη, βέβαια, ποσότητα. Αλλά τότε; Αφήνω σε σας να βγάλετε το συμπέρασμα.
- Μα αν συμμορφωθούμε με τις ανάγκες του παιδικού οργανισμού, πως θα καθοδηγήσουμε εμείς τότε το παιδί; Δε θα μας κάνη ό,τι θέλει εκείνο, δε θα μας πάη όπου θέλουν οι ανάγκες του;
-Αδικαιολόγητος  ο φόβος σας και μεγάλη σας η πλάνη. Μάταιος φόβος, που σας τον εμπνέει η φανατική προσκόλλησή σας στην παλιά ερβαρτιανή μέθοδο. Και αδικαιολόγητη η πλάνη που τροφοδοτείται πλούσια από το φόβο σας μήπως διαταραχθή η ηρεμία και η ευδαιμονία, όπου μέσα πλέετε, πιστεύοντας πως η ερβαρτιανή παιδαγωγική, στρογγυλοκαθισμένη μακάρια μέσα στο περίτεχνο χάρτινο οικοδόμημά της, έχει λύσει τελειωτικά όλα τα προβλήματα.
Τι λέτε όμως, δεν μοιάζετε μ’ εκείνον που «έκανε το λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχον» ; Και στα προβλήματα της αγωγής ο ξενοδόχος δεν είναι το παιδί; Και αν του φορτώσουμε στη ράχη του όλα όσα αρέσουν σε μας τους ενήλικους, δε θα λυγίση ο οργανισμός του και δε θα σωριασθή; Και πόσα τέτοια συντρίμμια και παραμορφώσεις και διαστρεβλώσεις δε βλέπουμε κάθε μέρα; Φθάνει ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να ιδούμε τα παιδικά δράματα και τις παιδικές δυστυχίες.
Ας θυμηθούμε το ρητό: Μόνον αν υποταχθούμε στη φύση, τότε θα την δαμάσουμε και θα την κυριαρχήσουμε. Και μου έρχονται στο στόμα μου τα απλά μα σοφά λόγια ενός ξένου παιδαγωγού, που κάπου έτυχε να διαβάσω: «Δεν υποτάσσομαι στο παιδί και τις ιδιοτροπίες του. Υποτάσσομαι όμως στην παιδική ηλικία και τις ανάγκες της». Μόνον τότε, μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα την καθοδηγήσουμε την νεολαία στην κορυφή των ευγενικών ιδανικών, που έχουμε βάλει εμείς οι ενήλικοι για τελικό σκοπό της αγωγής.
Αν θέλουμε λοιπόν να μας ακολουθήση το παιδί πρόθυμα και μ’ όλη του την καρδιά, πρέπει πρώτα εμείς ν’ ακολουθήσουμε τη φύση του. Και αυτό θα ειπή: Πρέπει πρώτα ν’ αναγνωρίσουμε τις ιδιαίτερες και ξεχωριστές ανάγκες του οργανισμού του και να το βοηθήσουμε – όπως βοηθάει ο καλός κηπουρός το δέντρο – να δημιουργήσουμε δηλαδή τις ευνοϊκές συνθήκες για να ικανοποιήση τις επιταχτικές του ανάγκες. Τότε θα βαδίζη ευτυχισμένο και θα εξυψώνεται η ψυχή του και θ’ ανθίση η προσωπικότητά του. Τότε και μόνο τότε θα μορφωθή πραγματικά και θα μάθη ό,τι πρέπει, γιατί θα το ωθή η ίδια του η φύση, το ψυχικό του δηλαδή συμφέρον.
Και τα αγαθά του πολιτισμού – τα διάφορα μαθήματα – που σήμερα καταναγκαστικά του τα διδάσκουμε, τότε μόνο θα τα λαχταρήση και θα ριχθή μόνο του με τα μούτρα να τ’ αποχτήση χωρίς κανένα καταναγκασμό από μέρος μας, άμα όλα αυτά τα βάλουμε στη διάθεση του δικού του ιδιαίτερου οργανισμού, για να επιτελέση με τη σημαντική βοήθειά τους το σπουδαιότερο προορισμό της παιδικής ηλικίας, που διανύει, άμα δηλαδή του τα παρουσιάσουμε σαν όργανα απαραίτητα για να ζήση τη δική του τη ζωή. Αυτό είναι το ολοφάνερο μυστικό της νέας διδακτικής. Παραθέτω την όμορφη, κλασική θα έλεγα, διατύπωση ενός μεγάλου Ελβετού ψυχολόγου και παιδαγωγού : Ο μόνος σωστός τρόπος είναι «να μεταμορφώσουμε τους μελλοντικούς σκοπούς – τα διάφορα μαθήματα- σε τωρινά βαθειά ενδιαφέροντα του παιδιού».
Το ίδιο λοιπόν πρέπει να κάνουμε και με την ανάγνωση. Κανένα από τα παιδιά, που πρωτοέρχονται στο σχολείο, δεν επιθυμεί, δεν αισθάνεται την όρεξη να μάθη ανάγνωση. Θα τα πιάσουμε από το λαιμό ή θα τους δώσουμε καραμέλες για να τ’ αναγκάσουμε να κάτσουν καθηλωμένα στα θρανία και να μάθουν την ανάγνωση; Ή μήπως τέτοια εξαναγκαστικά μέτρα δεν χρησιμοποιεί και η συνηθισμένη – κάπως παλαιότερη- και η πρώτη της εξαδέλφη η γλυκανάλατη ελκυστική μέθοδος. Τίποτε απ’ αυτά. Θα ακολουθήσουμε τη γενική διδακτική αρχή, που τόση ώρα προσπαθώ ν’ αναλύσω, την αρχή της ζωής που μας λέει: Ό,τι θέλεις να διδάξης στο παιδί προσάρμοσέ το στην τωρινή ζωή του. Μεταμόρφωσε το μελλοντικό σκοπό, την μελλοντική χρησιμότητα εκείνου που πρέπει να μάθη το παιδί, σε τωρινό ενδιαφέρον, σε χρησιμότητα για την τωρινή ζωή του παιδιού. Και για να γυρίσω στην ανάγνωση: Κάνε την ανάγνωση τωρινό ενδιαφέρον του παιδιού, πολύτιμο δηλαδή όργανο στα χέρια του παιδιού, για να ικανοποιεί τις κάθε φορά τωρινές ανάγκες του. Τότε σ’ όλα τα παιδιά θ’ αρέση η ανάγνωση, όλα θα την επιθυμήσουν και θα μας παρακαλούν να τους την διδάξουμε. Και από αγγαρεία που είναι τώρα, θα γίνη πηγή ζωής και χαράς για τα παιδιά μας.
- Πολύ θελκτική φαίνεται, αλήθεια η μέθοδος τούτη. Φθάνει μόνο να μπορεί να εφαρμόζεται. Μα, αν καθιερώσουμε τη γενική αρχή που έθεσα, σ’ όλη τη σχολική εργασία, τότε βγάζουμε ολότελα έξω από την αγωγή και τον πιο ελαφρό καταναγκασμό. Και εγώ φρονώ πως ο καταναγκασμός – φυσικά πρέπει να γίνεται συνετή χρήση του- όλο και χρειάζεται για τα παιδιά. Ή προχωρείτε τόσο πολύ και υποστηρίζετε πως δεν πρέπει να συνηθίσουμε από τώρα από την τρυφερή τους ηλικία, τα παιδιά να καταβάλουν προσπάθεια, να εκτελούν το καθήκον τους, όσο βαρύ και επίμοχθο κι’ αν είναι, να υπερπηδούν δυσκολίες, να κάνουν και πράγματα που δεν τους αρέσουν  και να κυριαρχούν στις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Δεν πρέπει λίγο-λίγο να τα προετοιμάζουμε από τώρα, για να μη βρεθούν ανέτοιμα και σωριασθούν όταν τα παραλάβη η σκληρή ζωή σαν μεγαλώσουν.

ΕΤΟΣ Α ΤΕΥΧΟΣ 5 25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1937

- Παρατηρώ με λύπη μου, φίλε Συνάδελφε, πως όλο στριφογυρίζετε γύρω από το ίδιο επιχείρημα. Τέσσερεις φορές μου το έχετε ως τώρα παρουσιάσει με διαφορετικά λόγια. Ο καταναγκασμός των παιδιών είναι, φαίνεται, για σας, τους οπαδούς της ερβαρτιανής μεθόδου, καραμέλλα, που την πιπιλίζετε με ξεχωριστή ευχαρίστηση στο στόμα σας. Ας ξαναϊδούμε λοιπόν, άλλη μια φορά το επιχείρημά σας.
» Η ζωή, μου λέτε, δεν είναι ρόδινη. Η βιοπάλη αναγκάζει τον κάθε άνθρωπο να κάνη και πράματα που δεν του αρέσουν και τον φορτώνει με βαρειά και δύσκολα καθήκοντα. Και προσθέτετε πως πρέπει να συνειθίσουμε τα παιδιά από την πιο μικρή τους ηλικία να καταβάλλουν προσπάθεια, να υπερπηδούν δυσκολίες και να κυριαρχούν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, για να μην βρεθούν ανέτοιμα και σωριασθούν όταν, σαν μεγαλώσουν, τα παραλάβη η σκληρή ζωή. Και το μόνο κατάλληλο μέσο είναι ο καταναγκασμός. Ώστε ο καταναγκασμός – αυτό είναι το συμπέρασμά σας- είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής. Άρα έχουμε εμείς οι δασκάλοι την υποχρέωση να τον χρησιμοποιήσουμε από την πρώτη μέρα που θα έρθουν τα παιδιά στο σχολείο σ’ όλη τη σχολική τους ζωή και σ’ όλα τα μαθήματα. Και επομένως κάθε μέθοδος διδασκαλίας, που δεν κλείνει μέσα της και μια  -μεγάλη – δόση καταναγκασμού είναι «απορριπτέα». Γι’ αυτό λοιπόν απορρίπτετε σεις και κάθε καινούργιο τρόπο για τη διδασκαλία της πρώτης ανάγνωσης, που δεν εξαναγκάζει –και δεν βασανίζει- τα παιδία, παρά τα κάνει να επιθυμήσουν να μάθουν μόνα τους ανάγνωση. Δεν είναι έτσι;
- Μάλιστα.
- Επιτρέψτε μου τώρα να σας ρωτήσω εγώ: Πιστεύετε σοβαρά, πως το παιδί είναι έτσι πλασμένο, ώστε μόνο με εξωτερική – δική μας- πίεση και σπρώξιμο θα μπορέση να αναπτυχθή και να μορφωθή; Είναι τάχα το παιδί ετεροκίνητο σώμα ή καμιά μηχανή που πρέπει εμείς οι ενήλικοι να την κουρντίζουμε, για να κινηθή; Δε μαθαίνει μόνο του , χωρίς καμιά εξωτερική πίεση, τόσα πράμματα; Και δεν καταβάλλει, μόνο του, προσπάθεια, και μάλιστα πολλές φορές ηρωική, με την χαρά στην καρδιά του και το χαμόγελο στα χείλη;
- Δε νομίζω. Πιστεύω, πως χωρίς κάποια πίεση και καταναγκασμό από μέρος μας δεν θα μπορέση να μορφωθή για να είναι ικανό να βιοπαλαίη, σαν μεγαλώση.
- Πλανάσθε , φίλε μου, οικτρά. Γιατί ένα από τα δυό: Ή εξακολουθείτε ακόμη και σήμερα, ύστερα από τα πορίσματα της σύγχρονης ψυχολογίας, να πιστεύετε, πως η ερβαρτιανή μέθοδος – που στο βάθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια περίτεχνα οργανωμένη πίεση επάνω στο παιδί- είναι αλάνθαστη και επομένως ιερή και απαραβίαστη, τότε όμως φταίει ο φανατισμός σας, που σας κάνει να μην θέλετε και να μην μπορήτε να βλέπετε την αλήθεια. Ή «έχετε υπ’ όψιν σας» τα παιδιά, που εμείς οι ενήλικοι –γονείς και διδάσκαλοι- με τα ήπια ή τα βίαια πιεστικά μας μέτρα, τα καταντήσαμε ετεροκίνητα, νωθρά, άβουλα, γιατί πνίξαμε την πρωτοβουλία τους, ψαλιδίσαμε σκληρά την αυτενέργειά τους και διαστρεβλώσαμε την εξέλιξή τους.
»Τα γερά όμως παιδιά έχουν αφάνταστο πλούσιο δυναμισμό μέσα τους. Ο παιδικός οργανισμός, σαν ζωντανός που είναι έχει τις δικές του ξεχωριστές ανάγκες, και αυτές γι’ να ικανοποιηθούν, ωθούν το παιδί με αλύγιστη πίεση να  ξετυλίγη  κάθε φορά την ανάλογη ενεργητικότητά του. Δεν είδατε τι προσπάθεια καταβάλλει το μικρό παιδί για να υπερνικήσει τις τεράστιες για την ηλικία του δυσκολίες και να καταχτήση την ορθοστασία και το βάδισμα; Επιχειρεί ακατάπαυστα, βάζει όλα τα δυνατά του, πέφτει, χτυπάει, εκεί όμως, επιμένει, αγωνίζεται, εκτός αν η φιλόστοργη, μα στο βάθος αμόρφωτη ή νευρόπαθη, μητέρα το εμποδίση ή του σκοτώσει το θάρρος και του εμπνεύση τη δειλία. Και είναι ασήμαντη η προσπάθεια, που καταβάλλει μόνο του το παιδί για να καταχτήσει το όργανο της επικοινωνίας, τη γλώσσα; Και μικρός είναι ο σκληρός  αγώνας του, για να προσανατολισθή μέσα στο έμψυχο και άψυχο περιβάλλον του και να γνωρίση τα γύρω του πρόσωπα και πράμματα; Και στην έρευνά του αυτή δεν προσπερνάει στην καρτερικότητα τον πιο επίμονο ερευνητή; Λίγοι είναι οι αυθόρμητοι κόποι του; Και το παιχνίδι; Δε δίνεται το παιδί με όλη του την ψυχή, δεν αφοσιώνεται με αξιοθαύμαστη επιμονή στην προσπάθειά του, ώστε να λησμονήση να φάη και ν’ αποκοιμηθή από την κούρασή του επάνω στο παιχνίδι;
»Ρίξτε, φίλε μου, μια συμπαθητική διεισδυτική ματιά στη ζωή του παιδιού και θα πεισθήτε πόσο το έχετε παρεξηγήσει. Θα ιδήτε πόσο ξέρει να υπερνικά τις δυσκολίες και ν’ αφοσιώνεται στην εργασία, όπου το σπρώχνει ο ίδιος ο εαυτός του. Όπως ο αληθινός επιστήμονας, όπως ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης, έτσι και το παιδί είναι ένας μικρός αληθινός δημιουργός, που αναπτύσσει ακούραστα τον εσωτερικό δυναμισμό του και δημιουργεί μέρα με την ημέρα και με επιμονή την ίδια του τη ζωή, τον ίδιο τον εαυτό του, φθάνει μόνο εμείς οι ενήλικοι, με τα αντιπαιδικά μας μέτρα, να μην του προβάλλουμε ανυπέρβλητα προχώματα και του παραλύουμε την ορμητικότητά του.
»Μα ας καθαρίσω καλύτερα την πλάνη σας. Έχουμε δύο ειδών κόπους, δυό ειδών προσπάθεια, την εσωτερική και την εξωτερική. Η πρώτη πηγάζει από μέσα μας, είναι αυθόρμητη, ανεξάντλητη, πραγματικά δημιουργική, πηγή αληθινής χαράς και βαθύτατης ευτυχίας. Η δεύτερη, η εξωτερική, πηγάζει από ξένη επιβολή, και είναι ευκολοεξάντλητη, βαρειά, αγγαρευτική, αποπνιχτική, πηγή ανίας, σωστό μαρτύριο. Εσείς περιφρονείτε ή αγνοείτε την εσωτερική προσπάθεια – και αυτή είναι η ολέθρια για τα παιδιά πλάνη σας – και λατρεύετε με φανατισμό τη δεύτερη. Εμείς θεωρούμε καταστρεπτική για τα παιδιά την εξωτερική προσπάθεια και στηρίζουμε τη νέα μέθοδο της διδασκαλίας στην πρώτη, την εσωτερική. Δεν πρόκειται βέβαια – δεν φαντάζομαι να έχετε τόσο παρανοήσει τη νέα, τη «δημιουργική» μέθοδο – να σερβίρουμε έτοιμη και καλομασημένη την πνευματική τροφή στα παιδιά. Όπως κι’ εσείς, έτσι και εμείς θέλουμε να δουλεύουν τα παιδιά και να καταβάλουν επίμονες προσπάθειες. Η διαφορά μας όμως είναι μεγάλη. Εσείς αγνοείτε τον δυναμικό πλούτο του παιδικού οργανισμού. Στηρίζεσθε στη δική σας θέληση και επιβολή – στον καταναγκασμό – και κατορθώνετε το αντίθετο από εκείνο που επιδιώκετε. Κάνετε δηλαδή τα παιδιά να σιχαθούν και τη σχολική εργασία και τα μαθήματα. Ενώ εμείς στηριζόμαστε στην εσωτερική προσπάθεια, φροντίζουμε να δημιουργήσουμε όσο μπορεί ευνοϊκότερες συνθήκες για να ξετυλιχθή και να δράσει ο εσωτερικός δυναμισμός του παιδιού. Και έτσι κατορθώνουμε να κάνουμε τα παιδιά να καταβάλλουν πρόθυμα και χαρούμενα τον κόπο, που χρειάζεται κάθε φορά, και ν’ αγαπήσουν και τη δουλειά και το σχολείο και τα μαθήματα, γιατί το σχολείο ανυψώνεται σε εργαστήριο, όπου τα παιδιά δημιουργούν τον εαυτό τους και τα διάφορα μαθήματα και η πρώτη ανάγνωση γίνονται πολύτιμα όργανα για να ξετυλίξουν τον εσωτερικό τους δυναμισμό και να φθάσουν τα παιδιά το αποτέλεσμα που επιδιώκουν. Αυτή είναι, φίλε μου, η δεύτερη γενική αρχή της δημιουργικής μεθόδου, η αρχή του εσωτερικού δυναμισμού. Ή μήπως τώρα πρωτακούτε και το όνομά της;
- Ομολογώ πως δεν επείστηκα ακόμη, εκτός αν δεν κατάλαβα καλά τις δυό γενικές αρχές της «δημιουργικής» όπως την ονομάζετε, μεθόδου. Πέστε μου, σας παρακαλώ, σαν μεγαλώση το παιδί θα βρη τις ευνοϊκές συνθήκες, για να δράση με την εσωτερική προσπάθεια; Δε θα υποχρεωθή για να βιοπαλαίση να καταβάλλει εξωτερική προσπάθεια; Για πόσους από μας τους ενήλικους δεν είναι το επάγγελμά μας, ή η δράση μας λίγο ή πολύ αγγαρεία;
-Είμαι σύμφωνος μαζί σας. Ατυχώς έτσι είναι η ζωή στους περισσότερους ενήλικους. Δεν είναι πολλοί, όσοι εργάζονται από εσωτερική ώθηση και δημιουργούν έργα, που πραγματοποιούν και ικανοποιούν το βαθύτερο και πολυτιμότερο «εγώ» τους. Μα αντί να διαρρυθμίζουμε έτσι τη ζωή, ώστε ο κάθε άνθρωπος ν’ αφοσιώνεται σε ό,τι  είναι πλασμένος –αυτό θα ειπή ψυχική ευτυχία- αντί λοιπόν να φροντίσουμε πως ο κάθε άνθρωπος θα γίνη και θα είναι αληθινά δημιουργικός, τι προτείνετε σεις να κάνουμε; Τι άλλο, παρά να συνηθίσουμε μια ώρα γρηγορότερα τα παιδιά στην ψυχική δυστυχία. Και δεν νομίζετε, πως είναι ηθικότερο να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να περάσουν όσα μπορούν περισσότερα χρόνια δημιουργικής εργασίας και να χαρούν ευτυχισμένα τη ζωή τους;
- Μα το ιερώτερο χρέος μας δεν είναι να προετοιμάσουμε τα παιδιά μας για τη βιοπάλη της ενήλικης ζωής, έστω κι’ αν πρόκειται να τα πικραίνουμε και να μειώσουμε την τωρινή ευτυχία τους;
-Και γι’ αυτό πρέπει να τα συνειθίσουμε από τη μικρή τους ηλικία, όπως λέτε και κάνετε σεις, στην εξωτερική προσπάθεια και τον καταναγκασμό;
-Βέβαια πως αλλιώς; Μήπως με την αρχή του εσωτερικού δυναμισμού;
-Ας απαντήσω και στην τελευταία, ελπίζω, τούτη απορία σας. Άμα το παιδί γίνη ενήλικο και το παραλάβη η σκληρή ζωή, πως θα υπερπηδήση τις δυσκολίες, πως θα νικήση ευκολώτερα στον αγώνα της ζωής, με τη δική του δύναμη ή με το σπρώξιμο των άλλων;
-Βέβαια, με τη δική του δύναμη!
- Ώστε όσο μεγαλύτερη σωματική και ψυχική δύναμη έχει το παιδί τη στιγμή που θα γίνει ενήλικο, τόσο το καλύτερο. Πως όμως θ’ αποχτήση μεγαλύτερη δύναμη; Είναι φρόνιμο να δίνουμε στα παιδιά κάθε μέρα και μια μικρή δόση καθάρσιο για να συνειθίσουν στην αηδία και να το πάρουν όταν ποτέ χρειασθεί με μεγαλύτερη ευκολία; Δε θα τα κάνουμε τότε να το αηδιάσουν ακόμη περισσότερο, και το χειρότερο, δε θα εμποδίσουμε το πεπτικό τους σύστημα να υπερνικά μόνο του τις δυσκολίες, δε θα μειώσουμε λοιπόν την αντιστατική δύναμη του οργανισμού; Το ίδιο συμβαίνει και με τον ψυχικό οργανισμό του παιδιού. Θέλουμε να δημιουργήσουμε ακμαίους στο σώμα και εύρωστους στην ψυχή ενήλικους. Ο μόνος τρόπος είναι να δημιουργήσουμε για τα παιδιά μας τις ευνοϊκές συνθήκες για να ξετυλίγεται πλούσια ο εσωτερικός τους δυναμισμός, ν’ ανθίση η προσωπικότητά τους και να φθάσουν ως το ανώτατο σημείο της ανάπτυξής τους όλες οι ψυχικές λειτουργίες του παιδιού. Και αυτό θα το κατορθώσουμε, άμα σεβασθούμε τις εσωτερικές ανάγκες του παιδικού οργανισμού και στηρίξουμε την ανατροφή και τη μόρφωση του παιδιού στις δυό γενικές αρχές που προσπάθησα ν’ αναπτύξω, στην αρχή της ζωής και στην αρχή του εσωτερικού δυναμισμού. Ενώ με τον καταναγκασμό και την εξωτερική πίεση σταματούμε ή διαστρεβλώνουμε την εξέλιξη του παιδιού, μειώνουμε την αντιστατική και την δημιουργική δύναμη του ψυχικού του οργανισμού και προετοιμάζουμε για τη ζωή ανάπηρους ψυχικά ενήλικους.





[1] Αφορμή να γράψω την παρατήρηση μου έδωσε η κρίση ενός συναδέλφου της Μέσης Παιδείας. Στο γράμμα του, που έστειλε στο Διευθυντή της «Παιδαγωγικής» με κατηγορεί για το «απλοϊκό» ύφος και με επικρίνει γιατί η μελέτη μου δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον «για έναν επιστήμονα». Ο σκοπός μου είναι να τα καταφέρω να ειπώ μερικές απλές αλήθειες, που τόσο –τι περίεργο- τις έχουν λησμονήσει ή και παρανοήσει κάποιοι σπουδαίοι επιστήμονες παιδαγωγοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: